EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62015CJ0284

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Απριλίου 2016.
Office national de l'emploi (ONEm) κατά M και M κατά Office national de l’emploi (ONEm) και Caisse auxiliaire de paiement des allocations de chômage (CAPAC).
Αίτηση του Cour du travail de Bruxelles για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 15, παράγραφος 2 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Άρθρο 67, παράγραφος 3 – Κοινωνική ασφάλιση – Επίδομα ανεργίας προς συμπλήρωση των εισοδημάτων από εργασία με καθεστώς μερικής απασχολήσεως – Χορήγηση της παροχής αυτής – Συμπλήρωση περιόδων απασχολήσεως – Συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως – Λήψη υπόψη περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που έχουν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.
Υπόθεση C-284/15.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2016:220

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Απριλίου 2016 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 15, παράγραφος 2 — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Άρθρο 67, παράγραφος 3 — Κοινωνική ασφάλιση — Επίδομα ανεργίας προς συμπλήρωση των εισοδημάτων από εργασία με καθεστώς μερικής απασχολήσεως — Χορήγηση της παροχής αυτής — Συμπλήρωση περιόδων απασχολήσεως — Συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως — Λήψη υπόψη περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που έχουν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους»

Στην υπόθεση C‑284/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ που υπέβαλε το cour du travail de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 27ης Μαΐου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Office national de l’emploi (ONEm)

κατά

M.

και

Μ.

κατά

Office national de l’emploi (ONEm),

Caisse auxiliaire de paiement des allocations de chômage (CAPAC),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin (εισηγητή) και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και L. Van den Broeck,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C. Thorning και την M. S. Wolff,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους O. Segnana και A. Norberg,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 592/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008 (ΕΕ L 177, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), καθώς και το κύρος της διατάξεως αυτής από πλευράς των άρθρων 45 ΣΛΕΕ, 48 ΣΛΕΕ και 15, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο συνεκδικαζομένων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφορών μεταξύ του Office national de l’emploi (ONEm) (στο εξής: ONEm) και του M. καθώς και μεταξύ, αφενός, του δευτέρου και, αφετέρου, του ONEm και του Caisse auxiliaire de paiement des allocations de chômage (CAPAC), σχετικά με την καταβολή του επιδόματος ανεργίας και του επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Ισότητα μεταχειρίσεως», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:

«Τα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.»

4

Το άρθρο 67 του κανονισμού αυτού, που επιγράφεται «Συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως», έχει ως εξής:

«1.   Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από την συμπλήρωση περιόδων ασφαλίσεως λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό την ιδιότητα μισθωτού υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως να επρόκειτο για περιόδους ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζει ο φορέας αυτός, υπό τον όρο πάντως ότι οι περίοδοι απασχολήσεως θα είχαν θεωρηθεί ως περίοδοι ασφαλίσεως αν είχαν πραγματοποιηθεί υπό τη νομοθεσία αυτή.

2.   Ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους η νομοθεσία του οποίου εξαρτά την κτήση, τη διατήρηση ή την ανάκτηση του δικαιώματος παροχών από την πραγματοποίηση περιόδων απασχολήσεως λαμβάνει υπόψη, κατά το μέτρο που απαιτείται, τις περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό την ιδιότητα μισθωτού υπό τη νομοθεσία άλλου κράτους μέλους, ως να επρόκειτο για περιόδους απασχολήσεως που πραγματοποιήθηκαν υπό τη νομοθεσία που εφαρμόζεται από το φορέα αυτόν.

3.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 71, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, και στοιχείο βʹ, σημείο ii, η εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 τελεί υπό τον όρο ότι ο ενδιαφερόμενος έχει πραγματοποιήσει τελευταία:

στην περίπτωση της παραγράφου 1, περιόδους ασφαλίσεως,

στην περίπτωση της παραγράφου 2, περιόδους απασχολήσεως,

κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας δυνάμει της οποίας ζητούνται οι παροχές.

4.   Όταν η διάρκεια χορηγήσεως των παροχών εξαρτάται από τη διάρκεια των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 ή της παραγράφου 2, κατά περίπτωση.»

Το βελγικό δίκαιο

5

Το άρθρο 29, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991 περί ρυθμίσεως της ανεργίας (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1991, σ. 29888), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα της 25ης Νοεμβρίου 1991), έχει ως εξής:

«Ο εργαζόμενος που προσχωρεί σε καθεστώς εργασίας το οποίο δεν αντιστοιχεί στις διατάξεις του άρθρου 28, παράγραφοι 1 ή 3, και του οποίου η εβδομαδιαία διάρκεια συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 11 bis, εδάφια 4 επ., του νόμου της 3ης Ιουλίου 1978 περί των συμβάσεων εργασίας, θεωρείται, από της ενάρξεως της μερικής απασχολήσεώς του, εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως με διατήρηση των δικαιωμάτων, εφόσον:

a)

πληροί, κατά τον χρόνο προσχωρήσεώς του στο καθεστώς εργασίας μερικής απασχολήσεως, όλες τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και χορηγήσεως προκειμένου να δικαιούται επιδόματα ως εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως […]

[...]».

6

Το βελγικό δίκαιο εξαρτά τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας στον εργαζόμενο πλήρους απασχολήσεως από ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 30 του βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991, η οποία συνίσταται στη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού ημερών εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που προηγείται της υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση επιδομάτων.

7

Το άρθρο 37, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991 ορίζει τα ακόλουθα:

«Η πραγματοποιηθείσα στην αλλοδαπή εργασία λαμβάνεται υπόψη μόνον εάν πρόκειται για απασχόληση για την οποία στο Βέλγιο γίνονται κρατήσεις για κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των κρατήσεων στον τομέα ασφαλίσεως κατά της ανεργίας.

Το πρώτο εδάφιο ισχύει, πάντως, μόνον εάν ο εργαζόμενος, μετά την εργασία που πραγματοποίησε στην αλλοδαπή, συμπλήρωσε περιόδους εργασίας ως μισθωτός βάσει της βελγικής νομοθεσίας.»

8

Δυνάμει του άρθρου 131bis, παράγραφος 1, του βασιλικού διατάγματος της 25ης Νοεμβρίου 1991, ο εργαζόμενος μερικής απασχολήσεως με διατήρηση των δικαιωμάτων δύναται, κατά τη διάρκεια της μερικής απασχολήσεώς του, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να λαμβάνει ειδικό επίδομα καλούμενο “επίδομα εξασφαλίσεως του εισοδήματος”».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Ο M., μουσικός τσεχικής ιθαγένειας, εργάστηκε έως τις 27 Απριλίου 2008 στην Τσεχική Δημοκρατία στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας πλήρους απασχολήσεως. Μετά τη μετοικεσία του στο Βέλγιο, εγγράφηκε ως αναζητών εργασία στο κράτος μέλος αυτό στις 10 Μαΐου 2008.

10

Στις 27 Μαΐου 2008, ο M. ζήτησε να του χορηγηθούν επιδόματα ανεργίας από 13ης Μαΐου 2008, δεν δόθηκε όμως καμία συνέχεια στην αίτηση αυτή.

11

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2008, αφού προσλήφθηκε στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως, για 2,5 ώρες εβδομαδιαίως, ως καθηγητής βιολιού και κιθάρας, ο M. ζήτησε να του χορηγηθεί επίδομα εξασφαλίσεως του εισοδήματος, βάσει των ωρών που δεν εργαζόταν, από 8ης Σεπτεμβρίου 2008.

12

Την επομένη της λήξεως της συμβάσεως εργασίας μερικής απασχολήσεως, ήτοι στις 24 Ιουνίου 2009, ο Μ. υπέβαλε, δεδομένου ότι δεν είχε καμία επαγγελματική απασχόληση, αίτηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας από την ημερομηνία αυτή. Στη συνέχεια, έχοντας εκ νέου προσληφθεί με καθεστώς μερικής απασχολήσεως, υπέβαλε, στις 22 Οκτωβρίου 2009, δεύτερη αίτηση χορηγήσεως επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος για την περίοδο από 7ης Σεπτεμβρίου 2009 και εντεύθεν.

13

Ο ONEm αποφάσισε επί των διαφόρων αιτήσεων του Μ. ως ακολούθως:

η αίτηση χορηγήσεως επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος απορρίφθηκε δύο φορές, ήτοι στις 3 και στις 22 Ιουλίου 2009, με το αιτιολογικό ότι, εφόσον δεν επακολούθησαν παροχές εργασίας στο Βέλγιο, οι παροχές εργασίας που είχαν πραγματοποιηθεί στην Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη·

η αίτηση χορηγήσεως επιδόματος ανεργίας για το χρονικό διάστημα από 24ης Ιουνίου 2009 απορρίφθηκε στις 26 Αυγούστου 2009 με το αιτιολογικό ότι η χορήγηση επιδομάτων ανεργίας σε εργαζόμενο με καθεστώς μερικής απασχολήσεως που έπαυσε κάθε δραστηριότητα απαιτούσε εβδομαδιαίο αριθμό τουλάχιστον 12ωρών εργασίας στις θέσεις εργασίας στις οποίες απασχολείτο προηγουμένως·

η αίτηση χορηγήσεως επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος για τον μετά τις 7 Σεπτεμβρίου 2009 χρόνο απορρίφθηκε.

14

Ο M. αμφισβήτησε όλες τις αποφάσεις του ONEm ενώπιον του tribunal du travail de Bruxelles. Το δικαστήριο αυτό, με απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012, έκρινε την προσφυγή του M. μερικώς βάσιμη.

15

Ο ONEm και ο M. άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής στις 16 και 18 Οκτωβρίου 2012 ενώπιον του cour du travail de Bruxelles [εργατοδικείο Βρυξελλών].

16

Με απόφαση της 24ης Δεκεμβρίου 2014, το δικαστήριο αυτό επιβεβαίωσε ότι ο M. είχε δικαίωμα επί επιδόματος ανεργίας, ελλείψει οποιασδήποτε δραστηριότητας, για το χρονικό διάστημα από 24 Ιουνίου έως 6 Σεπτεμβρίου 2009, και επί επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος από τις 7 Σεπτεμβρίου 2009 και εντεύθεν. Κατά τα λοιπά, όσον αφορά τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας από τις 8 Σεπτεμβρίου 2008, το εν λόγω δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου οι διάδικοι της κύριας δίκης να μπορέσουν να του υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71. Προς τούτο, διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση στις 29 Απριλίου 2015.

17

Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το μόνο σημείο διαφωνίας ενώπιόν του συνίσταται στο κατά πόσον ο Μ. ήταν επιλέξιμος ώστε να λάβει επίδομα ανεργίας ως εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως στις 8 Σεπτεμβρίου 2008.

18

Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί ότι το επίδομα εξασφαλίσεως του εισοδήματος χορηγείται μόνον στους εργαζομένους μερικής απασχολήσεως με διατήρηση των δικαιωμάτων. Προς δικαιολόγηση αυτού του καθεστώτος, ένας εργαζόμενος όπως ο Μ. οφείλει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι, κατά τον χρόνο ενάρξεως της δραστηριότητας μερικής απασχολήσεως, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του επιδόματος ανεργίας ως εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως.

19

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά τα φαινόμενα, αφενός, ο M. δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις αυτές καθόσον οι παροχές εργασίας που είχαν πραγματοποιηθεί στην Τσεχική Δημοκρατία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και, αφετέρου, δεν είχε συμπληρώσει περιόδους εργασίας ως μισθωτός δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας στις 8 Σεπτεμβρίου 2008.

20

Ωστόσο, το δικαστήριο αυτό εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κύρος του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 διότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή κωλύει αδικαιολογήτως την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηκόων άλλων κρατών μελών που θα είχαν την πρόθεση να εργαστούν στο Βέλγιο υπό καθεστώς μερικής απασχολήσεως.

21

Το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι η υπό κρίση υπόθεση φαίνεται να διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση van Noorden (C‑272/90, EU:C:1991:219), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 67, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού δεν αποκλείει τη δυνατότητα κράτους μέλους να αρνηθεί τη χορήγηση σε εργαζόμενο επιδομάτων ανεργίας όταν ο εργαζόμενος δεν έχει προηγουμένως συμπληρώσει, τελευταία, περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως στο κράτος μέλος αυτό, στο μέτρο που στην υπόθεση εκείνη, ο προσφεύγων της κύριας δίκης δεν είχε εκδηλώσει την πρόθεσή του να εργαστεί με καθεστώς μερικής απασχολήσεως.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour du travail de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 την έννοια ότι εμποδίζει τα κράτη μέλη να αρνηθούν τον συνυπολογισμό των περιόδων εργασίας που απαιτούνται για την επιλεξιμότητα προς χορήγηση επιδόματος ανεργίας, το οποίο αποσκοπεί στη συμπλήρωση του εισοδήματος από εργασία μερικής απασχολήσεως, όταν ουδεμία περίοδος ασφαλίσεως ή εργασίας στον εν λόγω κράτος μέλος έχει προηγηθεί της απασχολήσεως στην εργασία αυτή;

2)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, είναι το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 συμβατό, ιδίως, προς:

το άρθρο 48 ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η προϋπόθεση από την οποία το εν λόγω άρθρο 67, παράγραφος 3, εξαρτά τον συνυπολογισμό των περιόδων εργασίας είναι ικανή να περιορίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την πρόσβασή τους σε ορισμένες θέσεις εργασίας μερικής απασχολήσεως,

το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, το οποίο “συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους άλλους όρους εργασίας” και προβλέπει το δικαίωμα των εργαζομένων “να αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας” (συμπεριλαμβανομένης της εργασίας μερικής απασχολήσεως) εντός των άλλων κρατών μελών, “να διακινούνται ελεύθερα για τον σκοπό αυτό εντός της επικρατείας των κρατών μελών” όπου και να διαμένουν “με τον σκοπό να ασκούν εκεί ορισμένη εργασία σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που διέπουν την απασχόληση των εργαζομένων υπηκόων αυτού του κράτους μέλους”,

το άρθρο 15, παράγραφος 2, του [Χάρτη], το οποίο ορίζει ότι “κάθε πολίτης της Ένωσης είναι ελεύθερος να αναζητά απασχόληση, να εργάζεται […] σε κάθε κράτος μέλος”;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

23

Πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο αιτούμενος τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας προς συμπλήρωση του εισοδήματός του από εργασία μερικής απασχολήσεως, ήτοι τη χορήγηση του επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος που προβλέπεται από τη βελγική νομοθεσία, οφείλει να πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να λάβει επίδομα ανεργίας ως εργαζόμενος πλήρους απασχολήσεως.

24

Αφετέρου, από τις γραπτές παρατηρήσεις της Βελγικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι το επίδομα εξασφαλίσεως του εισοδήματος καθιερώθηκε με σκοπό να μην αποθαρρύνονται τα πρόσωπα που είναι επιλέξιμα για τη χορήγηση επιδομάτων ανεργίας ως εργαζόμενοι πλήρους απασχολήσεως να δέχονται θέσεις εργασίας μερικής απασχολήσεως λόγω του ότι το ποσό των επιδομάτων αυτών είναι υψηλότερο του μισθού που καταβάλλεται για την εργασία αυτή.

25

Κατά συνέπεια, εφόσον ένα πρόσωπο που δεν πληροί τις προϋποθέσεις χορηγήσεως παροχών ανεργίας δεν μπορεί να λάβει ούτε το επίδομα εξασφαλίσεως του εισοδήματος, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, το οποίο έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, εμποδίζει, όταν δεν έχει συμπληρωθεί καμία περίοδος απασχολήσεως ή ασφαλίσεως στο κράτος μέλος εντός του οποίου υποβάλλεται αίτηση χορηγήσεως επιδομάτων ανεργίας, τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως η συμπλήρωση των οποίων αποτελεί προαπαιτούμενο της χορηγήσεως των παροχών αυτών.

26

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο αναζητών εργασία ο οποίος ουδέποτε έχει υπαχθεί στη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως του κράτους μέλους εντός του οποίου ζητεί τη χορήγηση παροχών ανεργίας και, συνεπώς, δεν έχει συμπληρώσει, τελευταία, περιόδους ασφαλίσεως ή απασχολήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους αυτού δεν μπορεί να λάβει παροχές ανεργίας δυνάμει του άρθρου 67 του εν λόγω κανονισμού (βλ. αποφάσεις van Noorden, C‑272/90, EU:C:1991:219, σκέψη 10· Martínez Losada κ.λπ., C‑88/95, C‑102/95 και C‑103/95, EU:C:1997:69, σκέψη 36, καθώς και διάταξη Verwayen-Boelen, C‑175/00, EU:C:2002:133, σκέψη 26).

27

Εξάλλου, η επιχειρηματολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με την οποία πρέπει να εξακριβωθεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, αν οι διατάξεις της βελγικής νομοθεσίας περί της χορηγήσεως επιδόματος εξασφαλίσεως του εισοδήματος θα μπορούσαν να καταλήξουν σε έμμεση δυσμενή διάκριση, απαγορευόμενη από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

28

Πράγματι, πρέπει, περαιτέρω, να υπομνησθεί ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του κανονισμού 1408/71, ο εκ μέρους κράτους μέλους συνυπολογισμός των περιόδων ασφαλίσεως ή απασχολήσεως που έχει συμπληρώσει ο ενδιαφερόμενος κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους, προκειμένου να του χορηγηθεί επίδομα ανεργίας, διέπεται αποκλειστικώς από το άρθρο 67 του κανονισμού αυτού (βλ. απόφαση Martínez Losada κ.λπ., C‑88/95, C‑102/95 και C‑103/95, EU:C:1997:69, σκέψη 27·και διάταξη Verwayen-Boelen, C‑175/00, EU:C:2002:133, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, το άρθρο 3 του εν λόγω κανονισμού δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις για τις οποίες ο ίδιος κανονισμός περιέχει ειδικές διατάξεις όπως αυτές του άρθρου 67 που διέπει το δικαίωμα του ανέργου επί των παροχών ανεργίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Adanez-Vega, C‑372/02, EU:C:2004:705, σκέψη 57).

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει κράτος μέλος να αρνηθεί τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που απαιτούνται για την επιλεξιμότητα προς χορήγηση επιδόματος ανεργίας αποσκοπούντος στη συμπλήρωση του εισοδήματος από εργασία μερικής απασχολήσεως, όταν της απασχολήσεως στην εργασία αυτή δεν έχει προηγηθεί καμία περίοδος ασφαλίσεως ή απασχολήσεως εντός αυτού του κράτους μέλους.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

30

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς το κύρος του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 από πλευράς των άρθρων 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ, καθώς και από πλευράς του άρθρου 15, παράγραφος 2, του Χάρτη.

31

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 48 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύει στον νομοθέτη της Ένωσης να εξαρτά από προϋποθέσεις τις διευκολύνσεις που παρέχει προς εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων την οποία διασφαλίζει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ ούτε να καθορίζει τα όριά της και, δεύτερον, ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκανε ορθή χρήση της διακριτικής ευχέρειάς του καθορίζοντας τις προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων με το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, που αποσκοπούν να ενθαρρύνουν την αναζήτηση εργασίας στο κράτος μέλος εντός του οποίου ένα πρόσωπο έχει καταβάλει τελευταία ασφαλιστικές εισφορές ανεργίας και να επιβαρύνουν το κράτος αυτό με τη χορήγηση των παροχών ανεργίας (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Gray, C‑62/91, EU:C:1992:177, σκέψεις 11 και 12).

32

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την εξέταση του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να θίξουν το κύρος του άρθρου 67, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού από πλευράς των άρθρων 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ.

33

Όσον αφορά το συμβατό του άρθρου 67, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του Χάρτη, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη ορίζει ότι τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διατάξεων των Συνθηκών ασκούνται υπό τους όρους και εντός των ορίων που καθορίζονται σ’ αυτές. Τούτο ισχύει ως προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του Χάρτη το οποίο αφορά, ιδίως, όπως επιβεβαιώνουν οι σχετικές με τη διάταξη αυτή επεξηγήσεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17), την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων την οποία διασφαλίζει το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση Gardella, C‑233/12, EU:C:2013:449, σκέψη 39).

34

Επομένως, εφόσον το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 συνάδει προς τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 48 ΣΛΕΕ, είναι σύμφωνο και προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του Χάρτη.

35

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι από την εξέταση του δευτέρου υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71.

Επί των δικαστικών εξόδων

36

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 67, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 592/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει κράτος μέλος να αρνηθεί τον συνυπολογισμό των περιόδων απασχολήσεως που απαιτούνται για την επιλεξιμότητα προς χορήγηση επιδόματος ανεργίας αποσκοπούντος στη συμπλήρωση του εισοδήματος από εργασία μερικής απασχολήσεως, όταν της απασχολήσεως στην εργασία αυτή δεν έχει προηγηθεί καμία περίοδος ασφαλίσεως ή απασχολήσεως εντός αυτού του κράτους μέλους.

 

2)

Από την εξέταση του δευτέρου υποβληθέντος ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του άρθρου 67, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε και επικαιροποιήθηκε με τον κανονισμό 118/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 592/2008.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω