EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62017CJ0137

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 26ης Σεπτεμβρίου 2018.
Ποινική δίκη κατά Van Gennip BVBA κ.λπ.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγίες 2006/123/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ και 2013/29/ΕΕ – Διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας – Ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει περιορισμούς στην αποθήκευση και την πώληση των ειδών αυτών – Ποινικές κυρώσεις – Σύστημα διπλής άδειας – Οδηγία 98/34/ΕΚ – Έννοια του τεχνικού κανόνα.
Υπόθεση C-137/17.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:771

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 26ης Σεπτεμβρίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγίες 2006/123/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ και 2013/29/ΕΕ – Διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας – Ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει περιορισμούς στην αποθήκευση και την πώληση των ειδών αυτών – Ποινικές κυρώσεις – Σύστημα διπλής άδειας – Οδηγία 98/34/ΕΚ – Έννοια του τεχνικού κανόνα»

Στην υπόθεση C-137/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (πρωτοδικείο Αμβέρσας, Βέλγιο) με απόφαση της 17ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Μαρτίου 2017, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας κατά των

Van Gennip BVBA,

Antonius Johannes Maria ten Velde,

Original BVBA,

Antonius Cornelius Ignatius Maria van der Schoot,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger (εισηγήτρια) και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: R. Șereș, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 21ης Φεβρουαρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι Van Gennip BVBA και Original BVBA, εκπροσωπούμενες από τον B. Deltour, advocaat,

οι Antonius Johannes Maria ten Velde και Antonius Cornelius Ignatius Maria van der Schoot, εκπροσωπούμενοι από τον J. Surmont, advocaat,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Ρ. Cottin και την C. Pochet, επικουρούμενους από τους J.-F. de Bock και J. Moens, advocaten,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Τ. Παπαδοπούλου και Μ. Βέργου, καθώς και από τον Κ. Γεωργιάδη,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους E. Manhaeve και K. Mifsud-Bonnici,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Απριλίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 34 έως 36 ΣΛΕΕ, του άρθρου 10 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36), του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2007/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (ΕΕ 2007, L 154, σ. 1), καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 45 της οδηγίας 2013/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διαθεσιμότητα στην αγορά ειδών πυροτεχνίας (ΕΕ 2013, L 178, σ. 27).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά δύο νομικών προσώπων, της Van Gennip BVBA και Original BVBA, και δύο φυσικών προσώπων, του Antonius Johannes Maria ten Velde και του Antonius Cornelius Ignatius Maria van der Schoot, λόγω παραβίασης της εθνικής νομοθεσίας που διέπει, μεταξύ άλλων, την προσωρινή αποθήκευση και την πώληση ειδών πυροτεχνίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 98/34/ΕΚ

3

Το άρθρο 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πληροφοριών (ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18), προβλέπει τα εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

“Προϊόν”: κάθε προϊόν βιομηχανικής κατασκευής, και κάθε γεωργικό προϊόν, συμπεριλαμβανομένων και των αλιευτικών προϊόντων.

2)

“υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

[…]

3)

“Τεχνική προδιαγραφή”: η προδιαγραφή που περιέχεται σε έγγραφο στο οποίο ορίζονται τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως τα επίπεδα ποιότητας ή ιδιότητες χρήσης, η ασφάλεια, οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμής, τη συσκευασία, τη σήμανση και το ετικετάρισμα, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας.

[…]

4)

“Άλλη απαίτηση”: απαίτηση, εκτός των τεχνικών προδιαγραφών, επιβαλλόμενη σε ένα προϊόν, ιδίως για λόγους προστασίας των καταναλωτών ή του περιβάλλοντος, η οποία αφορά τον κύκλο ζωής του προϊόντος μετά τη διάθεσή του στην αγορά, όπως οι συνθήκες χρησιμοποίησης, ανακύκλωσης, επαναχρησιμοποίησης ή εξάλειψής του, εφόσον οι συνθήκες αυτές μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη σύνθεση ή τη φύση του προϊόντος, ή την εμπορία του.

5)

“κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες”: απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο σημείο 2 και στην άσκησή τους, ειδικότερα διατάξεις για τους παρέχοντες υπηρεσίες, τις υπηρεσίες και τον αποδέκτη των υπηρεσιών, εξαιρουμένων των κανόνων που δεν αναφέρονται ειδικά στις υπηρεσίες που ορίζονται στο ίδιο σημείο.

[…]

11)

“τεχνικός κανόνας”: τεχνική προδιαγραφή ή άλλη απαίτηση ή κανόνας σχετικά με τις υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των οικείων διοικητικών διατάξεων των οποίων η τήρηση είναι υποχρεωτική de jure ή de facto, για την εμπορία, την παροχή υπηρεσιών, την εγκατάσταση ενός φορέα παροχής υπηρεσιών ή τη χρήση σε κράτος μέλος ή σε σημαντικό τμήμα του κράτους αυτού, όπως επίσης, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 10, οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

[…]

Η παρούσα οδηγία δεν ισχύει για τα μέτρα που τα κράτη μέλη κρίνουν αναγκαία στο πλαίσιο της συνθήκης προκείμενου να εξασφαλίσουν την προστασία του κοινού, και ιδιαίτερα των εργαζομένων, κατά τη χρήση προϊόντων, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν επηρεάζουν τα προϊόντα.»

4

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή κάθε σχέδιο τεχνικού κανόνα, εκτός εάν πρόκειται απλώς για αυτούσια μεταφορά ενός διεθνούς ή ευρωπαϊκού προτύπου, οπότε αρκεί μια απλή πληροφόρηση ως προς το συγκεκριμένο πρότυπο· επίσης, απευθύνουν στην Επιτροπή κοινοποίηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους είναι αναγκαία η θέσπιση ενός τέτοιου τεχνικού κανόνα, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί συνάγονται ήδη από το ίδιο το σχέδιο.

[…]»

Η οδηγία 2006/123

5

Η αιτιολογική σκέψη 76 της οδηγίας 2006/123 έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν αφορά την εφαρμογή των άρθρων [34 έως 36 ΣΛΕΕ] σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Οι περιορισμοί που απαγορεύονται σύμφωνα με τη διάταξη περί ελευθερίας παροχής υπηρεσιών αφορούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται για την πρόσβαση ή την άσκηση δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και όχι τις απαιτήσεις σχετικά με τα ίδια τα εμπορεύματα.»

6

Το άρθρο 1, παράγραφος 5, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τους κανόνες ποινικού δικαίου των κρατών μελών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών εφαρμόζοντας διατάξεις ποινικού δικαίου οι οποίες ρυθμίζουν ειδικά ή επηρεάζουν την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή τους, κατά παρέκκλιση των κανόνων της παρούσας οδηγίας.»

7

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

στις μη οικονομικές υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος·

β)

στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες […]

γ)

στις υπηρεσίες και τα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών καθώς και στις συναφείς εγκαταστάσεις και υπηρεσίες όσον αφορά τα θέματα που ρυθμίζονται από τις οδηγίες 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ, 2002/22/ΕΚ και 2002/58/ΕΚ·

δ)

υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών […]

ε)

στις υπηρεσίες που παρέχονται από γραφεία εύρεσης προσωρινής εργασίας·

στ)

στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης […]

ζ)

στις οπτικοακουστικές υπηρεσίες […]

η)

στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών τυχηρών παιγνίων στα οποία ο παίκτης στοιχηματίζει νομισματική αξία […]

θ)

στις δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, όπως ορίζεται στο άρθρο [51 ΣΛΕΕ]·

ι)

στις κοινωνικές υπηρεσίες που σχετίζονται με την κοινωνική στέγαση, την παιδική μέριμνα και τη στήριξη των οικογενειών και των ατόμων που έχουν μονίμως ή προσωρινώς ανάγκη, οι οποίες παρέχονται από το κράτος, από παρόχους για λογαριασμό του κράτους ή από φιλανθρωπικές οργανώσεις αναγνωρισμένες από το κράτος·

ια)

στις ιδιωτικές υπηρεσίες ασφαλείας·

ιβ)

στις υπηρεσίες των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, που διορίζονται με επίσημη πράξη της Διοικήσεως.

3.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στον τομέα της φορολογίας.»

8

Το άρθρο 4, σημείο 1, της οδηγίας 2006/123 ορίζει την έννοια της «υπηρεσίας» ως «κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής, κατά το άρθρο [57 ΣΛΕΕ]».

9

Το κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας αυτής επιγράφεται «Ελευθερία εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών» και στο τμήμα 1, «Άδειες», συγκεκριμένα δε στο άρθρο 10, με τίτλο «Προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας», προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα συστήματα χορήγησης άδειας βασίζονται σε κριτήρια τα οποία δεν επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν την εξουσία τους αυθαίρετα.

2.   Τα κριτήρια της παραγράφου 1:

α)

δεν εισάγουν διακρίσεις·

β)

δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημόσιου συμφέροντος·

γ)

είναι αναλογικά προς τον προαναφερόμενο στόχο δημόσιου συμφέροντος·

δ)

είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση·

ε)

είναι αντικειμενικά·

στ)

έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων·

ζ)

είναι διαφανή και προσβάσιμα.

[…]

7.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει την κατανομή των τοπικών ή περιφερειακών αρμοδιοτήτων των αρχών των κρατών μελών που εκδίδουν τις άδειες αυτές.»

Η οδηγία 2007/23

10

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 10, 11, 13, 16 και 22 της οδηγίας 2007/23 έχουν ως εξής:

«(2)

Οι εν λόγω νόμοι, κανονισμοί και διοικητικές διατάξεις, εφόσον ενδέχεται να δημιουργήσουν φραγμούς στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, θα πρέπει να εναρμονίζονται ώστε να επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας εντός της εσωτερικής αγοράς, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της ασφαλείας και της προστασίας των καταναλωτών και των επαγγελματιών τελικών χρηστών.

[…]

(4)

Η οδηγία 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 1996, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες [(ΕΕ 1997, L 10, σ. 13)], ορίζει απαιτήσεις ασφαλείας για τις εγκαταστάσεις όπου υπάρχουν, μεταξύ άλλων επικίνδυνων πυροτεχνικών ουσιών, εκρηκτικές ουσίες.

[…]

(10)

Η χρήση των ειδών πυροτεχνίας, ιδίως των πυροτεχνημάτων, υπόκειται σε εμφανώς διαφορετικές πολιτιστικές συνήθειες και παραδόσεις στα αντίστοιχα κράτη μέλη. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να επιτραπεί στα κράτη μέλη να λαμβάνουν εθνικά μέτρα για τον περιορισμό της χρήσης ή της πώλησης ορισμένων κατηγοριών πυροτεχνημάτων στο ευρύ κοινό για λόγους δημόσιας ασφαλείας ή προστασίας.

(11)

Είναι σκόπιμο να καθιερωθούν βασικές απαιτήσεις ασφαλείας για τα είδη πυροτεχνίας, προκειμένου να προστατεύονται οι καταναλωτές και να προλαμβάνονται ατυχήματα.

[…]

(13)

Όταν πληρούνται οι βασικές απαιτήσεις ασφαλείας, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να μπορούν να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας από τα κράτη μέλη σε κατασκευαστές, διανομείς και εισαγωγείς.

[…]

(16)

Σύμφωνα με τη “Νέα προσέγγιση στο θέμα της τεχνικής εναρμόνισης και τυποποίησης” για τα είδη πυροτεχνίας που παράγονται με βάση εναρμονισμένα πρότυπα, θα πρέπει να ισχύει τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας της παρούσας οδηγίας.

[…]

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπισθεί βάσει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

11

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας στην εσωτερική αγορά εξασφαλίζοντας, συγχρόνως, υψηλό επίπεδο της προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της δημόσιας ασφαλείας και της προστασίας και της ασφαλείας των καταναλωτών και λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά ζητήματα που συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.

2.   Η παρούσα οδηγία καθιερώνει τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας τις οποίες πρέπει να τηρούν τα είδη πυροτεχνίας ενόψει της διάθεσής τους στην αγορά.

[…]»

12

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1)

“Είδος πυροτεχνίας” σημαίνει κάθε είδος που περιέχει εκρηκτικές ουσίες ή εκρηκτικό μείγμα ουσιών που έχουν σχεδιασθεί για να παράγουν θερμότητα, φως, ήχο, αέριο ή καπνό ή συνδυασμό αυτών των αποτελεσμάτων μέσα από εξώθερμη, αυτοσυντηρούμενη χημική αντίδραση.

[…]

8)

“Διανομέας” σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην εφοδιαστική αλυσίδα το οποίο καθιστά ένα είδος πυροτεχνίας διαθέσιμο στην αγορά στο πλαίσιο της επιχείρησής του.

[…]»

13

Το άρθρο 6 της οδηγίας 2007/23 φέρει τον τίτλο «Ελεύθερη κυκλοφορία» και ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν αποκλείουν, επίσης, τη λήψη μέτρων από κράτος μέλος τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, ασφαλείας, ή προστασίας του περιβάλλοντος, και τα οποία αποσκοπούν στην απαγόρευση ή στον περιορισμό της κατοχής, της χρήσης ή/και της πώλησης στο ευρύ κοινό των πυροτεχνημάτων των κατηγοριών 2 και 3, των ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο και άλλων ειδών πυροτεχνίας.

[…]»

14

Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι τα είδη πυροτεχνίας μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνο εάν, όταν αποθηκεύονται σωστά και χρησιμοποιούνται για το σκοπό για τον οποίο προορίζονται, δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των ατόμων.»

15

Το άρθρο 20, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται στις παραβάσεις των διατάξεων του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

Η οδηγία 2013/29

16

Το άρθρο 4 της οδηγίας 2013/29 επιγράφεται «Ελεύθερη κυκλοφορία» και ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή παρεμποδίζουν τη διαθεσιμότητα στην αγορά, ειδών πυροτεχνίας τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν αποκλείει, επίσης, τη λήψη μέτρων από κράτος μέλος, τα οποία δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας, υγείας και προστασίας, ή προστασίας του περιβάλλοντος, και αποσκοπούν στην απαγόρευση ή στον περιορισμό της κατοχής, της χρήσης και/ή της πώλησης στο ευρύ κοινό, πυροτεχνημάτων των κατηγοριών F2 και F3, ειδών πυροτεχνίας για το θέατρο και άλλων ειδών πυροτεχνίας.

[…]»

17

Το άρθρο 45 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε οικονομικούς φορείς οι οποίοι παραβιάζουν διατάξεις του εθνικού δικαίου που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίζεται η επιβολή τους. Οι κανόνες αυτοί δύνανται να περιλαμβάνουν ποινικές κυρώσεις για σοβαρές παραβάσεις.

Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

18

Το άρθρο 48, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η οδηγία 2007/23[…] όπως τροποποιήθηκε από τις πράξεις που παρατίθενται στο παράρτημα IV μέρος A καταργείται με ισχύ από την 1η Ιουλίου 2015, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και των ημερομηνιών εφαρμογής της δέσμης οδηγιών που αναφέρεται στο παράρτημα IV μέρος Β.»

