Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0579

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 6ης Μαρτίου 2018.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά FIH Holding A/S και FIH Erhvervsbank A/S.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια της “ενισχύσεως” – Έννοια του “οικονομικού πλεονεκτήματος” – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Προϋποθέσεις της δυνατότητας εφαρμογής και προϋποθέσεις εφαρμογής – Χρηματοπιστωτική κρίση – Διαδοχικές παρεμβάσεις διασώσεως τράπεζας – Συνεκτίμηση ή μη, κατά την εξέταση της δεύτερης παρεμβάσεως, των κινδύνων που απορρέουν από την εκ μέρους του κράτους μέλους ανάληψη υποχρεώσεων με την πρώτη παρέμβαση.
Υπόθεση C-579/16 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:159

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 6ης Μαρτίου 2018 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια της “ενισχύσεως” – Έννοια του “οικονομικού πλεονεκτήματος” – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Προϋποθέσεις της δυνατότητας εφαρμογής και προϋποθέσεις εφαρμογής – Χρηματοπιστωτική κρίση – Διαδοχικές παρεμβάσεις διασώσεως τράπεζας – Συνεκτίμηση ή μη, κατά την εξέταση της δεύτερης παρεμβάσεως, των κινδύνων που απορρέουν από την εκ μέρους του κράτους μέλους ανάληψη υποχρεώσεων με την πρώτη παρέμβαση»

Στην υπόθεση C-579/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 2016,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Μπουχάγιαρ και L. Flynn καθώς και από την K. Blanck-Putz,

αναιρεσείουσα,

όπου οι άλλοι διάδικοι είναι:

η FIH Holding A/S, με έδρα την Κοπεγχάγη (Δανία),

η FIH Erhvervsbank A/S, με έδρα την Κοπεγχάγη,

εκπροσωπούμενες από τον O. Koktvedgaard, advokat,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, Αντιπρόεδρο, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, J. L. da Cruz Vilaça, C. G. Fernlund και C. Vajda, προέδρους τμήματος, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή), C. Toader, M. Safjan, D. Šváby, E. Jarašiūnas, S. Rodin και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 19ης Σεπτεμβρίου 2017,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, FIH Holding και FIH Erhvervsbank κατά Επιτροπής (T‑386/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:474), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2014/884/ΕΕ της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 2014, σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.34445 (12/C) τις οποίες χορήγησε η Δανία για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από την FIH στην FSC (ΕΕ 2014, L 357, σ. 89, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Ιστορικό της διαφοράς

2

Η FIH Erhversvbank A/S (στο εξής: FIH) είναι εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία συστάθηκε σύμφωνα με τη δανική τραπεζική νομοθεσία και εποπτεύεται από τις δανικές τραπεζικές αρχές. Η FIH και οι θυγατρικές της ανήκουν εξ ολοκλήρου στην FIH Holding A/S.

3

Έχοντας πληγεί από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που εκδηλώθηκε το 2007, η FIH επωφελήθηκε κατά τη διάρκεια του έτους 2009 από δύο ειδών μέτρα. Αφενός, τον Ιούνιο του 2009 έλαβε εισφορά υβριδικού κεφαλαίου κατηγορίας 1 ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων δανικών κορωνών (DKK) (περίπου 255 εκατομμυρίων ευρώ), δυνάμει του lov om statstligt indskud i kreditinstitutter (νόμου για τις εισφορές κεφαλαίου με κρατική χρηματοδότηση), της 3ης Φεβρουαρίου 2009, και της κανονιστικής αποφάσεως που εκδόθηκε βάσει του νόμου αυτού. Αφετέρου, τον Ιούλιο του 2009, το Βασίλειο της Δανίας παρέσχε στην FIH κρατική εγγύηση ύψους 50 δισεκατομμυρίων DKK (περίπου 6,71 δισεκατομμυρίων ευρώ), δυνάμει του lov om finansiel stabilitet (νόμου περί χρηματοπιστωτικής σταθερότητας), της 10ης Οκτωβρίου 2008, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο αριθ. 68 της 3ης Φεβρουαρίου 2009 (στο εξής, από κοινού: μέτρα του 2009). Η FIH χρησιμοποίησε το σύνολο της εν λόγω εγγυήσεως για την έκδοση ομολόγων.

4

Οι δύο αυτοί νόμοι είχαν εγκριθεί από την Επιτροπή με την απόφαση C(2009) 776 τελικό, της 3ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων υπ’ αριθ. N31a/2009 – Δανία, ως καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά.

5

Στις 31 Δεκεμβρίου 2011, το ύψος των ομολόγων που είχαν εκδοθεί από την FIH με την εγγύηση του Δανικού Δημοσίου ανερχόταν σε 41,7 δισεκατομμύρια DKK (περίπου 5,59 δισεκατομμύρια ευρώ), ήτοι στο 49,94 % του ισολογισμού της FIH. Τα ομόλογα αυτά έληγαν το 2012 και το 2013.

6

Μεταξύ του έτους 2009 και του έτους 2011, ο οίκος αξιολογήσεως Moody’s υποβάθμισε την αξιολόγηση της FIH από Α2 σε Β1, με αρνητική προοπτική.

7

Λόγω, μεταξύ άλλων, αυτής της χαμηλής αξιολογήσεως και της επερχόμενης ημερομηνίας λήξεως των ομολόγων που είχε εκδώσει η FIH με την εγγύηση του Δανικού Δημοσίου, κατέστη σαφές, εντός του 2011, ότι η FIH θα αντιμετώπιζε κατά τη διάρκεια του 2012 ή του 2013 προβλήματα ρευστότητας με κίνδυνο να απολέσει την τραπεζική άδεια λειτουργίας της και, συνεπώς, να τεθεί υπό εκκαθάριση.

8

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Βασίλειο της Δανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή, στις 6 Μαρτίου 2012, μια σειρά μέτρων (στο εξής: επίμαχα μέτρα) στα οποία περιλαμβανόταν, καταρχάς, η σύσταση μιας νέας θυγατρικής της FIH Holding, της NewCo, προς την οποία θα έπρεπε να μεταβιβαστούν τα πλέον προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού της FIH, κατ’ ουσίαν στεγαστικά δάνεια και παράγωγα προϊόντα ονομαστικής αξίας περίπου 17,1 δισεκατομμυρίων DKK (περίπου 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ), για την ελάφρυνση του ισολογισμού της FIH.

9

Στη συνέχεια, η Financial Stability Company (στο εξής: FSC), δημόσιος φορέας που δημιουργήθηκε από τις δανικές αρχές για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, θα προέβαινε στην αγορά μετοχών της NewCo ύψους 2 δισεκατομμυρίων DKK (περίπου 268 εκατομμυρίων ευρώ), με σκοπό την εκκαθάρισή της εντός προθεσμίας τεσσάρων ετών. H FSC έπρεπε να χρηματοδοτήσει και να ανακεφαλαιοποιήσει τη NewCo κατά την εκκαθάρισή της, αν τούτο καθίστατο αναγκαίο.

10

Τέλος, η FIH όφειλε, ως αντιπαροχή για τα μέτρα αυτά, να εξοφλήσει την εισφορά κεφαλαίου ύψους 1,9 δισεκατομμυρίων DKK (περίπου 255 εκατομμυρίων ευρώ) που είχαν πραγματοποιήσει το 2009 οι δανικές αρχές, πράγμα το οποίο θα επέτρεπε στην FSC να εξαγοράσει τη NewCo χωρίς να δεσμεύσει ίδια κεφάλαια.

11

Η FIH όφειλε, επίσης, να χορηγήσει ένα πρώτο δάνειο στη NewCo, ύψους 1,65 δισεκατομμυρίων DKK (περίπου 221 εκατομμυρίων ευρώ), το οποίο προοριζόταν να καλύψει τις προβλέψιμες ζημίες της NewCo και το οποίο θα αποπληρωνόταν μόνον εάν από την εκκαθάριση των στεγαστικών δανείων και των παράγωγων προϊόντων που είχαν μεταβιβαστεί στη NewCo προέκυπτε ποσό το οποίο θα υπερέβαινε τα 2 δισεκατομμύρια DKK (περίπου 268 εκατομμύρια ευρώ).

12

Περαιτέρω, η FIH έπρεπε να χορηγήσει ένα δεύτερο δάνειο στη NewCo, περίπου 13,45 δισεκατομμυρίων DKK (περίπου 1,8 δισεκατομμυρίων ευρώ), το οποίο θα έληγε κατά τον χρόνο λήξεως των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η FIH με την εγγύηση το 2009 του Δανικού Δημοσίου και του οποίου τα επιστρεφόμενα στην FIH ποσά προορίζονταν για την αποπληρωμή των υποχρεώσεών της που είχαν αναληφθεί με την εγγύηση του Δανικού Δημοσίου.

13

Για την FIH Holding προβλεπόταν ότι θα παρείχε στη FSC απεριόριστη εγγύηση για κάθε ζημία, ούτως ώστε, κατά τη λύση της NewCo, η οποία αρχικά προβλεπόταν για το 2016, η FSC να δικαιούται κάλυψη όλων των ζημιών που θα της προκαλούσαν ενδεχομένως η εξαγορά και η εκκαθάριση της NewCo.

14

Με την απόφασή της C(2012) 4427 τελικό, της 29ης Ιουνίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34445 (12/C) (πρώην 2012/N) – Δανία, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία εξετάσεως των επίμαχων μέτρων, για τον λόγο ότι συνιστούσαν, κατά την άποψή της, κρατική ενίσχυση υπέρ της FIH και της FIH Holding (στο εξής: όμιλος FIH) καθώς και της NewCo. Εντούτοις, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενέκρινε τα μέτρα αυτά για μια χρονική περίοδο έξι μηνών ή, σε περίπτωση υποβολής εκ μέρους του Βασιλείου της Δανίας σχεδίου αναδιαρθρώσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, έως την έκδοση τελικής αποφάσεως επί του ζητήματος αυτού.

15

Στις 2 Ιουλίου 2012, η FIH εξόφλησε στο Βασίλειο της Δανίας την πραγματοποιηθείσα το έτος 2009 εισφορά των υβριδικών κρατικών κεφαλαίων του κατηγορίας 1.

16

Στις 4 Ιανουαρίου 2013, το Βασίλειο της Δανίας υπέβαλε σχέδιο αναδιαρθρώσεως της FIH. Το τελικό σχέδιο υποβλήθηκε στις 24 Ιουνίου 2013.

17

Κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, το Βασίλειο της Δανίας υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, καθόσον οι συναλλαγές μεταξύ της FSC και του ομίλου FIH ήταν σύμφωνες με τις συνθήκες της αγοράς και ο όμιλος αυτός όφειλε να καταβάλει όλα τα έξοδα συναλλαγής και εκκαθαρίσεως της NewCo. Υποστήριξε, επίσης, ότι το σχέδιο αυτό μείωνε σημαντικά τον κίνδυνο στον οποίο είχε εκτεθεί λόγω των μέτρων του 2009.

18

Στις 3 Οκτωβρίου 2013, το Βασίλειο της Δανίας υπέβαλε ένα σύνολο προτάσεων αναλήψεως υποχρεώσεων, των οποίων το τελικό κείμενο φέρει την ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 2014, προκειμένου να ανταποκριθεί στις επισημάνσεις που είχε διατυπώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου.

19

Στις 12 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Βασίλειο της Δανίας την επίδικη απόφαση. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή, αφενός, χαρακτήρισε τα επίμαχα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, έκρινε ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά δυνάμει της παραγράφου 3, στοιχείο βʹ, της διατάξεως αυτής, λαμβανομένου υπόψη του σχεδίου αναδιαρθρώσεως και των υποχρεώσεων που αναλάμβανε το Βασίλειο της Δανίας.

20

Στο πρώτο μέρος της εκτιμήσεώς της σχετικά με την ύπαρξη ενισχύσεως, η Επιτροπή εξέτασε εάν τα επίμαχα μέτρα απέφεραν οικονομικό πλεονέκτημα στον όμιλο FIH. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή προέβη σε ανάλυση των εν λόγω μέτρων από πλευράς της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία), συνιστάμενη εν προκειμένω, κατά την επίδικη απόφαση, στο να προσδιοριστεί, κατ’ ουσίαν, εάν ένας ιδιώτης επενδυτής υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς θα είχε λάβει μέρος σε δεδομένη συναλλαγή υπό τους ίδιους όρους και με τον ίδιο τρόπο που ενήργησε το Δημόσιο, ως επενδυτής, κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως περί διαθέσεως δημόσιων πόρων (στο εξής: κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή).

21

Περατώνοντας την εκτίμησή της που περιλαμβάνεται στα σημεία 84 έως 98 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, κυρίως λόγω του ανεπαρκούς επιπέδου της προβλεπόμενης αντιπαροχής για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που θα παρείχε το Δανικό Δημόσιο, τα επίμαχα μέτρα δεν ήταν σύμφωνα με την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία και είχαν, συνεπώς, αποφέρει στον όμιλο FIH κάποιο πλεονέκτημα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, το ύψος της ενισχύσεως ανερχόταν περίπου σε 2,25 δισεκατομμύρια DKK (περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ).

22

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, μολονότι η Επιτροπή αναφέρεται, ιδίως στα σημεία 88 και 98 της αποφάσεως αυτής, στα μέτρα του 2009, εντούτοις εξέτασε την οικονομική ορθολογικότητα των επίμαχων μέτρων χωρίς να συνεκτιμήσει το ενδεχόμενο κόστος που θα έφερε το Δανικό Δημόσιο, εάν δεν ελάμβανε τα μέτρα αυτά, λόγω των κινδύνων που απέρρεαν γι’ αυτό από τα μέτρα του 2009.

23

Όσον αφορά τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή εξέτασε τα επίμαχα μέτρα υπό το πρίσμα της ανακοινώσεώς της σχετικά με την αντιμετώπιση των απομειωμένων περιουσιακών στοιχείων στον κοινοτικό τραπεζικό τομέα (ΕΕ 2009, C 72, σ. 1) και της ανακοινώσεώς της σχετικά με την εφαρμογή, μετά την 1η Ιανουαρίου 2012, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στα μέτρα στήριξης των τραπεζών εντός του πλαισίου της χρηματοπιστωτικής κρίσης (ΕΕ 2011, C 356, σ. 7).

24

Αφού έλαβε υπόψη το υποβληθέν σχέδιο αναδιαρθρώσεως και τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει το Βασίλειο της Δανίας, και οι οποίες εκτίθενται στα σημεία 56 έως 62 της επίδικης αποφάσεως και περιλαμβάνονται επίσης στο παράρτημά της, η Επιτροπή αποφάνθηκε υπέρ της συμβατότητας της επίμαχης ενισχύσεως. Οι υποχρεώσεις αυτές προβλέπουν ιδίως πρόσθετες καταβολές από την FIH προς την FSC και τη δέσμευση της FIH να παύσει ορισμένες δραστηριότητες, όπως η χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτων, η επένδυση σε επιχειρηματικά κεφάλαια και η διαχείριση ιδιωτικής περιουσίας.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

25

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Μαΐου 2014, ο όμιλος FIH άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

26

Προς στήριξη της προσφυγής του, ο όμιλος FIH προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος στηριζόταν σε παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, ο δεύτερος σε εσφαλμένο υπολογισμό του ύψους της ενισχύσεως και ο τρίτος σε παράβαση εκ μέρους της Επιτροπής της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

27

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και έκρινε, συνεπώς, ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως. Απέρριψε, επίσης, τον τρίτο λόγο ακυρώσεως. Ως εκ τούτου, ακύρωσε την επίδικη απόφαση στο σύνολό της και καταδίκασε την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Αιτήματα των διαδίκων

28

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, και

να αποφανθεί επί της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής και να την απορρίψει, καταδικάζοντας τον όμιλο FIH στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ή

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

29

Ο όμιλος FIH ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ή

επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

30

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ένα μοναδικό λόγο αντλούμενο από πλάνη περί το δίκαιο, λόγω εσφαλμένης εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κατά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

Επιχειρήματα των διαδίκων

31

Με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει εάν τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όφειλε να συγκρίνει τη συμπεριφορά του Δανικού Δημοσίου κατά τη λήψη των εν λόγω μέτρων όχι με τη συμπεριφορά ενός ιδιώτη επενδυτή, αλλά ενός ιδιώτη πιστωτή υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (στο εξής: κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή), λαμβάνοντας υπόψη τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένο το συγκεκριμένο κράτος μέλος λόγω των μέτρων του 2009.

32

Κατά την Επιτροπή, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία προέρχεται από την ουδετερότητα της έννομης τάξης της Ένωσης όσον αφορά το καθεστώς ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, κατά τη νομολογία, οι οικονομικές συναλλαγές δημόσιων οργανισμών δεν παρέχουν κανένα πλεονέκτημα στους αποδέκτες τους και, εξ αυτού του λόγου, δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις όταν πραγματοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς. Αντιθέτως, αν ο δημόσιος οργανισμός δεν συμπεριφέρεται όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης επιχειρηματίας σε μια συγκρίσιμη περίπτωση, η αποδέκτρια επιχείρηση τεκμαίρεται ότι αποκόμισε οικονομικό πλεονέκτημα.

33

Η Επιτροπή προσθέτει ότι η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία εφαρμόζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη εκτιμήσεις που σχετίζονται αποκλειστικά με τον ρόλο του κράτους ως φορέα δημόσιας εξουσίας. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, κατά την εφαρμογή της αρχής αυτής, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη υποχρεώσεις απορρέουσες από τον ρόλο του κράτους ως φορέα δημόσιας εξουσίας.

34

Συνεπώς, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία δεν αποτελεί απλώς ένα «κριτήριο οικονομικού ορθολογισμού», όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά αποσκοπεί στο να καθοριστεί αν ορισμένη συναλλαγή είναι οικονομικά ορθολογική από την πλευρά ενός ιδιώτη επιχειρηματία.

35

Εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι απορρέουσες από τα μέτρα του 2009 δαπάνες που θα βάρυναν το Δανικό Δημόσιο το 2012 αντανακλούσαν απλώς τις υποχρεώσεις που έφερε το συγκεκριμένο κράτος μέλος ως φορέας δημόσιας εξουσίας, διότι αποτελούσαν άμεση συνέπεια της κρατικής ενισχύσεως που συνιστούσαν τα εν λόγω μέτρα προς όφελος της FIH. Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε, συνεπώς, σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, στις σκέψεις 62 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή εσφαλμένως δεν έλαβε υπόψη, κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία στην επίδικη απόφαση, το κόστος που θα έφερε το Δανικό Δημόσιο, εάν δεν ελάμβανε τα επίμαχα μέτρα, λόγω των κινδύνων στους οποίους ήταν εκτεθειμένο από τα μέτρα του 2009.

36

Ο όμιλος FIH εκτιμά, πρώτον, ότι η ανάλυση της Επιτροπής είναι υπερβολική, στο μέτρο που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η οικονομική έκθεση ενός κράτους μέλους από προγενεστέρως χορηγηθείσα κρατική ενίσχυση δεν μπορεί ποτέ να ληφθεί υπόψη όταν εξετάζεται εάν το κράτος μέλος ενήργησε όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης επιχειρηματίας.

37

Το κύριο ερώτημα που τίθεται από τα επίμαχα μέτρα είναι όμως εάν, με τα μέτρα αυτά, το Δανικό Δημόσιο επιδίωκε σκοπούς γενικού συμφέροντος, και, συνεπώς, ενήργησε ως φορέας δημόσιας εξουσίας, ή έναν οικονομικό σκοπό που θα μπορούσε να επιδιώξει ένας λογικός ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος σε συγκρίσιμη κατάσταση.

38

Κατά την άποψη του ομίλου FIH, είναι πρόδηλο ότι το Δανικό Δημόσιο ενήργησε για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του και ότι ένας ιδιώτης πιστωτής ευρισκόμενος στην ίδια κατάσταση θα κινδύνευε να υποστεί σοβαρές ζημίες, εάν δεν προσπαθούσε να αποφύγει πιθανή παύση πληρωμών. Συγκεκριμένα, καθόσον τα επίμαχα μέτρα μείωσαν σημαντικά την προγενέστερη έκθεση του Δανικού Δημοσίου, κανένας λόγος δεν μπορεί να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι οι διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων εμποδίζουν μια εύλογη αναδιάρθρωση της εκθέσεως του κράτους μέλους και, συνεπώς, την ορθή διαχείριση των δημόσιων πόρων.

39

Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το αποτέλεσμα αυτό θα ήταν παράλογο λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκουν οι κανόνες για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και θα συνεπαγόταν διάκριση σε βάρος του Δημοσίου ως πιστωτή, η οποία θα παραβίαζε την αρχή της ουδετερότητας που κατοχυρώνει το άρθρο 345 ΣΛΕΕ.

