Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62012CC0531
Opinion of Advocate General Kokott delivered on 27 February 2014.#Commune de Millau and Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA) v European Commission.#Appeal — Arbitration clause — Grant contract concerning a local development action — Recovery of part of the sums paid — Assumption of debt — Jurisdiction of the General Court — Limitation period — Liability of the Commission.#Case C‑531/12 P.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 27ης Φεβρουαρίου 2014.
Commune de Millau και Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως — Ρήτρα διαιτησίας — Σύμβαση επιδοτήσεως που αφορά αναπτυξιακή τοπική δράση — Επιστροφή μέρους των καταβληθεισών προκαταβολών — Ανάληψη χρέους — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Παραγραφή — Ευθύνη της Επιτροπής.
Υπόθεση C–531/12 P.
Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 27ης Φεβρουαρίου 2014.
Commune de Millau και Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA) κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως — Ρήτρα διαιτησίας — Σύμβαση επιδοτήσεως που αφορά αναπτυξιακή τοπική δράση — Επιστροφή μέρους των καταβληθεισών προκαταβολών — Ανάληψη χρέους — Αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου — Παραγραφή — Ευθύνη της Επιτροπής.
Υπόθεση C–531/12 P.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:1946
ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ
JULIANE KOKOTT
της 27ης Φεβρουαρίου 2014 ( 1 )
Υπόθεση C‑531/12 PCommune de Millau και
Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (SEMEA)
κατά
Ευρωπαϊκής Επιτροπής
«Ρήτρα διαιτησίας — Σύμβαση επιδοτήσεως που αφορά αναπτυξιακή τοπική δράση — Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων — Παραγραφή — Αντιτάξιμο ρήτρας διαιτησίας — Ρήτρα συμβάσεως υπέρ τρίτου»
I – Εισαγωγή
|
1. |
Στην προκειμένη αναιρετική διαδικασία, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει θέση, εν μέρει επί ζητημάτων ειδικής φύσεως, εν μέρει δε επί ζητημάτων θεμελιώδους χαρακτήρα. |
|
2. |
Πρώτον, αυτή η αίτηση αναιρέσεως παρέχει τη δυνατότητα να διευκρινισθεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί αίτηση αναιρέσεως, που είχε ασκηθεί αρχικώς από μη έχοντα σχετική εντολή, να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα βάσει του νέου Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2012, εάν το σχετικό έγγραφο προσκομισθεί κατά την πορεία της διαδικασίας. |
|
3. |
Δεύτερον, τίθεται το ζήτημα αν και υπό ποιες προϋποθέσεις δύνανται μη συμβαλλόμενοι τρίτοι να υπαχθούν σε ρήτρα διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, ώστε τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να είναι αρμόδια και για διαδικασίες κατά αυτών των τρίτων προσώπων. |
|
4. |
Τρίτον, πρέπει να αποσαφηνισθεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας την εφαρμογή εθνικού δικαίου το οποίο εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο στην πρωτοβάθμια διαδικασία λόγω σχετικής επιλογής εφαρμοστέου δικαίου εκ μέρους των συμβαλλομένων ( 2 ). |
|
5. |
Τέταρτον, τίθεται το ζήτημα αν από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως από το θεμελιώδες δικαίωμα χρηστής διοικήσεως απορρέει αρχή η οποία καθιστά δυνατό τον αποκλεισμό της αναζητήσεως καταβολών όταν οι αντίστοιχες αξιώσεις δεν έχουν μεν ενδεχομένως παραγραφεί, αλλά το θεσμικό όργανο της Ένωσης που δικαιούται να τις προβάλει δεν προέβη εγκαίρως στην είσπραξη των εκκρεμών απαιτήσεών του. |