19

Το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/29 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το βελγικό δίκαιο

20

Το άρθρο 5 του wet betreffende ontplofbare en voor de deflagratie vatbare stoffen en mengsels en de daarmede geladen tuigen (νόμου περί εκρηκτικών και εύφλεκτων υλικών και μειγμάτων καθώς και των φορτωμένων με αυτά οχημάτων), της 28ης Μαΐου 1956 (Belgisch Staatsblad της 9ης Ιουνίου 1956, σ. 3990), όπως ίσχυε στη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος της 28ης Μαΐου 1956), ορίζει τα εξής:

«Οι παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 1 τιμωρούνται με ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε ημερών έως δύο ετών και πρόστιμο εκατό έως χιλίων βελγικών φράγκων, ή με μία μόνο από τις δύο αυτές ποινές.»

21

Το άρθρο 200 του koninklijk besluit houdende algemeen reglement betreffende het fabriceren, opslaan, onder zich houden, verkopen, vervoeren en gebruiken van springstoffen (βασιλικού διατάγματος περί κατασκευής, αποθηκεύσεως, κατοχής, πωλήσεως, μεταφοράς και χρήσεως εκρηκτικών), της 23ης Σεπτεμβρίου 1958 (Belgisch Staatsblad της 22ας Δεκεμβρίου 1958, σ. 9075), όπως ίσχυε στη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 23ης Σεπτεμβρίου 1958), ορίζει τα εξής:

«Δεν επιτρέπεται η διατήρηση εκρηκτικών, σε ποσότητες που υπερβαίνουν εκείνες τις οποίες κάθε ένας δύναται να κατέχει δυνάμει του άρθρου 265, [εκτός] αποθηκών ή αποθηκευτικών χώρων για τους οποίους έχει χορηγηθεί σχετική άδεια.»

22

Το άρθρο 257 του βασιλικού αυτού διατάγματος προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η πώληση εκρηκτικών σε ποσότητες που υπερβαίνουν εκείνες τις οποίες κάθε ένας δύναται να κατέχει και οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 265 επιτρέπεται μόνον αν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

ο αγοραστής διαθέτει άδεια μεταφοράς, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 72·

ο αγοραστής διαθέτει άδεια αποθηκεύσεως ή προσωρινής κατοχής των εν λόγω προϊόντων·

ο αγοραστής αποδεικνύει ότι ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα των εκρηκτικών ως κατασκευαστής, έμπορος ή χρήστης εκρηκτικών.

Η προβλεπόμενη στο σημείο 2 προϋπόθεση εφαρμόζεται μόνον αν τα αγορασθέντα εμπορεύματα προορίζονται για αποθήκευση ή προσωρινή κατοχή στη βελγική επικράτεια.

Ο πωλητής ελέγχει και αρχειοθετεί όλα τα έγγραφα που του παραδίδουν οι αγοραστές προς απόδειξη της εκπληρώσεως των προβλεπόμενων στο πρώτο εδάφιο υποχρεώσεων. Τα εν λόγω έγγραφα τηρούνται, για διάστημα τουλάχιστον τριών ετών, στη διάθεση των υπαλλήλων της Algemene Directie Kwaliteit en Veiligheid van de Federale Overheidsdienst Economie, K.M.O., Middenstand en Energie [(Γενικής Διευθύνσεως Ποιότητας και Ασφάλειας του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας, Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, Μεσαίων Τάξεων και Ενέργειας)] και των αστυνομικών και δικαστικών αρχών στους χώρους στους οποίους πραγματοποιούνται οι πωλήσεις.»

23

Το άρθρο 260 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Οι λιανοπωλητές οφείλουν να διαθέτουν πάντοτε άδεια αποθηκεύσεως· δεν μπορούν να κατέχουν ή να πωλούν ούτε σε ελάχιστη ποσότητα εκρηκτικά διαφορετικά από τα μνημονευόμενα στο άρθρο 261.

Οι αποθήκες τους πρέπει να διευθετούνται και να τηρούνται κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 251.»

24

Το άρθρο 261 του βασιλικού διατάγματος της 23ης Σεπτεμβρίου 1958 προβλέπει τα εξής:

«Η φύση και οι ποσότητες των εκρηκτικών τα οποία μπορούν να διατηρούν οι λιανοπωλητές καθορίζονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με την απόφαση χορηγήσεως άδειας, ανάλογα με τον βαθμό ασφάλειας κάθε αποθήκης.

Τα εν λόγω προϊόντα δεν διατηρούνται πέραν των ακόλουθων ποσοτήτων:

[…]

εορταστικά πυροτεχνήματα και βεγγαλικά με συνολικό περιεχόμενο 50 κιλών πυροτεχνικών υλικών·

[…]».

25

Το άρθρο 265 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Ουδεμία άδεια απαιτείται για την κατοχή:

[…]

ποσότητας εορταστικών πυροτεχνημάτων και βεγγαλικών με συνολικό περιεχόμενο [ενός] κιλού πυροτεχνικών υλικών.»

26

Το άρθρο 300 του βασιλικού αυτού διατάγματος ορίζει:

«Οι παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος διατάγματος, εξαιρουμένου του άρθρου 295, των αποφάσεων που εκδίδονται σε εκτέλεση των διατάξεων αυτών, καθώς και των διατάξεων των κανονιστικών αποφάσεων χορηγήσεως άδειας τιμωρούνται με τις ποινές που προβλέπονται στον νόμο της 28ης Μαΐου 1956.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

27

H Original, εταιρία με έδρα στο Olen (Βέλγιο), ασκεί δραστηριότητες εισαγωγέα, χονδρεμπόρου και διανομέα πυροτεχνικών ειδών. Στο πλαίσιο αυτό, διαθέτει δύο σημεία πώλησης στο Baarle-Hertog (Βέλγιο), κοινότητα που βρίσκεται εν μέρει στην επαρχία της Βόρειας Βραβάντης (Κάτω Χώρες), της οποίας τμήμα περικλείεται από την κοινότητα Baarle-Nassau (Κάτω Χώρες). Τα εν λόγω σημεία πώλησης τα εκμεταλλεύεται η Van Gennip, εταιρία με έδρα στο Baarle‑Hertog. Ο A. ten Velde και ο A. van der Schoot, Ολλανδοί υπήκοοι, είναι οι υπεύθυνοι των εν λόγω σημείων πώλησης.

28

Ο A. ten Velde και ο A. van der Schoot, καθώς και η Van Gennip και η Original διώκονται ποινικά βάσει του βασιλικού διατάγματος της 23ης Σεπτεμβρίου 1958 και του νόμου της 28ης Μαΐου 1956, πρώτον, για αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλικών μεγαλύτερο από το αναγραφόμενο στις άδειες που τους είχαν χορηγήσει οι βελγικές αρχές μέγιστο βάρος, δεύτερον, για αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας σε μη επιτρεπόμενους χώρους και, τρίτον, για πώληση ειδών πυροτεχνίας σε πρόσωπα που δεν διέθεταν κατάλληλη άδεια.

29

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, καταρχάς, ότι ο A. ten Velde και ο A. van der Schoot θεωρούν ότι η ποινικοποίηση των παραβάσεων στην οποία προέβη η βελγική νομοθεσία αντίκειται στο άρθρο 45 της οδηγίας 2013/29, στο μέτρο που κατά το άρθρο αυτό οι ποινικές κυρώσεις προορίζονται μόνο για τις σοβαρές παραβάσεις. Κανένα, όμως, από τα πραγματικά περιστατικά που τους προσάπτονται δεν αποτελεί σοβαρή παράβαση. Η openbaar ministerie (εισαγγελική αρχή, Βέλγιο) υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η οδηγία αυτή καταλείπει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν είτε διοικητικές κυρώσεις είτε ποινικές κυρώσεις ή σωρευτικώς αμφότερα τα είδη κυρώσεων.

30

Οι κατηγορούμενοι και η εισαγγελική αρχή διαφωνούν, επίσης, ως προς το ζήτημα αν η απαίτηση ταυτόχρονης κατοχής τόσο ομοσπονδιακής άδειας εκρηκτικών όσο και περιφερειακής περιβαλλοντικής άδειας συνάδει με τις οδηγίες 2007/23 και 2013/29 καθώς και με την οδηγία 2006/123.

31

Τέλος, ο A. van der Schoot φρονεί ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία απαγορεύει την πώληση εκρηκτικών με περιεχόμενο μεγαλύτερο του ενός κιλού (kg) πυροτεχνικών υλικών σε ιδιώτες που δεν κατέχουν κατάλληλη άδεια αντίκειται στις οδηγίες 2007/23 και 2013/29.

32

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank van eerste aanleg te Antwerpen (πρωτοδικείο Αμβέρσας, Βέλγιο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Δύνανται οι ακόλουθες παραβιάσεις της βελγικής νομοθεσίας περί ειδών πυροτεχνίας να χαρακτηριστούν ως “σοβαρές παραβάσεις” κατά την έννοια του άρθρου 45 της [οδηγίας 2013/29]:

α)

πώληση ειδών πυροτεχνίας 2,666 κιλών πυροτεχνικών υλικών συνολικά, δηλαδή παράβαση των άρθρων 265, σημείο 7, και 257 του [βασιλικού διατάγματος της 23 Σεπτεμβρίου 1958], το οποίο απαγορεύει την πώληση ειδών πυροτεχνίας σε ποσότητα που υπερβαίνει το 1 κιλό πυροτεχνικών υλικών, αν ο καταναλωτής δεν διαθέτει ατομική διοικητική άδεια για την κατοχή μεγαλύτερης ποσότητας ειδών πυροτεχνίας·

β)

υπέρβαση του καθορισμένου ορίου αποθηκεύσεως και μη χρήση των χώρων αποθηκεύσεως που προβλέπονται σε ομοσπονδιακή άδεια πυροτεχνημάτων, ενώ ήδη υπήρχε περιφερειακή περιβαλλοντική άδεια για την αποθήκευση των όντως μεγαλύτερων ποσοτήτων στους σχετικούς χώρους·

γ)

όλως προσωρινή αποθήκευση πολύ μικρών ποσοτήτων ειδών πυροτεχνίας σε διάφορους χώρους μη οριζόμενους από την άδεια για την αποθήκευση, εντός της περιμέτρου καταστήματος λιανικού εμπορίου ειδών πυροτεχνίας, το οποίο διαθέτει τόσο ομοσπονδιακή άδεια πυροτεχνημάτων όσο και περιφερειακή περιβαλλοντική άδεια;

2)

Αντιτίθεται η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ειδών πυροτεχνίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2007/23] (νυν άρθρο 4, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2013/29]), εν ανάγκη σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της [οδηγίας 2006/123], σε εθνική ρύθμιση η οποία συνδέει τους χώρους αποθηκεύσεως των σύμφωνων με την [οδηγία 2007/23] ειδών πυροτεχνίας, που αποτελούν αντικείμενο λιανικού εμπορίου, με τη διττή προϋπόθεση κατοχής, αφενός, άδειας χορηγηθείσας κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί κατασκευής, αποθηκεύσεως, κατοχής, πωλήσεως, μεταφοράς και χρήσεως εκρηκτικών υλών και, αφετέρου, άδειας χορηγηθείσας κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί περιβαλλοντικών αδειών για οχληρές εγκαταστάσεις, ενώ αμφότερα τα συστήματα για τη χορήγηση άδειας έχουν στην ουσία τον ίδιο στόχο (την πρόληψη κινδύνων για την ασφάλεια), και ένα από τα δύο αυτά συστήματα για τη χορήγηση άδειας (εν προκειμένω, αυτό που αφορά τα εκρηκτικά) θέτει ένα (πολύ) χαμηλό ανώτατο όριο για την αποθήκευση εορταστικών πυροτεχνημάτων (συνολικά 50 κιλά [πυροτεχνικών υλικών], δηλαδή ενεργών υλικών);

3)

Αντιτίθεται η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας ειδών πυροτεχνίας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος [2], της [οδηγίας 2013/29] και στο άρθρο 6, παράγραφος [2], της [οδηγίας 2007/23] (εν ανάγκη σε συνδυασμό με τα άρθρα 34, 35 και 36 [ΣΛΕΕ]) και σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, σε εθνική ρύθμιση η οποία απαγορεύει την κατοχή ή χρήση και την πώληση σε καταναλωτές εορταστικών πυροτεχνημάτων (πυροτεχνημάτων των κατηγοριών 2 και 3 κατά την έννοια της [οδηγίας 2007/23]) τα οποία περιέχουν πάνω από 1 κιλό πυροτεχνικών υλικών;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

33

Επισημαίνεται ότι με τις γραπτές τους παρατηρήσεις ο A. ten Velde και ο A. van der Schoot υποστήριξαν ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει την κατοχή ή τη χρήση εορταστικών πυροτεχνημάτων με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλικών ανώτερο του ενός κιλού από καταναλωτές και την πώλησή τους σε καταναλωτές αποτελεί τεχνικό κανόνα και ειδικότερα «άλλη απαίτηση», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34. Οι ανωτέρω υποστηρίζουν ότι, ελλείψει κοινοποίησης της ρύθμισης αυτής από το Βασίλειο του Βελγίου προς την Επιτροπή, η εν λόγω ρύθμιση ήταν παράνομη και δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

34

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η Βελγική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εν λόγω ρύθμιση αποτελεί αναγκαίο μέτρο «προκειμένου να εξασφαλ[ισθεί η] προστασία του κοινού, και ιδιαίτερα των εργαζομένων, κατά τη χρήση προϊόντων», κατά την έννοια του άρθρο 1, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 98/34, και ότι ως εκ τούτου η οδηγία 98/34 δεν έχει εφαρμογή στην κύρια δίκη.

35

Ως προς το ζήτημα αυτό επισημαίνεται ότι, αφενός, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ναι μεν η εθνική κανονιστική ρύθμιση της κύριας δίκης αποσκοπεί πράγματι στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας, πλην όμως δεν αφορά τη χρήση των ειδών πυροτεχνίας αλλά την πώλησή τους. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 98/34.

36

Αφετέρου, παραμένει κρίσιμο το ζήτημα αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση της κύριας δίκης αποτελεί «τεχνικό κανόνα», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34 και αν, ως τέτοιος κανόνας, εμπίπτει στην υποχρέωση κοινοποίησης προς την Επιτροπή, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

37

Πρέπει να υπομνησθεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι η έννοια του «τεχνικού κανόνα» καλύπτει τέσσερις κατηγορίες μέτρων, ήτοι, πρώτον, την «τεχνική προδιαγραφή», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3, της οδηγίας 98/34, δεύτερον, την «άλλη απαίτηση», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 4, της οδηγίας αυτής, τρίτον, τον «κανόνα σχετικά με τις υπηρεσίες», για τον οποίο γίνεται λόγος στο άρθρο 1, σημείο 5, της εν λόγω οδηγίας και, τέταρτον, τις «νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών που απαγορεύουν την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία ή χρήση ενός προϊόντος και την παροχή ή χρήση μιας υπηρεσίας ή την εγκατάσταση για την παροχή των υπηρεσιών αυτών», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 11, της ίδιας οδηγίας (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S., C-303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 18 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38

Καταρχάς, όσον αφορά την έννοια της «τεχνικής προδιαγραφής», υπενθυμίζεται ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει ότι το εθνικό μέτρο αφορά οπωσδήποτε το ίδιο το προϊόν ή τη συσκευασία του και καθορίζει, ως εκ τούτου, ένα από τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως οι διαστάσεις, η ονομασία πώλησης, το ετικετάρισμα και η σήμανση (απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Ivansson κ.λπ., C-307/13, EU:C:2014:2058, σκέψη 19 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Όπως, όμως, ανέφερε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, η βελγική κανονιστική ρύθμιση δεν αφορά τα ίδια τα είδη πυροτεχνίας ή τη συσκευασία τους, και επομένως η ρύθμιση αυτή δεν καθορίζει κάποιο από τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά των εν λόγω προϊόντων. Επομένως, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν αποτελεί «τεχνική προδιαγραφή», κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3, της οδηγίας 98/34.

39

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την κατηγορία των «άλλων απαιτήσεων», διαπιστώνεται ότι, για να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «άλλη απαίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34, ένα εθνικό μέτρο πρέπει να αποτελεί «όρο» δυνάμενο να επηρεάσει σημαντικά τη σύνθεση, τη φύση ή την εμπορία του προϊόντος (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S., C-303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 20 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40

Επισημαίνεται επ’ αυτού ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 76 των προτάσεών του, η βελγική κανονιστική ρύθμιση εξαρτά την πώληση ειδών πυροτεχνίας με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλικών που υπερβαίνει το ένα κιλό από την απόκτηση άδειας εκ μέρους του αγοραστή. Συνεπώς, η απαιτούμενη άδεια αποτελεί όρο που δεν επιβάλλεται στο προϊόν αλλά στους πιθανούς αγοραστές και, εμμέσως, στις επιχειρήσεις που πωλούν είδη πυροτεχνίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 21ης Απριλίου 2005, Lindberg, C-267/03, EU:C:2005:246, σκέψη 87, καθώς και της 13ης Οκτωβρίου 2016, M. και S., C‑303/15, EU:C:2016:771, σκέψη 29).

41

Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί «άλλη απαίτηση», κατά τη έννοια του άρθρου 1, σημείο 4, της οδηγίας 98/34.

42

Κατά τρίτον, όσον αφορά την κατηγορία των «κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες», υπενθυμίζεται ότι βάσει του άρθρου 1, σημείο 5, της οδηγίας 98/34, συνιστά τέτοιο κανόνα κάθε απαίτηση γενικής φύσεως σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες των υπηρεσιών που περιγράφονται στο άρθρο 1, σημείο 2, της εν λόγω οδηγίας, υπηρεσίες οι οποίες αναφέρονται ειδικότερα σε «οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών» (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, Ince, C-336/14, EU:C:2016:72, σκέψη 74).

43

Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν αφορά υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 2, της οδηγίας 98/34. Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή δεν είναι δυνατόν να εμπίπτει στην κατηγορία των «κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες» της κοινωνίας των πληροφοριών, κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 5, της οδηγίας αυτής.

44

Κατά τέταρτον, όσον αφορά την κατηγορία των απαγορεύσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 1, σημείο 11, της οδηγίας 98/34, αρκεί η επισήμανση ότι η επίμαχη ρύθμιση της κύριας δίκης δεν θα μπορούσε κατά μείζονα λόγο να εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, δεδομένου ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 78 των προτάσεών του, η ρύθμιση αυτή δεν απαγορεύει την εμπορία ειδών πυροτεχνίας με περιεχόμενο σε πυροτεχνικά υλικά μεγαλύτερο του ενός κιλού, αλλά την εξαρτά από τον όρο ο αγοραστής να είναι κάτοχος άδειας.

45

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση δεν εμπίπτει στην έννοια του «τεχνικού κανόνα» της οδηγίας 98/34, για την οποία ισχύει η υποχρέωση κοινοποίησης βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής –υποχρέωση της οποίας η παράβαση έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή ενός τέτοιου κανόνα.

Επί του τρίτου ερωτήματος

46

Με το τρίτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ειδών πυροτεχνίας, όπως κατοχυρώνεται ιδίως στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2007/23 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/29, ενδεχομένως και από κοινού με τα άρθρα 34 έως 36 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει την κατοχή ή τη χρήση εκ μέρους των καταναλωτών και την πώληση προς αυτούς εορταστικών πυροτεχνημάτων με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλικών ανώτερο του ενός κιλού.

47

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό επισημαίνεται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, ο A. van der Schoot διώκεται για πώληση εορταστικών πυροτεχνημάτων των κατηγοριών 2 και 3, κατά την έννοια της οδηγίας 2007/23, με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλών ανώτερο του ενός κιλού, σε ιδιώτη ο οποίος δεν διέθετε την αναγκαία άδεια. Δεδομένου ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά έλαβαν χώρα στις 23 Δεκεμβρίου 2012, ήτοι, όπως προκύπτει από τα άρθρα 48 και 49 της οδηγίας 2013/29, πριν από την έκδοση και την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής, στη διαδικασία της κύριας δίκης εφαρμόζεται ratione temporis η οδηγία 2007/23.

48

Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 2 και το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/23, βασικός σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να εμποδίσει τους φραγμούς που προκαλούνται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο από διαφορές στις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές ρυθμίσεις των κρατών μελών σχετικά με την οριζόμενη στην οδηγία διάθεση των ειδών πυροτεχνίας στην αγορά, και συνεπώς να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών αυτών στην εσωτερική αγορά, εξασφαλίζοντας συγχρόνως υψηλό επίπεδο προστασίας της ανθρώπινης υγείας και της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και υψηλό επίπεδο προστασίας της ασφάλειας των καταναλωτών και των επαγγελματιών τελικών χρηστών (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-220/15, EU:C:2016:815, σκέψη 40).

49

Όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των ειδών πυροτεχνίας, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/23 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρεμποδίζουν την εμπορία των ειδών πυροτεχνίας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός αν τα μέτρα που θεσπίζουν εμπίπτουν στις εξαιρέσεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ανωτέρω οδηγίας ή αφορούν την εποπτεία της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 6, της οδηγίας αυτής (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C-220/15, EU:C:2016:815, σκέψη 43).

50

Εν προκειμένω, στο μέτρο που το τρίτο ερώτημα αφορά την ερμηνεία τόσο των άρθρων 34 έως 36 ΣΛΕΕ όσο και του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2007/23, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η τελευταία αυτή διάταξη επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικά μέτρα προκειμένου να περιορίζουν, για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας ή και για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, τη χρήση και τη πώληση, σε ιδιώτες, ορισμένων κατηγοριών πυροτεχνημάτων. Η ευχέρεια αυτή αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη για τον λόγο ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας αυτής, η χρήση των ειδών πυροτεχνίας, ιδίως δε των πυροτεχνημάτων, υπόκειται σε εμφανώς διαφορετικές πολιτιστικές συνήθειες και παραδόσεις των κρατών μελών.

51

Συνεπώς, δεδομένου ότι το ζήτημα του περιορισμού της χρήσης και της πώλησης ορισμένων κατηγοριών πυροτεχνημάτων διέπεται από την οδηγία 2007/23, ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, παρέλκει η ερμηνεία των άρθρων 34 και 36 ΣΛΕΕ.

52

Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει την πώληση πυροτεχνημάτων που περιέχουν πυροτεχνικά υλικά βάρους μεγαλύτερου του ενός κιλού προς καταναλωτές οι οποίοι δεν διαθέτουν σχετική άδεια περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των πυροτεχνημάτων. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/23, οι περιορισμοί της ελεύθερης κυκλοφορίας ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής κατ’ αρχήν απαγορεύονται.

53

Ωστόσο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, για λόγους δημόσιας τάξης, ασφάλειας, ή και προστασίας του περιβάλλοντος.

54

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Βελγική Κυβέρνηση υποστήριξε, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση αποσκοπεί στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως δυσανάλογη.

55

Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, μολονότι το αιτούν δικαστήριο είναι αυτό στο οποίο απόκειται εν τέλει να ελέγξει, στο πλαίσιο συνολικής εκτίμησης όλων των κρίσιμων νομικών και πραγματικών περιστάσεων, αν η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση μπορεί να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών και αν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών μέτρου, το Δικαστήριο, το οποίο καλείται από το εν λόγω δικαστήριο να δώσει μια χρήσιμη απάντηση, είναι αρμόδιο να του παράσχει, με βάση τη δικογραφία που διαθέτει καθώς και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν σε αυτό, στοιχεία που θα επιτρέψουν στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιόν του.

56

Κατά πρώτον, όσον αφορά το κατά πόσον η εθνική νομοθεσία είναι ικανή να προστατεύσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν, σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες, που ενδέχεται να διαφέρουν αναλόγως του κράτους μέλους και της χρονικής περιόδου, τις απαιτήσεις δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη είναι τα μόνα αρμόδια για τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εσωτερικής ασφάλειας εντός του εδάφους τους και διαθέτουν περιθώρια εκτίμησης για να καθορίζουν τα μέτρα που είναι ικανά να οδηγήσουν σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες και με τη σημασία που τα κράτη αυτά αποδίδουν σε σκοπούς θεμιτούς από την άποψη του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1999, Heinonen, C-394/97, EU:C:1999:308, σκέψη 43, της 14ης Μαρτίου 2000, Église de scientologie, C-54/99, EU:C:2000:124, σκέψη 17, και της 10ης Ιουλίου 2008, Jipa, C-33/07, EU:C:2008:396, σκέψη 23).

57

Πρέπει να προστεθεί, επ’ αυτού, ότι κατά πάγια νομολογία η επίκληση της εξαίρεσης της δημόσιας τάξης και ασφάλειας συνιστά παρέκκλιση από τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται στενά και της οποίας το περιεχόμενο δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη χωρίς έλεγχο εκ μέρους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-503/03, EU:C:2006:74, σκέψη 45· της 19ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-319/06, EU:C:2008:350, σκέψη 30, και της 13ης Ιουλίου 2017, E, C-193/16, EU:C:2017:542, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

58

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η έννοια της δημόσιας τάξης προϋποθέτει, εν πάση περιπτώσει, πέραν της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης –που προκαλείται από κάθε παράβαση του νόμου– την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-503/03, EU:C:2006:74, σκέψη 46, της 19ης Ιουνίου 2008, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, C-319/06, EU:C:2008:350, σκέψη 50, καθώς και της 17ης Νοεμβρίου 2011, Aladzhov, C-434/10, EU:C:2011:750, σκέψη 35).

59

Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 88 των προτάσεών του, τα είδη πυροτεχνίας αποτελούν ως εκ της φύσεώς τους επικίνδυνα προϊόντα τα οποία μπορούν, όσον αφορά ιδίως την περίπτωση ειδών που περιέχουν πυροτεχνικά υλικά βάρους μεγαλύτερου του ενός κιλού, να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των προσώπων. Επισήμανε επίσης, ορθώς, ότι τα εν λόγω είδη, λόγω της ίδιας της φύσεώς τους και ανάλογα με τις περιστάσεις της χρήσεώς τους, μπορούν να διαταράξουν τη δημόσια τάξη.

60

Συνεπώς, η εξάρτηση της πώλησης, στους ιδιώτες, ειδών πυροτεχνίας που περιέχουν πυροτεχνικά υλικά βάρους μεγαλύτερου του ενός κιλού από την απόκτηση άδειας, μπορεί να αποτρέψει προσβολές της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, καθόσον η εθνική αυτή ρύθμιση επιτρέπει τον έλεγχο και, ενδεχομένως, τον περιορισμό της ποσότητας πυροτεχνικών υλικών που βρίσκονται στην κατοχή ενός προσώπου. Κατά συνέπεια, η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση παρίσταται κατάλληλη να προστατεύσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

61

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν η εθνική κανονιστική ρύθμιση βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών μέτρου, επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2007/23 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τα μέτρα που μπορούν να θεσπίσουν προκειμένου να προστατεύσουν τη δημόσια τάξη και ασφάλεια ή να διασφαλίσουν την προστασία του περιβάλλοντος. Στα μέτρα αυτά, τα οποία μπορούν να αφορούν τόσο την κατοχή όσο και τη χρήση και την πώληση ορισμένων προϊόντων πυροτεχνίας, περιλαμβάνονται απαγορευτικά μέτρα όπως τα μέτρα περιορισμού.

62

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν θεσπίζει απόλυτη απαγόρευση πώλησης των ειδών πυροτεχνίας, αλλά μόνο την προϋπόθεση ο καταναλωτής να διαθέτει άδεια προτού αγοράσει εορταστικά πυροτεχνήματα και βεγγαλικά με συνολικό περιεχόμενο πυροτεχνικού υλικού ανώτερου του ενός κιλού.

63

Συνεπώς, η ρύθμιση αυτή περιορίζει την πώληση ορισμένων ειδών πυροτεχνίας στον καταναλωτή.

64

Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στη σκέψη 97 των προτάσεών του, λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως η καταχώριση μετά την αγορά προϊόντων που περιέχουν πυροτεχνικά υλικά ορισμένου βάρους, δεν φαίνεται να είναι εξίσου αποτελεσματικά για την προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων που επικαλέσθηκε η Βελγική Κυβέρνηση. Μολονότι η επιβολή τέτοιων διαδικαστικών διατυπώσεων καθιστά, βεβαίως, δυνατό τον προσδιορισμό της ποσότητας πυροτεχνικών υλικών που αποκτά ο καταναλωτής, εντούτοις δεν ασκεί επιρροή ως προς την ποσότητα που μπορεί να αποκτηθεί ούτε, συνεπώς, ως προς την εξίσου αποτελεσματική αντιμετώπιση των προσβολών των επίμαχων θεμελιωδών συμφερόντων. Κατά συνέπεια, η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση δεν φαίνεται να βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

65

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ειδών πυροτεχνίας, όπως κατοχυρώνεται ιδίως στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2007/23, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει την κατοχή ή τη χρήση, εκ μέρους των καταναλωτών, και την πώληση σε αυτούς εορταστικών πυροτεχνημάτων με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλικών βάρους μεγαλύτερου του ενός κιλού, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή είναι ικανή να προστατεύσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και που δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την προστασία των θεμελιωδών αυτών συμφερόντων μέτρου, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

66

Με το δεύτερο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ειδών πυροτεχνίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2007/23, ενδεχομένως και σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/123, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για το λιανικό εμπόριο από διπλή αδειοδότηση και συγκεκριμένα από την κατοχή τόσο ομοσπονδιακής άδειας εκρηκτικών όσο και περιφερειακής περιβαλλοντικής άδειας, παρότι τα δύο αυτά συστήματα αδειοδότησης επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ο οποίος συνίσταται εν προκειμένω στην πρόληψη κινδύνων για την ασφάλεια, και το πρώτο από τα συστήματα αυτά θέτει ένα πολύ χαμηλό ανώτατο όριο για την αποθήκευση εορταστικών πυροτεχνημάτων.

67

Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, επιβάλλεται να επισημανθεί, κατά πρώτον, ότι εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/23.

68

Πράγματι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών του, από την αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής και από το άρθρο 14, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η αποθήκευση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας μόνο στο μέτρο που οι συνθήκες αποθήκευσης των ειδών πυροτεχνίας δεν πρέπει να θίγουν τη συμβατότητα των ειδών αυτών με τις βασικές απαιτήσεις ασφαλείας που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία.

69

Εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για το λιανικό εμπόριο από την απόκτηση διπλής άδειας, δεν μπορεί να επηρεάσει τη συμβατότητα των εν λόγω ειδών με τις απαιτήσεις τις οδηγίας.

70

Κατά δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί αν η επίμαχη εθνική κανονιστική ρύθμιση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123.

71

Υπενθυμίζεται, επ’ αυτού, ότι η οδηγία 2006/123, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, εφαρμόζεται στις υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε κράτος μέλος, με εξαίρεση τις δραστηριότητες και τους τομείς που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3.

72

Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη ρύθμιση δεν αφορά καμία από τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/123, ούτε άλλωστε εμπίπτει στον τομέα της φορολογίας.

73

Εξάλλου, κατά το άρθρο 4, σημείο 1, της οδηγίας αυτής, ως «υπηρεσία», για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας, νοείται κάθε μη μισθωτή οικονομική δραστηριότητα, που παρέχεται κατά κανόνα έναντι αμοιβής, κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 76 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι οι περιορισμοί που απαγορεύονται σύμφωνα με τη διάταξη περί ελευθερίας παροχής υπηρεσιών αφορούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται για την πρόσβαση ή την άσκηση δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών και όχι τις απαιτήσεις σχετικά με τα ίδια τα εμπορεύματα.

74

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, μολονότι η εθνική νομοθετική ρύθμιση αφορά τυπικά την αποθήκευση των ειδών πυροτεχνίας και όχι την πρόσβαση στη δραστηριότητα λιανικού εμπορίου των ειδών αυτών ή την άσκησή της, η αποθήκευση των ειδών πυροτεχνίας που προορίζονται να πωληθούν συνιστά, για τους λιανοπωλητές –όπως αυτοί της κύριας δίκης– απαραίτητη προϋπόθεση της εν λόγω δραστηριότητας λιανικού εμπορίου.

75

Πράγματι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, αφενός, η εν λόγω εθνική κανονιστική ρύθμιση αφορά τους «λιανοπωλητές» και, επομένως, την αποθήκευση με σκοπό την πώληση. Αφετέρου, η εξάρτηση από προηγούμενη άδεια, στο πλαίσιο δραστηριότητας λιανικού εμπορίου, της κατοχής εορταστικών πυροτεχνημάτων με πυροτεχνικά υλικά που υπερβαίνουν ορισμένη ποσότητα έχει αναμφίβολα συνέπειες τόσο για την πρόσβαση στην εν λόγω δραστηριότητα όσο και για την άσκησή της.

76

Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η δραστηριότητα λιανικού εμπορίου προϊόντων συνιστά «υπηρεσία» κατά την έννοια του άρθρο 4, σημείο 1, της οδηγίας 2006/123 (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2018, X και Visser, C-360/15 και C-31/16, EU:C:2018:44, σκέψεις 91 καθώς και 97).

77

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας τα οποία προορίζονται για το λιανικό εμπόριο από την απόκτηση διπλής άδειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123.

78

Δεδομένου ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με τη συμβατότητα της εν λόγω ρύθμισης προς το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/123, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας τα οποία πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για το λιανικό εμπόριο από την απόκτηση μιας τέτοιας διπλής άδειας, επιβάλλεται, αφενός, να διευκρινιστεί ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, η υποχρέωση των ενδιαφερομένων να κατέχουν ταυτόχρονα ομοσπονδιακή άδεια και περιφερειακή άδεια δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής λόγο ασυμβατότητας με την οδηγία 2006/123, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 7, της οδηγίας αυτής, το άρθρο αυτό «δεν θίγει την κατανομή των τοπικών ή περιφερειακών αρμοδιοτήτων των αρχών των κρατών μελών που εκδίδουν τις άδειες αυτές».

79

Αφετέρου, πρέπει να εξετασθεί αν οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας που ισχύουν για τα δύο αυτά καθεστώτα αδειοδότησης είναι σύμφωνες με τις ειδικές υποχρεώσεις που τίθενται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/123.

80

Βάσει της διάταξης αυτής, οι προϋποθέσεις αδειοδότησης πρέπει να μην εισάγουν διακρίσεις, να δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος και να είναι αναλογικές προς τον σκοπό αυτό, δηλαδή να είναι ικανές να εξασφαλίσουν την επίτευξη του εν λόγω σκοπού χωρίς να υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξή του μέτρο (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2015, Trijber και Harmsen, C-340/14 και C-341/14, EU:C:2015:641, σκέψη 70). Επιπλέον, η διάταξη αυτή απαιτεί οι προϋποθέσεις αδειοδότησης να είναι σαφείς και μη διφορούμενες, να είναι αντικειμενικές, διαφανείς και προσβάσιμες και να έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων.

81

Κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται εν τέλει στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιόν του, να κρίνει αν ένα μέτρο πληροί τις απαιτήσεις της σκέψης 80 της παρούσας απόφασης. Ωστόσο, το Δικαστήριο, το οποίο καλείται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμη απάντηση, είναι αρμόδιο να παράσχει, με βάση τη δικογραφία της κύριας δίκης καθώς και τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν σε αυτό, στοιχεία που θα επιτρέψουν στο αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του (βλ. αποφάσεις της 1ης Οκτωβρίου 2015, Trijber και Harmsen, C-340/14 και C-341/14, EU:C:2015:641, σκέψη 55, της 15ης Οκτωβρίου 2015, Grupo Itevelesa κ.λπ., C-168/14, EU:C:2015:685, σκέψη 77, καθώς και της 30ής Ιανουαρίου 2018, X και Visser, C-360/15 και C-31/16, EU:C:2018:44, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82

Εν προκειμένω, πρώτον, από τις πληροφορίες που διαθέτει το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις αδειοδότησης των δύο επίμαχων καθεστώτων αδειοδότησης δικαιολογούνται για επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, συγκεκριμένα δε η ομοσπονδιακή άδεια για λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και υγείας και η περιφερειακή άδεια για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος.

83

Συνεπώς, όπως επισήμανε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το δεύτερο ερώτημα, στο μέτρο που εκθέτει ότι τα δύο επίμαχα στην κύρια δίκη καθεστώτα αδειοδότησης επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, στηρίζεται σε εσφαλμένη παραδοχή.

84

Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι οι προϋποθέσεις αδειοδότησης στα εν λόγω καθεστώτα αδειοδότησης, λόγω της δημοσίευσης της ομοσπονδιακής και της περιφερειακής νομοθεσίας, δημοσιοποιούνται εκ των προτέρων και είναι ως εκ τούτου διαφανείς και προσβάσιμες.

85

Τρίτον, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι, λόγω του ότι τα δύο καθεστώτα αδειοδότησης αλληλεπικαλύπτονται, οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν πληρούν το κριτήριο περί σαφήνειας και απουσίας αμφισημίας, κατ’ άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2006/123. Ειδικότερα, κατ’ αρχάς, το κριτήριο αυτό αναφέρεται στην ανάγκη οι προϋποθέσεις αδειοδότησης να γίνονται ευχερώς κατανοητές από όλους και να αποφεύγονται οι ασαφείς διατυπώσεις. Επίσης, όπως επισημάνθηκε ήδη στη σκέψη 82 της παρούσας απόφασης, τα δύο αυτά καθεστώτα αποσκοπούν στην προστασία διαφορετικών δημοσίων συμφερόντων. Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Βελγική Κυβέρνηση ανέφερε ότι η απόκτηση καθεμίας από τις άδειες αυτές εξαρτάται από συγκεκριμένες προϋποθέσεις διαφορετικού είδους.

86

Συνεπώς, υπό την επιφύλαξη του σχετικού ελέγχου στον οποίο οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, οι προϋποθέσεις αδειοδότησης των δύο επίμαχων στην κύρια δίκη καθεστώτων αδειοδότησης παρίστανται σαφείς και μη διφορούμενες.

87

Τέταρτον, η δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν επιτρέπει να αξιολογηθεί αν οι προϋποθέσεις αδειοδότησης των επίμαχων καθεστώτων της κύριας δίκης δεν εισάγουν διακρίσεις ή αν είναι αναλογικές και αντικειμενικές. Συνεπώς, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στο σχετικό έλεγχο. Στο πλαίσιο του ελέγχου της αναλογικότητας των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να ελέγξει, ιδίως, αν το όριο των 50 kg πυροτεχνικού υλικού που προβλέπεται από το ομοσπονδιακό καθεστώς αδειοδότησης είναι κατάλληλο να εγγυηθεί την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου.

88

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/123 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για το λιανικό εμπόριο από διπλή αδειοδότηση και συγκεκριμένα από την κατοχή τόσο ομοσπονδιακής άδειας εκρηκτικών όσο και περιφερειακής περιβαλλοντικής άδειας, στο μέτρο που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, κάτι που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει.

Επί του πρώτου ερωτήματος

89

Με το πρώτο ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξετασθεί τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι παραβάσεις για τις οποίες διώκονται οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης συνιστούν «σοβαρές παραβάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 45 της οδηγίας 2013/29, δυνάμενες να τιμωρηθούν με ποινικές κυρώσεις.

90

Από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώκονται οι κατηγορούμενοι της κύριας δίκης έλαβαν χώρα μεταξύ 22ας Νοεμβρίου 2010 και 27ης Ιανουαρίου 2013. Δεδομένου ότι το διάστημα αυτό είναι προγενέστερο της θέσεως σε ισχύ της οδηγίας 2013/29, η οδηγία αυτή δεν εφαρμόζεται ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/23.

91

Περαιτέρω, δύο από τις παραβάσεις που εξετάζονται στο πλαίσιο του πρώτου αυτού ερωτήματος είναι παραβάσεις σχετιζόμενες με τις άδειες που χορηγούνται βάσει της βελγικής ρύθμισης περί του συστήματος διπλής αδειοδότησης για την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας με σκοπό την πώλησή τους. Όπως διευκρινίστηκε στις σκέψεις 67 και 77 της παρούσας απόφασης, η εν λόγω ρύθμιση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123 και όχι σε αυτό της οδηγίας 2007/23.

92

Συνεπώς, εν προκειμένω, μόνον η ποινικοποίηση της παράβασης που συνίσταται στην πώληση ειδών πυροτεχνίας με πυροτεχνικά υλικά βάρους μεγαλύτερου του ενός κιλού σε καταναλωτές που δεν διαθέτουν την αναγκαία προς τούτο άδεια προβλέφθηκε βάσει εθνικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής, τόσο ratione materiae όσο και ratione temporis, της οδηγίας 2007/23.

93

Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τυπικώς το προδικαστικό ερώτημά του στο ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 45 της οδηγίας 2013/29, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν το αιτούν δικαστήριο είχε αναφερθεί σε αυτά κατά τη διατύπωση του ερωτήματός του (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, MA.T.I. SUD και Duemme SGR, C-523/16 και C-536/16, EU:C:2018:122, σκέψη 41 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι με το πρώτο ερώτημα ερωτάται, αφενός, αν το άρθρο 20 της οδηγίας 2007/23 έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις και, αφετέρου, αν η οδηγία 2006/123 έχει την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης εθνικής ρύθμισης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για λιανικό εμπόριο από την απόκτηση διπλής άδειας.

95

Κατά πρώτον, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 20 της οδηγίας 2007/23, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή δεν προσδιορίζει ούτε τις αξιόποινες πράξεις ούτε τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, αλλά περιορίζεται στο να αναφέρει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θεσπίζουν τέτοιες κυρώσεις.

96

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών του, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό δεν προσδιορίζει τη φύση των κυρώσεων που οφείλουν να θεσπίζουν τα κράτη μέλη, αλλά προβλέπει ότι οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, από το γράμμα του άρθρου αυτού προκύπτει ότι τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να καθορίζουν τη φύση των επιβαλλόμενων κυρώσεων και μπορούν, ως εκ τούτου, να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2007/23, στο μέτρο που οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

97

Συνεπώς, αφενός, επιτρέπεται να επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις για παραβάσεις εθνικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/23. Όπως, όμως, διευκρινίστηκε στις σκέψεις 91 και 92 της παρούσας απόφασης, μόνον η ποινικοποίηση της πώλησης ειδών πυροτεχνίας, όπως προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία, εμπίπτει στο ratione materiae και ratione temporis πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2007/23, ενώ οι ποινικές κυρώσεις που σχετίζονται με την αποθήκευση των ειδών αυτών με σκοπό την πώλησή τους, όπως προβλέπονται από το σύστημα της διπλής άδειας, διέπονται από την οδηγία 2006/123.

98

Αφετέρου, συνάγεται ότι, μολονότι το άρθρο 20 της οδηγίας 2007/23 –σε αντίθεση με το άρθρο 45 της οδηγίας 2013/29– δεν προέβλεπε ρητώς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις για τις σοβαρές παραβάσεις, εντούτοις δεν απέκλειε αυτή τη δυνατότητα. Συνεπώς, το άρθρο 45 δεν μπορεί να θεωρηθεί lex mitior.

99

Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι στον εθνικό δικαστή απόκειται, επίσης, να ελέγξει αν οι εφαρμοστέες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας των κυρώσεων αυτών, ο εθνικός δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη βαρύτητα της παράβασης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, Urbán, C-210/10, EU:C:2012:64, σκέψεις 41 και 44).

100

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2006/123, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 5, η εν λόγω οδηγία δεν θίγει τους κανόνες ποινικού δικαίου των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα σε καταστρατήγηση των κανόνων της οδηγίας.

101

Συνεπώς, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις για παράβαση εθνικής κανονιστικής ρύθμισης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για λιανικό εμπόριο από την απόκτηση διπλής άδειας, στο μέτρο που οι εθνικές ποινικές διατάξεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας 2006/123.

102

Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20 της οδηγίας 2007/23 και το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που, όσον αφορά την οδηγία 2007/23, οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και, όσον αφορά την οδηγία 2006/123, οι εθνικές ποινικές διατάξεις δεν έχουν αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας αυτής.

Επί των δικαστικών εξόδων

103

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ειδών πυροτεχνίας, όπως κατοχυρώνεται ιδίως στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2007/23/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά ειδών πυροτεχνίας, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει την κατοχή και τη χρήση, εκ μέρους των καταναλωτών, και την πώληση σε αυτούς εορταστικών πυροτεχνημάτων με περιεχόμενο πυροτεχνικών υλικών βάρους μεγαλύτερου του ενός κιλού, στο μέτρο που η ρύθμιση αυτή είναι ικανή να διασφαλίσει τη δημόσια τάξη και ασφάλεια και που δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για τον προστασία των θεμελιωδών αυτών συμφερόντων μέτρου, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει.

 

2)

Το άρθρο 10 της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία εξαρτά την αποθήκευση ειδών πυροτεχνίας που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2007/23 και προορίζονται για το λιανικό εμπόριο από διπλή αδειοδότηση και συγκεκριμένα από την κατοχή τόσο ομοσπονδιακής άδειας εκρηκτικών όσο και περιφερειακής περιβαλλοντικής άδειας, στο μέτρο που πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, κάτι που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει.

 

3)

Το άρθρο 20 της οδηγίας 2007/23 και το άρθρο 1, παράγραφος 5, της οδηγίας 2006/123 έχουν την έννοια ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ποινικές κυρώσεις, στο μέτρο που, όσον αφορά την οδηγία 2007/23, οι κυρώσεις αυτές είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και, όσον αφορά την οδηγία 2006/123, οι εθνικές ποινικές διατάξεις δεν έχουν αποτέλεσμα την καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας αυτής.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω