Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62014TJ0817
Judgment of the General Court (Eighth Chamber) of 17 March 2016.#Zoofachhandel Züpke GmbH and Others v European Commission.#Non-contractual liability — Health policy — Combating avian influenza — Prohibition of the importation of captured wild birds into the European Union — Regulation (EC) No 318/2007 and Implementing Regulation (EU) No 139/2013 — Sufficiently serious breach of rules of law conferring rights on individuals — Manifest and serious disregard for the limits of discretion — Proportionality — Duty of care — Articles 15 to 17 of the Charter of Fundamental Rights.#Case T-817/14.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2016.
Zoofachhandel Züpke GmbH κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εξωσυμβατική ευθύνη — Υγειονομικός έλεγχος — Μέτρα κατά της γρίπης των πτηνών — Απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών — Κανονισμός (ΕΚ) 318/2007 και εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 139/2013 — Κατάφωρη παράβαση κανόνων δικαίου που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες — Πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως — Αναλογικότητα — Καθήκον επιμέλειας — Άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Υπόθεση T-817/14.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 2016.
Zoofachhandel Züpke GmbH κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Εξωσυμβατική ευθύνη — Υγειονομικός έλεγχος — Μέτρα κατά της γρίπης των πτηνών — Απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών — Κανονισμός (ΕΚ) 318/2007 και εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 139/2013 — Κατάφωρη παράβαση κανόνων δικαίου που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες — Πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως — Αναλογικότητα — Καθήκον επιμέλειας — Άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Υπόθεση T-817/14.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2016:157
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)
της 17ης Μαρτίου 2016 ( *1 )
«Εξωσυμβατική ευθύνη — Υγειονομικός έλεγχος — Μέτρα κατά της γρίπης των πτηνών — Απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών — Κανονισμός (ΕΚ) 318/2007 και εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 139/2013 — Κατάφωρη παράβαση κανόνων δικαίου που απονέμουν δικαιώματα στους ιδιώτες — Πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως — Αναλογικότητα — Καθήκον επιμέλειας — Άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων»
Στην υπόθεση T‑817/14,
Zoofachhandel Züpke GmbH, με έδρα το Wesel (Γερμανία),
Zoohaus Bürstadt, Helmut Ofenloch GmbH & Co. KG, με έδρα το Bürstadt (Γερμανία),
Zoofachgeschäft — Vogelgroßhandel Import-Export Heinz Marche, με έδρα το Heinsberg (Γερμανία),
Rita Bürgel, κάτοικος Uthleben (Γερμανία),
Norbert Kass, κάτοικος Altenbeken (Γερμανία),
εκπροσωπούμενοι από τον C. Correll, δικηγόρο,
ενάγοντες,
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την B. Eggers και τον H. Kranenborg,
εναγόμενης,
με αντικείμενο αγωγή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν, από 1ης Ιανουαρίου 2010, λόγω της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, διά της εκδόσεως, αρχικώς, του κανονισμού (ΕΚ) 318/2007 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2007, για καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Κοινότητα και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) (ΕΕ L 84, σ. 7), και, στη συνέχεια, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 139/2013 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2013, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Ένωση και των συνθηκών της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) (ΕΕ L 47, σ. 1),
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία, πρόεδρο, M. Kancheva (εισηγήτρια) και C. Wetter, δικαστές,
γραμματέας: E. Coulon
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Ιστορικό της διαφοράς
Οι ενάγοντες
|
1 |
Οι ενάγοντες, Zoofachhandel Züpke GmbH, Zoohaus Bürstadt, Helmut Ofenloch GmbH & Co. KG, Zoofachgeschäft — Vogelgroßhandel Import-Export Heinz Marche, Rita Bürgel και Norbert Kass, οι οποίοι εδρεύουν ή κατοικούν στη Γερμανία, ασχολούνται με το εμπόριο ζώων και, μεταξύ άλλων, εισάγουν ή εισήγαγαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση άγρια πτηνά, τα οποία έχουν αιχμαλωτιστεί στο φυσικό περιβάλλον τους με σκοπό να διατεθούν ως διακοσμητικά πτηνά, όπως οι παπαγάλοι. |
Οι οδηγίες 91/496/ΕΟΚ και 92/65/ΕΟΚ
|
2 |
Στις 15 Ιουλίου 1991, το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε, βάσει του άρθρου 37 ΕΚ που διέπει την κοινή γεωργική πολιτική, την οδηγία 91/496/ΕΟΚ, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποίησης των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (ΕΕ L 268, σ. 56). Το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 91/496 παραπέμπει στο παράρτημα B της οδηγίας αυτής όσον αφορά τις γενικές συνθήκες που πρέπει να επικρατούν στους σταθμούς απομονώσεως. |
|
3 |
Στις 13 Ιουλίου 1992, το Συμβούλιο εξέδωσε την οδηγία 92/65/ΕΟΚ που καθορίζει τους όρους υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα ζώων, σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους όρους υγειονομικού ελέγχου, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο τμήμα Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 268, σ. 54). Η οδηγία 92/65 καθορίζει τις ειδικές επιταγές που πρέπει να τηρούν η χώρα και ο φορέας εκμεταλλεύσεως του τόπου προελεύσεως, θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με τις πιστοποιήσεις υγειονομικού ελέγχου που πρέπει να φέρουν τα εισαγόμενα ζώα και διευκρινίζει τις εξετάσεις στις οποίες αυτά πρέπει να έχουν υποβληθεί. Το άρθρο 17, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει, μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, ότι στην Ένωση μπορούν να εισάγονται μόνον τα ζώα που προέρχονται από τρίτη χώρα περιλαμβανόμενη σε κατάλογο τρίτων χωρών ή τμημάτων τρίτων χωρών που παρέχουν εγγυήσεις ισοδύναμες με τις επιταγές οι οποίες ισχύουν στο εντός της Ένωσης εμπόριο, και ότι μπορούν να θεσπιστούν ειδικοί όροι υγειονομικού ελέγχου όπως, μεταξύ άλλων, όροι που αποσκοπούν στην προστασία της Ένωσης από ορισμένες εξωτικές ασθένειες. |
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2005
|
4 |
Στις 14 και 15 Σεπτεμβρίου 2005, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υποβληθέντος το 2004, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (στο εξής: ΕΑΑΤ) εξέδωσε επιστημονική γνωμοδότηση για θέματα υγείας και συνθηκών διαβιώσεως των ζώων σε σχέση με τη γρίπη των πτηνών [The EFSA Journal (2005) 266, σ. 1 έως 21] (στο εξής: γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2005). Λαμβάνοντας υπόψη την εντολή που της είχε δοθεί, η ΕΑΑΤ αποφάνθηκε με την εν λόγω γνωμοδότηση αποκλειστικώς επί του κινδύνου μολύνσεως των πουλερικών της Ένωσης από τη γρίπη ή νόσο των πτηνών. |
|
5 |
Στην εισαγωγή της γνωμοδοτήσεώς της του 2005 η ΕΑΑΤ υπενθύμισε ότι η γρίπη των πτηνών εκδηλωνόταν με δύο χωριστές κλινικές μορφές στα πουλερικά, την υψηλής παθογένειας γρίπη των πτηνών (στο εξής: ΥΠΓΠ) και τη χαμηλής παθογένειας γρίπη των πτηνών (στο εξής: ΧΠΓΠ). Η ΥΠΓΠ προκαλείται από ιούς τύπου Η5 και Η7 που εμφανίζουν ορισμένα μοριακά χαρακτηριστικά ικανά να προκαλέσουν συστημική μόλυνση, τα οποία δεν προσιδιάζουν στη ΧΠΓΠ. Ο ιός H5N1 είναι ένας από τους εν λόγω τύπους ιού που προκαλούν την ΥΠΓΠ. |
|
6 |
Η ΕΑΑΤ επισήμανε επίσης ότι, λίγο πριν από την έκδοση της γνωμοδοτήσεώς της, κατόπιν μιας ασυνήθους ενδημίας του ιού H5N1 στα πουλερικά σε ορισμένες χώρες της Ασίας, ο ιός αυτός μόλυνε τους πληθυσμούς τόσο ενδημικών όσο και αποδημητικών άγριων πτηνών. Αυτή η επιδημία που, κατά την ΕΑΑΤ, δεν είχε εκδηλωθεί ποτέ στο παρελθόν, θα μπορούσε να προκαλέσει πανδημία του ιού στον άνθρωπο και να επιφέρει απρόβλεπτες συνέπειες. Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των ελλιπών γνώσεων όσον αφορά μολύνσεις των άγριων πτηνών τύπου ΥΠΓΠ, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι η εκτίμηση της καταστάσεως και η πρόβλεψη μελλοντικών εξελίξεων δεν μπορούσαν να στηριχθούν σε επαρκή επιστημονικά δεδομένα. |
|
7 |
Όσον αφορά τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τα πουλερικά της Ένωσης από τα πτηνά σε κλουβί, στα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα διακοσμητικά πτηνά και τα πτηνά συντροφιάς, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι τα πτηνά αυτά θα μπορούσαν να μολυνθούν από τους ιούς της γρίπης των πτηνών, συμπεριλαμβανομένων των ιών τύπου H5 και H7, και ότι, επομένως, σε περίπτωση εισαγωγών, υπήρχε ενδεχόμενος κίνδυνος εξαπλώσεως των ιών αυτών στην Ένωση. |
Η απόφαση 2005/760/ΕΚ και η παράταση της ισχύος των ληφθέντων μέτρων
|
8 |
Στις 27 Οκτωβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2005/760/ΕΚ, για τη λήψη ορισμένων μέτρων προστασίας όσον αφορά την εισαγωγή πτηνών σε αιχμαλωσία λόγω της εμφάνισης ΥΠΓΠ σε ορισμένες τρίτες χώρες (ΕΕ L 285, σ. 60), με την οποία ανέστειλε την εισαγωγή στην Ένωση ζώντων πτηνών, πλην των πουλερικών. Τα μέτρα αυτά έπρεπε να εφαρμοστούν έως τις 30 Νοεμβρίου 2005. |
|
9 |
Τα μέτρα που ελήφθησαν με την απόφαση 2005/760 τροποποιήθηκαν και η ισχύς τους παρατάθηκε έως τις 30 Ιουνίου 2007 με διάφορες αποφάσεις της Επιτροπής, η δε τελευταία παράταση προβλέφθηκε με την απόφαση 2007/183/ΕΚ, της 23ης Μαρτίου 2007, περί τροποποιήσεως της αποφάσεως 2005/760 (ΕΕ L 84, σ. 44). |
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2006
|
10 |
Στις 27 Οκτωβρίου 2006, απαντώντας σε αίτημα της Επιτροπής της 25ης Απριλίου 2005, η ΕΑΑΤ εξέδωσε επιστημονική γνωμοδότηση σχετικά με τους κινδύνους που ενέχει για την υγεία και τις συνθήκες διαβιώσεως των ζώων η εισαγωγή στην Ένωση άγριων πτηνών πλην των πουλερικών [The EFTA Journal (2006) 410, σ. 1 έως 55] (στο εξής: γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2006). Στη γνωμοδότηση αυτή η ΕΑΑΤ διατύπωσε διάφορες συστάσεις για την υγεία και τις συνθήκες διαβιώσεως των πτηνών που αιχμαλωτίζονται στο φυσικό περιβάλλον τους και εξέτασε διάφορους μολυσματικούς παράγοντες για τα πτηνά, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και η γρίπη των πτηνών. |
|
11 |
Όσον αφορά τις σχετικές με την υγεία παραμέτρους, η ΕΑΑΤ έκρινε ότι η πιθανότητα να έχουν εισαχθεί στην Ένωση μολυσματικοί παράγοντες μετά την έξοδο των αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών από την απομόνωση ήταν από «αμελητέα» έως «πολύ υψηλή». Κατά την άποψή της, η πιθανότητα ένα αιχμαλωτισθέν άγριο πτηνό να είναι μολυσμένο κατά την έξοδό του από την απομόνωση ήταν διαφορετική αναλόγως του είδους του και εξαρτιόταν από το ενδεχόμενο μολύνσεως σε προκλινικό στάδιο. Οι διαπιστώσεις αυτές την οδήγησαν στο να συστήσει να εξεταστεί ενδελεχώς εάν ήταν αναγκαίο να συνεχιστεί η εισαγωγή αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών. Η ΕΑΑΤ επισήμανε, επίσης, ότι τα άγρια πτηνά θα μπορούσαν να έχουν μολυνθεί μέσω άλλων προσβεβλημένων άγριων πτηνών, από το τυχόν μολυσμένο περιβάλλον ή από τα προσβεβλημένα πουλερικά. |
|
12 |
Εξάλλου, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι το 95 % των εισαγόμενων στην Ένωση πτηνών ανήκαν σε μια από τις τρεις οικογένειες οι οποίες αποτελούνται, αντιστοίχως, από τα στρουθιόμορφα (64 %), τα ψιττακοειδή (17 %) και τα ορνιθόμορφα (14 %), ότι το 2005 το 88 % των εισαγωγών άγριων πτηνών προέρχονταν από την Αφρική και το 78 % από πέντε αφρικανικά κράτη και ότι εν γένει τα αιχμαλωτισθέντα πτηνά ήταν φθηνότερα από τα πτηνά που εκτρέφονταν σε αιχμαλωσία. |
|
13 |
Όσον αφορά ειδικώς τη γρίπη των πτηνών, η ΕΑΑΤ έκρινε, αρχικώς, ότι τα είδη πτηνών που εισάγονταν περισσότερο, ήτοι τα στρουθιόμορφα και τα ψιττακοειδή, δεν διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην επιδημία της γρίπης των πτηνών. Περαιτέρω, όλοι οι ιοί που προκαλούσαν την ΥΠΓΠ και εκδηλώνονταν στα πτηνά είχαν περιορισμένη ζωονοσογόνο ικανότητα. Ωστόσο, κατά την ΕΑΑΤ, δεδομένου ότι το γονιδίωμα του ιού της γρίπης των πτηνών, ή μέρος αυτού, είχε εμφανισθεί σε σοβαρές πανδημίες κατά το παρελθόν και, κατά τον χρόνο εκδόσεως της γνωμοδοτήσεως, στην πανδημία του ιού H5N1, ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα ελέγχου θα μπορούσε να αποτρέψει το ενδεχόμενο διεισδύσεως της γρίπης των πτηνών στην Ένωση μέσω της νόμιμης εισαγωγής πτηνών. |
|
14 |
Επιπλέον, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι, ιδίως όσον αφορά τους σπίνους και τα ορνιθοειδή, οι ιοί που προκαλούσαν ΥΠΓΠ είχαν πολύ σύντομες περιόδους επωάσεως και παθολογίας, οι οποίες συνεπάγονταν υψηλή θνησιμότητα εντός ολίγων ημερών, ενώ στην περίπτωση των χηνόμορφων, η περίοδος επωάσεως μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας. Η ΕΑΑΤ έκρινε επίσης ότι, λαμβανομένης υπόψη της σύντομης περιόδου επωάσεως, ένα πτηνό που έφθανε στο κέντρο απομονώσεως προσβεβλημένο από τον ιό της γρίπης των πτηνών ή είχε προσβληθεί από τον ιό αυτό κατά την περίοδο της απομονώσεως θα είχε κλινικά συμπτώματα κατά την περίοδο απομονώσεως. Εκτίμησε δε, συνεπώς, ότι το ενδεχόμενο εξόδου ενός τέτοιου πτηνού από την απομόνωση χωρίς να έχει ανιχνευθεί ο ιός ήταν από μικρό έως αμελητέο. Τόνισε, εντούτοις, ότι υπήρχε κίνδυνος να εξέλθουν από την απομόνωση προσβεβλημένα πτηνά που έφεραν υποκλινικές μολύνσεις. |
|
15 |
Τέλος, η ΕΑΑΤ συνέστησε να εκτιμηθεί ενδελεχώς η ανάγκη συνεχίσεως της εισαγωγής άγριων πτηνών και να προτιμηθεί η εισαγωγή αυγών, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου εξαπλώσεως σοβαρών μολυσματικών παραγόντων στην Ένωση. Επίσης, συνέστησε την τακτική εκτίμηση του κινδύνου εξαπλώσεως μολυσματικών ασθενειών, προκειμένου να προσδιοριστούν οι ζώνες και οι χώρες υψηλού κινδύνου, καθώς και τα είδη υψηλού κινδύνου, καθόσον τούτα μεταβάλλονταν συν τω χρόνω. |
Ο κανονισμός (ΕΚ) 318/2007
|
16 |
Στις 23 Μαρτίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 318/2007, για καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Κοινότητα και για καθορισμό των συνθηκών της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) (ΕΕ L 84, σ. 7). Ο κανονισμός αυτός είχε, μεταξύ άλλων, ως νομικές βάσεις το άρθρο 10, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 91/496, καθώς και το άρθρο 17, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και παράγραφος 3, και το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτη και τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας 92/65. Δυνάμει του άρθρου του 20, ο εν λόγω κανονισμός τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2007. |
|
17 |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5 και 8 έως 10 του κανονισμού 318/2007 έχουν ως εξής: |
|
18 |
Το άρθρο 1 του κανονισμού 318/2007, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής: «Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους όρους υγείας των ζώων για τις εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην [Ένωση], από τις τρίτες χώρες και τα τμήματα τρίτων χωρών που αναφέρονται στο παράρτημα Ι, και τις συνθήκες της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) για τις εισαγωγές αυτές.» |
|
19 |
Το άρθρο 2 του κανονισμού 318/2007, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει ότι ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται στα ζώα της ομοταξίας των πτηνών, εξαιρουμένων, μεταξύ άλλων, των πουλερικών. |
|
20 |
Το άρθρο 4 του κανονισμού 318/2007, με τίτλο «Εγκεκριμένες εγκαταστάσεις εκτροφής», ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εισαγωγές πτηνών από εγκαταστάσεις εκτροφής εγκεκριμένες από την αρμόδια αρχή της τρίτης χώρας προελεύσεως επιτρέπονται υπό την προϋπόθεση της εκ μέρους της εν λόγω αρχής τηρήσεως των όρων εγκρίσεως που προβλέπει το παράρτημα II του κανονισμού αυτού και κοινοποιήσεως του αριθμού εγκρίσεως στην Επιτροπή. |
|
21 |
Το άρθρο 5 του κανονισμού 318/2007, με τίτλο «Όροι που αφορούν τις εισαγωγές», όπως έχει τροποποιηθεί, ορίζει τα εξής: «Οι εισαγωγές πτηνών επιτρέπονται μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
|
|
22 |
Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 318/2007, με τίτλο «Διατάξεις για την περίοδο απομόνωσης (καραντίνα)», προβλέπει τα εξής: «Τα πτηνά πρέπει να διατηρούνται σε απομόνωση σε εγκεκριμένη εγκατάσταση ή κέντρο απομόνωσης επί 30 ημέρες τουλάχιστον (“περίοδος απομόνωσης”).» |
|
23 |
Το παράρτημα I του κανονισμού 318/2007, με τίτλο «Κατάλογος τρίτων χωρών που μπορούν να χρησιμοποιούν το πιστοποιητικό υγείας των ζώων του Παραρτήματος III», ορίζει τα εξής: |
|
24 |
Η απόφαση 2006/696/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Αυγούστου 2006, για την κατάρτιση καταλόγου τρίτων χωρών από τις οποίες πουλερικά, αυγά επώασης, νεοσσοί μιας ημέρας, κρέας πουλερικών, στρουθιονίδες και άγρια θηράματα, αυγά και προϊόντα αυγών και αυγά απαλλαγμένα από ειδικά παθογόνα τα οποία μπορούν να εισαχθούν και να διαμετακομισθούν μέσω της Κοινότητας και των εφαρμοστέων όρων κτηνιατρικής πιστοποίησης καθώς και για την τροποποίηση των αποφάσεων 93/342/ΕΟΚ, 2000/585/ΕΚ και 2003/812/ΕΚ (ΕΕ L 295, σ. 1), η οποία μνημονεύεται στο παράρτημα I του κανονισμού 318/2007, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 798/2008 της Επιτροπής, της 8ης Αυγούστου 2008, για την κατάρτιση καταλόγου τρίτων χωρών, εδαφών, ζωνών ή διαμερισμάτων από τα οποία επιτρέπεται να εισαχθούν και να διαμετακομισθούν μέσω της Κοινότητας πουλερικά και κρέας πουλερικών και για καθορισμό των απαιτήσεων κτηνιατρικής πιστοποίησης (ΕΕ L 226, σ. 1), ο οποίος τροποποιήθηκε επανειλημμένως. |
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2008
|
25 |
Στις 7 Μαΐου 2008, απαντώντας σε αίτημα της Επιτροπής του 2007, η ΕΑΑΤ εξέδωσε γνωμοδότηση για θέματα υγείας και συνθηκών διαβιώσεως των ζώων που συνδέονται με τη γρίπη των πτηνών και για τον κίνδυνο εξαπλώσεώς της στα πτηνοτροφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης [The EFSA Journal (2008) 715, σ. 1 έως 161] (στο εξής: γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2008). Η Επιτροπή ζήτησε από την ΕΑΑΤ να συγκεντρώσει τα κύρια συμπεράσματα και συστάσεις των προηγούμενων γνωμοδοτήσεών της και να επανεξετάσει, υπό το πρίσμα των νέων επιστημονικών γνώσεων, τον κίνδυνο μεταδόσεως της γρίπης των πουλερικών στα ευρωπαϊκά πτηνοτροφεία. Μετά την έκδοση του κανονισμού 318/2007, ο κίνδυνος εξαπλώσεως του ιού που προκαλεί ΧΠΓΠ και ΥΠΓΠ από τις εισαγωγές αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, οι οποίες έχουν έκτοτε απαγορευθεί, δεν έχει επανεξεταστεί ειδικώς. |
|
26 |
Καταρχάς, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι, βάσει των αναλύσεων στελεχών στα κράτη μέλη της Ένωσης, όλοι οι ιοί που εντοπίστηκαν στα πουλερικά και στα άγρια πτηνά από το έτος 2006 ήταν στενά συνδεδεμένοι. Όσον αφορά την παθογένεια και τη μετάδοση, έκρινε ότι ο ιός H5N1 εξακολουθούσε να είναι ικανός να προκαλέσει σημαντική θνησιμότητα σε πληθυσμούς άγριων πτηνών και επισήμανε ότι, κατά τις πειραματικές μελέτες, ορισμένα είδη θα μπορούσαν να έχουν μολυνθεί ακόμη και χωρίς κλινικά συμπτώματα. |
|
27 |
Στη συνέχεια, όσον αφορά τον κίνδυνο μεταδόσεως της γρίπης των πτηνών από τα άγρια πτηνά, η ΕΑΑΤ υπενθύμισε ότι τα πτηνά αυτά εμπλέκονταν στη μετάδοση της γρίπης αυτής μέσω της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Αφρικής. Μολονότι μετά την έκδοση της γνωμοδοτήσεώς της του 2006 ήταν λίγα σχετικώς τα είδη που αποτέλεσαν αντικείμενο πειραματικής μολύνσεως, η ΕΑΑΤ επισήμανε, εντούτοις, ότι στα άγρια πτηνά που εμπλέκονταν στην εν λόγω μετάδοση περιλαμβάνονταν περισσότερα είδη από εκείνα που είχαν προηγουμένως ληφθεί υπόψη, ιδίως διά της διαδόσεως μολυσμένων εκκρίσεων, είτε πριν από την εκδήλωση συμπτωμάτων είτε ακόμη και χωρίς συμπτώματα. Λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των μολύνσεων από τον ιό H5N1 που παρατηρήθηκαν στα άγρια πτηνά μεταξύ των ετών 2006 και 2008, ο κίνδυνος μεταδόσεως της ΥΠΓΠ από άγρια πτηνά εμφανιζόταν μάλλον ως «σύνηθες» αντί για πολύ σπάνιο ή πολύ συχνό γεγονός. Η διαρκής παρουσία, από το 2006, του εν λόγω ιού στους πληθυσμούς των άγριων πτηνών δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί, καθόσον ο ιός μπορεί να κυκλοφορεί ανεξιχνίαστος. Κατά την άποψη της ΕΑΑΤ, υπήρχε συνεπώς «διαρκής» κίνδυνος μολύνσεως των πουλερικών της Ευρώπης από τα προσβεβλημένα άγρια πτηνά. |
|
28 |
Τέλος, όσον αφορά τον κίνδυνο μεταδόσεως της γρίπης των πτηνών διά της εισαγωγής άγριων πτηνών από τρίτες χώρες, η ΕΑΑΤ διαπίστωσε τα εξής: |
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 139/2013
|
29 |
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 139/2013 της Επιτροπής, της 7ης Ιανουαρίου 2013, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων για εισαγωγές ορισμένων πτηνών στην Ένωση και των συνθηκών της περιόδου απομόνωσης (καραντίνας) (ΕΕ L 47, σ. 1), τέθηκε σε ισχύ στις 12 Μαρτίου 2013. |
|
30 |
Ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013, ο οποίος κατήργησε τον κανονισμό 318/2007, συνιστά, κατά την αιτιολογική σκέψη του 1, «κωδικοποίηση» του δεύτερου κανονισμού. Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5 και 8 έως 10 του κανονισμού 318/2007 αποτέλεσαν, ειδικότερα, τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 7 του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, ενώ δεν άλλαξε η αρίθμηση των άρθρων. Το παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013 παραπέμπει εφεξής στον κατάλογο τρίτων χωρών που περιέχει ο κανονισμός 798/2008 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), στις οποίες προστίθενται η Δημοκρατία της Αργεντινής και μια περιοχή της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων. |
Η απόφαση ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής του 2013
|
31 |
Στην απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑333/10, Συλλογή, στο εξής: απόφαση ATC κ.λπ., EU:T:2013:451), το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα), αποφαινόμενο παρεμπιπτόντως, έκρινε ότι, εκδίδοντας τόσο την απόφαση 2005/760 όσο και τις μεταγενέστερες αποφάσεις περί παρατάσεως της ισχύος της ανωτέρω πρώτης αποφάσεως, η Επιτροπή υπέπεσε πολλάκις σε μη σύννομη συμπεριφορά, συνιστάμενη σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, δυνάμενη να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες στη συγκεκριμένη υπόθεση λόγω της αναστολής των εισαγωγών άγριων πτηνών προερχομένων από τρίτες χώρες που ανήκαν στις περιφερειακές επιτροπές του Διεθνούς Γραφείου Επιζωοτιών (στο εξής: ΔΓΕ, νυν Παγκόσμιος Οργανισμός για την Υγεία των Ζώων) (απόφαση ATC κ.λπ., προπαρατεθείσα, EU:T:2013:451, σκέψη 193). |
|
32 |
Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή κατά τα λοιπά, δηλαδή σε σχέση με τον κανονισμό 318/2007, κρίνοντας επίσης ότι, όσον αφορά τις αιτιάσεις που προέβαλαν οι ανωτέρω ενάγοντες, η Επιτροπή, εκδίδοντας τον κανονισμό αυτό, δεν υπέπεσε σε κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου για την προστασία των ιδιωτών, η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει την ευθύνη της Ένωσης (απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 192). Όσον αφορά το σύννομο του εν λόγω κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στις αιτιάσεις που προέβαλαν οι εν λόγω ενάγοντες δεν περιλαμβανόταν η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ειδικώς λόγω της γεωγραφικής εμβέλειας της απαγορεύσεως των εισαγωγών άγριων πτηνών στην Ένωση και ότι, συνεπώς, δεν υποβλήθηκε στην κρίση του το ζήτημα αυτό, επί του οποίου δεν έπρεπε να αποφανθεί, προκειμένου να μην αποφανθεί ultra petita (απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψεις 149 και 165). |
|
33 |
Στη διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑333/10, EU:T:2014:842), το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα), αφού έλαβε υπόψη τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων επί των ποσών της αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί οι εν λόγω ενάγοντες λόγω του παράνομου χαρακτήρα της αποφάσεως 2005/760 και των αποφάσεων περί παρατάσεως της ισχύος της, έκρινε ότι δεν έπρεπε πλέον να αποφανθεί επί της αγωγής αυτής. |
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2014
|
34 |
Στις 15 Δεκεμβρίου 2014, απαντώντας σε νέο αίτημα της Επιτροπής του ιδίου έτους, η ΕΑΑΤ γνωμοδότησε για τον τύπο H5N8 της γρίπης των πτηνών υψηλής παθογένειας [The EFSA Journal 2014, 12(12):3941, σ. 32] (στο εξής: γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2014). |
|
35 |
Σ’ αυτή τη νέα γνωμοδότηση, η ΕΑΑΤ επισήμανε ότι από τον Ιανουάριο και τον Νοέμβριο του 2014 είχαν εντοπισθεί, σε πτηνοτροφεία της Ασίας και της Ευρώπης αντιστοίχως, πουλερικά τα οποία είχαν προσβληθεί από τον ιό H5N8. Καθόσον η πηγή προελεύσεως του ιού ήταν ακόμη άγνωστη, η ΕΑΑΤ ανέφερε διάφορους πιθανούς τρόπους μολύνσεως, όπως η έμμεση μετάδοση από τον άνθρωπο, οχήματα ή ζώντα ζώα, έκρινε δε ότι η άμεση επαφή με άγρια πτηνά στα πτηνοτροφεία δεν ήταν ο πιθανότερος από τους τρόπους αυτούς. Εντούτοις επισήμανε ότι, δεδομένης της προφανώς χαμηλής παθογένειας του εν λόγω ιού για ορισμένα είδη άγριων πτηνών, ο αυξημένος, ενεργητικός και παθητικός έλεγχος των εν λόγω ζώντων ή νεκρών πτηνών θα καθιστούσε περισσότερο κατανοητούς τους κινδύνους μεταδόσεως στα πουλερικά και θα διευκόλυνε τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Ανέφερε, επίσης, ότι ο ιός αυτός είχε εντοπιστεί σε πληθυσμούς άγριων πτηνών στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες. |
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων
|
36 |
Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Δεκεμβρίου 2014, οι ενάγοντες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή αποζημιώσεως. |
|
37 |
Οι ενάγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
|
|
38 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
|
Σκεπτικό
|
39 |
Κατά το άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. |
|
40 |
Κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων της ή των οργανισμών της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο ή στον οργανισμό της Ένωσης συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (βλ. απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
41 |
Όσον αφορά ειδικότερα την πρώτη προϋπόθεση περί του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο οικείο όργανο ή οργανισμό συμπεριφοράς, κατά τη νομολογία απαιτείται να αποδειχθεί η κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Αποφασιστικό κριτήριο για να διαπιστωθεί αν συντρέχει κατάφωρη παράβαση είναι το αν υπήρξε, εκ μέρους του οικείου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. Μόνον όταν το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο ή ο συγκεκριμένος οργανισμός είναι ιδιαιτέρως μικρό, ή και ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (βλ. απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
42 |
Όσον αφορά την εφαρμογή του κριτηρίου της κατάφωρης παραβάσεως στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ενδεχόμενη κατάφωρη παράβαση των οικείων κανόνων δικαίου πρέπει να στηρίζεται σε πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση των ορίων της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που έχει ο νομοθέτης της Ένωσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής βάσει του άρθρου 43 ΣΛΕΕ. Πράγματι, η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας συνεπάγεται την υποχρέωση του νομοθέτη της Ένωσης να προβλέπει και να εκτιμά περίπλοκες και αβέβαιες οικολογικές, επιστημονικές, τεχνικές και οικονομικές εξελίξεις (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, οι επιστημονικές μελέτες και γνωμοδοτήσεις πρέπει μεν να λαμβάνονται υπόψη από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ωστόσο η πολιτική επιλογή που καθορίζει το πρόσφορο επίπεδο προστασίας της κοινωνίας εναπόκειται στα εν λόγω θεσμικά όργανα και όχι στους επιστημονικούς φορείς [απόφαση της 12ης Απριλίου 2013, Du Pont de Nemours (France) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑31/07, EU:T:2013:167, σκέψη 270]. |
|
43 |
Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η απαίτηση κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως της φύσεως της επίδικης παράνομης πράξεως, έχει ως σκοπό να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο κίνδυνος προκλήσεως των προβαλλομένων από τις οικείες επιχειρήσεις ζημιών να εμποδίζει την εκ μέρους του οικείου οργάνου πλήρη άσκηση των αρμοδιοτήτων του προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος, τόσο στο πλαίσιο της κανονιστικής δραστηριότητάς του ή της δραστηριότητας που συνεπάγεται επιλογές οικονομικής πολιτικής όσο και στη σφαίρα της διοικητικής αρμοδιότητάς του, χωρίς ωστόσο να επιρρίπτει σε ιδιώτες το βάρος των συνεπειών καταφανών και ασύγγνωστων παραλείψεων (βλ. απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
44 |
Εν προκειμένω, οι ενάγοντες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας, διά της εκδόσεως του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, «de facto» απαγόρευση των εισαγωγών στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, ισχύουσα σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα, υπέπεσε σε κατάφωρη παράβαση ορισμένων κανόνων δικαίου που έχουν ως αντικείμενο την απονομή σ’ αυτούς δικαιωμάτων, γεγονός το οποίο τους προκάλεσε πραγματική και συγκεκριμένη ζημία. |
|
45 |
Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι οι ενάγοντες προβάλλουν τον παράνομο χαρακτήρα του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013 στο σύνολό τους, χωρίς να διευκρινίζουν τις συγκεκριμένες διατάξεις από τις οποίες προκύπτει η απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών. Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, εντούτοις, ότι τα επιχειρήματα των εναγόντων είναι αρκούντως σαφή προκειμένου η Επιτροπή και ο δικαστής της Ένωσης να μπορούν να προσδιορίσουν τις εν λόγω διατάξεις χωρίς καμία δυσχέρεια (βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαΐου 2006, Galileo International Technology κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑279/03, Συλλογή, EU:T:2006:121, σκέψη 47). |
|
46 |
Πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, εάν υφίσταται παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που εκτίθενται ανωτέρω στις σκέψεις 39 έως 43. |
Ως προς την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς
|
47 |
Προκειμένου να αποδείξουν την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς της Επιτροπής, οι ενάγοντες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τρεις ισχυρισμούς που αντλούνται, ο πρώτος από κατάφωρη προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας, της επαγγελματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, που κατοχυρώνονται με τα άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο δεύτερος από κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ο τρίτος από κατάφωρη παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας. |
|
48 |
Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει διαδοχικώς τον δεύτερο, τον τρίτο και τον πρώτο ισχυρισμό. |
Επί του δευτέρου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας
|
49 |
Με τον δεύτερο ισχυρισμό, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας και διατηρώντας σε ισχύ τον κανονισμό 318/2007 και τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013, παραβίασε, κατάφωρα, την αρχή της αναλογικότητας. Προβάλλουν δε, συναφώς, τρεις αιτιάσεις στηριζόμενες, πρώτον, στην ευρύτατη γεωγραφική εμβέλεια της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, η οποία παραβιάζει και την αρχή της προλήψεως, δεύτερον, στη μη εφαρμογή ως λύσεως της απομονώσεως ως λιγότερο επαχθούς μέτρου για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών και, τρίτον, στη μη εφαρμογή εντατικότερων ελέγχων των αποδημητικών πτηνών ως αποτελεσματικότερο μέτρο για την καταπολέμηση της εν λόγω γρίπης. |
|
50 |
Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ επιτάσσει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων του ενός κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα προξενούμενα μειονεκτήματα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής αυτής, δεδομένου του εύρους της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, η νομιμότητα των σχετικών μέτρων θίγεται μόνον αν το μέτρο που λαμβάνεται στον τομέα αυτόν είναι προδήλως απρόσφορο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο. Συνεπώς, το ζήτημα που πρέπει να εξακριβωθεί δεν είναι αν τα μέτρα που έχει λάβει ο νομοθέτης της Ένωσης είναι τα μόνα ή τα καλύτερα δυνατά, αλλά αν είναι πράγματι προδήλως απρόσφορα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψεις 98 και 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
51 |
Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι η αρχή της προλήψεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από το άρθρο 11 ΣΛΕΕ, το άρθρο 168, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το άρθρο 169, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 191, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ και επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να λαμβάνουν, στο πλαίσιο της ασκήσεως των συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων που τους απονέμει η σχετική ρύθμιση, μέτρα κατάλληλα για την πρόληψη ενδεχόμενων κινδύνων για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια και το περιβάλλον, δίνοντας προτεραιότητα στις υποχρεώσεις που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων αυτών έναντι των οικονομικών συμφερόντων. Συνεπώς, η αρχή της προλήψεως παρέχει στα θεσμικά όργανα τη δυνατότητα, όταν εκφράζονται επιστημονικές αμφιβολίες ως προς το υποστατό ή την έκταση των κινδύνων για την υγεία των ανθρώπων, να λαμβάνουν μέτρα προστασίας, χωρίς να αναμένουν να αποδειχθεί πλήρως το υποστατό και η σοβαρότητα των εν λόγω κινδύνων ή να επέλθουν τα αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία. Περαιτέρω, όταν αποδεικνύεται αδύνατο να προσδιοριστεί με βεβαιότητα το υποστατό ή η έκταση του προβαλλόμενου κινδύνου λόγω των ανεπαρκών, αλυσιτελών ή ανακριβών αποτελεσμάτων των εκπονηθεισών μελετών, αλλά η πιθανότητα πραγματικής προσβολής της δημόσιας υγείας εξακολουθεί να υπάρχει σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου αυτού, η αρχή της προλήψεως δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων υπό την επιφύλαξη ότι τα μέτρα αυτά είναι αντικειμενικά και δεν επάγονται δυσμενείς διακρίσεις (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψεις 79 έως 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
52 |
Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς δεν αμφισβητείται ότι ο σκοπός που επιδιώκουν ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013, στο μέτρο που θεσπίζουν όρους υγειονομικού ελέγχου, αφορά την προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και ότι ο σκοπός αυτός είναι θεμιτός. |
– Επί της πρώτης αιτιάσεως που στηρίζεται στην ευρύτατη γεωγραφική εμβέλεια της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών
|
53 |
Με την πρώτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013 έχουν ευρύτατη γεωγραφική εμβέλεια, προβλέποντας μια «απόλυτη απαγόρευση εμπορίας», σε παγκόσμια κλίμακα, των αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, μολονότι, βάσει των πάγιων από το 2010 επιστημονικών γνώσεων, ιδίως του ΔΓΕ, ορισμένες τρίτες χώρες, ιδίως της Νότιας Αμερικής και της Ωκεανίας, δεν προσβλήθηκαν από τη γρίπη των πτηνών. Στηριζόμενοι κυρίως στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), υποστηρίζουν ότι και στην περίπτωση των εν λόγω κανονισμών πρέπει να γίνει δεκτή η ίδια εκτίμηση περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας, λόγω της ευρύτατης γεωγραφικής εμβέλειας της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, με εκείνη που διατύπωσε στην ανωτέρω απόφαση το Γενικό Δικαστήριο για την απόφαση 2005/760 και την παράταση της ισχύος των ληφθέντων μέτρων (βλ. σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω). |
|
54 |
Εξάλλου, κατά την άποψη των εναγόντων, ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013 έχουν ως σκοπό, σύμφωνα με τις νομικές βάσεις τους, δηλαδή τις οδηγίες 91/496 και 92/65, όχι όπως υποστηρίζει η Επιτροπή τη διασφάλιση ισοδύναμων εγγυήσεων στις τρίτες χώρες, αλλά τη διασφάλιση της αρχής της προλήψεως και της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων έναντι της προσβολής τους από τον ιό της γρίπης των πτηνών. Οι σκοποί αυτοί της προστασίας της υγείας δεν επιτρέπουν να αποκλεισθεί κάθε εδαφική προσέγγιση και κάθε συγκεκριμένος κίνδυνος μεταδόσεως από τρίτη χώρα στο πλαίσιο μιας αδιαφοροποίητης παγκόσμιας εξαπλώσεως του ιού. Αντιθέτως, μόνο μια ρύθμιση που λαμβάνει υπόψη τους συγκεκριμένους κινδύνους που εμφανίζονται στα διάφορα κράτη και ηπείρους βάσει του βαθμού επικινδυνότητάς τους συνάδει προς τις αρχές της αναλογικότητας και της προλήψεως. |
|
55 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των εναγόντων. |
|
56 |
Εν προκειμένω πρέπει, πρώτον, να διευκρινιστεί η νομική σημασία των παράνομων συμπεριφορών που διαπιστώθηκαν με την απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), δεύτερον, να εξεταστεί, βάσει των αρχών της αναλογικότητας και της προλήψεως, εάν είναι σύννομη ρύθμιση, η οποία εξαρτά την εισαγωγή στην Ένωση πτηνών, μεταξύ άλλων, από την εκτροφή τους σε συνθήκες αιχμαλωσίας και από την προέλευσή τους από τρίτες χώρες οι οποίες είναι σε θέση να παράσχουν ισοδύναμες εγγυήσεις με τις ισχύουσες στην Ένωση και, τρίτον, να κριθεί εάν είναι, εν προκειμένω, σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας η γεωγραφική εμβέλεια της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από το άρθρο 5 του κανονισμού 318/2007 και από τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο γʹ, των κανονισμών αυτών (βλ. σκέψεις 21 και 45 ανωτέρω). |
|
57 |
Πρώτον, όσον αφορά τη νομική σημασία των παράνομων συμπεριφορών που διαπιστώθηκαν με την απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), πρέπει, κατ’ αρχάς, να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, με την εν λόγω απόφαση, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας του κανονισμού 318/2007, επί ενδεχόμενης παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας λόγω της ευρύτατης γεωγραφικής εμβέλειας της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών (βλ. σκέψη 32 ανωτέρω). |
|
58 |
Στη συνέχεια πρέπει να επισημανθεί ότι τα μέτρα που το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), ως δυσανάλογα λόγω της ευρύτατης γεωγραφικής εμβέλειάς τους και ακολούθως παράνομα, δηλαδή τα προβλεπόμενα στην απόφαση 2005/760 μέτρα, των οποίων η ισχύς παρατάθηκε στη συνέχεια, αποτελούσαν μέτρα διασφαλίσεως στηριζόμενα στο άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496. |
|
59 |
Όμως, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ως προϋπόθεση εφαρμογής ότι «στο έδαφος τρίτης χώρας, εκδηλώνεται ή εξαπλώνεται […] ζωονόσος ή ασθένεια ή άλλη αιτία που ενδέχεται να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για τα ζώα ή την ανθρώπινη υγεία». Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση ένα από τα ακόλουθα μέτρα «[είτε την] αναστολή των εισαγωγών από το σύνολο ή τμήμα του εδάφους της συγκεκριμένης τρίτης χώρας, και ενδεχομένως, από την τρίτη χώρα διέλευσης, [είτε τον] καθορισμό ειδικών προϋποθέσεων για τα ζώα που προέρχονται από το σύνολο ή τμήμα του εδάφους της συγκεκριμένης τρίτης χώρας». Η διάταξη αυτή κάνει, συνεπώς, λόγο για συγκεκριμένη τρίτη χώρα στην οποία υπάρχει αποδεδειγμένος υγειονομικός κίνδυνος. Στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι τα επίμαχα μέτρα διασφαλίσεως έπρεπε να συνδέονται αρκούντως στενά με «το σύνολο ή τμήμα του εδάφους της συγκεκριμένης τρίτης χώρας» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως (απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 86). |
|
60 |
Αντιθέτως, οι νομικές βάσεις στις οποίες στηρίζονται οι επίμαχοι εν προκειμένω κανονισμός 318/2007 και εκτελεστικός κανονισμός 139/2013 δεν περιέχουν καμία αναφορά σε συγκεκριμένη τρίτη χώρα στην οποία υφίσταται αποδεδειγμένος υγειονομικός κίνδυνος. Το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 92/65 παρέχει κυρίως στην Επιτροπή τη δυνατότητα να θεσπίζει γενικούς όρους υγειονομικού ελέγχου που διασφαλίζουν την προέλευση των εισαγωγών μόνον από τρίτες χώρες οι οποίες «είναι σε θέση να παράσχουν στα κράτη μέλη και την Επιτροπή εγγυήσεις ισοδύναμες προς τις εγγυήσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙ σε σχέση με τα ζώα, το σπέρμα, τα ωάρια και τα έμβρυα». Ομοίως, καθόσον το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας κάνει λόγο για «ειδικο[ύς] όρο[υς] υγειονομικού ελέγχου, ιδίως εκείνο[υς] που στοχεύουν στην προστασία της [Ένωσης] από ορισμένες εξωτικές ασθένειες, ή εγγυήσεις ισοδύναμες με εκείνες που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία», η διάταξη αυτή προβλέπει επίσης γενικές από γεωγραφικής απόψεως απαιτήσεις χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Ούτε οι άλλες νομικές βάσεις των εν λόγω κανονισμών, δηλαδή το άρθρο 18, παράγραφος 1, πρώτη και τέταρτη περίπτωση, της οδηγίας αυτής καθώς και το άρθρο 10, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 91/496, παραπέμπουν σε συγκεκριμένη τρίτη χώρα. |
|
61 |
Ειδικότερα, ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013 δεν συνιστούν μέτρα διασφαλίσεως, αλλά θεσπίζουν, σύμφωνα με τις νομικές βάσεις τους, για όλες τις τρίτες χώρες, τους γενικούς όρους υγειονομικού ελέγχου για την εισαγωγή ζώων στην Ένωση. |
|
62 |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), περί παράνομων συμπεριφορών εντάσσονται στο ειδικό πλαίσιο των μέτρων διασφαλίσεως και δεν μπορούν να μεταφερθούν ως έχουν και στην περίπτωση του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013. |
|
63 |
Δεύτερον, όσον αφορά το σύννομο, βάσει των αρχών της αναλογικότητας και της προλήψεως, ρυθμίσεως, η οποία εξαρτά την εισαγωγή στην Ένωση πτηνών, μεταξύ άλλων, από την εκτροφή τους σε συνθήκες αιχμαλωσίας και από την προέλευσή τους από τρίτες χώρες, οι οποίες είναι σε θέση να παράσχουν ισοδύναμες εγγυήσεις με τις ισχύουσες στην Ένωση, πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι, κατά το κεφάλαιο 1 του παραρτήματος II του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, οι προϋποθέσεις καταχωρίσεως μιας τρίτης χώρας στον κατάλογο του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 92/65 συνιστούν, κατ’ ουσίαν, διπλή εγγύηση. Αφενός, η χώρα προελεύσεως πρέπει να διαθέτει ένα αποτελεσματικό κτηνιατρικό σύστημα εξοπλισμένο με τα κατάλληλα εργαστήρια. Αφετέρου, τα ζώα που εισάγονται στην Ένωση πρέπει να προέρχονται από εγκεκριμένη εγκατάσταση εκτροφής στην εν λόγω χώρα και, συνεπώς, να έχουν εκτραφεί σε αιχμαλωσία. Αυτές οι δύο προϋποθέσεις έχουν ως σκοπό να καταστήσουν δυνατό τον στενό έλεγχο των ζώων και τη γρήγορη εφαρμογή μέτρων για την καταπολέμηση των ασθενειών. |
|
64 |
Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το καθεστώς βάσει του οποίου τίθενται οι όροι υγειονομικού ελέγχου που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές ζώων στην Ένωση, το οποίο θεσπίσθηκε, μεταξύ άλλων, με την οδηγία 92/65 και, ειδικότερα, από το άρθρο της 17, παράγραφοι 2 και 3, καθώς και από το άρθρο της 18, παράγραφος 1, πρώτη και τέταρτη περίπτωση, στα οποία στηρίζεται ο κανονισμός 318/2007, ερείδεται στην αρχή της προηγούμενης χορηγήσεως άδειας. Κατά την αρχή αυτή, για λόγους υγειονομικού ελέγχου και προλήψεως, κάθε εισαγωγή ζώων προερχομένων από τρίτες χώρες καταρχήν απαγορεύεται, επιτρέπεται δε μόνον κατόπιν ρητής άδειας, εφόσον έχουν ολοκληρωθεί οι σχετικές διατυπώσεις και οι προηγούμενοι υποχρεωτικοί έλεγχοι, με αποτέλεσμα την κατάρτιση ενός καταλόγου τρίτων χωρών από τις οποίες επιτρέπονται οι εισαγωγές (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψεις 140 και 141). Βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/65, η Επιτροπή μπορεί, συνεπώς, να αποκλείει ή να διαγράφει ορισμένες τρίτες χώρες από τον κατάλογο αυτό, με αποτέλεσμα να απαγορεύεται, άνευ ετέρου, κάθε εισαγωγή ζώων προερχομένων από τις εν λόγω χώρες (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψεις 142 καιt 143). |
|
65 |
Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τη θέσπιση «κανόν[ων] υγειονομικού ελέγχου οι οποίοι θα διέπουν τη διάθεση στην αγορά ζώων», κατά την έννοια της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 92/65, η οποία περιλαμβάνει κατά λογική αναγκαιότητα τη δυνατότητα να μην επιτρέπεται η εισαγωγή στην Ένωση ορισμένων ειδών ζώων προερχομένων από χώρες που δεν πληρούν τους προαναφερθέντες όρους εισαγωγής (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 146). Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 92/65, που αφορά τη δυνατότητα της Επιτροπής να καθορίζει «ειδικο[ύς] όρο[υς] υγειονομικού ελέγχου, ιδίως εκείνο[υς] που στοχεύουν στην προστασία της [Ένωσης] από ορισμένες εξωτικές ασθένειες», εκπληρώνεται ο σκοπός προστασίας και προφυλάξεως, ο οποίος είναι συνυφασμένος με την αρχή της προλήψεως, για την εφαρμογή της οποίας η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στο πλαίσιο αυτό (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 147). |
|
66 |
Στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε συνεπώς, κατ’ ουσίαν, ότι ρύθμιση η οποία εξαρτά την εισαγωγή στην Ένωση πτηνών προερχομένων από τρίτες χώρες, οι οποίες είναι σε θέση να παράσχουν εγγυήσεις ισοδύναμες με τις ισχύουσες στην Ένωση, όπως η προβλεπόμενη στον κανονισμό 318/2007, ήταν σύμφωνη με τους σκοπούς και τις επιταγές της οδηγίας 92/65 καθώς και με την αρχή της προλήψεως, χωρίς να είναι δυσανάλογη. |
|
67 |
Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτό το βασικό συμπέρασμα ισχύει και στην περίπτωση τόσο του κανονισμού 318/2007 όσο και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, ο οποίος «κωδικοποιεί» τον κανονισμό 318/2007 και επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν το περιεχόμενό του (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). |
|
68 |
Περαιτέρω πρέπει να επισημανθεί ότι η προβαλλόμενη «απόλυτη απαγόρευση των εισαγωγών» αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών αποτελεί μόνο συνέπεια της επιταγής, κατά την οποία τα ζώα πρέπει να προέρχονται από εγκεκριμένη εγκατάσταση εκτροφής, στην οποία εκτρέφονται σε αιχμαλωσία, και όχι από την άγρια πανίδα. |
|
69 |
Λαμβανομένης υπόψη της αβεβαιότητας σχετικά με την κατάσταση της υγείας των αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 159), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απαίτηση κατά την οποία τα ζώα πρέπει να προέρχονται από εγκεκριμένη εγκατάσταση εκτροφής, στην οποία εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας, σε συνδυασμό με ένα αποτελεσματικό κτηνιατρικό σύστημα είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υγειονομική παρακολούθηση και τον προληπτικό έλεγχο στην τρίτη χώρα προελεύσεως, που με τη σειρά τους προϋποθέτουν ότι η εν λόγω τρίτη χώρα παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις με τις ισχύουσες στην Ένωση και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των τρίτων χωρών από τις οποίες επιτρέπεται η εισαγωγή ζώων στην Ένωση. |
|
70 |
Συνεπώς, η αρχή της προηγούμενης χορηγήσεως άδειας, όπως εκτίθεται στη σκέψη 64 ανωτέρω, η οποία ερείδεται στις νομικές βάσεις του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013 και στην αρχή της προλήψεως, πρέπει να εφαρμόζεται στηριζόμενη όχι σε τεκμήρια σχετικά με τη γενική υγειονομική κατάσταση στην τρίτη χώρα προελεύσεως, αλλά στην παροχή εγγυήσεων για τον έλεγχο της υγείας των πτηνών που εκτρέφονται σε εγκεκριμένη εγκατάσταση στην εν λόγω χώρα. Οι εγγυήσεις αυτές καθιστούν, μεταξύ άλλων, δυνατό να καθοριστεί με επαρκή επιστημονική βεβαιότητα εάν στην εν λόγω χώρα έχουν εκδηλωθεί ασθένειες, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής θέσεώς της και τέτοιου είδους τεκμηρίων. |
|
71 |
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, στο μέτρο που η προβαλλόμενη «απόλυτη απαγόρευση εισαγωγών» στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών αποτελεί συνέπεια των εγγυήσεων που επιτάσσει η αρχή της προηγούμενης εγκρίσεως των τρίτων χωρών, η Επιτροπή, απαιτώντας τέτοιου είδους εγγυήσεις με τον κανονισμό 318/2007 και τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει (βλ. σκέψη 42 ανωτέρω), δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη ή κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ή της αρχής της προλήψεως. |
|
72 |
Όσον αφορά, εν προκειμένω, το ζήτημα εάν η γεωγραφική εμβέλεια της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών είναι αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να υπερβεί την εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτει και να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας μόνον εάν δεν ενέκρινε την εισαγωγή τέτοιου είδους πτηνών προερχομένων από ζώνες στις οποίες προδήλως δεν έχει εκδηλωθεί η γρίπη των πτηνών. |
|
73 |
Επιβάλλεται, όμως, η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των προσκομισθέντων από τους διαδίκους επιστημονικών στοιχείων που περιέχονται στη δικογραφία, η γρίπη των πτηνών τύπου ΥΠΓΠ ή ΧΠΓΠ μπορεί να προσβάλλει τα άγρια πτηνά σε όλες τις ηπείρους. |
|
74 |
Πρώτον, το άρθρο 10.4.27, δεύτερο εδάφιο, του 23ου κώδικα υγείας των χερσαίων ζώων, που εξέδωσε το ΔΓΕ, ορίζει τα εξής: «Η εμφάνιση του ιού της γρίπης τύπου Α στα άγρια πτηνά αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Κανένα κράτος μέλος δεν μπορεί, κατ’ ουσία, να θεωρηθεί απαλλαγμένο από γρίπη τύπου Α στα άγρια πτηνά [λαμβανομένων υπόψη των ορίων για τα εν λόγω πτηνά, της γενικής υποχρεώσεως κοινοποιήσεως και της ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπονται για τα πουλερικά].» |
|
75 |
Σε ανακοινωθέν της 19ης Μαΐου 2015, που προσκόμισε η Επιτροπή, το ΔΓΕ υπογραμμίζει επίσης τον ρόλο των άγριων πτηνών ως υποδοχέων και φορέων ιών στις διάφορες επιδημίες γρίπης των πτηνών, επισημαίνοντας όμως παράλληλα την ύπαρξη και άλλων παραγόντων μεταδόσεως όπως, μεταξύ άλλων, σε πτηνοτροφεία όπου δεν λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα προφυλάξεως. |
|
76 |
Δεύτερον, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η Νότια Αμερική και η Ωκεανία έχουν ήδη πληγεί από τον ιό της γρίπης των πτηνών και ότι έχουν προσβληθεί από τον ιό άγρια πτηνά που βρίσκονται εκεί. Τα επιχειρήματα των εναγόντων περί του αντιθέτου στηρίζονται σε αόριστες κάρτες του ΔΓΕ οι οποίες αφορούν περιορισμένες χρονικές περιόδους (2010, 2011 και 2013) και έγγραφα σχετικά μόνο με τον ιό H5N1, ενώ η ΕΑΑΤ, στις γνωμοδοτήσεις της των ετών 2005, 2006 και 2008, εξέτασε διάφορους ιούς των τύπων H5 και H7. |
|
77 |
Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει των επιστημονικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, των οποίων η αξιοπιστία δεν αμφισβητήθηκε από τους ενάγοντες, κατ’ αρχάς, ο Οργανισμός Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), στην έκθεσή του για την ΥΠΓΠ στο Μεξικό [«Highly Pathogenic Avian Influenza in Mexico (H7N3)» (Γρίπη των πτηνών υψηλής παθογένειας στο Μεξικό (H7N3), Empres Watch, τόμος 26, Αύγουστος 2012, σ. 63 έως 71] επιβεβαιώνει ότι ο ιός H7N3 έχει προσβάλει άγρια πτηνά σε όλο τον κόσμο, όπως αποδείχθηκε από έλεγχο που διεξήχθη στη Βόρεια Αμερική, στη Νότια Αμερική (ιδίως στο Περού), στην Ευρώπη και στην Ασία, και επισημαίνει την αποδημία των άγριων πτηνών και την επαφή με τα πουλερικά ορνιθώνα ως τον συχνότερα παρατηρούμενο τρόπο μεταδόσεως ή εξαπλώσεως του ιού. Στη συνέχεια, ο ιός H5N9 ανιχνεύθηκε επίσης σε άγρια πτηνά στη Χιλή μεταξύ του 2007 και του 2009, βάσει επιστημονικού άρθρου που προσκόμισε η Επιτροπή [«Avian Influenza in wild birds from Chile, 2007-2009» (Γρίπη των πτηνών σε άγρια πτηνά της Χιλής, 2007-2009) Virus Research 199 (2015) σ. 42 έως 45]. Κατά τον διαδικτυακό τόπο του ΔΓΕ, επιδημίες του ιού H7N7 επισημάνθηκαν, επίσης, στην Αυστραλία το 2012 και το 2013. Επιπροσθέτως, νέοι ιοί που προκαλούν την ΥΠΓΠ, όπως ο ιός H5N8, παρατηρήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Μεξικό το 2014 και θα μπορούσαν να μεταδοθούν στη Νότια Αμερική και να αναδιοργανωθούν γενετικά με υφιστάμενους στους πληθυσμούς άγριων πτηνών ιούς. Τέλος, ο ιός H7N9 είναι προφανώς ένας ιός χαμηλής παθογένειας που δεν εμφανίζει σχεδόν κανένα κλινικό σύμπτωμα στα πτηνά αλλά είναι πολύ επικίνδυνος για τον άνθρωπο. |
|
78 |
Όσον αφορά το επιχείρημα των εναγόντων ότι τα κρούσματα μολύνσεων που αναφέρθηκαν στη Νότια Αμερική αφορούσαν μόνο μεμονωμένα άγρια πτηνά κατά μήκος των διαδρομών αποδημίας στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού και όχι συγκεκριμένες εστίες όπως τα πτηνοτροφεία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαφορά αυτή μπορεί να εξηγηθεί λόγω της αδυναμίας αυστηρού ελέγχου των άγριων πτηνών, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των πουλερικών των πτηνοτροφείων, με αποτέλεσμα τα εντοπισθέντα κρούσματα να παραμένουν απομονωμένα και τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα να μην είναι δυνατό να αντιπροσωπεύουν τον συνολικό αριθμό των προσβληθέντων άγριων πτηνών. |
|
79 |
Πράγματι, πολλές τρίτες χώρες δεν διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους για την ανίχνευση του ιού στα άγρια πτηνά, η οποία προϋποθέτει ένα σύστημα κτηνιατρικών ελέγχων σε όλη την επικράτεια και διάγνωση σε κατάλληλα εργαστήρια. Όμως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν οφείλει να εφαρμόζει προγράμματα ελέγχου ή να εγκαθιστά διαγνωστικά εργαστήρια σε τρίτες χώρες, η χώρα προελεύσεως είναι αυτή που πρέπει να αποδείξει ότι είναι απαλλαγμένη από ασθένειες, παρέχοντας εγγυήσεις αντίστοιχες προς τις απαιτήσεις της Ένωσης, όπως ορίζονται στο παράρτημα II του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013. Συναφώς πρέπει να επισημανθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι ορισμένες χώρες της Νότιας Αμερικής (το πολυεθνοτικό κράτος της Βολιβίας, η Γουιάνα, η Δημοκρατία της Παραγουάης, η Δημοκρατία του Σουρινάμ, και η Βολιβαριανή Δημοκρατία της Βενεζουέλας) δεν έχουν καν ζητήσει να καταχωριστούν στον προβλεπόμενο από τον κανονισμό 798/2008 κατάλογο των εγκεκριμένων χωρών για την εισαγωγή πουλερικών στην Ένωση (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω), δεδομένου ότι ο κατάλογος αυτός ισχύει, δυνάμει του παραρτήματος I του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013 (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω), και στην περίπτωση άλλων πτηνών των οποίων η εισαγωγή επιτρέπεται, όπως τα άγρια πτηνά που εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας. |
|
80 |
Τρίτον, από τα διάφορα έγγραφα της δικογραφίας που προσκόμισαν οι διάδικοι προκύπτει ότι η εισαγωγή, από τρίτες χώρες, αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών παραμένει ένας τρόπος μεταδόσεως υψηλού κινδύνου, κυρίως κατά την περίοδο αποδημίας, και ότι ενέχει, ιδίως, τον κίνδυνο μεταδόσεως νέων στελεχών ιού ΥΠΓΠ και ΧΠΓΠ που δεν υφίστανται προς το παρόν στην Ένωση και τα οποία θα μπορούσαν να αναδιοργανωθούν γενετικά σε ιούς υψηλής παθογένειας και να μεταδοθούν άμεσα ή έμμεσα σε πληθυσμούς άγριων πτηνών ή πουλερικών της Ευρώπης. |
|
81 |
Ειδικότερα, κατά τη γνωμοδότηση του Friedrich-Loeffler-Institut (Ινστιτούτου Friedrich Loeffler) της 25ης Νοεμβρίου 2014, την οποία προσκόμισαν οι ίδιοι οι ενάγοντες, ο κίνδυνος μεταδόσεως του ιού ΥΠΓΠ σε πουλερικά στη Γερμανία από άγρια πτηνά χαρακτηρίζεται «υψηλός», όπως ακριβώς και ο κίνδυνος λόγω παράνομων εισαγωγών από τρίτες χώρες, ενώ ο κίνδυνος λόγω νόμιμων εισαγωγών από τρίτες χώρες, δηλαδή αφότου εκδόθηκε ο κανονισμός 318/2007, των πτηνών που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία, ή του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών χαρακτηρίζεται «αμελητέος» και ο κίνδυνος που συνδέεται με την κυκλοφορία προσώπων και οχημάτων στην Ένωση χαρακτηρίζεται «χαμηλός». |
|
82 |
Στην επόμενη γνωμοδότησή του, της 3ης Ιουνίου 2015, την οποία προσκόμισε η Επιτροπή, το Friedrich-Loeffler-Institut διαπιστώνει κατ’ αρχάς ότι «η παγκόσμια εξάπλωση της ΥΠΓΠ που οφείλεται σε διαφορετικά στελέχη έχει λάβει άγνωστες έως τώρα διαστάσεις». Επισημαίνει δε ότι «είναι δυνατή η αμφίδρομη μετάδοση του [ιού H5N8] μεταξύ άγριων πτηνών και πουλερικών διά της άμεσης επαφής και διά της επαφής με μολυσμένο υλικό από περιττώματα» και ότι «από την αυξημένη συχνότητα γενετικής αναδιοργανώσεως στην αμερικανική ήπειρο θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανό ότι [ο εν λόγω ιός] έχει ήδη εξαπλωθεί ευρέως στον πληθυσμό άγριων πτηνών της Βόρειας Αμερικής από το 2014». Ο κίνδυνος σε σχέση με τα άγρια πτηνά στη Γερμανία είναι βεβαίως περιορισμένος και χαρακτηρίζεται «μικρός-μέτριος», αλλά μόνον έως τον Αύγουστο του 2015, περίοδο αποδημίας των πτηνών αυτών. |
|
83 |
Μεταξύ άλλων, από το σύνολο των επιστημονικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή, των οποίων την αξιοπιστία δεν αμφισβητούν οι ενάγοντες, προκύπτει, πρώτον, ότι καμία χώρα δεν μπορεί, βάσει των κανόνων του ΔΓΕ που ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, να δηλώσει ότι είναι ελεύθερη ή απαλλαγμένη από τον ιό ΥΠΓΠ και ΧΠΓΠ στα άγρια πτηνά, δεύτερον, ότι κρούσματα μολύνσεων από τον ιό εκδηλώθηκαν στη Νότια Αμερική και στην Ωκεανία, ενώ δεν θα μπορούσαν με τα υπάρχοντα μέσα να εντοπισθούν άλλα τυχόν κρούσματα και, τρίτον, ότι η εισαγωγή στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών παραμένει ένας υψηλού κινδύνου τρόπος μεταδόσεως του ιού. |
|
84 |
Οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν κανένα έγγραφο που να πιστοποιεί σαφώς και να αποδεικνύει επαρκώς ότι ορισμένες χώρες ή ήπειροι, όπως ειδικότερα η Νότια Αμερική και η Ωκεανία, είναι διαρκώς ελεύθερες και απαλλαγμένες από τον ιό της γρίπης των πτηνών ή ότι, εν γένει, τα αιχμαλωτισθέντα άγρια πτηνά δεν εγκυμονούν κανέναν κίνδυνο μεταδόσεως του ιού. |
|
85 |
Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι υπάρχει μεγάλη επιστημονική αβεβαιότητα σχετικά με τον κίνδυνο μεταδόσεως της γρίπης των πτηνών στην Ένωση, διά των εισαγωγών αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών προερχομένων από τρίτες χώρες όλου του κόσμου. |
|
86 |
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η πρώτη αιτίαση που αντλείται από κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω της ευρύτατης γεωγραφικής εμβέλειας της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, την οποία προβλέπουν ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013. |
– Επί της δεύτερης αιτιάσεως που στηρίζεται στη μη επιλογή της λύσεως της απομονώσεως ως λιγότερο επαχθούς μέτρου
|
87 |
Με τη δεύτερη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι, δεδομένης της ανακοπής της εξαπλώσεως των μολύνσεων στις χώρες που εξακολουθούν να πλήττονται από τη γρίπη των πτηνών, η λύση της απομονώσεως, έστω και διπλής, δηλαδή τόσο στην τρίτη χώρα όσο και στο κράτος μέλος εισαγωγής, θα έπρεπε να έχει προτιμηθεί από την Επιτροπή ως λιγότερο επαχθές μέτρο για την καταπολέμηση της εξαπλώσεως της εν λόγω γρίπης. |
|
88 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των εναγόντων. |
|
89 |
Κατ’ αρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι η αιτίαση αυτή είναι ανάλογη με αιτίαση που εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451). |
|
90 |
Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451, σκέψεις 158 και 159), τα εξής: |
|
91 |
Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), ότι, όσον αφορά την πρόληψη των κινδύνων, τα άγρια πτηνά διακρίνονται από τα πτηνά που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των πτηνών που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία, είναι δυνατό να προβλεφθεί αυστηρός υγειονομικός έλεγχος ήδη από τη γέννησή τους, ο οποίος μπορεί να φθάσει μέχρι την εκτροφή τους σε συνθήκες κλειστού περιβάλλοντος ή να συμπεριλάβει την απομόνωσή τους από τα πουλερικά. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι ενάγοντες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή δεν μπορούσαν να προσάψουν στην Επιτροπή ότι θέσπισε ένα προδήλως δυσανάλογο μέτρο διακρίνοντας μεταξύ των άγριων πτηνών και των πτηνών που εκτρέφονται σε αιχμαλωσία (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψεις 162 και 163). |
|
92 |
Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν κανένα έγγραφο που να είναι σε θέση να αναιρέσει τις εν λόγω εκτιμήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, οι οποίες συνάδουν με τις αρχές της αναλογικότητας και της προλήψεως καθώς και με τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2006, όπως και με τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2008. Αντιθέτως, η προβαλλόμενη από τους ενάγοντες «ανακοπή της εξαπλώσεως των μολύνσεων» ουδόλως αποδεικνύεται, λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 74 έως 82 ανωτέρω). |
|
93 |
Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 91 ανωτέρω ισχύει, για τους ίδιους λόγους, και στην περίπτωση του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, ο οποίος «κωδικοποιεί» τον κανονισμό 318/2007 και επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενό του (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). |
|
94 |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η δεύτερη αιτίαση που αντλείται από κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω μη επιλογής της λύσεως της απομονώσεως ως λιγότερο επαχθούς μέτρου για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών. |
– Επί της τρίτης αιτιάσεως που στηρίζεται στη μη διενέργεια εντατικότερων ελέγχων στα αποδημητικά πτηνά ως αποτελεσματικότερου μέτρου
|
95 |
Με την τρίτη αιτίαση, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι οι εντατικότεροι έλεγχοι των αποδημητικών πτηνών, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την υποχρέωση προληπτικής απομονώσεως των πουλερικών που εκτρέφονται σε περιοχές από τις οποίες διέρχονται αποδημητικά πτηνά, θα αποτελούσαν για την Επιτροπή αποτελεσματικότερο μέτρο καταπολεμήσεως της μεταδόσεως της γρίπης των πτηνών. |
|
96 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των εναγόντων. |
|
97 |
Κατ’ αρχάς αρκεί η διαπίστωση ότι η μετάδοση του ιού της γρίπης των πτηνών διά των αποδημητικών άγριων πτηνών αποτελεί παράλληλο τρόπο μεταδόσεως, ο οποίος δεν εμποδίζει τη μετάδοση του ιού από τα άγρια πτηνά που αιχμαλωτίζονται στο φυσικό περιβάλλον τους. Συνεπώς, ο εντατικότερος έλεγχος των αποδημητικών πτηνών, ακόμη κι αν συνοδεύεται από ενισχυμένα μέτρα βιοασφάλειας, όπως η υποχρεωτική απομόνωση των πουλερικών στις περιοχές της Ένωσης από τις οποίες διέρχονται τα αποδημητικά πτηνά, δεν μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικότερη εναλλακτική λύση σε σχέση με την απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση των αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών. |
|
98 |
Περαιτέρω πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο έλεγχος των αποδημητικών πτηνών, σε συνδυασμό με διαγνωστικές εξετάσεις άγριων πτηνών, δεν αποτελεί ρεαλιστικό εναλλακτικό μέτρο, δεδομένης της πολυπλοκότητάς του, του υψηλού κόστους και της μικρής αντιπροσωπευτικότητάς του. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παραδέχεται ότι οι διαγνωστικές εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ένωση σε περίπου 50000 άγρια πτηνά το 2008, για τις οποίες απαιτούνται σημαντικοί πόροι, αφορούν τόσο μικρό αριθμό πτηνών που το αποτέλεσμά τους δεν μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτικό. |
|
99 |
Εν πάση περιπτώσει παρατηρείται ότι η Ένωση δεν μπορεί να επιβάλλει στις τρίτες χώρες, όπως οι χώρες της Νότιας Αμερικής και της Αφρικής, την υποχρέωση να ελέγχουν εντατικότερα τα άγρια πτηνά. |
|
100 |
Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η κατάσταση της υγείας των άγριων πτηνών μπορεί να παρακολουθείται και να διαπιστώνεται με επαρκή επιστημονική βεβαιότητα, μόνον εάν τα εν λόγω πτηνά εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας και ελέγχονται σε μόνιμη βάση μέσω ενός αποτελεσματικού κτηνιατρικού συστήματος σε εγκεκριμένες προς τούτο εγκαταστάσεις εκτροφής. |
|
101 |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η τρίτη αιτίαση που στηρίζεται στην κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω της μη διενέργειας εντατικότερων ελέγχων των αποδημητικών πτηνών ως λιγότερο επαχθούς μέτρου για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών. |
|
102 |
Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή, διά της εκδόσεως του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, στο πλαίσιο ασκήσεως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη ούτε σε κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ιδίως όσον αφορά τη γεωγραφική εμβέλεια της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, ή της αρχής της προλήψεως. |
|
103 |
Κατά συνέπεια, ο δεύτερος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί. |
Επί του τρίτου ισχυρισμού που αντλείται από κατάφωρη παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας
|
104 |
Με τον τρίτο ισχυρισμό, οι ενάγοντες, στηριζόμενοι ιδίως στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβη, κατάφωρα, το καθήκον της επιμέλειας στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας εξακολουθώντας να στηρίζει την απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών στις γνωμοδοτήσεις της ΕΑΑΤ του 2005 και του 2006 «ακρίτως», χωρίς να ζητήσει νεότερη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ και χωρίς να λάβει υπόψη τις συλλεγείσες ιδίως από το ΔΓΕ τρέχουσες και πάγιες από το 2010 επιστημονικές γνώσεις. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι καθόσον, κατά τον χρόνο εκδόσεως του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, οι τρόποι μεταδόσεως και οι κίνδυνοι μολύνσεως από τον ιό της γρίπης των πτηνών είχαν ήδη μελετηθεί και παρατηρηθεί για δέκα περίπου έτη, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τα δεδομένα του ΔΓΕ, τα οποία πιστοποιούσαν ότι δεν υπήρξε κανένα κρούσμα μολύνσεως άγριων πτηνών στη Νότια Αμερική από τη γρίπη των πτηνών καθώς και ότι δεν υπήρξε καμία επαφή μεταξύ των άγριων πτηνών της Νότιας Αμερικής ή της Ωκεανίας και εκείνων των πληγέντων ασιατικών κρατών. |
|
105 |
Κατά τους ενάγοντες, υπό το πρίσμα των ανωτέρω επιστημονικών γνώσεων, ορισμένες χώρες, στις οποίες δεν είχε παρουσιαστεί κανένα κρούσμα μολύνσεως, θα έπρεπε να εξαιρεθούν από την απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, η δε λύση της απομονώσεως, σε συνδυασμό με τους εντατικότερους ελέγχους στα αποδημητικά πτηνά, θα αποτελούσε καταλληλότερο μέτρο. Περαιτέρω, ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013 θα έπρεπε να αντανακλούν πιστά τις τρέχουσες επιστημονικές γνώσεις όχι μόνον κατά τον χρόνο εκδόσεώς τους, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος τους, με συνέπεια την εκάστοτε αναπροσαρμογή τους όταν τούτο καθίστατο αναγκαίο. Εξάλλου, η Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την ΕΑΑΤ να προβεί σε ειδική μελέτη των κινδύνων που συνδέονταν με το διεθνές εμπόριο πουλερικών. |
|
106 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των εναγόντων. |
|
107 |
Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο έλεγχος της τηρήσεως ορισμένων εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης, στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, έχει θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών συγκαταλέγεται ιδίως η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να εξετάζει επιμελώς και αμερολήπτως όλα τα κρίσιμα στοιχεία της κρινόμενης υποθέσεως και να αιτιολογεί επαρκώς την απόφασή του. Συγκεκριμένα, η τήρηση του καθήκοντος της Επιτροπής να συγκεντρώνει επιμελώς τα πραγματικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της ευρείας εξουσίας της εκτιμήσεως, καθώς και ο έλεγχός της από τον δικαστή της Ένωσης είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικά, δεδομένου ότι η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως υπόκειται σε περιορισμένο μόνο δικαιοδοτικό έλεγχο επί της ουσίας, ο οποίος εξαντλείται στη διερεύνηση πρόδηλης πλάνης (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
108 |
Εν προκειμένω πρέπει, πρώτον, να διευκρινιστεί η νομική σημασία των παράνομων συμπεριφορών που διαπιστώθηκαν στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), και, δεύτερον, να κριθεί εάν η Επιτροπή έχει παραβεί, εν προκειμένω, το καθήκον της επιμέλειας. |
|
109 |
Πρώτον, όσον αφορά τη σημασία των παράνομων συμπεριφορών λόγω παραβάσεως του καθήκοντος επιμέλειας που διαπιστώθηκαν στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), πρέπει, κατ’ αρχάς, να διακριθεί το ιστορικό πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως από το ιστορικό της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. |
|
110 |
Στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή είχε, κατ’ αρχάς, στηρίξει την απόφαση 2005/760 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω) σε εσφαλμένο πραγματικό δεδομένο —δηλαδή λόγω συγχύσεως των δειγμάτων, ένα προσβεβλημένο από τον ιό H5N1 πτηνό που είχε εντοπιστεί στο κέντρο απομονώσεως του Essex (Ηνωμένο Βασίλειο) καταχωρίστηκε εκ παραδρομής ως προερχόμενο από το Σουρινάμ της Νότιας Αμερικής ενώ, όπως προέκυψε αργότερα, στην πραγματικότητα προερχόταν από την Ταϊβάν της Ασίας— και είχε, ακολούθως, παραβεί το καθήκον της επιμέλειας εκδίδοντας διάφορες αποφάσεις περί παρατάσεως της ισχύος της αρχικής αποφάσεώς της (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) χωρίς να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα εκθέσεως, στην οποία γινόταν αναφορά στο συγκεκριμένο σφάλμα. Συνεπώς, η Επιτροπή είχε παραλείψει να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους έκρινε, εντούτοις, αναγκαία τη διατήρηση της αναστολής των εισαγωγών άγριων πτηνών προερχομένων από τη Νότια Αμερική και να καθορίσει τις ζώνες κινδύνου δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496 (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 114). |
|
111 |
Οι σχετικοί εν προκειμένω κανονισμοί, ήτοι ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013, θεσπίζοντας γενικούς όρους υγειονομικού ελέγχου δυνάμει του άρθρου 17 της οδηγίας 92/65, διακρίνονται σαφώς από την απόφαση 2005/760 και τις αποφάσεις περί παρατάσεως της ισχύος της, οι οποίες κρίθηκαν παράνομες από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451). Πράγματι, αφενός, οι κανονισμοί αυτοί, αντιθέτως προς τις ανωτέρω αποφάσεις, δεν αποτελούν μέτρα διασφαλίσεως για τις ζώνες κινδύνου κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/496, ως προς τις οποίες θα έπρεπε να εξετάζεται ενδελεχώς ο συγκεκριμένος κίνδυνος στις οικείες τρίτες χώρες. Αφετέρου, οι εν λόγω κανονισμοί, αντιθέτως προς τις ανωτέρω αποφάσεις, δεν έχουν περιορισμένη χρονική εφαρμογή, η οποία θα απαιτούσε επανεξέταση κατά τη λήξη της ισχύος του μέτρου προκειμένου να δικαιολογηθεί ενδεχόμενη παράτασή του. |
|
112 |
Περαιτέρω, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεδειγμένο σφάλμα και δεν μπορεί, συνεπώς, να έχει παραβεί το καθήκον της επιμέλειας, διότι δεν έλαβε υπόψη μια έκθεση που αναφέρει το εν λόγω σφάλμα. |
|
113 |
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι διαπιστωθείσες από το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451), παράνομες συμπεριφορές εντάσσονται σε ειδικό πλαίσιο, το οποίο αφορά μέτρα διασφαλίσεως που στηρίχθηκαν σε αποδεδειγμένο σφάλμα και δεν μπορούν να μεταφερθούν ως έχουν στην περίπτωση του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013. |
|
114 |
Δεύτερον, επιβάλλεται, εν προκειμένω, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, στηρίζοντας, κατ’ αρχάς, την έκδοση του κανονισμού 318/2007, μεταξύ άλλων, στην επιστημονική αβεβαιότητα που προέκυπτε από τη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2006 σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με την εισαγωγή αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), και η οποία ενισχύεται κατά τα λοιπά από τα πιο πρόσφατα επιστημονικά στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή (βλ. σκέψεις 74 έως 82 ανωτέρω), τήρησε το καθήκον της επιμέλειας όσον αφορά την επιστημονική αιτιολόγηση της απαγορεύσεως των εισαγωγών στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του γεγονότος ότι υπήρχαν ιοί διαφόρων τύπων, εκτός του ιού H5N1. |
|
115 |
Επιπροσθέτως, το 2007, η Επιτροπή ζήτησε από την ΕΑΑΤ μια νέα ενοποιημένη γνωμοδότηση (βλ. σκέψη 25 ανωτέρω). Πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, ότι η ενοποιημένη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2008, για θέματα υγείας και συνθηκών διαβιώσεως των ζώων που συνδέονται με τη γρίπη των πτηνών και για τον κίνδυνο εξαπλώσεώς της στα πτηνοτροφεία της Ένωσης, επιβεβαίωσε την κύρια βάση της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ του 2006, κατά την οποία τα άγρια πτηνά αντιπροσώπευαν ένα είδος φυσικού υποδόχου της γρίπης των πτηνών, η δε έκταση της μολύνσεώς τους μπορούσε μόνο δυσχερώς να ανιχνευθεί, καθόσον δεν εκδήλωναν ή είχαν ελάχιστα κλινικά συμπτώματα της ασθένειας. |
|
116 |
Όσον αφορά τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013 πρέπει, επίσης, να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή δεν παρέβη, με την έκδοσή του, το καθήκον της επιμέλειας. Πράγματι, οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν κανένα έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται ότι τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα αντικρούουν τα βασικά σημεία των συμπερασμάτων της γνωμοδοτήσεως της ΕΑΑΤ του 2006, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση του κανονισμού 318/2007, ο οποίος «κωδικοποιεί» τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013. |
|
117 |
Περαιτέρω, η Επιτροπή ζήτησε από την ΕΑΑΤ μια νέα γνωμοδότηση στις αρχές του έτους 2014, πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (βλ. σκέψη 34 ανωτέρω). Καίτοι η εν λόγω γνωμοδότηση αφορούσε μόνο τον ιό H5N8, πρέπει, εντούτοις, να γίνει δεκτό ότι από την εντολή αυτή συνάγεται ότι η Επιτροπή αντέδρασε δεόντως επί των εξελίξεων των σχετικών περιστάσεων για την επαναξιολόγηση των μέτρων της για την καταπολέμηση της γρίπης των πτηνών. |
|
118 |
Κατά τα λοιπά, από τη δικογραφία συνάγεται ότι οι γνωμοδοτήσεις της ΕΑΑΤ του 2008 και του 2014 επιβεβαίωσαν τους σχετικούς με τα άγρια, και ιδίως αιχμαλωτισθέντα, πτηνά κινδύνους και την επικρατούσα επιστημονική αβεβαιότητα σχετικά με τη μετάδοση της γρίπης των πτηνών. Ομοίως, ο υγειονομικός κώδικας του ΔΓΕ προβλέπει ότι «[κ]ανένα κράτος μέλος δεν μπορεί, κατ’ ουσία, να θεωρηθεί απαλλαγμένο από γρίπη τύπου Α στα άγρια πτηνά» (βλ. σκέψη 74 ανωτέρω). |
|
119 |
Συνεπώς, η διατήρηση της απαγορεύσεως των εισαγωγών στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών δεν είναι αποτέλεσμα κατάφωρης παραβάσεως του καθήκοντος επιμέλειας αλλά, αντιθέτως, στηρίζεται στις επιστημονικές γνωμοδοτήσεις της ΕΑΑΤ, οι οποίες δεν αναιρούνται από τον υγειονομικό κώδικα του ΔΓΕ, στο πλαίσιο της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή, την οποία άσκησε χωρίς να υποπέσει σε καμία πρόδηλη πλάνη. |
|
120 |
Εξάλλου, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παρέλειψε να ζητήσει από την ΕΑΑΤ να προβεί σε συγκεκριμένη μελέτη των κινδύνων που συνδέονται με το διεθνές εμπόριο πουλερικών, επιβάλλεται η διαπίστωση, αφενός, ότι αυτό είναι αλυσιτελές, διότι αναφέρεται σε παράλληλο τρόπο μεταδόσεως του ιού της γρίπης των πτηνών, ο οποίος δεν αποκλείει τον κίνδυνο μεταδόσεως από τα αιχμαλωτισθέντα άγρια πτηνά και, αφετέρου, είναι αβάσιμο διότι η Επιτροπή, ήδη από το 2000, ζήτησε από την ΕΑΑΤ λεπτομερείς επιστημονικές γνωμοδοτήσεις για τους κινδύνους που συνδέονται με τις εισαγωγές πουλερικών και ακολούθως εξέδωσε διάφορες πράξεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο κανονισμός 798/2008 (βλ. σκέψη 24 ανωτέρω). Περαιτέρω, η μετάδοση του εν λόγω ιού από τα πουλερικά εξετάστηκε εκ νέου στη γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2014. |
|
121 |
Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει, χωρίς να αμφισβητείται από τους ενάγοντες, ότι στις 31 Μαρτίου 2015, λαμβανομένων υπόψη των μαζικών εστιών γρίπης των πτηνών που είχαν προσφάτως διαπιστωθεί και της γενετικής αναδιοργανώσεως του ιού H5N8 και άλλων ιών τύπου H5, κάλεσε την ΕΑΑΤ να εκπονήσει νέα μελέτη για τους τρόπους μεταδόσεως και, ειδικότερα, για τον ρόλο των ιών που προκαλούν τη ΧΠΓΠ, οι οποίοι μπορούν δυσχερώς να ανιχνευθούν στα άγρια πτηνά, αλλά είναι ενδεχομένως επικίνδυνοι για τον άνθρωπο. |
|
122 |
Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας και διατηρώντας σε ισχύ τον κανονισμό 318/2007 και τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013, δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει ούτε υπέπεσε σε οποιαδήποτε κατάφωρη παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας. |
|
123 |
Ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί. |
Επί του πρώτου ισχυρισμού που αντλείται από κατάφωρη προσβολή της επαγγελματικής ελευθερίας, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας (άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων)
|
124 |
Με τον πρώτο ισχυρισμό, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η προβλεπόμενη στον κανονισμό 318/2007 και στον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013 απαγόρευση εισαγωγής στην Ένωση άγριων πτηνών προσέβαλε κατάφωρα την επαγγελματική ελευθερία τους, την επιχειρηματική ελευθερία τους και το δικαίωμά τους ιδιοκτησίας, που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ειδικότερα ισχυρίζονται ότι η απαγόρευση αυτή τους στέρησε τη δυνατότητα ασκήσεως των εμπορικών δραστηριοτήτων τους της εισαγωγής και μεταπωλήσεως αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών και της εκμεταλλεύσεως των σταθμών απομονώσεως που είχαν κατασκευάσει για τον σκοπό αυτό πριν από το 2005. Η πτώση του κύκλου εργασιών τους και η απώλεια των επενδύσεών τους στους εν λόγω σταθμούς απομονώσεως τους ώθησαν, συγκεκριμένα, στα «όρια της φτώχειας» ή και «στα πρόθυρα της καταστροφής». Επίσης επαναλαμβάνουν, στο πλαίσιο αυτού του ισχυρισμού, τις αιτιάσεις που προέβαλαν σχετικά με τον δυσανάλογο χαρακτήρα της εν λόγω απαγορεύσεως λόγω, ιδίως, της ευρύτατης γεωγραφικής εμβέλειάς της. |
|
125 |
Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των εναγόντων. |
|
126 |
Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η επαγγελματική ελευθερία, η επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας αποτελούν θεμελιώδη δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ωστόσο, τα δικαιώματα αυτά δεν αποτελούν απόλυτες αξίες, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνάρτηση με τη λειτουργία τους εντός του κοινωνικού συνόλου. Επομένως, μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην άσκησή τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε επιδιωκόμενους από την Ένωση σκοπούς γενικού συμφέροντος και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση δυναμένη να θίξει την ίδια την ουσία των ούτως κατοχυρωμένων δικαιωμάτων (βλ., συναφώς, απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2013:451, σκέψη 188 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). |
|
127 |
Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός είναι ανάλογος με ισχυρισμό που εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451). |
|
128 |
Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση ATC κ.λπ., σκέψη 31 ανωτέρω (EU:T:2013:451, σκέψη 190), το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε τα εξής: |
|
129 |
Εν προκειμένω πρέπει να γίνει δεκτό ότι το συμπέρασμα που περιέχεται στη σκέψη 128 ανωτέρω ισχύει, για τους ίδιους λόγους, και στην περίπτωση του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, ο οποίος «κωδικοποιεί» τον κανονισμό 318/2007 και επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, το περιεχόμενό του (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω). |
|
130 |
Πράγματι, οι ενάγοντες στην υπό κρίση υπόθεση δεν απέδειξαν ούτε καν ισχυρίστηκαν ότι ο κανονισμός 318/2007 και ο εκτελεστικός κανονισμός 139/2013 θίγουν την ίδια την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. |
|
131 |
Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι οι ενάγοντες παραδέχονται ότι εξακολουθούν έως σήμερα να ασχολούνται με το εμπόριο πτηνών, διευκρινίζοντας όμως ότι πρόκειται πλέον για πτηνά που εκτρέφονται στην Ένωση, τα οποία αγοράζουν από τρίτους είτε «αναπαράγουν με μεγάλες δαπάνες» στις δικές τους εγκαταστάσεις. |
|
132 |
Πρέπει να γίνει δεκτό όμως ότι ενδεχόμενη μείωση του κύκλου εργασιών ή ενδεχόμενη απώλεια κερδών που οφείλονται στη διαφοροποίηση της τιμής μεταξύ των πτηνών που εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας και των πτηνών που έχουν αιχμαλωτισθεί στο φυσικό περιβάλλον τους δεν μπορεί, προφανώς, να αποτελέσει προσβολή της ίδιας της ουσίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, πέραν από την απώλεια μιας επαγγελματικής ευκαιρίας. |
|
133 |
Συναφώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι ενάγοντες, ως έμποροι ζώων, διατηρούν την ελευθερία εισαγωγής διακοσμητικών πτηνών που εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας, καθώς και την ελευθερία εμπορίας τους και χρησιμοποιήσεως για τον σκοπό αυτό των σταθμών τους απομονώσεως. Δυνάμει του άρθρου 5 του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, η εισαγωγή διακοσμητικών πτηνών που εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας, σε αντίθεση προς την εισαγωγή πτηνών που έχουν αιχμαλωτισθεί στο φυσικό περιβάλλον τους, ήταν και παραμένει επιτρεπόμενη υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως ορισμένων όρων υγειονομικού ελέγχου. |
|
134 |
Ειδικότερα, οι προσκομισθείσες από την Επιτροπή στατιστικές των εισαγωγών άγριων πτηνών στην Ένωση, τις οποίες δεν αμφισβήτησαν οι ενάγοντες, καταδεικνύουν μάλιστα, μετά την πτώση που σημειώθηκε μεταξύ των ετών 2005 και 2006, μια άνοδο μεταξύ του 2006 και του 2010 και μια ακόμη πιο σαφή άνοδο μεταξύ των ετών 2010 και 2014. Η Επιτροπή προσκομίζει, επίσης, έναν κατάλογο δεκατριών επιχειρήσεων, ευρισκομένων σε έξι τρίτες χώρες και συγκεκριμένα στη Δημοκρατία της Αργεντινής, στον Καναδά, στη Δημοκρατία της Χιλής, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στο Ισραήλ και στη Δημοκρατία των Φιλιππίνων, οι οποίες είναι εγκεκριμένες σύμφωνα με το άρθρο 4 και το παράρτημα II του κανονισμού 318/2007 και στη συνέχεια του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013 (βλ. σκέψη 20 ανωτέρω), για την εξαγωγή στην Ένωση άγριων πτηνών εκτρεφομένων σε αιχμαλωσία. |
|
135 |
Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή και αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι ενάγοντες, ότι οι σταθμοί απομονώσεως εξακολουθούν να είναι χρήσιμοι στην Ένωση. Πράγματι, για τα άγρια πτηνά που εκτρέφονται σε συνθήκες αιχμαλωσίας καθώς και για ορισμένα άγρια πτηνά των οποίων η εισαγωγή επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του κανονισμού 318/2007 και του εκτελεστικού κανονισμού 139/2013, η υποχρέωση απομονώσεως είναι διπλή, στο μέτρο που ισχύει τόσο στη χώρα εξαγωγής όσο και στην Ένωση. |
|
136 |
Συνεπώς, βάσει των στατιστικών που προσκόμισε η Επιτροπή και δεν αμφισβητήθηκαν από τους ενάγοντες, ο αριθμός των σταθμών απομονώσεως στην Ένωση δεν μειώθηκε σημαντικά από το 2007 και εφεξής, αντιθέτως μάλιστα εγκρίθηκαν και νέοι σταθμοί απομονώσεως. Για παράδειγμα, το 2014, όπως και το 2007, στη Γερμανία λειτουργούσαν 24 σταθμοί απομονώσεως. |
|
137 |
Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι τα μέτρα που περιλαμβάνονται στον κανονισμό 318/2007 και στον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013 αποτελούν θεμιτούς και σύμφωνους προς την αρχή της αναλογικότητας περιορισμούς, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 126 ανωτέρω, της επαγγελματικής ελευθερίας και της επιχειρηματικής ελευθερίας καθώς και του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εναγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας και διατηρώντας σε ισχύ τους εν λόγω κανονισμούς, στο πλαίσιο ασκήσεως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη ούτε σε κατάφωρη προσβολή των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων. |
|
138 |
Ο πρώτος ισχυρισμός πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί. |
|
139 |
Δεδομένου ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας και διατηρώντας σε ισχύ τον κανονισμό 318/2007 και τον εκτελεστικό κανονισμό 139/2013, δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη στο πλαίσιο ασκήσεως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, και δεν παραβίασε κατάφωρα την αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της προλήψεως, ούτε παρέβη το καθήκον της επιμέλειας, και δεν προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα των εναγόντων δυνάμει των άρθρων 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, συνάγεται εν προκειμένω το συμπέρασμα ότι οι ενάγοντες ουδόλως αποδεικνύουν την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Επιτροπής. |
Επί της αγωγής αποζημιώσεως
|
140 |
Η διαπίστωση ότι δεν υφίσταται, εν προκειμένω, παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής αρκεί για να αποκλεισθεί η εξωσυμβατική ευθύνη του συγκεκριμένου θεσμικού οργάνου, χωρίς να είναι αναγκαίο, αφενός, να εξεταστούν οι ισχυρισμοί της περί απαραδέκτου και αβασίμου όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια και τη ζημία που προβάλλουν οι ενάγοντες ή, αφετέρου, να γίνει δεκτό το αίτημα των εναγόντων περί κλητεύσεως του διευθυντή του ΔΓΕ, B. V, ως πραγματογνώμονα. |
|
141 |
Ως εκ τούτου, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. |
Επί των δικαστικών εξόδων
|
142 |
Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
|
143 |
Δεδομένου ότι οι ενάγοντες ηττήθηκαν πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδά τους και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της. |
|
Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
Γρατσίας Kancheva Wetter Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Μαρτίου 2016. (υπογραφές) |
Περιεχόμενα
|
Ιστορικό της διαφοράς |
|
|
Οι ενάγοντες |
|
|
Οι οδηγίες 91/496/ΕΟΚ και 92/65/ΕΟΚ |
|
|
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2005 |
|
|
Η απόφαση 2005/760/ΕΚ και η παράταση της ισχύος των ληφθέντων μέτρων |
|
|
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2006 |
|
|
Ο κανονισμός (ΕΚ) 318/2007 |
|
|
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2008 |
|
|
Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 139/2013 |
|
|
Η απόφαση ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής του 2013 |
|
|
Η γνωμοδότηση της ΕΑΑΤ του 2014 |
|
|
Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων |
|
|
Σκεπτικό |
|
|
Ως προς την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς |
|
|
Επί του δευτέρου ισχυρισμού, ο οποίος αντλείται από κατάφωρη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας |
|
|
— Επί της πρώτης αιτιάσεως που στηρίζεται στην ευρύτατη γεωγραφική εμβέλεια της απαγορεύσεως εισαγωγής στην Ένωση αιχμαλωτισθέντων άγριων πτηνών |
|
|
— Επί της δεύτερης αιτιάσεως που στηρίζεται στη μη επιλογή της λύσεως της απομονώσεως ως λιγότερο επαχθούς μέτρου |
|
|
— Επί της τρίτης αιτιάσεως που στηρίζεται στη μη διενέργεια εντατικότερων ελέγχων στα αποδημητικά πτηνά ως αποτελεσματικότερου μέτρου |
|
|
Επί του τρίτου ισχυρισμού που αντλείται από κατάφωρη παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας |
|
|
Επί του πρώτου ισχυρισμού που αντλείται από κατάφωρη προσβολή της επαγγελματικής ελευθερίας, της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας (άρθρα 15 έως 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) |
|
|
Επί της αγωγής αποζημιώσεως |
|
|
Επί των δικαστικών εξόδων |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.