Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62021CC0726

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου της 23ης Μαρτίου 2023.
Ποινική δίκη κατά GR κ.λπ.
Αίτηση του Županijski sud u Puli-Pola για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Άρθρο 54 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 50 – Αρχή ne bis in idem – Εκτίμηση υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών τα οποία περιέχονται στο σκεπτικό της δικαστικής αποφάσεως – Εκτίμηση υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών τα οποία εξετάσθηκαν μεν στο πλαίσιο ποινικής έρευνας, αλλά παραλήφθηκαν στο κατηγορητήριο – Έννοια των “ίδιων πραγματικών περιστατικών”.
Υπόθεση C-726/21.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2023:240

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 23ης Μαρτίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑726/21

Županijsko državno odvjetništvo u Puli-Pola

κατά

GR,

HS,

IT,

και

INTER CONSULTING d.o.o.

[αίτηση του Županijski sud u Puli-Pola
(επαρχιακού δικαστηρίου της Pula, Κροατία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν – Αρχή ne bis in idem – Τμήματα διαδικαστικών πράξεων τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το εθνικό δικαστήριο που εξετάζει τα αποτελέσματα της αρχής ne bis in idem – Διατακτικό – Αιτιολογικό – Πράξεις για τις οποίες έχει παύσει η ποινική διαδικασία»

I. Εισαγωγή

1.

Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης είναι αρκετά περίπλοκα. Στην κύρια δίκη, η οποία εκκρεμεί στην Κροατία, διάφορα πρόσωπα κατηγορούνται για την πρόκληση οικονομικής ζημίας σε κροατική εταιρία, στο πλαίσιο της υλοποίησης σχεδίου για την κατασκευή τουριστικών καταλυμάτων στην Κροατία. Κατά τη διάρκεια της δίκης διαπιστώθηκε ότι δύο από τα πρόσωπα αυτά είχαν αθωωθεί, στην Αυστρία, για ποινικά αδικήματα που αφορούσαν την υπεξαίρεση κεφαλαίων αυστριακής τράπεζας η οποία χρηματοδοτούσε το εν λόγω σχέδιο. Επιπλέον, η αρχική ποινική δίωξη των εν λόγω προσώπων, στην Αυστρία, έπαυσε εν μέρει λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με άλλες πράξεις που αφορούσαν το ίδιο σχέδιο. Ωστόσο, κατόπιν εξέτασης των στοιχείων της δικογραφίας δεν προκύπτει με σαφήνεια η ακριβής έκταση του τμήματος της ποινικής δίωξης που έπαυσε.

2.

Το Županijski sud u Puli-Pola (επαρχιακό δικαστήριο της Pula, Κροατία), ήτοι το αιτούν δικαστήριο, επισημαίνει ότι η διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιόν του ενδέχεται να απαγορεύεται από την αρχή ne bis in idem λόγω της διαδικασίας που έλαβε χώρα στην Αυστρία. Ωστόσο, το ακριβές συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί επί του σημείου αυτού εξαρτάται, κατ’ ουσίαν, από τον βαθμό στον οποίο λαμβάνονται υπόψη πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω προηγούμενη ποινική διαδικασία οι οποίες διαλαμβάνονται στις διαδικαστικές πράξεις που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτό. Πράγματι, φαίνεται ότι, σύμφωνα με την κροατική δικαστική πρακτική, προκειμένου να εκτιμηθεί αν ενεργοποιείται η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία, τα κροατικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται σε ορισμένα τμήματα των διαδικαστικών πράξεων, όπως στην κατηγορία που απαγγέλλεται με το κατηγορητήριο ή το διατακτικό αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.

3.

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα αν, για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (στο εξής: ΣΕΣΣ) ( 2 ), πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα βασικά πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το εκδοθέν από εισαγγελία άλλου κράτους μέλους κατηγορητήριο και στο διατακτικό εκδοθείσας σε άλλο κράτος μέλος αμετάκλητης αποφάσεως, ή αν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως πραγματικά περιστατικά ως προς τα οποία η ποινική δίωξη έχει παύσει.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

4.

Το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ορίζει ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με το νόμο».

5.

Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ ορίζει ότι «[ό]ποιος [δικάστηκε] αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη».

6.

Το άρθρο 57 της ΣΕΣΣ έχει ως εξής:

«1.   Όταν κάποιος κατηγορείται για μια αξιόποινη πράξη από ένα συμβαλλόμενο μέρος και οι αρμόδιες αρχές αυτού του μέρους έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η κατηγορία αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία δικάστηκε ήδη αμετάκλητα από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος, οι αρχές αυτές θα ζητήσουν, εάν το θεωρούν αναγκαίο, τις κατάλληλες πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές του συμβαλλόμενου μέρους, στο έδαφος του οποίου έχει ήδη εκδοθεί μια απόφαση.

2.   Οι ζητούμενες πληροφορίες θα χορηγούνται όσο το δυνατόν συντομότερα και λαμβάνονται υπόψη περαιτέρω κατά την εκκρεμή διαδικασία.

[…]»

Β.   Το εθνικό δίκαιο

7.

Κατά το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Ustav Republike Hrvatske (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Κροατίας) ( 3 ), όποιος έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί με νομίμως εκδοθείσα αμετάκλητη δικαστική απόφαση δεν μπορεί να διωχθεί ούτε να τιμωρηθεί εκ νέου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για την ίδια αξιόποινη πράξη.

8.

Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του Zakon o kaznenom postupku (κροατικού κώδικα ποινικής δικονομίας) ( 4 ), κανείς δεν μπορεί να διωχθεί ποινικά εκ νέου για πράξη για την οποία έχει ήδη δικαστεί και για την οποία έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση.

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9.

Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ο GR ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας Skiper Hoteli d.o.o. (στο εξής: Skiper Hoteli) και της εταιρίας Interco Umag d.o.o., νυν INTER CONSULTING (στο εξής: Interco, υπό εκκαθάριση). Ο GR ήταν επίσης μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας Rezidencija Skiper d.o.o. (στο εξής: Rezidencija Skiper) και κατείχε εταιρικά μερίδια στην εταιρία Alterius d.o.o. (στο εξής: Alterius). Αντιλαμβάνομαι ότι όλες οι εν λόγω εταιρίες είναι (ή ήταν) εγγεγραμμένες στα μητρώα της Κροατίας. Ο HS, από την πλευρά του, ήταν διευθύνων σύμβουλος της Interco, ενώ ο IT πραγματοποιούσε εκτιμήσεις της αξίας ακινήτων.

10.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2015 η Županijsko državno odvjetništvo u Puli (εισαγγελία της Pula, Κροατία, στο εξής: εισαγγελία της Pula) εξέδωσε κατηγορητήριο κατά των GR, HS, IT και της Interco. Με το εν λόγω κατηγορητήριο κατηγορούνταν ο GR και η Interco για τέλεση του αδικήματος της απιστίας στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, κατά την έννοια του άρθρου 246, παράγραφοι 1 και 2, του Kazneni zakon (κροατικού ποινικού κώδικα). Επιπλέον, κατηγορούνταν ο HS για ηθική αυτουργία και ο ΙΤ για συνέργεια στην τέλεση του ως άνω αδικήματος.

11.

Οι GR και HS κατηγορούνταν ότι ενήργησαν, στο πλαίσιο σχεδίου για την κατασκευή νέων τουριστικών καταλυμάτων στον δήμο Savudrija (κροατικό δήμο), με απώτερο σκοπό να αποκομίσει η Interco παράνομο οικονομικό όφελος εις βάρος της Skiper Hoteli, οργανώνοντας την απόκτηση εκ μέρους της Skiper Hoteli, μέσω της Interco, ακινήτων κειμένων στον δήμο Savudrija σε τιμές σημαντικά υψηλότερες από την αγοραία αξία τους.

12.

Στο κατηγορητήριο αναφέρεται επίσης ότι οι GR, HS και IT προκάλεσαν περαιτέρω οικονομική ζημία στη Skiper Hoteli, καθόσον ενήργησαν κατά τρόπον ώστε η τελευταία να αποκτήσει, σε τιμή σημαντικά υψηλότερη από την πραγματική τους αξία, εταιρικά μερίδια σε άλλη κροατική εταιρία (την Alterius).

13.

Το κατηγορητήριο που εξέδωσε η εισαγγελία της Pula επικυρώθηκε από το αιτούν δικαστήριο.

14.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της αρχικής διαδικασίας, ο HS ισχυρίστηκε ότι είχε ήδη κινηθεί εις βάρος του ποινική διαδικασία στην Αυστρία για τις ίδιες πράξεις. Ως εκ τούτου, το 2014 η εισαγγελία της Pula επικοινώνησε με τη Staatsanwaltschaft Klagenfurt (εισαγγελία του Klagenfurt, Αυστρία, στο εξής: εισαγγελία του Klagenfurt) για να εξακριβώσει εάν είχε όντως κινηθεί εκεί παρόμοια διαδικασία. Η Državno odvjetništvo Republike Hrvatske (εισαγγελική αρχή της Δημοκρατίας της Κροατίας) επικοινώνησε με το αυστριακό Υπουργείο Δικαιοσύνης υποβάλλοντας αντίστοιχο αίτημα το 2016. Κατά το αιτούν δικαστήριο, από τις απαντήσεις των αυστριακών αρχών προκύπτει ότι στην Αυστρία είχε κινηθεί ποινική διαδικασία σε βάρος των BB και CC, δύο πρώην μελών του διοικητικού συμβουλίου της Hypo Alpe Adria Bank International AG (στο εξής: Hypo Bank), με έδρα την Αυστρία, για το αδίκημα της απιστίας κατά την έννοια του άρθρου 153, παράγραφοι 1 και 2, του Strafgesetzbuch (αυστριακού ποινικού κώδικα· στο εξής: StGB), καθώς και σε βάρος των HS και GR για συμμετοχή στο εν λόγω αδίκημα.

15.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο που κατέθεσε η εισαγγελία του Klagenfurt ενώπιον του Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt, Αυστρία) στις 9 Ιανουαρίου 2015, οι BB και CC φέρονταν ότι ενέκριναν, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2002 και Ιουλίου 2005, τη χορήγηση διαφόρων δανείων στη Rezidencija Skiper και στη Skiper Hoteli –παρά τον μη επαρκή χαρακτήρα των εγγράφων σχετικά με το σχέδιο και την απουσία πρόβλεψης της ικανότητας αποπληρωμής του δανείου– προξενώντας με τον τρόπο αυτό οικονομική ζημία στη Hypo Bank ύψους τουλάχιστον 105 εκατομμυρίων ευρώ. Οι HS και GR κατηγορούνταν, αντιστοίχως, ότι, ζητώντας τη χορήγηση των δανείων αυτών, προκάλεσαν ή υποβοήθησαν τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων από τους BB και CC.

16.

Στις 3 Νοεμβρίου 2016, το Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακό δικαστήριο του Klagenfurt) εξέδωσε απόφαση με την οποία οι BB και CC καταδικάστηκαν για την έγκριση της χορήγησης του δανείου HR/1061 στη Skiper Hoteli. Ως προς τις λοιπές κατηγορίες αθωώθηκαν. Οι GR και HS αθωώθηκαν. Συγκεκριμένα, ο HS αθωώθηκε για την κατηγορία κατά την οποία προκάλεσε, ζητώντας επανειλημμένως τη χορήγηση δανείων και υποβάλλοντας σχετικά έγγραφα μεταξύ 2002 και 2005, τη διάπραξη αδικημάτων από τον BB και τον CC. Ο GR αθωώθηκε για την κατηγορία κατά την οποία συμμετείχε, μεταξύ 2003 και 2005, στη διάπραξη αδικημάτων από τους BB και CC, επειδή ζήτησε τη χορήγηση των δανείων –συμπεριλαμβανομένου του δανείου HR/1061–, διαπραγματεύτηκε τους όρους του δανείου, υπέβαλε τα σχετικά έγγραφα και υπέγραψε τις σχετικές δανειακές συμβάσεις. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι τα ανωτέρω προκύπτουν από το διατακτικό της αποφάσεως του Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt), ενώ από το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η Skiper Hoteli χρησιμοποίησε το δάνειο HR/1061 για να αγοράσει το ακίνητο και τα επίμαχα εταιρικά μερίδια σε τιμές σημαντικά υψηλότερες από την αγοραία αξία τους.

17.

Η ανωτέρω απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη από το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά αυτής.

18.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι, πριν από την έκδοση, στις 9 Ιανουαρίου 2015, του κατηγορητηρίου για το οποίο έγινε λόγος στο σημείο 15 των παρουσών προτάσεων, η εισαγγελία του Klagenfurt διεξήγαγε έρευνα, αλλά τελικώς τη διέκοψε λόγω ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων, κατά των GR και HS για πράξεις άλλες από εκείνες που διαλαμβάνονταν στο εν συνεχεία σχηματισθέν κατηγορητήριο, ήτοι τη χρήση του δανείου HR/1061 για την υλοποίηση του κατασκευαστικού σχεδίου της Skiper Hoteli. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η εισαγγελία του Klagenfurt γνωστοποίησε στον GR, στις 9 Ιανουαρίου 2015, ότι έπαυσε η έρευνα στην «υπόθεση Skiper». Η εν λόγω γνωστοποίηση πραγματοποιήθηκε βάσει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του Strafprozeßordnung (αυστριακού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στο εξής: StPO) και περιείχε πληροφορίες σχετικά με την παύση της διαδικασίας, όσον αφορά τους HS, GR, BB και CC, για το αδίκημα της απιστίας κατά το άρθρο 153, παράγραφοι 1 και 2, του StGB, καθόσον αυτό δεν καλυπτόταν από το κατηγορητήριο που κατέθεσε την ίδια ημερομηνία ενώπιον του Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt) η εισαγγελία του Klagenfurt, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όσον αφορά την πρόθεση πρόκλησης ζημίας, ή λόγω απουσίας συγκεκριμένων και επαρκών στοιχείων που να στοιχειοθετούν αξιόποινη εγκληματική συμπεριφορά. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι ο HS ζήτησε και έλαβε από τις αυστριακές αρχές έγγραφο το οποίο επιβεβαίωνε την εν λόγω παύση της διαδικασίας.