II – Νομικό πλαίσιο
Α— Το πρωτογενές δίκαιο
|
6. |
Το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ρυθμίζει το «Δικαίωμα χρηστής διοίκησης» και ορίζει τα εξής: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.» |
|
7. |
Το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει ως ακολούθως: «Οι αποφάσεις που εκδίδει το Γενικό Δικαστήριο [...] υπόκεινται σε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, σύμφωνα με τους όρους και τους περιορισμούς που προβλέπονται από τον Οργανισμό.» |
|
8. |
Το άρθρο 272 ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής: «Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου η οποία συνάπτεται από την Ένωση [ ( 3 )] ή για λογαριασμό της.» |
|
9. |
Το άρθρο 58, παράγραφος 1, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει: «Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και παραβίαση του ενωσιακού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο.» |
Β— Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου
|
10. |
Το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει τα εξής: «[…] 2. Οι εκπρόσωποι και οι δικηγόροι υποχρεούνται να καταθέσουν στη Γραμματεία επίσημο έγγραφο ή εντολή του διαδίκου τον οποίο εκπροσωπούν. […] 4. Σε περίπτωση μη καταθέσεως των εν λόγω εγγράφων, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή τους. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν προσκομιστούν τα στοιχεία, το Δικαστήριο κρίνει, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, κατά πόσον η μη τήρηση αυτής της προϋποθέσεως συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής ή του υπομνήματος.» |
|
11. |
Το άρθρο 168 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ορίζει τα εξής: «[…] 2. Τα άρθρα 119, 121 και 122, παράγραφος 1, του παρόντος κανονισμού έχουν εφαρμογή επί αναιρέσεων. […] 4. Αν το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως δεν είναι σύμφωνο με τις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος άρθρου, ο γραμματέας τάσσει στον αναιρεσείοντα εύλογη προθεσμία για την τακτοποίησή του. Εφόσον εντός της προθεσμίας που έχει ταχθεί δεν γίνει η τακτοποίηση, το Δικαστήριο κρίνει, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, κατά πόσον η μη τήρηση αυτών των διατυπώσεων συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως.» |
Γ— Ο Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου
|
12. |
Το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προβλέπει τα εξής: «Το δικόγραφο της προσφυγής που ασκείται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας περιεχομένης σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, η οποία έχει συναφθεί από την Ένωση ή για λογαριασμό της σύμφωνα με το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της περιέχουσας την εν λόγω ρήτρα συμβάσεως.» |
III – Ιστορικό της διαφοράς
|
13. |
Τον Ιούλιο του 1990, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνήψε σύμβαση επιδοτήσεως για την υλοποίηση τοπικού αναπτυξιακού σχεδίου με τη Société d’économie mixte d’équipement de l’Aveyron (στο εξής: SEMEA), το 50 % του κεφαλαίου της οποίας κατείχε ο Commune de Millau [Δήμος του Millau] (Γαλλία). Βάσει της συμφωνίας των συμβαλλομένων, αφενός, η σύμβαση επιδοτήσεως διέπεται από το γαλλικό δίκαιο και, αφετέρου, «εν απουσία φιλικού διακανονισμού, το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται επί των εκ της συμβάσεως διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων». |
|
14. |
Κατόπιν όμως συμφωνίας με την Επιτροπή, την περαιτέρω υλοποίηση του αναπτυξιακού σχεδίου δεν ανέλαβε η SEMEA, αλλά ένωση η οποία συστάθηκε με σκοπό την υλοποίηση του σχεδίου. Ωστόσο, αυτή η ένωση δεν προσχώρησε στη σύμβαση επιδοτήσεως και ως εκ τούτου η SEMEA εξακολούθησε να είναι αντισυμβαλλόμενη της Κοινότητας. |
|
15. |
Αφού διαπιστώθηκε ότι η Κοινότητα είχε προβεί σε αχρεώστητες καταβολές, η Επιτροπή ζήτησε το 1993 από τη SEMEA να επιστρέψει ποσό ύψους 41012 ECU (στο εξής: επίδικη απαίτηση). Αν και η SEMEA δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό το αίτημα, η Επιτροπή δεν της απηύθυνε αρχικώς άλλες οχλήσεις. |
|
16. |
Μόλις το 2005, δηλαδή μετά από περίπου δώδεκα έτη, η Επιτροπή ζήτησε εκ νέου να της καταβληθεί το ανωτέρω ποσό. Η SEMEA επισήμανε στην Επιτροπή ότι η εταιρία τελεί εν τω μεταξύ υπό εκκαθάριση. Η SEMEA υποστήριξε επίσης ότι η ένωση που είχε αναλάβει την υλοποίηση του επιδοτούμενου σχεδίου τη διαβεβαίωσε ότι η Επιτροπή είχε παραιτηθεί από την επίδικη απαίτηση η οποία εξάλλου είχε πλέον παραγραφεί. Η Επιτροπή αρνείται ότι υπήρξε οποιαδήποτε παραίτηση εκ μέρους της από την επίδικη απαίτηση. Μολονότι ακολούθησε ανταλλαγή επιστολών και οχλήσεις επί σειρά ετών, η SEMEA δεν προέβη σε καταβολή. Τον Φεβρουάριο του 2008, η Επιτροπή ζήτησε για τελευταία φορά από τη SEMEA να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό. |
|
17. |
Την 21η Νοεμβρίου 2008, η έκτακτη γενική συνέλευση της SEMEA έλαβε γνώση της αποφάσεως του Commune de Millau, κύριου μετόχου της, να αναλάβει το ενεργητικό και το παθητικό της και αποφάσισε να καταβάλει το ποσό των 82719,76 ευρώ, που αντιπροσώπευε τα ρευστά διαθέσιμα της SEMEA, στον Δήμο του Millau. Στην έκθεση εκκαθαρίσεως που υπέβαλε ο εκκαθαριστής αναγραφόταν η επίδικη απαίτηση. |
|
18. |
Στις 9 Δεκεμβρίου 2008, ο εκκαθαριστής της SEMEA περάτωσε τις εργασίες εκκαθαρίσεως και ζήτησε τη διαγραφή της SEMEA από το εμπορικό μητρώο. Στις 18 Δεκεμβρίου 2008, το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου του Millau επικύρωσε την ανάληψη της εταιρικής περιουσίας της SEMEA. Στο παθητικό της εταιρίας αναγραφόταν μεταξύ άλλων η επίδικη απαίτηση της Επιτροπής με τη σημείωση ότι η SEMEA επικαλέσθηκε, συναφώς, παραγραφή της απαιτήσεως και η δανείστρια δεν επιδίωξε περαιτέρω την ικανοποίηση του αιτήματός της καταβολής. Για τις ανωτέρω ενέργειες η Επιτροπή δεν είχε παράσχει τη συναίνεσή της. |
IV – Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
|
19. |
Προκειμένου να καταστεί δυνατόν να επιδιωχθεί δικαστικώς η ικανοποίηση της επίδικης απαιτήσεως, μολονότι η SEMEA είχε διαγραφεί από το εμπορικό μητρώο, η Επιτροπή ζήτησε από το Tribunal de commerce Rodez (Γαλλία) να ορίσει ad hoc πληρεξούσιο προς εκπροσώπηση της εταιρίας. |
|
20. |
Κατόπιν του ως άνω διορισμού, η Επιτροπή άσκησε αγωγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου —και μάλιστα ιδίω ονόματι—, αφενός, τον Απρίλιο του 2010 κατά της SEMEA (υπόθεση T‑168/10) και, αφετέρου, τον Δεκέμβριο του 2010 κατά του Δήμου του Millau (υπόθεση T‑572/10), ο οποίος, όπως εκτιμά η Επιτροπή, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την επίδικη απαίτηση, καθόσον ανέλαβε το παθητικό της SEMEA. Οι δύο διαδικασίες ενώθηκαν λόγω συναφείας προς έκδοση κοινής αποφάσεως. |
|
21. |
Οι εναγόμενοι προέβαλαν ένσταση παραγραφής. Ακόμη, ο εναγόμενος Δήμος αμφισβήτησε εξαρχής την αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου με το σκεπτικό ότι δεν μπορούσε να αντιταχθεί στον Δήμο η ρήτρα που ισχύει για τη σύμβαση επιδοτήσεως και ορίζει ως αρμόδια τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Επικουρικώς, για την περίπτωση που το αίτημα καταβολής της Επιτροπής σχετικά με την επίδικη απαίτηση γινόταν δεκτό, οι εναγόμενοι άσκησαν ανταγωγή την οποία στήριξαν στο άρθρο 340 ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Η Επιτροπή παρέβη το καθήκον χρηστής διοικήσεως το οποίο υπέχει και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον ανέμεινε επί μακρά περίοδο πριν προβάλει την επίδικη απαίτηση και, ως εκ τούτου, γεννάται αξίωση αποζημιώσεως των εναγομένων κατά της Επιτροπής ύψους αντίστοιχου με το ποσό που ζητεί η Επιτροπή, οπότε αίρεται εν τέλει η υποχρέωση των εναγομένων σε καταβολή. |
|
22. |
Με απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε κατ’ ουσίαν τις αγωγές της Επιτροπής και απέρριψε τις ανταγωγές των εναγομένων. Η SEMEA και ο Commune de Millau υποχρεώθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να καταβάλουν στην Επιτροπή 41012 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας. |
|
23. |
Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε την αρμοδιότητά του σε ό,τι αφορούσε τον Δήμο με το σκεπτικό ότι «μέσω συμβάσεως υπέρ τρίτου μεταξύ της SEMEA και του Δήμου του Millau, ο τελευταίος υπήχθη σε ρήτρα διαιτησίας υπέρ της Ένωσης» ( 4 ). «Από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων προκύπτει ότι η ύπαρξη ρήτρας υπέρ τρίτου [...] μπορεί επίσης να συνάγεται από τον σκοπό της συμβάσεως ή από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της» ( 5 ). Ο Δήμος ανέλαβε το παθητικό της SEMEA «εν πλήρη γνώσει της καταστάσεως» ( 6 ) —και χωρίς να διατυπώσει επιφυλάξεις κατά της ρήτρας διαιτησίας της συμβάσεως επιδοτήσεως—, πράγμα που είχε ως συνέπεια την υπαγωγή του στη ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως επιδοτήσεως. |
V – Αίτηση αναιρέσεως
|
24. |
Τον Νοέμβριο του 2012, το δικηγορικό γραφείο που είχε εκπροσωπήσει τη SEMEA και τον Δήμο του Millau ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατέθεσε στο Δικαστήριο δικόγραφο αιτήσεως αναιρέσεως με το οποίο ζητεί κατ’ ουσία, επ’ ονόματι των εναγομένων στον πρώτο βαθμό, την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, επικουρικώς, να γίνει δεκτό το αίτημα της ανταγωγής που είχε ασκηθεί πρωτοδίκως. |
|
25. |
Στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως της 19ης Νοεμβρίου 2012 επισυνάπτονταν πολυάριθμα έγγραφα. Σε αυτά συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, εντολή του Δήμου του Millau για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως και έγγραφο του ad hoc εκπροσώπου της SEMEA που είχε ορισθεί για την πρωτοβάθμια διαδικασία, Maître B., απευθυνόμενο προς έναν εκ των ως άνω δικηγόρων. Το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 2012. Σε αυτό, ο Maître B. συμφωνεί μεν με την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, αλλά συγχρόνως αναγνωρίζει ότι η θητεία του ως ad hoc εκπροσώπου της SEMEA έχει λήξει ήδη από τον Αύγουστο του 2012. |
|
26. |
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό το χρονικό κενό, η Γραμματεία του Δικαστηρίου ζήτησε, τον Οκτώβριο του 2013, από το ανωτέρω δικηγορικό γραφείο να προσκομίσει εντολή εκ μέρους της SEMEA για την αναιρετική διαδικασία. Τον Νοέμβριο του 2013, το δικηγορικό γραφείο κατέθεσε, εντός των προθεσμιών που του είχαν ταχθεί, διάταξη του Tribunal de Commerce Rodez της 5ης Νοεμβρίου 2013, από την οποία προκύπτει ότι ο Maître B. έχει ορισθεί ad hoc εκπρόσωπος της SEMEA για περίοδο έξι μηνών, όσον αφορά την τρέχουσα αναιρετική διαδικασία, κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλαν οι εν λόγω δικηγόροι στις 29 Οκτωβρίου 2013. |
