EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62014CJ0540

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Ιουνίου 2016.
DK Recycling und Roheisen GmbH κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Περιβάλλον – Οδηγία 2003/87/ΕΚ – Άρθρο 10α – Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου – Μεταβατικοί κανόνες όσον αφορά την εναρμονισμένη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων από το έτος 2013 – Απόφαση 2011/278/ΕΕ – Εθνικά μέτρα εφαρμογής υποβαλλόμενα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας – Απόρριψη της εγγραφής ορισμένων εγκαταστάσεων στις καταστάσεις των εγκαταστάσεων στις οποίες χορηγούνται δωρεάν δικαιώματα εκπομπής – Διάταξη σχετική με περιπτώσεις ‟υπέρμετρων δυσχερειών” – Εκτελεστικές αρμοδιότητες της Επιτροπής.
Υπόθεση C-540/14 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2016:469

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 22ας Ιουνίου 2016 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Περιβάλλον — Οδηγία 2003/87/ΕΚ — Άρθρο 10α — Σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου — Μεταβατικοί κανόνες σχετικοί με την εναρμονισμένη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων από το έτος 2013 — Απόφαση 2011/278/ΕΕ — Εθνικά μέτρα εφαρμογής υποβαλλόμενα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας — Απόρριψη της εγγραφής ορισμένων εγκαταστάσεων στις καταστάσεις των εγκαταστάσεων στις οποίες χορηγούνται δωρεάν δικαιώματα εκπομπής — Διάταξη σχετική με περιπτώσεις ‟υπέρμετρων δυσχερειών” — Εκτελεστικές αρμοδιότητες της Επιτροπής»

Στην υπόθεση C‑540/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2014,

DK Recycling und Roheisen GmbH, με έδρα το Duisburg (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους S. Altenschmidt και P.‑A. Schütter, Rechtsanwälte,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους E. White και C. Hermes, καθώς και από την K. Herrmann,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), S. Rodin και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτηση αναιρέσεως η εταιρία DK Recycling und Roheisen GmbH (στο εξής: DK Recycling) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Σεπτεμβρίου 2014, DK Recycling und Roheisen κατά Επιτροπής (T-630/13, EU:T:2014:833, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία αυτό δέχθηκε μερικώς μόνον τα αιτήματά της ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/448/ΕΕ της Επιτροπής, της 5ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τα εθνικά μέτρα εφαρμογής για τη μεταβατική δωρεάν κατανομή των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 240, σ. 27), καθόσον η εν λόγω απόφαση, στο άρθρο 1, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα I, σημείο A, αυτής, δεν δέχεται την εγγραφή, στην κατάσταση που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ (ΕΕ 2003, L 275, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009 (ΕΕ 2009, L 140, σ. 63) (στο εξής: οδηγία 2003/87), των εγκαταστάσεων με κωδικούς αναγνωρίσεως DE000000000001320 και DE-new-14220-0045, καθώς και τις προκαταρκτικές ετήσιες συνολικές ποσότητες δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που χορηγήθηκαν δωρεάν και προτάθηκαν από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τις εγκαταστάσεις αυτές (στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

2

Κατά την αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας 2003/87, η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό να συμβάλει στην αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Ένωσης και των κρατών μελών της για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου «μέσω μιας εύρυθμης ευρωπαϊκής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου» και «να περιορίσει, κατά το δυνατόν, τις αρνητικές επιπτώσεις της στην οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση».

3

Η αιτιολογική σκέψη 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Είναι αναγκαίες κοινοτικές διατάξεις σχετικά με την κατανομή των δικαιωμάτων από τα κράτη μέλη για να προστατευθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς και να αποφευχθούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό.»

4

Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 15, 23, 44 και 45 της οδηγίας 2009/29 έχουν ως εξής:

«(8)

Παρόλο που η εμπειρία από την πρώτη περίοδο εμπορίας δείχνει τις δυνατότητες του κοινοτικού συστήματος και η ολοκλήρωση των εθνικών σχεδίων κατανομής για τη δεύτερη περίοδο εμπορίας θα επιφέρει σημαντικές μειώσεις των εκπομπών έως το 2012, από την επανεξέταση που έγινε το 2007 επιβεβαιώνεται ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη για ένα πιο εναρμονισμένο σύστημα εμπορίας ούτως ώστε να αξιοποιούνται καλύτερα τα οφέλη της εμπορίας εκπομπών, να αποφεύγονται οι στρεβλώσεις στην εσωτερική αγορά και να διευκολύνεται η σύνδεση συστημάτων εμπορίας εκπομπών. [...]

[...]

(15)

Η επιπρόσθετη προσπάθεια που θα πρέπει να καταβληθεί από την κοινοτική οικονομία απαιτεί, μεταξύ άλλων, τη λειτουργία του αναθεωρημένου κοινοτικού συστήματος με την κατά το δυνατόν υψηλότερη οικονομική απόδοση και επί τη βάσει πλήρως εναρμονισμένων προϋποθέσεων κατανομής εντός της Κοινότητας. Συνεπώς, ο πλειστηριασμός θα πρέπει να αποτελεί τη βασική αρχή της κατανομής, καθώς πρόκειται για το απλούστερο σύστημα που γενικά θεωρείται και το αποδοτικότερο από οικονομικής άποψης. Με τον τρόπο αυτό, θα εξαλειφθεί η δυνατότητα για παράπλευρα κέρδη, ενώ οι νεοεισερχόμενοι και οι οικονομίες που αναπτύσσονται με ρυθμό μεγαλύτερο από τον μέσο όρο θα τεθούν στην ίδια βάση με τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις.

[...]

(23)

Η μεταβατική δωρεάν κατανομή στις εγκαταστάσεις θα πρέπει να προβλέπεται μέσω εναρμονισμένων κοινοτικών κανόνων (“εκ των προτέρων δείκτες αναφοράς”) ούτως ώστε να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό [στην] Κοινότητα. Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αποδοτικότερες τεχνικές σε ό,τι αφορά τα αέρια θερμοκηπίου και την ενέργεια, τα υποκατάστατα, τις εναλλακτικές διαδικασίες παραγωγής, τη χρήση βιομάζας, τις ανανεώσιμες πηγές ενεργείας και τη δέσμευση και αποθήκευση CO2. Οι κανόνες αυτοί δεν θα πρέπει να παρέχουν κίνητρα για την αύξηση των εκπομπών ενώ θα πρέπει να διασφαλίζουν τον πλειστηριασμό ενός αυξημένου ποσοστού τέτοιων δικαιωμάτων. Οι κατανομές θα πρέπει να καθορίζονται πριν από την περίοδο εμπορίας ούτως ώστε να επιτρέπεται η σωστή λειτουργία της αγοράς. [...]

[...]

(44)

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [(ΕΕ 1999, L 184, σ. 23)].

(45)

Θα πρέπει ιδίως να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να θεσπίζει μέτρα για την εναρμόνιση των κανόνων […] για τη μεταβατική κοινοτική κατανομή δικαιωμάτων […]. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά είναι γενικής εμβέλειας και έχουν ως αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, μεταξύ άλλων με τη συμπλήρωσή της με νέα μη ουσιώδη στοιχεία, πρέπει να θεσπίζονται με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο που προβλέπεται στο άρθρο 5α της απόφασης [1999/468].»

5

Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, σχετικό με τον «[π]λειστηριασμό δικαιωμάτων»:

«Από το 2013 και μετά, τα κράτη μέλη θέτουν σε πλειστηριασμό όλα τα δικαιώματα τα οποία δεν κατανέμονται δωρεάν σύμφωνα με το άρθρο 10α και 10γ. [...]»

6

Το άρθρο 10α της οδηγίας 2003/87, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μεταβατικοί κοινοτικοί κανόνες για εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή», έχει ως εξής:

«1.   Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010, η Επιτροπή πρέπει να υιοθετήσει πλήρως εναρμονισμένα μέτρα εφαρμογής που θα ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα για την κατανομή των δικαιωμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5, 7 και 12, συμπεριλαμβανομένων και όλων των αναγκαίων διατάξεων για την εναρμονισμένη εφαρμογή της παραγράφου 19.

Τα εν λόγω μέτρα, με αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας συμπληρώνοντάς την, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο του άρθρου 23, παράγραφος 3.

Τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο καθορίζουν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, κοινοτικής εμβέλειας εκ των προτέρων δείκτες αναφοράς, ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι η κατανομή πραγματοποιείται κατά τρόπο που παρέχει κίνητρα για μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και [για αποδοτικές τεχνικές] [...].

Για κάθε κλάδο και επιμέρους κλάδο, ο δείκτης αναφοράς καθορίζεται κατά κανόνα για τα προϊόντα και όχι για την ισχύ, ούτως ώστε να μεγιστοποιούνται οι μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η εξοικονόμηση ενεργειακής απόδοσης στο σύνολο της παραγωγικής διαδικασίας του εμπλεκομένου κλάδου ή επιμέρους κλάδου.

[...]

2.   Κατά τον προσδιορισμό των αρχών για τον καθορισμό των εκ των προτέρων δεικτών αναφοράς σε μεμονωμένους κλάδους ή επιμέρους κλάδους, ως σημείο αφετηρίας λαμβάνεται η μέση επίδοση των 10 % αποδοτικότερων εγκαταστάσεων σε έναν κλάδο ή επιμέρους κλάδο στην Κοινότητα κατά την περίοδο 2007-2008. Η Επιτροπή διαβουλεύεται με τους συναφείς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ενδιαφερομένων κλάδων και υποκλάδων.

[...]»

7

Το άρθρο 11 της οδηγίας 2003/87, με τίτλο «Εθνικά μέτρα εφαρμογής», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Κάθε κράτος μέλος δημοσιεύει και υποβάλλει στην Επιτροπή, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011, κατάσταση με τις εγκαταστάσεις που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία στην επικράτειά του και οιαδήποτε δωρεάν κατανομή σε κάθε εγκατάσταση στην περιφέρειά του η οποία έχει υπολογιστεί σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 10α, παράγραφος 1, και 10γ.

2.   Έως τις 28 Φεβρουαρίου κάθε χρόνο, οι αρμόδιες αρχές εκχωρούν την ποσότητα δικαιωμάτων που πρόκειται να κατανεμηθούν για το εκάστοτε έτος, υπολογισμέν[η] σύμφωνα με τα άρθρα 10, 10α και 10γ.

3.   Τα κράτη μέλη δεν εκχωρούν, με βάση την παράγραφο 3, δωρεάν δικαιώματα σε εγκαταστάσεις των οποίων η εγγραφή στον κατάλογο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 απορρίφθηκε από την Επιτροπή.»

8

Με την απόφαση 2011/278/ΕΕ, της 27ης Απριλίου 2011, σχετικά με τον καθορισμό ενωσιακών μεταβατικών κανόνων για την εναρμονισμένη δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10α της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 130, σ. 1), η Επιτροπή καθόρισε τους εναρμονισμένους κανόνες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να υπολογίζουν, για κάθε έτος, τον αριθμό δικαιωμάτων εκπομπής που χορηγούνται δωρεάν σε καθεμία από τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο έδαφός τους.

9

Οι αιτιολογικές σκέψεις 4 και 12 της αποφάσεως 2011/278 έχουν ως ακολούθως:

«(4)

Στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, η Επιτροπή εκπόνησε δείκτες αναφοράς για προϊόντα, καθώς και για ενδιάμεσα προϊόντα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο εμπορίας μεταξύ εγκαταστάσεων και παράγονται από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα I της οδηγίας 2003/87/ΕΚ. Καταρχήν, για κάθε προϊόν πρέπει να καθοριστεί ένας δείκτης αναφοράς. [...]

[...]

(12)

Εάν δεν είναι εφικτή η συναγωγή δείκτη αναφοράς προϊόντος, αλλά υπάρχουν αέρια του θερμοκηπίου επιλέξιμα για δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπής, τα εν λόγω δικαιώματα πρέπει να κατανέμονται βάσει γενικών εφεδρικών προσεγγίσεων. Για τη μεγιστοποίηση των μειώσεων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της εξοικονόμησης ενέργειας, τουλάχιστον για μέρη των σχετικών διεργασιών παραγωγής, αναπτύχθηκε ιεραρχική κατάταξη τριών εφεδρικών προσεγγίσεων. Ο δείκτης αναφοράς θερμότητας εφαρμόζεται σε διεργασίες με κατανάλωση θερμότητας, όταν χρησιμοποιείται μετρήσιμος θερμοφορέας. Ο δείκτης αναφοράς καυσίμου εφαρμόζεται όταν καταναλώνεται μη μετρήσιμη ενέργεια. Οι τιμές των δεικτών αναφοράς θερμότητας και καυσίμου συνήχθησαν βάσει των αρχών της διαφάνειας και της απλότητας, με τη βοήθεια της απόδοσης αναφοράς ενός ευρέως διαθέσιμου καυσίμου, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως δεύτερο κατά σειρά απόδοσης ως προς τα αέρια του θερμοκηπίου, λαμβάνοντας υπόψη ενεργειακά αποδοτικές τεχνικές. Για τις εκπομπές διεργασίας, τα δικαιώματα εκπομπής πρέπει να κατανέμονται βάσει των ιστορικών εκπομπών. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων για τις εν λόγω εκπομπές παρέχει επαρκή κίνητρα για μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και να αποφευχθεί η διαφορετική μεταχείριση των εκπομπών διεργασίας για τις οποίες κατανέμονται δικαιώματα βάσει των ιστορικών εκπομπών από εκείνες που περικλείονται εντός των ορίων συστήματος ενός δείκτη αναφοράς προϊόντος, το ιστορικό επίπεδο δραστηριότητας κάθε εγκατάστασης πρέπει να πολλαπλασιάζεται επί συντελεστή 0,9700 για τον καθορισμό του αριθμού των δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής.»

Το γερμανικό δίκαιο

10

Στη Γερμανία, η οδηγία 2003/87 και η απόφαση 2011/278 τέθηκαν σε εφαρμογή, ιδίως, με τον Treibhausgas-Emissionshandelsgesetz (νόμο περί εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου), της 21ης Ιουλίου 2011 (στο εξής: TEHG).

11

Το άρθρο 9, παράγραφος 5, του TEHG προβλέπει τα ακόλουθα:

«Σε περίπτωση κατά την οποία η βάσει του άρθρου 10 κατανομή δικαιωμάτων συνεπάγεται υπέρμετρες δυσχέρειες για τον φορέα εκμεταλλεύσεως της εγκαταστάσεως και για συνδεδεμένη επιχείρηση, η οποία, για λόγους που άπτονται του εμπορικού δικαίου και του δικαίου των εταιριών, πρέπει να αναλάβει η ίδια τους οικονομικούς κινδύνους που διατρέχει ο εν λόγω φορέας εκμεταλλεύσεως, η αρμόδια αρχή χορηγεί, κατόπιν αιτήσεως του φορέα εκμεταλλεύσεως, επιπλέον δικαιώματα έως την αναγκαία ποσότητα για δίκαιη αντιστάθμιση, υπό τον όρο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν θα απορρίψει τη χορήγηση αυτή βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, της οδηγίας [2003/87].»

Ιστορικό της διαφοράς

12

Κατά την ημερομηνία εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, η DK Recycling εκμεταλλευόταν στη γερμανική επικράτεια μιαν εγκατάσταση ανακυκλώσεως υπολειμμάτων της βιομηχανίας χάλυβα περιέχοντα σίδηρο και ψευδάργυρο, καθώς και ένα σταθμό παραγωγής ενέργειας· και οι δύο αυτές εγκαταστάσεις υπάγονταν στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου που εισήγαγε η οδηγία 2003/87.

13

Βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 5, του TEHG, οι γερμανικές αρχές προέβησαν στην υπέρ της εταιρίας αυτής εγγραφή των εν λόγω εγκαταστάσεων στην κατάσταση περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87.

14

Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή δεν δέχθηκε την εγγραφή αυτή ούτε, κατά συνέπεια, την αντίστοιχη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων.

15

Η εν λόγω άρνηση αιτιολογήθηκε, κατ’ ουσίαν, ως ακολούθως.

16

Πρώτον, η απόφαση 2011/278 δεν προέβλεψε τη χορήγηση δικαιωμάτων στην οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θέλησε να προβεί βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 5, του TEHG.

17

Δεύτερον, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν απέδειξε ότι η χορήγηση των δικαιωμάτων βάσει των κανόνων που θέτει η απόφαση 2011/278 ήταν προδήλως απρόσφορη, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου με την απόφαση αυτή σκοπού πλήρους εναρμονίσεως των δικαιωμάτων.

18

Τρίτον, η δωρεάν χορήγηση επιπλέον δικαιωμάτων σε ορισμένες εγκαταστάσεις θα οδηγούσε ή ενδέχετο να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού και θα είχε διασυνοριακές επιπτώσεις, καθόσον όλοι οι κλάδοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/87 μετέχουν στο εμπόριο σε επίπεδο Ένωσης.

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

19

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Νοεμβρίου 2013, η DK Recycling ζήτησε την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

20

Προς στήριξη της προσφυγής της, η DK Recycling προέβαλε τέσσερις λόγους, στηριζόμενους, πρώτον, σε παράβαση της αποφάσεως 2011/278, δεύτερον, σε προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, τρίτον, σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, τέταρτον, σε προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως. Αφού απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απέρριψε τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο, δέχθηκε όμως τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

21

Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι η επίδικη απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί, αλλά μόνον καθόσον δεν δέχεται την προτεινόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων εκπομπής για επιμέρους εγκατάσταση με εκπομπές λόγω της σχετικής δραστηριότητας για την παραγωγή ψευδαργύρου σε υψικάμινο και για τις συναφείς διεργασίες.

22

Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε κατά τα λοιπά τα αιτήματα της προσφυγής της DK Recycling, όσον αφορά την άρνηση της Επιτροπής να λάβει υπόψη την ύπαρξη «υπέρμετρων δυσχερειών» στο πλαίσιο της χορηγήσεως δωρεάν δικαιωμάτων.

23

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, μετά από εξέταση του συμβατού της αποφάσεως 2011/278 προς την αρχή της αναλογικότητας, ότι η απόφαση αυτή, καθόσον δεν παρέχει τη δυνατότητα χορηγήσεως δωρεάν δικαιωμάτων σε περιπτώσεις «υπέρμετρων δυσχερειών», δεν προσέβαλε τα θεμελιώδη δικαιώματα της DK Recycling ούτε την αρχή της αναλογικότητας.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

24

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον απορρίπτει κατά τα λοιπά τα αιτήματά της·

κρίνοντας την υπόθεση επί της ουσίας, να ακυρώσει την επίδικη απόφαση στο σύνολό της·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

να καταδικάσει την DK Recycling στα δικαστικά έξοδα.

Επί του αιτήματος επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

26

Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Μαρτίου 2016 η DK Recycling ζήτησε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη του αιτήματός της, η τελευταία προβάλλει την ανάγκη να λάβει θέση επί των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ιδίως επί της διαπιστώσεως εκ μέρους του ότι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αλυσιτελείς.

27

Υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προβλέπουν δυνατότητα των διαδίκων να καταθέτουν παρατηρήσεις σε απάντηση στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Vnuk, C‑162/13, EU:C:2014:2146, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

28

Πάντως, δυνάμει του άρθρου 83 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να διατάξει τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας ή την επανάληψή της, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτιστεί επαρκώς, ή όταν διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου.

29

Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εν προκειμένω. Πράγματι, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί και ότι η υπόθεση δεν πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με κάποιο νέο πραγματικό περιστατικό ικανό να επηρεάσει ουσιαστικά την απόφασή του ή με ένα επιχείρημα που δεν αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεως ενώπιόν του.

30

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31

Χωρίς να ζητεί ρητώς αντικατάσταση του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμα και αν μπορεί να απορριφθεί χωριστά καθένας από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, η αίτηση αυτή πρέπει απορριφθεί για ένα λόγο ο οποίος είναι, κατ’ αυτήν, «πιο θεμελιώδης».

32

Εκθέτει, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η οδηγία 2003/87 της παρείχε την εξουσία να προβλέψει, με την απόφαση 2011/278, δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων στις περιπτώσεις όπου η εφαρμογή των λεπτομερών διατάξεων της αποφάσεως αυτής θα συνεπαγόταν για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις «υπέρμετρες δυσχέρειες».

33

Δεδομένου όμως ότι η Επιτροπή δεν ζητεί –και δεν θα μπορούσε εξάλλου να ζητήσει– την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία της πρέπει να θεωρηθεί ως αποσκοπούσα την αντικατάσταση του σκεπτικού εκ μέρους του Δικαστηρίου.

34

Πράγματι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αν γίνει δεκτό, όπως διατείνεται, ότι η οδηγία 2003/87 δεν της παρείχε την εξουσία χορηγήσεως δωρεάν συμπληρωματικών δικαιωμάτων σε περίπτωση «υπέρμετρων δυσχερειών», κάθε λόγος προβαλλόμενος από την DK Recycling στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως θα ήταν αλυσιτελής.

35

Επομένως, η επιχειρηματολογία αυτή της Επιτροπής πρέπει να εξεταστεί πριν από τους λόγους αναιρέσεως.

Επί του αιτήματος αντικαταστάσεως του σκεπτικού

Επιχειρήματα των διαδίκων

36

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 10α, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87 δεν της παρείχε καμία εξουσία να προβλέψει, με την απόφαση 2011/278, διάταξη παρέχουσα τη δυνατότητα δωρεάν χορηγήσεως δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν «υπέρμετρες δυσχέρειες». Συναφώς, η Επιτροπή βάλλει κατά της ερμηνείας του Γενικού Δικαστηρίου, που εκτίθεται στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία δεν μπορούσε να αποκλειστεί εκ προοιμίου το ενδεχόμενο προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας με την απόφαση αυτή, καθόσον η εξουσία εκτιμήσεως που διέθετε η Επιτροπή δυνάμει της οδηγίας 2003/87 της παρείχε τη δυνατότητα να προβλέψει τη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων σε περιπτώσεις «υπέρμετρων δυσχερειών».

37

Η Επιτροπή εκτιμά, αντιθέτως, ότι το άρθρο 10α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 δεν της παρείχε τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από την αρχή κατά την οποία, όσον αφορά τη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων, έπρεπε να λαμβάνονται πλήρως εναρμονισμένα σε επίπεδο Ένωσης μέτρα, δεδομένου ότι ο επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη σκοπός ήταν, όπως εκτίθεται σε άλλες διατάξεις της οδηγίας αυτής, καθώς και στην αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2009/29, να μειωθούν στο ελάχιστο δυνατό οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στην Ένωση και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενθαρρύνσεως της αυξήσεως των εκπομπών. Εντούτοις, οι κανόνες που παρέχουν τη δυνατότητα χορηγήσεως συμπληρωματικών δικαιωμάτων σε εγκατάσταση η οποία, όσον αφορά τα προϊόντα της, είναι συγκρίσιμη με μιαν άλλη εγκατάσταση και η οποία διακρίνεται από αυτήν απλώς και μόνο λόγω του γεγονότος ότι η εφαρμογή του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων τής προκαλεί «υπέρμετρες δυσχέρειες» λόγω της ελλείψεως οικονομικών δυνατοτήτων είναι αντίθετοι προς τους σκοπούς αυτούς και, επομένως, δεν μπορούν να λογίζονται ως πλήρως εναρμονισμένα μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο.

38

Επιπλέον, η απαίτηση υπάρξεως πλήρως εναρμονισμένων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο αποτελεί ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της οδηγίας 2003/87, τα οποία, κατά το άρθρο 10α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, αυτής δεν μπορεί να τροποποιήσει η Επιτροπή.

39

Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι η έκφραση «στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 10α, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87, δεν της παρείχε περιθώρια παρά μόνον όσον αφορά την επιλογή της εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως για κάθε κλάδο ή επιμέρους κλάδο, και ουδόλως για μια συγκεκριμένη επιχείρηση.

40

Με το υπόμνημα απαντήσεως η DK Recycling αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της Επιτροπής και διευκρινίζει ότι, αν το Δικαστήριο αποφασίσει να τη δεχθεί, η ίδια επικαλείται το ασύμβατο της οδηγίας 2003/87 προς τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

41

Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως η Επιτροπή εκθέτει ότι η ως άνω ένσταση ελλείψεως νομιμότητας είναι απαράδεκτη και, επικουρικώς, αβάσιμη, λαμβανομένου υπόψη του συμβατού της οδηγίας 2003/87 προς τα θεμελιώδη δικαιώματα και προς την αρχή της αναλογικότητας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού του αιτήματος αντικαταστάσεως του σκεπτικού

42

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το παραδεκτό του αιτήματος αντικαταστάσεως σημείων του σκεπτικού δικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος για την άσκηση αναιρέσεως, υπό την έννοια ότι η αναίρεση θα μπορεί να ωφελήσει, με το αποτέλεσμά της, τον διάδικο που την άσκησε. Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν το αίτημα αντικαταστάσεως του σκεπτικού συνιστά άμυνα κατά λόγου που προέβαλε ο προσφεύγων διάδικος (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ., C‑501/06 P, C‑513/06 P, C‑515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 23· της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Iride κατά Επιτροπής, C‑329/09 P, EU:C:2011:859, σκέψεις 48 έως 51, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 42).

43

Εν προκειμένω, με το αίτημα αντικαταστάσεως του σκεπτικού ζητείται από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 10α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87 παρείχε την εξουσία στην Επιτροπή να προβλέψει, με την απόφαση 2011/278, διάταξη σχετική με περίπτωση «υπέρμετρων δυσχερειών». Πάντως, αν το Δικαστήριο δεχθεί το αίτημα αυτό, οι λόγοι με τους οποίους η DK Recycling προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν θέσπισε μια τέτοια διάταξη και στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν συνήγαγε εξ αυτού ότι έπρεπε να ακυρώσει την εν λόγω απόφαση καθίστανται αλυσιτελείς.

44

Επομένως, το αίτημα αντικαταστάσεως του σκεπτικού, που είναι ικανό να επηρεάσει διάφορα επιχειρήματα τα οποία προβλήθηκαν με την αίτηση αναιρέσεως, είναι παραδεκτό.

– Επί του βασίμου του αιτήματος αντικαταστάσεως του σκεπτικού

45

Πρέπει να προσδιοριστεί αν το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, χωρίς να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο, ότι η Επιτροπή ήταν αρμόδια για να προβλέψει, με την απόφαση 2011/278, διάταξη παρέχουσα τη δυνατότητα δωρεάν χορηγήσεως συμπληρωματικών δικαιωμάτων σε ορισμένες επιχειρήσεις για τις οποίες η χορήγηση δικαιωμάτων σύμφωνα με τους ανά κλάδο κανόνες που προέβλεπε η ως άνω απόφαση θα συνεπαγόταν «υπέρμετρες δυσχέρειες».

46

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι η αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας 2009/29 μνημονεύει την ανάγκη «να ανατεθεί στην Επιτροπή η αρμοδιότητα να θεσπίζει μέτρα για την εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με […] τη μεταβατική κοινοτική κατανομή δικαιωμάτων». Το άρθρο 10α, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87 ορίζει περαιτέρω ότι τα εν λόγω μέτρα εφαρμογής έχουν ως «αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων» της οδηγίας αυτής.

47

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι διατάξεις των οποίων η θέσπιση προϋποθέτει πολιτικές επιλογές που υπάγονται αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξουσιοδοτήσεως εκ μέρους του και ότι, επομένως, τα μέτρα εκτελέσεως που λαμβάνει η Επιτροπή δεν μπορούν ούτε να τροποποιούν τα ουσιώδη στοιχεία ενός βασικού νομοθετήματος ούτε να το συμπληρώνουν με νέα ουσιώδη στοιχεία (απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑355/10, EU:C:2012:516, σκέψεις 65 και 66).

48

Ο εντοπισμός των στοιχείων ενός συγκεκριμένου ρυθμιζόμενου ζητήματος που πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ουσιώδη πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου και επιβάλλει να λαμβάνονται υπόψη τα χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες του σχετικού ζητήματος (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑363/14, EU:C:2015:579, σκέψη 47).

49

Όσον αφορά τα στοιχεία της οδηγίας 2003/87 που πρέπει να χαρακτηριστούν ουσιώδη υπό την έννοια των διατάξεων και της νομολογίας που παρατίθενται στις σκέψεις 46 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, ναι μεν ο κύριος σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να μειωθούν ουσιωδώς οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ο σκοπός αυτός όμως πρέπει να επιτευχθεί τηρουμένης μιας σειράς επιμέρους σκοπών. Όπως εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 της εν λόγω οδηγίας, οι ως άνω επιμέρους σκοποί είναι, ιδίως, η διασφάλιση της οικονομικής αναπτύξεως και της απασχολήσεως, καθώς και η προστασία της ακεραιότητας της εσωτερικής αγοράς και των όρων του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑504/09 P, EU:C:2012:178, σκέψη 77, και Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑505/09 P, EU:C:2012:179, σκέψη 79, καθώς και της 17ης Οκτωβρίου 2013, Iberdrola κ.λπ., C‑566/11, C‑567/11, C‑580/11, C‑591/11, C‑620/11 και C‑640/11, EU:C:2013:660, σκέψη 43).

50

Η επανειλημμένη μνεία του επιμέρους σκοπού της προστασίας των όρων του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, όχι μόνον στις αιτιολογικές σκέψεις 5 και 7 της οδηγίας 2003/87, αλλά και στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 15 της οδηγίας 2009/29, βεβαιώνει τον ουσιώδη χαρακτήρα του εν λόγω επιμέρους σκοπού στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου.

51

Όσον αφορά ειδικότερα τους μεταβατικούς κανόνες περί δωρεάν χορηγήσεως δικαιωμάτων, πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 2009/29 προβλέπει επίσης την απαίτηση να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό εντός της Κοινότητας. Προς τούτο, διευκρινίζεται ότι η μεταβατική δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με εναρμονισμένους σε επίπεδο Κοινότητας κανόνες.

52

Έτσι, στο άρθρο 10α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, ο νομοθέτης, αφενός, τονίζει την επιτακτική απαίτηση πλήρους εναρμονίσεως, προβλέποντας ότι «η Επιτροπή πρέπει να υιοθετήσει πλήρως εναρμονισμένα μέτρα εφαρμογής που θα ισχύουν σε ολόκληρη την Κοινότητα για την κατανομή των δικαιωμάτων», και, αφετέρου, υποδεικνύει στην Επιτροπή τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να πραγματοποιηθεί η εναρμόνιση αυτή, ήτοι, κατ’ ουσίαν, βάσει «δεικτών αναφοράς» ανά κλάδο και ανά επιμέρους κλάδο.

53

Προβλέποντας μια τέτοια μέθοδο δωρεάν χορηγήσεως δικαιωμάτων, πλήρως εναρμονισμένη ανά κλάδο, ο νομοθέτης συγκεκριμενοποίησε τη σημαντική απαίτηση να περιορίζονται στο ελάχιστο οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς.

54

Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να προβλέπει μη πλήρως εναρμονισμένους και ανά κλάδο κανόνες δωρεάν χορηγήσεως δικαιωμάτων χωρίς να αγνοεί την εν λόγω απαίτηση και, επομένως, χωρίς να τροποποιεί ένα ουσιώδες στοιχείο της οδηγίας 2003/87.

55

Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία ότι η πρόβλεψη από την Επιτροπή, με την απόφαση 2011/278, διατάξεως παρέχουσας τη δυνατότητα δωρεάν χορηγήσεως δικαιωμάτων σε ορισμένες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν «υπέρμετρες δυσχέρειες» κατόπιν της εφαρμογής των ανά κλάδο κριτηρίων που προβλέπονται από την απόφαση αυτή θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της εναρμονισμένης και ανά κλάδο δωρεάν χορηγήσεως δικαιωμάτων, διότι θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην αντιμετώπιση κατά περίπτωση, στηριζόμενη στη συνδρομή ιδιαίτερων και ατομικών περιστάσεων, ειδικών για κάθε επιχείρηση την οποία θα αφορούν τέτοιες «υπέρμετρες δυσχέρειες». Επομένως, μια τέτοια διάταξη θα ήταν ικανή να τροποποιήσει ένα ουσιώδες στοιχείο της οδηγίας 2003/87, θέτοντας με τον τρόπο αυτόν υπό αμφισβήτηση το σύστημα που η ίδια θεσπίζει.

56

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε την εξουσία, δυνάμει του άρθρου 10α, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/87, να προβλέψει μια τέτοια διάταξη.

57

Δεν κλονίζουν το ως άνω συμπέρασμα οι όροι «στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό» και «κατά κανόνα» που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 10α, παράγραφος 1, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2003/87. Οι όροι αυτοί, μολονότι παρέχουν περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή για να προσδιορίσει τους εκ των προτέρων δείκτες αναφοράς στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατή η χρησιμοποίηση δείκτη αναφοράς υπολογιζόμενου με βάση τα προϊόντα, δεν έχουν ως σκοπό να παράσχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από την αρχή της εναρμονισμένης και ανά κλάδο χορηγήσεως δικαιωμάτων. Κατά τα λοιπά, ο συσχετισμός των όρων αυτών με τα συμφραζόμενά τους επιρρωννύει, όπου απαιτείται, την ερμηνεία κατά την οποία ο προσδιορισμός εκ των προτέρων δεικτών αναφοράς πρέπει να πραγματοποιείται «για κάθε κλάδο και επιμέρους κλάδο», διότι αυτές είναι οι λέξεις που χρησιμοποιεί το άρθρο 10α, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/87.

58

Κατά συνέπεια, εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της DK Recycling λαμβάνοντας ως βάση την παραδοχή ότι η Επιτροπή θα μπορούσε νομίμως να προβλέψει διάταξη προβλέπουσα τη δωρεάν χορήγηση δικαιωμάτων σε περιπτώσεις «υπέρμετρων δυσχερειών», αντί να σημειώσει απλώς ότι η Επιτροπή ήταν, εν πάση περιπτώσει, αναρμόδια για τη θέσπιση μιας τέτοιας διατάξεως.

59

Επομένως, το αίτημα αντικαταστάσεως του σκεπτικού πρέπει να γίνει δεκτό.

Επί του βασίμου της αιτήσεως αναιρέσεως

60

Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι λόγοι με τους οποίους η DK Recycling προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν συνήγαγε τις συνέπειες της ελλείψεως, στην απόφαση 2011/278, διατάξεως προβλέπουσας τη δωρεάν χορήγηση συμπληρωματικών δικαιωμάτων σε περιπτώσεις «υπέρμετρων δυσχερειών» είναι αλυσιτελείς και πρέπει απορριφθούν.

61

Εξάλλου, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της DK Recycling σχετικά με τον μη σύννομο χαρακτήρα της οδηγίας 2003/87, επειδή αυτή δεν προέβλεψε μια τέτοια διάταξη, ακόμα και αν υποτεθεί ότι η DK Recycling επικαλέστηκε, όπως διατείνεται, έλλειψη νομιμότητας της οδηγίας αυτής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, από τα δικόγραφα της ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφης διαδικασίας προκύπτει ότι προέβαλε για πρώτη φορά τον λόγο αυτόν στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως μόλις με το υπόμνημα απαντήσεως, και όχι με το εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως.

62

Όπως όμως προκύπτει από το άρθρο 127, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο βάσει του άρθρου 190 του ίδιου Κανονισμού έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

63

Δεν μπορεί να γίνει δεκτή μια τέτοια εξαίρεση όσον αφορά τον λόγο που προέβαλε η DK Recycling με το υπόμνημα απαντήσεως αναφερόμενη στην παρατήρηση με την οποία η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως, περιορίστηκε στο να παρατηρήσει, χωρίς να προσκομίζει νέα νομικά ή πραγματικά στοιχεία, ότι με την αίτηση αναιρέσεως δεν αμφισβητείται η νομιμότητα της οδηγίας 2003/87.

64

Κατά συνέπεια, ο λόγος που στηρίζεται σε έλλειψη νομιμότητας της οδηγίας 2003/87 πρέπει να κριθεί απαράδεκτος.

65

Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

66

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

67

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

68

Δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει ζητήσει την καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα και η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει αυτή, αφενός, να φέρει τα δικαστικά έξοδά της και, αφετέρου, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την DK Recycling und Roheinsen GmbH στα δικαστικά της έξοδα, καθώς και σε εκείνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω