EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018CJ0579

Απόφαση του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 17ης Οκτωβρίου 2019.
Ministère public και Ministre des Finances du Royaume de Belgique κατά QC και Comida paralela 12.
Αίτηση του Cour d'appel de Liège για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Άρθρα 8 και 38 – Οφειλέτης των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατόπιν παράτυπης εισαγωγής προϊόντων στο έδαφος κράτους μέλους – Έννοια – Αστική ευθύνη εταιρίας για τις πράξεις που τέλεσε ο διαχειριστής της.
Υπόθεση C-579/18.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:875

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 17ης Οκτωβρίου 2019 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Άρθρα 8 και 38 – Οφειλέτης των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατόπιν παράτυπης εισαγωγής προϊόντων στο έδαφος κράτους μέλους – Έννοια – Αστική ευθύνη εταιρίας για τις πράξεις που τέλεσε ο διαχειριστής της»

Στην υπόθεση C‑579/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Liège (εφετείο Λιέγης, Βέλγιο) με απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Σεπτεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Ministère public,

Ministre des Finances du Royaume de Belgique

κατά

QC,

Comida paralela 12,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους D. Šváby, προεδρεύοντα τμήματος, K. Jürimäe και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J.-C. Halleux και P. Cottin καθώς και από την C. Pochet,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις M. Kocjan και C. Perrin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 79 του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 2013, L 269, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της ministère public (εισαγγελικής αρχής, Βέλγιο) και του ministre des Finances du Royaume de Belgique (Υπουργού Οικονομικών του Βασιλείου του Βελγίου), αφενός, και του QC και της εταιρίας Comida paralela 12 (στο εξής: Comida paralela), αφετέρου, σχετικά με τον προσδιορισμό του οφειλέτη των ειδικών φόρων κατανάλωσης που κατέστησαν απαιτητοί κατόπιν της παράτυπης εισαγωγής προϊόντων στο Βέλγιο.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 79 του τελωνειακού κώδικα ορίζει στην παράγραφο 1 την έννοια της «τελωνειακή[ς] οφειλή[ς] που γεννάται λόγω μη τήρησης υποχρεώσεων και όρων», καθορίζει τη στιγμή γένεσης της ως άνω οφειλής στην παράγραφο 2 και προσδιορίζει τον οφειλέτη στις παραγράφους 3 και 4.

4

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12), ορίζει τα εξής:

«1.   Υπόχρεος να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που καθίσταται απαιτητός είναι:

α)

σε σχέση με την έξοδο υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από καθεστώς αναστολής όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο α):

i)

ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, ο εγγεγραμμένος παραλήπτης ή κάθε άλλο πρόσωπο που απελευθερώνει ή εξ ονόματος του οποίου απελευθερώνονται τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα από καθεστώς αναστολής και σε περίπτωση παράτυπης εξόδου από τη φορολογική αποθήκη, κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην έξοδο αυτή,

ii)

σε περίπτωση παρατυπίας κατά τη διακίνηση υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 1, 2 και 4: ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, ο εγγεγραμμένος αποστολέας ή κάθε άλλο πρόσωπο που εγγυήθηκε την πληρωμή σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφοι 1 και 2, και κάθε πρόσωπο που συμμετείχε στην παράτυπη έξοδο και το οποίο γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει τον παράτυπο χαρακτήρα της εξόδου,

β)

σχετικά με την κατοχή υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 στοιχείο β): το πρόσωπο που κατέχει τα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα και κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην κατοχή τους,

[…]

2.   Σε περίπτωση περισσότερων υπόχρεων για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης, τα πρόσωπα αυτά είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεα για την πληρωμή της εν λόγω οφειλής.»

5

Το άρθρο 33 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 36 παράγραφος 1, σε περίπτωση κατά την οποία υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε ένα κράτος μέλος, κατέχονται για εμπορικούς σκοπούς σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να παραδοθούν ή να χρησιμοποιηθούν σε αυτό, υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης ο οποίος καθίσταται απαιτητός στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως “κατοχή για εμπορικούς σκοπούς” νοείται η κατοχή προϊόντων υποκείμενων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης από μη ιδιώτη ή από ιδιώτη για μη δική του χρήση και τα οποία μεταφέρονται από αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 32.

2.   Οι όροι υπό τους οποίους ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός καθώς και ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αυτοί που ισχύουν τη στιγμή κατά την οποία ο φόρος καθίσταται απαιτητός στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος.

3.   Ο υπόχρεος για την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθίσταται απαιτητός είναι, ανάλογα με την περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το πρόσωπο το οποίο εκτελεί την παράδοση ή το οποίο έχει στην κατοχή του τα παραδοτέα προϊόντα, ή το πρόσωπο στο οποίο παραδίδονται τα προϊόντα στο άλλο κράτος μέλος.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 38, όταν υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα τα οποία έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε ένα κράτος μέλος διακινούνται στο εσωτερικό της [Ευρωπαϊκής Ένωσης] για εμπορικούς σκοπούς, δεν θεωρείται ότι κατέχονται για αυτούς τους σκοπούς μέχρις ότου φτάσουν στο κράτος μέλος προορισμού, υπό την προϋπόθεση ότι διακινούνται βάσει των διατυπώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 34.

[…]»

6

Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, «[τ]ον ειδικό φόρο κατανάλωσης υποχρεούται να καταβάλει το πρόσωπο που εγγυήθηκε την καταβολή του σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή το άρθρο 36 παράγραφος 4 στοιχείο α) καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία».

Το βελγικό δίκαιο

7

Κατά το άρθρο 265 του loi générale sur les douanes et accises (γενικού νόμου περί τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης), της 18ης Ιουλίου 1977) (Moniteur belge της 21ης Σεπτεμβρίου 1977, στο εξής: γενικός νόμος περί τελωνείων και φόρων κατανάλωσης), «τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι αστικώς υπεύθυνα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, για τα πρόστιμα και τις δαπάνες που απορρέουν από τις καταδικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται δυνάμει των νόμων περί τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά των προστηθέντων ή των μελών του διοικητικού συμβουλίου τους, των διαχειριστών ή εκκαθαριστών τους, για τις παραβάσεις που τέλεσαν υπό την ιδιότητά τους αυτή».

8

Το άρθρο 266 του νόμου αυτού ορίζει ότι, «εκτός εάν προβλέπεται άλλως σε ειδικούς νόμους και υπό την επιφύλαξη των προστίμων και κατασχέσεων υπέρ του δημοσίου ταμείου, οι δράστες και οι συνεργοί τους καθώς και τα ευθυνόμενα για την παράβαση πρόσωπα ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή στο δημόσιο ταμείο των διαφυγόντων ή δυνητικώς διαφυγόντων, λόγω απάτης, δασμών και φόρων καθώς και για την καταβολή πιθανών τόκων υπερημερίας».

9

Ο loi relative au régime général d’accise (νόμος περί του γενικού καθεστώτος ειδικών φόρων κατανάλωσης), της 22ας Δεκεμβρίου 2009 (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 2009), προβλέπει ότι το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης θεσπίζεται «υπό την επιφύλαξη εφαρμογής των κανόνων που θεσπίζει ο [γενικός νόμος περί δασμών και φόρων κατανάλωσης]».

10

Ο ίδιος νόμος διευκρινίζει ότι υπόχρεοι για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης, σε περίπτωση που τελείται παρατυπία στο Βέλγιο κατά τη διάρκεια διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης είναι «τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εγγυήθηκαν την καταβολή αυτών, […] ή οποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11

Η Comida paralela είναι εταιρία ισπανικού δικαίου με εταιρικό σκοπό το εμπόριο ποτών. Ο QC είναι ο διαχειριστής της.

12

Στην εταιρία αυτή, καθώς και στον QC, προσάπτεται ότι, κατά τα έτη 2012 και 2013, εισήγαγαν παρανόμως στο Βέλγιο ποτά που είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τα προϊόντα αυτά να καλύπτονται από απλοποιημένο συνοδευτικό έγγραφο ή πιστοποιητικό εγγύησης και χωρίς να έχουν καταβληθεί οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης και η εισφορά συσκευασίας.

13

Με απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, το tribunal correctionnel de Liège (πλημμελειοδικείο Λιέγης, Βέλγιο) υποχρέωσε την Comida paralela και τον QC να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, ειδικούς φόρους κατανάλωσης και εισφορά συσκευασίας, πλέον τόκων υπερημερίας, καθώς και να παραδώσουν, προκειμένου να κατασχεθούν, τα «παρανόμως εισαχθέντα» ποτά ή να καταβάλουν το ισόποσο της αξίας τους. Επίσης, το δικαστήριο αυτό υποχρέωσε αποκλειστικώς την Comida paralela να καταβάλει πρόστιμα. Η ως άνω εταιρία άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

14

Με απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2018, το ως άνω δικαστήριο απάλλαξε την Comida paralela, ως προς το ποινικό σκέλος, με την αιτιολογία ότι ήταν απλώς εικονική εταιρία που παρέσχε στον QC τη δυνατότητα να οργανώσει απάτη μόνον προς το συμφέρον του. Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι, λαμβανομένης υπόψη της βελγικής νομοθεσίας, δεν στοιχειοθετείται ποινική ευθύνη νομικού προσώπου λόγω πράξης που τελέστηκε από όργανό του κατά την άσκηση των καθηκόντων του εάν η πράξη αυτή τελέστηκε αποκλειστικά προς το συμφέρον του οργάνου και προς ζημίαν του νομικού προσώπου.

15

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, παρά την απαλλαγή της ως προς το ποινικό σκέλος, η Comida paralela παραμένει αστικώς υπεύθυνη, βάσει των άρθρων 265 και 266 του γενικού νόμου περί τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης, ως οφειλέτρια που ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή της τελωνειακής οφειλής. Ωστόσο, κατά το δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με τον τελωνειακό κώδικα, δεν δύναται να υποχρεωθεί εταιρία να καταβάλει τελωνειακή οφειλή που γεννάται κατόπιν παράτυπης εισαγωγής, από τον διαχειριστή της εταιρίας αυτής, εμπορευμάτων προερχομένων από κράτος μέλος της Ένωσης στο βελγικό έδαφος.

16

Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Liège (εφετείο Λιέγης, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 79 του [τελωνειακού κώδικα] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 266 του [γενικού νόμου περί τελωνείων και ειδικών φόρων κατανάλωσης], σε περίπτωση παράτυπης εισαγωγής στο τελωνειακό έδαφος της Ένωσης εμπορεύματος υποκείμενου σε εισαγωγικούς δασμούς, δυνάμει της οποίας ο αστικώς υπεύθυνος για τον δράστη μιας τέτοιας παράβασης, στην οποία ο εν λόγω αστικώς υπεύθυνος δεν συμμετείχε, καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνοφειλέτης της τελωνειακής οφειλής;»

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

17

Η Βελγική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, αφενός, διότι το υποβληθέν ερώτημα δεν είναι λυσιτελές για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και, αφετέρου, διότι το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς αυτής, καθώς και οι λόγοι που δικαιολογούν την προδικαστική παραπομπή δεν διευκρινίζονται επαρκώς.

18

Συναφώς, υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που τίθενται στο Δικαστήριο θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή (πρβλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27). Πράγματι, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Escribano Vindel, C‑49/18, EU:C:2019:106, σκέψη 24).

19

Επομένως, εναπόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια τα οποία έχουν επιληφθεί διαφοράς και τα οποία φέρουν την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής απόφασης να αξιολογήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής τους απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλονται στο Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Escribano Vindel, C‑49/18, EU:C:2019:106, σκέψη 24).

20

Ωστόσο, αφενός, όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβαλλόμενα ερωτήματα, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως απαράδεκτη (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2018, Wightman κ.λπ., C‑621/18, EU:C:2018:999, σκέψη 27).

21

Αφετέρου, λόγω του πνεύματος συνεργασίας που πρυτανεύει στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, η έλλειψη ορισμένων προκαταρκτικών διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου δεν έχει κατ’ ανάγκην ως αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως εάν το Δικαστήριο εκτιμά ότι, παρά τις ελλείψεις αυτές, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δικογραφία, είναι σε θέση να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Audace κ.λπ., C‑114/15, EU:C:2016:813, σκέψη 38).

22

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο είναι ασφαλώς αναρμόδιο να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος όταν είναι πρόδηλο ότι η διάταξη του δικαίου της Ένωσης της οποίας ζητείται η ερμηνεία δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Woningstichting Sint Servatius, C‑567/07, EU:C:2009:593, σκέψη 43). Εντούτοις, προκειμένου να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο που του υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα λυσιτελή απάντηση, το Δικαστήριο μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη του κανόνες του δικαίου της Ένωσης τους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρει στο ερώτημά του (αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S., C‑303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 16, καθώς και της 16ης Μαΐου 2019, Plessers, C‑509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 32).

23

Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα κατά πόσον η ερμηνεία που ζητεί το αιτούν δικαστήριο έχει σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, είναι αναμφισβήτητο, όπως επισημαίνουν η Βελγική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι ο τελωνειακός κώδικας, του οποίου ζητείται η ερμηνεία, δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν τα προϊόντα που εισήχθησαν παρατύπως στο βελγικό έδαφος είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος.

24

Ωστόσο, από τα στοιχεία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Comida paralela και ο QC υποχρεώθηκαν να καταβάλουν ειδικό φόρο κατανάλωσης και όχι δασμούς, καθόσον πρόκειται για προϊόντα που εισήχθησαν παρατύπως σε κράτος μέλος, αφού είχαν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος. Επομένως, από την απόφαση περί παραπομπής μπορεί να συναχθεί ότι η ερμηνεία την οποία ζητεί το αιτούν δικαστήριο αφορά την οδηγία 2008/118.

25

Όσον αφορά, δεύτερον, την παρουσίαση του πραγματικού και νομικού πλαισίου από το αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία που υπέβαλαν παρατηρήσεις ήταν σε θέση να προσδιορίσουν το νομικό ζήτημα που θέτει το δικαστήριο αυτό. Ομοίως, ναι μεν η απόφαση περί παραπομπής δεν παρουσιάζει το νομικό πλαίσιο αυτό καθεαυτό, αλλά εκθέτει το περιεχόμενο των εφαρμοστέων εθνικών διατάξεων. Επομένως, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του επαρκή πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

26

Βάσει των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27

Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο την ερμηνεία του τελωνειακού κώδικα.

28

Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 23 και 24 της παρούσας απόφασης, το ερώτημα αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να ερμηνεύσει το Δικαστήριο διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν αποσκοπεί στη ρύθμιση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης.

29

Ως εκ τούτου, στο Δικαστήριο εναπόκειται, προκειμένου να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση, να αναδιατυπώσει το ερώτημα που του έχει υποβληθεί (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2019, Plessers, C‑509/17, EU:C:2019:424, σκέψη 32).

30

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν το εν λόγω ερώτημα δεν έχει ρητώς ως αντικείμενο τα άρθρα 8 και 38 της οδηγίας 2008/118, τα άρθρα αυτά, καθόσον αφορούν τους υποκειμένους σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης που κατέστησαν απαιτητοί κατόπιν της παράτυπης εισαγωγής στο έδαφος κράτους μέλους προϊόντων που έχουν ήδη τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος, αποδεικνύονται κρίσιμα για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο.

31

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί υπό την έννοια ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα κατά πόσον τα άρθρα 8 και 38 της οδηγίας 2008/118 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, σε περίπτωση παράτυπης εισαγωγής στο έδαφος κράτους μέλους προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και έχουν τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος, καθιστά αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνοφειλέτη των ειδικών φόρων κατανάλωσης ένα νομικό πρόσωπο, αστικώς υπεύθυνο για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσε ο διαχειριστής του.

32

Συναφώς, πρέπει, πρώτον, να επισημανθεί ότι το τμήμα 5 της οδηγίας 2008/118, το οποίο αποτελείται μόνον από το άρθρο 38, αφορά τις παρατυπίες που διαπράχθηκαν κατά τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης. Το άρθρο 38, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, τον ειδικό φόρο κατανάλωσης υποχρεούται να καταβάλει το πρόσωπο που εγγυήθηκε την καταβολή του σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ή το άρθρο 36, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία.

33

Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τα προϊόντα που εισήχθησαν στο Βέλγιο δεν συνοδεύονταν από κανένα πιστοποιητικό εγγύησης, οπότε δεν ήταν δυνατόν να απαιτηθεί η καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης από εγγυητή κατά την έννοια του άρθρου 34 ή του άρθρου 36 της οδηγίας 2008/118.

34

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η διατύπωση «οποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία» που επέλεξε ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 38, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι μια εταιρία και ο διαχειριστής της συμμετείχαν στην ίδια παρατυπία και ότι, ως εκ τούτου, ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

35

Αφενός, η χρήση του όρου «πρόσωπο», χωρίς άλλη διευκρίνιση, δεν αποκλείει a priori το ενδεχόμενο να πρόκειται για νομικό πρόσωπο. Ομοίως, η αόριστη αντωνυμία «οποιοσδήποτε» καταλαμβάνει την περίπτωση κατά την οποία πλείονα πρόσωπα συμμετέχουν στην ίδια παρατυπία.

36

Η γραμματική αυτή ερμηνεία, κατά την οποία είναι δυνατό να θεωρηθεί νομικό πρόσωπο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλέτης ειδικών φόρων κατανάλωσης, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ίδια παρατυπία, επιρρωννύεται από το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/118, το οποίο ορίζει τα πρόσωπα που είναι υπόχρεα να καταβάλουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που καθίσταται απαιτητός. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού προβλέπει πράγματι ότι, σε περίπτωση περισσότερων υπόχρεων για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης, τα πρόσωπα αυτά είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεα για την πληρωμή της εν λόγω οφειλής.

37

Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2008/118. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το αρχικό σχέδιο της οδηγίας αυτής περιόριζε τον κατάλογο των υπόχρεων σε καταβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης, στην περίπτωση παράτυπης εισαγωγής προϊόντων στο έδαφος κράτους μέλους, μόνο στα πρόσωπα που είχαν εγγυηθεί την καταβολή των φόρων αυτών. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέλησε να επεκτείνει τον κατάλογο αυτό σε «οποιοδήποτε πρόσωπο συμμετείχε στην παρατυπία», όπως προκύπτει από το άρθρο 38, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. Προκρίνοντας τη διατύπωση αυτή, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε επομένως να προσδιορίσει ευρέως τα πρόσωπα που ενδέχεται να είναι υπόχρεα για την καταβολή των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε περίπτωση παρατυπιών, τούτο δε κατά τρόπο που να διασφαλίζει, κατά το μέτρο του δυνατού, την είσπραξη των φόρων αυτών.

38

Αφετέρου, πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον η προϋπόθεση περί «συμμετ[οχής] στην παρατυπία» του άρθρου 38, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/118 καθιστά δυνατό να περιλαμβάνεται νομικό ή φυσικό πρόσωπο αποκλειστικώς λόγω της ιδιότητας του προστήσαντος.

39

Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2008/118, στην περίπτωση παράτυπης εξόδου προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης υπό καθεστώς αναστολής, προβλέπει ότι υπόχρεο να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης είναι κάθε πρόσωπο που συμμετείχε στην παράτυπη έξοδο και το οποίο, επιπλέον, γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει τον παράτυπο χαρακτήρα της εξόδου. Πάντως, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επανέλαβε τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση, δυνάμενη να εξομοιωθεί με την απαίτηση να υπάρχει πρόθεση, στο άρθρο 38, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής.

40

Ως εκ τούτου, από την έλλειψη διευκρινίσεων, στο γράμμα του άρθρου 38, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/118, όσον αφορά την έννοια του προσώπου που συμμετείχε στην παρατυπία, προκύπτει ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί οφειλέτης των ειδικών φόρων κατανάλωσης λόγω των ενεργειών ενός φυσικού προσώπου, εφόσον το φυσικό πρόσωπο ενήργησε ως προστηθείς του προσώπου αυτού.

41

Επομένως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το γεγονός ότι ο QC ενήργησε προς ίδιο συμφέρον και εις βάρος του εργοδότη του έχει επίπτωση μόνο στο ποινικό και όχι στο αστικό σκέλος της υπόθεσης της κύριας δίκης. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι ο QC ενήργησε στο πλαίσιο των καθηκόντων του και προς επιδίωξη του εταιρικού σκοπού της επιχείρησης.

42

Εν πάση περιπτώσει, όπως υπογραμμίζει η Βελγική Κυβέρνηση, λαμβανομένων υπόψη των υποχρεώσεων που επιβάλλει το άρθρο 33 της οδηγίας 2008/118, εταιρία όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία δεν τηρεί τις προβλεπόμενες διατυπώσεις, μπορεί να θεωρηθεί «πρόσωπο που συμμετέχει στην παρατυπία» κατά την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας αυτής.

43

Συνεπώς, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 38 της οδηγίας 2008/118, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, σε περίπτωση παράτυπης εισαγωγής στο έδαφος κράτους μέλους προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και έχουν τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος, καθιστά αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνοφειλέτη των ειδικών φόρων κατανάλωσης ένα νομικό πρόσωπο, αστικώς υπεύθυνο για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσε ο διαχειριστής του.

44

Η ερμηνεία αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα, που ενδεχομένως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, για τον προστήσαντα, ο οποίος καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον οφειλέτης των ειδικών φόρων κατανάλωσης, να ασκήσει δικαίωμα αναγωγής κατά του προστηθέντος, που έχει κριθεί ποινικώς υπεύθυνος για τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά.

Επί των δικαστικών εξόδων

45

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 38 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, σε περίπτωση παράτυπης εισαγωγής στο έδαφος κράτους μέλους προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης και έχουν τεθεί σε ανάλωση σε άλλο κράτος μέλος, καθιστά αλληλεγγύως και εις ολόκληρον συνοφειλέτη των ειδικών φόρων κατανάλωσης ένα νομικό πρόσωπο, αστικώς υπεύθυνο για τα ποινικά αδικήματα που τέλεσε ο διαχειριστής του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω