Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62020TJ0370

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 24ης Νοεμβρίου 2021.
KL κατά Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Κατάσταση της υγείας – Ικανότητα προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννοια της αναπηρίας – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές – Αναδρομική καταβολή συντάξεως αναπηρίας – Αγωγή αποζημιώσεως.
Υπόθεση T-370/20.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2021:822

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2021 ( *1 )

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΤΕπ – Κατάσταση της υγείας – Ικανότητα προς εργασία – Αδικαιολόγητη απουσία – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννοια της αναπηρίας – Πλήρης δικαιοδοσία – Χρηματικές διαφορές – Αναδρομική καταβολή συντάξεως αναπηρίας – Αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση T‑370/20,

KL, εκπροσωπούμενος από τις L. Levi και A. Champetier, δικηγόρους,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), εκπροσωπούμενης από την G. Faedo και τον Μ. Λοΐζου, επικουρούμενους από την A. Duron, δικηγόρο,

καθής-εναγομένης,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 50α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα, πρώτον, να ακυρωθούν οι αποφάσεις της ΕΤΕπ της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019 με τις οποίες ο προσφεύγων-ενάγων κρίθηκε ικανός προς εργασία και ευρισκόμενος σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019 και, στο μέτρο που είναι αναγκαίο, η απόφαση του προέδρου της ΕΤΕπ της 16ης Μαρτίου 2020 με την οποία διατηρήθηκαν σε ισχύ οι αποφάσεις αυτές, δεύτερον, να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ στην αναδρομική καταβολή της σύνταξης αναπηρίας του προσφεύγοντος-ενάγοντος από 1ης Φεβρουαρίου 2019 και, τρίτον, να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ στην καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων λόγω των ως άνω αποφάσεων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, P. Nihoul (εισηγητή) και R. Frendo, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιουνίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Ιστορικό της διαφοράς

1

Από το 1997 έως το 2001 ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων), KL, εργάστηκε ως σύμβουλος πληροφορικής για την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ).

2

Από την 1η Σεπτεμβρίου 2001 απασχολούνταν στην ΕΤΕπ βάσει σύμβασης αορίστου χρόνου.

3

Έπειτα από πολλές περιόδους απουσίας του προσφεύγοντος, η ΕΤΕπ, με επιστολή της 22ας Μαΐου 2017, ενημέρωσε τον τελευταίο ότι ο A, ιατρός-σύμβουλος της ΕΤΕπ σε θέματα ανικανότητας, είχε συστήσει τη θέση του προσφεύγοντος σε μερική προσωρινή ανικανότητα (ίση προς 50 %) για περίοδο έξι μηνών από την 1η Ιουνίου 2017.

4

Με επιστολή της 1ης Ιουνίου 2017, ο προσφεύγων αμφισβήτησε τη σύσταση του Α και ζήτησε να διεξαχθεί διαδικασία εξετάσεως από ανεξάρτητο ιατρό προκειμένου να αξιολογηθεί η υποτιθέμενη πλήρης ανικανότητά του να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του στην ΕΤΕπ.

5

Με επιστολή που απηύθυνε στον προσφεύγοντα στις 9 Οκτωβρίου 2017, η ΕΤΕπ διευκρίνισε ότι η ζητηθείσα διαδικασία ήταν η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 του παραρτήματος Χ των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο προσωπικό της ΕΤΕπ, οι οποίες εκδόθηκαν σε εκτέλεση του κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ (στο εξής: διοικητικές διατάξεις), και τον ενημέρωσε ότι είχε ορίσει τον Β, ως ανεξάρτητο ιατρό, για να τη διενεργήσει.

6

Στις 18 Οκτωβρίου 2017 ο προσφεύγων είχε συνάντηση με τον B, ο οποίος επιβεβαίωσε τη γνώμη του Α και κοινοποίησε το πόρισμά του στην ΕΤΕπ και στον προσφεύγοντα, αντιστοίχως, στις 29 Νοεμβρίου και στις 11 Δεκεμβρίου 2017.

7

Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2017, η ΕΤΕπ πληροφόρησε τον προσφεύγοντα ότι διεξάγονταν συζητήσεις προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή του στην εργασία με μερική απασχόληση για περίοδο τριών μηνών σε άλλη θέση από εκείνη που κατείχε, δεδομένου ότι, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2018 και της επανεντάξεώς του, επρόκειτο να απαλλαγεί από την υποχρέωση παρουσίασης στην ΕΤΕπ.

8

Με τηλεομοιοτυπία της 28ης Δεκεμβρίου 2017, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος υποστήριξε ότι η διαδικασία που έπρεπε να έχει εφαρμοστεί δεν ήταν αυτή της εξέτασης από ανεξάρτητο ιατρό, την οποία προβλέπει το άρθρο 4 του παραρτήματος Χ των διοικητικών διατάξεων, αλλά η διαδικασία της επιτροπής αναπηρίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 13-1 του μεταβατικού κανονισμού του συνταξιοδοτικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στα μέλη του προσωπικού της ΕΤΕπ (στο εξής: RTRP). Αμφισβήτησε, ως εκ τούτου, τις συνέπειες που η καθής είχε την πρόθεση να συναγάγει από τη διαδικασία εξέτασης από ανεξάρτητο ιατρό.

9

Με τηλεομοιοτυπία της 19ης Ιανουαρίου 2018, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε από την ΕΤΕπ να κινηθεί η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας βάσει του άρθρου 11.3 των διοικητικών διατάξεων και του άρθρου 13-1 του RTRP.

10

Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2018, η ΕΤΕπ δέχθηκε την αίτηση του προσφεύγοντος και τον κάλεσε να ορίσει τον ιατρό που θα τον εκπροσωπήσει στην επιτροπή αναπηρίας καθώς και να της κοινοποιήσει την έκθεση του τελευταίου μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 2018 το αργότερο, δεδομένου ότι, έως ότου η επιτροπή αναπηρίας διατυπώσει τη γνώμη της, θα θεωρούνταν ως ευρισκόμενος σε ολική προσωρινή ανικανότητα προς εργασία.

11

Με τηλεομοιοτυπία της 28ης Μαρτίου 2018, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος πληροφόρησε την ΕΤΕπ ότι ο πελάτης του είχε ορίσει τον θεράποντα ιατρό του C ως εκπρόσωπό του στην επιτροπή αναπηρίας και ότι όλα τα ιατρικά έγγραφα σχετικά με το αμφισβητούμενο ιατρικό ζήτημα θα κοινοποιούνταν στην επιτροπή όταν αυτή θα συστηνόταν.

12

Με τηλεομοιοτυπία της 24ης Απριλίου 2018, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος απηύθυνε, μεταξύ άλλων, στην ΕΤΕπ έκθεση του C σχετικά με τα αμφισβητούμενα ιατρικά ζητήματα προοριζόμενη για την επιτροπή αναπηρίας.

13

Με έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 2018, η ΕΤΕπ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η επιτροπή αναπηρίας απαρτιζόταν από τον C, ιατρό που εκπροσωπούσε τον προσφεύγοντα, από τον A, ιατρό που εκπροσωπούσε την ΕΤΕπ, και από τον D, ιατρό ορισθέντα από κοινού από τους δύο πρώτους, ο οποίος θα προήδρευε της επιτροπής αναπηρίας σύμφωνα με το άρθρο 13-1 του RTRP. Επιπλέον, η ΕΤΕπ κάλεσε τον προσφεύγοντα να παρουσιαστεί ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας στις 9 Νοεμβρίου 2018.

14

Με τηλεομοιοτυπία της 2ας Νοεμβρίου 2018, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος απέρριψε την πρόσκληση αυτή λόγω της καταστάσεως της υγείας του πελάτη του.

15

Με επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 2018, η ΕΤΕπ ενημέρωσε τον δικηγόρο του προσφεύγοντος ότι η κατάσταση της υγείας του πελάτη του δεν αποτελούσε κώλυμα για την παρουσία του ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας, η οποία, κατά τα λοιπά, είχε συνέλθει για να αξιολογήσει την εν λόγω κατάσταση της υγείας κατόπιν αιτήματος του συγκεκριμένου πελάτη.

16

Με επιστολή της 14ης Νοεμβρίου 2018, η ΕΤΕπ κάλεσε τον προσφεύγοντα σε συνάντηση την 21η Νοεμβρίου 2018 μόνο με τον ιατρό D, πρόεδρο της επιτροπής αναπηρίας, στην οποία παρέστη ο προσφεύγων.

17

Όπως προκύπτει από το σημείο 15 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, στις 21 Δεκεμβρίου 2018, η ΕΤΕπ έλαβε από τον D έγγραφο υπογεγραμμένο από αυτόν, με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2018 και με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018». Το περιεχόμενό του είχε ως εξής:

«Λόγω της ψυχικής διαταραχής του, [ο KL] δεν είναι ικανός να επιστρέψει στην τελευταία θέση εργασίας του και στον προηγούμενο εργοδότη του. Ως εκ τούτου, είναι μεν ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ, αλλά όχι σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας. Η απόφαση της επιτροπής αναπηρίας ήταν ομόφωνη επ’ αυτού.»

18

Επιπλέον, από το σημείο 16 του υπομνήματος ανταπαντήσεως προκύπτει ότι, εκ παραλλήλου, ο D κοινοποίησε στην ιατρική υπηρεσία πλήρη έκθεση, επίσης της 18ης Δεκεμβρίου 2018, με τίτλο «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018». Η έκθεση αυτή περιείχε το ίδιο πόρισμα με αυτό του εγγράφου με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018».

19

Στις 27 Δεκεμβρίου 2018 ο προσφεύγων απέστειλε υπόμνηση στην ΕΤΕπ σχετικά με τη γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας. Η ΕΤΕπ απάντησε ότι ουδέποτε είχε λάβει τη γνωμοδότηση αυτή.

20

Με επιστολή της 8ης Φεβρουαρίου 2019, η ΕΤΕπ ενημέρωσε τον δικηγόρο του προσφεύγοντος ότι, στις 23 Ιανουαρίου 2019, η επιτροπή αναπηρίας τής κοινοποίησε την απόφασή της, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα και σύμφωνα με την οποία ο πελάτης του δεν ήταν ανάπηρος, τον κάλεσε δε να επιστρέψει στην εργασία του από τις 18 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους, αφού ήλθε σε επαφή με την υπηρεσία ανθρωπίνων σχέσεων και ευημερίας για να συζητήσει τις συνθήκες επανεντάξεώς του. Στην επιστολή αυτή επισυνάπτονταν τρία έντυπα με τίτλο «Invalidity committee decision» (απόφαση της επιτροπής αναπηρίας), στα οποία είχε επιλεγεί το τετραγωνίδιο «not invalid» (μη ανάπηρος). Δύο από τα έντυπα αυτά έφεραν ημερομηνία 16 Ιανουαρίου 2019 και το τρίτο 23 Ιανουαρίου 2019 (στο εξής: έντυπα της 16ης και 23ης Ιανουαρίου 2019). Με το ίδιο έγγραφο της 8ης Φεβρουαρίου 2019, η ΕΤΕπ προσέθεσε ότι η ιατρική της υπηρεσία είχε λάβει συμπληρωματικό έγγραφο από τον D, το οποίο θα μπορούσε να χορηγηθεί στον προσφεύγοντα κατόπιν αιτήσεως.

21

Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή αυτή της 8ης Φεβρουαρίου 2019 (στο εξής: απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2019), καθόσον κρίνει τον προσφεύγοντα ικανό να εργασθεί και ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, συνιστά την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

22

Με τηλεομοιοτυπία της 14ης Φεβρουαρίου 2019, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε από την ΕΤΕπ να του κοινοποιήσει την αιτιολογημένη γνώμη της επιτροπής αναπηρίας σύμφωνα με το άρθρο 15-3 του RTRP.

23

Με επιστολή της 8ης Μαρτίου 2019, η ΕΤΕπ κοινοποίησε στον δικηγόρο του προσφεύγοντος το μνημονευόμενο στη σκέψη 17 ανωτέρω έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», εξηγώντας ότι το είχε ερμηνεύσει ως πρόταση διακανονισμού κατά την οποία ο προσφεύγων θα εγκατέλειπε οριστικά την ΕΤΕπ έναντι εισπράξεως χρηματικού ποσού. Ένας τέτοιος διακανονισμός ήταν δυνατός στο πλαίσιο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του Λουξεμβούργου, όχι όμως στο νομικό πλαίσιο της ΕΤΕπ.

24

Κατά συνέπεια, με την ίδια επιστολή, η ΕΤΕπ επανέλαβε ότι, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως της επιτροπής αναπηρίας που τον έκρινε μη ανάπηρο, ο προσφεύγων έπρεπε να έχει επιστρέψει στην υπηρεσία στις 18 Φεβρουαρίου 2019. Προσέθεσε ότι η απουσία του θα θεωρούνταν αδικαιολόγητη σύμφωνα με το άρθρο 3.4 του παραρτήματος Χ των διοικητικών διατάξεων, οπότε οι ημέρες κατά τις οποίες δεν είχε εργαστεί θα αφαιρούνταν από την ετήσια άδειά του.

25

Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή αυτή της 8ης Μαρτίου 2019, καθόσον κρίνει τον προσφεύγοντα ικανό να εργαστεί και ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019 (στο εξής: απόφαση της 8ης Μαρτίου 2019), συνιστά τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

26

Με τηλεομοιοτυπία της 29ης Μαρτίου 2019 προς την ΕΤΕπ, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος αμφισβήτησε τις αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019. Στην εν λόγω τηλεομοιοτυπία επισυνάφθηκε ιατρικό πιστοποιητικό του C, της 15ης Μαρτίου 2019, το οποίο εξέθετε ότι «η ομόφωνη άποψη [της επιτροπής] αναπηρίας, που διατυπώθηκε στο πόρισμα της επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 2018, [ήταν] ότι [ο προσφεύγων ήταν] ανάπηρος ως προς ενδεχόμενη επιστροφή στην εργασία της ΕΤΕπ» και ότι, αν είχε κατανοήσει ορθώς το έντυπο που είχε υποβληθεί στην ΕΤΕπ, «θα είχε επιλέξει το τετραγωνίδιο “invalid” ως προς την ΕΤΕπ».

27

Με επιστολή που απηύθυνε στις 2 Μαΐου 2019 στον δικηγόρο του προσφεύγοντος, η ΕΤΕπ επιβεβαίωσε τις από 8 Φεβρουαρίου και 8 Μαρτίου 2019 αποφάσεις της.

28

Στις 16 Μαΐου 2019 ο προσφεύγων, αφού υπέβαλε ο ίδιος σχετική αίτηση, έλαβε από τον D το έγγραφο με τίτλο «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», καθώς και υπογεγραμμένο post-it με το οποίο διευκρινιζόταν ότι η απόφαση της επιτροπής αναπηρίας ήταν πράγματι να τον κρίνει «ανάπηρο σε σχέση με την ΕΤΕπ».

29

Στις 8 Ιουνίου 2019 ο προσφεύγων ζήτησε να κινηθεί διαδικασία συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού του προσωπικού της ΕΤΕπ (στο εξής: κανονισμός του προσωπικού). Η αίτηση αυτή αφορούσε την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2019, στο μέτρο που επιβεβαίωνε την απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2019, καθόσον τον έκρινε ως ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019 και εφάρμοζε το άρθρο 3.4 του παραρτήματος Χ των διοικητικών διατάξεων αφαιρώντας τις ημέρες της αδικαιολόγητης απουσίας του από την ετήσια άδειά του.

30

Με επιστολή της 25ης Ιουλίου 2019, η ΕΤΕπ συμφώνησε για την κίνηση της διαδικασίας αυτής.

31

Από 1ης Αυγούστου 2019 ο προσφεύγων έπαυσε να λαμβάνει τις αποδοχές του, δεδομένου ότι οι ημέρες αδείας που δικαιούνταν είχαν εξαντληθεί.

