Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002TO0202

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Ιανουαρίου 2004.
    Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική ΑΕ κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Διαγωνισμοί για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων - Μη κίνηση διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως - Άρθρο 3 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ - Αγωγή αποζημιώσεως - Απαράδεκτο.
    Υπόθεση T-202/02.

    Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-00181

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2004:5

    Υπόθεση T-202/02

    Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική ΑΕ

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Διαγωνισμοί για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων – Μη κίνηση διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως – Άρθρο 3 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ – Αγωγή αποζημιώσεως – Απαράδεκτο»

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο τμήμα) της 14ης Ιανουαρίου 2004 

    Περίληψη της διατάξεως

    1.     Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παράνομη συμπεριφορά – Μη κίνηση διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως από την Επιτροπή – Δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά – Αίτημα αποζημιώσεως – Απαράδεκτο

    (Άρθρο 226 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

    2.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Εξουσία της Επιτροπής προς άσκηση προσφυγής – Άσκηση κατά διακριτική ευχέρεια – Η διαδικαστική θέση των υποβαλόντων καταγγελία διαφέρει από εκείνη που κατέχουν σε υποθέσεις ανταγωνισμού

    (Άρθρο 226 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

    3.     Προσέγγιση νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Διαδικασία επιτρέπουσα στην Επιτροπή να επέμβει σε περίπτωση σαφούς και κατάφωρης παραβάσεως των κοινοτικών διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων – Διαδικασία άσχετη προς τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 226 ΕΚ – Επιλογή της Επιτροπής να μην κάνει χρήση της διαδικασίας αυτής – Δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά

    (Άρθρο 226 ΕΚ· οδηγία του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 3)

    4.     Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Υποχρέωση κοινοτικού οργάνου να προβεί σε ενέργεια – Δεν μπορεί να επιβληθεί

    (Άρθρο 230 ΕΚ) 

    1.     Εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως, η απόφασή της να μην κινήσει τη διαδικασία αυτή δεν συνιστά, ούτως ή άλλως, παράνομη συμπεριφορά, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, και η μόνη συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί ως αιτία της ζημίας είναι η συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, είναι απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως το οποίο στηρίζεται στην παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει κατά κράτους μέλους διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως.

    (βλ. σκέψεις 43-44)

    2.     Η διαδικαστική θέση των διαδίκων που υποβάλλουν καταγγελία στην Επιτροπή διαφέρει θεμελιωδώς στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ από εκείνη στο πλαίσιο διαδικασίας του κανονισμού 17.

    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, αλλά έχει διακριτική εξουσία η οποία αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να της ζητήσουν να λάβει συγκεκριμένη θέση. Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ, οι υποβαλόντες καταγγελία δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά ενδεχομένης αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο, ούτε έχουν διαδικαστικά δικαιώματα, παρόμοια με εκείνα που ενδεχομένως έχουν στο πλαίσιο διαδικασίας του κανονισμού 17, να αξιώνουν από την Επιτροπή ενημέρωση και ακρόαση.

    (βλ. σκέψη 46)

    3.     Το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η Επιτροπή μπορεί να επικαλείται τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους που ακολουθούν, εφόσον, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, θεωρήσει ότι, κατά τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως του δημοσίου η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του Δημοσίου.

    Η σαφής διατύπωση της διατάξεως αυτής, η οποία ούτε παρεκκλίνει από το άρθρο 226 ΕΚ ούτε το υποκαθιστά, σημαίνει ότι επιφυλάσσει στην Επιτροπή απλώς την εξουσία να χρησιμοποιεί τη διαδικασία την οποία προβλέπει. Εφόσον η επιλογή της να μην κάνει χρήση της εξουσίας αυτής δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά, δεν μπορεί να στοιχειοθετεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Άλλωστε, και αν ακόμη εκαλείτο να κάνει χρήση αυτής, η Επιτροπή θα διατηρούσε την ευχέρεια να εξετάσει την καταγγελία που της απευθύνεται βάσει του άρθρου 226 ΕΚ.

    (βλ. σκέψεις 49-50)

    4.     Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, χωρίς να σφετεριστεί τις αρμοδιότητες της διοικήσεως, να υποχρεώνει κοινοτικό όργανο προς ενέργεια. Η αρχή αυτή όχι μόνο καθιστά απαράδεκτα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τα αιτήματα με τα οποία ζητείται να υποχρεωθεί το καθού όργανο να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται πράξη του, αλλά ισχύει, κατ’ αρχήν, και στο πλαίσιο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας.

    (βλ. σκέψη 53)




    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 14ης Ιανουαρίου 2004 (*)

    «Διαγωνισμοί για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων – Μη κίνηση διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως – Άρθρο 3 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ – Αγωγή αποζημιώσεως – Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση T-202/02,

    Μακεδονικό Μετρό, με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα),

    Μηχανική ΑΕ, με έδρα το Μαρούσι Αττικής (Ελλάδα),

    εκπροσωπούμενες από τον Χ. Γκόνη, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    ενάγουσες,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Κωνσταντινίδη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    εναγομένης,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγουσες ως εκ της αποφάσεως της Επιτροπής να θέσει στο αρχείο την υπ’ αριθ. 97/4188/P καταγγελία τους, την οποία κατέθεσαν στις 23 Ιανουαρίου 1997 σχετικά με την ανάθεση, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, συμβάσεως του δημοσίου έργου της μελέτης, κατασκευής, αυτοχρηματοδοτήσεως και εκμεταλλεύσεως του Μετρό Θεσσαλονίκης (Ελλάδα),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, V. Tiili και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

    γραμματέας: H. Jung

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

     Ιστορικό της διαφοράς

    1       Η πρώτη ενάγουσα είναι η κοινοπραξία Μακεδονικό Μετρό (στο εξής: Μακεδονικό Μετρό), η οποία συνεστήθη με σκοπό τη συμμετοχή στον δημόσιο διεθνή διαγωνισμό για τη μελέτη, κατασκευή, αυτοχρηματοδότηση και εκμετάλλευση του έργου «Μετρό Θεσσαλονίκης». Η δεύτερη ενάγουσα, Μηχανική ΑΕ (στο εξής: Μηχανική), είναι ανώνυμη εταιρεία ελληνικού δικαίου, μέλος της Μακεδονικό Μετρό (στο εξής, από κοινού: ενάγουσες).

    2       Το Ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να προκηρύξει διεθνή διαγωνισμό για τη μελέτη, κατασκευή, αυτοχρηματοδότηση και εκμετάλλευση του έργου «Μετρό Θεσσαλονίκης», προϋπολογισμού 65 δισεκατομμυρίων δραχμών (GRD). Για τη σύναψη της εν λόγω συμβάσεως επέλεξε ένα είδος περιορισμένης διαδικασίας που περιελάμβανε έξι φάσεις: προεπιλογή των υποψηφίων που θα κληθούν να υποβάλουν προσφορά, υποβολή προσφορών από τους προεπιλεγέντες υποψηφίους, αξιολόγηση των προσφορών από τεχνική άποψη, εξέταση των προσφορών από χρηματοοικονομική άποψη, διαπραγματεύσεις μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και του υποψηφίου που έχει οριστεί προσωρινός ανάδοχος και υπογραφή της συμβάσεως.

    3       Με απόφαση της 18ης Ιουνίου 1992, ο Έλληνας Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων (στο εξής: υπουργός) ενέκρινε την προκήρυξη της πρώτης φάσεως της διαδικασίας (προεπιλογή των υποψηφίων). Κατά το πέρας της φάσεως αυτής, επετράπη η υποβολή προσφορών σε οκτώ ομίλους εταιριών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν η «Μακεδονικό Μετρό» και η κοινοπραξία Θεσσαλονίκη Μετρό (στο εξής: Θεσσαλονίκη Μετρό).

    4       Με απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 1993, ο υπουργός ενέκρινε τα τεύχη δημοπρατήσεως της δεύτερης φάσεως του διαγωνισμού (υποβολή προσφορών από τους προεπιλεγέντες υποψηφίους), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η συμπληρωματική προκήρυξη της συμβάσεως (στο εξής: συμπληρωματική προκήρυξη) και η ειδική συγγραφή υποχρεώσεων.

    5       Από τον συνδυασμό των όρων των προαναφερθεισών προκηρύξεων προκύπτει ότι, κατά τη δεύτερη φάση του διαγωνισμού, προβλεπόταν η δυνατότητα διευρύνσεως ενός προεπιλεγέντος ομίλου επιχειρήσεων με νέα μέλη, μόνον όμως έως το χρονικό σημείο που είχε ταχθεί για την υποβολή των προσφορών των διαγωνιζομένων.

    6       Κατά τη δεύτερη φάση της διαδικασίας, υπέβαλαν τεχνικές προσφορές, οικονομικές μελέτες και χρηματοδοτικές προσφορές, μεταξύ άλλων, η «Μακεδονικό Μετρό» και η «Θεσσαλονίκη Μετρό».

    7       Κατά την προεπιλογή, η «Μακεδονικό Μετρό» είχε ως μέλη τις εταιρείες Μηχανική, Edi-Stra-Edilizia Stradale SpA, Fidel SpA και Teknocenter-Centro Servizi Administrativi Srl, με ποσοστά συμμετοχής 70, 20, 5 και 5 %, αντιστοίχως.

    8       Κατά τη δεύτερη φάση του διαγωνισμού, η κοινοπραξία «Μακεδονικό Μετρό» διευρύνθηκε με την προσθήκη της εταιρείας ΑΕG Westinghouse Transport Systems GmbH. Τα ποσοστά των ανωτέρω τεσσάρων εταιριών προσαρμόστηκαν αντιστοίχως σε 63, 17, 5 και 5 %, ενώ το ποσοστό συμμετοχής της εταιρείας ΑΕG Westinghouse Transport Systems GmbH ανερχόταν σε 10 % του κεφαλαίου.

    9       Αυτή ήταν η σύνθεση της «Μακεδονικό Μετρό» κατά την ανάδειξή της ως προσωρινού αναδόχου, στις 14 Ιουνίου 1994.

    10     Μετά τη συγκρότηση της επιτροπής διαπραγματεύσεων, με υπουργική απόφαση της 24ης Ιουνίου 1994, και την έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Μακεδονικό Μετρό» ως προσωρινού αναδόχου, η εν λόγω κοινοπραξία, με επιστολή της 29ης Μαρτίου 1996, ανακοίνωσε στον υπουργό τη νέα σύνθεση της κοινοπραξίας, με μέλη τις εταιρείες Μηχανική και ABB Daimler-Benz Transportation Deutschland GmbH (στο εξής: Αdtranz) και τον όμιλο Fidel Group, ο οποίος αποτελούνταν από τις Edi-Stra-Edilizia Stradale SpA, Fidel SpA και Teknocenter-Centro Servizi Administrativi Srl, με ποσοστά συμμετοχής επί του κεφαλαίου της που ανέρχονταν σε 80 % για τη Μηχανική, 19 % για την Αdtranz και 1 % για τον όμιλο Fidel Group, αντιστοίχως.

    11     Μεταγενεστέρως, η «Μακεδονικό Μετρό», με την από 14 Ιουνίου 1996 επιστολή της προς την επιτροπή μεγάλων έργων, απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με φήμες ότι τα μέλη του ομίλου Fidel Group είχαν πτωχεύσει ή είχαν τεθεί υπό εκκαθάριση, ανακοίνωσε στην εν λόγω επιτροπή ότι οι εταιρείες του ανωτέρω ομίλου δεν μετείχαν πλέον στη «Μακεδονικό Μετρό» και ότι αυτή, εκείνο το χρονικό σημείο, είχε ως μέλη τις εταιρείες Μηχανική, Αdtranz και Belgian Transport and Urban Infrastructure Consult (Transurb Consult), με ποσοστά συμμετοχής 80,65, 19 και 0,35 %, αντιστοίχως.

    12     Ο υπουργός, διαπιστώνοντας ουσιώδεις αποκλίσεις μεταξύ των θέσεων της «Μακεδονικό Μετρό» και των όρων για τη σύναψη της συμβάσεως και θεωρώντας ότι οι διαπραγματεύσεις είχαν αποτύχει, κήρυξε, με απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1996, τη λήξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της «Μακεδονικό Μετρό» και κάλεσε σε διαπραγματεύσεις τη «Θεσσαλονίκη Μετρό», ως νέο προσωρινό ανάδοχο.

    13     Στις 10 Δεκεμβρίου 1996, η «Μακεδονικό Μετρό» υπέβαλε, ενώπιον του συμβουλίου της Επικρατείας, αίτηση περί ακυρώσεως της αποφάσεως του υπουργού της 29ης Νοεμβρίου 1996. Με την απόφαση 971 της 6ης Μαρτίου 1998, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αυτή, με το σκεπτικό ότι η «Μακεδονικό Μετρό» δεν μπορούσε νομίμως να μεταβάλει τη σύνθεσή της μετά την υποβολή των προσφορών και μετά την επιλογή της ως προσωρινού αναδόχου, συνεχίζοντας παράλληλα να συμμετέχει στον επίμαχο διαγωνισμό, και ότι, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε νομίμως, υπό τη νέα της σύνθεση, να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.

    14     Περαιτέρω, οι ενάγουσες άσκησαν, ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αγωγή αποζημιώσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου προς αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζοντο ότι υπέστησαν ως εκ της διακοπής των διαπραγματεύσεων και της μη αναθέσεως της επίδικης συμβάσεως στη «Μακεδονικό Μετρό». Με απόφαση της 30ής Απριλίου 1999, το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την εν λόγω αγωγή, ακολουθώντας την ερμηνεία του Συμβουλίου της Επικρατείας.

    15     Κατόπιν εφέσεως που άσκησαν κατά της αποφάσεως αυτής οι ενάγουσες ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, αυτό αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ 1993, L 199, σ. 54), και της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων (ΕΕ 1989, L 395, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ 1992, L 209, σ. 1, στο εξής: οδηγία 89/665).

    16     Το Δικαστήριο, απαντώντας στο προδικαστικό αυτό ερώτημα, με την απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2003, C‑57/01, Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική (Συλλογή 2003, σ. I-1091), αποφάνθηκε ότι η οδηγία 93/37 δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει τη μεταβολή της συνθέσεως μιας κοινοπραξίας που μετέχει σε διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων ή παραχωρήσεως δημοσίων έργων μετά την υποβολή της προσφοράς. Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι, στο μέτρο που μια απόφαση αναθέτουσας αρχής προσβάλλει τα δικαιώματα που μια κοινοπραξία εργοληπτών αντλεί από το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, η κοινοπραξία αυτή πρέπει να μπορεί να ασκήσει τα προβλεπόμενα στην οδηγία 89/665 ένδικα βοηθήματα.

    17     Εν τω μεταξύ, στις 23 Ιανουαρίου 1997, η «Μακεδονικό Μετρό» υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία, που πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό 97/4188/P. Με την καταγγελία αυτή, η «Μακεδονικό Μετρό» κατήγγελλε την προαναφερθείσα απόφαση του υπουργού της 29ης Νοεμβρίου 1996 και υποστήριζε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη συνάπτοντας με αυτήν τη σύμβαση για την κατασκευή του Μετρό Θεσσαλονίκης, είχε παραβεί τις υποχρεώσεις που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο περί διαγωνισμών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. Κατά συνέπεια, η «Μακεδονικό Μετρό» καλούσε την Επιτροπή, ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, να κινήσει κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας κάθε αναγκαία διαδικασία ή ενέργεια, και ειδικότερα τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως και τη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665, η οποία επιτρέπει στην Επιτροπή, εφόσον, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του Δημοσίου, να ενεργήσει τα δέοντα προς τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους και την οικεία αναθέτουσα αρχή, ώστε να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προς ταχεία επανόρθωση κάθε καταλογιζομένης παραβάσεως.

    18     Με τηλεαντίγραφο της 30ής Ιουλίου 1997, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές να αναστείλουν την έγκριση του αποτελέσματος του διαγωνισμού για τη σύναψη της συμβάσεως και την υπογραφή της με τον νέο προσωρινό ανάδοχο έως ότου ολοκληρώσει η ίδια την εξέταση του φακέλου. 

    19     Η καταγγελία της «Μακεδονικό Μετρό» απετέλεσε αντικείμενο μιας πρώτης συζητήσεως κατά τη συνεδρίαση της Επιτροπής της 7ης Απριλίου 1998. Η Επιτροπή επισήμανε τότε ότι τα ογκώδη έγγραφα των τευχών δημοπρατήσεως περιείχαν διατάξεις που μπορούσαν να δώσουν λαβή σε διαφορετικές, εκ μέρους των συμμετεχόντων στη διαδικασία, ερμηνείες ως προς τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις στις οποίες υπέκειντο. Λόγω, όμως, της πολυπλοκότητας του διαγωνισμού και των τευχών δημοπρατήσεως, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο διοργανωθείς από την αναθέτουσα αρχή διαγωνισμός δεν εξασφάλιζε γνήσιο ανταγωνισμό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί σαφής προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλουσα την κίνηση διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή έδωσε εντολή στο μέλος της Επιτροπής M. Monti, να έλθει σε επαφή με τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, ώστε να τους εκφράσει τη θέση της Επιτροπής επί του θέματος, να ακούσει τα σχόλιά τους και να αποσπάσει διαβεβαιώσεις των εν λόγω αρχών σχετικά με τη πολιτική που θα ακολουθήσουν στο μέλλον.

    20     Με επιστολή της 20ής Μαΐου 1998, και πριν η Επιτροπή λάβει οριστική θέση επί της καταγγελίας, το μέλος της Επιτροπής M. Monti κάλεσε τις αρμόδιες ελληνικές αρχές να λάβουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα ώστε η σύνταξη των προκηρύξεων και των τευχών δημοπρατήσεως να μη δίνει λαβή σε αποκλίνουσες ερμηνείες και να εξασφαλίζει την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Ζήτησε από τις εν λόγω αρχές να μεριμνήσουν για την τήρηση των ισχυόντων σχετικών κανόνων και να λάβουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η επανάληψη παρομοίων καταστάσεων στο μέλλον.

    21     Οι ελληνικές αρχές απάντησαν στην ανωτέρω επιστολή στις 26 Ιουνίου 1998. Η «Μακεδονικό Μετρό» σχολίασε εγγράφως την επιστολή αυτή στις 15 Ιουλίου 1998.

    22     Με επιστολή της 30ής Ιουλίου 1998, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Εσωτερικής Αγοράς και Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών της Επιτροπής γνωστοποίησε στη «Μακεδονικό Μετρό» ότι οι υπηρεσίες του θα πρότειναν στην Επιτροπή να κλείσει την υπόθεση, εκτός εάν οι ενάγουσες προσκομίσουν πρόσθετα στοιχεία αποδεικνύοντα παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί διαγωνισμών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων.

    23     Με απόφαση της 20ής Αυγούστου 1998 (και όχι της 27ης Αυγούστου 1998 όπως αναφέρουν οι ενάγουσες στο δικόγραφο της αγωγής), η Επιτροπή αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο.

    24     Με επιστολές της 10ης Σεπτεμβρίου, της 7ης και 21ης Οκτωβρίου και της 25ης Νοεμβρίου 1998 προς το μέλος της Επιτροπής M. Monti, οι ενάγουσες προσκόμισαν στην Επιτροπή ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, ιδίως για τον παράνομο, κατ’ αυτές, τρόπο με τον οποίο η αρμόδια αρχή διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις με τη «Μακεδονικό Μετρό», για την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και για πολυάριθμες τεχνικές αποκλίσεις της προσφοράς της «Θεσσαλονίκη Μετρό». Τα στοιχεία αυτά απεδείκνυαν την ύπαρξη σαφών και σημαντικών παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου και ιδίως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και δικαιολογούσαν, συνεπώς, την κίνηση διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως. Με την από 25 Νοεμβρίου 1998 επιστολή τους άλλωστε, οι ενάγουσες ζητούσαν να ενημερωθούν σε τι ενέργειες προετίθετο να προβεί η Επιτροπή για ν’ αποτρέψει την υπογραφή μιας –παράνομης κατ’ αυτές– συμβάσεως παραχωρήσεως που απέκλινε σημαντικά από τα τεύχη δημοπρατήσεως.

    25     Ο γενικός διευθυντής της ΓΔ Εσωτερικής Αγοράς και Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών, αφού εξέτασε την αλληλογραφία των εναγουσών, τους γνωστοποίησε, με επιστολή της 10ης Δεκεμβρίου 1998, ότι οι υπηρεσίες του έκριναν «ότι δεν τους είχε επισημανθεί κανένα νέο στοιχείο που να δικαιολογεί την κίνηση νέας διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως».

    26     Τέλος, κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλαν οι ενάγουσες στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή με επιστολές της 25ης Σεπτεμβρίου και της 23 Νοεμβρίου 1998, αυτός, με την απόφασή του της 30ής Ιανουαρίου 2001, παρατήρησε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε κακή διοίκηση καθ’ όσον δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς έναντι της καταγγέλλουσας την απόφασή της να θέσει την υπόθεση στο αρχείο και είχε στερήσει την καταγγέλλουσα της δυνατότητας να ακουσθεί η άποψή της πριν κλείσει η υπόθεση. Αντιθέτως, ο Διαμεσολαβητής απέρριψε τις αιτιάσεις της «Μακεδονικό Μετρό» αφενός μεν, ότι η απόφαση της Επιτροπής να κλείσει την υπόθεση στηριζόταν σε πολιτικά κριτήρια στερούμενα παντελώς νομικού ερείσματος και ότι δεν εδικαιολογείτο από το δημόσιο συμφέρον, αφετέρου δε, ότι ο χρόνος εξετάσεως της καταγγελίας και ενημερώσεως της καταγγέλλουσας επί των πορισμάτων αυτής της εξετάσεως είχε παραταθεί υπερβολικά. Τέλος, ο Διαμεσολαβητής, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου, υπέμνησε ότι η Επιτροπή διέθετε ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως.

     Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    27     Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Ιουλίου 2002, οι ενάγουσες άσκησαν την υπό κρίση αγωγή.

    28     Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 8 Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου σύμφωνα με το άρθρο 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    29     Επί της ενστάσεως αυτής, οι ενάγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στις 16 Δεκεμβρίου 2002. Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αυθημερόν, ζήτησαν τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας για την προσκόμιση ορισμένων εγγράφων εκ μέρους της Επιτροπής. Επί της αιτήσεως αυτής, η Επιτροπή υπέβαλε παρατηρήσεις στις 7 Ιανουαρίου 2003.

    30     Με το δικόγραφο της αγωγής τους, οι ενάγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    –      να δεχθεί την αγωγή στο σύνολό της·

    –      να υποχρεώσει την Επιτροπή να καταβάλει:

    –       στη «Μηχανική» το ποσό των 23 578 050 ευρώ εντόκως προς 8 % από 29 Νοεμβρίου 1996, άλλως από [20] Αυγούστου 1998, και 224 654 και 60 000 000 ευρώ με τόκο υπερημερίας προς 8 % από της καταθέσεως της αγωγής·

    –       στον Π. Εμφιετζόγλου, πρόεδρο της εταιρείας «Μηχανική», το ποσό των 15 000 000 ευρώ με τόκο υπερημερίας προς 8 % από της καταθέσεως της αγωγής, προς ικανοποίηση ηθικής βλάβης·

    –       στη «Μηχανική» το ποσό των 1 025 839 598 ευρώ εντόκως προς 8 % από της καταθέσεως της αγωγής, προς αποκατάσταση της αποθετικής της ζημίας·

    –       στη «Μακεδονικό Μετρό» συνολικό ποσό 110 754 352 ευρώ, με δικαιούχους την Adtranz κατά ποσοστό 20 % και την Transurb Consult κατά ποσοστό 0,35 %·

    –      να υποχρεώσει την Επιτροπή να απευθύνει σε όλες τις υπηρεσίες της έγγραφο για να αποκαταστήσει την υπόληψη και τη φήμη της εταιρείας «Μηχανική» και του προέδρου της Π. Εμφιετζόγλου·

    –      να καλέσει την Επιτροπή να περιλάβει στη δικογραφία και να τους κοινοποιήσει τα πρακτικά συνεδριάσεων και τις αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τις συνεδριάσεις της 7 Απριλίου 1998 και 20 Αυγούστου 1998, όπως επίσης και όλα τα πρωτότυπα των επιστολών του J. F. Mogg, του M. Monti και του Προέδρου της Επιτροπής R. Prodi·

    –      να ακούσει ως μάρτυρες:

    –       τον τότε Διαμεσολαβητή J. Söderman,

    –       τους βοηθούς του I. Harden και O. Verheecke,

    –       τον πρόεδρο της εταιρείας «Μηχανική» Π. Εμφιετζόγλου,

    –       οποιουσδήποτε ήθελε κρίνει αναγκαίο μετά την προσκόμιση των αιτουμένων εγγράφων από την Επιτροπή·

    –      να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης.

    31     Με την ένστασή της απαραδέκτου, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    –       να απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη·

    –       να καταδικάσει τις ενάγουσες στη δικαστική δαπάνη.

    32     Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι ενάγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    –       να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου·

    –       επικουρικώς, να συνεξετάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία·

    –       να καταδικάσει την Επιτροπή στη δικαστική δαπάνη.

     Επί του παραδεκτού

    33     Κατά το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί, αν το ζητήσει ένας διάδικος, να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί τα κατατεθειμένα στη δικογραφία έγγραφα αρκούντως διαφωτιστικά, ώστε να αποφανθεί επί της αιτήσεως χωρίς να κινήσει την προφορική διαδικασία.

     Επί του παραδεκτού της αγωγής αποζημιώσεως

     Επιχειρήματα των διαδίκων

    34     Η Επιτροπή διατείνεται ότι οι αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως καταγγελίας κατά τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ δεν δύνανται να θεμελιώσουν αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων. Συναφώς υπενθυμίζει την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, κατά την οποία η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία προς διαπίστωση παραβάσεως κατά το άρθρο 226 ΕΚ. Συνεπώς, η απόφασή της να μη κινήσει τέτοια διαδικασία κατά κράτους μέλους δεν μπορεί ν’ αποτελέσει παράνομη συμπεριφορά, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

    35     Ως προς τη θέση του καταγγέλλοντος στη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι υποβάλλοντες καταγγελία δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά ενδεχομένης αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο και δεν έχουν διαδικαστικά δικαιώματα παρόμοια με εκείνα που έχουν ενδεχομένως στο πλαίσιο της διαδικασίας του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Συνεπώς, οι αποφάσεις της Επιτροπής περί μη κινήσεως της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως και περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο δεν μπορεί να είναι, γι’ αυτό τον λόγο, παράνομες και άρα δεν μπορούν να θεμελιώσουν το παραδεκτό της αγωγής αποζημιώσεως, ακόμη κι αν η Επιτροπή δεν έχει αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της περί θέσεως στο αρχείο και δεν έχει δώσει στους καταγγέλλοντες αρκετό χρόνο ώστε ν’ ακουστούν οι απόψεις τους πριν από τη θέση στο αρχείο.

    36     Πάντως, από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι οι ενάγουσες αξιώνουν αποζημίωση, κατ’ ουσίαν, όχι διότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν έχουν επαρκή αιτιολογία ή εκδόθηκαν κατά παραβίαση του δικαιώματος ακροάσεως, αλλά διότι προκάλεσαν, όπως ισχυρίζονται, την απώλεια της επίδικης συμβάσεως με το Ελληνικό Δημόσιο. Επί πλέον, τα διοικητικά μέτρα τα οποία λαμβάνει κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας η Επιτροπή δεν επηρεάζουν ούτε τροποποιούν τον χαρακτήρα της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως κατά το άρθρο 226 ΕΚ. Από την άποψη αυτή, η διακριτική ευχέρεια την οποία διαθέτει σχετικώς η Επιτροπή αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να απαιτήσουν από την Επιτροπή να λάβει συγκεκριμένη θέση και να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρνήσεώς της να κινήσει τη διαδικασία για τη διαπίστωση παραβάσεως ή να θεμελιώσουν αγωγή αποζημιώσεως στην άρνηση αυτή.

    37     Τέλος, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό που προβάλλουν επανειλημμένα με την αγωγή τους οι ενάγουσες, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εφόσον η απόφασή της να μη κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ δεν έχει καμία δεσμευτική ισχύ (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Μαρτίου 1966, 48/65, Lütticke κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 243), η απόφαση αυτή δεν μπορεί να «εγκρίνει» και πολύ περισσότερο να «επιβάλλει» την εικαζόμενη παράνομη πράξη του Ελληνικού Δημοσίου περί αποκλεισμού της «Μακεδονικό Μετρό» από τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της συμβάσεως για την κατασκευή του Μετρό της Θεσσαλονίκης. Η επιχειρηματολογία αυτή, επομένως, είναι πλήρως εσφαλμένη και πρόδηλα απαράδεκτη.

    38     Οι ενάγουσες επισημαίνουν, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή, με την απόφασή της να θέσει την καταγγελία στο αρχείο, παραβίασε θεμελιώδεις αρχές και κανόνες του κοινοτικού δικαίου, τόσο ουσιαστικού όσο και διαδικαστικού χαρακτήρα, όπως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της χρηστής διοικήσεως, της επιμέλειας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ειδικότερα, η Επιτροπή παραγνώρισε το καθήκον της χρηστής διοικήσεως παραβιάζοντας το δικαίωμα ακροάσεως και ενημερώσεως των εναγουσών και μη τηρώντας την υποχρέωση αιτιολογήσεως, πράγμα το οποίο αναγνώρισε ο Διαμεσολαβητής με την απόφασή του της 30ής Ιανουαρίου 2001. Για τον λόγο αυτόν, οι ενάγουσες ζητούν να προσκομισθούν στη δικογραφία οι αποφάσεις της Επιτροπής της 7ης Απριλίου και της 20ής Αυγούστου 1998, καθώς και τα πρακτικά των συνεδριάσεων κατά τις οποίες ελήφθησαν οι αποφάσεις αυτές. Τέτοιες παραβάσεις στοιχειοθετούν εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

    39     Ως προς τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής προς κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως, οι ενάγουσες φρονούν ότι δεν πρέπει να εξομοιώνεται, όπως επισήμανε και ο Διαμεσολαβητής με την απόφασή του της 30ής Ιανουαρίου 2001, προς δικτατορική ή αυθαίρετη εξουσία. Συγκεκριμένα, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή δεν εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1991, C‑16/90, Nölle, Συλλογή 1991, σ. I-5163, σκέψη 12). Εν τοιαύτη περιπτώσει, η Επιτροπή υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα προς την αρχή της επιμέλειας, η οποία απορρέει από την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η εφαρμογή της αρχής της επιμέλειας, σε συνδυασμό προς τον σεβασμό του δικαιώματος ακροάσεως και την τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, εξασφαλίζουν τον δίκαιο χαρακτήρα των εκδιδομένων από τα κοινοτικά όργανα αποφάσεων και τη νομιμότητα του περιεχομένου τους.

    40     Ακολούθως, οι ενάγουσες αποκρούουν τον ισχυρισμό ότι η καταγγελία της 23ης Ιανουαρίου 1997 επιδίωκε αποκλειστικά την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη διαπίστωση παραβάσεως. Με την καταγγελία αυτή, συγκεκριμένα, αφού διαμαρτυρόταν κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως του υπουργού της 29ης Νοεμβρίου 1996, την οποία θεωρεί παράνομη, και κατά της συμπεριφοράς του υπουργού και των επιτροπών του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, η «Μακεδονικό Μετρό» ζητούσε περαιτέρω από την Επιτροπή, ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, ρόλο που της αναγνωρίζει ιδίως το άρθρο 211 ΕΚ, να λάβει τα «αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών και κανόνων που εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις» και να εφαρμόσει το άρθρο 3, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, της οδηγίας 89/665.

    41     Συμπερασματικά, οι ενάγουσες, εμμένοντας στους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής τους, θεωρούν ότι η υπό κρίση αγωγή πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, το οποίο δεν ορίζει κανένα περιορισμό ως προς τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται προς άσκηση τέτοιας αγωγής. Επομένως, η αγωγή πρέπει να κριθεί παραδεκτή. Συναφώς, η έλλειψη δεσμευτικού χαρακτήρα των μέτρων τα οποία έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εξετάσεως της καταγγελίας και της αποφάσεως περί θέσεώς της στο αρχείο δεν ασκεί επιρροή.

     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    42     Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι οι ενάγουσες ζητούν την αποκατάσταση της ζημίας που θεωρούν ότι υπέστησαν, αφενός μεν, διότι η Επιτροπή δεν εκίνησε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας διαδικασία για να διαπιστωθεί ότι παρέβη τις οδηγίες 89/665 και 93/37 και παραβίασε τις γενικές αρχές του δικαίου, αφετέρου δε, διότι η Επιτροπή παρέλειψε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665. Παραλείποντας να κινήσει τις διαδικασίες αυτές και να λάβει, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, κάθε πρόσφορο μέτρο για να εφαρμοστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι κοινοτικοί κανόνες περί συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και υπέπεσε σε παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας κατά τον χειρισμό της καταγγελίας και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πράγμα που στοιχειοθετεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας.

    43     Όσον αφορά, πρώτον, προς τη μη κίνηση κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως, υπενθυμίζεται ότι, εφόσον, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως, η απόφασή της να μη κινήσει τη διαδικασία αυτή δεν συνιστά, ούτως ή άλλως, παράνομη συμπεριφορά, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, και η μόνη συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί ως αιτία της ζημίας είναι η συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους, ήτοι, εν προκειμένω, του Ελληνικού Δημοσίου (διάταξη της 23ης Μαΐου 1990, C‑72/90, Asia Motor France κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I-2181, σκέψη 13· απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-571/93, Lefebvre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-2379, σκέψη 61· διατάξεις του Πρωτοδικείου της 3ης Ιουλίου 1997, T-201/96, Smanor κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1081, σκέψη 30, και της 10ης Απριλίου 2000, T-361/99, Meyer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2031, σκέψη 13· απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Απριλίου 2002, Lamberts κατά Διαμεσολαβητή, Συλλογή 2002, σ. II-2203, σκέψη 53).

    44     Επομένως, είναι απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως το οποίο στηρίζεται στην παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει κατά κράτους μέλους διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως (προαναφερθείσες διατάξεις Asia Motor France κατά Επιτροπής, που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 43, σκέψη 15, και Smanor κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31).

    45     Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα των εναγουσών ότι η Επιτροπή παραβίασε, στο πλαίσιο της εξετάσεως της καταγγελίας, τις γενικές αρχές του δικαίου και ειδικότερα τα διαδικαστικά δικαιώματα των εναγουσών, όπως το δικαίωμα ακροάσεως ή την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

    46     Υπενθυμίζεται, πράγματι, ότι η διαδικαστική θέση των διαδίκων που υποβάλλουν καταγγελία στην Επιτροπή διαφέρει θεμελιωδώς στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ από εκείνη στο πλαίσιο διαδικασίας του κανονισμού 17. Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, αλλά έχει διακριτική εξουσία η οποία αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να της ζητήσουν να λάβει συγκεκριμένη θέση (βλ. ιδίως απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1989, 247/87, Star Fruit κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 291, σκέψη 11, και διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1998, C‑422/97, Sateba κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-4913, σκέψη 42). Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ, οι υποβαλόντες καταγγελία δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά ενδεχομένης αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο, ούτε έχουν διαδικαστικά δικαιώματα, παρόμοια με εκείνα που ενδεχομένως έχουν στο πλαίσιο της διαδικασίας του κανονισμού 17, να ζητούν από την Επιτροπή ενημέρωση και ακρόαση (διάταξη του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 1997, T-83/97, Sateba κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1523, σκέψη 32, που επικυρώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με την προαναφερθείσα διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1998, Sateba κατά Επιτροπής, σκέψη 42).

    47     Τονίζεται επίσης ότι, όπως παραδέχονται οι ίδιες οι ενάγουσες, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση της Επιτροπής να θέσει την καταγγελία της «Μακεδονικό Μετρό» στο αρχείο δεν τέμνουν τη διαφορά μεταξύ των εναγουσών και της αρμόδιας εθνικής αρχής όσον αφορά τη νομιμότητα του διαγωνισμού για τη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων, τον οποίο προκήρυξε η εν λόγω εθνική αρχή. Η άποψη που γνωστοποιήθηκε με το έγγραφο αυτό αποτελεί ένα πραγματικό στοιχείο, το οποίο ο καλούμενος να αποφανθεί επί της διαφοράς αυτής εθνικός δικαστής μπορεί, ασφαλώς, να λάβει υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεώς του. Επειδή όμως πρόκειται για εκτιμήσεις που προκύπτουν από διαδικασία εξετάσεως κινουμένης βάσει του άρθρου 226 ΕΚ, αυτές δεν δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια (διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1997, Sateba κατά Επιτροπής, που παρατίθεται στην ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 41).

    48     Δεύτερον, το αίτημα περί αποκαταστάσεως της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι ενάγουσες λόγω μη κινήσεως από την Επιτροπή της διαδικασίας του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665 είναι επίσης απαράδεκτο.

    49     Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η Επιτροπή μπορεί να επικαλείται τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους που ακολουθούν, εφόσον, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, θεωρήσει ότι, κατά τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως του δημοσίου η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του Δημοσίου.

    50     Η σαφής διατύπωση της διατάξεως αυτής, η οποία ούτε παρεκκλίνει από το άρθρο 226 ΕΚ ούτε το υποκαθιστά, σημαίνει ότι επιφυλάσσει στην Επιτροπή απλώς την εξουσία να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία την οποία προβλέπει. Εφόσον η επιλογή της να μη κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά, δεν μπορεί να στοιχειοθετεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Άλλωστε, και αν ακόμη εκαλείτο να κάνει χρήση αυτής, η Επιτροπή θα διατηρούσε την ευχέρεια να εξετάσει την καταγγελία που της απευθύνεται βάσει του άρθρου 226 ΕΚ (βλ., στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιανουαρίου 1995, C‑359/93, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 1995, σ. Ι‑157, σκέψεις 12 και 13, και της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑353/96, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1998, σ. I-8565, σκέψη 22· διάταξη της 29ης Σεπτεμβρίου 1997, Sateba κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 46, σκέψεις 36 και 37, που επικυρώθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως με την διάταξη του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 1998, Sateba κατά Επιτροπής, παρατεθείσα στην ανωτέρω σκέψη 46, σκέψη 32).

    51     Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει να απορριφθεί το αίτημα αποζημιώσεως της υπό κρίση αγωγής ως απαράδεκτο. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, παρέλκει η λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή η διεξαγωγή αποδείξεων, όπως πρότειναν οι ενάγουσες.

     Επί του αιτήματος απευθύνσεως εντολής

    52     Στο πλαίσιο του τρίτου αιτήματός τους, οι ενάγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει την Επιτροπή «να απευθύνει σε όλες τις υπηρεσίες της έγγραφο για να αποκαταστήσει την υπόληψη και τη φήμη της εταιρείας “Μηχανική” και του προέδρου της [...] Π. Εμφιετζόγλου».

    53     Υπενθυμίζεται ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, χωρίς να σφετεριστεί τις αρμοδιότητες της διοικήσεως, να απευθύνει εντολές προς κοινοτικό όργανο. Η αρχή αυτή όχι μόνο καθιστά απαράδεκτα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τα αιτήματα με τα οποία ζητείται να υποχρεωθεί το καθού όργανο να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται πράξη του, αλλά ισχύει, κατ’ αρχήν, και στο πλαίσιο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, T-156/89, Valverde Mordt κατά Δικαστηρίου, Συλλογή 1991, σ. II-407, σκέψη 150).

    54     Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει επίσης να κριθεί απαράδεκτο.

    55     Βάσει του συνόλου του προεκτεθέντων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως απαράδεκτη.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    56     Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του αντιδίκου. Δεδομένου ότι οι ενάγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, περιλαμβανομένων και των της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

    διατάσσει:

    1)      Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη.

    2)      Καταδικάζει τις ενάγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Λουξεμβούργο, 14 Ιανουαρίου 2004.

    Ο Γραμματέας

     

          Ο Πρόεδρος

    H. Jung

     

          H. Legal


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Επάνω