40

Δεύτερον, ο όμιλος FIH υποστηρίζει ότι από την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213), προκύπτει ότι η τροποποίηση των όρων αποπληρωμής μιας κρατικής ενισχύσεως πρέπει να εκτιμάται υπό το πρίσμα της συμπεριφοράς που θα επιδείκνυε ένας ιδιώτης πιστωτής λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου ολικής ή μερικής απώλειας του αποπληρωτέου ποσού. Κατά την άποψη του ομίλου FIH, η Επιτροπή οφείλει να εξακριβώσει εάν μια τέτοια τροποποίηση επιφέρει ή όχι κάποιο πρόσθετο πλεονέκτημα στον δικαιούχο της αρχικής ενισχύσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί, προβάλλοντας ως μόνο λόγο ότι το προγενέστερο μέτρο του κράτους μέλους συνιστούσε κρατική ενίσχυση, να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να εξετάσει την οικονομική ορθολογικότητα των επίδικων μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τη μείωση της προγενέστερης εκθέσεως του Δανικού Δημοσίου.

41

Τρίτον, ο όμιλος FIH είναι της γνώμης ότι η απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682), δεν είναι κρίσιμη, καθόσον το ίδιο το Δικαστήριο υπογράμμισε, στη σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής, ότι οι πραγματικές και νομικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση διαφέρουν ουσιωδώς από εκείνες της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 2012, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (T-29/10 και T-33/10, EU:T:2012:98), η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213).

42

Κατά τον όμιλο FIH, το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής (C-278/92 έως C-280/92, EU:C:1994:325), και της 28ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής (C-334/99, EU:C:2003:55), καθόσον οι περιστάσεις που συνέτρεχαν στις υποθέσεις αυτές ήταν τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως πολύ διαφορετικές από τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

43

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον πρέπει να χορηγεί ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C-20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea,C-150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 13).

44

Καθόσον ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως αφορά μόνον την τρίτη από τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια επίσης νομολογία του Δικαστηρίου, ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, δύνανται να ευνοήσουν, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο η επωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ που συνίσταται στη διασφάλιση ανόθευτου ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C‑75/05 P και C-80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψη 66), ακόμη και μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, στην έννοια της «ενισχύσεως» κατά τη διάταξη αυτή δεν μπορεί να περιληφθεί μέτρο λαμβανόμενο υπέρ ορισμένης επιχειρήσεως μέσω κρατικών πόρων όταν η επιχείρηση αυτή θα μπορούσε να τύχει του ίδιου πλεονεκτήματος υπό περιστάσεις που αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Συνεπώς, οι συνθήκες υπό τις οποίες χορηγήθηκε ένα τέτοιο πλεονέκτημα εκτιμώνται, καταρχήν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 78, καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψεις 21 και 22).

46

Περαιτέρω, η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία περιλαμβάνεται στα στοιχεία που η Επιτροπή οφείλει να λαμβάνει υπόψη για να αποδείξει την ύπαρξη ενισχύσεως και δεν συνιστά, συνεπώς, εξαίρεση εφαρμοζόμενη μόνον κατόπιν αιτήματος κράτους μέλους, όταν έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται τα στοιχεία του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ που συνιστούν την έννοια της «κρατικής ενισχύσεως» (αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 103, της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep, C-224/12 P, EU:C:2014:213, σκέψη 32, καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 23).

47

Κατά συνέπεια, όταν η αρχή του ιδιώτη επενδυτή μπορεί κατά τα φαινόμενα να τύχει εφαρμογής, εναπόκειται στην Επιτροπή να ζητήσει από το οικείο κράτος μέλος να της παράσχει όλες τις σχετικές πληροφορίες προκειμένου να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 104, της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep, C-224/12 P, EU:C:2014:213, σκέψη 33, καθώς και της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Επιτροπή κατά Frucona Košice, C-300/16 P, EU:C:2017:706, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση με την ιδιότητά του ως μέτοχος και όχι με την ιδιότητά του ως φορέας δημόσιας εξουσίας, η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία δεν εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τέθηκε το πλεονέκτημα αυτό στη διάθεση της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, ούτε από τη φύση των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, τα οποία ενδέχεται να εμπίπτουν στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας του κράτους (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψεις 81 και 91 έως 93).

49

Το Δικαστήριο έχει, επίσης, αποφανθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία σε τροποποίηση των όρων εξαγοράς τίτλων επιχειρήσεως δεν κωλύεται από το γεγονός ότι η κτήση των τίτλων που προσδίδουν στο Δημόσιο την ιδιότητα του επενδυτή στην επιχείρηση αυτή χρηματοδοτήθηκε με κρατική ενίσχυση προς όφελος της εν λόγω επιχειρήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep, C-224/12 P, EU:C:2014:213, σκέψη 34).

50

Εν προκειμένω, η Επιτροπή εφάρμοσε, στην επίδικη απόφαση, την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία όταν εξέτασε τα επίμαχα μέτρα. Επίσης, κανένας από τους διαδίκους δεν αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής αυτής προκειμένου να εκτιμηθεί εάν τα εν λόγω μέτρα απέφεραν στον όμιλο FIH κάποιο πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

51

Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά, εντούτοις, το ζήτημα εάν η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη, εφαρμόζοντας το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή αντί του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, τους κινδύνους στους οποίους ήταν εκτεθειμένο το Δανικό Δημόσιο λόγω των μέτρων του 2009.

52

Συναφώς, αφενός, πρέπει να επισημανθεί ότι, όταν έχει εφαρμογή η αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, το κριτήριο που επιβάλλεται να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να προσδιορίζεται βάσει, μεταξύ άλλων, της φύσεως της σχεδιαζόμενης από το οικείο κράτος μέλος πράξεως. Μεταξύ των κριτηρίων που δύνανται να εφαρμοστούν συγκαταλέγονται τα κριτήρια του ιδιώτη επενδυτή και του ιδιώτη πιστωτή.

53

Δεν αμφισβητείται ότι τα επίμαχα μέτρα αφορούσαν επενδύσεις της FSC στη NewCo και ότι το Βασίλειο της Δανίας προέβαλε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, ότι οι επενδύσεις αυτές ήταν σύμφωνες με τις συνθήκες της αγοράς. Αυτό το κράτος μέλος υποστήριξε, επίσης, ότι τα επίμαχα μέτρα μείωναν τον κίνδυνο στον οποίο είχε εκτεθεί λόγω των μέτρων του 2009 και εντάσσονταν, συνεπώς, στην ορθή διαχείριση των απαιτήσεων που είχε έναντι της FIH.

54

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη τόσο το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, το οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή, όσο και το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή, του οποίου την εφαρμογή προτείνει ο όμιλος FIH και το οποίο κρίθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ως πρόσφορο για την εκτίμηση των επίμαχων μέτρων.

55

Αφετέρου, κατά πάγια νομολογία, για να εκτιμηθεί αν ένας ιδιώτης επενδυτής, ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια εκείνης του Δημοσίου, θα είχε λάβει το ίδιο μέτρο υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα πλεονεκτήματα και οι υποχρεώσεις που συνδέονται με την ιδιότητα του Δημοσίου ως ιδιώτη επιχειρηματία, αποκλειομένων εκείνων που συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-214/12 P, C‑215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψη 52).

56

Ειδικότερα, εξετάζοντας αν ένα κρατικό μέτρο είναι οικονομικώς ορθολογικό βάσει της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπρεπε να λάβει υπόψη τις δαπάνες που βάρυναν το Δημόσιο από την απόλυση εργαζομένων, την καταβολή επιδομάτων ανεργίας και τη χορήγηση ενισχύσεων για την ανασυγκρότηση της βιομηχανίας υφασμάτων (βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, Ισπανία κατά Επιτροπής, C-278/92 έως C-280/92, EU:C:1994:325, σκέψη 22), καθώς και από την παροχή εγγυήσεων και τη χορήγηση πιστώσεων εκ μέρους του Δημοσίου, στο μέτρο που συνιστούν, αυτές καθαυτές, κρατικές ενισχύσεις (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C-334/99, EU:C:2003:55, σκέψεις 138 και 140, καθώς και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψεις 55, 56 και 61).

57

Ειδικότερα, όσον αφορά την τελευταία αυτή περίπτωση, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, καθόσον με τη χορήγηση ενισχύσεως το κράτος μέλος επιδιώκει, εξ ορισμού, σκοπούς διαφορετικούς από την αποδοτικότητα των κεφαλαίων που έθεσε στη διάθεση επιχειρήσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κεφάλαια αυτά χορηγήθηκαν, καταρχήν, από το κράτος ως φορέα δημόσιας εξουσίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-214/12 P, C-215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψη 56).

58

Επομένως, οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται το Δημόσιο και οι οποίοι απορρέουν από κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε στο παρελθόν συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας και δεν εμπίπτουν, συνεπώς, στα στοιχεία που ένας ιδιώτης επιχειρηματίας θα είχε λάβει υπόψη, υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, για τους οικονομικούς υπολογισμούς του (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑334/99, EU:C:2003:55, σκέψεις 138 και 140).

59

Η εκτίμηση αυτή ισχύει, ιδίως, για τις υποχρεώσεις του κράτους από δάνεια και εγγυήσεις που είχαν χορηγηθεί στο παρελθόν σε επιχείρηση και που συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, η συνεκτίμησή τους κατά την εξέταση κρατικών μέτρων που ελήφθησαν προς όφελος της ίδιας επιχειρήσεως δεν θα επέτρεπε τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών ως κρατικών ενισχύσεων, ενώ ούτε αυτά ανταποκρίνονται στις κανονικές συνθήκες της αγοράς, για τον λόγο και μόνον ότι αποδεικνύονται οικονομικώς επωφελέστερα για το Δημόσιο απ’ ό,τι θα ήταν η ενδεχόμενη μη λήψη των μέτρων αυτών. Η συνέπεια αυτή θα υπονόμευε τον παρατιθέμενο στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως σκοπό της διασφαλίσεως ανόθευτου ανταγωνισμού.

60

Εν προκειμένω, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 2 και 3 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι δύο νόμοι που εκδόθηκαν το 2009 και δυνάμει των οποίων το Δανικό Δημόσιο έλαβε τα μέτρα του 2009, εγκρίθηκαν από την Επιτροπή, με την απόφαση C(2009) 776 τελικό, ως καθεστώς κρατικών ενισχύσεων συμβατό προς την εσωτερική αγορά. Από τα σημεία 47, 53 και 55 της εν λόγω αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, όπως και η Δανική Κυβέρνηση, εκτίμησε ότι τα μέτρα που προέβλεπαν αυτοί οι δύο νόμοι συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, καθόσον ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα είχε αποφασίσει να προβεί, σε συγκρίσιμο βαθμό και υπό παρόμοιες συνθήκες, στις συγκεκριμένες αυξήσεις κεφαλαίου και παροχές εγγυήσεων.

61

Εξάλλου, από κανένα στοιχείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι το Δανικό Δημόσιο, με τα μέτρα του 2009, επιδίωκε έστω και εν μέρει να αποκομίσει κέρδη. Ούτε φαίνεται να προβλήθηκε, κατά τη διάρκεια της διοικητικής και της ένδικης διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση, η επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού, ούτε ότι προσκομίσθηκαν προς τούτο αντικειμενικά και επαληθεύσιμα στοιχεία. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι τα μέτρα του 2009 δεν αποτέλεσαν, έστω και εν μέρει, κρατικές ενισχύσεις.

62

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ορθώς, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη, κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, τους κινδύνους που συνδέονταν με τις χορηγηθείσες στην FIH κρατικές ενισχύσεις που συνιστούσαν τα μέτρα του 2009. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 69 και 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε για τον λόγο αυτό εφαρμόσει εσφαλμένα στην επίδικη απόφαση την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία.

63

Πράγματι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο απαίτησε εσφαλμένως από την Επιτροπή να εκτιμήσει την οικονομική ορθολογικότητα των επίμαχων μέτρων από την πλευρά όχι του ευρισκόμενου σε συγκρίσιμη κατάσταση ιδιώτη επιχειρηματία, αλλά του Δημοσίου που ενεργεί ως φορέας δημόσιας εξουσίας έχοντας προηγουμένως χορηγήσει στην FIH, με τα μέτρα του 2009, κρατικές ενισχύσεις, των οποίων τις οικονομικές συνέπειες ήθελε να περιορίσει.

64

Οι διαπιστώσεις αυτές δεν ανατρέπονται από την επιχειρηματολογία του ομίλου FIH η οποία αντλείται, πρώτον, από τις σκέψεις 34 έως 37 της αποφάσεως της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213), δεύτερον, από τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C-124/10 P, EU:C:2012:318), καθώς και της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C-73/11 P, EU:C:2013:32), και, τρίτον, από την ορθή διαχείριση των δημόσιων πόρων.

65

Πράγματι, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από τις υφιστάμενες, κατά την άποψη του ομίλου FIH, ομοιότητες μεταξύ των πραγματικών και νομικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως και εκείνων της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213), πρέπει να επισημανθεί ότι ο λόγος αναιρέσεως στον οποίο αναφέρονται οι σκέψεις της αποφάσεως αυτής που επικαλείται ο όμιλος FIH αφορούσε το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία την οποία είχε απορρίψει η Επιτροπή, και όχι το ζήτημα, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, της εφαρμογής της στα συγκεκριμένα μέτρα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσία, στις σκέψεις 34 και 37 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου αυτού σε κρατικό μέτρο δεν μπορεί, καταρχήν, να απορριφθεί εκ προοιμίου λόγω των συνδέσμων και μόνον που ενδέχεται να υπάρχουν μεταξύ της επίμαχης παρεμβάσεως του κράτους και της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας με τη μορφή προγενεστέρως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως.

66

Βεβαίως, από τις σκέψεις 35 και 36 της αποφάσεως της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213), προκύπτει ότι, στην υπόθεση αυτή, εναπέκειτο στην Επιτροπή να εξετάσει την οικονομική ορθολογικότητα των σχεδιαζόμενων από το Ολλανδικό Δημόσιο τροποποιήσεων των όρων εξοφλήσεως προγενέστερης εισφοράς κεφαλαίου μέσω κρατικής ενισχύσεως, σε σχέση με τη συμπεριφορά που θα επιδείκνυε ένας ιδιώτης επενδυτής.

67

Εντούτοις, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 63 και 65 έως 68 των προτάσεών του, από κανένα στοιχείο δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο θα είχε απαιτήσει από το όργανο αυτό να προβεί σε εξέταση η οποία θα έβαινε πέραν της διαπιστώσεως της εγγενούς οικονομικής ορθολογικότητας των σχεδιαζόμενων τροποποιήσεων και θα ελάμβανε, συνεπώς, υπόψη τους κινδύνους που ενείχε για το Ολλανδικό Δημόσιο η προγενεστέρως χορηγηθείσα στην επωφελούμενη επιχείρηση κρατική ενίσχυση.

68

Ομοίως, το Δικαστήριο επισήμανε βεβαίως, στη σκέψη 36 της αποφάσεως της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213), ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα μπορούσε να αποδεχθεί μια τροποποίηση των όρων εξοφλήσεως προγενέστερης εισφοράς κεφαλαίου, ιδίως, προκειμένου να αυξήσει τις προοπτικές εξοφλήσεως της εισφοράς αυτής. Η διευκρίνιση αυτή δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη, όταν εξετάζεται η εγγενής οικονομική ορθολογικότητα ενός μέτρου με σκοπό να καθοριστεί εάν η συμπεριφορά του συγκεκριμένου κράτους θα μπορούσε να υιοθετηθεί από ιδιώτη επενδυτή, οι κίνδυνοι που απορρέουν για το εν λόγω κράτος μέλος από τη χορήγηση προγενέστερης κρατικής ενισχύσεως.

69

Συναφώς πρέπει να επισημανθεί ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Groep (C-224/12 P, EU:C:2014:213), και αντιθέτως προς την υπό κρίση υπόθεση, ο δικαιούχος της προγενέστερης ενισχύσεως δεν αντιμετώπιζε, κατά την ημερομηνία που προβλέπονταν οι εν λόγω τροποποιήσεις, οικονομικές δυσχέρειες που θα υπονόμευαν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του και ότι οι τροποποιήσεις αυτές δεν αφορούσαν τη διάσωσή του μέσω σημαντικών κρατικών επενδύσεων.

70

Πράγματι, οι εν λόγω τροποποιήσεις είχαν, μεταξύ άλλων, ως σκοπό να παρακινήσουν την επωφελούμενη από την ενίσχυση επιχείρηση να προβεί σε πρόωρη εξόφληση του εισφερόμενου κεφαλαίου και να αυξήσουν τις πιθανότητες ικανοποιητικής ανταμοιβής του Ολλανδικού Δημοσίου, πράγμα το οποίο δεν διασφάλιζαν σε καμία περίπτωση οι αρχικοί όροι.

71

Δεύτερον, ο όμιλος FIH αντλεί από τις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF (C-124/10 P, EU:C:2012:318), και της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C-73/11 P, EU:C:2013:32), το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η φορολογική φύση μιας απαιτήσεως του Δημοσίου έναντι μιας επιχειρήσεως, ακόμη και αν συνδέεται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, δεν εμποδίζει την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία κατά την εξέταση, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μέτρου με το οποίο το Δημόσιο παρέχει στην επιχείρηση αυτή τη δυνατότητα αναδιαρθρώσεως του εν λόγω χρέους της.

72

Συναφώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η νομολογία που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη είναι κρίσιμη όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, αλλά όχι και όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής αυτής σε δεδομένη περίπτωση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C-124/10 P, EU:C:2012:318, σκέψη 100, και της 24ης Οκτωβρίου 2013, Land Burgenland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-214/12 P, C‑215/12 P και C-223/12 P, EU:C:2013:682, σκέψη 51).

73

Επομένως, η νομολογία αυτή ουδόλως δύναται να κλονίσει τη διαπίστωση, στις σκέψεις 57 έως 59 της παρούσας αποφάσεως, ότι οι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένο ένα κράτος μέλος λόγω απαιτήσεως προερχόμενης από τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως σε επιχείρηση, καθόσον συνδέονται με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία σε μεταγενέστερο μέτρο που λαμβάνεται από το ίδιο κράτος μέλος προς όφελος της εν λόγω επιχειρήσεως.

74

Τέλος, τρίτον, όσον αφορά την ορθή διαχείριση των δημόσιων πόρων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα του ομίλου FIH, με το οποίο υποστηρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία στην επίδικη απόφαση έχει ως συνέπεια ότι η οικονομική έκθεση κράτους μέλους λόγω προγενεστέρως χορηγηθείσας κρατικής ενισχύσεως και η βούλησή του να προστατεύσει τα οικονομικά του συμφέροντα δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως που διενεργείται βάσει του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.

75

Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι τέτοιου είδους εκτιμήσεις δεν λαμβάνονται υπόψη όταν εξετάζεται, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εάν τυχόν υφίσταται κρατική ενίσχυση, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου και όπως δέχθηκε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 81 και 83 των προτάσεών του, οι εν λόγω εκτιμήσεις μπορούν να λαμβάνονται υπόψη από το όργανο αυτό όταν εξετάζεται, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η συμβατότητα ενός μεταγενέστερου μέτρου ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά και είναι, συνεπώς, ενδεχόμενο να οδηγήσουν το όργανο αυτό στη διαπίστωση, όπως εν προκειμένω, ότι το εν λόγω μέτρο είναι συμβατό.

76

Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως και, συνεπώς, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

Επί της διαφοράς ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου

77

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

78

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί οριστικά επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως και αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λόγω εσφαλμένης εφαρμογής της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία.

79

Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 51 έως 63 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία του ομίλου FIH με την οποία επιδιώκεται να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει, εν προκειμένω, το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή και όχι εκείνο του ιδιώτη επενδυτή.

80

Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

81

Εντούτοις, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει με το κύριο αίτημά της η Επιτροπή, η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως.

82

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, καθόσον έγινε δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, δεν ήταν αναγκαία η εξέταση του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηριζόταν σε εσφαλμένο υπολογισμό του ύψους της ενισχύσεως.

83

Κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να κρίνει τον προβληθέντα ενώπιόν του δεύτερο λόγο ακυρώσεως, επί του οποίου δεν έχει αποφανθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

84

Δεδομένου ότι η υπόθεση αναπέμπεται στο Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο πρέπει να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, FIH Holding και FIH Erhvervsbank κατά Επιτροπής (T-386/14, EU:T:2016:474).

 

2)

Απορρίπτει τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 

4)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω