EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51998AC0117

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Η πολεοδομική προβληματική: προσανατολισμοί για μια ευρωπαϊκή συζήτηση"»

ΕΕ C 95 της 30.3.1998, p. 89 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51998AC0117

Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Η πολεοδομική προβληματική: προσανατολισμοί για μια ευρωπαϊκή συζήτηση"»

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 095 της 30/03/1998 σ. 0089


Γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την «Ανακοίνωση της Επιτροπής: "Η πολεοδομική προβληματική: προσανατολισμοί για μια ευρωπαϊκή συζήτηση"»

(98/C 95/19)

Στις 13 Μαΐου 1997, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 198 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την ανωτέρω ανακοίνωση.

Το τμήμα περιφερειακής ανάπτυξης, χωροταξίας και πολεοδομίας στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών διατύπωσε τη γνωμοδότησή του βάσει της εισηγητικής έκθεσης του εισηγητή κ. Vinay και του συνεισηγητή κ. Muller στις 20 Ιανουαρίου 1998.

Κατά την 351η σύνοδο ολομέλειάς της (συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 1998), η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε ομόφωνα την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1. Εισαγωγή

1.1. Η Ευρώπη είναι η ήπειρος του κόσμου με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις, κι'αυτός ο ειδικός χαρακτήρας της αποτελεί μία ιστορική σταθερά επί τρεις χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον. Η «μορφή-πόλη» συνεπώς είναι βαθιά ριζωμένη στον πολιτισμό, την κοινωνία και την οικονομία των ευρωπαϊκών λαών. Πέρα από τις προβληματικές σε ορισμένους περιόδους, και ειδικότερα σήμερα, πτυχές που επηρεάζουν τη ζωή στις πόλεις, οι πόλεις παραμένουν ο κυρίαρχος τόπος στον οποίο διαμορφώνεται η οικονομική πολιτιστική ανάπτυξη. Συνεπώς, έχει ιδιαίτερη θετική σημασία το ενδιαφέρον για όλες τις πτυχές της σημερινής πραγματικότητας και του μέλλοντος των αστικών πυρήνων που επιδεικνύεται σε μία σειρά πρωτοβουλιών των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ανακοίνωση της Επιτροπής για την πολεοδομική προβληματική αποτελεί το πιο πρόσφατο και ιδιαίτερα αξιόλογο παράδειγμα της αυξανόμενης προσοχής που επιδεικνύουν τα Ευρωπαϊκά Όργανα για το μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σπουδαιότητας θέμα.

Το έγγραφο συγκροτείται από τέσσερα κύρια μέρη:

1.2. Ένα πρώτο κεφάλαιο περιγράφει «Τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές πόλεις». Τα οικονομικά αποτελέσματα των πόλεων συμβάλλουν στο περιφερειακό και εθνικό ΑΕΠ κατά τρόπο αναλόγως υψηλότερο από τον πληθυσμό τους 7 ωστόσο αυτή η αύξηση του πλούτου δεν έχει και τις ανάλογες επιπτώσεις στα αποτελέσματα της απασχόλησης.

1.2.1. Αλλά και από την άποψη του περιβάλλοντος η ποιότητα της αστικής ζωής παρουσίασε αισθητή επιδείνωση, θέτοντας έτσι επιτακτικά το ζήτημα της τροποποίησης των πολιτικών για τις αστικές ζώνες που να είναι συμβατές με μια λογική βιώσιμης κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης.

1.2.2. Από κοινωνικοπολιτική σκοπιά σημαντική είναι η εξασθένιση της συλλογικής «αίσθησης ταυτότητας» των πολιτών, με επακόλουθο τη μείωση της συμμετοχής στις τοπικές δημοκρατικές διαδικασίες. Η διαχείριση των πόλεων στη συνέχεια έχει γίνει πολύπλοκη από τον κατακερματισμό και τον διασκορπισμό των αρχών λήψης αποφάσεων σε διάφορα επίπεδα: πέρα δηλαδή από το τοπικό υπάρχει το περιφερειακό το οικονομικό και το ευρωπαϊκό επίπεδο.

1.3. Το δεύτερο τμήμα της ανακοίνωσης αφιερώνεται στην ανάλυση των ενεργειών σχετικά με την πολεοδομική ανάπτυξη που προωθούνται στα πλαίσια των διαφόρων πολιτικών της ΕΕ: οι πολιτικές που προωθούν την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση 7 οι πολιτικές υπέρ της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης 7 οι πολιτικές που διευκολύνουν την ένταξη των πόλεων στα πανευρωπαϊκά δίκτυα 7 οι πολιτικές που προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ποιότητα της ζωής στις πόλεις.

1.3.1. Στο μέτρο που οι πόλεις είναι πλέον οι αποδέκτες ενός μεγάλου τμήματος των ευρωπαϊκών και εξωτερικών επενδύσεων, θα πρέπει να εξοπλιστούν για να είναι «ικανές να παρέχουν υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και να αποκτήσουν αποτελεσματικές υποδομές» (σημείο 2.1). Στο κέντρο της οικονομικής επιτυχίας μιας περιοχής βρίσκεται σε γενικές γραμμές η καινοτόμα δραστηριότητα των πόλεων.

1.3.2. Μεγάλη προσοχή δόθηκε, τα τελευταία χρόνια, στα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα των περιφερειών εκτός των αστικών ζωνών. Πρόκειται για πολεοδομικά πειραματικά σχέδια (άρθρο 10 του Κανονισμού ΕΤΠΑ), η θετική εμπειρία των οποίων έπεισε την Επιτροπή να προωθήσει στο 1994 την πρωτοβουλία Urban, που χρηματοδοτείται με διαρθρωτικά κεφάλαια και αποβλέπει στη συγκρότηση μορφών συνεργασίας των συνοικιών στις φτωχές αστικές περιοχές, για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ανάπτυξης μέσω ολοκληρωμένων προγραμμάτων. Πιο πρόσφατα δημιουργήθηκε το Integra, στα πλαίσια της κοινοτικής πρωτοβουλίας του ΕΚΤ για την απασχόληση.

1.3.3. Τα πανευρωπαϊκά δίκτυα και οι μητροπολιτικές και αστικές διασυνδέσεις είναι στενά συνδεδεμένα και είναι επίσης θεμελιώδη για την επίλυση των προβλημάτων που χαρακτηρίζουν το αστικό σύστημα και τις επιμέρους αστικές ζώνες.

1.3.4. Όλα αυτά εντάσσονται στην κατεύθυνση μιας βιώσιμης ανάπτυξης, που έχει αναγνωριστεί ως «καθοριστική πτυχή της ποιότητας της ζωής για τις επόμενες γενιές». Το έγγραφο παραθέτει σημαντικές πρωτοβουλίες των τελευταίων ετών, όπως είναι το Πράσινο Βιβλίο 1990 για το αστικό περιβάλλον και το σχέδιο «Βιώσιμης πόλης» που προωθήθηκε το 1993. Η περιβαλλοντική πολιτική, που συνδέθηκε επίσης με τη χρήση των διαρθρωτικών ταμείων και την πολιτική της ΕΑ έχουν ειδικό στόχο ακριβώς την εφαρμογή της βιώσιμης ανάπτυξης.

1.4. Στους μελλοντικούς προσανατολισμούς αφιερώνεται το τρίτο μέρος του εγγράφου. Υπογραμμίζεται ότι «αφετηρία της μελλοντικής ανάπτυξης των πόλεων θα πρέπει να είναι η αναγνώριση του ρόλου της πόλης ως κινητήρα της περιφερειακής εθνικής και ευρωπαϊκής προόδου» (σημείο 3).

1.4.1. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι από τώρα και στο εξής «οι διάφορες παρεμβάσεις στο επίπεδο της ΕΕ θα πρέπει να αξιολογηθούν από τη σκοπιά της συνεκτικής και βιώσιμης ανάπτυξης των πόλεων», επιβεβαιώνοντας έτσι την αναγκαιότητα μιας πολεοδομικής προοπτικής στις διάφορες πολιτικές της ΕΕ.

1.4.2. Λόγω του θεμελιώδους ρόλου των διαρθρωτικών ταμείων, υποδεικνύεται να συνδεθούν οι τοπικές αρχές στην κατάρτιση και την εφαρμογή των προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης.

1.5. Τέλος μεγάλη σημασία δίνεται στη μεταφορά και στη διάδοση των ορθών πρακτικών, εξαγγέλλοντας τη δραστηριοποίηση ενός «αστικού audit» για να αξιολογηθούν τα ισχύοντα σημεία και οι ελλείψεις των ευρωπαϊκών πόλεων.

1.6. Στο τέταρτο μέρος η Επιτροπή προτείνει τέλος ένα κύκλο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων για την πολεοδομική προβληματική, στον οποίο θα πρέπει να συμμετάσχουν το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, η Επιτροπή των Περιφερειών, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς, κατάληξη του οποίου θα αποτελέσει η ίδια η Διάσκεψη που θα οργανωθεί το 1998.

2. Γενικές παρατηρήσεις

2.1. Η ΟΚΕ επανειλημμένα έχει εκφραστεί για τη σκοπιμότητα μεγαλύτερης προσοχής στις αστικές επιπτώσεις των κοινοτικών πολιτικών, θεωρώντας σημαντικό να εξετάζεται η διάσταση της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της πόλης ως μια από τις κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες θα πρέπει να διοχετευτούν κοινοτικά κεφάλαια.

2.1.1. Στη γνωμοδότηση για την έκθεση «Ευρώπη 2000 +» είχε εκφραστεί η πεποίθηση ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη σημασία στα προβλήματα και στις τάσεις που διαγράφονται στις αστικές περιοχές» () αναγνωρίζοντας ότι «παραμένει να διευκρινιστεί μια στρατηγική εξισορρόπησης στον τομέα της αστικής διάρθρωσης». Αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως μία από τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής συζήτησης για την πολεοδομική προβληματική.

2.1.1.1. Στην οπτική αυτή η ΟΚΕ υποδείκνυε να περιλαμβάνει το SDEC (Σχέδιο ανάπτυξης του κοινοτικού χώρου) ενδείξεις που θα επιτρέψουν την εξακρίβωση των ενδεχόμενων μέτρων κοινοτικού ενδιαφέροντος, που θα αποβλέπουν στην αποκέντρωση της ανάπτυξης στις υπερβολικά συγκεντρωτικές περιοχές, στην οικονομική διαφοροποίηση των πόλεων σε συνάρτηση με τις περιφερειακές ανάγκες, στην αξιοποίηση των αστικών πόλων ανάπτυξης στις μειονεκτικές ζώνες, την υποκίνηση και την ανάπτυξη των πολυκεντρικών αστικών δικτύων, τον έλεγχο της μεταφοράς του αστικού πληθυσμού και την προώθηση μιας νέας κοινοπραξίας πόλης-υπαίθρου ().

2.1.1.2. Αυτές οι ενδείξεις της ΟΚΕ αποτελούν αναμφίβολα ένα πολύπλοκο και σημαντικό πρόγραμμα που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό της πολεοδομικής πολιτικής της ΕΕ.

2.1.2. Η ΟΚΕ αποφάσισε επίσης να καταρτίσει γνωμοδότηση πρωτοβουλίας για τον «ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αστικό τομέα» στον οποίο υπογραμμίζεται ότι «η ευρωπαϊκή διάσταση» των πολιτικών αστικής ανάπτυξης ακριβώς γιατί «αναφέρονται σε αρχές, παράγοντες και συνθήκες στρατηγικής σημασίας για τις προοπτικές ανάπτυξης ολόκληρης της Ένωσης και για την ποιότητα της ζωής των ευρωπαίων πολιτών» ().

2.1.2.1. Στο έγγραφο αυτό παρουσιάζονται διάφορες λειτουργικές προτάσεις μεταξύ των οποίων η διεύρυνση της δέσμευσης της Ένωσης υπέρ των αστικών πειραματικών σχεδίων (καινοτόμες ενέργειες βάσει του άρθρου 10 του ΕΤΠΑ), ο προσανατολισμός των διαρθρωτικών ταμείων σε κατεύθυνση όπου κυριαρχεί η αστική ανάπτυξη, η ανάλυση των χωροταξικών και αστικών επιπτώσεων όλων των προγραμμάτων παρέμβασης που αναφέρονται στις πόλεις, η προώθηση εξελιγμένων μορφών αστικής κοινοπραξίας, ένα φόρουμ μεταξύ ΕΕ και κρατών μελών περιφερειών τοπικών διοικήσεων κοινωνικών εταίρων και άλλων φορέων για τον καθορισμό των στρατηγικών παρέμβασης της ΕΕ στον αστικό τομέα.

2.1.2.2. Ουσιαστική συνθήκη για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής για μεγαλύτερη προσοχή εκ μέρους της ΕΕ στα αστικά ζητήματα είναι «να εξασφαλιστεί στην Επιτροπή η μεγαλύτερη ικανότητα προσανατολισμού (...). Ειδικότερα είναι ευκταίο να καταρτίσει η Επιτροπή τις κατευθυντήριες γραμμές για το ευρωπαϊκό πολεοδομικό σύστημα» ().

2.1.2.3. Ο προβληματισμός που βρίσκεται στη βάση αυτής της θεώρησης της ΟΚΕ είναι η αντίληψη του αστικού χώρου «ως παράγοντος κλειδί για την οικοδόμηση μιας βαθιάς συνεκτικότητας μεταξύ των πολιτικών για την ανάπτυξη και την οικονομική αριστεία και των πολιτικών για την κοινωνική δικαιοσύνη» ().

2.1.2.4. Συμπερασματικά, η ΟΚΕ κρίνει ότι «ο προβληματισμός για τον ρόλο της ΕΕ στον αστικό τομέα φανέρωσε προβληματικές τέτοιας σημασίας για την ανάπτυξη της Ένωσης και της ποιότητας της ζωής των πολιτών της που δεν μπορούν να περιοριστούν σε μια γνωμοδότηση αλλά απαιτούν τη σταθερή προσοχή και επιμέρους προβληματισμό».

2.2. Η ανακοίνωση που προετοιμάστηκε από την Επιτροπή αποτελεί ένα έγγραφο με μιας ευρύτερης διάστασης διατύπωση και αντιπροσωπεύει ποιοτικό άλμα προς την προσέγγιση της πολεοδομικής προβληματικής, την οποία διακρίνει κανείς μια από τις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες θα προγραμματισθεί και θα οικοδομηθεί το μέλλον των κοινοτικών πολιτικών.

2.2.1. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν με ενδιαφέρον επίσης τα συμπεράσματα της Οργανωτικής Προεδρίας στην άτυπη συνεδρίαση των Υπουργών Περιφερειακής Πολιτικής και Χωροταξίας που πραγματοποιήθηκε στο Noordwijk τον Ιούνιο του 1997, όταν αναφέρεται: «Οι πόλεις αποτελούν την καρδιά του ευρωπαϊκού προτύπου κοινωνίας στο βαθμό που αποτελούν τους στόχους αλληλεγγύης και κοινωνικής ενσωμάτωσης». Οι πόλεις αποτελούν τους κινητήρες της οικονομικής ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης. Πρέπει λοιπόν να αποτελούν επίσης τόπους όπου δημιουργούνται θέσεις εργασίας και δίδεται ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη για μία οικονομία και μία αγορά όσο γίνεται ευρύτερες. Επίσης, πρέπει να συμβάλουν στην ισορροπημένη ανάπτυξη του πολεοδομικού συστήματος στην Ευρώπη, και να μειώνουν την απόκλιση ευκαιριών μεταξύ των διαφόρων περιοχών της Ένωσης.

2.2.2. Η αξιοποίηση του πολεοδομικού ζητήματος τη στιγμή αυτή είναι πολύ σκόπιμη επίσης και στο γενικότερο πολιτικό επίπεδο, ακριβώς γιατί επιτρέπει στον πολίτη να κατανοήσει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα των ευρωπαϊκών επιλογών και τις θετικές επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής των ατόμων και των οικογενειών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε αυτή την ιστορική φάση της οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λεπτή και δεσμευτική όπως δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν. Η ανακοίνωση συνεπώς έχει πάνω από όλα αξία ένταξης της πολεοδομικής προβληματικής μεταξύ των προτεραιοτήτων της «κοινοτικής ημερήσιας διάταξης».

2.2.3. Θα πρέπει να εκτιμηθεί η στενή διασύνδεση, η οποία γίνεται από την αρχή στο έγγραφο αυτό, μεταξύ των πόλεων και των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτισμικών εξελίξεων της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας. Αυτή η διατύπωση, που βρίσκεται άλλωστε και στη βάση της διάρθρωσης όλης της ανακοίνωσης, αποτελεί συγκεκριμένη προσέγγιση στα εξεταζόμενα προβλήματα.

2.2.4. Η σημασία που δίνεται για παράδειγμα στις πρώτες τρεις παραγράφους στις ανισορροπίες που προκαλούνται από τις οικονομικές και τεχνολογικές μεταβολές, που έχουν δημιουργήσει από κοινού μεγάλες ευκαιρίες αλλά και σημαντικές ζώνες ανεργίας και περιθωριοποίησης, δίνει μια αίσθηση κοινωνικής ευαισθησίας που άλλωστε εκτείνεται και σε όλο το κείμενο της ανακοίνωσης.

2.2.5. Επίσης θα πρέπει να εκφρασθεί συμφωνία με τον τρόπο που έχει περισυλλεγεί και περιγραφεί, στην παράγραφο 1.5, η εξασθένιση της αίσθησης ταυτότητας και ένταξης, που αποδεικνύεται από «το συχνά ασθενές επίπεδο συμμετοχής στην τοπική δημοκρατική διαδικασία».

2.2.6. Η λεπτομερής περιγραφή των ενεργειών σχετικά με την πολεοδομική ανάπτυξη, που πραγματοποιούνται σήμερα σε επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο δεύτερο τμήμα του εγγράφου, διαγράφει αποτελεσματικά το πλαίσιο των κοινοτικών πολιτικών που έχουν διάφορες επιπτώσεις με διαφορετικούς βεβαίως τρόπους και σε διαφορετικούς βαθμούς, στις προβληματικές για την πόλη. Θα πρέπει να επισημανθεί ειδικότερα η προσοχή που δίνεται στο σημείο 2.4 στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης «ως καθοριστικού παράγοντα της ποιότητας ζωής για τις επόμενες γενιές». Αυτή η διατύπωση συνδέεται θετικά με το στόχο της κοινωνικής συνοχής σε αστικό επίπεδο.

2.2.7. Στις προηγούμενες εκτιμήσεις της η ΟΚΕ είχε επιμείνει στην αναγκαιότητα ολοκληρωμένης και συγκεκριμένης ως προς τους στόχους της προσέγγισης, εκφράζοντας την ευχή για τον προσδιορισμό και την υλοποίηση «σχεδίων πολεοδομικής ανάπτυξης που θα αποβλέπουν στη δημιουργία των συνθηκών υλοποίησης και των οικονομικών διοικητικών και τεχνικών προϋποθέσεων για τη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής» ().

2.2.8. Η δεύτερη Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για τις βιώσιμες πόλεις, που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβόνα τον Οκτώβριο του 1996, επέτρεψε να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος της «Χάρτας του Άλμπουργκ» που υπογράφηκε το Μάιο του 1994, με την οποία πάνω από 300 000 ευρωπαϊκές πόλεις δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν συνεννοημένα μέτρα υπέρ της βιωσιμότητας της ανάπτυξης. Ο προσανατολισμός της Επιτροπής συνεπώς επιβεβαιώνει την επιλογή που έγινε το 1993 με το σχέδιο «Βιώσιμες πόλεις» που είχε ως στόχο τον προβληματισμό για τη βιωσιμότητα των ευρωπαϊκών αστικών κέντρων, την προώθηση της ανταλλαγής των εμπειριών, και τη διάδοση των καλύτερων πρακτικών στα θέματα της βιωσιμότητας της τοπικής ανάπτυξης. Όπως επίσης πρέπει να υπενθυμίσουμε τη σημαντική Διάσκεψη του ΟΗΕ για τους αστικούς οικισμούς (Habitat II).

2.2.9. Οι προτάσεις της Επιτροπής βρίσκουν την αποτελεσματική τους σύνοψη στη δήλωση ότι «οι διάφορες παρεμβάσεις της ΕΕ θα πρέπει να αξιολογούνται από τη σκοπιά της συνεκτικής και βιώσιμης ανάπτυξης των πόλεων». Σ' αυτή τη δήλωση βρίσκεται η θεμελιώδης έννοια της ανακοίνωσης αυτής και εάν εφαρμοστεί ως προς την ουσία της, μπορεί να δώσει στις επιλογές των κοινοτικών πολιτικών ένα χαρακτήρα συγκεκριμένης και άμεσης αντίληψης, που μπορεί να ενισχύσει την ίδια την Ένωση στο επίπεδο της αποδοχής και της συμμετοχής των ευρωπαίων πολιτών.

2.2.10. Η ΟΚΕ κρίνει θετικούς τους προσανατολισμούς για το μέλλον που έχουν ως αφετηρία «την αναγνώριση του ρόλου των πόλεων ως κινητήρα της περιφερειακής εθνικής και ευρωπαϊκής οικονομικής προόδου».

2.2.11. Η ανακοίνωση της Επιτροπής καλεί την έκφραση απόψεων όσον αφορά τέσσερα θεμελιώδη σημεία για το μέλλον των ευρωπαϊκών πόλεων:

- την αναγκαιότητα πολεοδομικής προοπτικής στις διάφορες πολιτικές της ΕΕ 7

- τις δημόσιες υπηρεσίες και την οικονομική ανάπτυξη 7

- τον ρόλο των διαρθρωτικών ταμείων 7

- την ενημέρωση και την προώθηση της ανταλλαγής των εμπειριών μεταξύ των πόλεων.

3. Η Ευρώπη των πόλεων: πολιτικές της Ένωσης και πολιτική ανάπτυξη

3.1. Το κοινοτικό ενδιαφέρον για τα προβλήματα αυτά είναι πρόσφατο. Από την πρώτη άτυπη Διάσκεψη των Υπουργών Χωροταξίας στη Νάντ το 1989 έως τη Διάσκεψη του Ιουνίου 1997 στο Noordwijk η πορεία που έχει γίνει είναι αξιόλογη, όπως επίσης σημαντική είναι και η εμβάθυνση των θεματικών, από τις πρώτες μελέτες για τον χώρο που έγιναν στο Ευρώπη 2000 έως στην παρουσίαση του πρώτου επίσημου σχεδίου για το πρόγραμμα ανάπτυξης του ευρωπαϊκού χώρου (ESDP) και στην υπό εξέταση ανακοίνωση.

3.2. Τα διάφορα έγγραφα που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή και οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε θεματικές όπως είναι η χωροταξία, η περιφερειακή ανάπτυξη, η οικονομική και κοινωνική συνοχή. Η βιώσιμη ανάπτυξη σε αστικό περιβάλλον, η έρευνα και η ανάπτυξη, η προστασία της κληρονομιάς, οι μεταφορές επικοινωνία και κοινωνία της πληροφορίας, απασχόληση και επαγγελματική κατάρτιση, ο ρόλος των ΜΜΕ, η καταπολέμηση της εγκληματικότητας, η κοινωνική περιθωριοποίηση, κ.λπ., όχι μόνο ωθούν υπέρ της υλοποίησης των κατάλληλων παρεμβάσεων αλλά αποδεικνύουν επίσης ότι είναι πλέον καιρός να εισαχθεί χωρίς περαιτέρω μελέτες η έννοια της συντονισμένης πολιτικής στα πολεοδομικά θέματα (τόσο σε οριζόντια έννοια, όσον αφορά τις διαδικασίες και τα μέσα - όσο και σε κάθετη έννοια από την άποψη των αρμοδιοτήτων των ευθυνών και της επικουρικότητας).

3.3. Με αυτή την οπτική η ΟΚΕ αξιολογεί την ανακοίνωση της Επιτροπής, που αναμφίβολα έρχεται να καλύψει ένα κενό και αντιπροσωπεύει ένα πρώτο έγγραφο πραγματικής κατάρτισης μιας οργανικής πολιτικής της ΕΕ στα πολεοδομικά θέματα.

3.4. Η προώθηση μιας συζήτησης που θα είναι πραγματικά αποτελεσματική μπορεί να διευκολυνθεί εάν προσδιοριστούν προηγούμενα ορισμένες έγκυρες προτεραιότητες για το ευρωπαϊκό πολεοδομικό σύστημα γενικότερα και για τις πόλεις των διαφόρων περιοχών, ειδικότερα ενόψει του φόρουμ για τις πολεοδομικές πολιτικές που η Επιτροπή προτίθεται να οργανώσει το 1998.

3.5. Η κλίμακα προτεραιοτήτων εξυπηρετεί στο να προσανατολίσει τις επιλογές, επικεντρώνοντας καλύτερα τους στόχους που θα πρέπει να επιδιωχθούν. Ακόμη και σε ότι αφορά τους δημοσιονομικούς πόρους, ο προσδιορισμός των αναγκών που προκύπτουν και που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν επιτρέπει έναν πιο αποτελεσματικό προγραμματισμό και μια εκ των υστέρων επαλήθευση των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί.

3.6. Η εργασία που έγινε από την Επιτροπή τους τελευταίους αυτούς χρόνους είναι σημαντική, χρειάζεται όμως περαιτέρω ενίσχυση, και από την άλλη πλευρά θα πρέπει να γίνει όσο το δυνατό πιο σύντομα στο επίπεδο των κρατών μελών.

3.7. Δεν υπάρχει αμφιβολία πράγματι ότι τα προβλήματα των πόλεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της επικουρικότητας. Ο ρόλος της Ένωσης είναι να ενισχύσει και να αναπτύξει, οδηγώντας επίσης τις κατάλληλες σηματοδοτήσεις, όμως η κύρια ευθύνη παραμένει στα κράτη μέλη και στις τοπικές κυβερνήσεις.

3.7.1. Δικαίως στην ανακοίνωση υπενθυμίζεται ότι «επαφίεται κυρίως στα κράτη μέλη να καταρτίσουν την πολεοδομική πολιτική του επόμενου αιώνα» προσθέτοντας αμέσως μετά ότι «είναι χρήσιμο να δεσμευθούν οι υπεύθυνοι σε όλα τα επίπεδα σε ένα κύκλο διασυνδέσεων και συνυπευθυνότητας, προς το σκοπό της καλύτερης πολιτικής ολοκλήρωσης».

3.8. Στην ΕΕ εναπόκειται κυρίως ο ρόλος του προωθητή και του ενισχυτή με τον προσδιορισμό των κύριων κατευθύνσεων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα κράτη μέλη.

3.9. Προς το σκοπό αυτό η Επιτροπή θα πρέπει ακόμη να εξοπλιστεί για να αντιμετωπίσει τις νέες απαιτήσεις και ευθύνες που απευθύνονται σ' αυτή. Η ΟΚΕ, συνεπώς, κρίνει θετική την απόφαση της Επιτροπής να εξετάσει «τις διαδικασίες μιας ενδεχόμενης προσαρμογής του συστήματος εσωτερικού συντονισμού που διαθέτει στην υπηρεσία της πολεοδομικής ανάπτυξης» στο φως των αποτελεσμάτων της συζήτησης που προκαλείται ήδη για την ανακοίνωση.

3.10. Η αξιολόγηση των επιπτώσεων στις αστικές συγκεντρώσεις θα πρέπει να αποτελέσει ένα είδος κόκκινης γραμμής στο συντονισμό των κοινοτικών πολιτικών που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση, τις πολιτικές για τις υποδομές, τον τομέα της ενέργειας, τα δίκτυα, το περιβάλλον, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της εγκληματικότητας. Με τον τρόπο αυτό τα αποτελέσματα των πολιτικών αυτών θα είναι πολύ πιο κοντά σε αυτό που επιδιώκεται και θα επιτευχθούν αποτελέσματα πολύ πιο κοντά στις πραγματικές απαιτήσεις των πολιτών.

3.11. Έως τώρα ο συντονισμός αυτός ήταν ευκαιριακός και όχι στρατηγικός. Η νέα διάσταση αντιθέτως θα ολοκληρώσει την προσέγγιση από τα κάτω, που είναι απολύτως απαραίτητη για μια πολιτική που θίγει την καθημερινή ζωή των πολιτών και το τοπικό επίπεδο διακυβέρνησης, με μια οπτική και μια στρατηγική ευρωπαϊκή διάθεση. Σχετικά με αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι η αρχή της επικουρικότητας πρέπει να ισχύει και για σχέσεις μεταξύ των κρατικών και δημοτικών διοικήσεων.

3.12. Στο εσωτερικό του πλαισίου αυτού, οι επιμέρους κοινοτικές πολιτικές (δίκτυα περιβάλλον απασχόληση καταπολέμηση του αποκλεισμού κ.λπ.) θα πρέπει να έχουν «σαφείς στόχους και προθεσμίες συγκεκριμένες για τη βελτίωση του αστικού πλαισίου» - όπως δικαιολογημένα διαβεβαιώνει η Επιτροπή - και θα πρέπει να προσαρμοστούν «στο φως της βιωσιμότητας» δεδομένου ότι η κάθε μια από αυτές επιδρά κατευθείαν στην ανάπτυξη και στην ποιότητα της ζωής των αστικών κέντρων.

3.12.1. Αυτοί οι στόχοι και αυτές οι προθεσμίες μπορούν να αποτελέσουν ένα είδος «ευρωπαϊκής πολεοδομικής ατζέντας» στην οποία θα οριοθετηθούν με σαφήνεια και θα περιγραφούν η συνολική στρατηγική, οι πρωταρχικές παρεμβάσεις, οι πόροι που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, τα αναμενόμενα αποτελέσματα, οι παράμετροι επαλήθευσης.

3.12.2. Στα πλαίσια αυτά η ΟΚΕ κρίνει ότι είναι σκόπιμο να αξιολογηθούν αναληφθούν και αναδιοργανωθούν και να ενισχυθούν μέσα όπως:

- το παρατηρητήριο χωροταξίας 7

- τα ευρωπαϊκά εργοτάξια για τον χωροταξικό σχεδιασμό εσωτερικών περιοχών και παραμεθόριων αστικών και αγροτικών κέντρων στα διάφορα κράτη μέλη 7

- οι κατάλληλες πρακτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν κατά την ανταλλαγή εμπειριών και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων.

3.13. Επιπλέον η ΟΚΕ κρίνει σκόπιμο να συμπεριλάβει το 5ο πολυετές πρόγραμμαπλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης (1998-2002), μεταξύ των θεμελιωδών στόχων του, την επίλυση των προβλημάτων της πολεοδομικής ανάπτυξης, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις ενέργειες σχετικά με τις «μελλοντικές πόλεις» και την «ευρωπαϊκή πολιτιστική και αρχιτεκτονική κληρονομιά» σε στενή σύνδεση με τις δράσεις των Διαρθρωτικών Ταμείων και του Ταμείου Συνοχής ().

4. Η πόλη για τους πολίτες: υπηρεσίες, ποιότητα της ζωής και συμμετοχή

4.1. Το ευρωπαϊκό αστικό σύστημα, με τις ιδιαιτερότητές του, μπορεί αποτελεσματικά να συνδυάσει την οικονομική ανάπτυξη με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη. Η ισχυρή αίσθηση ταυτότητας των πολιτών, η τάση για κοινωνική συνοχή, η ισορροπία μεταξύ της πόλης και της υπαίθρου αποτελούν παλαιό στοιχείο των ευρωπαϊκών πόλεων, σταθερά θεμελιωμένο στον ίδιο της το χώρο. Αποτελεί σημαντική κληρονομιά κατανεμημένου πλούτου, στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, που την διαθέτει ακόμη η αγωγή των πολιτών στις ευρωπαϊκές πόλεις και που διαθέτει σημαντικές δυνατότητες για μια ανάπτυξη στην οποία θα συμμετέχει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός χώρος, ενόψει των οικονομικών κοινωνικών και περιβαλλοντικών βελτιώσεων.

4.2. Υπάρχουν όμως επίσης κίνδυνοι που οφείλονται στις αλλαγές που έχουν συντελεστεί. Οι πόλεις παρουσιάζονται, στο επίπεδο της υλικότητάς τους, ως οργανισμοί σε διαδικασία μετασχηματισμού, τόσο υπό την ώθηση της συνεχούς ανάπτυξης όσο και λόγω των αποτελεσμάτων των διαδικασιών επιδείνωσης που προκαλούν αργές, αλλά μόνιμες μεταβολές.

4.2.1. Ο συνολικός ανταγωνισμός προτείνει ή επιβάλλει οικονομικές μεταβολές με ισχυρές επιπτώσεις στις πόλεις από κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη. Η καινοτομία και οι τεχνολογίες έχουν αυξήσει την πολιτιστική κληρονομιά των πόλεων, πλουτίζοντάς τες περισσότερο και προσφέροντας νέες ευκαιρίες απασχόλησης.

4.3. Οι αναλύσεις για την πολεοδομική φθορά και για επακόλουθα κοινωνικά προβλήματα είναι πολυάριθμες και άλλες τόσες είναι επίσης οι διαγνώσεις και οι προτάσεις παρέμβασης.

4.3.1. Στη λογική του παρόντος εγγράφου, υφίσταται κυρίως η προσοχή σε όσα έχουν δηλωθεί στη γνωμοδότηση για τον «Ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον πολεοδομικό τομέα» στην οποία υπογραμμίζονταν ότι ο στόχος των παρεμβάσεων «δεν μπορεί να είναι σίγουρα μόνο η εξυγίανση των κτιρίων και η πολεοδομική αναμόρφωση (...) αλλά θα πρέπει να τείνει να τροποποιήσει τις κοινωνικές οικονομικές αιτίες, τις αιτίες που σχετίζονται με την απασχόληση τις πολιτιστικές επίσης αιτίες για την κοινωνική και πολεοδομική περιθωριοποίηση» ().

4.4. Και σκοπίμως προτείνονταν, για να εξακριβωθούν πραγματικές λύσεις στα προβλήματα, να μεταφερθεί η προσοχή από τα αποτελέσματα (οικοδομική και πολεοδομική φθορά, ανεργία, κοινωνική περιθωριοποίηση) στις αιτίες (έλλειψη δυνατοτήτων εργασίας, ελλείψεις και αστάθεια των πολιτιστικών προτύπων, έλλειψη πιστώσεων κ.λπ.) με επακόλουθο «την αναδιάρθρωση των μηχανισμών πολεοδομικής ανάπτυξης και κατανομής των κερδών που προκύπτουν από το σύστημα των υπηρεσιών, των υποδομών, των μεταφορών κ.λπ.» ().

4.5. Αυτή η διατύπωση από τη μια πλευρά μεταθέτει αναγκαστικά στην αξιολόγηση των τομεακών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ειδική και συγκεκριμένη οπτική των επιπτώσεων στο αστικό περιβάλλον 7 από την άλλη θέτει το πρόβλημα των απαντήσεων που θα πρέπει να δοθούν στον πολίτη από τις υπηρεσίες είτε αυτές ανήκουν στη δημόσια είτε στην ιδιωτική διαχείριση.

4.5.1. Πρέπει να υπογραμμιστεί η θεμελιώδης σημασία των δημόσιων υπηρεσιών στην πολεοδομική ανάπτυξη, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που είνα κοινωνικά επωφελείς και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής ().

4.6. Από τις μεταφορές στη διανομή της ενέργειας, από τα τηλεματικά δίκτυα στα οφέλη που παρέχουν οι χώροι πρασίνου 7 από τις υπηρεσίες για τα παιδιά στις ανάγκες των αναπήρων, από τις επιδιώξεις εγκαταστάσεων στις απαιτήσεις για ελεύθερο χρόνο (κινηματογράφος, θέατρα, χώροι συναυλιών, αθλητικές εγκαταστάσεις): η πόλη αποτελεί το κέντρο διασύνδεσης για τον πολίτη, οι υπηρεσίες της καθορίζουν την ποιότητα της ζωής και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.

4.7. Θα πρέπει να υπάρξει σημαντική μεταβολή στον προγραμματισμό, στην υλοποίηση και στη διαχείριση των υποδομών και των υπηρεσιών, είτε αυτές υπεισέρχονται στην αρμοδιότητα των τοπικών αρχών είτε άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων.

Οι υποδομές για παράδειγμα δεν μπορούν να καταρτίζονται μόνο από τη σκοπιά της παροχής μιας υπηρεσίας ή ως μέσο για την παραγωγή απασχόλησης: θα πρέπει επίσης να αποτελούν ευκαιρίες για την αναδιοργάνωση των πολεοδομικών χώρων και του χώρου γενικότερα, αυξάνοντας τις δυνατότητες για τους πολίτες και βελτιώνοντας την ανταγωνιστική ικανότητα του παραγωγικού και εμπορικού πλαισίου.

4.8. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθεί η συμμετοχή των πολιτών και ο ρόλος των οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών που μπορούν να παρεμβαίνουν στον πολεοδομικό προγραμματισμό, ξεπερνώντας τις παγιωμένες πρακτικές διαχείρισης μεταξύ κεντρικών και τοπικών διοικήσεων και των λίγων εμπειρογνωμόνων που διαλέγουν αυτές.

4.9. Είναι σημαντικό να διασταυρωθεί η άσκηση της τοπικής δημοκρατίας με τη συμβολή που μπορούν να επιφέρουν οι ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών (για παράδειγμα τα πανεπιστήμια, οι οργανώσεις και τα πολιτιστικά κέντρα, οι κοινωνικές δυνάμεις, κ.λπ.).

4.10. Πρέπει να ενθαρρυνθούν οι διάφορες μορφές εξελιγμένης κοινοπραξίας, που να ενώσουν με συντονισμένο τρόπο την πρωτοβουλία και τη δέσμευση των διαφόρων δημόσιων διοικήσεων με τη συμβολή των κοινωνικοοικονομικών οργανώσεων, των ομάδων που συγκροτούνται με πρωτοβουλία των ίδιων των ενδιαφερόμενων πολιτών και με επαγγελματικούς οργανωτικούς πόρους και ιδιωτική χρηματοδότηση σε προγράμματα που θα αποβλέπουν να ικανοποιήσουν το συμφέρον των τοπικών κοινοτήτων.

Αυτές οι μορφές κοινοπραξίας έχουν ισχυρή αξία ως παράγοντες κοινωνικής συνοχής και επιπλέον έχουν ένα δυναμικό προώθησης της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας των διαδικασιών που ακολουθούν οι διοικήσεις που κυβερνούν την περιοχή.

4.11. Η εξακρίβωση των πρωταρχικών απαιτήσεων για υποδομές και υπηρεσίες αποτελεί σημαντικό θέμα στη διαχείριση της πόλης και του χώρου, δεδομένου προφανώς ότι αποτελεί πεδίο σύγκρουσης ομάδων συμφερόντων.

4.11.1. Κατά την επιλογή των προτεραιοτήτων χρειάζεται κυρίως να αξιολογηθεί ως πρωταρχικής σημασίας το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και δίπλα σ'αυτό να θεσπισθούν ακριβείς «κανόνες του παιχνιδιού», πρόβλεψη ακροάσεων, διαβουλεύσεις και διαδικασίες λήψεως αποφάσεων, με τρόπο ώστε να υπάρξει όσο γίνεται πιο αποτελεσματική και διαφανής σύνθεση των συμφερόντων.

4.12. Χρειάζεται επιπλέον να διασφαλιστούν συνθήκες πρόσβασης στις υπηρεσίες για όλους τους πολίτες. Στα πλαίσια αυτά ο ρόλος της ΕΕ μπορεί να είναι αποφασιστικός. Όπως τονίζει η ίδια η Επιτροπή στην ανακοίνωση «μολονότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να καταρτίζουν τις δικές τους πολιτικές στον τομέα και ανεξάρτητα από το ποιος παρέχει ειδικά τις υπηρεσίες, είναι προφανές ότι αυτές θα πρέπει να εξυπηρετούν την κοινωνία στο σύνολο της διασφαλίζοντας στη συνέχεια την ισοδυναμία της πρόσβασης τον γενικό χαρακτήρα και τη διαφάνεια» (σημείο 3.2).

4.13. Αποκατάσταση των αστικών ανισοτήτων

Ένα άλλο σύνθετο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τόσο οι μεγάλες μητροπόλεις όσο και οι μέσες πόλεις είναι η επιδίωξη της ισορροπίας κέντρου-περιφέρειας.

4.13.1. Και στο επίπεδο αυτό υπάρχει πολύ εργασία ανάλυσης, οι προσεγγίσεις είναι διαφορετικές και συσσωρεύονται πλέον πολυάριθμες εμπειρίες πολύ ενδιαφέρουσες, τόσο όσον αφορά τις παρεμβάσεις ανάκτησης των ιστορικών κέντρων όσο και εκείνες εξυγίανσης και αξιοποίησης των περιφερειακών συνοικιών.

4.13.2. Η πολεοδομική ανάπτυξη ειδικότερα, θεωρούμενη ως οικονομική και λειτουργική αξιοποίηση της δημόσιας ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας που βρίσκεται σε κατάσταση φθοράς στα αστικά κέντρα, μπορεί να αποτελέσει μεταξύ των άλλων μια σημαντική ευκαιρία δημιουργίας νέας απασχόλησης και τοπικής ανάπτυξης.

4.13.3. Στις ενέργειες ανάκτησης θα πρέπει κυρίως να θεωρηθούν πάνω από όλα η αναστύλωση και η προστασία των ιστορικών καλλιτεχνικών μνημείων και του τοπίου 7 και επίσης οι ενέργειες για την εξυγίανση, τη διατήρηση και τη βελτίωση του υπάρχοντος κτιριακού δυναμικού. Οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να ενταχθούν σε ολοκληρωμένα προγράμματα εξυγίανσης των πόλεων.

4.13.4. Χρειάζεται οπωσδήποτε να προστατευτεί ο κοινωνικός ιστός των παγιωμένων οικιστικών περιοχών καθώς και ο μικροπαραγωγικός ιστός της βιοτεχνίας και του μικρού εμπορίου, με σεβασμό έτσι της ιστορικής μνήμης του κοινωνικού και πολιτιστικού ιστού της τοπικής κοινωνίας. Πρόκειται κυρίως για την προσπάθεια να διατηρηθεί μια ζωτική ισορροπία που έχει βαθιές κοινωνικο-πολιτιστικές αξίες που χαρακτηρίζουν την ίδια την πόλη δρώντας έτσι ώστε η αποκατάσταση των κτιρίων να μην οδηγεί στον αποκλεισμό όσων τα κατοικούν. Η ισορροπία αυτή συνδέεται επίσης και με τον σεβασμό και την τόνωση της ταυτότητας των ίδιων των πολιτών και του συναισθήματος της ένταξής τους.

4.14. Στο αντίθετο μέτωπο βρίσκεται το πρόβλημα των περιφερειών, που συχνά έχουν παραγνωριστεί και έχουν περιοριστεί σε απλά κινητήρια. Σε ορισμένες ειδικά φθαρμένες συνοικίες ο κόμβος των αντιθέσεων είναι τόσο ισχυρός που θέτει καθημερινά σε κρίση την ίδια τη δυνατότητα κοινωνικής συμβίωσης που βασίζεται στη σύγχρονη αντίληψη των δικαιωμάτων του πολίτη. Απ'αυτό προκύπτει η δημιουργία μεγάλων κενών στον συνδετικό ιστό της συλλογικής ζωής των πόλεων.

4.15. Είναι σημαντικό συνεπώς οι υπεύθυνοι για τις πολεοδομικές πολιτικές να θέσουν ως θεμελιώδη στόχο την αξιοποίηση των υποβαθμισμένων συνοικιών, δεσμεύοντας για το σκοπό αυτό ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους.

4.15.1. Η προσπάθεια αυτή δεν θα πρέπει να επικεντρωθεί συνολικά στο κτιριακό πολεοδομικό στοιχείο αλλά θα πρέπει να υιοθετηθεί μια στρατηγική παρέμβασης που να είναι ικανή να δράσει όχι μόνο στις υλικές πτυχές της φθοράς, είτε αυτές είναι κτιριακές πολεοδομικές είτε περιβαλλοντικές, αλλά επίσης και στις πιο σημαντικές κοινωνικές προβληματικές της απασχόλησης και της περιθωριοποίησης τόπων συνεύρεσης, και δομών που προορίζονται για τους νέους και τους ηλικιωμένους. Χρειάζεται να αντιμετωπιστούν οι συνοικίες και οι διάφορες περιφέρειες ως όργανα ενός ενιαίου συνόλου που διαθέτει τη δική του προσωπικότητα, όργανα που θα πρέπει να συνδεθούν μεταξύ τους με τα κατάλληλα μέσα και κριτήρια.

4.15.2. Ακόμη και σ' αυτές τις περιπτώσεις (αναζωογόνηση του κέντρου και αξιοποίηση των περιφερειών) έχει εγκυρότητα η διαδικασία που ξεκινά από τα κάτω προς τα πάνω μέσω μιας ισχυρής συμμετοχής των πολιτών, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, των κοινωνικών εταίρων και των πολιτιστικών ιδρυμάτων.

4.15.3. Τα διάφορα κέντρα, που υπάρχουν στον μητροπολιτικό χώρο αλλά είναι συνδεδεμένα σε ένα αποτελεσματικό δίκτυο μεταφορών και επικοινωνιών, μπορούν να προσελκύσουν λειτουργίες που είναι επίσης πολύτιμες, και οι οποίες φεύγουν από το ιστορικό κέντρο και υλοποιώντας έτσι ταυτόχρονα ένα σύνολο αξιοποίησης των περιφερειακών χώρων και αποσυμφόρησης των κεντρικών περιοχών.

4.15.4. Ο τελικός στόχος θα πρέπει να είναι να υπάρξει σε κάθε γειτονιά, σε κάθε περιφέρεια «μια μικρή πόλη μέσα στην πιο μεγάλη πόλη» και διάφορα χαρακτηριστικά, ικανά να αναπτύξουν στους κατοίκους τους μια αίσθηση ένταξης, μια κοινωνική αναγνώριση, μια διαδεδομένη αλληλεγγύη (). Με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνονται επίσης τα μέτρα που αποβλέπουν στην υποστήριξη στρατηγικών για την ανάκτηση των συνοικισμών που χαρακτηρίζονται από στοιχεία αυτάρκειας και λειτουργίας που συνδέεται στενά με τη συνολική πολεοδομική ανάπτυξη.

5. Οι πόλεις, τόπος και μέσο συνοχής: ο ρόλος των Διαρθρωτικών Ταμείων

5.1. Τα Διαρθρωτικά Ταμεία μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής πολεοδομικής παρέμβασης.

5.1.1. Για να επιτευχθεί μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στη χρήση των ταμείων για πολεοδομικούς λόγους, χρειάζεται να υιοθετηθεί κυρίως «μια ολοκληρωμένη στρατηγική μεταξύ των δράσεων στις αστικές ζώνες και στις γειτονικές τους περιοχές και από την άποψη των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων».

5.2. Ο στόχος της κοινωνικο-οικονομικής συνοχής, ουσιαστικός στόχος των ταμείων, βρίσκει στα προβλήματα των αστικών περιοχών έναν από τους κατ' εξοχήν χώρους του, τόσο λόγω της σημασίας των προβλημάτων αυτών όσο και λόγω των άμεσων επιπτώσεών τους στο κοινωνικό επίπεδο.

5.2.1. Η εμφάνιση υψηλής ανεργίας των νέων, η κίνδυνοι αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων και ολόκληρων συνοικιών, η νέα φτώχεια, οι ανάγκες των ηλικιωμένων και των αναπήρων, η ανάπτυξη της εγκληματικότητας, η περιβαλλοντική φθορά αποτελούν προτεραιότητες που απαιτούν συνεχείς οικονομικές παρεμβάσεις.

5.2.2. Σήμερα, σύμφωνα με αξιολογήσεις της Επιτροπής () το 40 % των χρηματοδοτήσεων ΕΤΠΑ (στόχοι 1 και 2) καθώς και ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 50 % έως 80 % του Ταμείου Συνοχής χρησιμοποιούνται για παρεμβάσεις στις αστικές ζώνες. Πρόκειται για ένα σημαντικό τμήμα της διαρθρωτικής υποστήριξης.

5.2.3. Σίγουρα τα τελευταία χρόνια έχουν συντελεστεί, σε κοινοτικό επίπεδο σημαντικά βήματα για να βοηθούν οι πόλεις να αντιμετωπίσουν τα πιο σοβαρά προβλήματά τους, όχι όμως πάντοτε με αποτελέσματα που ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες κυρίως λόγω της διάσπασης των παρεμβάσεων δεδομένου ότι δεν υπάρχει μια συνολική στρατηγική και επικρατεί η διαδικασία «από κάτω προς τα πάνω», στην επιλογή των στόχων.

5.2.4. Η ΟΚΕ κρίνει ότι η μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων αποτελεί την ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί για μια ουσιαστική μεταβολή κατεύθυνσης.

5.3. Στις πόλεις ζει και εργάζεται το 80 % του πληθυσμού: οι παρεμβάσεις στα πολεοδομικά προβλήματα συνεπώς αποκτούν γενικότερη αξία και θα πρέπει να αποτελέσουν τίτλο προτίμησης στη χορήγηση των πόρων και η ίδια επεξεργασία των διαρθρωτικών πολιτικών γενικότερα θα πρέπει να έχει μεταξύ των σημαντικών αξόνων της την πολεοδομική διάσταση.

5.3.1. Επιπλέον είναι ουσιαστικό να αντιστραφεί η λογική της επιλογής των στόχων που θα πρέπει να επιτευχθούν μέσω των χρηματοδοτήσεων, προχωρώντας από «τα κάτω προς τα πάνω» δηλαδή επιτρέποντας τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων κοινοτήτων και των υπεύθυνων της τοπικής διακυβέρνησης.

5.3.2. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται επίσης η Επιτροπή, όταν δηλώνει «ότι είναι σημαντικό να συνδεθούν οι τοπικές αρχές με την κατάρτιση και την εφαρμογή των προγραμμάτων περιφερειακής ανάπτυξης». Αυτό προϋποθέτει ωστόσο ότι οι τοπικές αρχές διαθέτουν τις απαραίτητες γι' αυτό αρμοδιότητες.

5.4. Οι αστικές περιοχές κατά τη μεταρρύθμιση των διαρθρωτικών ταμείων θα πρέπει να αποτελέσουν άμεσους αποδέκτες των πόρων, σε μια λογική συντονισμού και ολοκλήρωσης με τις χρηματοδοτήσεις που προορίζονται για τις περιφέρειες, με ισχυρή άμεση συμμετοχή των πολιτών, των κοινωνικών εταίρων, και της τοπικής διακυβέρνησης.

5.4.1. Η ΟΚΕ εκτιμά θετικά τη νέα προσέγγιση της Επιτροπής σε σχέση με τις αστικές περιοχές κατά τη μεταρρύθμιση των Διαρθρωτικών Ταμείων.

5.4.2. Στο κεφάλαιο ΙΙ.2 του «Ατζέντα 2000» σχετικά με το νέο Στόχο 2 δηλώνεται ότι με τους σχετικούς πόρους θα χρηματοδοτηθούν επίσης παρεμβάσεις που αφορούν «ζώνες σε φάση οικονομικής μετατροπής» 7 και σχετικά με τα νέα προγράμματα υπέρ των ζωνών του νέου Στόχου 2, αναφέρονται επίσης «οι αστικές συνοικίες σε δύσκολη κατάσταση».

5.4.2.1. Πιο πέρα αναφέρονται επίσης «οι εγκαταλελειμμένες αστικές ζώνες» όταν γίνεται λόγος για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. Τέλος αναφέρεται ότι «η ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών θα πρέπει να βασίζεται σε μια καλύτερη διάρθρωση μεταξύ πόλεως και υπαίθρου, με τρόπο ώστε να διευκολυνθεί η διαφοροποίηση των βιομηχανικών βιοτεχνικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων και γενικότερα των δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα».

5.4.2.2. Ωστόσο, κρίνεται, βάσει των θεωρήσεων που έγιναν ως εδώ, λόγω της σημασίας και της επιτακτικότητας των προβλημάτων που χαρακτηρίζουν τις αστικές περιοχές, ότι θα ήταν χρήσιμη μια πιο ρητή αναφορά στον πολιτικό ρόλο και το βάρος των σχεδίων, και των προτεραιοτήτων για τις δαπάνες στα πλαίσια της μεταρρύθμισης των Διαρθρωτικών Ταμείων που προβλέπεται από το «Agenda 2000», όπως επίσης ότι είναι αναγκαίο να αξιοποιηθεί ο θεμελιώδης ρόλος της κοινοπραξίας σε όλη τη διαδικασία που ακολουθούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία, από τον προγραμματισμό έως την τελική αξιολόγηση (). Στο εσωτερικό των περιφερειακών προγραμμάτων του Στόχου Ι είναι επίσης σκόπιμο να εξακριβωθεί με ποίο τρόπο μπορεί να ενσωματωθεί η πολεοδομική διάσταση λαμβανομένου υπόψη ότι η ευρωπαϊκή πολεοδομική πολιτική δεν μπορεί να μη συμπεριλάβει τις περιφέρειες που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη και οι οποίες χαρακτηρίζονται από σοβαρές δυσκολίες εισοδήματος, παραγωγικής διάρθρωσης και απασχόλησης.

5.4.3. Η ΟΚΕ επιπλέον συμφωνεί με την υπό εξέταση ανακοίνωση η οποία προτείνει:

- να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες των Διαρθρωτικών Ταμείων στους θύλακες αστικής ανεργίας 7

- να αξιοποιηθεί η εμπειρία Urban και Integra 7

- να μεταφερθεί η εμπειρία και οι ορθές πρακτικές της πολεοδομικής ανάπτυξης.

Η ΟΚΕ κρίνει, ωστόσο, ότι πέρα από τις προοπτικές που προβλέπονται στην «Agenda 2000», η προσέγγιση που έχει θετικά επιχειρηθεί με το «Urban» πρέπει να συνεχισθεί λόγω της πολιτικής σημασίας που απέκτησε και λόγω της ολοκληρωμένης θεώρησης με την οποία αντιμετωπίζονται τα προβλήματα των φτωχών αστικών περιοχών.

Επιπλέον, είναι προς το συλλογικό συμφέρον και των προς το συμφέρον των κοινωνικοοικονομικών εταίρων να ζητηθεί η ουσιαστική ενίσχυση των προγραμμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του ΕΤΠΑ για την ανάπτυξη, ευέλικτων λειτουργικών μέσων που να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στην ιδιομορφία της τοπικής πραγματικότητας και της μεταβολής των πλαισίων. Η ΟΚΕ ζητεί στη συνέχεια να εξετασθεί η δυνατότητα ειδικής διασύνδεσης των παρεμβάσεων της ΕΤΕ και του ΕΤΕ στα πλαίσια των συντονισμένων εθνικών και κοινοτικών δράσεων.

5.4.4. Κατά τη διάθεση των πόρων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι οι πόλεις είναι όλο και περισσότερο κέντρα ανάπτυξης, ότι είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανταγωνιστικότητα μίας περιφέρειας και ότι ταυτόχρονα αποτελούν την περιοχή μεγαλύτερης συγκέντρωσης των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.

5.4.5. Συνεπώς, αν οι αστικές περιοχές γίνουν ένας από τους κατ'εξοχήν αποδέκτες των πόρων ΤΑ θα τους επιτραπεί να αντιμετωπίσουν άμεσα ορισμένες κοινωνικές και οικονομικές επείγουσες καταστάσεις, όπως είναι η ανεργία των νέων, η ανεργία μεγάλης διάρκειας, οι νέες μορφές φτώχειας και ο κοινωνικός αποκλεισμός των νέων μεταναστών.

5.5. Μέσω της χρήσης των Διαρθρωτικών Ταμείων πρέπει επίσης να χρηματοδοτηθούν ολοκληρωμένα μέτρα: να δημιουργηθούν επιχειρήσεις, να βελτιωθούν υποδομές και το περιβάλλον, να προσφερθεί επιμόρφωση και κοινωνικές υπηρεσίες, να προωθηθούν ισοδύναμες ευκαιρίες απασχόλησης.

5.5.1. Οι πόλεις μπορούν να γίνουν το κέντρο της τοπικής ανάπτυξης και στην οπτική αυτή, για παράδειγμα, θα πρέπει να αναφερθεί επίσης και ως θετική επιλογή η παρακολούθηση της εμπειρίας των Τοπικών Συμφώνων Απασχόλησης, που μπορούν να αποτελέσουν το μέσο προώθησης και αξιοποίησης της τοπικής ανάπτυξης. Αυτά τα μέσα συχνά έχουν ως κέντρο των δραστηριοτήτων τις πόλεις και τα προβλήματα της απασχόλησης και του αποκλεισμού. Εξάλλου αυτές είναι οι ενέργειες που ο πολίτης αισθάνεται πιο κοντά στις απαιτήσεις του.

6. Τα δίκτυα των πόλεων: ενημέρωση, ανταλλαγή και μεταφορά της καινοτομίας

6.1. Είναι σημαντικό επίσης να ενταθεί η ανταλλαγή και η μεταφορά των θετικών εμπειριών, των ορθών πρακτικών και της καινοτομίας.

6.2. Η ΟΚΕ δράττεται της ευκαιρίας για να υπενθυμίσει ότι σε πολλά σημεία του πρώτου επίσημου σχεδίου του SDEC υποστηρίζεται «η σκοπιμότητα υποβολής του εγγράφου σε ευρεία συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο», πριν μετασχηματιστεί σε λειτουργικές αποφάσεις.

Η ΟΚΕ εκφράζει την ευχή να είναι η συζήτηση αυτή όσο γίνεται πιο ευρεία και εμπεριστατωμένη και στην οποία να συμμετάσχουν όχι μόνο τα εθνικά και κοινοτικά όργανα, αλλά επίσης οι κοινωνικοί εταίροι, οι ΜΜΟ και οι ενδιαφερόμενες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

6.3. Η πρωτοβουλία του πολεοδομικού Audit, που προβλέπεται από την Επιτροπή για να «αξιολογηθούν τα σημαντικά σημεία και οι ελλείψεις των ευρωπαϊκών πόλεων» έχει μεγάλη σημασία για τον προσδιορισμό μιας νέας προσέγγισης των κοινοτικών πολιτικών στα πολεοδομικά θέματα. Πέρα από το ότι αφορά την ΕΕ, ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επεκταθεί σε ορισμένες πόλεις, που θα επιλεγούν με αυστηρότητα, άλλων χωρών επιτρέποντας έτσι να συγκριθεί η πολεοδομική ανάπτυξη εντός και εκτός της Ένωσης και να επιχειρηθεί μια συγκριτική ανάλυση.

6.4. Η μεθοδολογία της Επιτροπής, που ξεκινά από την επισήμανση των προβλημάτων, από τα κάτω, με την άμεση συμμετοχή των τοπικών αρχών, θα επιτρέψει να υπάρξει ένα ευρύ και λεπτομερές πλαίσιο της «βιωσιμότητας» της ανάπτυξης των πόλεων, τελειοποιώντας συνεπώς τα διάφορα μέσα και αποκτώντας πληροφορίες που θα είναι πολύ χρήσιμες τα επόμενα χρόνια για να κατευθυνθούν πιο σωστά οι κοινοτικές πολιτικές.

6.5. Αυτές οι επιλογές στρέφονται προς την κατεύθυνση της επιβεβαίωσης όσων έχει υποστηρίξει η ΟΚΕ προηγούμενα σχετικά «με τη σκοπιμότητα να αναπτύξει η ΕΕ μια συστηματική δράση της παρακολούθησης της κατάστασης των πόλεων, των προγραμμάτων ολοκληρωμένης» πολεοδομικής ανάπτυξης και των αποτελεσμάτων που προκύπτουν (), καθιστώντας διαθέσιμα σε όλους τα αποτελέσματα. Η ΟΚΕ συνεπώς εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρωτοβουλία της Επιτροπής.

6.6. Πέρα όμως από αυτό το σημαντικό στάδιο κατάρτισης και κοινοτικής συζήτησης, είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τα δίκτυα και οι ανταλλαγές εμπειριών και συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων πόλεων της Ευρώπης. Πέρα από τις τοπικές κυβερνήσεις, είναι σημαντικό να συμμετάσχει σ' αυτές τις ανταλλαγές και η κοινωνία των πολιτών, ο κόσμος των πανεπιστημίων και της έρευνας, πολεοδόμοι και μελετητές της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

6.6.1. Μπορεί να αναφερθεί για παράδειγμα ο πλούτος της συζήτησης και η μεγάλη συμμετοχή τεχνικών και μελετητών από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η «Biennale των πόλεων και των πολεοδόμων της Ευρώπης» που μετά τη συνεδρίαση στη Λυών το 1995 πραγματοποιήθηκε πάλι τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Ρώμη.

6.7. Συνεπώς είναι σημαντικό να ενταθούν οι υπερεθνικές συναλλαγές εμπειριών μεταξύ των πόλεων για να περισυλλεχθούν και να αποθησαυριστούν όλες οι επωφελείς και σημαντικές εμπειρίες σχετικά με την πολεοδομική εξυγίανση και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Η Επιτροπή πρέπει να αξιοποιήσει, επίσης, την εργασία που έχει γίνει και τις εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί από οργανώσεις και δίκτυα, όπως είναι η εκστρατεία για τις βιώσιμες πόλεις.

6.7.1. Οι ευκαιρίες είναι άνισες και συζητήσεις μεταξύ δημάρχων, τεχνικών και διοικητικών παραγόντων των πόλεων όλων των κρατών θα πολλαπλασιαστούν, προς την κατεύθυνση διαφόρων θεμάτων σχετικά με τα κοινά προβλήματα, τις επιλύσεις που υιοθετούνται, και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται.

6.8. Η ΟΚΕ συμφωνεί με τις αξιολογήσεις της Επιτροπής σχετικά με τα προγράμματα συγχρηματοδότησης για μια σειρά δικτύων που αφορούν την οικονομική ανάπτυξη, τις ΜΜΕ, την τεχνολογία, την περιβαλλοντική εξυγίανση και τις ισοδύναμες ευκαιρίες.

Η δημιουργία και η ενίσχυση των δικτύων αυτών έχουν μεγάλη σημασία γιατί προσεγγίζουν τα άτομα, θέτουν σε αντιπαράθεση τις εμπειρίες, θεσπίζουν μια πρακτική συνεργασίας και ανταλλαγής που θα πρέπει να αποτελέσει τη βάση για μια Ευρώπη των πόλεων και των πολιτών.

7. Τελικές θεωρήσεις

7.1. Προκαταρκτικά

7.1.1. Η ΟΚΕ προτίθεται να υπογραμμίσει την πολιτική σημασία των πόλεων. Σ'αυτές ζει, όπως τονίστηκε, το 80 % των πολιτών της Ένωσης και από τη δημιουργικότητά τους η Ένωση αντλεί την αξιοπιστία για την επιτυχία των πολιτικών της και για την υλοποίηση των θεμελιωδών στόχων της.

7.1.2. Η ΟΚΕ κρίνει συνεπώς επιθυμητό και σκόπιμο να αναπτυχθεί, έστω και ενόψει των επικείμενων σημαντικών συναντήσεων στο θέμα της πολεοδομικής πολιτικής, με ακόμη πιο συνεχή δέσμευση, κάθε μορφή συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που δρα ήδη με αποφασιστικότητα στο πλαίσιο αυτό και το οποίο πιθανότατα να αποφασίσει να συστήσει ειδικό όργανο για το θέμα αυτό.

7.2. Συμπεράσματα

7.2.1. Καταρχάς, η ΟΚΕ κρίνει σκόπιμο να προσδιοριστούν ορισμένες προτεραιότητες στην πολεοδομική «ατζέντα» που συνδέονται με το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης, της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής και της βιώσιμης ανάπτυξης, με πιο ρητή μορφή απ'αυτή της Ανακοίνωσης.

7.2.2. Πρωταρχική πρέπει να είναι η προστασία και η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς των πόλεων. Αυτό αποτελεί την πρώτη «πολιτική επιλογή» που περιέχεται επίσης στο Σχέδιο SDEC του Ντόρντβικ και έχει επίσης συμβολική σημασία. Η ιστορική και καλλιτεχνική κληρονομιά των ευρωπαϊκών πόλεων ανήκει σε ολόκληρο τον κόσμο και αποτελεί μία από τις κυριότερες πηγές πλούτου που πρέπει να προστατευθεί και να αξιοποιηθεί.

7.2.3. Απ'αυτό λοιπόν απορρέει η απαίτηση για μια ισχυρή δέσμευση ανάκτησης, αναστήλωσης και συντήρησης των ιστορικών κέντρων όχι μόνο των μεγάλων καλλιτεχνικών πόλεων, αλλά και των μικρών και μεσαίων πόλεων, με ισχυρή πολιτιστική ταυτότητα που πρέπει να προστατευθεί και να ενισχυθεί.

7.2.4. Κατά δεύτερο λόγο η βιώσιμη και ολοκληρωμένη ανάπτυξη συνεπάγεται επίσης δέσμευση για την αναζωογόνηση των περιφερειών των πόλεων, οι οποίες κυρίως στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία για μία πολυκεντρική ανάπτυξη. Αυτό θα επιτρέψει να μειωθούν οι πιέσεις στα ιστορικά κέντρα και θα προσδώσει σαφή λειτουργία και κοινωνικοοικονομική οντότητα στις υποβαθμισμένες συνοικίες.

7.2.5. Η αναγκαιότητα αξιοποίησης της ποιότητας στις πόλεις πρέπει να απαντηθεί και με την ενίσχυση των νέων τεχνολογιών, των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών, που θα ενσωματώσουν τις πόλεις στη μητροπολιτική επικράτεια.

7.2.5.1. Η ΟΚΕ υπογραμμίζει την απαίτηση να δοθεί μεγάλη προσοχή επίσης στα προβλήματα των περιφερειακών πόλεων, που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση από την άποψη της συνολικής ανταγωνιστικότητας. Αυτό πρέπει να αναγνωριστεί με σαφήνεια και, συνεπώς, πρέπει να υιοθετηθούν πολιτικές αναδιανομής που να διευκολύνουν την εδαφική συνοχή και ολοκλήρωση.

7.2.6. Ο ρόλος των πόλεων σε μια κατάσταση παγκοσμιοποίησης της οικονομίας είναι ακόμη πιο σημαντικός στο μέτρο που οι επιμέρους διοικήσεις κατορθώσουν να οργανώσουν στρατηγικές ανάπτυξης, εξοπλισμού με υποδομές και υπηρεσίες σε μία οπτική ανταγωνιστικότητας.

Είναι ωστόσο επιθυμητό να αναπτυχθούν πολιτικές συντονισμού τέτοιες που θα επιτρέψουν να αποφευχθεί ότι ο στόχος της «οικονομικής αριστείας» να επιδιωχθεί εις βάρος των στόχων της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ποιότητας της ζωής. Η ανταγωνιστικότητα, αντίθετα, θα πρέπει να συμβάλει στην εξεύρεση συγκεκριμένων λύσεων σε μία σειρά έκτακτων κοινωνικών καταστάσεων, όπως είναι η ανεργία των νέων, η ενσωμάτωση των μεταναστών, η επανένταξη των περιθωριοποιημένων.

Ειδική προσοχή πρέπει να δοθεί στο διαρθρωτικό πρόβλημα των συνθηκών ζωής και του ρόλου των ηλικιωμένων, που σε ολόκληρη την Ένωση θα είναι όλο και περισσότεροι τα επόμενα χρόνια.

Συμπερασματικά, πρέπει να προκύψει μια νέα «αίσθηση ιθαγένειας» που θα βασίζεται στη συμμετοχή και την κοινωνική αλληλεγγύη.

7.2.7. Πρέπει να διευκολυνθεί με κάθε μέσο η κυκλοφορία της «ορθής πρακτικής». Η πρωτοβουλία του «Ελέγχου στις Πόλεις» που προβλέπεται από την Επιτροπή μπορεί να αντλήσει μεγάλη ευκαιρία που πρέπει να επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα.

7.2.8. Η ΟΚΕ επιβεβαιώνει τη σημασία που πρέπει να αποκτήσει η πολεοδομική διοίκηση, που προσδιορίζει την κοινοτική πολιτική, ειδικότερα σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα, την απασχόληση, την κοινωνική συνοχή και τη βιώσιμη ανάπτυξη.

7.2.9. Η ΟΚΕ κρίνει επίσης σκόπιμο να αποκτήσουν οι τοπικές αρχές τις αναγκαίες αρμοδιότητες για την κατάρτιση και την εφαρμογή αναπτυξιακών προγραμμάτων.

7.2.10. Η ανακοίνωση που προετοίμασε η Επιτροπή αντιπροσωπεύει αναμφίβολα ποιοτικό άλμα στην προσέγγιση της πολεοδομικής προβληματικής, και θεωρείται ως μία από τις κυριότερες κατευθυντήριες οδηγίες στις οποίες θα πρέπει να προσανατολιστούν οι μελλοντικές κοινοτικές πολιτικές. Η επιλογή αυτή θα είναι πιο αποφασιστική εάν οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου για τις αστικές πολιτικές, μετά το θετικό αποτέλεσμα του Νόρντβικ, ενταχθούν επισήμως στο ετήσιο χρονοδιάγραμμα, καθιστώντας έτσι τις εργασίες τους πιο μεθοδικά διαρθρωμένες στα πλαίσια της δραστηριότητας του ίδιου του Συμβουλίου.

7.2.11. Η πολεοδομική πολιτική, έστω και στα πλαίσια της αρχής της επικουρικότητας, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό σημείο συνάντησης των κοινοτικών πολιτικών που έχουν ως θέμα την οικονομική ανάπτυξη, την απασχόληση, με τις πολιτικές των υποδομών και των δικτύων, της προστασίας του περιβάλλοντος, της καταπολέμησης του αποκλεισμού και της εγκληματικότητας.

7.2.12. Η ΟΚΕ τονίζει εκ νέου άλλη μια φορά τη σκοπιμότητα και την επιτακτικότητα της παρέμβασης στις κοινωνικές και οικονομικές αιτίες που βρίσκονται στη βάση των προβλημάτων της ζωής στις πόλεις, αναδιαρθρώνοντας τους μηχανισμούς της αστικής ανάπτυξης και της πρόσβασης στις ευκαιρίες που προσφέρονται από το σύστημα στο σύνολό του.

7.2.13. Η ΟΚΕ επαναλαμβάνει την αναγκαιότητα υλοποίησης των σχεδίων πολεοδομικής ανάπτυξης μέσω ολοκληρωμένων και προσανατολισμένων σε συγκεκριμένες πόλεις μεθοδολογιών προσέγγισης. Επαναλαμβάνει επίσης την απαίτηση συμμετοχής, κατά την επιλογή των πόλεων, των ενδιαφερομένων κοινοτήτων και τη χρησιμοποίηση, για την επίτευξή τους, μορφών κοινοπραξίας.

7.2.14. Είναι σημαντικό να προστατευθούν επίσης οι πολιτιστικές αξίες που χαρακτηρίζουν την κάθε πόλη. Ο σεβασμός και η αξιοποίηση αυτού του πλούτου αποτελούν την προϋπόθεση για μια πιο ισχυρή επιβεβαίωση της ταυτότητας των πολιτών και για την πιο έντονη συμμετοχή τους.

7.2.15. Όσον αφορά τους πόρους που πρόκειται να διατεθούν για τις πόλεις, η ΟΚΕ υπογραμμίζει τη σημασία των Διαρθρωτικών Ταμείων και εκτιμά τον προσανατολισμό της Επιτροπής σε σχέση με τη χρήση τους για τις πολεοδομικές προβληματικές, έστω και αν θεωρεί ότι πρέπει να υποδείξει τη χορήγηση εκείνη που είναι πιο προσανατολισμένη προς την πολεοδομική ανάπτυξη, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα το μη διασκορπισμό της εμπειρίας Urban.

7.2.16. Τέλος, η ΟΚΕ εκφράζει την ευχή ότι οι πόλεις, έστω και κατόπιν της υλοποίησης όσων προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής και με τις επιλογές που θα γίνουν στο Φόρουμ που θα πραγματοποιηθεί το 1998, θα ενισχύσουν το ρόλο τους ως κινητήρα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της Ένωσης.

Βρυξέλλες, 28 Ιανουαρίου 1998.

Ο Πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Tom JENKINS

() Γνωμοδότηση για την «Ευρώπη 2000 + - Συνεργασία για την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού χώρου» ΕΕ C 301 της 13.11.1995, σημείο 2.2.6.

() ΕΕ C 301 της 13.11.1995, σημείο 2.2.6.4.

() Γνωμοδότηση για τον «Ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον αστικό τομέα», ΕΕ C 30 της 30.1.97.

() ΕΕ C 30 της 30.1.97, σημείο 5.3, ii.

() ΕΕ C 30 της 30.1.97, σημείο 6.3.5.

() ΕΕ C 30 της 30.1.97, σημείο 4.6.2.

() Βλ. γνωμοδότηση της ΟΚΕ της 1ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ C 355 της 21.1.1997).

() ΕΕ C 30 της 30.1.97, σημείο 6.3.2.

() ΕΕ C 30 της 30.1.97, σημείο 6.3.3.

() Βλ. γνωμοδότηση της ΟΚΕ για τις «Υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη», ΕΕ C 287 της 22.9.1997.

() Για μια πιο εμπεριστατωμένη απεικόνιση όλων αυτών των απόψεων βλ.: R. Camagni, «European cities and global competition: the economic challenge», Έκθεση που παρουσιάστηκε στη 2η Biennale των πόλεων και των πολεοδόμων στην Ευρώπη, Ρώμη, 8-13 Σεπτεμβρίου 1997-10-13.

() Βλ. Παράρτημα ΙΙΙ «Αξιολόγηση της χρηματοδοτικής επίπτωσης του ΕΤΠΑ και του Ταμείου Συνοχής για τις πόλεις» που εμπεριέχεται στην ανακοίνωση «Πολεοδομική προβληματική ...».

() Βλ. γνωμοδότηση «Συμμετοχή των οικονομικών και κοινωνικών εταίρων στην κοινοτική περιφερειακή πολιτική», ΕΕ C 127 της 7.5.1994.

() ΕΕ C 30 της 30.1.1997, σημείο 6.3.6.

Top