EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62020CJ0372

Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 25ης Νοεμβρίου 2021.
QY κατά Finanzamt Österreich.
Αίτηση του Bundesfinanzgericht για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Οικογενειακές παροχές που χορηγούνται στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι παίρνουν μαζί τους μέλη της οικογένειάς τους στην τρίτη χώρα στην οποία έχουν τοποθετηθεί – Κατάργηση – Άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Νομικές πράξεις της Ένωσης – Έκταση εφαρμογής των κανονισμών – Εθνική ρύθμιση της οποίας το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής είναι ευρύτερο εκείνου ενός κανονισμού – Προϋποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ – Πεδίο εφαρμογής – Μισθωτή εργαζόμενη υπήκοος κράτους μέλους η οποία απασχολείται ως εργαζόμενη σε αναπτυξιακά προγράμματα από εργοδότη εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και στην οποία ανατίθεται αποστολή σε τρίτη χώρα – Άρθρο 68, παράγραφος 3 – Δικαίωμα του αιτούμενου οικογενειακές παροχές να υποβάλει μία μόνον αίτηση στον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους ή στον φορέα του δευτερευόντως αρμόδιου κράτους μέλους.
Υπόθεση C-372/20.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2021:962

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 25ης Νοεμβρίου 2021 ( *1 ) ( i )

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Οικογενειακές παροχές που χορηγούνται στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι παίρνουν μαζί τους μέλη της οικογένειάς τους στην τρίτη χώρα στην οποία έχουν τοποθετηθεί – Κατάργηση – Άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Νομικές πράξεις της Ένωσης – Έκταση εφαρμογής των κανονισμών – Εθνική ρύθμιση της οποίας το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής είναι ευρύτερο εκείνου ενός κανονισμού – Προϋποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ – Πεδίο εφαρμογής – Μισθωτή εργαζόμενη υπήκοος κράτους μέλους η οποία απασχολείται ως εργαζόμενη σε αναπτυξιακά προγράμματα από εργοδότη εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος και στην οποία ανατίθεται αποστολή σε τρίτη χώρα – Άρθρο 68, παράγραφος 3 – Δικαίωμα του αιτούμενου οικογενειακές παροχές να υποβάλει μία μόνον αίτηση στον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους ή στον φορέα του δευτερευόντως αρμόδιου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑372/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzgericht (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Αυγούστου 2020, στο πλαίσιο της δίκης

QY

κατά

Finanzamt Österreich, πρώην Finanzamt für den 8., 16. und 17. Bezirk in Wien,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Passer, πρόεδρο του εβδόμου τμήματος, προεδρεύοντα του ογδόου τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll και E. Samoilova, καθώς και από τον A. Posch,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann και D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, ΣΕΕ, του άρθρου 4, παράγραφος 4, και των άρθρων 45, 208 και 288 ΣΛΕΕ, του άρθρου 7, του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ, και των άρθρων 67 και 68 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), του άρθρου 11, του άρθρου 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), καθώς και του άρθρου 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, QY, και του Finanzamt Österreich (φορολογικής αρχής της Αυστρίας), πρώην Finanzamt für den 8., 16. und 17. Bezirk in Wien (φορολογική αρχή του 8ου, 16ου και 17ου διαμερίσματος της Βιέννης, Αυστρία) (στο εξής: φορολογική αρχή), όσον αφορά την άρνηση της φορολογικής αρχής να της χορηγήσει οικογενειακά επιδόματα.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο κανονισμός 883/2004

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 12 και 16 του κανονισμού 883/2004 έχουν ως εξής:

«(12)

Υπό το πρίσμα της αναλογικότητας, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε η αρχή της εξομοίωσης γεγονότων ή καταστάσεων να μην οδηγήσει σε αντικειμενικώς αδικαιολόγητα αποτελέσματα ή στη συρροή παροχών του ιδίου είδους για την ίδια περίοδο.

[…]

(16)

Στο εσωτερικό της Κοινότητας, δεν αιτιολογείται, κατ’ αρχήν, να εξαρτώνται τα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλειας από τον τόπο κατοικίας του ενδιαφερομένου· ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως όσον αφορά τις ειδικές παροχές που συνδέονται με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον του ενδιαφερομένου, ο τόπος κατοικίας θα μπορούσε να λαμβάνεται υπόψη.»

4

Κατά το άρθρο 1, στοιχείο κστʹ, του ως άνω κανονισμού, νοούνται ως:

«“[Ο]ικογενειακή παροχή”: όλες οι παροχές σε είδος ή σε χρήμα που προορίζονται να αντισταθμίσουν τα οικογενειακά βάρη, εξαιρουμένων των προκαταβολών παροχών διατροφής και των ειδικών επιδομάτων τοκετού και υιοθεσίας που αναφέρονται στο παράρτημα Ι.»

5

Το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο τιτλοφορείται «Προσωπικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους, τους ανιθαγενείς και τους πρόσφυγες που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσότερων κρατών μελών καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες τους.»

6

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

[…]

ι) οικογενειακές παροχές.»

7

Το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ίση μεταχείριση», προβλέπει τα εξής:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός αυτός απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων και υπόκεινται στις ίδιες υποχρεώσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του.»

8

Το άρθρο 5 του ως άνω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξομοίωση παροχών, εισοδημάτων, γεγονότων ή καταστάσεων», έχει ως εξής:

«Εκτός αν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός και υπό το πρίσμα των ειδικών διατάξεων εφαρμογής που θεσπίζονται, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

εάν, σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους, η λήψη παροχών κοινωνικής ασφάλειας και άλλων εισοδημάτων παράγει ορισμένα έννομα αποτελέσματα, εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας και στη λήψη ισοδύναμων παροχών οι οποίες αποκτήθηκαν δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους ή σε εισοδήματα τα οποία έχουν αποκτηθεί σε άλλο κράτος μέλος·

β)

εάν, δυνάμει της νομοθεσίας του αρμόδιου κράτους μέλους, αναγνωρίζονται έννομα αποτελέσματα σε συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις, αυτό το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη παρόμοια γεγονότα ή καταστάσεις που έχουν λάβει χώρα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ως εάν είχαν λάβει χώρα στο έδαφός του.»

9

Το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Εκτός εάν προβλέπει άλλως ο παρών κανονισμός, οι παροχές σε χρήμα οι οποίες οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν υπόκεινται σε μείωση, τροποποίηση, αναστολή, κατάργηση ή κατάσχεση λόγω του γεγονότος ότι ο δικαιούχος ή τα μέλη της οικογένειάς του κατοικούν σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο ευρίσκεται ο φορέας που είναι υπεύθυνος για την καταβολή παροχών.»

10

Κατά το άρθρο 11 του ίδιου κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Γενικοί κανόνες»:

«1.   Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

[…]

3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)

το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

β)

ο δημόσιος υπάλληλος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει η υπηρεσία που τον απασχολεί·

γ)

το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει παροχές ανεργίας σύμφωνα με το άρθρο 65, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

δ)

το πρόσωπο που καλείται ή καλείται εκ νέου να εκτελέσει στρατιωτική θητεία ή πολιτική υπηρεσία σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

ε)

οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) έως δ), υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.

[…]»

11

Τα άρθρα 12 έως 16 του κανονισμού 883/2004 προβλέπουν ειδικούς κανόνες που ισχύουν για τους αποσπασμένους (άρθρο 12), για τα πρόσωπα που ασκούν δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη (άρθρο 13), για τα πρόσωπα που έχουν επιλέξει προαιρετική υπαγωγή ή προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης (άρθρο 14), για τους συμβασιούχους υπαλλήλους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων (άρθρο 15), καθώς και εξαιρέσεις από τα άρθρα 11 έως 15 του εν λόγω κανονισμού (άρθρο 16).

12

Τα άρθρα 67 και 68 του εν λόγω κανονισμού περιλαμβάνονται στο επιγραφόμενο «Οικογενειακές παροχές» κεφάλαιο 8 του τίτλου III του ίδιου κανονισμού. Υπό τον τίτλο «Μέλη οικογένειας που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος», το άρθρο 67 ορίζει τα εξής:

«Ένα πρόσωπο δικαιούται οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του αρμόδιου κράτους μέλους και για τα μέλη της οικογενείας του που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, ως εάν κατοικούσαν στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους. Ωστόσο, οι συνταξιούχοι δικαιούνται τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της σύνταξής τους.»

13

Το άρθρο 68 του κανονισμού 883/2004, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κανόνες προτεραιότητας στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων», έχει ως εξής:

«1.   Εάν, κατά την ίδια περίοδο και για τα ίδια μέλη οικογενείας, προβλέπονται παροχές δυνάμει των νομοθεσιών περισσοτέρων του ενός κρατών μελών, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες προτεραιότητας:

α)

στην περίπτωση παροχών που οφείλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη για διαφορετικούς λόγους, η σειρά προτεραιότητας είναι η ακόλουθη: προηγούνται τα δικαιώματα που αποκτώνται λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας, έπονται τα δικαιώματα που αποκτώνται λόγω οφειλόμενης σύνταξης και τελευταία εφαρμόζονται τα δικαιώματα που αποκτώνται λόγω κατοικίας·

β)

στην περίπτωση παροχών που οφείλονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη για τον ίδιο λόγο, η σειρά προτεραιότητας καθορίζεται βάσει των ακόλουθων επικουρικών κριτηρίων:

i)

εάν πρόκειται για δικαιώματα που αποκτώνται λόγω της άσκησης μισθωτής ή μη μισθωτής δραστηριότητας: ο τόπος κατοικίας των τέκνων, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει εκεί τέτοια δραστηριότητα, και επικουρικά, εφόσον απαιτείται, οι υψηλότερες παροχές που προβλέπονται από τις συγκρουόμενες νομοθεσίες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το βάρος των παροχών κατανέμεται σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται στον κανονισμό εφαρμογής·

ii)

εάν πρόκειται για δικαιώματα που αποκτώνται λόγω οφειλόμενων συντάξεων: ο τόπος κατοικίας των τέκνων, υπό την προϋπόθεση ότι οφείλεται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του, και επικουρικά, εφόσον απαιτείται, η μεγαλύτερη διάρκεια ασφάλισης ή κατοικίας δυνάμει των συγκρουομένων νομοθεσιών·

iii)

εάν πρόκειται για δικαιώματα που αποκτώνται λόγω κατοικίας: ο τόπος κατοικίας των τέκνων.

2.   Στην περίπτωση σώρευσης δικαιωμάτων, οι οικογενειακές παροχές χορηγούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία που θεωρείται ότι έχει προτεραιότητα σύμφωνα με την παράγραφο 1. Τα δικαιώματα στις οικογενειακές παροχές που οφείλονται δυνάμει της ή των συγκρουομένων νομοθεσιών, αναστέλλονται έως το ύψος του ποσού που προβλέπεται από την πρώτη νομοθεσία και παρέχονται, εφόσον απαιτείται, υπό μορφή διαφορικού συμπληρώματος, για το τμήμα που υπερβαίνει το προαναφερόμενο ποσό. Ωστόσο, δεν χρειάζεται η πρόβλεψη του διαφορικού αυτού συμπληρώματος για τέκνα τα οποία κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όταν το δικαίωμα στην εν λόγω παροχή βασίζεται αποκλειστικά στην κατοικία.

3.   Εάν, δυνάμει του άρθρου 67, υποβάλλεται αίτηση οικογενειακών παροχών στον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους του οποίου εφαρμόζεται η νομοθεσία, αλλά χωρίς δικαίωμα προτεραιότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου:

α)

ο εν λόγω φορέας διαβιβάζει την αίτηση αμελλητί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα· ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο και, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού εφαρμογής όσον αφορά την προσωρινή χορήγηση των παροχών, παρέχει, εφόσον απαιτείται, το διαφορικό συμπλήρωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2·

β)

ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα, διεκπεραιώνει την αίτηση ως εάν είχε υποβληθεί απευθείας στον ίδιο και η ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον πρώτο φορέα θεωρείται ως ημερομηνία υποβολής της στο φορέα που έχει προτεραιότητα.»

Ο κανονισμός 987/2009

14

Το άρθρο 11 του κανονισμού 987/2009 ορίζει τα εξής:

«1.   Σε περίπτωση διάστασης απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών σχετικά με τον προσδιορισμό της κατοικίας ενός προσώπου για το οποίο εφαρμόζεται ο [κανονισμός 883/2004], οι φορείς αυτοί προσδιορίζουν με κοινή συμφωνία το κέντρο των συμφερόντων του εν λόγω προσώπου, βάσει συνολικής αξιολόγησης όλων των διαθέσιμων πληροφοριών που αφορούν συναφή στοιχεία, στα οποία μπορούν να περιλαμβάνονται ανάλογα με την περίπτωση:

α)

η διάρκεια καθώς και η συνεχής παρουσία στην επικράτεια των σχετικών κρατών μελών·

β)

η κατάσταση ενός προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται:

i)

η φύση και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ασκούμενης δραστηριότητας, και ιδίως ο τόπος όπου ασκείται συνήθως η δραστηριότητα, η σταθερότητα της δραστηριότητας, και η διάρκεια της τυχόν σύμβασης εργασίας,

ii)

η οικογενειακή κατάσταση και οι οικογενειακοί δεσμοί του,

iii)

η άσκηση τυχόν μη αμειβομένων δραστηριοτήτων,

iv)

στην περίπτωση σπουδαστών, η πηγή των εισοδημάτων τους,

v)

οι συνθήκες στέγασης του, και ειδικότερα ο βαθμός μονιμότητάς τους,

vi)

το κράτος μέλος όπου θεωρείται ότι βρίσκεται η φορολογική κατοικία του προσώπου.

2.   Εάν η εφαρμογή των διαφόρων κριτηρίων βάσει συναφών στοιχείων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπει στους σχετικούς φορείς να καταλήξουν σε συμφωνία, η βούληση του προσώπου, όπως προκύπτει από αυτά τα στοιχεία και τις περιστάσεις, και ιδίως οι λόγοι που το οδήγησαν στην απόφαση να μετακινηθεί, θεωρούνται καθοριστικά για τον προσδιορισμό του πραγματικού κράτους μέλους κατοικίας του.»

15

Το άρθρο 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 987/2009 προβλέπει τα εξής:

«2.   Ο φορέας στον οποίο υποβάλλεται αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 εξετάζει την αίτηση με βάση τις λεπτομερείς πληροφορίες που υπέβαλε ο αιτών, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των νομικών και πραγματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της οικογένειας του αιτούντος.

Εάν ο φορέας συναγάγει ότι εφαρμόζεται η νομοθεσία του κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], χορηγεί τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει.

Εάν ο φορέας αυτός κρίνει ότι ενδέχεται να υπάρχει δυνατότητα δικαιώματος σε διαφορικό συμπλήρωμα δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2 του [κανονισμού 883/2004], ο ίδιος φορέας διαβιβάζει αμελλητί την αίτηση στον αρμόδιο φορέα του άλλου κράτους μέλους και ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο· ενημερώνει επίσης το φορέα του άλλου κράτους μέλους σχετικά με την απόφασή του όσον αφορά την αίτηση και το ύψος των καταβαλλόμενων οικογενειακών παροχών.

3.   Όταν ο φορέας προς τον οποίο υπεβλήθη η αίτηση συναγάγει ότι εφαρμόζεται η δική του νομοθεσία, αλλά όχι κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφοι 1 και 2 του [κανονισμού 883/2004], λαμβάνει αμελλητί προσωρινή απόφαση σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας και διαβιβάζει την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 3 του [κανονισμού 883/2004], στο φορέα του άλλου κράτους μέλους, ενώ παράλληλα ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Ο εν λόγω φορέας διαθέτει δύο μήνες για να λάβει θέση σχετικά με τη ληφθείσα προσωρινή απόφαση.

Εάν ο φορέας προς τον οποίον έχει διαβιβασθεί η αίτηση δεν λάβει θέση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, εφαρμόζεται η προαναφερόμενη προσωρινή απόφαση και ο φορέας καταβάλλει τις παροχές που προβλέπονται στη νομοθεσία του και ενημερώνει το φορέα προς τον οποίο υποβλήθηκε η αίτηση σχετικά με το ύψος των καταβαλλόμενων παροχών.»

