Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998Y1217(02)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής - Κατευθύνσεις για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις ερευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού

    ΕΕ C 394 της 17.12.1998, p. 6–19 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    31998Y1217(02)

    Ανακοίνωση της Επιτροπής - Κατευθύνσεις για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις ερευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 394 της 17/12/1998 σ. 0006 - 0019


    ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ ΠΟΣΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΜΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΔΑΣΜΟΥ (98/C 394/04)

    Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    Τα άρθρα 5, 6 και 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλιου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) [εφεξής «κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97»] περιέχουν διατάξεις για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης. Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσης είναι να εξηγήσει με περισσότερες λεπτομέρειες την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, με τη βοήθεια ενδεχομένως παραδειγμάτων, ώστε να διευκρινιστεί η μέθοδος που θα χρησιμοποιεί κανονικά η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στις υποθέσεις αντισταθμιστικών δασμών, εκτός αν ειδικές συνθήκες δικαιολογούν τη χρησιμοποίηση άλλων μεθόδων. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να βελτιωθεί η διαφάνεια της διαδικασίας υπολογισμού και να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη βεβαιότητα για τους οικονομικούς παράγοντες και τις κυβερνήσεις των τρίτων χωρών.

    Η παρούσα ανακοίνωση δεν δεσμεύει κατά κανένα τρόπο τα κοινοτικά όργανα, αλλά περιορίζεται στο να παράσχει κατευθύνσεις για τη διεξαγωγή των ερευνών με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού, που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97.

    Η Επιτροπή σκοπεύει να αναπροσαρμόσει, κατά περίπτωση, την παρούσα ανακοίνωση στην τρέχουσα κατάσταση, με βάση την πείρα που έχει αποκτηθεί από την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού και την πρακτική των κυριότερων εμπορικών εταίρων της Κοινότητας στο τομέα αυτό.

    Β. ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ

    α) Η Κοινότητα και τα κράτη μέλη της είναι μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και, υπό την ιδιότητα αυτή, δεσμεύονται από τις διατάξεις της συμφωνίας του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα («συμφωνία για τις επιδοτήσεις»), κατά τη διεξαγωγή ερευνών με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 θέτει σε εφαρμογή τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω συμφωνίας και καθορίζει τους κανόνες για την επιβολή μέτρων υπό μορφή αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ζημιογόνων επιδοτήσεων (2).

    β) Σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό, οι εισαγωγές αυτές μπορούν να υπόκεινται σε μέτρα, αν διαπιστωθεί, μετά από έρευνα, ότι:

    i) αποτελούν αντικείμενο αντισταθμίσιμης επιδότησης 7

    ii) προκαλούν ή απειλούν να προκαλέσουν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος 7

    iii) τα αντισταθμιστικά μέτρα είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας.

    γ) Αν τα μέτρα κριθούν δικαιολογημένα, λαμβάνουν κανονικά τη μορφή αντισταθμιστικού δασμού ή ανάληψης υποχρέωσης που προτείνει ο εξαγωγέας ή το Δημόσιο της επιδοτούσας χώρας. Τα μέτρα αυτά, ανεξάρτητα από τη μορφή τους, σκοπό έχουν να εξουδετερώσουν τις επιπτώσεις της ζημιογόνου επιδότησης. Ως εκ τούτου, όπως εξηγείται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97:

    i) το ποσό του αντισταθμιστικού δασμού δεν υπερβαίνει το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης που διαπιστώθηκε 7

    ii) το ποσό του αντισταθμιστικού δασμού είναι χαμηλότερο από το ποσό της επιδότησης, αν ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι πρέπει απαραιτήτως να είναι γνωστό το ακριβές ποσό της επιδότησης. Επομένως, απαιτείται μέθοδος υπολογισμού του ποσού της επιδότησης.

    Στην παρούσα ανακοίνωση καθορίζεται εφαρμόσιμη μέθοδος υπολογισμού. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι παρούσες συστάσεις αφορούν μόνο τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις.

    Γ. ΟΦΕΛΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΟΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ

    Οι επιδοτήσεις μπορούν να λάβουν πολλές μορφές. Κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97, ως επιδότηση νοείται:

    - είτε χρηματοδοτική συνεισφορά του Δημοσίου,

    - είτε στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994,

    που αποφέρει όφελος.

    Σύμφωνα με το κανόνα του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97, ο υπολογισμός του ποσού της επιδότησης πρέπει να εκφράζει το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης κατά την περίοδο της έρευνας και όχι την απλή ονομαστική αξία του ποσού τη στιγμή που μεταφέρεται στον αποδέκτη ή δεν εισπράττεται από το Δημόσιο.

    Έτσι, η ονομαστική αξία του ποσού της επιδότησης πρέπει να μετατραπεί στην αντίστοιχη αξία της περιόδου έρευνας, με την εφαρμογή του κανονικού εμπορικού επιτοκίου.

    Δ. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ ΑΝΑ ΜΟΝΑΔΑ/ΚΑΤ' ΑΞΙΑΝ

    Με βάση τη συμφωνία του ΠΟΕ για τις επιδοτήσεις, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2026/97 θεωρεί ότι μια σημαντική επίπτωση της επιδότησης είναι πάντα η μείωση των εξόδων μιας επιχειρήσης και, επομένως, η μέθοδος που εφαρμόζεται για τον υπολογισμό του αντισταθμιστικού δασμού εκφράζει την αρχή αυτή. Στόχος του υπολογισμού είναι να καθοριστεί το ποσό της επιδότησης ανά μονάδα προϊόντος [άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97] κατά την περίοδο έρευνας (βλέπε σημείο ΣΤ). Στην περίπτωση καταναλωτικών προϊόντων, όπως συσκευές τηλεόρασης, η κατάλληλη μονάδα είναι το κάθε τεμάχιο. Για τα προϊόντα χύδην, όπως, τα λιπάσματα ή τα χημικά προϊόντα, είναι σκόπιμο να υπολογίζεται η επιδότηση, π.χ., ανά τόνο ή με άλλη κατάλληλη μονάδα μέτρησης. Ως εκ τούτου, ο απλούστερος τύπος επιδότησης που μπορεί να υπολογιστεί είναι η επιδότηση που χορηγείται ανά μονάδα (παράδειγμα 1).

    Η επιδότηση ανά μονάδα μπορεί να μετατραπεί σε κατ' αξίαν ποσοστό στα κοινοτικά σύνορα, εκφράζοντας την ανά μονάδα επιδότηση ως εκατοστιαίο ποσοστό της μέσης ανά μονάδα τιμής εισαγωγής cif (πριν από τον εκτελωνισμό).

    Κατ' αυτό το τρόπο μπορεί να καθοριστεί κατά πόσον το ποσό της επιδότησης πρέπει να θεωρείται ασήμαντο, δεδομένου ότι εν λόγω ποσό εκφράζεται κατ' αξίαν στο άρθρο 14 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 (1 % για τις εισαγωγές από τις ανεπτυγμένες χώρες, 2-3 % για τις αναπτυσσόμενες χώρες). Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί επίσης να θεωρηθεί σκόπιμο να εκφραστεί κατ' αξίαν και ο αντισταθμιστικός δασμός.

    Ε. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΤΥΠΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ

    α) Επιχορήγηση

    Εισαγωγή

    Στην περίπτωση επιχορήγησης (ή ισοδύναμου), κατά την οποία το ποσό δεν επιστρέφεται, η αξία της επιδότησης αντιστοιχεί στο ποσό αυτό, το οποίο έχει διορθωθεί δεόντως για να ληφθούν υπόψη οι τυχόν διαφορές μεταξύ της στιγμής παραλαβής του προϊόντος αυτού και της περιόδου έρευνας, δηλαδή της περιόδου επί της οποίας κατανέμεται η παραγωγή ή οι πωλήσεις.

    Επομένως, αν η επιχορήγηση καταλογίζεται στην περίοδο της έρευνας, (δηλαδή αν το ποσό κατανέμεται εξ ολοκλήρου επί της παραγωγής ή των πωλήσεων κατά την εν λόγω περίοδο), θα προστεθούν κανονικά οι δεδουλευμένοι τόκοι κατά την εν λόγω περίοδο. Ωστόσο, αν η επιχορήγηση κατανέμεται σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο από την περίοδο της έρευνας, ο τόκος θα προστεθεί όπως αναφέρεται στο σημείο ΣΤ στοιχείο α) ii).

    Κάθε εφάπαξ ποσό που μεταφέρεται ή δεν εισπράττεται (π.χ. απαλλαγή από φόρο εισοδήματος ή από δασμούς, μειώσεις, χρήματα που εξοικονομούνται από την προτιμησιακή προμήθεια εμπορευμάτων και υπηρεσιών ή κέρδη που προκύπτουν από υπερβολικές τιμές για την αγορά εμπορευμάτων) θεωρείται ότι ισοδυναμεί με επιχορήγηση [βλέπε παραδείγματα I, 1 σημείο i), 3, 4, 5].

    Συγκεκριμένα παραδείγματα επιχορηγήσεων ή ισοδυνάμου αυτών

    Για να καθοριστεί το πλήρες ποσό της επιχορήγησης, στα παρακάτω παραδείγματα, όλα τα ποσά πρέπει να προσαυξηθούν με τον τόκο, όπως περιγράφεται στην εισαγωγή 7 το συνολικό ποσό της επιχορήγησης εξαρτάται επίσης από την κατανομή ή τον καταλογισμό της επιδότησης.

    i) Άμεση μεταφορά κεφαλαίων

    Αυτή είναι η απλούστερη περίπτωση. Το ποσό της επιδότησης ισούται με το ποσό που λαμβάνει η εκάστοτε εταιρεία (μια επιδότηση που προορίζεται για την κάλυψη των ζημιών εκμετάλλευσης εντάσσεται στην κατηγορία αυτή).

    ii) Φορολογικές απαλλαγές

    Το ποσό της επιδότησης ισούται με το ποσό του φόρου που θα έπρεπε να είχε καταβάλει η αποδέκτρια εταιρεία σύμφωνα με τον κανονικό φορολογικό συντελεστή που ίσχυε κατά την περίοδο της έρευνας.

    iii) Φορολογικές μειώσεις

    Το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού του φόρου που πράγματι κατέβαλε η αποδέκτρια επιχείρηση κατά την περίοδο της έρευνας και του ποσού που θα έπρεπε να είχε καταβάλει με τον κανονικό φορολογικό συντελεστή.

    (Η ίδια μέθοδος εφαρμόζεται σε όλες τις άλλες απαλλαγές ή μειώσεις, π.χ. εισαγωγικούς δασμούς, εισφορές κοινωνικής πρόνοιας, αποζημίωση απόλυσης προσωπικού).

    iv) Ταχύτερη απόσβεση

    Η ταχύτερη απόσβεση στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο εγκεκριμένου προγράμματος από τις δημόσιες αρχές πρέπει να θεωρείται ως φορολογική μείωση. Το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού του φόρου που θα έπρεπε να είχει καταβληθεί κατά την περίοδο της έρευνας βάσει του κανονικού χρονοδιαγράμματος απόσβεσης των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού, και του πράγματι καταβληθέντος ποσού στο πλαίσιο της ταχύτερης απόσβεσης. Υπάρχει κέρδος, στο μέτρο που η ταχύτερη απόσβεση επιτρέπει στην επιχείρηση να πραγματοποιήσει οικονομίες επί των φόρων κατά την περίοδο της έρευνας.

    v) Επιδοτήσεις επιτοκίου

    Στη περίπτωση επιδοτήσεων επιτοκίου, το ποσό της επιδότησης ισούται με το ποσό του τόκου που εξοικονομεί η αποδέκτρια επιχείρηση κατά την περίοδο της έρευνας.

    β) Δάνεια

    Βασική μέθοδος

    i) Στη περίπτωση χορήγησης δανείου εκ μέρους του δημοσίου (το οποίο πρέπει να εξοφληθεί), η επιδότηση ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού του καταβληθέντος τόκου για το δάνειο του Δημοσίου και των καταβλητέων κανονικά τόκων για συγκρίσιμο εμπορικό δάνειο κατά την περίοδο της έρευνας [βλέπε παράδειγμα 2 σημείο i)].

    ii) Ως συγκρίσιμο εμπορικό δάνειο νοείται κανονικά δάνειο παρόμοιου ύψους με παρόμοια προθεσμία εξόφλησης που θα μπορούσε να λάβει ο αποδέκτης από αντιπροσωπευτική ιδιωτική τράπεζα που ασκεί δραστηριότητες στην εγχώρια αγορά.

    iii) Από αυτή την άποψη, το εμπορικό επιτόκιο καθορίζεται κατά προτίμηση με βάση το επιτόκιο που πράγματι κατέβαλε η οικεία εταιρεία για συγκρίσιμα δάνεια από ιδιωτικές τράπεζες. Αν αυτό δεν είναι δυνατόν, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την έρευνα ο τόκος που καταβλήθηκε για συγκρίσιμα ιδιωτικά δάνεια από εταιρείες του ίδιου τομέα της οικονομίας που βρίσκονται σε παρόμοια χρηματοοικονομική κατάσταση, ή, αν δεν υπάρχουν στοιχεία για τέτοια δάνεια, για οποιοδήποτε συγκρίσιμο ιδιωτικό δάνειο που χορηγήθηκε σε εταιρείες οποιουδήποτε τομέα της οικονομίας που βρίσκονται σε παρόμοια χρηματοοικονομική κατάσταση.

    iv) Αν δεν υπάρχουν συγκρίσιμες πρακτικές όσον αφορά τα εμπορικά δάνεια στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής, το επιτόκιο ενός εμπορικού δανείου μπορεί να εκτιμηθεί με βάση τους δείκτες της γενικής οικονομικής κατάστασης που επικρατεί εκείνη τη στιγμή (ιδίως ο ρυθμός του πληθωρισμού) και της κατάστασης της οικείας εταιρείας.

    v) Σε περίπτωση μη επιστροφής ή διαγραφής δανείου, εν όλω ή εν μέρει, το μη επιστραφέν ποσόν θεωρείται ως επιχορήγηση, ανάλογα με αν υπήρχε ή όχι εγγύηση.

    Ειδικές περιπτώσεις

    vi) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναστολή πληρωμής φόρων ή η αναστολή οποιασδήποτε άλλης χρηματοοικονομικής υποχρέωσης, πρέπει να θεωρούνται ως άτοκα δάνεια και, επομένως, το ποσό της επιδότησης πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με την προαναφερθείσα μέθοδο.

    vii) Οι επιστρεπτέες επιχορηγήσεις πρέπει επίσης να θεωρούνται ως άτοκα δάνεια μέχρι να εξοφληθούν. Σε περίπτωση μη ολικής ή μερικής εξόφλησης, πρέπει να θεωρούνται ως επιχορηγήσεις και όχι ως άτοκα δάνεια από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνεται η μη εξόφληση. Από την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζεται η μέθοδος που προβλέπεται για τις επιχορηγήσεις. Συγκεκριμένα, αν η επιχορήγηση κατανέμεται χρονικά, η κατανομή αυτή αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνεται η μη εξόφληση. Το ποσό της επιδότησης ισούται με το ποσό της επιχορήγησης, μείον το ποσό που έχει ενδεχομένως επιστραφεί.

    viii) Η ίδια προσέγγιση εφαρμόζεται και για τα εξοφλητέα υπό όρους δάνεια. Αν τα δάνεια αυτά παρέχονται με προτιμησιακό επιτόκιο, η επιδότηση υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο που περιγράφεται στο σημείο i). Εντούτοις, αν διαπιστωθεί ότι το δάνειο δεν θα εξοφληθεί, το δάνειο θεωρείται ως επιχορήγηση από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνεται η μη επιστροφή. Το ποσό της επιδότησης ισούται με το ποσό του δανείου, μείον το ποσό που έχει ενδεχομένως επιστραφεί.

    γ) Εγγυήσεις δανείων

    i) Σε γενικές γραμμές, με την εξάλειψη, εντός ορισμένων ορίων, του κινδύνου μη εξόφλησης εκ μέρους του συμβαλλομένου, μια εγγύηση δανείου επιτρέπει κανονικά σε μια επιχείρηση να δανειστεί με ευνοϊκότερους όρους. Αν η εγγύηση παρέχεται από το Δημόσιο, το γεγονός ότι τα δάνεια λαμβάνονται με χαμηλότερο επιτόκιο απ' ό, τι σε άλλη περίπτωση δεν σημαίνει ότι υπάρχει επιδότηση, εφόσον η εγγύηση χρηματοδοτείται σε εμπορική βάση, δεδομένου ότι η χρηματοδότηση μιας τέτοιας εγγύησης από την επιχείρηση θεωρείται ότι αντισταθμίζει τυχόν κέρδος προτιμησιακού επιτοκίου.

    ii) Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρείται ότι ο αποδέκτης δεν προσπορίζεται όφελος αν η προμήθεια που καταβάλλει επαρκεί για να λειτουργήσει το καθεστώς εγγύησης σε εμπορική βάση, ήτοι να καλύψει όλες του τις δαπάνες και να εξασφαλίσει εύλογο περιθώριο κέρδους. Υπό αυτές τις συνθήκες. Θεωρείται ως δεδομένο ότι η προμήθεια καλύπτει το στοιχείο κινδύνου που ενέχει η χορήγηση δανείου με χαμηλότερο επιτόκιο. Αν το καθεστώς εγγύησης είναι βιώσιμο καθ' όλη την περίοδο της έρευνας και ο αποδέκτης καταβάλει την κατάλληλη προμήθεια, το Δημόσιο δεν παρέχει χρηματοδοτική συνεισφορά και συνεπώς επιδότηση, ακόμα και αν ο αποδέκτης αθετήσει ως προς την εξόφληση των δανείων του κατά την εν λόγω περίοδο.

    Αν το καθεστώς εγγύησης δεν είναι βιώσιμο, το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης ισούται με τη διαφορά μεταξύ της πράγματι καταβληθείσας προμήθειας και της προμήθειας που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί για να καταστεί βιώσιμο το καθεστώς, ή με τη διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η εταιρεία για το δάνειο για το οποίο παρέχεται εγγύηση και του ποσού που θα κατέβαλε για συγκρίσιμο εμπορικό δάνειο ελλείψει εγγύησης από το Δημόσιο, όποιο από τα δύο είναι χαμηλότερο.

    iii) Στη περίπτωση ad hoc εγγυήσεων (δηλαδή που δεν αποτελούν μέρος καθεστώτος εγγύησης), θα πρέπει πρώτα να εξακριβωθεί κατά πόσον η καταβαλλόμενη εγγύηση αντιστοιχεί σ'αυτήν που επιβάλλεται σε άλλες εταιρείες, υπό παρόμοιες συνθήκες, οι οποίες υπόκεινται σε βιώσιμο καθεστώς εγγύησης για δάνεια. Αν αυτό πράγματι συμβαίνει, κανονικά δεν θα πρέπει να χορηγηθεί επιδότηση 7 αν όχι θα πρέπει να εφαρμοστεί η μέθοδος που εξηγήθηκε παραπάνω στο σημείο ii).

    iv) Αν ο αποδέκτης δεν καταβάλλει προμήθεια, το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η εταιρεία για το δάνειο για το οποίο παρέχεται εγγύηση και του ποσού που θα κατέβαλλε για συγκρίσιμο εμπορικό δάνειο ελλείψει εγγύησης από το Δημόσιο.

    v) Οι ίδιες αρχές υπολογισμού εφαρμόζονται στις εγγυήσεις πιστώσεων, δηλαδή όταν παρέχεται εγγύηση στον δικαιούχο για αθέτηση εξόφλησης της πίστωσης από μέρους των πελατών του.

    vi) Στο συγκεκριμένο τομέα εξαγωγικών πιστώσεων και εγγυήσεων, η μέθοδος που ακολουθεί η Επιτροπή βασίζεται προφανώς στις διατάξεις της συμφωνίας του ΟΟΣΑ.

    δ) Διάθεση αγαθών και υπηρεσιών από το Δημόσιο

    Αρχή

    i) Όσον αφορά τη διάθεση αγαθών ή υπηρεσιών από το Δημόσιο, το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες και του κανονικού τιμήματος για το αγαθό ή την υπηρεσία σε συνάρτηση με τις επικρατούσες συνθήκες αγοράς, εφόσον η τιμή που καταβάλλεται στο Δημόσιο είναι χαμηλότερη από το εν λόγω ποσό.

    Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην εγχώρια αγορά της χώρας εξαγωγής, και ο υπολογισμός του ποσού της επιδότησης πρέπει να αντανακλά μόνο το μέρος των αγορών αγαθών ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται άμεσα στη παραγωγή ή στην πώληση του ομοειδούς προϊόντος κατά την περίοδο της έρευνας.

    Σύγκριση με ιδιωτικούς προμηθευτές

    ii) Πρώτα-πρώτα, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον το Δημόσιο και οι ιδιωτικοί φορείς παρέχουν τα ίδια αγαθά ή υπηρεσίες. Αν αυτό πράγματι συμβαίνει, η τιμή που εφαρμόζει το Δημόσιο αποφέρει κανονικά όφελος στο βαθμό που είναι χαμηλότερη από την χαμηλότερη τιμή που εφαρμόζει ένας από τους ιδιωτικούς φορείς στην εν λόγω εταιρεία για συγκρίσιμη αγορά. Το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών.

    Αν η εν λόγω εταιρεία δεν έχει πραγματοποιήσει συγκρίσιμες αγορές από ιδιωτικό φορέα, πρέπει να συγκεντρωθούν πληροφορίες σχετικά με την τιμή που κατέβαλαν συγκρίσιμες εταιρείες του ίδιου τομέα της οικονομίας ή, αν οι πληροφορίες αυτές δεν είναι διαθέσιμες, οποιουδήποτε άλλου τομέα της οικονομίας. Το ποσό της επιδότησης υπολογίζεται με βάση την προαναφερθείσα μέθοδο.

    Μονοπωλιακοί προμηθευτές του Δημοσίου

    iii) Αν, ωστόσο, το Δημόσιο είναι ο μονοπωλιακός προμηθευτής των εν λόγω αγαθών ή υπηρεσιών, το τίμημα θεωρείται μικρότερο από το κανονικό, εφόσον ορισμένες επιχειρήσεις ή τομείς απολαύουν προτιμησιακών τιμών. Το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ της προτιμησιακής τιμής και της κανονικής τιμής.

    Αν τα εν λόγω αγαθά και υπηρεσίες χρησιμοποιούνται ευρέως στην οικονομία, η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα μόνον αν υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μια συγκεκριμένη επιχείρηση ή τομέας απολαύουν προτιμησιακών τιμών.

    Οι εφαρμοζόμενες ανά μονάδα τιμές ενδέχεται να ποικίλουν βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων, παραδείγματος χάριν, όταν οι καταναλωτές μεγάλης κλίμακας καταβάλλουν χαμηλότερη ανά μονάδα τιμή από τους καταναλωτές μικρής κλίμακας, όπως συμβαίνει μερικές φορές για τη παροχή φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος. Στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις τυγχάνουν ευνοϊκότερων τιμών απ' ό, τι άλλες δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι το τίμημα είναι μικρότερο από το κανονικό, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω σύστημα τιμολόγησης εφαρμόζεται γενικά σε ολόκληρη την οικονομία και δεν ισχύουν προτιμησιακές τιμές σε ορισμένους τομείς ή εταιρείες. Το ποσό της επιδότησης ισούται κατ' αρχήν με τη διαφορά μεταξύ της προτιμησιακής τιμής και της κανονικής τιμής που εφαρμόζεται σε ισοδύναμη εταιρεία, σύμφωνα με το κανονικό σύστημα τιμολόγησης.

    iv) Εντούτοις, αν η κανονική τιμή δεν επαρκεί για να καλύψει το μέσο συνολικό κόστος του προμηθευτή συν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους (με βάση τους μέσους όρους του τομέα), το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ της προτιμησιακής τιμής και της τιμής που απαιτείται για την κάλυψη του προαναφερόμενου κόστους και κέρδους.

    v) Αν το Δημόσιο είναι ο μονοπωλιακός προμηθευτής αγαθού ή υπηρεσίας με συγκεκριμένη χρήση, π.χ. καθοδικών σωλήνων, δεν τίθεται θέμα προτιμησιακής τιμολόγησης, και το ποσό της επιδότησης θα ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής που κατέβαλε η εν λόγω εταιρεία και της τιμής που απαιτείται για τη κάλυψη των δαπανών του προμηθευτή και του περιθωρίου κέρδους του.

    ε) Αγορά αγαθών από το Δημόσιο

    i) Στην περίπτωση που το εν λόγω είδος αγαθών αγοράζεται τόσο από ιδιωτικούς φορείς όσο και από το Δημόσιο, το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής που καταβάλλει το Δημόσιο για το ομοειδές προϊόν και της ανώτατης τιμής που προσφέρει ο ιδιωτικός τομέας για συγκρίσιμη αγορά των ιδίων αγαθών.

    ii) Αν η εν λόγω εταιρεία δεν έχει πραγματοποιήσει συγκρίσιμες πωλήσεις σε ιδιωτικούς φορείς, πρέπει να συγκεντρωθούν πληροφορίες για την τιμή που κατέβαλαν οι ιδιωτικοί φορείς σε συγκρίσιμες εταιρείες του ίδιου τομέα της οικονομίας, ή, αν αυτά τα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα, του συνόλου της οικονομίας. Σε αυτή την περίπτωση, το ποσό της επιδότησης υπολογίζεται σύμφωνα με την προαναφερθείσα μέθοδο.

    iii) Αν το Δημόσιο έχει μονοπώλιο για την αγορά των εν λόγω αγαθών, το ποσό της επιδότησης, όσον αφορά την αγορά αγαθών από το Δημόσιο, ισούται με τη διαφορά μεταξύ της τιμής που καταβάλλεται για τα αγαθά και του κανονικού τιμήματος. Οπότε, το κανονικό τίμημα, που πρέπει να καθοριστεί κατά περίπτωση, αντιστοιχεί στο μέσο κόστος της επιχείρησης που επώλησε το προϊόν κατά την περίοδο της έρευνας, συν εύλογο περιθώριο κέρδους.

    Το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά της τιμής που κατέβαλε το Δημόσιο και του κανονικού τιμήματος που περιγράφεται ανωτέρω.

    στ) Εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο από το Δημόσιο

    i) Η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο εκ μέρους του Δημοσίου δεν θεωρείται ότι αποφέρει όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δεν συμβιβάζεται προς τη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης επιχειρηματικών κεφαλαίων) την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην οικεία χώρα εξαγωγής.

    ii) Ως εκ τούτου, η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο δεν αποφέρει από μόνη της όφελος. Το κριτήριο είναι κατά πόσον, υπό τις ίδιες συνθήκες, ένας ιδιώτης επενδυτής θα επένδυε στην εταιρεία. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, το θέμα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση, αφού ληφθεί υπόψη η πρακτική της Επιτροπής σχετικά με τη πολιτική κρατικών ενισχύσεων στον εν λόγω τομέα και η πρακτική των κυριοτερων εμπορικών εταίρων της Κοινότητας.

    iii) Είναι σαφές ότι αν το Δημόσιο αγοράζει μετοχές μιας εταιρείας σε τιμή μεγαλύτερη από την κανονική τιμή της αγοράς για τις εν λόγω μετοχές (λαμβανομένων υπόψη όλων των άλλων παραγόντων που θα μπορούσαν να είχαν επηρεάσει έναν ιδιώτη επενδυτή), το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τιμών.

    iv) Κατά γενικό κανόνα, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει αγορά ελεύθερα διαπραγματεύσιμων μετοχών, πρέπει να εξετάζεται το κέρδος που θα μπορούσε ευλόγως να αναμένει το Δημόσιο επί της τιμής που καταβλήθηκε για τα μερίδια. Εν προκειμένω, η καλύτερη απόδειξη είναι η ύπαρξη ανεξάρτητης μελέτης που να αποδεικνύει ότι η εν λόγω επιχείρηση αποτελεί λογική επένδυση 7 ελλείψει τέτοιας μελέτης, εναπόκειται στο Δημόσιο να δικαιολογήσει τις προβλέψεις του για εύλογη απόδοση της επένδυσης.

    v) Αν δεν υπάρχει αγοραία τιμή και η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο εντάσσεται στο πλαίσιο επενδυτικού προγράμματος του Δημοσίου, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή όχι μόνο στην ανάλυση της κατάστασης της εν λόγω επιχείρησης, αλλά και στις συνολικές επιδόσεις του προγράμματος κατά τα τελευταία έτη. Αν οι επιδόσεις αυτές παρουσιάζουν εύλογο ποσοστό απόδοσης για το Δημόσιο, μπορεί να υποτεθεί ότι το Δημόσιο ενεργεί στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη συνήθη επενδυτική πρακτική των ιδιωτών επενδυτών. Αν το πρόγραμμα δεν έχει εξασφαλίσει εύλογο ποσοστό απόδοσης, εναπόκειται στο Δημόσιο να δικαιολογήσει τις προβλέψεις του για εύλογη απόδοση της επένδυσης.

    vi) Η ύπαρξη επιδότησης προσδιορίζεται από τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους τα μέρη τη στιγμή της εισφοράς στο μετοχικό κεφάλαιο. Συνεπώς, αν στο πλαίσιο κάποιας έρευνας εξετάζεται κάποια εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο που ανάγεται σε πολλά έτη πριν, το γεγονός ότι η εταιρεία παρουσιάζει λιγότερο ικανοποιητικά αποτελέσματα από τα αναμενόμενα δεν σημαίνει ότι συντρέχει επιδότηση, υπό τη προϋπόθεση ότι τα περιστατικά που ήταν γνωστά τη στιγμή της συνεισφοράς κεφαλαίου δικαιολογούν την προσδοκία εύλογης απόδοσης.

    Εξάλλου, μπορεί να συντρέχει επιδότηση ακόμη και σε περίπτωση που έχει επιτευχθεί εύλογη απόδοση, αν, τη στιγμή της εισφοράς στο μετοχικό κεφάλαιο, η προοπτική μιας τέτοιας απόδοσης ήταν τόσο αβέβαιη, ώστε κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα πραγματοποιούσε την επένδυση αυτή.

    vii) Στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει αγοραία τιμή για το μετοχικό κεφάλαιο και υπάρχει επιδότηση και κέρδος, δηλαδή όταν το Δημόσιο δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική των ιδιωτών επενδυτών, ολόκληρη ή μέρος της εισφοράς στο κεφάλαιο κεφαλαίου πρέπει να θεωρείται ως επιχορήγηση.

    Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να ληφθεί απόφαση να θεωρηθεί ολόκληρη η εισφορά στο κεφάλαιο ως επιχορήγηση, δηλαδή όταν διαπιστώνεται ότι το Δημόσιο δεν ανέμενε απόδοση από την επένδυσή της και ότι επρόκειτο στην πράξη για συγκαλυμμένη επιχορήγηση στην οικεία επιχείρηση.

    Για να καθοριστεί ποιο μέρος του κεφαλαίου πρέπει να θεωρηθεί ως επιχορήγηση, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον το Δημόσιο ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του ιδιώτη επενδυτή. Το σημείο αυτό θα πρέπει να προσδιορίζεται κατά περίπτωση.

    ζ) Διαγραφή οφειλής από το Δημόσιο

    Η διαγραφή οφειλής από το Δημόσιο ή τις δημόσιες τράπεζες απαλλάσσει μια εταιρεία από την υποχρέωση αποπληρωμής και συνεπώς πρέπει να θεωρείται ως επιχορήγηση. Αν η επιχορήγηση πρέπει να κατανεμηθεί, η περίοδος κατανομής πρέπει να αρχίσει τη στιγμή της διαγραφής της οφειλής. Το ποσό της επιδότησης ισούται με το ανεξόφλητο ποσό τη στιγμή της διαγραφής της οφειλής (συμπεριλαμβανομένων των δεδουλευμένων τόκων).

    Φ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ - ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΣ Η ΚΑΤΑΝΟΜΗ

    Το ποσό της επιδότησης πρέπει να καθορίζεται για περίοδο έρευνας που αντιστοιχεί κανονικά στην πλέον πρόσφατη λογιστική χρήση της δικαιούχου επιχείρησης [άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97]. Παρότι η περίοδος έρευνας μπορεί να καλύψει οποιαδήποτε άλλη περίοδο, διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την έναρξη της έρευνας, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείται η πλεόν πρόσφατη λογιστική χρήση, πράγμα που επιτρέπει την επαλήθευση όλων των απαραίτητων στοιχείων στους ελεγμένους λογαριασμούς.

    Δεδομένου ότι οι επιπτώσεις πολλών επιδοτήσεων είναι αισθητες επί σειρά ετών, οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν πριν από την περίοδο της έρευνας πρέπει επίσης να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας για να προσδιοριστεί ποιο τμήμα της επιδότησης μπορεί να καταλογιστεί στην περίοδο έρευνας (βλέπε παρακάτω).

    i) Αν η επιδότηση χορηγείται ανά μονάδα, παραδείγματος χάριν υπό μορφή μείωσης δασμών κατά την εξαγωγή που χορηγείται ανά μονάδα προϊόντος, ο ανά μονάδα υπολογισμός συνίσταται κανονικά στον υπολογισμό της μέσης σταθμισμένης αξίας της μείωσης κατά την περίοδο της έρευνας (παράδειγμα 1).

    ii) Άλλα είδη επιδοτήσεων δεν εκφράζονται ανά μονάδα, αλλά παρέχονται υπό μορφή συνολικού χρηματικού ποσού που πρέπει να κατανεμηθεί καταλλήλως ανά μονάδα προϊόντος.

    Προς το σκοπό αυτό, μπορούν να απαιτηθούν δύο ενέργειες:

    - ο καταλογισμός στην περίοδο έρευνας μέρους των επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν πριν από την περίοδο της έρευνας, αλλά των οποίων οι επιπτώσεις παρατείνονται για πολλά έτη [άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97],

    - η κατανομή του ποσού της επιδότησης που καταλογίζεται στην περίοδο έρευνας ανά μονάδα ομοειδούς προϊόντος. Στη προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να επιλεγεί ο κατάλληλος παρονομαστής για την κατανομή [άρθρο 7 παράγραφο 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97].

    α) Καταλογισμός του ποσού της επιδότησης στην περίοδο έρευνας

    i) Πολλοί τύποι επιδότησης, όπως παραδείγματος χάριν τα φορολογικά κίνητρα και τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους, είναι επαναλαμβανόμενοι και οι επιπτώσεις τους είναι αισθητές αμέσως μετά τη χορήγησή τους. Συνεπώς, το ποσό που χορηγείται στον δικαιούχο μπορεί να καταλογιστεί στην περίοδο της έρευνας. Το καταλογισθέν με τον τρόπο αυτό ποσό πρέπει κανονικά να προσαυξηθεί με ετήσιο εμπορικό επιτόκιο ώστε να αντανακλά πλήρως το όφελος που αποκομίζει ο αποδέκτης, υπό την προϋπόθεση ότι ο τελευταίος θα πρέπει να δανείστηκε το ποσό στις αρχές της περιόδου και να το επέτρεψε στο τέλος αυτής.

    ii) Για τις μη επαναλαμβανόμενες επιδοτήσεις, που μπορούν να συνδεθούν με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, η συνολική αξία της επιδότησης κατανέμεται στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση των πάγιων στοιχείων ενεργητικού [άρθρο 7 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97]. Συνεπώς, το ποσό της επιδότησης, υπό μορφή, παραδείγματος χάριν, επιχορήγησης (η οποία θεωρείται ότι χρησιμοποιείται από τον δικαιούχο για να βελτιώσει την μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητά του, και συνεπώς για να αγοράσει πάγια στοιχεία του ενεργητικού), μπορεί να κατανεμηθεί στην κανονική περίοδο που αντιστοιχεί στην απόσβεση των εκάστοτε στοιχείων ενεργητικού στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Προς το σκοπό αυτό, χρησιμοποιείται συνήθως η μέθοδος γραμμικής απόσβεσης. Παραδείγματος χάριν, αν η κανονική περίοδος απόσβεσης είναι πέντε έτη, το 20 % της αξίας της επιχορήγησης θα καταλογιστεί στην περίοδο έρευνας (βλέπε παράδειγμα 6).

    Η προσέγγιση χρονικής κατανομής σημαίνει ότι οι μη επαναλαμβανόμενες επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν πολλά έτη πριν από την περίοδο της έρευνας μπορούν πάντα να αποτελέσουν αντικείμενο αντισταθμιστικών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθούν να έχουν επιπτώσεις κατά την περίοδο της έρευνας.

    Εννοιολογικά, αυτό το είδος κατανομής ισοδυναμεί με σειρά ισόποσων ετήσιων επιχορηγήσεων. Για να καθοριστεί το όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης, θα πρέπει να προστεθεί σε κάθε επιχορήγηση το κατάλληλο ετήσιο εμπορικό επιτόκιο, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη το όφελος από τον μη δανεισμό κεφαλαίων στην ελεύθερη αγορά. Επιπλέον, για να εκφραστεί το πλήρες όφελος που προσπορίζεται ο αποδέκτης από τη διάθεση εφάπαξ ποσού από την αρχή της περιόδου κατανομής, το ποσό της επιδότησης πρέπει να προσαυξηθεί με το μέσο ποσό των τόκων που προσδοκά να προσποριστεί ο αποδέκτης από το μη αποσβεθέν ποσό της συνολικής επιχορήγησης καθ' όλη την περίοδο της κατανομής.

    iii) Κατά παρέκκλιση της περίπτωσης που περιγράφεται στο σημείο ii), οι μη επαναλαμβανόμενες επιδοτήσεις που είναι κατώτερες του 1 % κατ' αξίαν καταλογίζονται κανονικά στην περίοδο της έρευνας, ακόμα και όταν συνδέονται με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού.

    iv) Στην περίπτωση επαναλαμβανόμενων επιδοτήσεων που συνδέονται με την απόκτηση πάγιων στοιχείων ενεργητικού, όπως απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για μηχανήματα, που χρονολογούνται πριν από την περίοδο της έρευνας, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα οφέλη που αποκομίστηκαν κατά τα έτη που προηγήθηκαν της περιόδου απόσβεσης και το κατάλληλο ποσό να καταλογιστεί στην περίοδο έρευνας (βλέπε παράδειγμα 7).

    v) Επιπλέον, οι επαναλαμβανόμενες επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν υπό μορφή μεγάλων συγκεντρωτικών ποσών πριν από την περίοδο της έρευνας, μπορούν σε ορισμένες περιπτώσεις να κατανεμηθούν χρονικά, αν αποδειχθεί ότι είναι πιθανό να συνδέονται με την απόκτηση στοιχείων ενεργητικού και ότι εξακολουθούν να αποφέρουν κέρδος κατά την περίοδο της έρευνας.

    vi) Ως εκ τούτου, στην περίπτωση επιδοτήσεων που καταλογίζονται στην περίοδο της έρευνας, όπως στα σημεία i) και iii), δεν θα πρέπει να ληφθούν υπόψη επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν πριν από την περίοδο της έρευνας. Για τις επιδοτήσεις που κατανέμονται χρονικά, όπως στα σημεία ii), iv) και v), θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν πριν από την περίοδο της έρευνας.

    vii) Λεπτομερέστερος πίνακας επιδοτήσεων που πρέπει να κατανεμηθούν ή να καταλογιστούν περιλαμβάνεται στο παράρτημα. Ο πίνακας αυτός είναι ενδεικτικός 7 ορισμένοι τύποι επιδοτήσεων είναι δυνατό να υποβάλλονται σε ανάλυση κατά περίπτωση, τη στιγμή που αποφασίζεται αν πρέπει να καταλογιστούν ή να κατανεμηθούν.

    β) Κατάλληλος παρονομαστής για την κατανομή του ποσού της επιδότησης

    Μόλις καθοριστεί το ποσό της επιδότησης που πρέπει να καταλογιστεί στην περίοδο έρευνας, το ποσό αυτό κατανέμεται σύμφωνα με παρονομαστή που συνίσταται στον όγκο των πωλήσεων ή των εξαγωγών του εκάστοτε προϊόντος ώστε να συναχθεί το ανά μονάδα ποσό.

    i) Όσον αφορά τις εξαγωγικές επιδοτήσεις [άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97], ο κατάλληλος παρονομαστής για την κατανομή είναι ο όγκος των εξαγωγών κατά την περίοδο της έρευνας, δεδομένου ότι οι επιδοτήσεις αυτές χορηγούνται μόνο για εξαγωγή (βλέπε παραδείγματα 2 και 3).

    ii) Όσον αφορά τις μη εξαγωγικές επιδοτήσεις, οι συνολικές πωλήσεις (εγχώριες και εξαγωγικές) πρέπει κανονικά να χρησιμοποιηθούν ως παρονομαστής, δεδομένου ότι αυτές οι επιδοτήσεις χορηγούνται τόσο για εγχώριες όσο και για εξαγωγικές πωλήσεις (βλέπε παράδειγμα 4).

    iii) Αν το όφελος μιας επιδότησης περιορίζεται σε συγκεκριμένο προϊόν, μόνον οι πωλήσεις του προϊόντος αυτού πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως παρονομαστής. Αν αυτό δεν συμβαίνει, πρέπει να χρησιμοποιηθούν οι συνολικες πωλήσεις του δικαιούχου.

    Ζ. ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ

    1. Το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 προβλέπει ότι μόνον τα ακόλουθα στοιχεία μπορούν να αφαιρεθούν από το ποσό της επιδότησης:

    i) Κάθε τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης και κάθε άλλο αναγκαίο έξοδο που πραγματοποιήθηκε με σκοπό την εξασφάλιση του δικαιώματος προς επιδότηση ή τη λήψη της επιδότησης

    Αξίζει να σημειωθεί ότι εναπόκειται στον εξαγωγέα της εκάστοτε χώρας να ζητήσει αφαίρεση 7 ελλείψει τέτοιας αίτησης, η οποία να συνοδεύεται από επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία, δεν θα παραχωρηθεί αφαίρεση. Τα μόνα τέλη ή έξοδα που μπορούν κανονικά να αφαιρεθούν είναι αυτά που καταβλήθηκαν απευθείας στο Δημόσιο κατά την περίοδο της έρευνας. Πρέπει να αποδειχθεί ότι η πληρωμή αυτή είναι υποχρεωτική για τη χορήγηση της επιδότησης. Συνεπώς, δεν αφαιρούνται πληρωμές σε ιδιώτες, π.χ. δικηγόρους ή λογιστές, κατά την υποβολή αίτησης για επιδότηση. Το ίδιο ισχύει για εθελούσιες συνεισφορές στο Δημόσιο, π.χ. δωρεές.

    ii) Φόροι, δασμοί και λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται κατά την εξαγωγή ενός προϊόντος στην Κοινότητα και που αποσκοπούν ειδικά στην αντιστάθμιση της επιδότησης.

    Αυτές οι αιτήσεις για αφαίρεση θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές μόνον αν οι εν λόγω επιβαρύνσεις εισπράχθηκαν κατά την περίοδο της έρευνας και αν διαπιστωθεί ότι εξακολουθούν να εισπράττονται τη χρονική στιγμή που προτείνεται η επιβολή οριστικών μέτρων.

    2. Κανονικά δεν αφαιρούνται άλλα στοιχεία από το ποσό της επιδότησης. Δεν πραγματοποιούνται προσαρμογές για τυχόν επιπτώσεις των φόρων επί των επιδοτήσεων ή για τυχόν άλλες οικονομικές ή χρονικές επιπτώσεις πέραν εκείνων που διευκρινίζονται στην παρούσα ανακοίνωση.

    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ

    Για καθένα από τα παραδείγματα αυτά, θεωρούνται δεδομένα τα ακόλουθα:

    1. Η περίοδος έρευνας είναι το έτος 1996

    2. Το επιτόκιο, με ετήσια προθεσμία εξόφλησης, είναι 25 %

    3. Η περίοδος απόσβεσης των μηχανημάτων είναι πενταετής

    4. Ο εισαγωγικός δασμός για τα μηχανήματα είναι 50 %

    5. Το ομοειδές προϊόν καλείται προϊόν X, και μετράται σε τόνους

    6. Υπάρχουν τρεις παραγωγοί στην χώρα εξαγωγής 7 καθένας από αυτούς εξάγει 100 000 τόνους ετησίως. Αναφέρονται ως εταιρείες Α, Β και Γ

    7. Σε όλα τα παραδείγματα, το χρηματικό ποσό εκφράζεται σε Ecu με βάση την τρέχουσα ισοτιμία. Στην πράξη, τα ποσά εκφράζονται στο νόμισμα της χώρας εξαγωγής και ο δασμός σε Ecu στα σύνορα της Κοινότητας.

    α) Επιδοτήσεις που χορηγούνται ανά μονάδα προϊόντος

    Παράδειγμα 1

    i) Το Δημόσιο παραχωρεί έκπτωση στους εξαγωγείς του προϊόντος X για κάθε εξαγόμενο τόνο. Η εν λόγω έκπτωση μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή. Στο πρώτο εξάμηνο του 1996, κατά το οποίο εξήχθησαν 200 000 τόνοι, η έκπτωση ανερχόταν σε 5 Ecu ανά τόνο 7 στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, κατά το οποίο εξήχθησαν 100 000, η έκπτωση αυξήθηκε σε 20 Ecu ανά τόνο.

    Σε σταθμισμένη μέση βάση, η έκπτωση ανήλθε σε 10 Ecu ανά τόνο κατά την περίοδο της έρευνας. Δεδομένου ότι αυτό ισοδυναμεί με επιχορήγηση, το ποσό της επιδότησης υπολογίζεται με προσθήκη του επιτοκίου 25 %, από το οποίο προκύπτει ποσό 12,5 Ecu ανά τόνο. Στην πράξη, δεδομένου ότι οι μειώσεις χορηγούνται τακτικά καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, η εταιρεία δεν επωφελείται, για τις περισσότερες συναλλαγές, από τα επιτόκια ολόκληρου του έτους. Αν είναι σε θέση να παράσχει τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία, το επιτόκιο μπορεί να μειωθεί στο ποσό που αντιστοιχεί στη μέση σταθμισμένη περίοδο κατά την οποία η εταιρεία είχε στη διάθεσή της ολόκληρη την επιδότηση. Οι εταιρείες Α, Β και Γ επωφελούνται όλες από την εν λόγω επιδότηση.

    ii) Στις περιπτώσεις που οι μειώσεις παρουσιάζουν εποχιακές διακυμάνσεις, και αποδεικνύεται από την έρευνα ότι αυτό συμβαίνει τακτικά, θα πρέπει να χρησιμοποιείται το σταθμισμένο μέσο ποσό. Αν ωστόσο προκύψει από την έρευνα ότι η μείωση 20 Ecu ανά τόνο διατηρείται σε μόνιμη βάση, πρέπει να χρησιμοποιηθεί το ποσό αυτό και όχι ο σταθμισμένος μέσος όρος για τον καθορισμό του ποσού της επιδότησης, δεδομένου ότι αυτό είναι το ποσό που αντιστοιχεί στο πραγματικό κέρδος του εξαγωγέα από τις τρέχουσες αποστολές του.

    β) Επιδοτήσεις που καταλογίζονται στην περίοδο της έρευνας

    Παράδειγμα 2

    Εταιρεία Α - Κατανομή εξαγωγικών επιδοτήσεων - Η εταιρεία υποχρεούται να εξάγει ολόκληρη τη παραγωγή της

    i) Η εταιρεία Α προσπορίζεται περαιτέρω οφέλη αν εξάγει το σύνολο της παραγωγής του προϊόντος X. Αυτό αποτελεί σαφώς εξαγωγική επιδότηση, δεδομένου ότι τα κέρδη εξαρτώνται από τις εξαγωγικές επιδόσεις. Μεταξύ άλλων, η εταιρεία τυγχάνει απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος. Κατά την περίοδο της έρευνας παρήγαγε και εξήγαγε 100 000 τόνους. Αν υποθέσουμε ότι προσπορίστηκε κέρδος 4 εκατομμύρια Ecu από το προϊόν X κατά την περίοδο της έρευνας και ότι το κανονικό επιτόκιο είναι 25 %, η αξία της απαλλαγής θα ανέρχεται συνολικά σε 1 εκατομμύριο Ecu, δηλαδή σε 10 Ecu ανά τόνο. Δεδομένου ότι, για τον υπολογισμό, η φορολογική απαλλαγή έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα με επιχορήγηση υπό μορφή ρευστών, είναι σκόπιμο να προστεθεί επιτόκιο 25 %, πράγμα που συνεπάγεται ποσό επιδότησης 12,50 Ecu ανά τόνο.

    ii) Η εταιρεία Α λαμβάνει επίσης κρατικό δάνειο ύψους 5 εκατομμυρίων Ecu με επιτόκιο 5 % για το ίδιο έργο, και το κανονικό εμπορικό επιτόκιο είναι 25 %. Δεδομένου ότι το δάνειο είναι εξοφλητέο, το ποσό της επιδότησης ισούται με τη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τόκου και του κανονικού ποσού που καταβάλλεται με εμπορικό επιτόκιο (ήτοι 5 εκατομμύρια Ecu με επιτόκιο 20 %) = 1 εκατομμύριο Ecu για την περίοδο της έρευνας. Η επιδότηση ανά τόνο θα ανέρχεται συνεπώς σε 10 Ecu. Η εν λόγω επιδότηση επαναλαμβάνεται στο μέλλον αν η προθεσμία εξόφλησης του δανείου υπερβαίνει το ένα έτος 7 το ακριβές ποσό της επιδότησης θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον έχει εξοφληφθεί το ποσό του δανείου.

    Παράδειγμα 3

    Εταιρεία Β - Κατανομή των εξαγωγικών εποδοτήσεων - σταδιακή αύξηση των εξαγωγών

    Η εταιρεία Β δεν υποχρεούται να εξάγει ολόκληρη τη παραγωγή της, αλλά μπορεί να αφαιρέσει από το φορολογητέο της εισόδημα 20 % των κερδών που πραγματοποιούνται από την αύξηση της αξίας των εξαγωγών της. Πρόκειται σαφώς για εξαγωγική επιδότηση, δεδομένου ότι εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις, και συνεπώς πρέπει να κατανεμηθεί μόνο στις εξαγωγικές πωλήσεις της εταιρείας. Για τους υπολογισμούς ισοδυναμεί με επιχορήγηση υπό μορφή ρευστών.

    Η εταιρεία Β παρήγαγε 200 000 τόνους και αύξησε τις εξαγωγικές της πωλήσεις από 50 000 τόνους σε 100 000 τόνους κατά την περίοδο της έρευνας, η δε μέση τιμή εξαγωγής ανά τόνο ήταν 160 Ecu. Αυτό ισοδυναμεί με αύξηση της εξαγωγικής αξίας κατά 50 000 Χ 160 Ecu = 8 εκατομμύρια Ecu, εκ των οποίων 2 εκατομμύρια Ecu αντιπροσωπεύει το κέρδος.

    Το 20 % των 2 εκατομμυρίων Ecu ανέρχεται σε 400 000 Ecu. Αν ο φορολογικός συντελεστής είναι 25 %, ο παραγωγός εξοικονομεί 100 000 Ecu.

    Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει εξοικονόμηση φόρων 1 Ecu ανά τόνο πέραν των εξαγόμενων 100 000 μονάδων. Με την προσθήκη επιτοκίου 25 %, προκύπτει ποσό επιδότησης 12,5 Ecu ανά τόνο.

    Παράδειγμα 4

    Κατανομή μη εξαγωγικών επιδοτήσεων στις συνολικές πωλήσεις

    Η εταιρεία Γ, δεν απολαύει εξαγωγικών επιδοτήσεων αλλά επιδότησης παραγωγής ειδικής για τον εν λόγω κλάδο παραγωγής και συνεπώς αντισταθμίσιμης. Η επιδότηση κατανέμεται στις συνολικές πωλήσεις της εταιρείας, και όχι μόνο στις εξαγωγές.

    i) Η εταιρεία Γ παρήγαγε και πώλησε 200 000 τόνους του προϊόντος X, εκ των οποίων 100 000 στην εγχώρια αγορά και 100 000 για εξαγωγές, κατά την περίοδο της έρευνας. Για τον υπολογισμό του ποσού της επιδότησης στη περίπτωση εγχωρίων επιδοτήσεων, μόνο ο συνολικός όγκος των πωλήσεων λαμβάνεται υπόψη, όχι οι εξαγωγές.

    ii) Ως εκ τούτου, αν η εν λόγω εταιρεία τύχει απαλλαγής του φόρου εισοδήματος και προσποριστεί κέρδος 4 εκατομμυρίων Ecu κατά την περίοδο της έρευνας, με κανονικό φορολογικό συντελεστή 25 %, η εξοικονόμηση φόρων ύψους 1 εκατομμυρίου Ecu πρέπει να κατανεμηθεί στος 200 000 μονάδες, πράγμα που συνεπάγεται επιδότηση 5 Ecu συν επιτόκιο 25 % = 6,25 Ecu ανά τόνο.

    Παράδειγμα 5

    Προτιμησιακή αγορά αγαθών ή υπηρεσιών

    Για το παρόν παράδειγμα, υποτίθεται ότι η παραγωγή ενός τόνου του προϊόντος X απαιτεί ένα τόνο φυσικού αερίου. Το φυσικό αέριο παρέχεται από κρατική εταιρεία διανομής, που αποτελεί τον μοναδικό προμηθευτή στην εν λόγω χώρα.

    Ελλείψει ιδιωτικού προμηθευτή, είναι απαραίτητο, για να υπολογιστεί το κέρδος, να καθοριστεί κατά πόσον η τιμή του κρατικού προμηθευτή καλύπτει το κόστος και κατά πόσον υπάρχει προτιμησιακή τιμή.

    Η κανονική τιμή του αερίου που επιτρέπει στον κρατικό προμηθευτή να καλύψει τα γενικά του έξοδα στο πλαίσιο του ισχύοντος συστήματος τιμολόγησης είναι 70 Ecu ανά τόνο για τους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές.

    Εντούτοις, το 1996 αποφασίστηκε, για να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα του εν λόγω κλάδου παραγωγής, να μειωθεί η τιμή του φυσικού αερίου, μόνο για τον εν λόγω κλάδο, σε 50 Ecu ανά τόνο. Αυτή η τιμή είναι προτιμησιακή, δεδομένου ότι άλλοι βιομηχανικοί χρήστες μεγάλης κλίμακας εξακολουθούν να πληρώνουν 70 Ecu ανά τόνο.

    Και οι τρεις εταιρείες επωφελούνται από την εν λόγω επιδότηση μέχρι του ποσού της διαφοράς μεταξύ 70 Ecu (κανονική τιμή) και 50 Ecu (προτιμησιακή τιμή) = 20 Ecu συν το κανονικό επιτόκιο 25 % = 25 Ecu ανά τόνο.

    γ) Επιδοτήσεις που κατανέμονται χρονικά

    Παράδειγμα 6

    Επιχορήγηση για αγορά μηχανημάτων (πάγια στοιχεία ενεργητικού)

    Η εταιρεία Α λαμβάνει μη επαναλαμβανόμενη επιχορήγηση 5 εκατομμυρίων Ecu για την αγορά μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή προϊόντος για εξαγωγή. Το όφελος από μια τέτοια επιδότηση κατανέμεται στην κανονική περίοδο απόσβεσης για τα εν λόγω κεφαλαιουχικά αγαθά. Αν υποθέσουμε ότι η εν λόγω περίοδος είναι πενταετής για τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, το ποσό που καταλογίζεται για ένα έτος (και συνεπώς για την περίοδο της έρευνας) θα ανέρχεται σε 1 εκατομμύριο Ecu, ήτοι 10 Ecu ανά τόνο.

    Φυσικά στη πραγματικότητα, ένα εφάπαξ ποσό 5 εκατομμυρίων Ecu έχει πολύ μεγαλύτερη αξία για μια εταιρεία απ' ό,τι πέντε ετήσιες επιχορηγήσεις 1 εκατομμυρίου Ecu η καθεμία. Για να αντανακλά πλήρως το κέρδος του δικαιούχου, η ονομαστική αξία 10 Ecu πρέπει να προσαυξηθεί κατά μέσο ετήσιο ποσό τόκου που θα μπορούσε να αποκομίσει η εταιρεία από το μη αποσβεσθέν ποσό της επιχορήγησης κατά την πενταετή περίοδο. Παραδείγματος χάριν, κατά το έτος 1, το εν λόγω ποσό θα ανερχόταν σε 5 εκατομμύρια Ecu Χ 25 % = 1,25 εκατομμύρια Ecu 7 κατά το έτος 5, το εν λόγω ποσό θα ανερχόταν σε 1 εκατομμύριο Ecu Χ 25 % = 0,25 εκατομμύρια. Για ολόκληρη την περίοδο, το μέσο ετήσιο ποσό τόκου θα ήταν 0,75 εκατομμύρια Ecu, δηλαδή 7,5 Ecu ανά τόνο.

    Συνεπώς το ποσό της επιδότησης για καθένα από τα πέντε έτη είναι:

    10 Ecu (ονομαστική αξία) συν 7,5 Ecu (δεδουλευμένοι τόκοι) = 17,5 Ecu ανά τόνο.

    Το εν λόγω ποσό μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί αντικείμενο αντισταθμιστικών μέτρων για τέσσερα ακόμη έτη.

    Παράδειγμα 7

    Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για μηχανήματα (πάγια στοιχεία ενεργητικού)

    Αν η επιδότηση προηγείται της περιόδου έρευνας, μπορεί να προστεθεί η ετήσια αξία των κερδών που καταλογίστηκαν στα έτη που προηγήθηκαν της περιόδου απόσβεσης. Στο παρακάτω παράδειγμα, η εταιρεία Α τυγχάνει απαλλαγής εισαγωγικών δασμών για μηχανήματα από το 1990. Δεδομένου ότι τα μηχανήματα δεν χρησιμοποιούνται καθόλου στην παραγωγική διαδικασία του τελικού προϊόντος, η επιδότηση είναι αντισταθμίσιμη. Για τον υπολογισμό, το ποσό των διαφυγόντων δασμών ισοδυναμεί με επιχορήγηση. Αν υποθέσουμε ότι η περίοδος έρευνας είναι το 1996 και ότι η εταιρεία εισάγει μηχανήματα αξίας 1 εκατομμυρίου Ecu ετησίως, το ποσό που καταλογίζεται στην περίοδο της έρευνας είναι 500 000 Ecu, δηλαδή 5 Ecu ανά τόνο. Το ποσό της επιδότησης, συμπεριλαμβανομένου επιτοκίου 25 %, ανέρχεται σε 6,25 Ecu ανά τόνο (βλέπε πίνακα 1 για λεπτομερέστερες εξηγήσεις).

    (Η ίδια μέθοδος κατανομής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλους τύπους επιδότησης, π. χ. δάνεια).

    δ) Συνολικό ποσό της επιδότησης (σε Ecu ανά τόνο)

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    ε) Υπολογισμός του αντισταθμιστικού δασμού

    α) Αν το ποσό της επιδότησης είναι κατώτερο από το περιθώριο ζημίας, το εν λόγω ποσό θα αποτελεί κανονικά τη βάση του αντισταθμιστικού δασμού. Ο αντισταθμιστικός δασμός εισπράττεται τη στιγμή της θέσης σε κυκλοφορία των εμπορευμάτων και μπορεί να λάβει τη μορφή:

    i) ειδικού δασμού, ήτοι ένα ποσό ανά τόνο που στην παραπάνω περίπτωση θα ισούται με:

    για την εταιρεία Α: 83,75 Ecu, για την εταιρεία Β: 38,75 Ecu, για την εταιρεία Γ: 43,75 Ecu.

    ii) κατ' αξίαν δασμού, που εκφράζεται ως εκατοστιαίο ποσό της τιμής εισαγωγής cif πριν από τον εκτελωνισμό. Αν, στη παραπάνω περίπτωση, η τιμή ανά μονάδα cif ήταν 180 Ecu ανά τόνο, ο κατ' αξίαν δασμός θα ήταν:

    για την εταιρεία Α: 46,5 %, για την εταιρεία Β: 21,5 %, για την εταιρεία Γ: 24,3 %.

    Το ποσό στρογγυλεύεται σε έναν μόνο δεκαδικό.

    β) Φυσικά, ο δασμός θα περιορίζεται από το περιθώριο ζημίας, αν αυτό το τελευταίο είναι κατώτερο από το ποσό της επιδότησης.

    (1) ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.

    (2) Οι παρούσες κατευθύνσεις ισχύουν και για τις έρευνες τις σχετικές με τα προϊόντα ΕΚΑΧ που διεξάγονται σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 (ΕΕ L 245 της 4.9.1998, σ. 3).

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    Η επιδότηση για μηχανήματα που αγοράστηκαν το 1990 και 1991 δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό για την περίοδο της έρευνας (1996). Η επιδότηση για μηχανήματα που αγοράστηκαν το 1993 και μετά μπορεί να συνεχίσει να είναι αντισταθμίσιμη μέχρι τη λήξη της περιόδου κατανομής.

    Πίνακας 2 Ενδεικτικός πίνακας επιδοτήσεων που πρέπει να καταλογιστούν ή να κατανεμηθούν χρονικά

    >

    ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    Top