32

Στις 12 Σεπτεμβρίου 2019 ο ιατρός C διευκρίνισε, με επιστολή που απηύθυνε στον προσφεύγοντα, ότι αρχικώς είχε σημειώσει το τετραγωνίδιο «invalid» (ανάπηρος), στη συνέχεια όμως, κατόπιν επικοινωνίας με την ΕΤΕπ, η οποία του είχε επισημάνει ότι οι δύο άλλοι ιατροί είχαν σημειώσει το τετραγωνίδιο «not invalid» (μη ανάπηρος) και ότι έπρεπε να πράξει ομοίως, άλλαξε την απάντησή του σε «not invalid», θεωρώντας ότι το έντυπο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να υποδείξει ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ανάπηρος σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας.

33

Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, ο D έγραψε στον προσφεύγοντα:

«Η ΕΤΕπ μου ανέθεσε μια αποστολή την οποία θεωρώ ότι εκτέλεσα. Το συμπέρασμα των τριών ιατρών της επιτροπής πραγματογνωμοσύνης ήταν αναπηρία σε σχέση με τον τελευταίο τόπο εργασίας, δηλαδή την ΕΤΕπ, αλλά όχι αναπηρία σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας, όπερ δεν ταυτίζεται με την ικανότητα εκ νέου ανάληψης εργασίας στην ΕΤΕπ. Οι τρεις ιατροί ήταν της γνώμης ότι δεν μπορείτε πλέον να επιστρέψετε στην ΕΤΕπ. Τούτο επισημάνθηκε σαφώς στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης μου και στο πόρισμα [της επιτροπής] αναπηρίας (το οποίο, για λόγους ιατρικού απορρήτου, περιλαμβάνει μόνον την τελευταία περίοδο της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και όχι την ιατρική διάγνωση: η έκθεση πραγματογνωμοσύνης απεστάλη μόνο στον ιατρό της ΕΤΕπ). Σας διαβίβασα τα δύο αυτά έγγραφα.

Δεν αντιλαμβάνομαι πώς θα μπορούσα να είμαι ακόμη πιο ακριβής. Εάν η διοίκηση της ΕΤΕπ ερμηνεύει την εν λόγω έκθεση και το πόρισμά της με δικό της τρόπο, τότε πρέπει να διευκρινίσετε από νομικής απόψεως το ζήτημα αυτό μαζί τους. Κατά την πραγματογνωμοσύνη, παρουσιάζετε αναπηρία σε σχέση με τον τελευταίο τόπο εργασίας.»

34

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 27ης Νοεμβρίου 2019, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος υποστήριξε ενώπιον της επιτροπής συμβιβασμού ότι η ΕΤΕπ υπέπεσε σε πλάνη κατά την εφαρμογή των πορισμάτων της επιτροπής αναπηρίας, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τη δική της έννοια της αναπηρίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 46-1 του RTRP, κατά το οποίο η αναπηρία πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη θέση που κατείχε ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος της ΕΤΕπ.

35

Στις 20 Ιανουαρίου 2020 ο πρόεδρος της επιτροπής συμβιβασμού ενημέρωσε τον πρόεδρο της ΕΤΕπ ότι η διαδικασία συμβιβασμού είχε αποτύχει.

36

Με έγγραφο της 16ης Μαρτίου 2020, η ΕΤΕπ διαπίστωσε την αποτυχία της διαδικασίας συμβιβασμού και κοινοποίησε τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στον προσφεύγοντα. Η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή αυτή, καθόσον εκθέτει τα πορίσματα της επιτροπής συμβιβασμού και, κατά συνέπεια, επιβεβαιώνει τις αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, προσβάλλεται εφόσον κρίνεται αναγκαίο στην υπό κρίση προσφυγή.

37

Μεταξύ 18 Φεβρουαρίου 2019 και 28 Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων προσκόμισε διάφορα ιατρικά πιστοποιητικά για να δικαιολογήσει τις απουσίες του από την εργασία.

38

Στις 12 Ιουνίου, 18 Ιουλίου, 13 Αυγούστου, 25 Σεπτεμβρίου, 28 Οκτωβρίου, 14 Νοεμβρίου, 18 Δεκεμβρίου 2019, καθώς και στις 15 και 25 Φεβρουαρίου 2020, η ΕΤΕπ κάλεσε τον προσφεύγοντα σε ιατρικούς ελέγχους που έπρεπε να πραγματοποιηθούν αντιστοίχως στις 18 Ιουνίου, 8 Αυγούστου, 27 Αυγούστου, 2 Οκτωβρίου, 4 Νοεμβρίου, 25 Νοεμβρίου, 23 Δεκεμβρίου 2019, καθώς και στις 3 και 28 Φεβρουαρίου 2020.

39

Ο προσφεύγων, μέσω του δικηγόρου του, αρνήθηκε να υποβληθεί στους ελέγχους αυτούς και διαβίβασε ιατρικά πιστοποιητικά που πιστοποιούσαν την αδυναμία του να εμφανιστεί.

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

40

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιουνίου 2020, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή).

41

Με έγγραφο που κατέθεσε την ίδια ημερομηνία στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα περί τηρήσεως της ανωνυμίας. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα αυτό με απόφαση της 21ης Ιουλίου 2020.

42

Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν, αντιστοίχως, στις 17 Σεπτεμβρίου 2020, στις 25 Νοεμβρίου 2020 και στις 19 Ιανουαρίου 2021.

43

Στις 26 Απριλίου 2021 ο προσφεύγων προσκόμισε, δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία.

44

Στις 27 Απριλίου 2021, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε γραπτές ερωτήσεις, καλώντας τους να απαντήσουν γραπτώς. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως στα αιτήματα αυτά.

45

Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Ιουνίου 2021.

46

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε, αφενός, από την ΕΤΕπ να προσκομίσει νέα έγγραφα και να απαντήσει σε διάφορες ερωτήσεις και, αφετέρου, από τον προσφεύγοντα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των απαντήσεων της ΕΤΕπ, πράγμα που οι δύο διάδικοι έπραξαν εμπροθέσμως.

47

Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 29 Ιουλίου 2021.

48

Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει τις αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, με τις οποίες ο προσφεύγων κρίθηκε ικανός προς εργασία και ευρισκόμενος σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019·

εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να ακυρώσει την απόφαση του προέδρου της ΕΤΕπ της 16ης Μαρτίου 2020, με την οποία επικυρώθηκαν τα πορίσματα της επιτροπής συμβιβασμού και, κατά συνέπεια, διατηρήθηκαν σε ισχύ οι αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019·

να υποχρεώσει, ως εκ τούτου, την ΕΤΕπ στην αναδρομική καταβολή της οφειλόμενης από 1ης Φεβρουαρίου 2019 σύνταξης αναπηρίας και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων με το επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προσαυξημένο κατά δύο μονάδες·

να υποχρεώσει την ΕΤΕπ στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης του·

να καταδικάσει την ΕΤΕπ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

49

Η ΕΤΕπ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη·

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Σκεπτικό

Επί του αιτήματος ακύρωσης

50

Προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης, ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται παράβαση των άρθρων 46-1 και 48-1 του RTRP και των άρθρων 11.1 και 11.3 των διοικητικών διατάξεων, καθώς και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ενώ με τον δεύτερο προβάλλεται παράβαση του καθήκοντος μέριμνας.

51

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ο προσφεύγων υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΤΕπ, εκτιμώντας, με τις αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ με την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2020 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), ότι ήταν ικανός να εργαστεί καθώς και ότι βρίσκονταν σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, αφενός, παρέβη τα άρθρα 46-1 και 48-1 του RTRP καθώς και τα άρθρα 11.1 και 11.3 των διοικητικών διατάξεων και, αφετέρου, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

52

Κατά τον προσφεύγοντα, οι παρανομίες αυτές απορρέουν από το γεγονός ότι η επιτροπή αναπηρίας τον έκρινε ανάπηρο σε σχέση με την ΕΤΕπ σε δύο έγγραφα, τα οποία τιτλοφορούνται αντιστοίχως «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018» και «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018».

53

Η θέση που διατύπωσε η επιτροπή αναπηρίας με τα δύο αυτά έγγραφα επιβεβαιώθηκε, αφενός, από το πιστοποιητικό του C της 12ης Σεπτεμβρίου 2019 και, αφετέρου, από το μήνυμα του D της 18ης Σεπτεμβρίου 2019.

54

Κατά τον προσφεύγοντα, για να κριθεί ανάπηρος κατά την έννοια του άρθρου 46-1 του RTRP, αρκεί το μέλος του λοιπού προσωπικού ή ο υπάλληλος να είναι ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ χωρίς να πρέπει να αποδειχθεί αναπηρία σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας.

55

Αντιθέτως, η ΕΤΕπ εκτιμά ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας δεν στηρίζεται στα έγγραφα που παραθέτει ο προσφεύγων, αλλά στα έντυπα της 16ης και 23ης Ιανουαρίου 2019, στα οποία τα τρία μέλη της επιτροπής αναπηρίας επέλεξαν το τετραγωνίδιο «not invalid» (μη ανάπηρος). Από κοινού, τα τρία αυτά έντυπα αποτελούν τη γνωμοδότηση που η επιτροπή αναπηρίας όφειλε να του διαβιβάσει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15-4 του RTRP.

56

Η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι από τη γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας, η οποία κρίνει τον προσφεύγοντα ως «μη ανάπηρο», προκύπτει ότι αυτός έπρεπε να αναλάβει εκ νέου την εργασία του στην ΕΤΕπ στις 18 Φεβρουαρίου 2019, άλλως να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε αδικαιολόγητη απουσία από την ημερομηνία αυτή, όπως η ίδια επισήμανε στις αποφάσεις της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019.

57

Κατά την ΕΤΕπ, ο RTRP αναγνωρίζει ένα μόνο είδος αναπηρίας, ήτοι αναπηρία ως προς τη γενική αγορά εργασίας, και όχι αναπηρία η οποία υφίσταται μόνο σε σχέση με την ΕΤΕπ.

Επί των εγγράφων που συνιστούν τη γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας

58

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52, 53 και 55 ανωτέρω, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τα έγγραφα που πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να κριθεί αν, κατά την επιτροπή αναπηρίας, ο προσφεύγων ήταν ή όχι ανάπηρος.

59

Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 17, 18 και 20 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως των αποφάσεων της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, η ΕΤΕπ είχε στη διάθεσή της:

το έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», το οποίο παρελήφθη στις 21 Δεκεμβρίου 2018·

τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019, τα οποία παρελήφθησαν τον Ιανουάριο του 2019·

την έκθεση με τίτλο «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», η οποία είχε αποσταλεί, στις 18 Δεκεμβρίου 2018, στην ιατρική υπηρεσία της ΕΤΕπ, η οποία, όπως αναφέρεται στην απόφαση της 8ης Μαρτίου 2019, γνωστοποίησε το περιεχόμενό της στη διοίκηση της ΕΤΕπ χωρίς να δημοσιοποιήσει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα· το πόρισμα στο κάτω μέρος του εγγράφου αυτού συνέπιπτε με εκείνο το περιλαμβανόμενο στο έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018».

60

Στα υπομνήματά της, η ΕΤΕπ εκτιμά ότι, μεταξύ των εγγράφων αυτών, μόνον τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, τούτο δε για τέσσερις λόγους.

61

Πρώτον, τα έντυπα αυτά αποτελούν το μόνο επίσημο έγγραφο που συνιστά πλήρη απόδειξη και περιέχει τη γνώμη της επιτροπής αναπηρίας σύμφωνα με το άρθρο 15-4 του RTRP.

62

Δεύτερον, τα εν λόγω έντυπα είναι μεταγενέστερα του εγγράφου με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018».

63

Τρίτον, τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 υπογράφηκαν από τα τρία μέλη της επιτροπής αναπηρίας, ενώ το έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018» υπογράφηκε μόνον από τον D.

64

Τέταρτον, ο τίτλος του τελευταίου αυτού εγγράφου περιείχε παραπλανητική ημερομηνία, καθόσον ο προσφεύγων δεν εξετάστηκε από την επιτροπή αναπηρίας στις 9 Νοεμβρίου 2018.

65

Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της ΕΤΕπ, επισημαίνεται ότι η ίδια δεν προσκόμισε κανονισμό ή διάταξη εσωτερικής φύσεως από την οποία να προκύπτει ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας που κοινοποιήθηκε στη διοίκηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15-4 του RTRP έπρεπε υποχρεωτικώς να διατυπωθεί σε έντυπο όπως αυτά της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα έντυπα αυτά αποτελούσαν το μόνο επίσημο έγγραφο που μπορούσε να εκδώσει η επιτροπή αναπηρίας και το οποίο ήταν δυνατό να συνεκτιμηθεί από την ΕΤΕπ για να κρίνει τον προσφεύγοντα ανάπηρο.

66

Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της ΕΤΕπ, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018» ήταν προγενέστερο σε σχέση με τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 δεν αποτελούσε εμπόδιο για τη συνεκτίμησή του, δεδομένου ότι οι διαπιστώσεις του δεν αναιρέθηκαν από τα μέλη της επιτροπής αναπηρίας όταν συμπλήρωσαν τα έντυπα αυτά. Αν τα μέλη της επιτροπής αναπηρίας επιθυμούσαν να επανεξετάσουν την εκτίμηση που διατυπώθηκε στο πρώτο έγγραφο, ή να το εξειδικεύσουν, θα αρκούσε να επισυνάψουν στα εν λόγω έντυπα στοιχεία προς τούτο.

67

Όσον αφορά το τρίτο επιχείρημα της ΕΤΕπ, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι το έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018» έχει πράγματι υπογραφεί μόνον από τον ιατρό D, εντούτοις αναφέρεται στο σύνολο της επιτροπής αναπηρίας και περιλαμβάνει και τον ακόλουθο τίτλο «Σύνθεση της επιτροπής αναπηρίας: Dr [C], Dr [A], Dr [D]». Πάντως, κατά το άρθρο 15-2 του RTRP, η επιτροπή αναπηρίας ρυθμίζει η ίδια τη διαδικασία της. Ελλείψει επίκλησης συγκεκριμένης διάταξης από την ΕΤΕπ από την οποία να προκύπτει ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας έπρεπε να υπογραφεί από έκαστο των μελών της, το έγγραφο αυτό δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη για τον λόγο ότι ήταν υπογεγραμμένο μόνον από τον πρόεδρο της επιτροπής αναπηρίας, ο οποίος θα μπορούσε και να έχει εξουσιοδοτηθεί από τα λοιπά μέλη για την κατάρτιση του εν λόγω εγγράφου. Η ΕΤΕπ δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι τα λοιπά μέλη της επιτροπής αναπηρίας, πλην του προέδρου της, αποστασιοποιήθηκαν από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού και της ιατρικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης.

68

Όσον αφορά το τέταρτο επιχείρημα της ΕΤΕπ, επισημαίνεται ότι η ημερομηνία της 9ης Νοεμβρίου 2018, η οποία περιλαμβάνεται στον τίτλο του εν λόγω εγγράφου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη του εγγράφου αυτού λόγω του ότι ο προσφεύγων δεν παρουσιάστηκε ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

69

Πράγματι, για τον καθορισμό της ενδεχόμενης αναπηρίας του προσφεύγοντος, σημασία έχουν μόνον οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη κάθε μέλος της επιτροπής αναπηρίας όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του και η ύπαρξη πλειοψηφίας ή ομοφωνίας εντός της επιτροπής αυτής προς στήριξη του πορίσματος στο οποίο κατέληξε.

70

Κανένα όμως από τα στοιχεία αυτά δεν αμφισβητήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Αφενός, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο ιατρικός φάκελος του προσφεύγοντος μελετήθηκε από τα τρία μέλη της επιτροπής αναπηρίας και ότι ο D συναντήθηκε με τον προσφεύγοντα στις 21 Νοεμβρίου 2018. Αφετέρου, η ύπαρξη συμφωνίας στο εσωτερικό της επιτροπής αυτής προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ο προσφεύγων ήταν ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ, αλλά όχι σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους.

71

Υπό τις συνθήκες αυτές, το έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018» δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη για τον λόγο ότι η ημερομηνία που περιλαμβάνεται σε αυτό δεν είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων εξετάστηκε από την επιτροπή αναπηρίας.

72

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η ημερομηνία αυτή δεν είναι κατ’ ανάγκην εσφαλμένη, δεδομένου ότι ο πρόεδρος της επιτροπής αναπηρίας μπορούσε, υπό τις περιστάσεις που εκτίθενται στη σκέψη 70 ανωτέρω, να διαπιστώσει ήδη από την 9η Νοεμβρίου 2018 την ύπαρξη πλειοψηφίας προς στήριξη του πορίσματος το οποίο επιβεβαίωσε και ο ίδιος στις 21 Νοεμβρίου 2018 αφού εξέτασε τον προσφεύγοντα.

73

Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η ΕΤΕπ προς στήριξη της θέσης της ότι μόνον τα έντυπα της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019 πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής αναπηρίας και, ως εκ τούτου, να εκτιμηθεί η νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων. Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις αυτές πρέπει να στηριχθούν στα εν λόγω έντυπα καθώς και στο έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», το οποίο επιβεβαιώθηκε με το έγγραφο με τίτλο «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018».

Επί του περιεχομένου της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής αναπηρίας

74

Αφού προσδιορίστηκαν τα έγγραφα που πρέπει να ληφθούν υπόψη, πρέπει να καθοριστεί το περιεχόμενο της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής αναπηρίας.

75

Από το έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», που παρελήφθη στις 21 Δεκεμβρίου 2018 από τη διοίκηση της ΕΤΕπ, προκύπτει ότι, για τα τρία μέλη της επιτροπής αναπηρίας, ο προσφεύγων δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει καθήκοντα στην ΕΤΕπ, αλλά εξακολουθούσε να είναι ικανός να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα εκτός αυτής.

76

Η θέση αυτή αντιστοιχεί σε εκείνη που εκφράζεται στο κάτω μέρος του εγγράφου με τίτλο «Ιατρική πραγματογνωμοσύνη στο πλαίσιο της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», το οποίο διαβιβάσθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2018 στην ιατρική υπηρεσία της ΕΤΕπ, η οποία, όπως η ίδια έγραψε στις 8 Μαρτίου 2019, γνωστοποίησε το έγγραφο αυτό στη διοίκηση παραλείποντας τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

77

Η διατυπωθείσα κατ’ αυτόν τον τρόπο γνώμη της επιτροπής αναπηρίας δεν αντιφάσκει προς τη θέση που έλαβαν τα τρία μέλη της επιτροπής αυτής στα έντυπα της 16ης και 23ης Ιανουαρίου 2019.

78

Πράγματι, από την απόφαση της 8ης Μαρτίου 2019, από το σημείο 75 του υπομνήματος αντικρούσεως και από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η ΕΤΕπ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι, μεταξύ της κοινοποιήσεως των δύο εγγράφων που μνημονεύονται στις σκέψεις 75 και 76 ανωτέρω και της διαβιβάσεως των εντύπων της 16ης και της 23ης Ιανουαρίου 2019, πραγματοποιήθηκαν ανεπίσημες επαφές μεταξύ της ΕΤΕπ και, τουλάχιστον, του προέδρου της επιτροπής αναπηρίας. Κατόπιν των επαφών αυτών, τα μέλη της επιτροπής θεμιτώς έκριναν ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν ήταν ανάπηρος σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας, έπρεπε να επιλεχθεί το τετραγωνίδιο «not invalid», δεδομένου ότι αυτή ήταν η έννοια της αναπηρίας που δέχεται η ΕΤΕπ.

79

Αντιθέτως προς την άποψη αυτή, η ΕΤΕπ υποστηρίζει ότι ο πρόεδρος της επιτροπής αναπηρίας, αναφέροντας στο έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018» ότι ο προσφεύγων ήταν ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ, αλλά όχι σε σχέση με τη γενική αγορά εργασίας, πρότεινε στην πραγματικότητα μια μορφή οικονομικού διακανονισμού προβλεπόμενη στο εθνικό δίκαιο, βάσει της οποίας ο προσφεύγων θα μπορούσε να αποχωρήσει από το θεσμικό όργανο με ένα ορισμένο χρηματικό ποσό.

80

Πέραν του γεγονότος ότι δεν αποδεικνύεται, ο ισχυρισμός αυτός αφορά τους λόγους που ώθησαν τον πρόεδρο της επιτροπής αναπηρίας να δηλώσει με το προαναφερθέν έγγραφο ότι ο προσφεύγων μπορούσε να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στη γενική αγορά εργασίας ακόμη και αν δεν ήταν πλέον ικανός να εργαστεί εντός της ΕΤΕπ, αλλά δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τον ίδιο τον ισχυρισμό.

81

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό, προκειμένου να εκτιμηθεί η νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων, ότι, κατά τη γνώμη της επιτροπής αναπηρίας, ο προσφεύγων δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει καθήκοντα εντός της ΕΤΕπ, αλλά ήταν ακόμη ικανός να ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα στη γενική αγορά εργασίας.

Επί της έννοιας της αναπηρίας που χρησιμοποιείται στο άρθρο 46-1 του RTRP και στο άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων

82

Ο προσφεύγων εκτιμά ότι, εφόσον είναι ανίκανος προς εργασία στην ΕΤΕπ, έπρεπε να κριθεί ανάπηρος από αυτήν, ενώ, κατά την ΕΤΕπ, η έννοια της αναπηρίας αποκλείει το ενδεχόμενο ένα πρόσωπο να είναι ακόμη σε θέση να εργάζεται εκτός του οργανισμού αυτού.

83

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, είναι ανάπηρος ο ασφαλισμένος ο οποίος, λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή αναπηρίας, βρίσκεται σε δεόντως αναγνωρισμένη σωματική ή διανοητική ανικανότητα να εκπληρώσει μονίμως «τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου».

84

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αναπηρία υπαλλήλου της ΕΤΕπ πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την ικανότητά του να αναλάβει «τα καθήκοντά του ή άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου».

85

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ΕΤΕπ, τα «άλλα καθήκοντα ισοδύναμου επιπέδου» τα οποία ο προσφεύγων έπρεπε επίσης να είναι ανίκανος να ασκήσει, κατά την έννοια του άρθρου 46-1 του RTRP και του άρθρου 11.1 των διοικητικών διατάξεων, έπρεπε να είναι εσωτερικά της ΕΤΕπ.

86

Πράγματι, πρώτον, το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων πρέπει να ερμηνευθούν, ως προς το σημείο αυτό, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 78 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), κατά το οποίο «ο υπάλληλος δικαιούται επίδομα αναπηρίας, αν υποστεί μόνιμη αναπηρία, θεωρούμενη ως ολική, η οποία τον θέτει σε αδυναμία εκτελέσεως καθηκόντων που αντιστοιχούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων του».

87

Όπως το άρθρο 78 του ΚΥΚ παραπέμπει στις ομάδες καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 5 και στο παράρτημα I του ΚΥΚ, και οι οποίες είναι χαρακτηριστικές της οργάνωσης των ευρωπαϊκών οργάνων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων παραπέμπουν στην κατάταξη των εσωτερικών καθηκόντων της ΕΤΕπ, την οποία προβλέπει το άρθρο 14 του κανονισμού του προσωπικού.

88

Το άρθρο 14 του κανονισμού του προσωπικού απαριθμεί τέσσερις κατηγορίες προσώπων, ήτοι το διευθυντικό προσωπικό, το προσωπικό σχεδιασμού, το εκτελεστικό προσωπικό και τους νέους πτυχιούχους, και, εντός των κατηγοριών αυτών, διαφορετικούς βαθμούς καθηκόντων, ήτοι τα διευθυντικά στελέχη και τα καθήκοντα C για το διευθυντικό προσωπικό, τα καθήκοντα D, E και F για το προσωπικό σχεδιασμού και τα καθήκοντα G, H, I και K για το εκτελεστικό προσωπικό.

89

Από την παραπομπή αυτή στην οργάνωση της εργασίας που προβλέπει το άρθρο 14 του κανονισμού του προσωπικού προκύπτει ότι η έννοια της αναπηρίας κατά το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων πρέπει να οριστεί σε σχέση με την ΕΤΕπ και με τα καθήκοντα που ασκούνται σε αυτήν.

90

Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι επιτροπές αναπηρίας που συνέστησε η ΕΤΕπ αποτελούν όργανά της (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Απριλίου 2006, Angeletti κατά Επιτροπής, T‑394/03, EU:T:2006:111, σκέψη 159) και, ως εκ τούτου, δεν έχουν, από νομικής απόψεως, την αρμοδιότητα να αξιολογούν την ικανότητα του προσωπικού της ΕΤΕπ να ασκεί τα επαγγελματικά του καθήκοντα εκτός του οργανισμού αυτού.

91

Οι επιτροπές αυτές έχουν, από νομικής απόψεως, την αρμοδιότητα να αποφαίνονται επί της ικανότητας του προσωπικού της ΕΤΕπ να εργάζεται εντός του θεσμικού οργάνου. Αντιθέτως, στερούνται της αρμοδιότητας αυτής όταν πρόκειται για την αξιολόγηση της ικανότητας ενός προσώπου, έστω και μέλους του προσωπικού της ΕΤΕπ, να εργάζεται για άλλο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εντός της εθνικής αγοράς, για επιχείρηση ή διοικητική αρχή υπαγόμενη στα κράτη μέλη. Προκειμένου να κριθεί η ικανότητα των προσώπων αυτών να εργαστούν εκτός της ΕΤΕπ, εναπόκειται σε επιτροπές συσταθείσες από άλλα όργανα ή εθνικές αρχές να εξετάσουν τον ενδιαφερόμενο.

92

Συνεπώς, δεν νοείται οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδει επιτροπή αναπηρίας που συστάθηκε από την ΕΤΕπ να είναι ικανές να δεσμεύσουν τις επιτροπές της ίδιας φύσεως που συγκροτούν τα άλλα θεσμικά όργανα ή οι εθνικές αρχές στις χώρες όπου το προσωπικό της ΕΤΕπ θα μπορούσε στη συνέχεια να ασκήσει δραστηριότητες.

93

Αποφαινόμενη επί της ικανότητας του προσφεύγοντος να ασκεί δραστηριότητες στη γενική αγορά εργασίας, η συσταθείσα στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως επιτροπή αναπηρίας σφετερίστηκε την αρμοδιότητα των επιτροπών αυτών, δημιουργώντας έτσι κίνδυνο αντιφάσεως μεταξύ της εκ μέρους της εκτιμήσεως της ικανότητας του προσφεύγοντος να εργαστεί στη γενική αγορά εργασίας και των εκτιμήσεων που θα μπορούσαν να εκφράσουν στη συνέχεια επιτροπές αναπηρίας συσταθείσες από άλλα όργανα ή εθνικές αρχές.

94

Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 51-1 του RTRP, η σύνταξη αναπηρίας μειώνεται αν ο ανάπηρος ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα, κατά το μέτρο που το άθροισμα της αναπηρικής συντάξεως, των συντάξεων τέκνων και του κέρδους που προέρχεται από τη δραστηριότητα αυτή υπερβαίνει το ποσό των καθαρών αποδοχών που αντιστοιχούν στο κλιμάκιο και τα καθήκοντα που είχε ο ασφαλισμένος, επί της ίδιας οικογενειακής βάσεως, κατά τον χρόνο που κρίθηκε ανάπηρος.

95

Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εφαρμοστέα στην ΕΤΕπ ρύθμιση δέχεται τη δυνατότητα υπαλλήλου που κρίθηκε ανάπηρος να ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα εκτός του οργανισμού αυτού, εφόσον το σύνολο των διαφόρων εισοδημάτων του δεν υπερβαίνει τις καθαρές αποδοχές που ελάμβανε όταν εργαζόταν στην ΕΤΕπ.

96

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΤΕπ υποστήριξε ότι η δυνατότητα αυτή περιορίζεται στην άσκηση δραστηριοτήτων που δεν μπορούν να θεωρηθούν αντίστοιχες με εκείνες που ασκούσε ο υπάλληλος στο πλαίσιο του οργανισμού αυτού. Κατά την ΕΤΕπ, ως αναπηρία κατά το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων νοείται η αδυναμία ασκήσεως, εντός ή εκτός του οργανισμού αυτού, δραστηριότητας πανομοιότυπης ή ισοδύναμης με εκείνη που ασκούσε ο υπάλληλος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η επιτροπή αναπηρίας εξέδωσε τη γνωμοδότησή της. Επομένως, το άρθρο 51.1 του RTRP αφορά μόνον τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις κατά τις οποίες πρόσωπο που έχει κριθεί ανάπηρο εντός της ΕΤΕπ ασκεί εκτός αυτής δραστηριότητα διαφορετική από εκείνη που άσκησε στο εσωτερικό της.

97

Η ερμηνεία την οποία υποστηρίζει η ΕΤΕπ δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

98

Αφενός, δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στο κείμενο της επίμαχης ρύθμισης η οποία, αντιθέτως, επιβεβαιώνει, χωρίς να της επιβάλλει κανέναν περιορισμό, τη δυνατότητα υπαλλήλου της ΕΤΕπ να ασκεί άλλη δραστηριότητα αφότου έχει χαρακτηρισθεί ανάπηρος εντός της ΕΤΕπ. Από μια τέτοια γενικόλογη διατύπωση προκύπτει ότι η άσκηση δραστηριότητας, όποια και αν είναι αυτή, επιτρέπεται εκτός της ΕΤΕπ, σε περίπτωση αναγνώρισης αναπηρίας, με μόνο περιορισμό τον καθορισμό ανώτατου ορίου εισοδήματος όπως αναφέρεται στην εν λόγω διάταξη.

99

Αφετέρου, η ερμηνεία που υποστηρίζει η ΕΤΕπ ενδέχεται να δημιουργήσει ανασφάλεια δικαίου. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που γίνει δεκτή μια τέτοια ερμηνεία, τίθεται ευλόγως το ερώτημα πώς θα μπορούσε η ΕΤΕπ να καθορίσει τα καθήκοντα τα οποία, στη γενική αγορά, θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να θεωρηθούν ισοδύναμα με αυτά που ασκούν οι υπάλληλοί της. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο διερωτάται ως προς τα κριτήρια που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για να καθοριστούν οι ισοδυναμίες αυτές και ως προς το ζήτημα αν τα κριτήρια αυτά είναι δημοσιεύσιμα, διαπιστώνει δε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα ακριβούς καθορισμού και εξασφάλισης δημοσιότητας φαίνεται μη υλοποιήσιμο λόγω της έντονα εξελικτικής φύσεως των καθηκόντων που ασκούνται στη γενική αγορά εργασίας.

100

Λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων αυτών στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η έννοια της αναπηρίας, κατά το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά τον υπάλληλο της ΕΤΕπ ο οποίος έχει κριθεί από επιτροπή αναπηρίας συσταθείσα από την ΕΤΕπ ως ανίκανος να αναλάβει εκ νέου τα καθήκοντά του ή αντίστοιχα καθήκοντα εντός του οργανισμού αυτού.

Επί της παραβάσεως των άρθρων 46-1 και 48-1 του RTRP και των άρθρων 11.1 και 11.3 των διοικητικών διατάξεων

101

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επιτροπή αναπηρίας είχε δηλώσει ότι ο προσφεύγων ήταν ανίκανος να ασκήσει καθήκοντα στην ΕΤΕπ και δεδομένου ότι η έννοια της αναπηρίας που χρησιμοποιείται στο άρθρο 46-1 του RTRP και στο άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων έπρεπε να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τον οργανισμό αυτόν, η ΕΤΕπ ήταν υποχρεωμένη να κρίνει τον προσφεύγοντα ανάπηρο.

102

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ΕΤΕπ, κρίνοντας με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις τον προσφεύγοντα ικανό προς εργασία και ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, παρέβη το άρθρο 46-1 του RTRP και το άρθρο 11.1 των διοικητικών διατάξεων.

103

Επιπλέον, η ΕΤΕπ παρέβη το άρθρο 48-1 του RTRP και το άρθρο 11.3 των διοικητικών διατάξεων, άρθρα τα οποία επικαλέστηκε ο προσφεύγων και στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως και κατά τα οποία, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, αρμόδια για τη διαπίστωση της αναπηρίας είναι η επιτροπή αναπηρίας.

104

Η παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων είναι κατά μείζονα λόγο προφανής όσον αφορά την απόφαση της 16ης Μαρτίου 2020, καθόσον, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, η ΕΤΕπ διέθετε επίσης το πιστοποιητικό του C της 15ης Μαρτίου 2019, στο οποίο αναφερόταν, αφενός, ότι, κατά την ομόφωνη άποψη της επιτροπής αναπηρίας, ο προσφεύγων ήταν ανάπηρος σε σχέση με την ΕΤΕπ και, αφετέρου, ότι, αν είχε κατανοήσει το έντυπο της 23ης Ιανουαρίου 2019, θα είχε επιλέξει «το τετραγωνίδιο “invalid” ως προς την ΕΤΕπ». Το πιστοποιητικό αυτό επιβεβαίωνε, χωρίς να απαιτείται κάτι τέτοιο, ότι, για την επιτροπή αναπηρίας, ο προσφεύγων δεν ήταν ικανός να αναλάβει εκ νέου καθήκοντα στην ΕΤΕπ.

Συμπέρασμα επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

105

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί βάσιμος και, ως εκ τούτου, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν ούτε τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως ούτε το παραδεκτό των συμπληρωματικών αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων στις 26 Απριλίου 2021 προς στήριξη του λόγου αυτού, αλλά ούτε και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ να καταβάλει αναδρομικώς τη σύνταξη αναπηρίας του προσφεύγοντος

106

Με το τρίτο αίτημά του, ο προσφεύγων ζητεί να υποχρεωθεί η ΕΤΕπ στην αναδρομική καταβολή της συντάξεως αναπηρίας που οφείλεται κατ’ αρχήν από 1ης Φεβρουαρίου 2019 και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζόμενων με το επιτόκιο της ΕΚΤ προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

107

Η ΕΤΕπ εκτιμά ότι το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο, διότι, αν γινόταν δεκτό, τούτο θα σήμαινε ότι το Γενικό Δικαστήριο θα την υποχρεώσει να αναγνωρίσει τον προσφεύγοντα ως ανάπηρο κατά την έννοια της εφαρμοστέας ρυθμίσεως. Όμως, κατά την ΕΤΕπ, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα τα οποία, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, οφείλουν απλώς να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως.

108

Επιπλέον, κατά την ΕΤΕπ, ούτε το Γενικό Δικαστήριο ούτε η ίδια μπορούν να υποκαταστήσουν την επιτροπή αναπηρίας στις ιατρικές διαπιστώσεις της, οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν οριστικές. Για να μπορέσει να χορηγηθεί σύνταξη αναπηρίας στον προσφεύγοντα, η ΕΤΕπ θεωρεί ότι πρέπει να συσταθεί νέα επιτροπή αναπηρίας, η οποία θα έχει ως αποστολή να καθορίσει αν ο προσφεύγων είναι ή όχι ανάπηρος.

109

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως επισημαίνει η ΕΤΕπ, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, χωρίς να σφετεριστεί τις εξουσίες της διοικητικής αρχής, να διατάξει θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης να λάβει τα ειδικά μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώθηκε απόφαση (πρβλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑236/02, EU:T:2011:465, σκέψη 163 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

110

Εντούτοις, κατά τη νομολογία, στις διαφορές μεταξύ της ΕΤΕπ και των υπαλλήλων της πρέπει να εφαρμόζεται ο κανόνας του άρθρου 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, Hautem κατά ΕΤΕπ, T‑140/97, EU:T:1999:176, σκέψη 77, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2001, ΕΤΕπ κατά Hautem, C‑449/99 P, EU:C:2001:502, σκέψη 95).

111

Η διάταξη αυτή απονέμει στο Γενικό Δικαστήριο, στις χρηματικές διαφορές, πλήρη δικαιοδοσία στο πλαίσιο της οποίας διαθέτει την εξουσία, όπου κρίνεται σκόπιμο, να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως τον καθού στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για τη ζημία που προκλήθηκε από πταίσμα του και, στην περίπτωση αυτή, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112

Η πλήρης δικαιοδοσία που απονέμει το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ στον δικαστή της Ένωσης αναθέτει σε αυτόν την αποστολή, μεταξύ άλλων, να επιλύει πλήρως τις διαφορές των οποίων επιλαμβάνεται και να διασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα των ακυρωτικών αποφάσεων που εκδίδει στις υπαλληλικές υποθέσεις (βλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψεις 49 και 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113

Κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, ο δικαστής της Ένωσης δεν απευθύνει διαταγές στα οικεία θεσμικά όργανα ή οργανισμούς, αλλά έχει, εν ανάγκη, την αρμοδιότητα να τα υποκαθιστά για να λαμβάνει τις αποφάσεις των οποίων η λήψη αποτελεί αναγκαστική συνέπεια των συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει κατόπιν της νομικής εκτιμήσεως της διαφοράς.

114

Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα αν το τρίτο αίτημα του προσφεύγοντος πρέπει να ερμηνευθεί ως αίτημα προς το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του. Συναφώς, πρέπει να καθοριστεί αν, με ένα τέτοιο αίτημα, το Γενικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται «χρηματικής διαφοράς», κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

115

Ερωτηθείσα επί του σημείου αυτού από το Γενικό Δικαστήριο, η ΕΤΕπ δεν αμφισβητεί ότι, στις διαφορές μεταξύ αυτής και των υπαλλήλων της, ο δικαστής της Ένωσης διαθέτει, ακόμη και έναντι της ΕΤΕπ, πλήρη δικαιοδοσία, εφόσον οι διαφορές αυτές έχουν χρηματικό χαρακτήρα.

116

Εντούτοις, η ΕΤΕπ φρονεί ότι η υπό κρίση διαφορά δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, διότι το αίτημα του προσφεύγοντος περί αναδρομικής καταβολής συντάξεως αναπηρίας προϋποθέτει ότι έχει αναγνωριστεί ως ανάπηρος κατά την έννοια της ρυθμίσεως που εφαρμόζεται στην ΕΤΕπ και ότι μια τέτοια κήρυξη αναπηρίας εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της επιτροπής αναπηρίας.

117

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, συνιστούν «χρηματικές διαφορές» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής όχι μόνον οι αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν οι υπάλληλοι κατά θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, αλλά και όλες οι διαφορές στις οποίες υπάλληλος ζητεί από ένα τέτοιο όργανο ή οργανισμό να του καταβάλει ποσό το οποίο εκτιμά ότι του οφείλεται δυνάμει του ΚΥΚ ή άλλης πράξεως που διέπει τις εργασιακές τους σχέσεις (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Weißenfels κατά Κοινοβουλίου, C‑135/06 P, EU:C:2007:812, σκέψη 65, και της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 45).

118

Εν προκειμένω, εφόσον ο προσφεύγων ζητεί από τον δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί επί της νομιμότητας της αποφάσεως περί μη αναγνωρίσεως του καθεστώτος του «ανάπηρου» προσώπου και, βάσει του τρίτου αιτήματος, να υποχρεώσει την ΕΤΕπ να του καταβάλει χρηματικό ποσό, πρέπει να νοηθεί ότι η υπό κρίση προσφυγή καθίσταται χρηματική διαφορά. Πράγματι, η απόφαση να θεωρηθεί ο προσφεύγων ως «μη ανάπηρος» έχει άμεσες συνέπειες επί της εκ μέρους του ενδιαφερομένου διατήρησης του καθεστώτος του υπαλλήλου της ΕΤΕπ και, επομένως, επί των αποδοχών και των οικονομικών του δικαιωμάτων (πρβλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2010, Γκόγκος κατά Επιτροπής, C‑583/08 P, EU:C:2010:287, σκέψη 47, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2013, Possanzini κατά Frontex, F‑124/11, EU:F:2013:137, σκέψη 73).