Ο κανονισμός 492/2011

16

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 492/2011 ορίζει τα εξής:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

To αυστριακό δίκαιο

17

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του Allgemeines Sozialversicherungsgesetz (γενικού νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων), της 9ης Σεπτεμβρίου 1955 (BGBl. 189/1955), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«Σύμφωνα με τον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο, στην ασφάλιση ασθένειας, στην ασφάλιση ατυχήματος και στην ασφάλιση συνταξιοδότησης υπάγονται (πλήρως), εφόσον η συγκεκριμένη απασχόληση δεν αποκλείεται από την πλήρη ασφάλιση σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 6 ούτε παρέχει δικαίωμα σε μερική μόνο ασφάλιση σύμφωνα με το άρθρο 7, οι ακόλουθοι:

[…]

(9) το προσωπικό σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας του άρθρου 2 του [Bundesgesetz über den Personaleinsatz im Rahmen der Zusammenarbeit mit Entwicklungsländern (Entwicklungshelfergesetz)] [(νόμου περί τοποθέτησης προσωπικού στο πλαίσιο της αναπτυξιακής συνεργασίας (νόμος περί των εθελοντικώς εργαζομένων στο πλαίσιο προγραμμάτων αναπτυξιακής βοήθειας)], της 10ης Νοεμβρίου 1983 (BGBl. 574/1983)].»

18

Κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του νόμου περί του καθεστώτος των εργαζομένων σε αναπτυξιακά προγράμματα, ο οποίος ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 και καταργήθηκε στη συνέχεια:

«Τα μέλη του προσωπικού και τα μέλη της οικογένειάς τους που συμβιώνουν μαζί τους, εφόσον είναι Αυστριακοί πολίτες ή εξομοιώνονται προς αυτούς βάσει του δικαίου της Ένωσης, αντιμετωπίζονται, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια της αποστολής όσον αφορά το δικαίωμα σε παροχές από το ταμείο αντιστάθμισης οικογενειακών επιδομάτων και στην έκπτωση φόρου για εξαρτώμενα τέκνα βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 3, του [Einkommensteuergesetz 1988 (νόμου του 1988 περί φορολογίας εισοδήματος)] σε κάθε ισχύουσα εκδοχή του, ως εάν δεν ήταν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας της αποστολής.»

19

Το άρθρο 26, παράγραφοι 1 και 2, του Bundesabgabenordnung (ομοσπονδιακού φορολογικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: BAO), προβλέπει τα εξής:

«1.   Κατά την έννοια των φορολογικών διατάξεων, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι κατοικεί εκεί όπου διατηρεί κατοικία υπό συνθήκες που υποδηλώνουν ότι θα διατηρήσει και θα χρησιμοποιήσει την κατοικία αυτή.

2.   Κατά την έννοια των φορολογικών διατάξεων, ένα πρόσωπο θεωρείται ότι έχει τη συνήθη κατοικία του εκεί όπου κατοικεί υπό συνθήκες που υποδηλώνουν ότι δεν διαμένει απλώς προσωρινά στον εν λόγω τόπο ή στην εν λόγω χώρα.

3.   Οι Αυστριακοί πολίτες που απασχολούνται σε οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπηρετούν στην αλλοδαπή (εξωτερικό προσωπικό) εξομοιώνονται με πρόσωπα που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στις εγκαταστάσεις της διοίκησης της υπηρεσίας. Το ίδιο ισχύει για τους συζύγους τους εφόσον το ζεύγος συμβιώνει μόνιμα, καθώς και για τα ανήλικα τέκνα τους που ζουν υπό την ίδια στέγη.»

20

Κατά το άρθρο 1 του Bundesgesetz betreffend den Familienlastenausgleich durch Beihilfen (νόμου περί της αντιστάθμισης των οικογενειακών βαρών με επιδόματα), της 24ης Οκτωβρίου 1967 (BGBl. 376/1967), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: FLAG), οι προβλεπόμενες παροχές «χορηγούνται για την αντιστάθμιση των βαρών προς το συμφέρον της οικογένειας».

21

Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του FLAG, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους ή τη συνήθη διαμονή τους στο αυστριακό έδαφος δικαιούνται οικογενειακά επιδόματα για τα ανήλικα τέκνα.

22

Το άρθρο 2, παράγραφος 8, του FLAG προβλέπει ότι τα πρόσωπα δικαιούνται οικογενειακά επιδόματα μόνο εάν το κέντρο των συμφερόντων τους βρίσκεται στην Αυστρία. Το κέντρο των συμφερόντων ενός προσώπου βρίσκεται στο κράτος με το οποίο έχει τους στενότερους προσωπικούς και επαγγελματικούς δεσμούς.

23

Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, του FLAG, δεν θεμελιώνεται δικαίωμα για οικογενειακά επιδόματα για τα τέκνα που διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό.

24

Το άρθρο 8 του FLAG ρυθμίζει τα ποσά των οικογενειακών επιδομάτων και καθορίζει, στις παραγράφους του 1 έως 3, κλίμακα ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων και κλίμακα ανάλογα με την ηλικία τους. Τα οικογενειακά επιδόματα αυξάνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα βάσει αποφάσεως του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αυστρία).

25

Το άρθρο 53 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«(1)   Στο πλαίσιο του παρόντος ομοσπονδιακού νόμου, οι υπήκοοι των συμβαλλομένων μερών της [Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)] εξομοιώνονται, στο μέτρο που τούτο προκύπτει από την προαναφερθείσα συμφωνία, με τους Αυστριακούς υπηκόους. Στο πλαίσιο αυτό, η μόνιμη διαμονή ενός τέκνου σε κράτος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου λογίζεται ισοδύναμη, σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, με μόνιμη διαμονή τέκνου στην Αυστρία.

[…]

(4)   Η παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, δεν εφαρμόζεται όσον αφορά το άρθρο 8a, παράγραφοι 1 έως 3.

(5)   Το άρθρο 26, παράγραφος 3, του ΒΑΟ […] εφαρμόζεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2018 όσον αφορά τις παροχές που προβλέπονται στον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο. Από 1ης Ιανουαρίου 2019, το άρθρο 26, παράγραφος 3, του ΒΑΟ εφαρμόζεται στις παροχές που προβλέπονται στον παρόντα ομοσπονδιακό νόμο μόνο για τα πρόσωπα που υπηρετούν στην αλλοδαπή τα οποία ασκούν δραστηριότητα για λογαριασμό περιφερειακής αρχής.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

26

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και τα τρία τέκνα της, όλοι Γερμανοί υπήκοοι, έχουν δηλώσει ότι κατοικούν στη Γερμανία. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, πατέρας των τριών τέκνων, είναι υπήκοος Βραζιλίας και ουδέποτε είχε δηλώσει κατοικία στη Γερμανία.

27

Από το 2002 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης απασχολείται ως εργαζόμενη σε αναπτυξιακά προγράμματα. Το διάστημα μεταξύ 2013 και 2016 η οικογένεια διέμεινε διαδοχικά στη Γερμανία και στη Βραζιλία, όπου ο σύζυγος της προσφεύγουσας της κύριας δίκης έχει στην κυριότητά του ακίνητα και εργαζόταν ως γεωργός.

28

Στις 6 Σεπτεμβρίου 2016 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης συνήψε σύμβαση εργασίας με αυστριακή μη κυβερνητική οργάνωση. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής, ο τόπος υπηρεσίας της προσφεύγουσας της κύριας δίκης βρισκόταν στη Βιέννη (Αυστρία) και τα μέλη της οικογένειάς της καθώς και η ίδια υπάγονταν, όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, στο Wiener Gebietskrankenkasse (τοπικό ταμείο ασφάλισης ασθενείας της Βιέννης, Αυστρία). Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, αφού παρακολούθησε μαθήματα προετοιμασίας στη Βιέννη το διάστημα από τις 6 Σεπτεμβρίου 2016 έως τις 21 Οκτωβρίου 2016, άρχισε την εργασία της σε αποστολή στην Ουγκάντα στις 31 Οκτωβρίου 2016. Η αποστολή αυτή, κατά τη διάρκεια της οποίας η οικογένειά της τη συνόδευε, διήρκεσε έως τις 15 Αυγούστου 2019 και διακόπηκε μόνο το διάστημα μεταξύ 17 Οκτωβρίου 2017 και 7 Φεβρουαρίου 2018, λόγω της γέννησης του τρίτου τέκνου της προσφεύγουσας της κύριας δίκης. Κατά τη διάρκεια της διακοπής αυτής, η προσφεύγουσα διέμεινε σε δωμάτια που τέθηκαν στη διάθεσή της στην κατοικία των γονέων της στη Γερμανία και εισέπραξε επίδομα λοχείας το οποίο της κατέβαλε το τοπικό ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας της Βιέννης. Από τις 15 Αυγούστου έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2019, δηλαδή τον τελευταίο μήνα πριν από τη λήξη της σύμβασης εργασίας της, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε στη διάθεσή της μια περίοδο επανένταξης στη Βιέννη. Κατά την περίοδο αυτή, όπως και κατά τα μαθήματα προετοιμασίας της, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης διέθετε κατοικία στη Βιέννη την οποία της παραχώρησε ο εργοδότης της υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υπό την έννοια ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης και η οικογένειά της μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν μόνο κατά τη διάρκεια της κατάρτισης και της περιόδου επανένταξης. Κατά τη διάρκεια των αποστολών της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στην αλλοδαπή, η επίμαχη κατοικία ήταν στη διάθεση άλλων εργαζομένων σε αναπτυξιακά προγράμματα. Κατά τις περιόδους αυτές, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης καθώς και τα τέκνα της και ο σύζυγός της είχαν ως κύρια κατοικία τους την Αυστρία.

29

Όταν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ασκούσε τα καθήκοντά της ως εργαζόμενη σε αναπτυξιακά προγράμματα, ο σύζυγός της, ο οποίος τη συνόδευε στις αποστολές της στην αλλοδαπή, ήταν υπεύθυνος για τις οικιακές εργασίες. Κατά το διάστημα που η προσφεύγουσα της κύριας δίκης ήταν σε αποστολή, περνούσε τις διακοπές της στη Γερμανία, όπου διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς.

30

Μέχρι τον Σεπτέμβριο 2016, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης λάμβανε οικογενειακό επίδομα καταβαλλόμενο από την αρμόδια γερμανική αρχή για τα δύο πρώτα τέκνα της. Με την από 26 Σεπτεμβρίου 2016 απόφαση της αρχής αυτής, το εν λόγω επίδομα ακυρώθηκε, με την αιτιολογία ότι αρμόδια για τις οικογενειακές παροχές ήταν η Δημοκρατία της Αυστρίας, λαμβανομένου υπόψη του ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εργαζόταν πλέον στην Αυστρία και ο σύζυγός της δεν ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα στη Γερμανία.

31

Στις 5 Οκτωβρίου 2016 η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε στη φορολογική αρχή αίτηση χορήγησης οικογενειακού επιδόματος για τα δύο πρώτα τέκνα της και στις 8 Ιανουαρίου 2018 μια ίδια αίτηση για το τρίτο τέκνο της. Υποστήριξε ότι η οικογένειά της δεν είχε κοινή κατοικία στη Γερμανία ή στη Βραζιλία, δεδομένου ότι όλα τα μέλη της οικογένειας τη συνόδευαν συνήθως στους τόπους υπηρεσίας της, κατά τις αποστολές της στην αλλοδαπή. Όταν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε τις αιτήσεις αυτές, ο τόπος υπηρεσίας της ήταν η Ουγκάντα.

32

Η φορολογική αρχή απέρριψε τις αιτήσεις της προσφεύγουσας της κύριας δίκης με την αιτιολογία ότι δεν δικαιούνταν αυστριακές οικογενειακές παροχές, δεδομένου ότι η δραστηριότητά της ως εργαζόμενης σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας ασκούνταν σε τρίτη χώρα. Κατά συνέπεια, δεν ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα στην Αυστρία, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, και, επομένως, δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού. Επιπλέον, το διαμέρισμα της προσφεύγουσας της κύριας δίκης στη Βιέννη δεν αποτελούσε «κατοικία» ούτε άλλωστε επέτρεπε τη «διαμονή», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχεία ιʹ και ιαʹ, του εν λόγω κανονισμού, οπότε η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν ήταν το κράτος μέλος διαμονής, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του ίδιου κανονισμού. Εξάλλου, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν είχε δικαίωμα σε οικογενειακές παροχές ούτε βάσει των εθνικών διατάξεων.

33

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής υποστηρίζοντας ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας είναι το κράτος μέλος στο οποίο ασκούσε μισθωτή δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας της, η Βιέννη ήταν ο τόπος υπηρεσίας της. Επιπλέον, της δόθηκαν οδηγίες κατά την αναχώρησή της από τη Βιέννη και τα μαθήματα προετοιμασίας και ο μήνας επανένταξης πραγματοποιήθηκαν επίσης στην πόλη αυτή. Εξάλλου, είχε δηλώσει ως κατοικία της τη Βιέννη και το κέντρο των συμφερόντων της βρισκόταν εκεί.

34

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Bundesfinanzgericht (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Αυστρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004 την έννοια ότι εμπίπτει σε αυτό η κατάσταση εργαζομένης έχουσας την ιθαγένεια κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν επίσης η ίδια και τα τέκνα της, η οποία συνάπτει με εργοδότη που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος σχέση εργασίας ως εθελοντικώς εργαζομένη στο πλαίσιο προγραμμάτων αναπτυξιακής βοήθειας διεπόμενης από το υποχρεωτικό σύστημα ασφάλισης σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας κατοικίας και η οποία αποστέλλεται από τον εργοδότη σε τρίτη χώρα, και μάλιστα όχι αμέσως μετά την πρόσληψη, αλλά μετά την ολοκλήρωση περιόδου προετοιμασίας, επιστρέφει δε μετά στο κράτος της έδρας για περιόδους επανένταξης;

2)

Αντιβαίνει προς την απαγόρευση μεταφοράς των κανονισμών στην εσωτερική έννομη τάξη, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, νομοθετική διάταξη κράτους μέλους, όπως αυτή του άρθρου 53, παράγραφος 1, του [FLAG], η οποία, μεταξύ άλλων, συνιστά αυτοτελή διάταξη επιτάσσουσα την ισότητα με τους ημεδαπούς;

Το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα αφορούν την περίπτωση κατά την οποία η κατάσταση της προσφεύγουσας εμπίπτει στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004 και το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώνει μόνο το κράτος μέλος κατοικίας να χορηγεί οικογενειακές παροχές.

3)

Έχει η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας σε βάρος των εργαζομένων βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, επικουρικά του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 13, παράγραφος 1, του [νόμου περί των εργαζομένων σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας], όπως ίσχυε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 […], η οποία εξαρτά το δικαίωμα για οικογενειακές παροχές στο κράτος μέλος που δεν είναι αρμόδιο βάσει του δικαίου της Ένωσης από την προϋπόθεση να είχε ήδη ο εργαζόμενος σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας πριν αρχίσει την εργασία του αυτή το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων ή τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του κράτους μέλους της έδρας του εργοδότη, οπότε η προϋπόθεση αυτή θα πρέπει να πληρούται και από τους ημεδαπούς;

4)

Έχουν το άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού [987/2009] την έννοια ότι ο φορέας του κράτους μέλους το οποίο η προσφεύγουσα υπέθεσε ότι ήταν κατά προτεραιότητα το αρμόδιο κράτος απασχόλησης και στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση για οικογενειακές παροχές, του οποίου ωστόσο η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται ούτε κατά προτεραιότητα ούτε χωρίς δικαίωμα προτεραιότητας (δευτερευόντως), και στο οποίο όμως υφίσταται δικαίωμα για οικογενειακές παροχές σύμφωνα με εναλλακτικό κανόνα δικαίου του κράτους μέλους, πρέπει να εφαρμόσει κατ’ αναλογία τις διατάξεις σχετικά με την υποχρέωση περαιτέρω διαβίβασης της αίτησης, προς ενημέρωση, για την έκδοση προσωρινής απόφασης σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας και για την προσωρινή χορήγηση παροχής σε χρήμα;

5)

Ισχύει η υποχρέωση έκδοσης προσωρινής απόφασης σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας αποκλειστικά για τη[φορολογική αρχή], ως αρμόδιο φορέα, ή και για το διοικητικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει ασκηθεί προσφυγή;

6)

Σε ποιο χρονικό σημείο το διοικητικό δικαστήριο υποχρεούται να εκδώσει προσωρινή απόφαση σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας;

Το έβδομο ερώτημα αφορά την περίπτωση κατά την οποία η κατάσταση της προσφεύγουσας εμπίπτει στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και το δίκαιο της Ένωσης υποχρεώνει από κοινού το κράτος απασχόλησης και το κράτος μέλος κατοικίας να χορηγούν οικογενειακές παροχές.

7)

Έχουν η διατύπωση “ο εν λόγω φορέας διαβιβάζει την αίτηση” στο άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και η διατύπωση “διαβιβάζει […] την αίτηση” στο άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009 την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές συνδέουν τον φορέα τού κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους με τον φορέα τού δευτερευόντως αρμόδιου κράτους μέλους με τέτοιο τρόπο ώστε και τα δύο κράτη μέλη να πρέπει να διεκπεραιώσουν από κοινού μία (μοναδική) αίτηση για οικογενειακές παροχές ή πρέπει ο αιτών να υποβάλει χωριστή αίτηση για ενδεχομένως προβλεπόμενη συμπληρωματική πληρωμή (“διαφορικό συμπλήρωμα”) εκ μέρους του φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται δευτερευόντως, έτσι ώστε ο αιτών να πρέπει να υποβάλει δύο αιτήσεις (με σχετικά έντυπα) σε δύο φορείς δύο κρατών μελών, από την κατάθεση των οποίων κατά φυσική αναγκαιότητα θα τρέχουν διαφορετικές προθεσμίες;

Το όγδοο και το ένατο ερώτημα αφορούν την περίοδο μετά την 1η Ιανουαρίου 2019, οπότε η Αυστρία, παράλληλα με την καθιέρωση τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των οικογενειακών επιδομάτων, κατάργησε τη χορήγηση οικογενειακών επιδομάτων στους εργαζόμενους σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας, καταργώντας το πρώην άρθρο 13, παράγραφος 1, του [νόμου περί των εργαζομένων σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας][…].

8)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 4, το άρθρο 45, το άρθρο 208 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και τα άρθρα 2, 3, 7 και ο τίτλος II του κανονισμού 883/2004 την έννοια ότι απαγορεύουν γενικά σε ένα κράτος μέλος την καταβολή οικογενειακών παροχών σε εργαζόμενο σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας που παίρνει μαζί του τα μέλη της οικογένειάς του στον τόπο αποστολής σε τρίτη χώρα;

Ένατο εναλλακτικό ερώτημα:

9)

Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 4, το άρθρο 45, το άρθρο 208 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και τα άρθρα 2, 3, 7 και ο τίτλος II του κανονισμού 883/2004 την έννοια ότι εγγυώνται σε εργαζόμενο σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας ο οποίος έχει ήδη αποκτήσει δικαίωμα οικογενειακών παροχών για προηγούμενες περιόδους, σε κατάσταση όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης, εξατομικευμένη διατήρηση του δικαιώματος αυτού για κάποιον χρόνο, παρά το ότι το κράτος μέλος αυτό έχει καταργήσει τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

35

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι μισθωτή εργαζόμενη, υπήκοος κράτους μέλους στο οποίο η ίδια και τα τέκνα της έχουν την κατοικία τους, η οποία έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενη σε προγράμματα αναπτυξιακής βοήθειας από εργοδότη που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος και η οποία υπάγεται, δυνάμει της νομοθεσίας του άλλου κράτους μέλους, στο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και δεν τοποθετείται σε τρίτη χώρα αμέσως μετά την πρόσληψή της, αλλά μετά την ολοκλήρωση μιας περιόδου κατάρτισης στο άλλο κράτος μέλος και στη συνέχεια επιστρέφει εκεί για περίοδο επανένταξης, πρέπει να θεωρείται ότι ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης ή αν, σε αντίθετη περίπτωση, η κατάσταση της εργαζόμενης αυτής εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3 στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού.

36

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός και μόνον ότι οι δραστηριότητες ενός εργαζομένου ασκούνται εκτός του εδάφους της Ένωσης δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, και ειδικότερα του κανονισμού 883/2004, εφόσον η εργασιακή σχέση διατηρεί αρκούντως στενό σύνδεσμο με το έδαφος αυτό (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst,C‑631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Ένας αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ της επίμαχης σχέσης εργασίας και του εδάφους της Ένωσης απορρέει, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι ένας υπήκοος της Ένωσης, κάτοικος κράτους μέλους, προσελήφθη από επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος για λογαριασμό της οποίας ασκεί τις δραστηριότητές του (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst,C‑631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Εν προκειμένω, και λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι υφίσταται αρκούντως στενός σύνδεσμος μεταξύ της επίμαχης στην κύρια δίκη σχέσης εργασίας και του εδάφους της Ένωσης, και ειδικότερα του αυστριακού εδάφους. Συγκεκριμένα, ο εργοδότης της προσφεύγουσας της κύριας δίκης είναι εγκατεστημένος στην Αυστρία και η προσφεύγουσα της κύριας δίκης πραγματοποίησε περίοδο κατάρτισης στο κράτος μέλος αυτό πριν από την αποστολή της στην Ουγκάντα καθώς και περίοδο επανένταξης μετά την εν λόγω αποστολή. Επιπλέον, η σύμβαση εργασίας συνήφθη σύμφωνα με το αυστριακό δίκαιο, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπάγεται στο αυστριακό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και αναλαμβάνει τις αποστολές της στο πλαίσιο της αναπτυξιακής βοήθειας που παρέχει η Δημοκρατία της Αυστρίας. Τα στοιχεία αυτά είναι επίσης κρίσιμα για την εφαρμογή της αρχής της υπαγωγής στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 11 του κανονισμού 883/2004.

39

Όσον αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα αν πρόσωπο, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρηθεί ότι άσκησε τη μισθωτή δραστηριότητά του «σε κράτος μέλος», εν προκειμένω στη Δημοκρατία της Αυστρίας, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, ή αν εμπίπτει στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού, υπενθυμίζεται ότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει τον χαρακτήρα επικουρικού κανόνα, εφαρμοζόμενου σε όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά από άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst,C‑631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 31).

40

Υπό το πρίσμα της ως άνω επικουρικότητας, πρέπει να εξεταστεί αν η περίπτωση του στοιχείου αʹ του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 αντιστοιχεί, μεταξύ άλλων, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, λαμβανομένου υπόψη, εκ προοιμίου, ότι οι περιπτώσεις των στοιχείων βʹ έως δʹ της εν λόγω παραγράφου 3 δεν έχουν καμία σχέση με μια τέτοια κατάσταση.

41

Συναφώς, εν προκειμένω, μολονότι εκ πρώτης όψεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν άσκησε τη δραστηριότητά της «σε κράτος μέλος», δεδομένου ότι ήταν σε αποστολή στην Ουγκάντα, εντούτοις από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι πριν από την αναχώρησή της και μετά την αναχώρησή της η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εργάστηκε στο αυστριακό έδαφος, όπου είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης της, και ότι διέθετε εκεί ακόμη και υπηρεσιακή κατοικία. Επιπλέον, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, τα τέκνα της και ο σύζυγός της είχαν την κύρια κατοικία τους στην Αυστρία κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας και καλύπτονταν εκεί από το τοπικό ταμείο ασθένειας της Βιέννης.

42

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε, όπως υποστήριξε η φορολογική αρχή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, την κατοικία της στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, μια τέτοια κατάσταση παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, Aldewereld (C‑60/93, EU:C:1994:271), η οποία αφορούσε την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), ο οποίος καταργήθηκε από τον κανονισμό 883/2004. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε τον υπάλληλο επιχείρησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος εκτός από εκείνο στο οποίο είχε την κατοικία του ο εν λόγω υπάλληλος, ο οποίος ασκούσε τις δραστηριότητές του εκτός του εδάφους της Ένωσης. Στη σκέψη 24 της απόφασης εκείνης, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η «νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας του εργαζομένου δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, διότι η νομοθεσία αυτή δεν παρουσιάζει κανένα σύνδεσμο με την εργασιακή σχέση, εν αντιθέσει προς τη νομοθεσία του κράτους όπου είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης, η οποία πρέπει, επομένως, να εφαρμόζεται».

43

Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι, στην πράξη, η εργασία για την οποία προσελήφθη η προσφεύγουσα της κύριας δίκης από τον Αυστριακό εργοδότη της παρεχόταν εκτός του εδάφους της Ένωσης και παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διατήρησε δεσμούς στη χώρα καταγωγής της, δηλαδή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθόσον διέθετε εκεί κατοικία που της παραχώρησαν οι γονείς της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι ορίζει τη νομοθεσία του κράτους μέλους του εργοδότη της, δηλαδή την αυστριακή νομοθεσία, ως τη μόνη νομοθεσία στην οποία πρέπει να υπαχθεί η εν λόγω προσφεύγουσα, χωρίς προς τούτο να απαιτείται η εφαρμογή του επικουρικού κανόνα του στοιχείου εʹ της παραγράφου 3.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι μισθωτή εργαζόμενη υπήκοος κράτους μέλους στο οποίο η ίδια και τα τέκνα της έχουν την κατοικία τους, η οποία έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενη σε αναπτυξιακά προγράμματα από εργοδότη που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος, υπάγεται, δυνάμει της νομοθεσίας του άλλου κράτους μέλους, στο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και δεν τοποθετείται σε τρίτη χώρα αμέσως μετά την πρόσληψή της, αλλά μετά την ολοκλήρωση μιας περιόδου κατάρτισης στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος και στη συνέχεια επιστρέφει εκεί για περίοδο επανένταξης, πρέπει να θεωρείται ότι ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

45

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος εθνικής ρύθμισης της οποίας το προσωπικό πεδίο εφαρμογής είναι ευρύτερο από εκείνο του κανονισμού 883/2004, καθόσον προβλέπει εξομοίωση των υπηκόων των συμβαλλομένων στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κρατών με τους δικούς του υπηκόους.

46

Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 53, παράγραφος 1, του FLAG, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από τη σκέψη 11 της απόφασης της 10ης Οκτωβρίου 1973, Variola (34/73, EU:C:1973:101), μια τέτοια εθνική διάταξη μπορεί να αποκρύψει από τους πολίτες το άμεσα εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης και, επομένως, να υπονομεύσει πράγματι την αποκλειστικότητα του Δικαστηρίου στην ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

47

Συναφώς, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι, λόγω της φύσεώς τους και της λειτουργίας τους εντός του συστήματος των πηγών του δικαίου της Ένωσης, οι διατάξεις των κανονισμών παράγουν, κατ’ αρχήν, άμεσα αποτελέσματα στις εθνικές έννομες τάξεις, χωρίς να απαιτείται οι εθνικές αρχές να λάβουν μέτρα εφαρμογής, ωστόσο, για την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων ενδέχεται να είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων εφαρμογής από τα κράτη μέλη (πρβλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Danske Svineproducenter,C‑316/10, EU:C:2011:863, σκέψεις 39 και 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν μέτρα εφαρμογής ενός κανονισμού εφόσον δεν παρακωλύουν την άμεση εφαρμογή του, δεν αποκρύπτουν την κοινοτική του φύση και διευκρινίζουν ότι πρόκειται για άσκηση της διακριτικής ευχέρειας την οποία τους παρέχει ο ίδιος ο κανονισμός, χωρίς ωστόσο να γίνεται υπέρβαση των ορίων που θέτουν οι διατάξεις του (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Danske Svineproducenter,C‑316/10, EU:C:2011:863, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

49

Εν προκειμένω, και χωρίς να χρειάζεται το Δικαστήριο να αποφανθεί για το αν μια διάταξη, όπως το άρθρο 53, παράγραφος 1, του FLAG, μπορεί να αναλυθεί ως μέτρο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, αρκεί η διαπίστωση ότι, εν πάση περιπτώσει, η δυνατότητα άμεσης εφαρμογής του κανονισμού αυτού έχει ως αποτέλεσμα να παράσχει στα εθνικά δικαστήρια τη δυνατότητα να ελέγχουν τη συμβατότητα του εθνικού μέτρου προς το περιεχόμενο του εν λόγω κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1979, Eridania-Zuccherifici nazionali και Società italiana per l’industria degli zuccheri, 230/78, EU:C:1979:216, σκέψη 34) και, ενδεχομένως, να μην εφαρμόσουν το μέτρο αυτό προκειμένου να διασφαλίσουν την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης, δηλαδή, στην υπόθεση της κύριας δίκης, του κανονισμού 883/2004.

50

Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στη θέσπιση διατάξεως όπως αυτή του άρθρου 53, παράγραφος 1, του FLAG, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι η εθνική αυτή διάταξη ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 4 του κανονισμού 883/2004 και δεν διακυβεύεται η υπεροχή του κανονισμού.

51

Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος εθνικής ρύθμισης της οποίας το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής είναι ευρύτερο από εκείνο του κανονισμού 883/2004, καθόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση προβλέπει εξομοίωση των υπηκόων των συμβαλλομένων στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κρατών με τους δικούς του υπηκόους, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τον κανονισμό και ότι δεν διακυβεύεται η υπεροχή του κανονισμού.

Επί του τρίτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

52

Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τρίτο και το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί του πέμπτου και του έκτου προδικαστικού ερωτήματος

53

Με το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η κατά το άρθρο 60, παράγραφος 3, του κανονισμού 987/2009 υποχρέωση λήψης προσωρινής απόφασης όσον αφορά την εφαρμοστέα κατά προτεραιότητα εθνική νομοθεσία βαρύνει αποκλειστικώς τον αρμόδιο εθνικό φορέα που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών ή και το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής στο πλαίσιο αυτό και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να ληφθεί η απόφαση αυτή.

54

Εισαγωγικά, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που του έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ.,C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη λάβει προσωρινή απόφαση με την οποία διατάσσει τον αρμόδιο αυστριακό φορέα να διαβιβάσει την επίμαχη στην κύρια δίκη αίτηση για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών στην αρμόδια γερμανική αρχή και να κινήσει διαδικασία διαλόγου με αυτήν.

56

Η απόφαση αυτή στηρίζεται προδήλως σε κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου 60, παράγραφος 3, του κανονισμού 987/2009, ενώ από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει παραδόξως ότι το αιτούν δικαστήριο θεωρεί, αφενός, ότι δεν είναι αρμόδιο να εκδώσει τέτοια προσωρινή απόφαση και, αφετέρου, ότι δεν υφίσταται εφαρμοστέα διάταξη σε περίπτωση προσφυγής όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

57

Δεδομένου όμως ότι το αιτούν δικαστήριο έχει ήδη λάβει την απόφαση αυτή και η απόφαση μπορεί να παραγάγει όλα τα αποτελέσματά της, έστω και προσωρινά, το πέμπτο ερώτημα στερείται πλέον αντικειμένου για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, ως εκ τούτου, είναι υποθετικό.

58

Η διαπίστωση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα, η Δημοκρατία της Αυστρίας πρέπει, εν προκειμένω, να θεωρηθεί ως το κατά προτεραιότητα αρμόδιο κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 68, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, για τη χορήγηση των επίμαχων στην κύρια δίκη οικογενειακών παροχών, οπότε οι αυστριακές αρχές δεν υποχρεούνται να λάβουν, βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 3, του κανονισμού 987/2009, προσωρινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμοστέα κατά προτεραιότητα εθνική νομοθεσία. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ζήτημα αν το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει μια τέτοια «προσωρινή» απόφαση αντί των αυστριακών αρχών είναι υποθετικής φύσεως και πρέπει, ως εκ τούτου, να κηρυχθεί απαράδεκτο.

59

Το απαράδεκτο του πέμπτου ερωτήματος συνεπάγεται και το απαράδεκτο του έκτου ερωτήματος, δεδομένου ότι αυτό στηρίζεται στην προϋπόθεση καταφατικής απάντησης στο πέμπτο ερώτημα.

60

Κατόπιν των ανωτέρω, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να κριθούν απαράδεκτα.

Επί του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος

61

Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 60 του κανονισμού 987/2009 έχουν την έννοια ότι δεσμεύουν αμοιβαίως τον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους και τον φορέα του δευτερευόντως αρμόδιου κράτους μέλους, οπότε ο αιτών τη χορήγηση οικογενειακών παροχών οφείλει να υποβάλει μία μόνον αίτηση σε έναν από τους εν λόγω φορείς, εναπόκειται δε, στη συνέχεια, στους δύο αυτούς φορείς να διεκπεραιώσουν από κοινού την εν λόγω αίτηση, ή εάν ο αιτών πρέπει να υποβάλει δύο χωριστές αιτήσεις σε καθέναν από τους δύο αυτούς φορείς.

62

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004, αν έχει υποβληθεί αίτηση οικογενειακών παροχών στον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους του οποίου εφαρμόζεται η νομοθεσία, αλλά χωρίς δικαίωμα προτεραιότητας σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, «ο εν λόγω φορέας διαβιβάζει την αίτηση αμελλητί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα· ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο και, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού εφαρμογής όσον αφορά την προσωρινή χορήγηση των παροχών, παρέχει, εφόσον απαιτείται, το διαφορικό συμπλήρωμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2» και «ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα, διεκπεραιώνει την αίτηση ως εάν είχε υποβληθεί απευθείας στον ίδιο και η ημερομηνία υποβολής της αίτησης στον πρώτο φορέα θεωρείται ως ημερομηνία υποβολής της στο φορέα που έχει προτεραιότητα».

63

Επομένως, το γράμμα του άρθρου 68, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004 ορίζει σαφώς ότι, όταν υποβάλλεται αίτηση οικογενειακών παροχών στον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία δεν εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα, ο φορέας αυτός διαβιβάζει την αίτηση αμελλητί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους του οποίου η νομοθεσία εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα και οφείλει να ενημερώσει σχετικά τον αιτούντα. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δεύτερος αυτός φορέας υποχρεούται να διεκπεραιώσει την εν λόγω αίτηση ως εάν είχε υποβληθεί απευθείας στον ίδιο κατά την ημερομηνία υποβολής της στον πρώτο φορέα.

64

Από το γράμμα του άρθρου 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 987/2009 προκύπτει επίσης σαφώς ότι, αν ο φορέας στον οποίο υποβάλλεται αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου συναγάγει ότι «εφαρμόζεται η νομοθεσία του κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού [883/2004], χορηγεί τις οικογενειακές παροχές σύμφωνα με τη νομοθεσία που εφαρμόζει» και ότι, εάν συναγάγει ότι εφαρμόζεται η δική του νομοθεσία, αλλά όχι κατά προτεραιότητα, «λαμβάνει αμελλητί προσωρινή απόφαση σχετικά με τους εφαρμοστέους κανόνες προτεραιότητας και διαβιβάζει την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 3 του κανονισμού [883/2004], στο φορέα του άλλου κράτους μέλους» και «παράλληλα ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα».

65

Επομένως, τόσο από το άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 όσο και από το άρθρο 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 987/2009 προκύπτει ότι ο αιτών πρέπει να υποβάλει μία μόνον αίτηση σε ένα μόνον αρμόδιο φορέα. Ο φορέας αυτός, αναλόγως του αν θεωρεί ότι είναι αρμόδιος κατά προτεραιότητα ή δευτερευόντως, υποχρεούται, στην πρώτη περίπτωση, να χορηγήσει ο ίδιος τις αιτούμενες οικογενειακές παροχές και, στη δεύτερη περίπτωση, να διαβιβάσει την εν λόγω αίτηση στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους που θεωρεί ότι είναι κατά προτεραιότητα αρμόδιος, προκειμένου να διασφαλίσει την ταχεία διεκπεραίωση της αίτησης για τη χορήγηση οικογενειακών παροχών.

66

Κατόπιν των ανωτέρω, στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 987/2009 έχουν την έννοια ότι δεσμεύουν αμοιβαίως τον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους και τον φορέα του δευτερευόντως αρμόδιου κράτους μέλους, οπότε ο αιτών τη χορήγηση οικογενειακών παροχών οφείλει να υποβάλει μία μόνον αίτηση σε έναν από τους φορείς αυτούς, εναπόκειται δε, στη συνέχεια, στους δύο αυτούς φορείς να διεκπεραιώσουν από κοινού την εν λόγω αίτηση.

Επί του ογδόου και του ενάτου προδικαστικού ερωτήματος

67

Με το όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 4, και τα άρθρα 45 και 208 ΣΛΕΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, καθώς και τα άρθρα 2, 3, 7 και οι διατάξεις του τίτλου II του κανονισμού 883/2004 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους κατάργηση, γενικώς, των οικογενειακών παροχών που κατέβαλλε μέχρι τότε στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι παίρνουν μαζί τους τα μέλη της οικογένειάς τους στον τόπο αποστολής τους σε τρίτη χώρα.

68

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, αφενός, ότι κάθε υπήκοος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγένειάς του, ο οποίος έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ο οποίος άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2002, de Groot,C‑385/00, EU:C:2002:750, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69

Μολονότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε κάθε μέτρο το οποίο, έστω και αν εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, δύναται να παρακωλύσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστική την άσκηση, από τους πολίτες της Ένωσης, της θεμελιώδους ελευθερίας κυκλοφορίας την οποία το άρθρο αυτό εγγυάται, δεν απονέμει σε εργαζόμενο ο οποίος μετακινείται σε κράτος μέλος άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής του το δικαίωμα να διατηρεί, στο κράτος μέλος υποδοχής, την ίδια κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη με εκείνη την οποία είχε στο κράτος μέλος καταγωγής του βάσει της εθνικής νομοθεσίας του δεύτερου αυτού κράτους (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, van den Berg κ.λπ.,C‑95/18 και C‑96/18, EU:C:2019:767, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70

Το δε άρθρο 48 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει σύστημα συντονισμού και όχι την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, δεν επηρεάζει τις ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, τις διαφορές ως προς τα δικαιώματα των προσώπων που είναι ασφαλισμένα στα συστήματα αυτά, δεδομένου ότι κάθε κράτος μέλος παραμένει αρμόδιο να καθορίζει με τη νομοθεσία του, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, van den Berg κ.λπ.,C‑95/18 και C‑96/18, EU:C:2019:767, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Πρέπει να προστεθεί ότι ο κανονισμός 883/2004 δεν οργανώνει ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά διατηρεί ως έχουν τα διάφορα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και αποσκοπεί αποκλειστικά στον συντονισμό των συστημάτων αυτών προς διασφάλιση της ουσιαστικής άσκησης της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων. Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητα οργάνωσης των συστημάτων τους κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2020, Bundesagentur für Arbeit,C‑29/19, EU:C:2020:36, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72

Ωστόσο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αναγνωρίζουν την ελευθερία όλων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν στο έδαφος των κρατών μελών (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2020, Bundesagentur für Arbeit,C‑29/19, EU:C:2020:36, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Εν προκειμένω, πρέπει επομένως να εξεταστεί αν η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις διατάξεις αυτές όταν αποφάσισε να καταργήσει το δικαίωμα για οικογενειακές παροχές που χορηγούσε μέχρι τότε στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι έπαιρναν μαζί τους τα μέλη της οικογένειάς τους στην αποστολή τους σε τρίτη χώρα.

74

Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η κατάργηση αυτή, την οποία αποφάσισε ο Αυστριακός νομοθέτης, έχει γενικό χαρακτήρα και εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους δικαιούχους που είναι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους όσο και στους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

75

Επομένως, δεν προκύπτει ότι η εν λόγω κατάργηση, η οποία επήλθε από 1ης Ιανουαρίου 2019, εισάγει άμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας.

76

Όσον αφορά ενδεχόμενη έμμεση διάκριση λόγω της ιθαγένειας των συγκεκριμένων εργαζομένων, σε συνάρτηση με το κράτος μέλος της κατοικίας τους ή με τα μέλη της οικογένειάς τους, διαπιστώνεται ότι ούτε οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004, και ειδικότερα τα άρθρα 7 και 67 που αποβλέπουν στο να εμποδίσουν ένα κράτος μέλος να εξαρτήσει τη χορήγηση ή το ύψος των οικογενειακών παροχών από την κατοικία των μελών της οικογένειας του εργαζομένου στο κράτος μέλος που χορηγεί τις παροχές (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1995, Imbernon Martínez,C‑321/93, EU:C:1995:306, σκέψη 21) ούτε το άρθρο 45 ΣΛΕΕ προβλέπουν ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ισχύει εκτός του εδάφους της Ένωσης. Αντιθέτως, από το σαφές γράμμα του άρθρου 45 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων «εξασφαλίζεται εντός της Ένωσης».

77

Επομένως, η κατάργηση των οικογενειακών παροχών για τους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα που κατοικούν με την οικογένειά τους σε τρίτη χώρα δεν μπορεί να συνιστά έμμεση διάκριση στο έδαφος της Ένωσης εάν, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η μεταχείριση των εν λόγω υπαλλήλων από την 1η Ιανουαρίου 2019 όσον αφορά οικογενειακές παροχές δεν διαφέρει αναλόγως του αν έχουν ασκήσει ή όχι το δικαίωμά τους ελεύθερης κυκλοφορίας έχοντας εγκαταλείψει το κράτος μέλος καταγωγής τους για να εγκατασταθούν στην Αυστρία, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά από το εάν τα τέκνα των συγκεκριμένων εργαζόμενων σε αναπτυξιακά προγράμματα κατοικούν σε τρίτη χώρα ή σε άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της Αυστρίας.

78

Η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι εργαζόμενοι σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι είχαν ήδη αποκτήσει δικαίωμα λήψης οικογενειακών παροχών για παρελθούσες περιόδους απώλεσαν το δικαίωμα αυτό κατόπιν της θέσης σε ισχύ, την 1η Ιανουαρίου 2019, της νέας νομοθεσίας, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι η απώλεια του δικαιώματος αυτού οφείλεται στην άσκηση του δικαιώματός τους ελεύθερης κυκλοφορίας, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

79

Συναφώς, πρέπει να προστεθεί αφενός ότι από τις αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 1980, Laterza (733/79, EU:C:1980:156), και της 26ης Νοεμβρίου 2009, Slanina (C‑363/08, EU:C:2009:732), δεν μπορεί να αντληθεί κανένα κρίσιμο ερμηνευτικό στοιχείο για την απάντηση στα ερωτήματα αυτά, δεδομένου ότι οι υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις εκείνες δεν είναι συγκρίσιμες, ούτε από νομικής ούτε από πραγματικής απόψεως, με την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης περίπτωση, όπως αυτή περιγράφεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως. Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις εκείνες, επρόκειτο για τροποποιήσεις δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί κατόπιν της ασκήσεως, εντός της Ένωσης, του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτη της Ένωσης. Εν προκειμένω, όμως, η νομοθετική τροποποίηση αφορά τους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα που απασχολούνται σε θέση εκτός της Ένωσης και των οποίων τα τέκνα διαμένουν μαζί τους.

80

Αφετέρου, το ενδεχόμενο, το οποίο αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, να εμποδίσει η κατάργηση των οικογενειακών επιδομάτων των εργαζομένων σε αναπτυξιακά προγράμματα την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και, πιθανώς, να την καταστήσει λιγότερο ελκυστική ή ακόμη και να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης για το επάγγελμα του «εργαζόμενου σε αναπτυξιακά προγράμματα», και αν ακόμη επαληθευθεί στην πράξη, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δημιουργήσει κατάσταση αντίθετη προς τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 71 και 72 της παρούσας αποφάσεως, οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν εναρμόνιση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, δεδομένου ότι αυτά διατηρούν την αρμοδιότητα οργάνωσης, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, των συστημάτων τους κοινωνικής ασφάλισης και δεδομένου ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δεν διασφαλίζει σε εργαζόμενο ότι η επέκταση των δραστηριοτήτων του σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη ή η μεταφορά τους σε άλλο κράτος μέλος δεν θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά τον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των νομοθεσιών περί κοινωνικής ασφάλισης των κρατών μελών, τέτοιου είδους επέκταση ή μεταφορά μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να είναι κατά το μάλλον ή ήττον ευνοϊκή ή δυσμενής για τον εργαζόμενο από απόψεως κοινωνικής προστασίας. Εξ αυτού συνάγεται ότι μια τέτοια νομοθεσία, ακόμη και στην περίπτωση που η εφαρμογή της αποδεικνύεται λιγότερο ευνοϊκή, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ, εφόσον δεν περιάγει σε δυσμενή θέση τον οικείο εργαζόμενο σε σχέση με τους εργαζομένους που ασκούν το σύνολο των δραστηριοτήτων τους στο κράτος μέλος όπου εφαρμόζεται η νομοθεσία αυτή ή σε σχέση με τους εργαζομένους που υπάγονταν ήδη προηγουμένως στη νομοθεσία αυτή και εφόσον δεν καταλήγει απλώς και μόνον στην καταβολή μη ανταποδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Vester,C‑134/18, EU:C:2019:212, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο όγδοο και το ένατο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους κατάργηση, γενικώς, των οικογενειακών παροχών που κατέβαλλε μέχρι τότε στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι παίρνουν μαζί τους τα μέλη της οικογένειάς τους στον τόπο αποστολής τους σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η κατάργηση εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους δικαιούχους των παροχών που είναι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους όσο και στους δικαιούχους των παροχών που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών και, αφετέρου, ότι η κατάργηση δεν συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των συγκεκριμένων εργαζομένων σε αναπτυξιακά προγράμματα ανάλογα με το αν άσκησαν ή όχι το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία πριν ή μετά την κατάργηση, αλλά ανάλογα με το αν τα τέκνα τους διαμένουν μαζί τους σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα.

Επί των δικαστικών εξόδων

82

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν εκείνων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, έχει την έννοια ότι μισθωτή εργαζόμενη υπήκοος κράτους μέλους στο οποίο η ίδια και τα τέκνα της έχουν την κατοικία τους, η οποία έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενη σε αναπτυξιακά προγράμματα από εργοδότη που έχει την έδρα του σε άλλο κράτος μέλος, υπάγεται, δυνάμει της νομοθεσίας του άλλου κράτους μέλους, στο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης του τελευταίου αυτού κράτους μέλους και δεν τοποθετείται σε τρίτη χώρα αμέσως μετά την πρόσληψή της, αλλά μετά την ολοκλήρωση μιας περιόδου κατάρτισης στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος και στη συνέχεια επιστρέφει εκεί για περίοδο επανένταξης, πρέπει να θεωρείται ότι ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο άλλο κράτος μέλος κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

 

2)

Το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στη θέσπιση από κράτος μέλος εθνικής ρύθμισης της οποίας το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής είναι ευρύτερο από εκείνο του κανονισμού 883/2004, καθόσον η εν λόγω εθνική ρύθμιση προβλέπει εξομοίωση των υπηκόων των συμβαλλομένων στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, της 2ας Μαΐου 1992, κρατών με τους δικούς του υπηκόους, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τον κανονισμό και ότι δεν διακυβεύεται η υπεροχή του κανονισμού.

 

3)

Το άρθρο 68, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και το άρθρο 60, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, έχουν την έννοια ότι δεσμεύουν αμοιβαίως τον φορέα του κατά προτεραιότητα αρμόδιου κράτους μέλους και τον φορέα του δευτερευόντως αρμόδιου κράτους μέλους, οπότε ο αιτών τη χορήγηση οικογενειακών παροχών οφείλει να υποβάλει μία μόνον αίτηση σε έναν από τους φορείς αυτούς, εναπόκειται δε, στη συνέχεια, στους δύο αυτούς φορείς να διεκπεραιώσουν από κοινού την εν λόγω αίτηση.

 

4)

Τα άρθρα 45 και 48 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στην εκ μέρους κράτους μέλους κατάργηση, γενικώς, των οικογενειακών παροχών που κατέβαλλε μέχρι τότε στους εργαζόμενους σε αναπτυξιακά προγράμματα οι οποίοι παίρνουν μαζί τους τα μέλη της οικογένειάς τους στον τόπο αποστολής τους σε τρίτη χώρα, υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η κατάργηση εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους δικαιούχους των παροχών που είναι υπήκοοι του εν λόγω κράτους μέλους όσο και στους δικαιούχους των παροχών που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών και, αφετέρου, ότι η κατάργηση δεν συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των συγκεκριμένων εργαζομένων σε αναπτυξιακά προγράμματα ανάλογα με το αν άσκησαν ή όχι το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία πριν ή μετά την κατάργηση, αλλά ανάλογα με το αν τα τέκνα τους διαμένουν μαζί τους σε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

( i ) Στον παράτιτλο της παρούσας απόφασης έγινε τροποποίηση γλωσσικής φύσεως μετά την αρχική ανάρτησή του στην ψηφιακή Συλλογή της Νομολογίας.

Επάνω