19.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι: i) τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο της εισαγγελίας της Pula, ii) τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο της εισαγγελίας του Klagenfurt, iii) τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στο διατακτικό και στο σκεπτικό της αμετάκλητης αποφάσεως του Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt) και iv) τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν το αντικείμενο της διακοπείσας έρευνας της εισαγγελίας του Klagenfurt έχουν ισχύ δεδικασμένου επειδή συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από απόψεως χρόνου, τόπου και ουσίας.

20.

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem, τα κροατικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη μόνον τα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονται στα συγκεκριμένα τμήματα μιας διαδικαστικής απόφασης, όπως η κατηγορία που απαγγέλλεται με το κατηγορητήριο ή το διατακτικό της δικαστικής απόφασης. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η εν λόγω πρακτική, για την οποία δεν παρέχονται πρόσθετα στοιχεία στη διάταξη περί παραπομπής, απηχεί την αντίληψη ότι οι επίμαχες διαδικαστικές πράξεις καθίστανται αμετάκλητες μόνον ως προς τα τμήματα αυτά.

21.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Županijski sud u Puli-Pola (επαρχιακό δικαστήριο της Pula) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Για να κριθεί κατά πόσον συντρέχει περίπτωση παραβίασης της αρχής ne bis in idem, μπορούν τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο της [εισαγγελίας της Pula] της 28ης Σεπτεμβρίου 2015 να συγκριθούν μόνον με τα βασικά πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο της [εισαγγελίας του Klagenfurt] της 9ης Ιανουαρίου 2015 και στο διατακτικό της αποφάσεως του Landesgericht Klagenfurt [περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt] της 3ης Νοεμβρίου 2016, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Oberster Gerichtshof [Ανωτάτου Δικαστηρίου] της 4ης Μαρτίου 2019, ή μπορούν τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο της [εισαγγελίας της Pula] να συγκριθούν επίσης και με τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στο σκεπτικό της αποφάσεως του Landesgericht Klagenfurt [περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt] της 3ης Νοεμβρίου 2016, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση του Oberster Gerichtshof [Ανωτάτου Δικαστηρίου], καθώς και με εκείνα που αποτελούσαν το αντικείμενο προκαταρκτικής έρευνας την οποία είχε κινήσει η [εισαγγελία του Klagenfurt] κατά διαφόρων προσώπων, και ειδικότερα του GR και του HS, εν συνεχεία όμως παραλείφθηκαν από το κατηγορητήριο της [εισαγγελίας του Klagenfurt] της 9ης Ιανουαρίου 2015 (και δεν παρατέθηκαν στη συγκεκριμένη κατηγορία του);»

22.

Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν ο HS, ο GR, η εισαγγελία της Pula, η Αυστριακή και η Κροατική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2023.

IV. Εκτίμηση

23.

Με το μοναδικό προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να εξακριβώσει, κατ’ ουσίαν, το ορθό πλαίσιο αναφοράς το οποίο πρέπει να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να ελεγχθεί αν η εκκρεμούσα ενώπιόν του διαδικασία απαγορεύεται από την αρχή ne bis in idem, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, επειδή ενδέχεται να αφορά τις ίδιες πράξεις με εκείνες που αποτέλεσαν αντικείμενο προηγηθείσας διαδικασίας η οποία ολοκληρώθηκε σε άλλο κράτος μέλος.

24.

Προτού προχωρήσω στην ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ προκειμένου να δώσω απάντηση στο ως άνω προδικαστικό ερώτημα (υπό Β), θα εξετάσω την ένσταση απαραδέκτου την οποία προέβαλε η Αυστριακή Κυβέρνηση και η οποία στηρίζεται στη θέση της εν λόγω κυβερνήσεως ότι, κατ’ ουσίαν, οι δύο διαδικασίες αφορούν διαφορετικά πραγματικά περιστατικά (υπό Α).

Α.   Επί του παραδεκτού

25.

Η Αυστριακή Κυβέρνηση φρονεί ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη διότι το προδικαστικό ερώτημα είναι υποθετικής φύσεως. Κατά την άποψή της, η διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και εκείνη που διεξήχθη προηγουμένως στην Αυστρία δεν αφορούν τις ίδιες πράξεις. Η εν λόγω κυβέρνηση επισημαίνει ότι, ενώ η διεξαχθείσα στην Αυστρία διαδικασία αφορούσε οικονομική ζημία την οποία υπέστη αυστριακή τράπεζα, η διαδικασία στην Κροατία αφορά την οικονομική ζημία που υπέστη κροατική εταιρία. Η κυβέρνηση τονίζει ότι η αυστριακή διαδικασία δεν θα μπορούσε να αφορά τις ενδεχόμενες πράξεις του GR έναντι της εταιρίας αυτής, λόγω της έλλειψης δικαιοδοσίας των αυστριακών αρχών επί του ζητήματος αυτού, δεδομένου ότι ο GR είναι υπήκοος και κάτοικος Κροατίας, ενώ η Skiper Hoteli είναι εταιρία εγγεγραμμένη στα μητρώα της Κροατίας.

26.

Χωρίς να προβάλλουν ένσταση απαραδέκτου, η εισαγγελία της Pula και η Κροατική Κυβέρνηση συμμερίζονται, κατ’ ουσίαν, την εν λόγω θέση, ενώ ο HS και ο GR υποστηρίζουν το αντίθετο.

27.

Συναφώς, επισημαίνω ότι, μολονότι στη διάταξη περί παραπομπής δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια η ακριβής έκταση του τμήματος της διαδικασίας που έπαυσε στην Αυστρία, εξ αυτού συνάγεται ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, ενδέχεται πράγματι να υφίσταται αλληλεπικάλυψη μεταξύ της διαδικασίας που διεξήχθη στην Αυστρία και εκείνης που εκκρεμεί ενώπιόν του. Πράγματι, κατά το αιτούν δικαστήριο, η αρχή ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, μπορεί να επηρεάσει την εξέλιξη της εκκρεμούσας ενώπιόν του διαδικασίας, ανάλογα με την έκταση της εξετάσεως που πρέπει να διενεργηθεί συναφώς.

28.

Σε περίπτωση που η Αυστριακή Κυβέρνηση επιθυμεί να αμφισβητήσει την ως άνω θέση, επισημαίνω ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, κάθε εκτίμηση των επίδικων πραγματικών περιστατικών υπάγεται στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου ( 5 ). Εναπόκειται αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει την ύπαρξη και την έκταση της αλληλεπικάλυψης (από απόψεως πραγματικών περιστατικών) μεταξύ των δύο επίμαχων διαδικασιών. Το Δικαστήριο θα πρέπει, από την πλευρά του, να προχωρήσει επί τη βάσει της παραδοχής του αιτούντος δικαστηρίου ότι ενδέχεται να υφίσταται τέτοια αλληλεπικάλυψη και, κατά συνέπεια, να κρίνει ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι λυσιτελές για την έκβαση της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, είναι παραδεκτό.

Β.   Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ

29.

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, μπορεί να λάβει υπόψη του μόνο τα βασικά πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το εκδοθέν από εισαγγελία άλλου κράτους μέλους κατηγορητηρίου και στο διατακτικό εκδοθείσας στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος αμετάκλητης απόφασης, ή αν πρέπει να λάβει υπόψη του και τα μνημονευόμενα στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης πραγματικά περιστατικά ως προς τα οποία η ποινική δίωξη έχει παύσει.

30.

Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ ορίζει ότι «[ό]ποιος [δικάστηκε] αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρον όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη».

31.

Η εν λόγω διάταξη κατοχυρώνει, στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, την αρχή ne bis in idem σε διασυνοριακό πλαίσιο, η οποία προβλέπεται επίσης με γενικότερη διατύπωση στο άρθρο 50 του Χάρτη, το οποίο, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο, πρέπει να διέπει την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ ( 6 ).

32.

Η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ενεργοποιείται όταν πληρούνται δύο βασικές προϋποθέσεις: i) η ταυτότητα των πράξεων που αφορούν οι δύο επίμαχες διαδικασίες ( 7 ) και ii) η ύπαρξη αμετάκλητης αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος σχετικά με τις εν λόγω πράξεις. Επιπλέον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή αυτή πρέπει να έχει ήδη εκτιθεί ή να εκτίεται ή να μην μπορεί πλέον να εκτιθεί.

33.

Η προϋπόθεση σχετικά με την «έκτιση» ( 8 ) δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης, η οποία αφορά, όπως ήδη επισήμανα, το ορθό πλαίσιο αναφοράς που πρέπει να χρησιμοποιείται για την εξακρίβωση του κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το «idem».

34.

Στην επόμενη ενότητα, θα εξηγήσω τους λόγους που με οδηγούν να εκτιμήσω ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ καθιστά αναγκαίο να λαμβάνει υπόψη του ένα εθνικό δικαστήριο όχι μόνον τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται σε συγκεκριμένα τμήματα των διαδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε άλλο κράτος μέλος, αλλά και τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται σε άλλα τμήματα των αποφάσεων αυτών ή ενδεχομένως σε άλλα έγγραφα, προκειμένου να εξακριβώσει αν η εκκρεμούσα ενώπιόν του διαδικασία αφορά τις ίδιες πράξεις (idem) με εκείνες που εξετάστηκαν σε προηγηθείσα διαδικασία η οποία περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση (1). Εν συνεχεία, χάριν πληρότητας, θα ασχοληθώ με το δεύτερο στοιχείο της αρχής ne bis in idem, που αφορά τον «αμετάκλητο» χαρακτήρα της αποφάσεως, ο οποίος πρέπει να υφίσταται, σε συνδυασμό με την ταυτότητα των πράξεων, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προστασία που απορρέει από την εν λόγω αρχή. Πράγματι, οι διάδικοι της παρούσας διαδικασίας σχολίασαν εκτενώς το κατά πόσον πληρούνταν η προϋπόθεση του «αμετάκλητου» χαρακτήρα της αποφάσεως δεδομένου ότι η εισαγγελία του Klagenfurt αποφάσισε να παύσει εν μέρει την επίμαχη προηγηθείσα διαδικασία (2).

1. Το ορθό πλαίσιο αναφοράς για την προϋπόθεση που αφορά το «idem»

35.

Όπως προαναφέρθηκε, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά τη συνήθη πρακτική, τα κροατικά δικαστήρια μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τους ορισμένα μόνο τμήματα των διαδικαστικών πράξεων, όπως την κατηγορία που απαγγέλλεται με το κατηγορητήριο ή το διατακτικό της δικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσουν αν η εκκρεμούσα ενώπιόν τους διαδικασία αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία αφορούσε προηγούμενη ποινική διαδικασία περατωθείσα με αμετάκλητη απόφαση και αν, ως εκ τούτου, η εκκρεμούσα ενώπιόν τους διαδικασία απαγορεύεται από την αρχή ne bis in idem. Επομένως, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να εξακριβώσει, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ επιτρέπει μια τέτοια ερμηνεία της αρχής ne bis in idem ή αν απαιτείται μια ευρύτερη εκτίμηση.

36.

Ειδικότερα, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι, συνεπεία της πρακτικής που περιγράφεται ανωτέρω, το αιτούν δικαστήριο δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη του πράξεις μνημονευόμενες στο σκεπτικό της αποφάσεως του Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt) της 3ης Νοεμβρίου 2016 ως προς τις οποίες έπαυσε η ποινική δίωξη και οι οποίες αφορούν, κατά το αιτούν δικαστήριο, πρώτον, το γεγονός ότι η απόκτηση των επίμαχων ακινήτων και εταιρικών μεριδίων από τη Skiper Hoteli έγινε με χρήση των κεφαλαίων του δανείου HR/1061 και, δεύτερον, το γεγονός ότι η τιμή αγοράς ήταν, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, σημαντικά υψηλότερη από την αγοραία αξία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

37.

Μολονότι η Κροατική Κυβέρνηση και η εισαγγελία της Pula προβάλλουν ότι θα έπρεπε να είναι δυνατός ο κατ’ αυτόν τον τρόπο περιορισμός της εξέτασης, ο HS, ο GR, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν το αντίθετο.

38.

Συντάσσομαι με τη θέση των τελευταίων μετεχόντων στη διαδικασία. Συγκεκριμένα, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι εθνική πρακτική η οποία περιορίζει, κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, την εξέταση του κατά πόσον η διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου αφορά τις ίδιες πράξεις με εκείνες προηγηθείσας διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως είναι υπερβολικά περιοριστική, διότι, κατ’ ουσίαν, ενδέχεται να έχει ως συνέπεια να παραβλέψει το εθνικό δικαστήριο την ύπαρξη αμετάκλητης αποφάσεως η οποία εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος για τις ίδιες πράξεις.

39.

Μολονότι ούτε από το γράμμα του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ ούτε από το γράμμα του άρθρου 50 του Χάρτη παρέχεται ειδική καθοδήγηση συναφώς, το ως άνω συμπέρασμα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ –πλαίσιο το οποίο αποτελείται από άλλες διατάξεις της εν λόγω πράξης– και επιβεβαιώνεται περαιτέρω από τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ ( 9 ), οι οποίοι, όπως έχει επιβεβαιώσει το Δικαστήριο, πρέπει να διέπουν την ερμηνεία του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ ( 10 ).

40.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το κρίσιμο πλαίσιο, το άρθρο 57 της ΣΕΣΣ θεσπίζει κανόνες συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων κρατικών αρχών για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη προηγηθείσας ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση.

41.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 57, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ υποχρεώνει τις αρχές να ζητούν, όταν το κρίνουν αναγκαίο, σχετικές πληροφορίες από τις αντίστοιχες αρχές που βρίσκονται σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος, εάν έχουν λόγους να πιστεύουν ότι οι κατηγορίες που απαγγέλλονται σε βάρος ενός συγκεκριμένου προσώπου αφορούν «τα ίδια πραγματικά περιστατικά για τα οποία δικάστηκε ήδη αμετάκλητα από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος». Το άρθρο 57, παράγραφος 2, της ΣΕΣΣ προβλέπει την υποχρέωση οι ζητούμενες πληροφορίες να παρέχονται «όσο το δυνατόν συντομότερα» και, το σημαντικότερο, να «λαμβάνονται υπόψη περαιτέρω κατά την εκκρεμή διαδικασία».

42.

Λαμβανομένης υπόψη της γενικόλογης διατύπωσης της ως άνω διάταξης, προκύπτει ότι οι πληροφορίες που μπορούν να ζητηθούν και οι οποίες πρέπει να παρασχεθούν βάσει του εν λόγω μηχανισμού μπορούν να έχουν διάφορες μορφές. Συμφωνώ με την Επιτροπή ως προς το ότι η επίμαχη εθνική πρακτική, περιορίζοντας τις πληροφορίες που μπορεί να λάβει υπόψη του το εθνικό δικαστήριο σε εκείνες που περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένο τμήμα διαδικαστικής πράξης, περιορίζει σε σημαντικό βαθμό, αντιθέτως προς την ανωτέρω γενικόλογη διατύπωση, το πρακτικό αποτέλεσμα του εν λόγω μηχανισμού συνεργασίας. Εν προκειμένω, κατά την προσφυγή στον μηχανισμό αυτόν προκειμένου να διερευνηθεί αν οι ενδιαφερόμενοι (όπως ο GR και ο HS) αποτέλεσαν αντικείμενο ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα στην Αυστρία, η προαναφερθείσα εθνική πρακτική θα υποχρέωνε πράγματι το εθνικό δικαστήριο να λάβει υπόψη του μόνο τις πληροφορίες που προβλέπονται σε συγκεκριμένα τμήματα διαδικαστικών πράξεων, αποκλείοντας κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να λάβει το εν λόγω το δικαστήριο από τις αυστριακές αρχές.

43.

Υπενθυμίζεται ότι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, το δικαίωμα που απορρέει από την αρχή ne bis in idem αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη ( 11 ). Ως εκ τούτου, η συγκεκριμένη οδός που θα ακολουθηθεί για να εξακριβωθεί εάν υφίσταται ήδη αμετάκλητη απόφαση όσον αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε να προστατεύεται αποτελεσματικά το εν λόγω δικαίωμα ( 12 ).

44.

Δεύτερον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι σκοπός του άρθρου 54 της συμβάσεως εφαρμογής είναι η αποτροπή του ενδεχομένου «ένα άτομο που έχει δικαστεί αμετάκλητα να διώκεται, λόγω του ότι κάνει χρήση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία, για τα ίδια περιστατικά στο έδαφος περισσότερων του ενός συμβαλλόμενων κρατών» ( 13 ). Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο προσέθεσε επίσης ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνεύεται όχι μόνον υπό το πρίσμα της ανάγκης να διασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, αλλά και υπό το πρίσμα της ανάγκης να προωθηθεί η πρόληψη και η καταστολή της εγκληματικότητας ( 14 ).

45.

Μολονότι το Δικαστήριο με προηγούμενες αποφάσεις του προσδιόρισε ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ατιμωρησία ( 15 ), η εθνική πρακτική που περιγράφεται στην υπό κρίση υπόθεση από το αιτούν δικαστήριο ενδέχεται να οδηγήσει σε εξίσου ανεπιθύμητο, καίτοι αντίθετο, αποτέλεσμα. Πράγματι, η εν λόγω εθνική πρακτική ενδέχεται να οδηγήσει σε μια κατάσταση στην οποία η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία θα αποκλείεται για λόγους καθαρά τυπολατρικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι η παροχή της εν λόγω προστασίας θα εξαρτάται από τη νομική μορφή με την οποία παρέχεται η ενημέρωση σχετικά με προηγηθείσες διαδικασίες και, με την ίδια λογική, από τις διαφορετικές παραδόσεις που, όπως επισήμαναν η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Επιτροπή, μπορεί να υφίστανται σε διάφορα κράτη μέλη όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο διαβιβάζονται οι εν λόγω πληροφορίες. Συναφώς, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το αντικείμενο και τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως και όχι με γνώμονα «διαδικαστικ[ά] ή καθαρά τυπικ[ά] στοιχεί[α], τα οποία εξάλλου ενδέχεται να διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο» ( 16 ).

46.

Περαιτέρω, όσον αφορά τη σημασία που έχει η αιτιολογία μιας συγκεκριμένης διαδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο τόνισε στο παρελθόν ότι η εν λόγω αιτιολογία είναι καθοριστικής σημασίας για την εξακρίβωση του κατά πόσον οι επίμαχες πράξεις έχουν ήδη αποτελέσει το αντικείμενο αμετάκλητης αποφάσεως –το οποίο, όπως ανέφερα, αποτελεί μία από τις δύο βασικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem ( 17 ).

47.

Δεν διακρίνω κανέναν λόγο για τον οποίο να μην πρέπει να αποδοθεί η ίδια σημασία στην αιτιολογία μιας τέτοιας απόφασης ή οποιασδήποτε άλλης απόφασης όσον αφορά την εκτίμηση της έτερης προϋπόθεσης εφαρμογής της εν λόγω αρχής, η οποία αφορά το «idem».

48.

Επιπλέον, δεν αντιλαμβάνομαι γιατί η εν λόγω εκτίμηση θα πρέπει κατ’ ανάγκην να σταματά με την εξέταση της αιτιολογίας, αποκλειομένων των πληροφοριών που μπορούν να αντληθούν από άλλες πηγές. Συναφώς, όπως υπομνήσθηκε στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων, η μορφή και το περιεχόμενο των διαφόρων πράξεων που μπορούν να εκδοθούν στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών. Ενώ σε ορισμένα κράτη μέλη όλα τα πραγματικά περιστατικά που αφορά η ποινική διαδικασία πρέπει ενδεχομένως να μνημονεύονται στο διατακτικό της αντίστοιχης διαδικαστικής πράξης, σε άλλα κράτη μέλη οι σχετικές πληροφορίες μπορούν να διαλαμβάνονται σε άλλα τμήματα της εν λόγω πράξης ή ακόμη και σε διαφορετική πράξη στην οποία μπορεί να γίνεται παραπομπή.

49.

Επισημαίνω ότι η Κροατική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι –κατά το κροατικό δίκαιο– το δεσμευτικό αποτέλεσμα του δεδικασμένου αφορά μόνον το διατακτικό της σχετικής διαδικαστικής πράξης. Συναφώς, θα ήθελα να παρατηρήσω πρώτον ότι, μολονότι η αντίληψη περί του δεσμευτικού αποτελέσματος του δεδικασμένου ενδέχεται να διαφέρει αναλόγως της οικείας έννομης τάξης ( 18 ), η εν λόγω αντίληψη επ’ ουδενί πρέπει να επηρεάζει την ερμηνεία της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης. Δεύτερον, ενδέχεται η εξέταση μόνον του διατακτικού να μην επαρκεί για την κατανόηση της έκτασης της ίδιας της πράξης, όταν τα αναγκαία για τον σκοπό αυτό στοιχεία παρατίθενται σε τμήματα πλην του διατακτικού. Συναφώς, η Αυστριακή Κυβέρνηση διευκρίνισε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, η ακριβής έκταση του τμήματος της διαδικασίας την οποία έπαυσε η εισαγγελία του Klagenfurt πρέπει να καθοριστεί βάσει διαφόρων πράξεων που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

50.

Ως εκ τούτου, το να επιβάλλεται στις κρατικές αρχές η υποχρέωση να περιορίζουν την εξέτασή τους στο διατακτικό της σχετικής διαδικαστικής πράξης, χωρίς να τους παρέχεται περιθώριο να λαμβάνουν υπόψη άλλες προσεγγίσεις για την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών τα οποία αφορά ποινική διαδικασία που ενδεχομένως υφίσταται σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να οδηγήσει εν τοις πράγμασι σε στέρηση της παρεχόμενης από την αρχή ne bis in idem προστασίας για τον λόγο και μόνον ότι η σχετική απόφαση εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο εφαρμόζεται διαφορετική πρακτική από εκείνη του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται η μεταγενέστερη διαδικασία.

51.

Ως προς το ζήτημα αυτό, είμαι της γνώμης ότι το εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι επιφορτισμένο να κρίνει αν η εκκρεμής ενώπιόν του διαδικασία απαγορεύεται από την αρχή ne bis in idem, πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη του όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με προηγούμενη ποινική διαδικασία η οποία περατώθηκε αμετάκλητα. Κατά συνέπεια, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ έχει την έννοια ότι, για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στη διάταξη αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που καλύπτονται από προηγούμενη ποινική διαδικασία η οποία διεξήχθη σε άλλο κράτος μέλος και περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, η δε σχετική εξέταση δεν πρέπει να περιορίζεται σε πραγματικά περιστατικά μνημονευόμενα σε ορισμένα τμήματα διαδικαστικών πράξεων που εκδόθηκαν κατά την προηγούμενη αυτή ποινική διαδικασία, όπως στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο ή στο διατακτικό δικαστικής αποφάσεως.

52.

Έχοντας διευκρινίσει το ως άνω ζήτημα, θα ήθελα να αναφερθώ στις εκτενείς παρατηρήσεις των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία σχετικά με το κατά πόσον οι δύο επίμαχες διαδικασίες αφορούν όντως τις ίδιες πράξεις. Συναφώς, θα ήθελα να υπενθυμίσω εν συντομία ότι η προϋπόθεση σχετικά με το «idem» νοείται ως «ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών» και θεωρείται ότι πληρούται όταν υφίσταται «ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που απορρέουν από γεγονότα τα οποία είναι, κατ’ ουσίαν, τα ίδια, δεδομένου ότι αφορούν τον ίδιο παραβάτη και συνδέονται μεταξύ τους άρρηκτα στον χρόνο και στον χώρο» ( 19 ).

53.

Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι δεν πρέπει να δοθεί έμφαση μόνο στα «βασικά πραγματικά περιστατικά» στα οποία αναφέρεται η διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, αλλά αντιθέτως σε όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, ωστόσο, για να πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με το idem, πρέπει να είναι τα ίδια και όχι απλώς παρόμοια ( 20 ).

54.

Κατόπιν των ανωτέρω παρατηρήσεων, θα εξετάσω τώρα εν συντομία, χάριν πληρότητας, το στοιχείο της αρχής ne bis in idem που αφορά την ύπαρξη «αμετάκλητης αποφάσεως».

2. Επί των εισαγγελικών αποφάσεων περί παύσεως της διαδικασίας

55.

Στην παρούσα διαδικασία δεν φαίνεται να αμφισβητείται ότι οι πράξεις που αφορά η αμετάκλητη απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 2016 του Landesgericht Klagenfurt (περιφερειακού δικαστηρίου του Klagenfurt) απολαύουν της προστασίας της αρχής ne bis in idem, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Ωστόσο, οι μετέχοντες στη διαδικασία δεν φαίνεται να συμφωνούν στον ίδιο βαθμό όσον αφορά τις πράξεις που καλύπτονται από το τμήμα της ποινικής διαδικασίας στην Αυστρία το οποίο η εισαγγελία του Klagenfurt αποφάσισε να παύσει λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Ως εκ τούτου, στην παρούσα ενότητα θα υπενθυμίσω εν συντομία τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια εισαγγελική απόφαση περί παύσεως της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί αμετάκλητη για τους σκοπούς του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

56.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η παρεχόμενη από το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ προστασία ενεργοποιείται όχι μόνον από αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις αλλά και από ορισμένες εισαγγελικές αποφάσεις, ακόμη και όταν αυτές «λαμβάνονται χωρίς την παρέμβαση δικαστηρίου και δεν έχουν τη μορφή δικαστικής αποφάσεως» ( 21 ).

57.

Για να επέλθει το έννομο αυτό αποτέλεσμα, η απόφαση περί παύσεως της διαδικασίας, πρώτον, πρέπει να εξαλείφει αμετάκλητα, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, τη δυνατότητα περαιτέρω δίωξης για τις ίδιες πράξεις και, δεύτερον, πρέπει να εκδίδεται κατόπιν εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως ( 22 ).

58.

Ενώ η πρώτη προϋπόθεση αφορά την εξακρίβωση του κατά πόσον το εθνικό δίκαιο άπτεται της εισαγγελικής αποφάσεως η οποία εγγυάται ότι το πρόσωπο κατά του οποίου ασκήθηκε η ποινική δίωξη δεν θα είναι εκ νέου υπόλογο για τις ίδιες πράξεις (όπερ, εν ολίγοις, ισοδυναμεί με εθνική εγγύηση του ne bis in idem) ( 23 ), η δεύτερη προϋπόθεση προϋποθέτει ότι η απόφαση περί παύσεως της διαδικασίας ελήφθη κατόπιν πραγματικής εξέτασης του διαθέσιμου αποδεικτικού υλικού, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κανένα στοιχείο που θα μπορούσε να υπονομεύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη των κρατών μελών στα αντίστοιχα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης τους ( 24 ).

59.

Στην υπό κρίση υπόθεση, η εισαγγελία του Klagenfurt έλαβε την απόφαση να παύσει εν μέρει τη διαδικασία βάσει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του StPO. Δεν είναι απολύτως σαφές υπό ποια μορφή εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Συναφώς, η διάταξη περί παραπομπής κάνει λόγο για επικοινωνία των αυστριακών αρχών με τον νόμιμο εκπρόσωπο του GR στις 9 Ιανουαρίου 2015, κατά την οποία η μερική αυτή παύση αφορούσε επίσης τους HS, BB και CC.

60.

Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι απόφαση η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του StPO είναι, κατά το αυστριακό δίκαιο, αμετάκλητη και έχει την έννοια ότι οι ίδιες πράξεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νέας διαδικασίας. Η Αυστριακή Κυβέρνηση επιβεβαίωσε την ερμηνεία αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρινίζοντας ότι, όταν εκδίδει απόφαση δυνάμει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του StPO, ο εισαγγελέας περατώνει τη διαδικασία, για τον λόγο ότι τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι είναι πιθανότερο να ακολουθήσει αθώωση παρά διαπίστωση της ενοχής. Η εν λόγω κυβέρνηση διευκρίνισε επίσης ότι η ως άνω απόφαση παράγει δεδικασμένο και απαγορεύει την κίνηση νέας διαδικασίας σχετικά με τις ίδιες πράξεις.

61.

Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες συναφώς, αναφερόμενη στο άρθρο 193, παράγραφος 2, του StPO, το οποίο φαίνεται να επιτρέπει τη συνέχιση της διαδικασίας όταν ο ενδιαφερόμενος έχει στερηθεί του δικαιώματος ακροάσεως και δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του, ή σε περίπτωση που έχουν προκύψει νέα αποδεικτικά στοιχεία. Λόγω της έλλειψης στοιχείων στη δικογραφία, η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι δεν μπορεί να τοποθετηθεί σχετικά με το αν η δυνατότητα αυτή εμποδίζει ή όχι να θεωρηθεί η επίμαχη απόφαση «αμετάκλητη» για τους σκοπούς του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ.

62.

Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει και η Επιτροπή, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην ανωτέρω δήλωση της Αυστριακής Κυβερνήσεως, η οποία επιβεβαιώνει τον αμετάκλητο χαρακτήρα αποφάσεως που εκδίδεται βάσει του άρθρου 190, παράγραφος 2, του StPO, και να μην επιστήσω την προσοχή του αιτούντος δικαστηρίου στον μηχανισμό συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 57 της ΣΕΣΣ ( 25 ). Το ζήτημα του πώς θα χαρακτηριστεί η επίμαχη απόφαση πρέπει ωστόσο, και εν πάση περιπτώσει, να διαχωριστεί από το ζήτημα αν αυτή ελήφθη κατόπιν εξετάσεως της ουσίας της υποθέσεως. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η διαδικασία έπαυσε, κατ’ ουσίαν, λόγω έλλειψης στοιχείων που να στοιχειοθετούν αξιόποινη εγκληματική συμπεριφορά. Ελλείψει αναλυτικότερων πληροφοριών, φρονώ ότι δεν είναι δυνατόν να παράσχω περαιτέρω καθοδήγηση στο αιτούν δικαστήριο πέραν των βασικών στοιχείων της νομολογίας του Δικαστηρίου τα οποία ήδη αναφέρθηκαν ανωτέρω και τα οποία αποσαφηνίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες εισαγγελική απόφαση περί παύσεως της διαδικασίας μπορεί να ενεργοποιήσει την παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία.

V. Πρόταση

63.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Županijski sud u Puli-Pola (επαρχιακό δικαστήριο της Pula, Κροατία) ως εξής:

Το άρθρο 54 της Συμβάσεως εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα,

έχει την έννοια ότι:

για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στη διάταξη αυτή, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που καλύπτονται από προηγούμενη ποινική διαδικασία η οποία διεξήχθη σε άλλο κράτος μέλος και περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, η δε σχετική εξέταση δεν πρέπει να περιορίζεται σε πραγματικά περιστατικά μνημονευόμενα σε ορισμένα τμήματα διαδικαστικών πράξεων που εκδόθηκαν κατά την προηγούμενη αυτή ποινική διαδικασία, όπως στην κατηγορία που απαγγέλθηκε με το κατηγορητήριο ή στο διατακτικό δικαστικής αποφάσεως.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Σύμβαση της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας, σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά τους σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19).

( 3 ) Narodne novine, αριθ. 56/90, 135/97, 08/98, 113/00, 124/00, 28/01, 41/01, 55/01, 76/10, 85/10, 05/14.

( 4 ) Narodne novine, αριθ. 152/08, 76/09, 80/11, 121/11 –ενοποιημένο κείμενο, 91/12– απόφαση του Ustavni sud (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Κροατία), 143/12, 56/13, 145/13, 152/14, 70/17 και 126/19.

( 5 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουλίου 1998, Dumon και Froment (C‑235/95, EU:C:1998:365, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 6 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski (C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, στο εξής: απόφαση Kossowski).

( 7 ) Η προϋπόθεση αυτή νοείται, εν συνόψει, ως ταυτότητα των πραγματικών περιστατικών ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού τους κατά το εθνικό δίκαιο. Βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2007, Kraaijenbrink (C‑367/05, EU:C:2007:444, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 39). Στο πλαίσιο του άρθρου 50 του Χάρτη, βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, bpost (C‑117/20, EU:C:2022:202, στο εξής: απόφαση bpost, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως προς τον όρο «πραγματικά περιστατικά» (που μνημονεύεται ρητώς στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ και χρησιμοποιείται, ιδίως, στη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος στην υπό κρίση υπόθεση) και τον όρο «πράξεις», βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Nordzucker κ.λπ. (C‑151/20, EU:C:2021:681, υποσημείωση 17).

( 8 ) Η συμβατότητα της εν λόγω προϋπόθεσης με το άρθρο 50 του Χάρτη αποτέλεσε το επίμαχο ζήτημα της αποφάσεως της 27ης Μαΐου 2014, Spasic (C‑129/14 PPU, EU:C:2014:586).

( 9 ) Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι «[η] Ένωση παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα, μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της εγκληματικότητας». Η υπογράμμιση δική μου.

( 10 ) Απόφαση Kossowski (σκέψη 46).

( 11 ) Πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:501, σημεία 9, 76, 86) σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1). Η εν λόγω διάταξη προβλέπει λόγο υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εάν αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής ne bis in idem.

( 12 ) Ως στοιχείο που αφορά το εξωτερικό πλαίσιο, επισημαίνω ότι στην απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις (ΕΕ 2009, L 328, σ. 42), δεν προβλέπεται κανένας περιορισμός όσον αφορά τη μορφή με την οποία παρέχονται οι πληροφορίες. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου 2009/948, ο δηλωθείς σκοπός της εν λόγω πράξης συνίσταται στην πρόληψη της «έκδοση[ς] τελικής κρίσης σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, παραβαίνοντας την αρχή “ne bis in idem”».

( 13 ) Απόφαση Kossowski (σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης αποφάσεις της 11ης Φεβρουαρίου 2003, Gözütok και Brügge (C‑187/01 και C‑385/01, EU:C:2003:87, στο εξής: απόφαση Gözütok και Brügge, σκέψη 38), και της 10ης Μαρτίου 2005, Miraglia (C‑469/03, EU:C:2005:156, στο εξής: απόφαση Miraglia, σκέψη 32).

( 14 ) Οι εν λόγω δύο ανάγκες επισημαίνονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, ΣΕΕ, το οποίο μνημονεύεται στην υποσημείωση 10 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, απόφαση Kossowski (σκέψεις 46 και 49).

( 15 ) Όπως στην περίπτωση της αποφάσεως Kossowski, η οποία αφορούσε την έλλειψη πραγματικής έρευνας, ή της αποφάσεως Miraglia, στην οποία η διαδικασία περατώθηκε για τον λόγο και μόνον ότι εκκρεμούσε διαδικασία για τις ίδιες πράξεις σε άλλο κράτος μέλος. Βλ. απόφαση Kossowski (σκέψεις 46 και 49) και απόφαση Miraglia (σκέψη 33).

( 16 ) Απόφαση Gözütok και Brügge (σκέψη 35) και απόφαση Miraglia (σκέψη 31).

( 17 ) Πράγματι, όπως ορθώς παρατήρησε η Αυστριακή Κυβέρνηση, στην απόφαση Kossowski το Δικαστήριο έπρεπε να προσδιορίσει κατά πόσον η εισαγγελική απόφαση που εκδόθηκε κατόπιν μη λεπτομερούς εξέτασης των αποδεικτικών στοιχείων μπορούσε να θεωρηθεί «αμετάκλητη» για τους σκοπούς του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Θα εξετάσω την εν λόγω πτυχή διεξοδικότερα στην επόμενη ενότητα των παρουσών προτάσεων. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, υπογραμμίζω ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως ως την κύρια πηγή πληροφοριών που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη διαπίστωση αν η απόφαση περί παύσεως της διαδικασίας ελήφθη κατόπιν εκτιμήσεως επί της ουσίας της υποθέσεως (απόφαση Kossowski, σκέψεις 53 και 54 και διατακτικό). Η εν λόγω εκτίμηση αποτελεί, όπως θα εξηγήσω διεξοδικά στη συνέχεια, μία εκ των δύο κύριων προϋποθέσεων που επιτρέπουν να θεωρηθεί αμετάκλητη η απόφαση εισαγγελέα να παύσει τη διαδικασία.

( 18 ) Το Δικαστήριο έκρινε, σε υποθέσεις που αφορούν αποφάσεις των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι «το δεδικασμένο δεν καλύπτει μόνον το διατακτικό της [δικαστικής αποφάσεως], αλλά εκτείνεται και στο σκεπτικό αυτής που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού της με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο» (απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2022, Fabryki Mebli Forte κατά EUIPO – Bog-Fran (Έπιπλα) (T‑1/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:108, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 19 ) Απόφαση bpost (σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το Δικαστήριο αναδιατύπωσε με τον τρόπο αυτόν ελαφρώς το κριτήριο που χρησιμοποιούσε προηγουμένως αναφερόμενο σε «σύνολο περιστατικών άρρηκτα συνδεδεμένων κατά χρόνο, τόπο και αντικείμενο». Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Kraaijenbrink (C‑367/05, EU:C:2007:444, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 20 ) Απόφαση bpost (σκέψη 36), στην οποία επισημαίνεται ότι «η προϋπόθεση “idem” απαιτεί να πρόκειται για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, η αρχή ne bis in idem δεν έχει εφαρμογή όταν τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά δεν είναι τα ίδια, αλλά απλώς παρόμοια». Στο ίδιο πνεύμα, επισημάνθηκε ότι «[τ]ούτο ισχύει φυσικά με την επιφύλαξη ότι δεν αποκλείεται η μεταγενέστερη διαδικασία να αφορά μέρος μόνον των πραγματικών περιστατικών (χρονικών, ουσιαστικών) που ελήφθησαν υπόψη στην προηγούμενη. Ωστόσο, η ουσία είναι ότι στον βαθμό που οι δύο ομάδες πραγματικών περιστατικών πράγματι συμπίπτουν, πρέπει να υφίσταται ταυτότητα στο πλαίσιο της εν λόγω συμπτώσεως». Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση bpost (C‑117/20, EU:C:2021:680, σημείο 135).

( 21 ) Απόφαση Kossowski (σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ). Απόφαση του ΕΔΔΑ της 8ης Ιουλίου 2019, Mihalache κατά Ρουμανίας (CE:ECHR:2019:0708JUD005401210, § 94 και 95).

( 22 ) Βλ. απόφαση Kossowski (σκέψεις 34 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 23 ) Όπως έκρινε για πρώτη φορά το Δικαστήριο με την απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Turanský (C‑491/07, EU:C:2008:768, σκέψεις 35 και 36). Βλ., επίσης, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, M (C‑398/12, EU:C:2014:1057, στο εξής: απόφαση Μ, σκέψεις 31 και 32), και απόφαση Kossowski (σκέψη 35).

( 24 ) Κάτι που μπορεί να υλοποιηθεί ελλείψει «λεπτομερούς ανακρίσεως» όπως περιγράφεται στις περιστάσεις της υποθέσεως η οποία οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Kossowski (σκέψεις 48 έως 53). Κατά παρόμοιο τρόπο, η παρεχόμενη από την αρχή ne bis in idem προστασία δεν ενεργοποιείται αν η απόφαση περί περατώσεως της ποινικής διαδικασίας ελήφθη λόγω του γεγονότος ότι η ποινική δίωξη κινήθηκε σε άλλο κράτος μέλος. Βλ. απόφαση Miraglia (σκέψη 30 έως 33).

( 25 ) Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο κατέληξε, στην απόφαση M, στο συμπέρασμα ότι η δυνατότητα επαναλήψεως της διαδικασίας λόγω νέων αποδεικτικών στοιχείων, όπως προβλέπεται από το βελγικό δίκαιο, δεν αναιρούσε τον αμετάκλητο χαρακτήρα της δικαστικής αποφάσεως περί παύσεως της ποινικής δίωξης με την οποία το βελγικό δικαστήριο αποφάσισε να μην παραπέμψει σε δίκη το πρόσωπο κατά του οποίου είχε ασκηθεί η ποινική δίωξη. Απόφαση Μ (σκέψεις 38 έως 40). Επισημαίνω ότι και η εκκρεμής υπόθεση C‑147/22, Központi Nyomozó Főügyészség, φαίνεται να αφορά απόφαση που ελήφθη βάσει του άρθρου 190 του StPO.

Επάνω