119

Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η υπό κρίση διαφορά έχει χρηματικό χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έχει εν προκειμένω πλήρη δικαιοδοσία.

120

Βεβαίως, είναι αναγκαίο, κατόπιν της ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, η οποία αποφασίστηκε στη σκέψη 105 ανωτέρω, η ΕΤΕπ να εκδώσει, βάσει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, νέα απόφαση με την οποία να διαπιστώνεται η κατάσταση αναπηρίας του προσφεύγοντος και να του αναγνωρίζεται το δικαίωμα συντάξεως αναπηρίας, δεδομένου ότι η γνωμοδότηση της επιτροπής δεν μπορεί αφ’ εαυτής να παράγει τα αποτελέσματα αυτά.

121

Ωστόσο, για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η ΕΤΕπ δεν θα χρειαστεί να εξετάσει εκ νέου την κατάσταση του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι διαθέτει, εν προκειμένω, μόνο δέσμια αρμοδιότητα, που την υποχρεώνει να συναγάγει τις διοικητικές συνέπειες της αναγνώρισης της αναπηρίας από την επιτροπή που συγκροτήθηκε κανονικά προς τούτο (βλ., εξ αντιδιαστολής, όσον αφορά την ακύρωση ιατρικής αποφάσεως κατόπιν της οποίας η διοίκηση όφειλε να εξετάσει εκ νέου την κατάσταση του προσφεύγοντος, απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, Allen κατά Επιτροπής, F‑23/10, EU:F:2011:162, σκέψη 115).

122

Συγκεκριμένα, αφενός, από τα άρθρα 46-1 και 48-1 του RTRP προκύπτει ότι η επιτροπή αναπηρίας αναγνωρίζει την κατάσταση αναπηρίας. Αφετέρου, δυνάμει των άρθρων 33δ και 36 του κανονισμού του προσωπικού και του άρθρου 49-1 του RTRP, οι υπάλληλοι που έχουν αναγνωριστεί ως ανάπηροι από την επιτροπή αναπηρίας δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας.

123

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 75 έως 81 ανωτέρω, η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας κατά την οποία ο προσφεύγων είναι ανάπηρος διατυπώθηκε στο έγγραφο με τίτλο «Πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας της 9/11/2018», ως προς το οποίο διαπιστώθηκε, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως, ότι εξέφραζε τη θέση των μελών της επιτροπής αναπηρίας, οπότε η ΕΤΕπ, η οποία δεν υποστήριξε ότι η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αναπηρίας ήταν παράνομη, δεν έχει άλλη επιλογή από το να κρίνει τον προσφεύγοντα ανάπηρο και, ως εκ τούτου, να αναγνωρίσει το δικαίωμά του να λάβει σύνταξη αναπηρίας, χωρίς να απαιτείται η σύσταση νέας επιτροπής αναπηρίας.

124

Ως εκ τούτου, η ΕΤΕπ πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στον προσφεύγοντα τη σύνταξη αναπηρίας που του οφείλεται από 1ης Φεβρουαρίου 2019, καθώς και τόκους υπερημερίας επί της συντάξεως αυτής μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, υπολογιζόμενους με το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την ΕΚΤ για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο κατέστη απαιτητή η καταβολή, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες.

125

Από το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπολογισθέν ποσό πρέπει να αφαιρεθούν τα ποσά που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα ως αποδοχές κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και τα οποία, λόγω της καταβολής της συντάξεως αναπηρίας, προφανώς δεν του οφείλονταν.

Επί του αιτήματος χρηματικής ικανοποίησης

126

Ο προσφεύγων εκτιμά ότι, υποχρεώνοντάς τον να ασκήσει προσφυγή ενώ η γνωμοδότηση της επιτροπής αναπηρίας ήταν σαφής ως προς την αναπηρία του, η ΕΤΕπ του προκάλεσε ηθική βλάβη συνιστάμενη στην επιδείνωση της καταστάσεως αγωνίας που βίωνε, για την οποία πρέπει να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ποσού 5000 ευρώ, εκτιμώμενου κατά δίκαιη κρίση.

127

Κατά τον προσφεύγοντα, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ηθικής αυτής βλάβης και της συμπεριφοράς της ΕΤΕπ είναι προφανής, στο μέτρο που ο ίδιος δεν θα είχε υποστεί το πρόσθετο αυτό άγχος αν η ΕΤΕπ είχε εγκρίνει το πόρισμα της επιτροπής αναπηρίας.

128

Ο προσφεύγων προσκομίζει επί του σημείου αυτού έκθεση του ψυχιάτρου του, E, με ημερομηνία 2 Ιουνίου 2020.

129

Η ΕΤΕπ αντιτάσσεται στο αίτημα αυτό.

130

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η ακύρωση μιας παράνομης πράξης μπορεί να συνιστά, αφ’ εαυτής, πρόσφορη και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που τυχόν προκάλεσε η εν λόγω πράξη (απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2004, Montalto κατά Συμβουλίου, T‑116/03, EU:T:2004:325, σκέψη 127· πρβλ., επίσης, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987, Hochbaum και Rawes κατά Επιτροπής, 44/85, 77/85, 294/85 και 295/85, EU:C:1987:348, σκέψη 22).

131

Πάντως, τούτο δεν συμβαίνει σε περίπτωση που ο προσφεύγων αποδεικνύει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή (απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Korwin-Mikke κατά Κοινοβουλίου, T‑352/17, EU:T:2018:319, σκέψη 78).

132

Εν προκειμένω, μολονότι διαπιστώνεται ότι η ζημία που συνίσταται στην επιδείνωση της καταστάσεως αγωνίας και την οποία επικαλείται ο προσφεύγων συνδέεται με τη συμπεριφορά που υιοθέτησε η ΕΤΕπ κατά το στάδιο πριν την άσκηση της προσφυγής, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, εντούτοις, ότι ο προσφεύγων δεν αποδεικνύει ότι η ζημία αυτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί πλήρως με την ακύρωση της αποφάσεως της ΕΤΕπ, κατά μείζονα λόγο διότι, εν προκειμένω, η ακύρωση αυτή συνοδεύεται από την υποχρέωση του οργανισμού να καταβάλει στον προσφεύγοντα το σύνολο των χρηματικών παροχών τις οποίες στερήθηκε λόγω του αποτελέσματος της ακυρωθείσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2020, BZ κατά Επιτροπής, T‑336/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:21, σκέψη 55).

133

Κατά συνέπεια, το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

134

Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

135

Δεδομένου ότι η ΕΤΕπ ηττήθηκε ως προς το κύριο μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Ακυρώνει τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) της 8ης Φεβρουαρίου και της 8ης Μαρτίου 2019, οι οποίες έκριναν τον KL ικανό προς εργασία και ευρισκόμενο σε αδικαιολόγητη απουσία από τις 18 Φεβρουαρίου 2019, καθώς και την απόφαση του προέδρου της ΕΤΕπ της 16ης Μαρτίου 2020 που τις διατηρεί σε ισχύ.

 

2)

Υποχρεώνει την ΕΤΕπ να καταβάλει σύνταξη αναπηρίας στον KL από 1ης Φεβρουαρίου 2019, πλέον τόκων υπερημερίας επί της εν λόγω συντάξεως μέχρι πλήρους εξοφλήσεως, υπολογιζομένων με το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο κατέστη απαιτητή η καταβολή, προσαυξημένο κατά δύο μονάδες, και αφού αφαιρεθούν τα ποσά που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ως αποδοχές κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου και τα οποία, λόγω της καταβολής της συντάξεως αναπηρίας, προφανώς δεν του οφείλονταν.

 

3)

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

 

4)

Καταδικάζει την ΕΤΕπ στα δικαστικά έξοδα.

 

Gervasoni

Nihoul

Frendo

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Νοεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω