EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51999PC0348

Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

/* COM/99/0348 τελικό - CNS 99/0154 */

ΕΕ C 376E της 28.12.1999, p. 1–17 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51999PC0348

Πρόταση κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις /* COM/99/0348 τελικό - CNS 99/0154 */

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 376 E της 28/12/1999 σ. 0001 - 0017


Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Πίνακας Περιεχομένων

1. ΓΕΝΙΚΑ

1.1 Πλαίσιο

1.2 Εργασίες αναθεώρησης των συμβάσεων Βρυξελλών και Λουγκάνο

2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.1 Θέμα

2.2 Νομική βάση

3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

4. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.1 Γενικός στόχος

4.2 Συνέχεια

4.3 Προσαρμογή

4.4 Συγκριτικός πίνακας

4.5 Κατ’ άρθρο σχολιασμός

1. ΓΕΝΙΚΑ

1.1. Πλαίσιο

Δυνάμει του άρθρου 2 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα υποκείμενα δικαίου να μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους και να απολαύουν ίσων εγγυήσεων με εκείνες που διαθέτουν ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας τους.

Προκειμένου να δημιουργηθεί προοδευτικά ένας τέτοιος χώρος, η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, η οποία όπως πιστεύουν πολλοί αναπτύχθηκε υπερβολικά αργά, συνιστά μια θεμελιώδη φάση της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, ο οποίος θα έχει απτά οφέλη για όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης [1].

[1] Πρόγραμμα δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σημείο 16, ΕΕ αριθ. C19 της 23.01.1999.

Μεταξύ των μέτρων αυτών, η καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς απαιτεί τον καθορισμό σαφών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας καθώς και τη βελτίωση και την επιτάχυνση της αναγνώρισης και της εκτέλεσης των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η ασφάλεια του δικαίου στον τομέα της διεθνούς δικαιοδοσίας και η ταχύτητα των διαδικασιών περιαφής εκτελεστήριου τύπου (exequatur) αποτελούν από τη σκοπιά αυτή ουσιώδεις απαιτήσεις ενώ πολλαπλασιάζονται οι ανταλλαγές μεταξύ προσώπων και οικονομικών φορέων διαφόρων κρατών μελών, καθώς και οι διενέξεις που απορρέουν από αυτές.

1.2. Εργασίες αναθεώρησης των συμβάσεων Βρυξελλών και Λουγκάνο

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1968, τα έξι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας συνήψαν, βάσει του άρθρου 293 παράγραφος 4 (πρώην 220) της συνθήκης ΕΟΚ, σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, τη λεγόμενη «σύμβαση των Βρυξελλών». Το 1971 υπογράφηκε ένα πρωτόκολλο για την ερμηνεία της σύμβασης αυτής από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η σύμβαση και το πρωτόκολλο που αποτελούν μέρη του κεκτημένου επεκτάθηκαν σταδιακά σε όλα τα νέα κράτη μέλη [2]. Επίσης, η σύμβαση των Βρυξελλών χρησίμευσε ως υπόδειγμα ανάλογης σύμβασης μεταξύ των κρατών μελών και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), της σύμβασης του Λουγκάνο, που υπογράφηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1988 [3].

[2] Η ενοποιημένη απόδοση της σύμβασης και του πρωτοκόλλου μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 27 της 26.01.1998.

[3] ΕΕ L 319 της 25.11.1988.

Κατά τη συνεδρίαση της 4ης και 5ης Δεκεμβρίου 1997, το Συμβούλιο ανέθεσε σε ad hoc ομάδα, η οποία απαρτιζόταν από αντιπροσώπους των κρατών μελών και των κρατών της ΕΖΕΣ που ήταν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση του Λουγκάνο (Ισλανδία, Νορβηγία, Ελβετία), την ανάληψη εργασιών με σκοπό την παράλληλη αναθεώρηση των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση σύμβασης για την αντικατάσταση της σύμβασης των Βρυξελλών, δυνάμει του άρθρου K.3.2) της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση [4]. Η πρόταση αυτή υποβλήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο ακόμα δεν εξέδωσε τη γνώμη του καθώς και στο Συμβούλιο.

[4] ΕΕ C 33 της 31.1.1998, σ. 20.

Ωστόσο, οι εργασίες συνεχίστηκαν δυνάμει του άρθρου 293 (πρώην 220), τέταρτη περίπτωση της συνθήκης ΕΚ, σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή, έως την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ την 1η Μαΐου 1999. Στις 28 Μαΐου, το Συμβούλιο δήλωσε την πολιτική του συμφωνία με το αποτέλεσμα των εργασιών της ομάδας ad hoc.

2. ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.1. Θέμα

Η παρούσα πρόταση κανονισμού έχει ως στόχο την εξομοίωση των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των κρατών μελών σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία καθώς και τη βελτίωση και επιτάχυνση της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Ο κανονισμός θα αντικαταστήσει και θα ενημερώσει το περιεχόμενο της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και του πρωτοκόλλου της, ώστε μεταξύ άλλων να ληφθούν υπόψη οι νέες μορφές εμπορίου που δεν υπήρχαν το 1968. Η πρόταση διασφαλίζει ευρέως την αποδοχή των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν για την αναθεώρησή της έως την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ από την ομάδα ad hoc του Συμβουλίου. Εφεξής η πρόταση ενσωματώνει την ουσία της συμφωνίας που επετεύχθη στο Συμβούλιο όσον αφορά την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των μερών της επίδικης διαφοράς. Είναι σαφές ότι η λύση που επιλέχθηκε γαι την επίτευξη της ισορροπίας αυτής θα μπορούσε να επιφέρει συνέπειες για αυτούς που δραστηριοποιούνται στις νέες μορφές εμπορίου (βλέπε ειδικότερα τα σχόλια στο άρθρο 15 παρακάτω).

Επιπλέον, η ενσωμάτωση σε κοινοτικό μέσο του αποτελέσματος των εργασιών αναθεώρησης διασφαλίζει την εφαρμογή των νέων κανόνων εντός καθορισμένης, κοινής ημερομηνίας και εντός σύντομης προθεσμίας. Πράγματι, η σύμβαση των Βρυξελλών όπως διαμορφώθηκε κατόπιν των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας δεν έχει αρχίσει ακόμα να ισχύει σε όλα τα κράτη μέλη μόνο μερικά από αυτά την έχουν κυρώσει. Ωστόσο, η ενσωμάτωση σε κοινοτικό μέσο δεν είναι δυνατή όσον αφορά τη σύμβαση του Λουγκάνο, διότι η σύμβαση αυτή έχει ως συμβαλλόμενα μέρη χώρες που δεν αποτελούν κράτη μέλη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.2. Νομική βάση

Τα θέματα που καλύπτονται από τη σύμβαση των Βρυξελλών, από την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ εντάσσονται στο άρθρο 65 της συνθήκης ΕΚ και η νομική βάση της πρότασης αυτής είναι το άρθρο 61, σημείο γ) της Συνθήκης αυτής.

Η επιλεγείσα μορφή, κανονισμός, δικαιολογείται από πολλούς λόγους. Πράγματι, δεν μπορεί να δοθεί διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη όχι μόνο όσον αφορά τον καθορισμό των κανόντων της δικαιοδοσίας, που αποβλέπουν στην διατήρηση της ασφάλειας του δικαίου προς όφελος των πολιτών και των οικονομικών φορέων αλλά ούτε και όσον αφορά τη διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης που ανταποκρίνεται στην επιταγή σαφήνειας και ομοιογένειας στα κράτη μέλη.

Εξάλλου, ο στόχος της διαφάνειας αποκτά πρωταρχική σημασία στον τομέα αυτό και πρέπει να επιτρέψει την ταχεία και ομοιόμορφη ανάγνωση των κανόντων που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα χωρίς να καθίσταται αναγκαία η διενέργεια έρευνας στις διατάξεις εθνικού δικαίου που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο το περιεχόμενο του κοινοτικού μέσου το εν λόγω εθνικό δίκαιο πολύ συχά είναι δίκαιο ξένο προς τον ενάγοντα. Επιπλέον, η επιλογή της μορφής του κανονισμού θα επιτρέψει στο Δικαστήριο τη διασφάλιση της ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεών του σε όλα τα κράτη μέλη.

Ο κανονισμός πρέπει να εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 67 της Συνθήκης, σύμφωνα με την οποία, για μια μεταβατική περίοδο 5 ετών, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα βάσει πρότασης της Επιτροπής ή κατόπιν πρωτοβουλίας κράτους μέλους και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα μέτρα που υπάγονται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις.

Ο νέος τίτλος IV της ΣΕΕ, στον οποίο υπάγεται το θέμα που καλύπτεται από την παρούσα πρόταση κανονισμού, δεν ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, εκτός αν τα κράτη αυτά επιλέξουν να προσχωρήσουν («opt in») υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το πρωτόκολλο το οποίο επισυνάπτεται στις συνθήκες. Αυτά τα κράτη δήλωσαν εντούτοις, επ’ ευκαιρία του Συμβουλίου «Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις» της 12ης Μαρτίου 1999, την πρόθεσή τους να συμμετέχουν πλήρως στις δραστηριότητες της Κοινότητας στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις. Σε αυτά εναπόκειται, την κατάλληλη στιγμή, να επιχειρήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 3 του πρωτοκόλλου.

Ο τίτλος IV της ΣΕΕ δεν ισχύει επίσης για τη Δανία δυνάμει του πρωτοκόλλου που την αφορά. Ωστόσο, είναι δυνατό για την εν λόγω χώρα να παραιτηθεί από αυτό ανά πάσα στιγμή. Έως σήμερα η Δανία δεν γνωστοποίησε την πρόθεσή της να επιχειρήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 7 του πρωτοκόλλου.

Συνεπώς, η παρούσα πρόταση έχει συνταχθεί λαμβανομένης υπόψη της τρέχουσας κατάστασης. Εάν ο κανονισμός εφαρμοζόταν σε ένα από τα προαναφερόμενα κράτη μέλη τότε θα μπορούσαν να επέλθουν σε αυτόν οι κατάλληλες τροποποιήσεις.

3. ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ποιοι είναι οι στόχοι της δράσης που προβλέπεται σε σχέση με τις υποχρεώσεις που βαρύνουν την Κοινότητα;

Οι στόχοι της πρότασης συνίστανται στη βελτίωση και στην επιτάχυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις στην εσωτερική αγορά. Η πρόταση εντάσσεται στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και τα υποκείμενα δικαίου να μπορούν να επικαλούνται τα δικαιώματά τους απολαύοντας ίσων εγγυήσεων με εκείνες που διαθέτουν στις χώρες τους. Προκειμένου να αναπτυχθεί σταδιακά αυτός ο χώρος, η Κοινότητα, θεσπίζει μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις που είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Η προβλεπόμενη δράση ανταποκρίνεται στα κριτήρια της επικουρικότητας;

Οι στόχοι αυτοί δεν μπορούν να υλοποιηθούν από τα κράτη μέλη μεμονωμένα ή συλλογικά και πρέπει ως εκ τούτου λόγω των διασυνοριακών τους επιπτώσεων να υλοποιηθούν σε κοινοτικό επίπεδο.

Τα μέσα κοινοτικής παρέμβασης είναι ανάλογα προς τους στόχους;

Η προτεινόμενη πράξη περιορίζεται στο ελάχιστο που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για τον εν λόγω σκοπό.

4. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

4.1. Γενικός στόχος

Ο κανονισμός, όπως και η σύμβαση την οποία αποβλέπει να αντικαταστήσει και της οποίας επαναλαμβάνει τη δομή και τις θεμελιώδεις αρχές, έχει ως στόχο:

- την εισαγωγή σύγχρονων και ομοιόμορφων κανόνων άμεσης διεθνούς δικαιοδοσίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και

- την απλούστευση των απαραίτητων διατυπώσεων για την ταχεία αναγνώριση και περιαφή του εκτελεστήριου τύπου των αποφάσεων μέσω απλής και ομοιόμορφης διαδικασίας.

4.2. Συνέχεια

Ο προτεινόμενος κανονισμός ακολουθεί το πνεύμα της σύμβασης των Βρυξελλών και των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων της ομάδας ad hoc «Αναθεώρηση των συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο» τα οποία και τηρεί σε μεγάλο βαθμό.

Οι ουσιώδεις καινοτομίες που προέκυψαν από τις εργασίες της ομάδας αφορούν τα ακόλουθα σημεία :

1.Κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας:

- Αν και η έννοια της κατοικίας των φυσικών προσώπων διατηρήθηκε, η έδρα των νομικών προσώπων αποτελεί τώρα αντικείμενου αυτόνομου ορισμού, και όχι παραπομπής στους κανόνες του διεθνούς δικαίου που χρησιμοποιείται από το κράτος δικαιοδοσίας. Ωστόσο, η παραπομπή εξακολουθεί να ισχύει όσον αφορά το κύρος, την ακυρότητα ή τη διάλυση των νομικών προσώπων καθώς και τις αποφάσεις των οργάνων τους

- Η εναλλακτική δικαιοδοσία του άρθρου 5-1, σχετικά με τις διαφορές εκ συμβάσεως τροποποιήθηκε. Αφεξής, ο τόπος εκτέλεσης της υποχρέωσης που χρησιμεύει ως βάση για την αίτηση καθορίζεται αυτόνομα σε δύο υποθετικές περιπτώσεις συμβάσεων, στις περιπτώσεις πώλησης εμπορευμάτων και παροχής υπηρεσιών. Η λύση αυτή αποφεύγει την παραπομπή στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους, το δικαστήριο του οποίου έχει επιληφθεί της υπόθεσης.

- Το υλικό πεδίο των διατάξεων που αφορούν τους καταναλωτές επεκτάθηκε, για να αυξηθεί η προστασία αυτών, κυρίως όσον αφορά το ηλεκτρονικό εμπόριο.

- Προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματικός ο μηχανισμός της εκκρεμοδικίας (άρθρο 27), ο κανονισμός προβλέπει αυτόνομο καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία μία υπόθεση «εκκρεμεί» (άρθρο 30).

2. Διαδικασία αναγνώρισης και εκτέλεσης:

- Η διαδικασία προσαρμόσθηκε ώστε να βελτιωθούν οι προθεσμίες της περιαφής εκτελεστήριου τύπου και επομένως η εκτέλεση των αποφάσεων εις όφελος του πιστωτή. Ειδικότερα, το πρώτο στάδιο της περιαφής εκτελεστήριου τύπου στο κράτος αναγνώρισης ή εκτέλεσης καθίσταται σχεδόν αυτόματο και κατά τη διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα κανένας λόγος μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης. Μία ομοιόμορφη βεβαίωση, που περιλαμβάνει ορισμένες ουσιώδεις σημειώσεις επιτρέπει την επιτάχυνση και διευκόλυνση της διαδικασίας αυτής. Η προστασία του εναγόμενου διατηρείται διότι αυτός δύναται πράγματι να καταθέσει προσφυγή κατά της εκδιδόμενης απόφασης.

4.3. Προσαρμογή

Εκτός από τις τροποποιήσεις επί της ουσίας που επεξηγούνται στο σημείο 4.5 παρακάτω, οι προφανείς διαφορές στη φύση μεταξύ της σύμβασης των Βρυξελλών και του κανονισμού δικαιολογούν την απομάκρυνση του τελευταίου από το περιεχόμενο της σύμβασης σε ορισμένο αριθμό σημείων:

- το πρωτόκολλο του 1971 για την ερμηνεία της σύμβασης από το Δικαστήριο καθίσταται περιττό, λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 243 και επομ. της συνθήκης ΕΚ που εφαρμόζονται στο θέμα αυτό, με επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του άρθρου 68. Πρέπει να σημειωθεί ότι αν ένα εθνικό δικαστήριο επιληφθεί της υπόθεσης πριν την έναρξη ισχύος του κανονισμού, επομένως δυνάμει της σύμβασης των Βρυξελλών, το πρωτόκολλο συνεχίζει να εφαρμόζεται στην εν λόγω υπόθεση

- λαμβανομένης υπόψη της θέσης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας, οι ειδικές διατάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 3, 5 παράγραφος 6, 17 παράγραφος 3, 30 παράγραφος 2, 31 παράγραφος 2, 32, 37, 38 παράγραφος 2, 40, 41, 44 παράγραφος 2, 53 παράγραφος 2, 54 παράγραφος 2, 54α και 55 της σύμβασης των Βρυξελλών και εφαρμόζονται ειδικά σε αυτές τις χώρες καταργούνται

- οι τυπικές διατάξεις των άρθρων 61 έως 68 της σύμβασης δεν αρμόζουν σε κοινοτικό μέσο. Όσον αφορά την έναρξη ισχύος του κανονισμού, τα άρθρα 249 και 254 της Συνθήκης εφαρμόζονται πλήρως. Επιπλέον, η Επιτροπή αναλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 211 της Συνθήκης, την ευθύνη να προτείνει ενδεχόμενες μεταβολές στις διατάξεις του κανονισμού

- το άρθρο 59 της σύμβασης, που επέτρεπε την υπογραφή διμερών συμφωνιών ώστε να μην αναγνωρίζεται απόφαση που βασίζεται σε κατ' εξαίρεση δικαιοδοσία κατά υπηκόου τρίτου κράτους, δεν έχει πλέον θέση σε κοινοτικό μέσο. Παρόμοιες συμφωνίες επηρεάζουν από τη φύση τους τους κανόνες της κοινοτικής αναγνώρισης και η ικανότητα διαπραγμάτευσής τους υπάγεται, μετά την έγκριση του κανονισμού, στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας χωρίς να υπάρχει ανάγκη να ορίζεται ειδικά αυτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα άρθρα 28 παράγραφος 1 τελευταία περίπτωση και 59 δεν επαναλαμβάνονται στον προτεινόμενο κανονισμό. Αντίθετα είναι σημαντικό να επιτραπεί η διατήρηση των συμφωνιών που έχουν ήδη συνάψει τα κράτη μέλη με τρίτες χώρες

- λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ορισμένα κράτη μέλη δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό και άλλα όχι, πρέπει να προβλεφθούν οι λεπτομέρειες της αντίστοιχης εφαρμογής των κανόνων δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στον κανονισμό και στη σύμβαση των Βρυξελλών καθώς και της αναγνώρισης και της εκτέλεσης δυνάμει του κανονισμού, των αποφάσεων που ελήφθησαν βάσει της σύμβασης των Βρυξελλών

- το πρωτόκολλο που επισυνάπτεται στη σύμβαση καταργήθηκε. Οι διατάξεις ορισμένων άρθρων επανεντάχθησαν στο σώμα του κανονισμού είτε διότι εφαρμόζονται αδιακρίτως σε όλα τα κράτη μέλη, είτε διότι έχουν ως στόχο τη συνεκτίμηση των διαδικαστικών κανόνων που ισχύουν σε ορισμένα κράτη μέλη. Αντίθετα, ορισμένες εξαιρέσεις που είχαν εισαχθεί στο πρωτόκολλο υπέρ ορισμένων κρατών μελών δεν επανεισήχθησαν (άρθρο I, Vβ). Εναπόκειται ενδεχομένως στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη να δικαιολογήσουν την ανάγκη επανένταξης των διατάξεων αυτών στο σώμα του κανονισμού.

4.4. Συγκριτικός πίνακας

Σύμβαση των Βρυξελλών [5] // Πρόταση κανονισμού

[5] ΕΕ C 27 της 26.01.1998, σ. 1.

Προοίμιο // (καταργείται)

// Αιτιολογική σκέψη 1 (στόχος)

// Αιτιολογική σκέψη 2 (ενοποίηση)

// Αιτιολογική σκέψη 3 (τομέας)

// Αιτιολογική σκέψη 4 (επικουρικότητα και αναλογικότητα)

// Αιτιολογική σκέψη 5 (συνέχεια)

// Αιτιολογική σκέψη 6 (πεδίο εφαρμογής)

// Αιτιολογική σκέψη 7 (πεδίο υλικής εφαρμογής)

// Αιτιολογική σκέψη 8 (πεδίο γεωγραφικής εφαρμογής)

// Αιτιολογική σκέψη 9 ( συντονισμός των μέσων δικαστικής συνεργασίας στην Ένωση)

// Αιτιολογική σκέψη 10 (βασική δικαιοδοσία)

// Αιτιολογική σκέψη 11 (κατ’ εξαίρεση δικαιοδοσίες)

// Αιτιολογική σκέψη 12 (ιδιαίτερη προστασία)

// Αιτιολογική σκέψη 13 ( νέες τεχνολογίες)

// Αιτιολογική σκέψη 14 (αυτονομία της θέλησης)

// Αιτιολογική σκέψη 15 (τροποποιήσεις που επήλθαν στον κανονισμό)

// Αιτιολογική σκέψη 16 (παράλληλες διαδικασίες)

// Αιτιολογική σκέψη 17 (αναγνώριση)

// Αιτιολογική σκέψη 18 (εκτέλεση)

// Αιτιολογική σκέψη 19 (προσφυγή)

// Αιτιολογική σκέψη 20 (μεταβατικές διατάξεις)

// Αιτιολογική σκέψη 21 (κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία και Δανία)

// Αιτιολογική σκέψη 22 (συντονισμός μεταξύ του κανονισμού και της σύμβασης)

// Αιτιολογική σκέψη 23 (άλλα κοινοτικά μέσα)

// Αιτιολογική σκέψη 24 (διεθνείς δεσμεύσεις)

Άρθρο 1 // Άρθρο 1

Άρθρο 2 // Άρθρο 2

Άρθρο 3 // Άρθρο 3

Άρθρο 4 // Άρθρο 4

Άρθρο 5 // Άρθρο 5

Άρθρο 6 // Άρθρο 6

Άρθρο 6α // Άρθρο 7

Άρθρο 7 // Άρθρο 8

Άρθρο 8 // Άρθρο 9

Άρθρο 9 // Άρθρο 10

Άρθρο 10 // Άρθρο 11

Άρθρο 11 // Άρθρο 12

Άρθρο 12 // Άρθρο 13

Άρθρο 12α // Άρθρο 14

Άρθρο 13 // Άρθρο 15

Άρθρο 14 // Άρθρο 16

Άρθρο 15 // Άρθρο 17

// Άρθρα 18 έως 21: νέο τμήμα

Άρθρο 16 // Άρθρο 22

Άρθρο 17 // Άρθρο 23

Άρθρο 18 // Άρθρο 24

Άρθρο 19 // Άρθρο 25

Άρθρο 20 // Άρθρο 26

Άρθρο 21 // Άρθρο 27

Άρθρο 22 // Άρθρο 28

Άρθρο 23 // Άρθρο 29

// Προσθήκη άρθρου 30

Άρθρο 24 // Άρθρο 31

Άρθρο 25 // Άρθρο 32

Άρθρο 26 // Άρθρο 33

Άρθρο 27 // Άρθρο 41

Άρθρο 28 // Άρθρο 42

Άρθρο 29 // Άρθρο 41

Άρθρο 30 // Άρθρο 43

Άρθρο 31 // Άρθρο 34

Άρθρο 32 // Άρθρο 35

Άρθρο 33 // Άρθρο 36

Άρθρο 34 // Άρθρο 37 ( τροποποιήθηκε)

Άρθρο 35 // Άρθρο 38

36. (καταργείται) //

37. (καταργείται) //

// Άρθρο 39

// Άρθρο 40

Άρθρο 38 // (καταργείται)

Άρθρο 39 // Άρθρο 44

40. (καταργείται) //

41. (διαγράφεται) //

Άρθρο 42 // Άρθρο 45

Άρθρο 43 // Άρθρο 46

Άρθρο 44 // Άρθρο 47

Άρθρο 45 // Άρθρο 48

Άρθρο III του Πρωτοκόλλου // Άρθρο 49

// Άρθρο 52 - νέο

Άρθρο 46 // Άρθρο 50

Άρθρο 47 (τροποποιείται) // Άρθρο 50

Άρθρο 48 // Άρθρο 52

Άρθρο 49 // Άρθρο 53

Άρθρο 50 // Άρθρο 54

Άρθρο 51 // Άρθρο 55

Άρθρο 52 // Άρθρο 56

Άρθρο 53 // Άρθρο 57

Άρθρο 54 // Άρθρο 58

Άρθρο 54α // (καταργείται)

Άρθρο 57 παράγραφος 3 // Άρθρο 59

// Άρθρο 60

Άρθρο 55 // Άρθρο 61

Άρθρο 56 // Άρθρο 62

Άρθρο 57 // Άρθρο 63

// Άρθρο 64

Άρθρο 58 // (καταργείται)

Άρθρο 59 // (καταργείται)

Άρθρο 60 // (καταργείται)

Άρθρο 61 // (καταργείται)

Άρθρο 62 // Άρθρο 67

Άρθρο 63 // (καταργείται)

Άρθρο 64 // (καταργείται)

Άρθρο 65 // (καταργείται)

Άρθρο 66 // (καταργείται)

Άρθρο 67 (τροπολογίες) // Άρθρο 65 (επανεξέταση)

// Άρθρο 66 (τροποποίηση των καταλόγων των δικαστηρίων στα οποία ασκούνται προσφυγές)

Άρθρο 68 // (καταργείται)

4.5. Κατ’ άρθρο σχολιασμός

Λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ομοιότητας μεταξύ της σύμβασης των Βρυξελλών που ισχύει σήμερα και της παρούσας πρότασης, η εξέταση των διατάξεων του προτεινόμενου κανονισμού περιορίζεται στις τροποποιήσεις που επήλθαν στη σύμβαση.

Επίσης, ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του προτεινόμενου κανονισμού περιλαμβάνουν διορθώσεις ήσσονος σημασίας ως προς τις επίσημες γλωσσικές αποδόσεις της σύμβασης των Βρυξελλών. Οι διορθώσεις αυτές έχουν ως στόχο να αποκαταστήσουν την τέλεια ομοιομορφία του κειμένου σε όλες τις γλωσσικές αποδόσεις.

Πολλά άρθρα της σύμβασης των Βρυξελλών εισήχθησαν χωρίς αλλαγή στον κανονισμό. Επομένως όσον αφορά τα άρθρα αυτά μπορεί να γίνει παραπομπή στις επεξηγηματικές εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν διαδοχικά επ' ευκαιρία των διαφόρων προσχωρήσεων [6].

[6] ΕΕ C 59 της 6.03.1979 και ΕΕ C 189 της 28.07.1990

Κεφάλαιο I - Πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

Ο τίτλος αυτός, που περιέχει ένα μόνο άρθρο δεν τροποποιήθηκε. Το πεδίο εφαρμογής παραμένει το ίδιο με αυτό της σύμβασης των Βρυξελλών, ενώ σημειώνεται ότι εγκρίθηκε από την Επιτροπή [7] πρόταση κανονισμού σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και ότι υποβλήθηκε στο Συμβούλιο πρόταση κανονισμού για τις διαδικασίες [8] της αφερεγγυότητας από τη Γερμανία και τη Φινλανδία.

[7] COM (99) 220

[8] ΕΕ C 221, 3.8.1999.

Κεφάλαιο II - Δικαιοδοσία

Πρώτο τμήμα- Γενικές διατάξεις

Άρθρο 2

Το άρθρο αυτό καθορίζει ως βάση της γενικής δικαιοδοσίας την κατοικία του εναγομένου. Περιλαμβάνει δύο νέες παραγράφους. Η παράγραφος 3 έχει ως στόχο τη διασφάλιση περισσότερης διαφάνειας στο κείμενο και παραπέμπει για το σκοπό αυτό στο άρθρο 57 για τον καθορισμό της κατοικίας των νομικών προσώπων. Η παράγραφος 4 διευκρινίζει την έννοια του «κράτους μέλους» ως κράτους μέλους που δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό. Πράγματι, ο κανονισμός αυτός δεν αφορά τη Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Ωστόσο, πρόκειται για κράτη μέλη η κατάσταση των οποίων δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αυτή των τρίτων χωρών, τόσο ως προς τους κανόνες δικαιοδοσίας που πρέπει να εφαρμοστούν όσο και ως προς την αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε αυτά τα κράτη μέλη.

Άρθρο 3

Ο κατάλογος των εθνικών βάσεων δικαιοδοσίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο των κρατών μελών κατά των εναγομένων που δεν έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους, περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1 του παρόντος κανονισμού. Επομένως, το παράρτημα αυτό ενδεχομένως θα μπορεί να τροποποιηθεί και να δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα. Ο κατάλογος των κανόνων δικαιοδοσίας τροποποιήθηκε μερικά για να ληφθεί υπόψη μία αλλαγή που επήλθε στην εθνική νομοθεσία της Ιταλίας.

Άρθρο 4

Ο κανόνας που καθορίζει το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της σύμβασης διακρίνει δύο περιπτώσεις στην πρώτη ο εναγόμενος είναι κάτοικος τρίτης χώρας και στην δεύτερη ο εναγόμενος είναι κάτοικος κράτους μέλους που δεν δεσμεύεται από τον κανονισμό.

Όταν ο εναγόμενος είναι κάτοικος τρίτης χώρας εφαρμόζονται οι εθνικοί κανόνες. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει όταν ένα δικαστήριο κράτους μέλους έχει αποκλειστική δικαιοδοσία (άρθρο 22). Επίσης, ο κανόνας αυτός δεν πρέπει να εφαρμόζεται όταν ο εν λόγω εναγόμενος, αν και κατοικεί σε τρίτη χώρα, έχει υπογράψει ρήτρα με την οποία ανατίθεται δικαιοδοσία σε δικαστήριο κράτους μέλους. Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 23, αρκεί και ένας από τους διαδίκους (όχι αναγκαστικά ο ενάγων) να έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος.

Όταν ο εναγόμενος κατοικεί σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό, ισχύουν βεβαίως οι κανόνες δικαιοδοσίας της σύμβασης των Βρυξελλών.

Τμημα 2 - Ειδικές δικαιοδοσίες

Άρθρο 5

Ο κανόνας που προβλέπεται στη σύμβαση των Βρυξελλών σχετικά με τις συμβατικές υποχρεώσεις εξακολουθεί να ισχύει (α). Ωστόσο, το εδάφιο 2 καθορίζει, με αυτόνομο τρόπο, τον τόπο εκτέλεσης της «επίδικης παροχής» σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις για να αποφευχθούν τα μειονεκτήματα της προσφυγής στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους, το δικαστήριο του οποίου επελήφθη της υπόθεσης [9]. Εφόσον πρόκειται για την πώληση αγαθών, ο τόπος θα είναι εκείνος όπου δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή όφειλε να γίνει η παράδοση των αγαθών. Εφόσον πρόκειται για την παροχή υπηρεσιών, ο τόπος θα είναι εκείνος, πάντα δυνάμει της σύμβασης, όπου έγινε ή όφειλε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών. Αυτός ο πραγματιστικός καθορισμός του τόπου εκτέλεσης, ο οποίος βασίζεται σε εντελώς αντικειμενικά κριτήρια, εφαρμόζεται όποια και αν είναι η επίδικη υποχρέωση συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης που συνίσταται στην καταβολή του χρηματικού αντιτίμου της σύμβασης. Επίσης εφαρμόζεται όταν η αγωγή αφορά περισσότερες υποχρεώσεις. Επιτρέπεται η παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό μέσω ρητής συμφωνίας για τον τόπο εκτέλεσης.

[9] ΔΕΚ, 6 Οκτωβρίου 1976, Υπόθεση 12/76 Tessili, Συλλογή 1976, σ. 1473

Όταν ο αυτόνομος αυτός καθορισμός οδηγεί στον προσδιορισμό δικαστηρίου κράτους που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο κανόνας του εδαφίου β) θα αντικαθίσταται από τον κανόνα του εδαφίου α). Το προσδιορισθέν δικαστήριο θα είναι αρμόδιο δυνάμει του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους, το δικαστήριο του οποίου επελήφθη της υπόθεσης, ως το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης της σχετικής ειδικής υποχρέωσης (γ).

Το άρθρο 5 παράγραφος 3 καλύπτει όχι μόνο τις περιπτώσεις που ένα ζημιογόνο γεγονός συνέβη αλλά επίσης και τις περιπτώσεις όπου ένα ζημιογόνο γεγονός μπορεί να συμβεί. Το προτεινόμενο κείμενο άρει επομένως μία αμφιβολία στην ερμηνεία του άρθρου 5 παράγραφος 3 της σύμβασης. Επιτρέπει τον σαφή καθορισμό μιας δικαιοδοτικής αρχής στη διάθεση των μερών στο πλαίσιο προληπτικών ενεργειών. Αφετέρου, αφού το πρωτόκολλο που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Βρυξελλών καταργήθηκε, οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο ΙΙ του πρωτόκολλου αυτού σχετικά με τις διώξεις της ακούσιας παράβασης ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων επανεισήχθησαν στο άρθρο αυτό.

Άρθρο 6

Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού εξαρτά ρητά την υπαγωγή περισσότερων εναγομένων σε ένα δικαστήριο υπό την προϋπόθεση οι αγωγές να συνδέονται τόσο στενά ώστε να πρέπει να αποφευχθεί ο κίνδυνος ασυμβίβαστων αποφάσεων. Επίσης ρητά επαναλαμβάνει τον κανόνα που διατύπωσε το Δικαστήριο ως προς την ερμηνεία του άρθρου αυτού [10].

[10] ΔΕΚ, 27 Σεπτεμβρίου 1988, υπόθεση 189/87 KALFELIS κατά BANQUE SCHRΦDER, Συλλογή 1998, σ. 5565.

Η παράγραφος 2 περιέχει νέο εδάφιο το οποίο επαναλαμβάνει τη διάταξη που βρισκόταν προηγουμένως στο άρθρο V του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών υπέρ της Αυστρίας και της Γερμανίας, το δικονομικό δίκαιο των οποίων δεν γνωρίζει ούτε την προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ούτε άλλη προσεπίκληση αλλά μόνο την ανακοίνωση δίκης.

Τμημα 3 - Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις ασφαλίσεων

Η δικαιοδοσία που προβλέπεται στο τμήμα αυτό αντικαθιστά αυτή που προβλέπεται στα τμήματα 1 και 2.

Άρθρο 8

Το άρθρο αυτό δεν τροποποιήθηκε. Ωστόσο, η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σ' αυτό έγκειται στη μη εφαρμογή του σε ζητήματα αντασφάλισης όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των ασφαλιστών ή μεταξύ ασφαλιστών και αντασφαλιστών. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη ανάγκη προστασίας του αδύναμου μέρους. Αντίθετα, το άρθρο αυτό αποβλέπει, ενδεχομένως, στις ενέργειες που αναλαμβάνονται από τους αντισυμβαλλόμενους κατά του αντασφαλιστή.

Άρθρο 9

Το πλεονέκτημα του δικαστηρίου του ενάγοντα που αρχικά χορηγείτο από το άρθρο αυτό μόνο στον ενάγοντα που είναι ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή (πρώτο εδάφιο, σημείο 2) επεκτείνεται στον ασφαλιζόμενο και στον δικαιούχο που είναι ενάγοντες. Ο στόχος προστασίας του αδύναμου μέρους στη διαδικασία, που δικαιολογεί την παρέκκλιση κατ' εξαίρεση από το δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου υπέρ του δικαστηρίου της κατοικίας του ενάγοντα καλύπτει επιπλέον και περιπτώσεις όπου ο ασφαλιζόμενος ή ο δικαιούχος, οι οποίοι βρίσκονται επίσης σε θέση αδυναμίας ως προς τον ασφαλιστή, είναι ενάγοντες.

Άρθρο 11

Όπως και στο άρθρο 6, το άρθρο V του πρωτοκόλλου που εφαρμόζεται στην Αυστρία και στη Γερμανία, των οποίων το δικονομικό δίκαιο αγνοεί την προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, επανεισήχθη στο άρθρο αυτό.

Άρθρα 13 και 14

Η εξαίρεση που θεσπίζεται από την παράγραφο 5 του άρθρου 13 στον αυστηρό καθορισμό των ρητρών που απονέμουν δικαιοδοσία στον τομέα των ασφαλίσεων επεκτείνεται στο σύνολο των μεγάλων κινδύνων που καλύπτονται ή θα καλυφθούν από το άρθρο 5 δ) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου για την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφάλισης εκτός της ασφάλισης ζωής και της άσκησης αυτής, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες 88/357/ΕΟΚ και 90/618/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και στον τομέα των παρεπομένων κινδύνων. Κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ θα έχει επιπτώσεις στο πεδίο των μεγάλων κινδύνων που καλύπτονται από το άρθρο 14.

Τμημα 4 - Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών

Η δικαιοδοσία που προβλέπεται στο τμήμα αυτό αντικαθιστά αυτή που προβλέπεται στα τμήματα 1 και 2.

Άρθρο 15

Το άρθρο 15 επιβεβαιώνει τον προσανατολισμό του Συμβουλίου όσον αφορά την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών, που αποτελούν τα αδύναμα μέρη της σύμβασης. Οι συμβάσεις που καλύπτονται παραδοσιακά από το άρθρο αυτό ήτοι η πώληση με τμηματική καταβολή του τιμήματος ενσωμάτων κινητών καθώς και τα δάνεια με σταδιακή εξόφληση ή κάθε άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση παρομοίων κινητών, θεμελιώνουν χωρίς άλλες προϋποθέσεις το δικαίωμα του καταναλωτή ενάγοντα να προσφύγει στο δικαστήριο της κατοικίας του το περιεχόμενο του άρθρου 13 της σύμβασης των Βρυξελλών δεν τροποποιήθηκε ως προς αυτό το σημείο. Επίσης, προτείνεται, χάρη στην τροποποίηση του άρθρου 15, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, η επέκταση του δικαιώματος αυτού σε όλες τις άλλες συμβάσεις κατανάλωσης στο μέτρο που πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.

Η γενικότητα των χρησιμοποιούμενων όρων αποδεικνύει ότι όλες οι συμβάσεις που αναφέρονται στα εδάφια 1), 2) και 3), που αφορούν τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 15 στο βαθμό που πρόκειται για συμβάσεις που συνήφθησαν με καταναλωτές. Τοιουτοτρόπως οι συμβάσεις «χρονομεριστικής μίσθωσης» [11] υπάγονται στο άρθρο 15 και όχι στο άρθρο 22 παράγραφος 1, α) αντίθετα από τις συμβάσεις που αφορούν την πώληση ακινήτων.

[11] Βλέπε την οδηγία 94/47/ΕΚ του Συμβουλίου περί της προστασίας των αγοραστών ως προς ορισμένες πλευρές των συμβάσεων που αφορούν την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης (ΕΕ L 280, 29.10.1994)

Τα κριτήρια που περιλαμβάνονται στο άρθρο 13 παράγραφος 3 της σύμβασης των Βρυξελλών διατυπώθηκαν εκ νέου για να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των τεχνικών διάθεσης στο εμπόριο. Αφενός, η κατάργηση του όρου που περιλαμβάνεται στο παλαιό άρθρο 13, σύμφωνα με τον οποίο ο καταναλωτής πρέπει να έχει ολοκληρώσει στο κράτος του τις απαραίτητες για την κατάρτιση της σύμβασης πράξεις, σημαίνει ότι το άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, εφαρμόζεται και στις συμβάσεις που καταρτίζονται σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του καταναλωτή. Τοιοτοτρόπως, καλύπτεται μία γνωστή παράλειψη του παλαιού κειμένου του άρθρου 13, διότι ο καταναλωτής δεν μπορούσε να επικαλεσθεί αυτή την προστατευτική δικαιοδοσία όταν είχε παρακινηθεί, κατόπιν πρωτοβουλίας του αντισυμβαλλόμενου, να μετακινηθεί από το κράτος κατοικίας του για να καταρτίσει τη σύμβαση. Αφετέρου ο καταναλωτής μπορεί να επικαλεσθεί τη δικαιοδοσία του άρθρου 16 όταν η σύμβαση συνάπτεται με πρόσωπο που ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή ή κατευθύνει τις δραστηριότητές του σ' αυτό το κράτος στο μέτρο που η επίδικη σύμβαση εμπίπτει στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής.

Η έννοια αυτή της δραστηριότητας που ασκείται ή κατευθύνεται στο κράτος κατοικίας του καταναλωτή έχει ως στόχο να διασαφηνίσει ότι το σημείο 3) εφαρμόζεται στη σύμβαση κατανάλωσης που συνάπτεται μέσω αμφίδρομης ιστοσελίδας του Internet, στην οποία ο καταναλωτής έχει πρόσβαση από το κράτος κατοικίας του. Απλά και μόνο το γεγονός ότι ο καταναλωτής ενημερώθηκε για την υπηρεσία ή τη δυνατότητα αγοράς εμπορευμάτων μέσω απλής ενημερωτικής ιστοσελίδας του Internet, στην οποία έχει πρόσβαση από το κράτος κατοικίας του δεν επαρκεί ώστε να τύχει ο εν λόγω καταναλωτής της προστατευτικής δικαιοδοσίας. Επομένως, η ηλεκτρονική σύμβαση εξομοιώνεται με τις άλλες συμβάσεις εξ αποστάσεως που συνάπτονται μέσω τηλεφώνου, τηλεομοιοτυπίας, κ.λ.π. και άρα θεμελιώνεται η δικαιοδοσία του άρθρου 16.

Η κατάργηση του όρου που περιλαμβάνεται στο παλαιό άρθρο 13, παράγραφος 3, σημείο β), σύμφωνα με τον οποίο ο καταναλωτής πρέπει να έχει ολοκληρώσει στο κράτος κατοικίας του τις απαραίτητες για την κατάρτιση της σύμβασης πράξεις, διαδραματίζει ρόλο και όσον αφορά την κατάρτιση συμβάσεων μέσω αμφίδρομης ιστοσελίδας του Internet. Όσον αφορά την κατάρτιση ανάλογων συμβάσεων, ο καθορισμός του τόπου όπου ο καταναλωτής προβαίνει στα διαβήματα αυτά μπορεί να αποδειχθεί δύσκολος αν όχι αδύνατος και τα εν λόγω διαβήματα θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να αποδειχθούν μη ορθά για τη δημιουργία συνδέσμου μεταξύ της σύμβασης και του κράτους του καταναλωτή. Σύμφωνα με το σημείο εκκίνησης του νέου άρθρου 15 ο σύνδεσμος δημιουργείται από τον αντισυμβαλλόμενο που κατευθύνει τις δραστηριότητές του στο κράτος του καταναλωτή.

Τέλος, και η παράγραφος 3 του άρθρου 15 τροποποιήθηκε. Η εξαίρεση που αφορά τη σύμβαση μεταφοράς δεν ισχύει όταν η εν λόγω σύμβαση συνδυάζει σε ενιαία τιμή, ταξίδι και στέγη («οργανωμένο ταξίδι») [12].

[12] Βλέπε την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1990 για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, ΕΕ L158 της 23.06.1990, σ. 59.

Επίσης, η Επιτροπή σημειώνει ότι η διατύπωση του άρθρου 15 προκάλεσε ορισμένες ανησυχίες εκ μέρους της βιομηχανίας που προσπαθεί να αναπτύξει το ηλεκτρονικό εμπόριο. Οι εν λόγω ανησυχίες αφορούν κυρίως το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου πρέπει είτε να δεχθούν την πιθανότητα ύπαρξης διαφορών σε όλα τα κράτη μέλη είτε να διευκρινίσουν ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες τους δεν απευθύνονται σε καταναλωτές που έχουν την κατοικία τους σε ορισμένα κράτη μέλη. Η εν λόγω ανησυχία αφορά τα προβλήματα που μπορεί να θέσει η φράση «κατευθύνει τις δραστηριότητές του», η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15, πρώτο εδάφιο, σημείο 3), και η οποία θεωρείται δυσνόητη στον κόσμο του Internet.

Για να εντοπισθούν καλύτερα οι νομικές συνέπειες καθώς και οι ανάγκες του ηλεκτρονικού εμπορίου, κυρίως όσον αφορά τα θέματα δικαιοδοσίας των δικαστηρίων και την εκλογή του εφαρμοστέου δικαίου που προκύπτουν από την οικονομική και διασυνοριακή ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, η Επιτροπή θα διοργανώσει το φθινόπωρο του 1999 ακρόαση για το θέμα αυτό με τη συμμετοχή ρυθμιστικών οργάνων, νομοθετών, καταναλωτών, της βιομηχανίας και άλλων ενδιαφερόμενων ομάδων.

Η Επιτροπή προτίθεται να επεξεργασθεί, σύμφωνα με το άρθρο 65, μία έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 15, το αργότερο δύο χρόνια μετά την θέση εν ισχύϊ του κανονισμού.

Άρθρο 16

Για τη βελτίωση της προστασίας του καταναλωτή, αυτός σε περίπτωση διαφοράς μπορεί να επιλέξει μεταξύ του κράτους μέλους της κατοικίας του αντισυμβαλλόμενου και του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του (και όχι του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η κατοικία του). Η εξαίρεση αυτή από τον κανόνα που ορίζει ότι ο κανονισμός αφορά μόνο τη διεθνή δικαιοδοσία και όχι την εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών μελών δικαιολογείται από τη μέριμνα να δοθεί στον καταναλωτή η δυνατότητα προσφυγής κατά του αντισυμβαλλομένου του όσο το δυνατό εγγύτερα στην κατοικία του.

Τμημα 5 - Διεθνής δικαιοδοσία σε συμβάσεις εργασίας

Η δικαιοδοσία που προβλέπεται στο τμήμα αυτό αντικαθιστά αυτή που προβλέπεται στα τμήματα 1 και 2.

Οι διατάξεις που αφορούν τη δικαιοδοσία στις συμβάσεις εργασίας έχουν τροποποιηθεί λίγο κατ’ ουσία, αλλά κυρίως συγκεντρώθηκαν σε ειδικό τμήμα, σύμφωνα με όσα προβλέπονται για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και τις συμβάσεις κατανάλωσης. Οι κανόνες δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 19 και 20 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του κανόνα δικαιοδοσίας που προβλέπεται από την οδηγία 96/71/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών [13].

[13] ΕΕ L18 της 21.1.1997, σ.1.

Άρθρο 18

Το άρθρο 18 παράγραφος 2 αφορά τις περιπτώσεις που ο εργοδότης αν και δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος διαθέτει εκεί υποκατάστημα, πρακτορείο ή άλλη εγκατάσταση. Αυτός ο εργοδότης θεωρείται ότι έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος. Η διάταξη αυτή βελτιώνει την προστασία του εργαζομένου, που θεωρείται ως αδύναμο μέρος της σύμβασης. Η ίδια διάταξη προστασίας υφίσταται ήδη προς όφελος του αντισυμβαλλόμενου και επεκτάθηκε προς όφελος του ασφαλιζόμενου ή του δικαιούχου (άρθρο 9, παράγραφος 2) και προς όφελος του καταναλωτή (άρθρο 15, παράγραφος 2), οι οποίοι αποτελούν επίσης αδύνατα μέρη που τυγχάνουν αυξημένης προστασίας.

Τμημα 6 - Αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία

Άρθρο 22

Το καθεστώς εξαίρεσης από τη δικαιοδοσία του τόπου του κτιρίου για τις μισθώσεις σύντομης διαρκείας (παράγραφος 1) έγινε πιο ευέλικτο. Για να μπορεί ένα πρόσωπο να εναχθεί ενώπιον δικαστηρίου της κατοικίας του αρκεί ο μισθωτής να είναι φυσικό πρόσωπο, χωρίς να έχει σημασία αν ο ιδιοκτήτης είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, και αν ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος. Η λύση αυτή αποτελεί τη μέση οδό μεταξύ της λύσης που επελέχθη στη σύμβαση των Βρυξελλών και εκείνης που επελέχθη στη σύμβαση του Λουγκάνο.

Εξάλλου, αντίθετα από τον αυτόνομο κανόνα που εφεξής προβλέπεται στο άρθρο 57, η τοποθεσία της «έδρας» που αποτελεί το αποκλειστικό κριτήριο συνδέσμου για το κύρος, την ακυρότητα ή τη λύση των εταιρειών και των νομικών προσώπων καθώς και για το κύρος των αποφάσεων των οργάνων, καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου του δικαστηρίου το οποίο επελήφθη της υπόθεσης.

Τέλος, η τροποποίηση που επήλθε στην παράγραφο 4 εξηγείται από την ύπαρξη άλλων συναφών μέσων για την κατάθεση ή την καταχώριση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και προτύπων και άλλων ανάλογων δικαιωμάτων. Η αποκλειστική δικαιοδοσία που προβλέπεται στην παράγραφο 4 υπέρ των δικαστηρίων του κράτους κατάθεσης ή καταχώρισης επεκτείνεται στα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Η τροποποίηση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την επανεισαγωγή στον κανονισμό του άρθρου Vδ του πρωτοκόλλου λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η σύμβαση του Λουξεμβούργου της 15ης Δεκεμβρίου 1975 δεν έχει ακόμα αρχίσει να ισχύει.

Τμημα 7 - Παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας

Άρθρο 23

Στο άρθρο αυτό επήλθαν δύο τροπολογίες. Πρόκειται αφενός (πρώτο εδάφιο) για την επιβεβαίωση ότι η δικαιοδοσία που απονέμεται με ρήτρα επιλογής του δικαστηρίου είναι αποκλειστική [14] μολονότι επιτρέπεται στα μέρη να συμφωνήσουν ότι η δικαιοδοσία αυτή δεν είναι αποκλειστική. Η ευελιξία αυτή δικαιολογείται από το σεβασμό της αυτονομίας της θέλησης των μερών.

[14] ΔΕΚ, MEETH κατά GLACETAL, 9 Νοεμβρίου 1978, υπόθεση 23/78, Συλλογή, σ. 2133.

Αφετέρου πρόκειται (τρίτο εδάφιο) για τη συνεκτίμηση της εξέλιξης των νέων τεχνικών επικοινωνίας. Επομένως, η απαίτηση «γραπτής συμφωνίας» ή προφορικής συμφωνίας που επιβεβαιώνεται «γραπτά» δεν πρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος ρήτρας επιλογής δικαστηρίου που συνήφθη σε μέσο άλλο εκτός από γραπτό αλλά το περιεχόμενο της οποίας είναι προσβάσιμο μέσω οθόνης. Εδώ πρόκειται κυρίως για τις ρήτρες επιλογής δικαστηρίου που περιλαμβάνονται σε ηλεκτρονικές συμβάσεις.Επίσης, η τροποποίηση αυτή ανταποκρίνεται στους στόχους που επιδιώκονται από την Επιτροπή στην πρόταση οδηγίας σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου [15].

[15] Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές του ηλεκτρονικού εμπορίου, ΕΕ C 30, 5.02.1990, (COM(98)586)

Άρθρο 24

Ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου αυτού τροποποιήθηκαν ώστε να διευκρινισθεί ότι ο εναγόμενος που εμφανίζεται μπορεί να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου το οποίο επελήφθη της υπόθεσης το αργότερο έως την άσκηση από αυτόν της θεωρούμενης από το εθνικό δίκαιο ως πρώτης κατ’ ουσία υπεράσπισης. Ήτοι, το γεγονός ότι ασκεί κατ' ουσία υπεράσπιση δεν μπορεί να στερήσει αποτελέσματος την αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αν αυτή ασκηθεί το αργότερο στο ίδιο διάστημα με αυτή την κατ' ουσία υπεράσπιση. [16]

[16] ΔΕΚ, ELEFANTEN κατά SCUH, 24 Ιουνίου 1981, υπόθεση 150/80, Συλλογή, σ. 1671

Τμημα 8 - Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας και του παραδεκτου

Άρθρο 26

Η τροποποίηση που επήλθε σε αυτό το άρθρο είναι μία τεχνική τροποποίηση. Έχει ως στόχο τη συνεκτίμηση της πρότασης οδηγίας για τη διαβίβαση των πράξεων που υποβάλλεται στο Συμβούλιο [17]. Όταν η οδηγία αυτή εκδοθεί και μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν την οδηγία θα αντικαταστήσουν τις διατάξεις της σύμβασης της Χάγης του 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό των δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία προς το παρόν ισχύει σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

[17] Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την επίδοση και την κοινοποίηση στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (COM(99)219)

Τμημα 9 - Εκκρεμοδικία και συνάφεια

Καμμία τροποποίηση δεν επέρχεται στους ίδιους τους μηχανισμούς της εκκρεμοδικίας και της συνάφειας, που βασίζονται στην προτεραιότητα του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο της υπόθεσης. Αντίθετα, η ημερομηνία κατά την οποία μία υπόθεση θεωρείται ότι «εκκρεμεί» για τους σκοπούς του τμήματος αυτού καθορίζεται με αυτόνομο τρόπο και ένα λάθος της σύμβασης των Βρυξελλών στη διατύπωση του κανόνα της συνάφειας διορθώθηκε.

Άρθρο 28

Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στην παράγραφο 2 διορθώνουν μία ανωμαλία, της οποίας η αρχή ανάγεται στις εργασίες διαπραγματεύσεων της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968. Πράγματι, το δικαστήριο που επελήφθη συναφούς υπόθεσης μπορεί να αναβάλλει την έκδοση απόφασης, χωρίς να είναι απαραίτητο οι υποθέσεις να εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό.

Αντίθετα, αν το δικαστήριο που δεύτερο επιλαμβάνεται της υπόθεσης σχεδιάζει να παραπέμψει υπέρ του πρώτου, οι υποθέσεις πρέπει να εκκρεμούν στον πρώτο βαθμό ώστε τα μέρη να μπορούν να τύχουν και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Επίσης, πρέπει το δικαστήριο που επιλαμβάνεται πρώτο της υπόθεσης να είναι αρμόδιο να κρίνει τις δύο αγωγές και η νομοθεσία του να επιτρέπει την συνεκδίκαση συναφών υποθέσεων.

Άρθρο 30

Καλύπτοντας κενό [18] της σύμβασης των Βρυξελλών, το άρθρο αυτό περιέχει τον ορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία μία υπόθεση «εκκρεμεί» κατά την έννοια των άρθρων 27 και 28. Η περίπτωση να θεωρείται ότι «εκκρεμεί» μία υπόθεση όταν κατατίθεται η αγωγή στο δικαστήριο έχει το πλεονέκτημα της απλότητας. Όμως η λύση αυτή είναι ιδιαίτερα άδικη για τον διάδικο που ξεκινά τη διαδικασία του σε κράτος μέλος όπου η κατάθεση λαμβάνει χώρα μετά την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον εναγόμενο. Αντίθετα η περίπτωση να θεωρείται ότι «εκκρεμεί» μία υπόθεση όταν η αίτηση επιδίδεται ή κοινοποιείται στον εναγόμενο έχει επίσης το πλεονέκτημα της απλότητας. Όμως αυτή η λύση τιμωρεί τον διάδικο που ξεκινά τη διαδικασία του σε κράτος μέλος όπου το δικαστήριο επιλαμβάνεται της υπόθεσης πριν από την επίδοση ή την κοινοποίηση. Μια άλλη λύση που είναι νομικά σίγουρη έγκειται στο να θεωρείται ότι «εκκρεμεί» μία υπόθεση όταν έχουν λάβει χώρα και τα δύο διαδικαστικά στάδια δηλαδή η κοινοποίηση ή η επίδοση και η κατάθεση της αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο. Ωστόσο η λύση αυτή δημιουργεί αρνητικό αποτέλεσμα διότι η κατάσταση εκκρεμοδικίας προσδιορίζεται με καθυστέρηση.

[18] ΔΕΚ, υπόθεση 129/83, Zelger κατά Salinitri, 7 Ιουνίου 1984, Συλλογή σ.2397.

Το άρθρο 30 προτείνει μία τρίτη οδό, που συμφιλιώνει τα διάφορα διαδικαστικά συστήματα ενώ διασφαλίζει την ισότητα των των εναγόντων και την προστασία κατά των καταχρήσεων της διαδικασίας. Η ημερομηνία κατά την οποία μία υπόθεση θεωρείται ότι «εκκρεμεί» διαφέρει ανάλογα με το εξεταζόμενο διαδικαστικό ζήτημα, ήτοι:

- στα κράτη μέλη όπου η κατάθεση της αίτησης στο δικαστήριο γίνεται πριν από την κοινοποίηση ή την επίδοση του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου στον εναγόμενο, η υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί κατά την ημερομηνία της κατάθεσης αυτής στο μέτρο που ο ενάγων προβαίνει σε όλα τα διαβήματα που είναι υποχρεωμένος να κάνει για την κοινοποίηση ή την επίδοση της αίτησης στον εναγόμενο.Τα διαβήματα αυτά ποικίλλουν ανάλογα με τα διαφορετικά νομικά συστήματα: κυρίως πρόκειται για τη διαβίβαση στο δικαστήριο όλων των υλικών στοιχείων που επιτρέπουν σε αυτό να προχωρήσει στην κοινοποίηση ή την επίδοση, ή ακόμα και για τη διαβίβαση του εγγράφου που ήδη καταχωρήθηκε στο δικαστήριο στην αρμόδια για την κοινοποίηση ή επίδοση αρχή

- στα κράτη μέλη όπου η κοινοποίηση ή η επίδοση προηγείται της κατάθεσης στο δικαστήριο, η υπόθεση θεωρείται ότι εκκρεμεί κατά την ημερομηνία διαβίβασης του εγγράφου στην αρχή που είναι αρμόδια να προβεί στην κοινοποίηση ή την επίδοση (και όχι κατά την ημερομηνία της πραγματικής κοινοποίησης ή επίδοσης), στο μέτρο που ο εναγόμενος καταθέτει το έγγραφο στο δικαστήριο από τη στιγμή που απαιτείται να το πράξει σύμφωνα με το δίκαιο του δικαστηρίου.

Τμημα 10 - Ασφαλιστικά μέτρα

Άρθρο 31

Το άρθρο 31, μοναδικό άρθρο του τμήματος αυτού, δεν τροποποιήθηκε. Όπως και για τις άλλες διατάξεις του κανονισμού, η ανάγνωσή του πρέπει να γίνει υπό το φως των αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδίδει αποφάσεις επί προδικαστικών ερωτημάτων δυνάμει του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών [19].

[19] Βλέπε κυρίως VAN UDEN κατά DECO LINE ,Συλλογή 1998, σ. Ι-7091, 17.11.1998, υπόθεση C 391/95 και H.H. MIETZ κατά Interhip Yachting Sneek BV, 27.4.1999, υπόθεση C 99/96

Κεφάλαιο ΙΙΙ - Αναγνώριση και εκτέλεση

Το κεφάλαιο αυτό διέπει διαδοχικά την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων. Το μοναδικό άρθρο του πρώτου τμήματος αφορά την αρχή της αυτοδίκαιης αναγνώρισης και παραπέμπει για την τυπική αναγνώριση στη διαδικασία που ακολουθείται για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου. Προβλέπει επίσης τη δυνατότητα προσφυγής στους λόγους μη εκτέλεσης που αναφέρονται στα άρθρα 41 και 42 στην περίπτωση της παρεμπίπτουσας αναγνώρισης. Το τμήμα 2 διευκρινίζει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που επιτρέπει τη διαπίστωση της εκτελεστότητας μιας απόφασης.

Άρθρο 32

Το άρθρο αυτό καθορίζει τις αποφάσεις που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναγνώρισης ή περιαφής του εκτελεστήριου τύπου. Επίσης λαμβάνει υπόψη τις διαδικαστικές ιδιαιτερότητες της Σουηδίας και επαναλαμβάνει τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο άρθρο ΙΙ του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Βρυξελλών.

Τμημα 1 -Αναγνώριση

Άρθρο 33

Το άρθρο αυτό αφορά την αρχή της αυτοδίκαιης αναγνώρισης των αποφάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η αυτοδίκαιη αυτή αναγνώριση που βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ δικαστικών αρχών των κρατών μελών, έχει ως συνέπεια ότι η ίδια διαδικασία δεν μπορεί να αρχίσει εκ νέου σε άλλο κράτος μέλος.

Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο διάδικος εις βάρος του οποίου εκδόθηκε απόφαση αμφισβητεί την αναγνώρισή της. Ο κανονισμός προβλέπει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις, η διαδικασία που θα χρησιμοποιείται θα είναι αυτή που προβλέπεται στο τμήμα σχετικά με την εκτέλεση (τμήμα 2).

Επιπλέον, είναι δυνατόν το θέμα αναγνώρισης μιας απόφασης να προκύψει παρεμπιπτόντως σε άλλη διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, η αναγνώριση της απόφασης μπορεί να αμφισβητηθεί βάσει των λόγων μη εκτέλεσης που αναφέρονται στα άρθρα 41 και 42.

Τμημα 2 -Εκτέλεση

Το τμήμα αυτό περιγράφει τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που θα χρησιμοποιηθεί είτε ενόψει της τυπικής αναγνώρισης δυνάμει του άρθρου 33 παράγραφος 2, είτε ενόψει της περιαφής του εκτελεστήριου τύπου με σκοπό την εκτέλεση σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος προέλευσης της απόφασης. Εννοείται ότι η διαδικασία αυτή έχει ως αντικείμενο να καταστήσει εκτελεστή την απόφαση που είναι ήδη εκτελεστή στο κράτος προέλευσης και δεν προδικάζει τις διαδικασίες που αποβλέπουν στην καθαυτή εκτέλεση της απόφασης αυτής στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η διαδικασία αυτή έχει σχεδιασθεί ώστε να επιτρέπει την ταχεία λήψη απόφασης. Για το σκοπό αυτό επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στο μηχανισμό που προβλέπεται στη σύμβαση των Βρυξελλών. Κατ’ αρχήν, το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρχή που έχει την υποχρέωση να κηρύξει την εκτελεστότητα στο κράτος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, δεν έχει καμμία δυνατότητα να προχωρήσει με βάση δική του πρωτοβουλία, σχετικά με την απόφαση, στον έλεγχο της ύπαρξης ενός από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται στα άρθρα 41 και 42. Οι λόγοι αυτοί μπορούν μόνο να εξετασθούν, ενδεχομένως, στο πλαίσιο προσφυγής του διαδίκου κατά του οποίου επετράπη η εκτέλεση. Το εν λόγω αρμόδιο δικαστήριο ή η αρχή οφείλει μόνο να διενεργήσει τυπικό έλεγχο των εγγράφων που του υποβάλλονται για τη στήριξη της αίτησης και τα οποία προβλέπονται από τον κανονισμό. Αφετέρου, οι λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης μειώθηκαν σημαντικά.

Άρθρο 35

Το άρθρο αυτό διέπει τη δικαιοδοσία για την παραλαβή της αίτησης με στόχο την κήρυξη της εκτελεστότητας μιας απόφασης. Ο κατάλογος των αρμοδίων δικαστηρίων ή αρχών των κρατών μελών για την εξέταση της αίτησης περιλαμβάνεται στο παράρτημα 2. Οι προσδιορισθείσες αρχές είναι είτε διοικητικές είτε δικαστικές.

Στην παράγραφο 2 που διέπει την κατά τόπο αρμοδιότητα εισήχθη ένα στοιχείο ευελιξίας ενόψει της διαδικασία της περιαφής του εκτελεστήριου τύπου. Τοιουτοτρόπως, η κατά τόπο αρμοδιότητα καθορίζεται είτε από την κατοικία του διαδίκου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση είτε από τον τόπο εκτέλεσης.

Άρθρο 36

Η παράγραφος 3 έχει ως στόχο να απαλλάξει τον ενάγοντα από την εκλογή κατοικίας στην περιφέρεια της επιληφθείσας αρχής όταν πρόκειται για διοικητική αρχή. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τον αντίκλητο.

Άρθρο 37

Για την ουσιώδη μείωση των προθεσμιών της διαδικασίας περιαφής του εκτελεστήριου τύπου, το άρθρο αυτό εισάγει δεσμευτικές διατάξεις έναντι των δικαστηρίων ή των αρχών που καθορίστηκαν δυνάμει του άρθρου 35 για να παραλάβουν την αίτηση. Αυτές πρέπει να κηρύξουν την εκτελεστότητα της απόφασης, από την ολοκλήρωση των διατυπώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 50. Ειδικότερα, ο δικαστής δεν μπορεί να ελέγξει αυτεπάγγελτα, με δική του πρωτοβουλία, την ύπαρξη κάποιου από τους λόγους μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης που αναφέρονται στα άρθρα 41 και 42. Ενδεχομένως, οι λόγοι αυτοί θα μπορούν να εξετασθούν μεταγενέστερα, κατόπιν προσφυγής του διαδίκου κατά του οποίου έχει ζητηθεί η εκτέλεση δυνάμει των άρθρων 39 και 40. Ήτοι, μία αίτηση για τους σκοπούς της περιαφής του εκτελεστήριου τύπου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως συνήθης υπόθεση. Τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν μέτρα ώστε οι αιτήσεις αυτές να αντιμετωπίζονται με προτεραιότητα για να μην επιβαρύνουν περισσότερο τον πιστωτή ενάγοντα στη διαδικασία. Επίσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό να διατηρήσει η διαδικασία το μονομερή της χαρακτήρα ο εναγόμενος δεν πρέπει να ενημερώνεται για την αίτηση ούτε να καλείται σε συζητήσεις που δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

Άρθρα 39 και 40

Τα ένδικα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους και τα δύο μέρη συγκεντρώνονται στα άρθρα αυτά όμως δεν αλλάζουν κατ' ουσία. Αντίθετα από το πρώτο στάδιο της διαδικασίας που είναι εντελώς μονομερές και δεν οφείλει σε καμμιά περίπτωση να οδηγήσει σε ακρόαση των μερών, οι προσφυγές αυτές εξετάζονται κατ’ αντιδικία.

Άρθρο 41

Το άρθρο αυτό προσδιορίζει τους μόνους λόγους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το δικαστήριο το οποίο επελήφθη του ενδίκου μέσου για την άρνηση ή την ανάκληση της κήρυξης για την εκτελεστότητα της απόφασης. Με στόχο τη βελτίωση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων οι λόγοι αυτοί αναμορφώθηκαν κατά περιοριστικό τρόπο.

Κατ’ αρχήν, η προσθήκη, στο σημείο 1, του επιρρήματος «προφανώς» τονίζει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της προσφυγής στη δημόσια τάξη. Μετέπειτα, ο λόγος που πιο συχνά επικαλείτο ο οφειλέτης για να αποφύγει την εκτέλεση αναθεωρήθηκε για να αποφευχθεί η κατάχρηση της διαδικασίας. Αν η επίδοση στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο στο κράτος προέλευσης γίνει εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο που να μπορεί να διασφαλίσει την υπεράσπισή του τότε αυτός δεν μπορεί να αποφύγει την εκτέλεση. Μια απλή τυπική παρατυπία στην κοινοποίηση ή στην επίδοση δεν μπορεί επομένως να οδηγήσει στην απόρριψη της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης εάν αυτή δεν είχε εμποδίσει τον οφειλέτη να διασφαλίσει την υπεράσπισή του. Επιπλέον, αν ο οφειλέτης μπορούσε να καταθέσει ενδίκιο μέσο στο κράτος μέλος προέλευσης επικαλούμενος διαδικαστική παρατυπία και δεν το έπραξε δεν του δίνεται η άδεια να χρησιμοποιήσει αυτή τη διαδικαστική παρατυπία ως λόγο άρνησης ή ανάκλησης της κήρυξης στο κράτος μέλος στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση. Κατόπιν, ο λόγος που συνδεόταν με την μη τήρηση κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους στο οποίο υπεβλήθη η αίτηση όσον αφορά την κατάσταση των προσώπων και την ικανότητα των φυσικών προσώπων καταργήθηκε, ενόψει της σταδιακής προσέγγισης των κανόνων αυτών στα κράτη μέλη. Τέλος, για να καλυφθεί κενό στη σύμβαση των Βρυξελλών, ο λόγος που προκύπτει από την ύπαρξη ασυμβίβαστων αποφάσεων επεκτάθηκε στις αποφάσεις που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος. Εννοείται ότι καμία αναθεώρηση ως προς την ουσία δεν μπορεί να γίνει από το δικαστήριο.

Άρθρο 42

Το άρθρο αυτό καθορίζει ποιοι είναι οι κανόνες αρμοδιότητας που μπορούν να ελεγχθούν από το δικαστήριο που επελήφθη ενδίκου μέσου βάσει των άρθρων 39 και 40. Πρόκειται για κανόνες δικαιοδοσίας για τις ασφαλίσεις και την κατανάλωση καθώς και για την αποκλειστική δικαιοδοσία. Δεν αφορά τη σύμβαση εργασίας, διότι κάθε έλεγχος της δικαιοδοσίας στον τομέα αυτό θα οδηγούσε μόνο σε ζημία του ενάγοντα, που σχεδόν σε όλες τις αποφάσεις, είναι ο εργαζόμενος.

Άρθρο 43

Για λόγους ευελιξίας και για να αποφευχθούν οι ενδεχομένως ανεπανόρθωτες συνέπειες της εκτέλεσης, το δικαστήριο στο οποίο ασκείται η προσφυγή πρέπει να μπορεί να αναβάλλει την έκδοση απόφασης αν η αρχική απόφαση μολονότι είναι εκτελεστή, αποτελεί αντικείμενο ενδίκου μέσου στο κράτος μέλος προέλευσης. Επίσης, μπορεί να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση εξαρτώντας την εκτέλεση από τη σύσταση εγγύησης. Επιπλέον, ο κανόνας αυτός πρέπει να εφαρμοστεί όποιο και αν είναι το επίπεδο του ενδίκου μέσου.

Άρθρο 44

Το άρθρο αυτό καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται σχετικά με τα ασφαλιστικά μέτρα, τα οποία πρέπει να ληφθούν στο κράτος μέλος που γίνεται η αίτηση, όταν πρέπει να αναγνωρισθεί μια αλλοδαπή απόφαση κατ' εφαρμογή του κανονισμού. Κατ’ αρχήν η κήρυξη της εκτελεστότητας συνεπάγεται την άδεια λήψης ασφαλιστικών μέτρων επί της περιουσίας του εναγομένου της εκτέλεσης. Επιπλέον, η ύπαρξη απόφασης επί της ουσίας επιτρέπει την αίτηση για λήψη ασφαλιστικών μέτρων, που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, πριν να κηρυχθεί η εκτελεστότητα της απόφασης αυτής επί της ουσίας από το αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή του κράτους αυτού. Κατά κάποιο τρόπο το άρθρο 44 αποτελεί την επέκταση του άρθρου 31. Στα περισσότερα κράτη μέλη, η ύπαρξη αλλοδαπής απόφασης θεμελιώνει την ύπαρξη απαίτησης η οποία να δικαιολογεί τη λήψη ανάλογων ασφαλιστικών μέτρων.

Σε κάθε περίπτωση, η κήρυξη της εκτελεστότητας συνεπάγεται τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων και ο ενάγων δεν χρειάζεται να επιχειρήσει καμμία άλλη διαδικασία σχετική με τη δυνατότητα λήψης των μέτρων αυτών.

Άρθρο 49

Ο κανόνας έχει ως στόχο τη μείωση του κόστους της διαδικασίας για την κήρυξη της εκτελεστότητας μιας απόφασης. Περιλαμβανόταν ήδη στο πρωτόκολλο που προσαρτάται στη σύμβαση των Βρυξελλών.

Τμημα 3 - Κοινές διατάξεις

Άρθρα 50 και 51

Για να μειωθούν οι διαδικαστικές διατυπώσεις που βαρύνουν τον ενάγοντα, προβλέπεται ότι τα μόνα έγγραφα τα οποία πρέπει να ανακοινωθούν στο αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή που είναι επιφορτισμένα με την εξέταση της αίτησης είναι αντίγραφο της εν λόγω απόφασης καθώς και βεβαίωση που συντάσσεται από το αρμόδιο δικαστήριο ή την αρχή του κράτους μέλους προέλευσης. Η βεβαίωση αυτή, υπόδειγμα της οποίας περιλαμβάνεται στο παράρτημα 4 του κανονισμού, παρέχει στο αρμόδιο δικαστήριο ή αρχή του κράτους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση επαρκή στοιχεία που θα του επιτρέψουν να κηρύξει εκτελεστή την απόφαση.

Κεφάλαιο IV - Δημόσια έγγραφα και δικαστικοί συμβιβασμοί

Άρθρα 54 και 55

Η νέα διαδικασία αναγνώρισης ή εκτέλεσης που προβλέπεται στο κεφάλαιο III εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών στα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος. Η μόνη αιτία μη αναγνώρισης και εκτέλεσης, η οποία μπορεί να εξετασθεί μόνο στο στάδιο ενδεχόμενης προσφυγής, είναι ο προφανώς αντίθετος χαρακτήρας τους προς τη δημόσια τάξη του κράτους από το οποίο ζητείται η αναγνώριση ή η εκτέλεση.

Εφεξής εξομοιώνονται με τα δημόσια έγγραφα οι συμβιβασμοί που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης. Το ίδιο ισχύει για τις συμβάσεις σχετικά με τις υποχρεώσεις διατροφής που συνάπτονται ενώπιον διοικητικών αρχών ή βεβαιώνονται από αυτές σε ορισμένα κράτη μέλη κυρίως από τη Σκανδιναβία. Ο κανόνας αυτός περιλαμβανόταν ήδη στο άρθρο Vα του πρωτοκόλλου που επισυνάπτεται στη σύμβαση των Βρυξελλών.

Επιπλέον, το δημόσιο έγγραφο ή ο δικαστικός συμβιβασμός, καθώς και οι συμβάσεις για τις υποχρεώσεις διατροφής, πρέπει να συνοδεύονται από βεβαίωση που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 5 του κανονισμού. Η βεβαίωση αυτή περιέχει ουσιώδη και επαρκή στοιχεία για την ενημέρωση του δικαστηρίου ή της αρμόδιας αρχής που είναι επιφορτισμένη με την εξέταση της αίτησης για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου.

Κεφάλαιο V - Γενικές Διατάξεις

Άρθρο 57

Η προσέγγιση που διέπει τον καθορισμό της κατοικίας των εταιρειών και νομικών προσώπων μεταβλήθηκε. Πράγματι πρέπει να δοθεί προτίμηση στον ορισμό αυτόνομων εννοιών. Επομένως, δεν είναι πια απαραίτητη για ένα κράτος μέλος η αναφορά στους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για τον εντοπισμό του τόπου της έδρας μιας εταιρείας ή ενός νομικού προσώπου. Συνεπάγεται ότι μπορούν να αποφευχθούν οι θετικές ή αρνητικές συγκρούσεις δικαιοδοσίας. Επομένως η κατοικία των εταιρειών και των νομικών προσώπων καθορίζεται από τρία εναλλακτικά κριτήρια, τον τόπο της καταστατικής έδρας, τον τόπο της κύριας εγκατάστασης (ή πραγματική έδρα) και τον τόπο κεντρικής διοίκησης. Τα τρία αυτά κριτήρια περιλαμβάνονται στο άρθρο 58 της συνθήκης ΕΚ για το δικαίωμα εγκατάστασης των εταιρειών στο εσωτερικό της Κοινότητας.

Κεφάλαιο VI - Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 58

Το μοναδικό άρθρο του κεφαλαίου αυτού που επιτρέπει την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων που ελήφθησαν κατά τη μεταβατική περίοδο επαναλαμβάνει κανόνα που ήδη υπάρχει στη σύμβαση των Βρυξελλών. Ωστόσο, τροποποιήθηκε για να διασφαλιστεί η διαδοχή χωρίς συγκρούσεις των δύο μέσων, ήτοι της σύμβασης των Βρυξελλών και του παρόντος κανονισμού. Τοιουτοτρόπως, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού αλλά κατόπιν αγωγών που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του, αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό αν εκδόθηκαν από αρμόδιο δικαστήριο δυνάμει της σύμβασης των Βρυξελλών.

Κεφάλαιο VII - Σχέσεις με τα άλλα κείμενα

Το κεφάλαιο αυτό αναδιαρθρώθηκε σε τρία τμήματα για να οριοθετηθούν και διευκρινισθούν οι κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ του κανονισμού και αντίστοιχα του παράγωγου κοινοτικού δικαίου, της σύμβασης των Βρυξελλών που εξακολουθεί να ισχύει διότι μερικά κράτη μέλη δεν δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό και των άλλων γενικών και ειδικών συμβάσεων.

Άρθρο 59

Η διάταξη αυτή επαναλαμβάνει ένα κανόνα που ήδη περιλαμβάνεται στη σύμβαση των Βρυξελλών. Διατηρεί τους κανόνες σύγκρουσης των υφισταμένων και μελλοντικών αρμοδιοτήτων που περιλαμβάνονται στα ανά τομέα κοινοτικά μέσα.

Άρθρο 60

Ο βασικός κανόνας είναι ότι ο κανονισμός αντικαθιστά τη σύμβαση των Βρυξελλών στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας. Ήτοι, εφόσον το κριτήριο εφαρμογής του κανονισμού παραμένει η κατοικία του εναγομένου σε ένα από τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον κανονισμό, το πρόσωπο που έχει την κατοικία σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη ενάγεται ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Ωστόσο, εάν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από τον κανονισμό, ή αν τα άρθρα 16 και 17 της σύμβασης των Βρυξελλών παραπέμπουν σε ένα τέτοιο κράτος, οι κανόνες δικαιοδοσίας της σύμβασης των Βρυξελλών συνεχίζουν να εφαρμόζονται. Ο κανόνας αυτός αποτελεί συμπλήρωμα του άρθρου 4 παράγραφος 1 που επιτρέπει τη χρησιμοποίηση έναντι των εναγομένων που έχουν την κατοικία τους σε τρίτη χώρα των εθνικών κανόνων δικαιοδοσίας. Επομένως, ο κανονισμός θεσπίζει διαφορετικό καθεστώς ανάλογα με το αν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε τρίτη χώρα, ή σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από τον κανονισμό. Επίσης, οι κανόνες εκκρεμοδικίας της σύμβασης των Βρυξελλών εφαρμόζονται όταν οι αγωγές ασκούνται σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό και σε κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον κανονισμό αυτό.

Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος, είτε δεσμεύεται είτε όχι από τον κανονισμό αναγνωρίζονται και εκτελούνται στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον κανονισμό σύμφωνα με τον κανονισμό. Ο κανόνας αυτός συμπληρώνει αυτόν που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του κεφαλαίου 1 που αφορά τη δικαιοδοσία. Βεβαίως, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος κατά εναγόμενου που έχει την κατοικία του σε τρίτη χώρα επίσης αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τον κανονισμό.

Άρθρα 62 και 63

Με στόχο τη διαφάνεια, ο κανονισμός καταγράφει τις ειδικές συμβάσεις των οποίων τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται. Ο κλειστός αυτός κατάλογος θα συμπληρωθεί με τις υποδείξεις που έδωσαν τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα από τη σύμβαση των Βρυξελλών (άρθρο 57), η διάταξη αυτή δεν επιτρέπει πλέον στα κράτη μέλη να προσχωρήσουν, μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού σε υφιστάμενες και μελλοντικές συμβάσεις για τη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε ειδικές υποθέσεις.

Σύμφωνα με την πρακτική της σύμβασης των Βρυξελλών, οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος δυνάμει ειδικής σύμβασης αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος, είτε δυνάμει των κανόνων αναγνώρισης και εκτέλεσης που προβλέπονται στη σχετική σύμβαση, είτε δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 64

Το άρθρο αυτό είναι νέο. Σκοπεύει να λάβει υπόψη την κατάργηση του άρθρου 59 της σύμβασης των Βρυξελλών που επέτρεπε σε κράτος μέλος να υπογράψει με τρίτη χώρα συμφωνία που να παρεκκλίνει από τους κανόνες της σύμβασης για την αναγνώριση και την εκτέλεση. Εφεξής ανάλογες συμφωνίες αποκλείονται εντελώς και το άρθρο 59 της σύμβασης των Βρυξελλών δεν περιελήφθη στον κανονισμό. Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψη, ενδεχομένως, οι συμφωνίες που έχουν ήδη υπογραφεί μεταξύ κράτους μέλους και τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 59. Συνεπώς, οι συμφωνίες αυτές που έχουν υπογραφεί συνεχίζουν να εφαρμόζονται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

Κεφάλαιο VIII - Τελικές διατάξεις

Άρθρο 65

Το άρθρο αυτό είναι νέο σε σχέση με τη σύμβαση. Η μέριμνα για την εφαρμογή του κανονισμού εναπόκειται στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 211 της ΣΕΕ. Στο τέλος πενταετούς περιόδου, η Επιτροπή θα διατυπώσει ενδεχομένως προτάσεις τροπολογιών υπό το φως έκθεσης που θα συντάξει για την εφαρμογή του κανονισμού.

Άρθρο 66

Το άρθρο αυτό, που είναι επίσης νέο, προβλέπει ότι κάθε τροποποίηση των καταλόγων δικαστηρίων και των μέσων προσφυγής θα ανακοινώνεται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή, η οποία βαρύνεται με τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 67

Η διάταξη αυτή είναι επίσης νέα και διευκρινίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού, σύμφωνα με το άρθρο 254 της Συνθήκης.

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 61, σημείο γ,

την πρόταση της Επιτροπής [20],

[20] ΕΕ ..

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [21],

[21] ΕΕ ..

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [22]

[22] ΕΕ ..

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) η Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μέσα στον οποίο να εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων ότι προκειμένου να δημιουργήσει σταδιακά ένα τέτοιο χώρο η Κοινότητα θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, τα οποία είναι απαραίτητα για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς

(2) οι διαφορές που παρατηρούνται στους εθνικούς κανόνες για τη δικαιοδοσία και την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων δυσχεραίνει την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ότι είναι απαραίτητες οι διατάξεις που επιτρέπουν την ενοποίηση των κανόνων σύγκρουσης των αρμοδιοτήτων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις καθώς και την απλούστευση των διατυπώσεων για την ταχεία και απλή αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων

(3) το θέμα αυτό υπάγεται στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις κατά την έννοια του άρθρου 65 της Συνθήκης

(4) σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης, οι στόχοι του παρόντος κανονισμού είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς να επιτευχθούν μόνο σε κοινοτικό επίπεδο ότι ο παρών κανονισμός περιορίζεται στο ελάχιστο που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων αυτών και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για τον εν λόγω σκοπό

(5) τα κράτη μέλη συνήψαν στις 27 Σεπτεμβρίου 1968, στο πλαίσιο του άρθρου 293, τέταρτη περίπτωση, της συνθήκης ΕΚ, τη σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία, και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (εφεξής: η σύμβαση των Βρυξελλών) η σύμβαση αυτή η οποία αποτελεί μέρος του κοινοτικού κεκτημένου επεκτάθηκε σε όλα τα νέα κράτη μέλη [23] αποτέλεσε αντικείμενο εργασιών αναθεώρησης και το Συμβούλιο συμφώνησε με το περιεχόμενο του αναθεωρημένου κειμένου πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν στο πλαίσιο αυτής της αναθεώρησης

[23] Βλ. παγιωμένη μορφή της σύμβασης στην ΕΕ C 27 της 26.01.1998, σ. 1.

(6) για να επιτευχθεί ο στόχος της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, είναι αναγκαίο και ενδεδειγμένο οι κανόνες σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων να καθορίζονται από δεσμευτικό και άμεσα εφαρμοστέο κοινοτικό νομοθέτημα

(7) είναι σημαντικό να συμπεριληφθούν στο υλικό πεδίο εφαρμοφής του παρόντος κανονισμού τα ουσιώδη ζητήματα στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις οι εξαιρέσεις από αυτό το πεδίο εφαρμογής πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένες

(8) οι δικαστικές διαφορές που καλύπτονται από τον κανονισμό πρέπει να παρουσιάζουν σύνδεσμο με το έδαφος των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό οι κοινοί κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται όταν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του σε ένα από αυτά τα κράτη μέλη

(9) οι ενάγοντες που έχουν την κατοικία τους σε τρίτη χώρα μπορούν να υπάγονται στους κανόνες σύγκρουσης των αρμοδιοτήτων που ισχύουν στο έδαφος του κράτους όπου βρίσκεται το δικαστήριο που επελήφθη της υπόθεσης και οι εναγόμενοι, που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό, πρέπει να συνεχίσουν να υπάγονται στη σύμβαση των Βρυξελλών για τους σκοπούς της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων, οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει των κανόνων αυτών πρέπει να αναγνωρίζονται και να εκτελούνται στο έδαφος της Κοινότητας σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό

(10) οι κανόνες της δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και πρέπει να διαρθρώνονται γύρω από την γενική δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο

αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο κριτήριο συνδέσμου όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα η κατοικία πρέπει να καθορίζεται αυτόνομα ώστε να αυξάνεται η διαφάνεια των κοινών κανόνων και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις αρμοδιότητας

(11) το δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικά δικαστήρια που θα επιτραπούν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση της χρηστής διαχείρισης της δικαιοσύνης

(12) προκειμένου για συμβάσεις ασφάλισης, εργασίας και κατανάλωσης είναι σκόπιμο να προστατεύεται το πιο αδύναμο μέρος και να γίνεται εξαίρεση από το γενικό κανόνα δίνοντάς του τη δυνατότητα να προσφεύγει στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις στο δικαστήριο του τόπου κατοικίας του

(13) πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η συνεχής ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών επικοινωνίας κυρίως στον τομέα της κατανάλωσης ειδικότερα η διάθεση στο εμπόριο αγαθών ή υπηρεσιών με ηλεκτρονικό μέσο προσβάσιμο σε κράτος μέλος αποτελεί δραστηριότητα που κατευθύνεται σ' αυτό το κράτος όταν το κράτος αυτό είναι το κράτος κατοικίας του καταναλωτή, αυτός πρέπει να μπορεί να τύχει της προστασίας που του προσφέρεται από τον κανονισμό όταν συνάπτει από τον τόπο κατοικίας του σύμβαση κατανάλωσης με ηλεκτρονικό μέσο

(14) η αυτονομία των μερών σε μία σύμβαση, εκτός από τις συμβάσεις εργασίας, ασφάλισης και κατανάλωσης, όσον αφορά την επιλογή του αρμοδίου δικαστηρίου πρέπει να καθίσταται σεβαστή αντίθετα οι ρήτρες επιλογής δικαστηρίου σε συμβάσεις που φέρνουν σε επαφή τα μέρη με άνισο τρόπο πρέπει να ελέγχονται

(15) πρέπει να επέλθουν οι αναγκαίες μετατροπές στους βασικούς κανόνες που προβλέπονται από τον κανονισμό για να ληφθούν υπόψη οι διαδικαστικές ιδιαιτερότητες ορισμένων κρατών μελών προς τον σκοπό αυτό είναι χρήσιμο να εισαχθούν στον κανονισμό ορισμένες διατάξεις που προβλέπονται στο πρωτόκολλο που προσαρτάται στη σύμβαση των Βρυξελλών

(16) η αρμονική λειτουργία της δικαιοσύνης σε κοινοτικό επίπεδο απαιτεί την αποφυγή έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων σε δύο κράτη μέλη τα οποία είναι αρμόδια δυνάμει του κανονισμού πρέπει να προβλεφθεί σαφής και αυτόματος μηχανισμός επίλυσης των περιπτώσεων εκκρεμοδικίας και συνάφειας και ότι λόγω των διαφοροποιήσεων στα κράτη μέλη ως προς την ημερομηνία κατά την οποία μία υπόθεση θεωρείται ότι «εκκρεμεί», πρέπει να καθοριστεί η ημερομηνία αυτή με αυτόνομο τρόπο

(17) η αμοιβαία εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη εντός της Κοινότητας δικαιολογεί την πλήρη αναγνώριση των αποφάσεων που εκδίδονται σε ένα κράτος μέλος, χωρίς να είναι απαραίτητη, εκτός από την περίπτωση της διένεξης, η προσφυγή σε καμμία διαδικασία

(18) η προαναφερόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη δικαιολογεί την αποτελεσματικότητα και ταχύτητα της διαδικασίας που αποβλέπει στην εκτέλεση σε κράτος μέλος, της απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος για τον σκοπό αυτό μια απόφαση πρέπει να κηρύσσεται εκτελεστή κατά τρόπο σχεδόν αυτόματο, μετά από απλό τυπικό έλεγχο των υποβαλλομένων εγγράφων, χωρίς να είναι δυνατό να προβληθεί αυτοδίκαια ένας από τους λόγους μη εκτέλεσης που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό

(19) ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης επιβάλλει ωστόσο τη δυνατότητα του εναγομένου να ασκεί, ενδεχομένως ένδικα μέσα, που εξετάζονται κατ' αντιδικία, κατά της εκδοθείσας απόφασης, εάν αυτός εκτιμά ότι στοιχειοθετείται ένας από τους λόγους μη αναγνώρισης πρέπει επίσης να αναγνωρίζεται στον αιτούντο η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων σε περίπτωση που απορρίπτεται η αίτηση του για να κηρυχθεί μια απόφαση εκτελεστή

(20) πρέπει να διασφαλισθεί η συνέχεια μεταξύ της σύμβασης των Βρυξελλων και του παρόντος κανονισμού και ότι για αυτό το σκοπό πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις η ίδια συνέχεια πρέπει να εφαρμοσθεί όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της σύμβασης των Βρυξελλών από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι το πρωτόκολλο του 1971 [24] πρέπει να εξακολουθίσει να εφαρμόζεται στις ήδη εκκρεμούσες διαδικασίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού

[24] Βλ. παγιωμένη μορφή της σύμβασης στην ΕΕ C 27, 26.1.1998, σ. 1 και 28.

(21) ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 των πρωτοκόλλων για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και την Ιρλανδίας και για τη θέση της Δανίας [25], τα κράτη αυτά δεν συμμετέχουν στην έκδοση του παρόντος κανονισμού κατά συνέπεια ο παρών κανονισμός δεν δεσμεύει ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε την Ιρλανδία, ούτε τη Δανία και δεν εφαρμόζεται ως προς αυτά τα κράτη

[25] ΕΕ C 340, 10.11.1997, σ. 99 και 101.

(22) ενόψει της διατήρησης της ισχύος της σύμβασης των Βρυξελλών στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό και αυτών που δεν δεσμεύονται, είναι σημαντικό να θεσπιστούν σαφείς κανόνες για τη σχέση μεταξύ του κανονισμού και της σύμβασης των Βρυξελλών

(23) ότι η ίδια μέριμνα για τη συνοχή επιβάλλει ο παρών κανονισμός να μην θίγει τους κανόνες για τη δικαιοδοσία και των αναγνώριση των αποφάσεων, οι οποίοι περιλαμβάνονται σε κοινοτικά κείμενα

(24) η τήρηση των διεθνών δεσμεύσεων που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη δικαιολογεί το γεγονός ότι ο κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες αφορούν ειδικά θέματα

(25) το Συμβούλιο επιφυλάσσεται ως προς την αρμοδιότητα του να λάβει απόφαση σχετικά με τις τροποποιήσεις στην κατάσταση που περιέχει τους εθνικούς κανόνες περί δικαιοδοσίας και τα αρμόδια δικαστήρια και αρχές, μετά από αίτηση του οικείου κράτους μέλους

(26) το αργότερο πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού προκειμένου, ενδεχομένως, να προτείνει τις αναγκαίες τροποποιήσεις

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Κεφάλαιο I - Πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις.

Εξαιρούνται από την εφαρμογή του:

1) η προσωπική κατάσταση και ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κληρονομικές σχέσεις,

2) οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες,

3) η κοινωνική ασφάλιση,

4) η διαιτησία.

Κεφάλαιο II - Διεθνής Δικαιοδοσία

ΤΜΗΜΑ 1 - ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους αυτού, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.

Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς.

Η έδρα εταιρείας ή νομικού προσώπου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 57.

Ο όρος «κράτος μέλος» σημαίνει, εκτός αν άλλως ορίζεται, το κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 3

Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7.

Δεν εφαρμόζονται σε βάρος τους ιδίως οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι.

Άρθρο 4

Αν ο εναγόμενος έχει κατοικία σε τρίτη χώρα, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23.

Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, και ιδίως εκείνους που προβλέπονται στο παράρτημα Ι.

Αν ο εναγόμενος έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους που δεν δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό, η διεθνής δικαιοδοσία διέπεται από τη σύμβαση των Βρυξελλών, με την ισχύουσα σε αυτό το κράτος μέλος μορφή της.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΕΣ

Άρθρο 5

Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1. α) ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή,

β) εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

- εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

- εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών,

(γ) το στοιχείο (α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο (β).

2. ως προς υποχρεώσεις διατροφής, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο δικαιούχος της διατροφής έχει την κατοικία ή την συνήθη διαμονή του ή, εφόσον πρόκειται για αγωγή παρεπόμενη δίκης σχετικά με την προσωπική κατάσταση, ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο κατά το δίκαιο του κατά τόπου αρμοδίου δικαστή έχει διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωση της δίκης αυτής, εκτός αν η διεθνής αυτή δικαιοδοσία θεμελιώνεται μόνο στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων,

3. ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός,

4. σε περιπτώσεις αγωγής αποζημίωσης ή αγωγής αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ενώπιον του δικαστηρίου όπου ασκείται η ποινική δίωξη, κατά το μέτρο που σύμφωνα με το δίκαιό του το δικαστήριο αυτό μπορεί να επιληφθεί της πολιτικής αγωγής.

Με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων, πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος και διώκονται για αδίκημα εξ αμελείας ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους, του οποίου δεν έχουν την ιθαγένεια, μπορούν να αναθέσουν την υπεράσπισή τους σε αρμόδια για το έργο αυτό πρόσωπα, ακόμη και αν δεν εμφανίζονται αυτοπροσώπως. Το δικαστήριο μπορεί ωστόσο να διατάξει την αυτοπρόσωπη εμφάνιση σε περίπτωση μη εμφάνισης, η απόφαση που εκδίδεται επί της πολιτικής αγωγής, χωρίς το εν λόγω πρόσωπο να είχε τη δυνατότητα να αμυνθεί, μπορεί να μην αναγνωρισθεί ή να μην εκτελεσθεί στα άλλα κράτη μέλη.

5. ως προς διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης, ενώπιον του δικαστηρίου της τοποθεσίας τους,

6. σε διαφορές σχετικές με πληρωμή της αμοιβής που απαιτείται για την αρωγή ή τη διάσωση φορτίου ή ναύλου, ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου το εν λόγω φορτίο ή ο αντίστοιχος ναύλος:

(α) έχει κατασχεθεί για να εξασφαλισθεί η πληρωμή αυτή, ή

(β) θα μπορούσε να είχε κατασχεθεί για το σκοπό αυτό, αλλά παρασχέθηκε εγγύηση ή άλλου είδους ασφάλεια,

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται μόνον εφόσον προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο εναγόμενος έχει δικαίωμα επί του φορτίου ή του ναύλου, ή ότι είχε τέτοιο δικαίωμα κατά τον χρόνο της εν λόγω αρωγής ή διάσωσης.

Άρθρο 6

Ο εναγόμενος που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί:

1. αν υπάρχουν πολλοί εναγόμενοι, ενώπιον του δικαστηρίου της κατοικίας ενός εξ' αυτών, εφόσον υπάρχει τόσο στενή συνάφεια μεταξύ των αγωγών ώστε να ενδείκνυται να συνεκδικασθούν και να κριθούν συγχρόνως, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος έκδοσης ασυμβίβαστων αποφάσεων που θα μπορούσαν να προκύψουν από την χωριστή εκδίκασή τους,

2. αν πρόκειται για προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή ή άλλη προσεπίκληση, ενώπιον του δικαστηρίου της κύριας δίκης, εκτός αν μόνος σκοπός τους ήταν να απομακρύνουν τον εγγυητή ή τον προσεπικαλούμενο από το δικαστήριο που θα είχε διεθνή δικαιοδοσία στην περίπτωσή τους,

Δεν γίνεται επίκληση της διεθνούς δικαιοδοσίας που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο ούτε στη Γερμανία, ούτε στην Αυστρία. Κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους μπορεί να προσεπικληθεί ενώπιον των δικαστηρίων:

- της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, κατ' εφαρμογή των άρθρων 68 και 72 έως 74 της γερμανικής Zivilprozessordnung σχετικά με την ανακοίνωση δίκης,

- της δημοκρατίας της Αυστρίας κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 της αυστριακής Zivilprozessordnung σχετικά με την ανακοίνωση δίκης.

3. αν πρόκειται για ανταγωγή που απορρέει από την ίδια σύμβαση ή τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται η κύρια αγωγή, ενώπιον του δικαστηρίου όπου είναι εκκρεμής η αγωγή αυτή,

4. ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, εάν η αγωγή μπορεί να ενωθεί με αγωγή κατά του ιδίου εναγομένου σε διαφορές που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου, ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου.

Άρθρο 7

Όταν, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δικαστήριο κράτους μέλους έχει διεθνή δικαιοδοσία για να κρίνει αγωγές αστικής ευθύνης που απορρέει από χρησιμοποίηση ή εκμετάλλευση πλοίου, το δικαστήριο αυτό ή κάθε άλλο που το υποκαθιστά, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, εκδικάζει και τις αγωγές σχετικά με τον περιορισμό αυτής της ευθύνης.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Άρθρο 8

Σε υποθέσεις ασφαλίσεων η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το παρόν τμήμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 5, σημείο 5.

Άρθρο 9

Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί:

1) ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του, ή

2) σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον την αγωγή έχει ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο ενάγων έχει την κατοικία του, ή

3) αν πρόκειται για συνασφαλιστή, ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους, στο οποίο έχει εναχθεί ο κύριος ασφαλιστής.

Όταν ο ασφαλιστής δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, θεωρείται, για διαφορές σχετικές με την εκμετάλλευσή τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.

Άρθρο 10

Ο ασφαλιστής μπορεί, να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, αν πρόκειται για ασφάλιση αστικής ευθύνης ή για ασφάλιση ακινήτων. Το ίδιο ισχύει αν με το ίδιο ασφαλιστήριο ασφαλίζονται από κοινού ακίνητα και κινητά που έχουν υποστεί ζημιά από την ίδια ζημιογόνο αιτία.

Άρθρο 11

Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει.

Οι διατάξεις των άρθρων 8, 9 και 10 εφαρμόζονται σε περίπτωση ευθείας αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλιστή, εφόσον η ευθεία αγωγή επιτρέπεται.

Αν το δίκαιο που διέπει την ευθεία αγωγή προβλέπει τη δυνατότητα να στρέφεται κανείς κατά του αντισυμβαλλόμενου του ασφαλιστή ή κατά του ασφαλισμένου, το δικαστήριο που επελήφθη της υποθέσεως δυνάμει του δευτέρου εδαφίου έχει δικαιοδοσία και ως προς αυτούς.

Η επίκληση της διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο δεν μπορεί να γίνει ούτε στη Γερμανία ούτε στην Αυστρία. Κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, μπορεί να προσεπικληθεί ενώπιον των δικαστηρίων:

- της Γερμανίας, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 68 και 72, 73 και 74 του γερμανικού Zivilprozessordnung σχετικά με την ανακοίνωση δίκης,

- της Αυστρίας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 21 του αυστριακού Zivilprozessordnung σχετικά με την ανακοίνωση δίκης.

Άρθρο 12

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 11, τρίτο εδάφιο, η αγωγή του ασφαλιστή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ανεξάρτητα αν είναι αντισυμβαλλόμενος του ασφαλιστή, ασφαλισμένος ή δικαιούχος.

Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος δεν θίγουν το δικαίωμα άσκησης ανταγωγής ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο είναι εκκρεμής η κύρια αγωγή που έχει εισαχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος.

Άρθρο 13

Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνο με συμφωνίες:

1. μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς,

2. που επιτρέπουν στον αντισυμβαλλόμενο, τον ασφαλισμένο ή τον δικαιούχο να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια εκτός από αυτά που προβλέπονται στο παρόν τμήμα,

3. οι οποίες συνάπτονται μεταξύ ασφαλιστού και αντισυμβαλλόμενου που έχουν κατά το χρόνο σύναψης της συμβάσεως κατοικία ή συνήθη διαμονή στο ίδιο κράτος μέλος, και έχουν ως αποτέλεσμα να απονέμουν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους, ακόμα και αν το ζημιογόνο γεγονός συμβεί στην αλλοδαπή, εκτός αν το δίκαιό του απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες,

4. που έχουν συναφθεί από αντισυμβαλλόμενο που δεν έχει κατοικία σε κράτος μέλος, εκτός αν πρόκειται για υποχρεωτική ασφάλιση ή για ασφάλιση ακινήτου που κείται σε κάποιο,κράτος μέλος, ή

5. που αφορούν ασφαλιστική σύμβαση, εφόσον αυτή καλύπτει έναν ή περισσότερους από τους αναφερόμενους στο άρθρο 14 κινδύνους.

Άρθρο 14

Οι αναφερόμενοι στο άρθρο 13, σημείο 5 κίνδυνοι είναι οι «μεγάλοι κίνδυνοι» κατά την έννοια του άρθρου 5, στοιχείο δ) της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου [26] καθώς και κάθε άλλος κίνδυνος που συνδέεται με έναν μεγάλο κίνδυνο.

[26] ΕΕ L 228, 16.8.1973, σ.3.

ΤΜΗΜΑ 4 - ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Άρθρο 15

Σε συμβάσεις που ο σκοπός τους μπορεί να θεωρηθεί ξένος προς την επαγγελματική δραστηριότητα του προσώπου που τις καταρτίζει, του καταναλωτή, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των άρθρων 4 και 5, σημείο 5:

1) όταν πρόκειται για πώληση ενσωμάτων κινητών με τμηματική καταβολή του τιμήματος, ή

2) όταν πρόκειται για δάνειο με σταδιακή εξόφληση ή για άλλη πιστωτική συναλλαγή συνδεόμενη με τη χρηματοδότηση αγοράς ενσωμάτων κινητών, ή

3) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όταν η σύμβαση καταρτίσθηκε με πρόσωπο, το οποίο ασκεί εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες στο έδαφος του κράτους μέλους κατοικίας του καταναλωτή ή το οποίο κατευθύνει με οποιοδήποτε μέσον τέτοιου είδους δραστηριότητες σ’ αυτό το κράτος μέλος ή σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του εν λόγω κράτους μέλους και η σύμβαση εμπίπτει στο πεδίο των εν λόγω δραστηριοτήτων.

Όταν ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή εγκατάσταση σε κράτος μέλος, θεωρείται, ως προς τις διαφορές τις σχετικές με την εκμετάλλευσή τους, ότι έχει την κατοικία του στο έδαφος του κράτους αυτού.

Το παρόν τμήμα δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς πλην των συμβάσεων, στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδιού και καταλύματος.

Άρθρο 16

Η αγωγή καταναλωτή κατά του αντισυμβαλλόμενου μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο αντισυμβαλλόμενος είτε ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου κατοικίας του καταναλωτή.

Η αγωγή του αντισυμβαλλόμενου κατά του καταναλωτή μπορεί να ασκηθεί μόνον ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους, στο έδαφος του οποίου έχει την κατοικία του ο καταναλωτής.

Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο δεν θίγουν το δικαίωμα άσκησης ανταγωγής ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο είναι εκκρεμής η κύρια αγωγή που έχει εισαχθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τμήματος.

Άρθρο 17

Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνο με συμφωνίες:

1) μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς,

2) που επιτρέπουν στον καταναλωτή να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια εκτός από αυτά που προβλέπονται στο παρόν τμήμα.

3) οι οποίες έχουν συναφθεί ανάμεσα σε καταναλωτή και αντισυμβαλλόμενο με κατοικία ή συνήθη διαμονή, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, στο ίδιο κράτος μέλος και με τις οποίες απονέμεται διεθνής δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους, εκτός αν το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους απαγορεύει τέτοιες συμφωνίες.

ΤΜΗΜΑ 5 - ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Άρθρο 18

Ως προς διαφορές εξ ατομικών συμβάσεων εργασίας η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 5, σημείο 5.

Όταν εργαζόμενος συνάπτει ατομική σύμβαση εργασίας με εργοδότη ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, τότε ο εργοδότης θεωρείται για διαφορές σχετικές με τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης ότι έχει την κατοικία του σ' αυτό το κράτος μέλος.

Άρθρο 19

Εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί:

1. ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του, ή

2. σε άλλο κράτος μέλος:

α) ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του ή του δικαστηρίου του τελευταίου τόπου όπου συνήθως εκτελούσε την εργασία του, ή

β) αν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντα χώρα, ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου είναι ή ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε.

Άρθρο 20

Ο εργοδότης μπορεί να ασκήσει αγωγή μόνο ενώπιον του δικαστηρίου του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου ο εργαζόμενος έχει την κατοικία του.

Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος δεν θίγουν το δικαίωμα κατάθεσης ανταγωγής ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η κύρια αγωγή, σύμφωνα με το παρόν τμήμα.

Άρθρο 21

Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνον με συμφωνίες μεταγενέστερες από τη γένεση της διαφοράς, ή που επιτρέπουν στον εργαζόμενο να προσφύγει και σε άλλα δικαστήρια εκτός από αυτά που προβλέπονται στο παρόν τμήμα.

ΤΜΗΜΑ 6 - ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Άρθρο 22

Αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, έχουν:

1. σε υποθέσεις εμπράγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων και μισθώσεων ακινήτων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της τοποθεσίας του ακινήτου.

Πάντως, σε υποθέσεις μισθώσεων ακινήτων που συνάπτονται για προσωρινή ιδιωτική χρήση μέγιστης διάρκειας έξι συνεχών μηνών, έχουν επίσης διεθνή δικαιοδοσία και τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει κατοικία ο εναγόμενος, εφόσον ο μισθωτής είναι φυσικό πρόσωπο και ο ιδιοκτήτης και ο μισθωτής έχουν κατοικία στο ίδιο κράτος μέλος.

2. Σε θέματα κύρους, ακυρότητας ή λύσης εταιρειών ή νομικών προσώπων που έχουν την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, ή αποφάσεων των οργάνων τους, τα δικαστήρια του κράτους αυτού. Προκειμένου να καθορισθεί η έδρα το δικαστήριο εφαρμόζει τους ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνες του.

3. Σε θέματα κύρους των καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τηρούνται τα βιβλία αυτά,

4. Σε θέματα καταχώρισης ή κύρους διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σημάτων, σχεδίων και προτύπων και άλλων ανάλογων δικαιωμάτων τα οποία επιδέχονται κατάθεση ή καταχώριση, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου η κατάθεση ή η καταχώριση ζητήθηκε, πραγματοποιήθηκε, ή θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με κοινοτικό μέσο ή με διεθνή σύμβαση.

Με την επιφύλαξη της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, σύμφωνα με τη σύμβαση χορηγήσεως ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973, τα δικαστήρια κάθε κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία, σε θέματα καταχώρισης ή κύρους του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας που χορηγείται για το κράτος αυτό

5. σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης αποφάσεων, τα δικαστήρια του κράτους μέλους του τόπου εκτέλεσης.

ΤΜΗΜΑ 7 - ΠΑΡΕΚΤΑΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Άρθρο 23

Αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.

Αυτή συμφωνία περί καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται:

α) είτε εγγράφως είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση,

β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις,

γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις, του είδους για το οποίο πρόκειται, στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα.

Κάθε διαβίβαση δια της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί "γραπτώς".

Όταν μια συμφωνία περί καθορισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται από μέρη εκ των οποίων κανένα δεν έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών δεν μπορούν να δικάσουν τη διαφορά εφόσον το ή τα υποδειχθέντα δικαστήρια δεν έχουν διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας τους.

Οι συμφωνίες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν παράγουν αποτελέσματα αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 13 και 17 ή αν τα δικαστήρια, τη διεθνή δικαιοδοσία των οποίων αποκλείουν, έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.

Άρθρο 24

Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22.

ΤΜΗΜΑ 8 - ΈΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

Άρθρο 25

Το δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται κύριας διαφοράς για την οποία δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 22, κηρύσσει εαυτό αυτεπάγγελτα αναρμόδιο.

Άρθρο 26

Όταν πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους μέλους και δεν παρίσταται, το δικαστήριο κηρύσσει αυτεπάγγελτα εαυτό αναρμόδιο, αν η δικαιοδοσία του δεν στηρίζεται στους όρους του παρόντος κανονισμού.

Ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία εφόσον δεν διαπιστώνεται ότι ο εναγόμενος αυτός ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την άμυνά του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για το σκοπό αυτό.

Οι εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία ...../ΕΚ του Συμβουλίου [27] [για την εντός των κρατών μελών επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών και εξώδικων πράξεων, στο πλαίσιο αστικών και εμπορικών υποθέσεων], εφαρμόζονται αντί για το δεύτερο εδάφιο, αν το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έπρεπε να διαβιβασθεί σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές.

[27] ΕΕ .......

Μέχρι την έναρξη ισχύος των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και κοινοποίηση στην αλλοδαπή δικαστικών και εξώδικων εγγράφων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έπρεπε να διαβιβασθεί σύμφωνα με τη Σύμβαση αυτή.

ΤΜΗΜΑ 9 - ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

Άρθρο 27

Αν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο πηγάσουσες από την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, το δικαστήριο που επελήφθει δεύτερο της υποθέσεως, αναστέλλει αυτεπάγγελτα την εκδίκαση μέχρις ότου καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

Όταν καθοριστεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.

Άρθρο 28

Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο, δύναται να αναστείλει την εκδίκαση.

Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, το δεύτερο επιληφθέν δικαστήριο δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωσή τους.

Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.

Άρθρο 29

Όταν περισσότερα δικαστήρια έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, η διαπίστωση της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας γίνεται υπέρ του δικαστηρίου που έχει πρώτο επιληφθεί.

Άρθρο 30

Για τους σκοπούς του παρόντος Τμήματος, ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν

- 1) από την κατάθεση στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, ή

2) εάν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί να προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, μόλις παραληφθεί από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.

ΤΜΗΜΑ 10 - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Άρθρο 31

Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.

Κεφάλαιο III - Αναγνώριση και εκτέλεση

Άρθρο 32

Ως απόφαση, κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού, νοείται κάθε απόφαση εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και αν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή προς εκτέλεση, καθώς και ο καθορισμός της δικαστικής δαπάνης από τον γραμματέα.

Στη Σουηδία, στις συνοπτικές διαδικασίες διαταγών πληρωμής (betalingsfφrelδggande) και αρωγής (handrδckning), οι όροι "δικαστής", "δικαστήριο" και "δικαιοδοσία" περιλαμβάνουν τη σουηδική δημόσια υπηρεσία αναγκαστικής είσπραξης (kronofogdemyndighet).

ΤΜΗΜΑ 1 - ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Άρθρο 33

Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία.

Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση μπορεί να ζητήσει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου, να διαπιστωθεί αναγνώριση της απόφασης.

Αν η επίκληση της αναγνώρισης γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία για να αποφανθεί για την ύπαρξη ενός από τους λόγους μη αναγνώρισης που προβλέπονται στα άρθρα 41 και 42.

ΤΜΗΜΑ 2 - ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Άρθρο 34

Αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου.

Άρθρο 35

Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο δικαστήριο ή αρμόδια αρχή των οποίων ο κατάλογος σημειώνεται στο παράρτημα ΙΙ.

Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από την κατοικία του προσώπου κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης.

Άρθρο 36

Η αίτηση υποβάλλεται κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Ο αιτών οφείλει να προβεί σε επιλογή κατοικίας στην περιφέρεια του δικαστηρίου ή της αρμόδιας αρχής στην οποία απευθύνεται. Αν πάντως το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν προβλέπει την επιλογή κατοικίας, ο αιτών διορίζει αντίκλητο.

Το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, αν η αρμόδια αρχή είναι διοικητική αρχή.

Στην αίτηση επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 50.

Άρθρο 37

Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 50 χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης, που αναφέρονται στα άρθρα 41 και 42. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, να καταθέσει προτάσεις.

Άρθρο 38

Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται πάραυτα στον αιτούντα κατά τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στο διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.

Άρθρο 39

Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αίτησης για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκηθεί ένδικο μέσο κα , είτε, εφόσον κρίνουν ότι έχουν επαρκώς ενημερωθεί, να απαλλάξουν τον αιτούντα από το βάρος αυτό.

Το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρχή μπορούν να ζητήσουν την προσαγωγή μεταφράσεων των εγγράφων η μετάφραση επικυρώνεται από πρόσωπο που, σε ένα από τα κράτη μέλη, έχει αυτή την εξουσία.

Άρθρο 53

Καμία επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση δεν απαιτείται για τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 50, καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για το δικαστικό πληρεξούσιο.

Κεφάλαιο IV - Δημόσια έγγραφα και δικαστικοί συμβιβασμοί

Άρθρο 54

Τα γνήσια δημόσια έγγραφα, που έχουν συνταχθεί και είναι εκτελεστά σε κράτος μέλος περιβάλλονται, μετά από αίτηση, τον εκτελεστήριο τύπο σε άλλο κράτος μέλος κατά τη διαδικασία των άρθρων 34 και επόμενα. Το δικαστήριο στο οποίο κατατέθηκε το ένδικο μέσο δυνάμει των άρθρων 39 ή 40 δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει κήρυξη εκτελεστότητας μόνον αν η εκτέλεση του δημοσίου εγγράφου αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Το προσκομιζόμενο έγγραφο πρέπει να συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας στο κράτος μέλος προέλευσης.

Οι διατάξεις του τμήματος 3 του κεφαλαίου III εφαρμόζονται, εφόσον συντρέχει, περίπτωση.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο έχει εκδοθεί ή καταχωρηθεί δημόσιο έγγραφο εκδίδει, κατόπιν αίτησης κάθε ενδιαφερομένου διαδίκου, βεβαίωση κάνοντας χρήση του εντύπου υποδείγματος που παρατίθεται στο παράρτημα VI .

Άρθρο 55

Συμβιβασμοί που καταρτίζονται ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια δίκης, και είναι εκτελεστοί στο κράτος μέλος προέλευσης, είναι εκτελεστοί και στο κράτος μέλος εκτέλεσης με τους ίδιους όρους όπως και τα δημόσια έγγραφα. Το αρμόδιο δικαστήριο ή η αρχή κράτους μέλους στο οποίο καταρτίζεται δικαστικός συμβιβασμός ενώπιον δικαστή εκδίδουν κατόπιν αίτησης κάθε ενδιαφερομένου διαδίκου βεβαίωση σύμφωνα με το έντυπο υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα V.

Θεωρούνται επίσης ως δημόσια έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 54 πρώτο εδάφιο, οι συμφωνίες περί υποχρέωσης διατροφής οι οποίες συνάπτονται ενώπιον διοικητικών αρχών ή επικυρώνονται από αυτές.

Κεφάλαιο V - Γενικές διατάξεις

Άρθρο 56

Για να καθορίσει αν διάδικος έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους σε δικαστήριο του οποίου έχει ασκηθεί η αγωγή, ο δικαστής εφαρμόζει το εσωτερικό του δίκαιο. Σε περίπτωση που ο διάδικος δεν έχει κατοικία στο κράτος μέλος όπου έχει ασκηθεί η αγωγή, το δικαστήριο προκειμένου να καθορίσει αν ο διάδικος έχει κατοικία σε άλλο κράτος μέλος, εφαρμόζει το δίκαιο του άλλου κράτους μέλους.

Άρθρο 57

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο έχει την κατοικία της στον τόπο στον οποίο έχει την καταστατική της έδρα, ή την κεντρική της διοίκηση, ή την κύρια εγκατάστασή της.

Κεφάλαιο VI - Μεταβατικές διατάξεις

Άρθρο 58

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις αγωγές που ασκούνται καθώς και στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του.

Αποφάσεις, πάντως, που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, κατόπιν αγωγής που έχει ασκηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή, αναγνωρίζονται και εκτελούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου III, αν οι εφαρμοσθέντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας είναι σύμφωνοι ή με τις διατάξεις του κεφαλαίου II ή με τη σύμβαση των Βρυξελλών ή με σύμβαση που, κατά την ημερομηνία άσκησης της αγωγής, ίσχυε μεταξύ του κράτους προέλευσης και του κράτους αναγνώρισης ή εκτέλεσης.

Κεφάλαιο VII - Σχέσεις με άλλα κείμενα

Άρθρο 59

Ο παρών κανονισμός δεν προδικάζει την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες περιλαμβάνονται στις κοινοτικές ή στις εθνικές νομοθεσίες που εναρμονίσθηκαν κατ’ εφαρμογή των πράξεων αυτών και οι οποίες σε ειδικά θέματα, διέπουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση των αποφάσεων.

Άρθρο 60

Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά μεταξύ των κρατών μελών τις διατάξεις της σύμβασης των Βρυξελλών.

Ωστόσο, η σύμβαση των Βρυξελλών εφαρμόζεται εν πάσει περιπτώσει:

1) όταν ο εναγόμενος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους που δεν δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό, ή όταν τα άρθρα 16 και 17 της σύμβασης των Βρυξελλών παραχωρούν διεθνή δικαιοδοσία στα δικαστήρια αυτού του κράτους μέλους,

2) σε θέματα εκκρεμοδικίας και συνάφειας όπως προβλέπονται από τα άρθρα 21 και 22 της σύμβασης των Βρυξελλών, όταν οι αγωγές ασκούνται σε κράτος μέλος που δεν δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό και σε κράτος μέλος που δεσμεύεται από τον παρόντα κανονισμό.

Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος που δεσμεύεται ή όχι από τον παρόντα κανονισμό από δικαστήριο κατά την άσκηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του βάσει της σύμβασης των Βρυξελλών αναγνωρίζονται και εκτελούνται στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από τον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με το κεφάλαιο III του παρόντος κανονισμού.

ΤΜΗΜΑ 3 - ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ

Άρθρο 61

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 62, και του άρθρου 63 ο παρών κανονισμός αντικαθιστά τις ακόλουθες συμβάσεις και την ακόλουθη συνθήκη:

- τη σύμβαση μεταξύ του Βελγίου και της Γαλλίας για τη διεθνή δικαιοδοσία, ισχύ και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, διαιτητικών αποφάσεων και δημοσίων εγγράφων, που υπογράφηκε στο Παρίσι, στις 8 Ιουλίου 1899,

- τη σύμβαση μεταξύ του Βελγίου και των Κάτω Χωρών για τη διεθνή δικαιοδοσία, την πτώχευση καθώς και για την ισχύ και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, διαιτητικών αποφάσεων και δημοσίων εγγράφων, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 28 Μαρτίου 1925,

- τη σύμβαση μεταξύ της Γαλλίας και της Ιταλίας για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 3 Ιουνίου 1930,

- τη σύμβαση μεταξύ της Γερμανίας και της Ιταλίας για την αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 9 Μαρτίου 1936,

- τη σύμβαση μεταξύ του Βελγίου και της Αυστρίας για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και των δημοσίων εγγράφων επί υποχρεώσεων διατροφής, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 25 Οκτωβρίου 1957,

- τη σύμβαση μεταξύ της Γερμανίας και του Βελγίου για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, διαιτητικών αποφάσεων και δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βόννη στις 30 Ιουνίου 1958,

- τη σύμβαση μεταξύ των Κάτω Χωρών και της Ιταλίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 17 Απριλίου 1959,

- τη σύμβαση μεταξύ της Γερμανίας και της Αυστρίας για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 6 Ιουνίου 1959,

- τη σύμβαση μεταξύ του Βελγίου και της Αυστρίας για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 16 Ιουνίου 1959,

- τη σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας, για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, συμβιβασμών και δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 1961,

- η σύμβαση μεταξύ του Βελγίου και της Ιταλίας για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και άλλων εκτελεστών τίτλων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 6 Απριλίου 1962,

- τη σύμβαση μεταξύ των Κάτω Χωρών και της Γερμανίας για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και άλλων εκτελεστών τίτλων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 30 Αυγούστου 1962,

- τη σύμβαση μεταξύ των Κάτω Χωρών και της Αυστρίας για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και των δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 6 Φεβρουαρίου 1963,

- τη σύμβαση μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστρίας για την αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και των δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 15 Ιουλίου 1966,

- τη σύμβαση μεταξύ της Ισπανίας και της Γαλλίας για την αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 28 Μαΐου 1969,

- τη σύμβαση μεταξύ του Λουξεμβούργου και της Αυστρίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων και των δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο στις 29 Ιουλίου 1971,

- τη σύμβαση μεταξύ της Ιταλίας και της Αυστρίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, των δικαστικών συμβιβασμών και των συμβολαιογραφικών πράξεων που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 16 Νοεμβρίου 1971,

- τη σύμβαση μεταξύ της Ισπανίας και της Ιταλίας για τη δικαστική συνδρομή και την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Μαδρίτη στις 22 Μαΐου 1973,

- τη σύμβαση μεταξύ της Φινλανδίας, της Ισλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Δανίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στην Κοπεγχάγη στις 11 Οκτωβρίου 1977,

- τη σύμβαση μεταξύ της Αυστρίας και της Σουηδίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Στοκχόλμη στις 16 Σεπτεμβρίου 1982,

- τη σύμβαση μεταξύ της Ισπανίας και της Γερμανίας για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, δικαστικών συμβιβασμών και εκτελεστών δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βόννη στις 14 Νοεμβρίου 1983,

- τη σύμβαση μεταξύ της Αυστρίας και της Ισπανίας για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, των δικαστικών συμβιβασμών και των εκτελεστών δημοσίων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 17 Φεβρουαρίου 1984,

- τη σύμβαση μεταξύ της Φινλανδίας και της Αυστρίας για την αναγνώριση και την εκτελιών των αποφάσεων σε αστικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 17 Νοεμβρίου 1986,

- τη συνθήκη μεταξύ του Βελγίου, των Κάτω Χωρών και του Λουξεμβούργου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την πτώχευση, την ισχύ και την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, διαιτητικών αποφάσεων και δημοσίων εγγράφων, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 24 Νοεμβρίου 1961.

Άρθρο 62

Η συνθήκη και οι συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 61 εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα στα θέματα στα οποία ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται.

Εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα ως προς τις αποφάσεις που εκδόθηκαν και τα έγγραφα που συντάχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 63

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι μέρη και οι οποίες σε ειδικά θέματα, ρυθμίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση ή την εκτέλεση αποφάσεων. Οι συμβάσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:

1) Σύμβαση χορηγήσεως ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (Σύμβαση για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Μόναχο στις 5 Οκτωβρίου 1973),

2) Σύμβαση της Βαρσοβίας ..

3)

Προς εξασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας της, το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με τον ακόλουθο τρόπο:

1) ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει τη δυνατότητα ενός δικαστηρίου κράτους μέλους που είναι μέρος σύμβασης σχετικής με ειδικό θέμα, να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του σε μια τέτοια σύμβαση, ακόμα και αν ο εναγόμενος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους που δεν είναι μέρος της συγκεκριμένης σύμβασης. Το δικαστήριο εφαρμόζει σε κάθε περίπτωση το άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού

2) αποφάσεις που εκδίδονται από δικαστήριο κράτους μέλους κατά την άσκηση διεθνούς δικαιοδοσίας του βάσει σύμβασης σχετικής με ειδικό θέμα αναγνωρίζονται και εκτελούνται στα άλλα κράτη μέλη σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

Αν μία σύμβαση σχετική με ειδικό θέμα και της οποίας μέρη είναι το κράτος μέλος προέλευσης και το κράτος μέλος εκτέλεσης, καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων, εφαρμόζονται οι προϋποθέσεις αυτές. Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν τη διαδικασία για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων.

Άρθρο 64

Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τις συμφωνίες με τις οποίες τα κράτη μέλη δεσμεύτηκαν, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, δυνάμει του άρθρου 59 της σύμβασης των Βρυξελλών, να μην αναγνωρίζουν απόφαση εκδοθείσα, κυρίως σε άλλο συμβαλλόμενο κράτος της προαναφερόμενης σύμβασης, κατά εναγομένου που έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε τρίτη χώρα, όταν στην περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 4 της σύμβασης αυτής η απόφαση δεν θεμελιώθηκε σε δικαιοδοσία του άρθρου 3, δεύτερο εδάφιο της ίδιας σύμβασης.

Κεφάλαιο VIII - Τελικές διατάξεις

Άρθρο 65

Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού το αργότερο πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού. Η έκθεση αυτή συνδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις που θα αποβλέπουν στην προσαρμογή του κανονισμού.

Άρθρο 66

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή τα κείμενα των νομοθετικών τους διατάξεων τα οποία τροποποιούν είτε τις διατάξεις της νομοθεσίας του που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, είτε τα δικαστήρια ή τις δικαστικές αρχές που αναφέρονται στα παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ. Η Επιτροπή προσαρμόζει τα οικεία παραρτήματα αναλόγως.

Άρθρο 67

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που αναφέρονται στο άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο και στο άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, είναι οι ακόλουθοι:

- στο Βέλγιο : το άρθρο 15 του Code civil (Burgerlijk Wetboek) και το άρθρο 638 του Code judiciaire (Gerechtelijk Wetboek),

- στη Γερμανία : το άρθρο 23 της Zivilprozessordnung,

- στην Ελλάδα : το άρθρο 40 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

- στη Γαλλία : τα άρθρα 14 και 15 του Code civil,

- στην Ιταλία : τα άρθρα 3 και 4 του νόμου 218 της 31ης Μαΐου 1995,

- στο Λουξεμβούργο : τα άρθρα 14 και 15 του Code civil,

- στην Αυστρία : το άρθρο 99 του Jurisdiktionsnorm,

- στις Κάτω Χώρες : το άρθρο 126 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 127 του Wetboek van Burgerlijke Rechtsvordering,

- στην Πορτογαλία : το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο γ), το άρθρο 65 παράγραφος 2 και το άρθρο 65, στοιχείο Α, σημείο γ) του Cσdigo de Processo Civil και το άρθρο 11 του Cσdigo de Processo de Trabalho,

- στη Φινλανδία : oikeudenkδymiskaari/rδttengεngsbalken, κεφάλαιο 10 άρθρο 1 πρώτο εδάφιο δεύτερη, τρίτη και τέταρτη φράση,

- στη Σουηδία : κεφάλαιο 10 άρθρο 3 πρώτο εδάφιο πρώτη φράση του rδttegεngsbalken.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Τα αρμόδια δικαστήρια ή οι αρχές στα οποία υποβάλλονται οι αιτήσεις του άρθρου 35 είναι τα ακόλουθα:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Τα δικαστήρια των κρατών μελών ενώπιον των οποίων ασκούνται τα ένδικα μέσα του άρθρου 39 είναι τα ακόλουθα:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκούνται δυνάμει του άρθρου 40 είναι τα ακόλουθα:

- στο Βέλγιο, στην Ελλάδα, στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο και στις Κάτω Χώρες, αναίρεση,

- στη Γερμανία, «Rechtsbeschwerde»,

- στην Αυστρία, «Revisionsrekurs»,

- στην Πορτογαλία, προσφυγή για νομικό ζήτημα,

- στη Φινλανδία, προσφυγή ενώπιον του «korkein oikeus/hφgsta domstolen»,

- στη Σουηδία, προσφυγή ενώπιον του «Hφgsta domstolen»,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

Βεβαίωση δυνάμει των άρθρων 51 και 55 του κανονισμού .../.../ΕΚ του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις για αποφάσεις και δικαστικούς συμβιβασμούς

(Ελληνικά, ...)

1. Χώρα προέλευσης

2. Δικαστήριο ή αρχή που εκδίδει τη βεβαίωση

2.1. Όνομα ...........................................................................................................

2.2. Διεύθυνση.......................................................................................................

2.3. Τηλ./φαξ/ηλεκτρονική διεύθυνση .................................................................

3. Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση/ενέκρινε το δικαστικό συμβιβασμό

3.1. Είδος του δικαστηρίου...................................................................................

3.2. Τόπος του δικαστηρίου..................................................................................

4. Απόφαση/δικαστικός συμβιβασμός

4.1. Ημερομηνία .................................................................................................

4.2. Αριθμός αναφοράς.....................................................................................

4.3. Διάδικοι .....................................................................................................

4.3.1. Όνομα(τα) ενάγοντος(ων).........................................................

4.3.2. Όνομα(τα) εναγομένου(ων).......................................................

4.3.3. Όνομα(τα) τρίτου(ων), εάν υπάρχουν..........................................

4.4. Απόφαση εκδοθείσα ερήμην

4.5.1. Ημερομηνία επιδόσεως του εισαγωγικού της δίκης εγγράφου...........................................................................................

4.5. Κείμενο του διατακτικού στο παράρτημα της παρούσας βεβαίωσης

5. Ονόματα των μερών στα οποία χορηγήθηκε δωρεάν δικαστική αρωγή......................................................................................................................

Η απόφαση/δικαστικός συμβιβασμός είναι εκτελεστή στο κράτος προέλευσης (άρθρα 24 και 55 του κανονισμού) κατά:

Όνομα : ........................................................................................................................

(Τόπος) ............................, ημερομηνία.............

Υπογραφή ή/και σφραγίδα____________________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

Βεβαίωση δυνάμει του άρθρου 54 του κανονισμού για τα δημόσια έγγραφα .../.../ΕΚ του Συμβουλίου για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις

(Ελληνικά, ...........)

1. Χώρα προέλευσης

2. Δικαστήριο ή αρχή που εκδίδει τη βεβαίωση

2.1. Όνομα ...........................................................................................................

2.2. Διεύθυνση

2.3. Τηλ./φαξ/ηλεκτρονική διεύθυνση

3. Δημόσια αρχή που εξέδωσε το έγγραφο

3.1. Αρχή που ενέχεται στην έκδοση του δημοσίου εγγράφου (όπου χρειάζεται)

3.1.1. Όνομα και είδος της αρχής................................................................

3.1.2. Τόπος της αρχής

3.2. 3.2. Αρχή που έχει καταχωρήσει το δημόσιο έγγραφο (όπου χρειάζεται)

3.2.1. Τύπος της αρχής

3.2.2. Τόπος της αρχής

4. Δημόσιο έγγραφο

4.1. Ονομασία του εγγράφου

4.2. Ημερομηνία

4.2.1. κατά την οποία εκδόθηκε το έγγραφο.............................................

4.2.2. εάν είναι διαφορετική : κατά την οποία καταχωρήθηκε το έγγραφο ...........................................................................................

4.3. Αριθμός αναφοράς ........................................................................................

4.4. Μέρη που μνημονεύονται στο έγγραφο.........................................................

4.4.1. Όνομα του πιστωτή

4.4.2. Όνομα του οφειλέτη

5. Κείμενο της εκτελεστέας παροχής όπως επισυνάπτεται στην παρούσα βεβαίωση............................................................................................................

Το δημόσιο έγγραφο είναι εκτελεστό κατά του οφειλέτη στο κράτος προέλευσης (άρθρο 54 του κανονισμού)

Όνομα :..........................................................................................................................

(Τόπος)................................., ημερομηνία.............

Υπογραφή ή/και σφραγίδα

Top