|
27. |
Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. |
|
28. |
Πρώτον, ο Commune de Millau υποστηρίζει ότι τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν έχουν αρμοδιότητα να επιληφθούν της αγωγής που αφορά τον Δήμο. Η συνομολόγηση ρήτρας διαιτησίας μέσω ρήτρας συμβάσεως υπέρ τρίτου είναι αδύνατη για τα γαλλικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Δεν υφίσταται άλλωστε καμία σχετική συμφωνία. |
|
29. |
Δεύτερον, η SEMEA υποστηρίζει ότι έχει απαλλαγεί από τις οφειλές της καθόσον, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεώς της, η περιουσία της μεταβιβάσθηκε στον Δήμο, ο οποίος είναι αξιόχρεο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. |
|
30. |
Τρίτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εφαρμογή των γαλλικών νομοθετικών διατάξεων περί παραγραφής. |
|
31. |
Τέταρτον, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η δωδεκαετής αδράνεια της Επιτροπής αντιβαίνει στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τον λόγο αυτό, οι αναιρεσείοντες δεν μπορούσαν να λάβουν εγκαίρως μέτρα για να ανταποκριθούν στην αξίωση της Επιτροπής. Το ύψος των ζητούμενων τόκων υπερημερίας οφείλεται στο ότι η Επιτροπή δεν προέβη εγκαίρως στην είσπραξη της επίδικης απαιτήσεως και επομένως υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της προβαλλόμενης ζημίας και της συμπεριφοράς της Επιτροπής. |
VI – Εκτίμηση της αιτήσεως αναιρέσεως
|
32. |
Στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας τίθενται ζητήματα δικονομικού και ουσιαστικού δικαίου. Όσον αφορά τη SEMEA, είναι κατ’ αρχάς αμφίβολο αν η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί εγκύρως επ’ ονόματι της εταιρίας. Αυτό το ζήτημα πρέπει να εξακριβωθεί πρώτο (υπό A). Έπειτα, επιβάλλεται να διερευνηθεί το ζήτημα το οποίο θίγεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, δηλαδή αν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης ήταν αρμόδια, ιδίως για την αγωγή που άσκησε η Επιτροπή κατά του Δήμου του Millau (υπό B). Εν συνεχεία, πρέπει να διερευνηθούν, στο μέτρο που απαιτείται, οι ουσιαστικοί λόγοι αναιρέσεως (υπό Γ και υπό Δ). Ως προς αυτούς γεννάται εκ προιμίου το ερώτημα αν και κατά πόσο δύναται η εφαρμογή εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο να υποβληθεί σε αναιρετικό έλεγχο εκ μέρους του Δικαστηρίου. |
Α— Υπάρχει νομότυπη αίτηση αναιρέσεως της SEMEA;
|
33. |
Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δικηγόροι που εκπροσώπησαν τη SEMEA κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως τον Νοέμβριο του 2012 δεν είχαν εξουσιοδοτηθεί νομοτύπως για τον σκοπό αυτό. Συγκεκριμένα, η θητεία του ad hoc εκπροσώπου της SEMEA είχε λήξει από τον Αύγουστο του 2012 και, επομένως, η έγκριση που παρέσχε τον Νοέμβριο του 2012 για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως δεν συνιστά «εντολή» κατά την έννοια του άρθρου 119 σε συνδυασμό με το άρθρο 168 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Συνεπώς, οι δικηγόροι ενήργησαν, κατ’ αρχάς, —μάλλον χωρίς να το γνωρίζουν— ως εκπρόσωποι άνευ εξουσίας εκπροσωπήσεως ( 7 ). |
|
34. |
Αφού αυτή η μη ύπαρξη εντολής επισημάνθηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου περίπου ένα έτος μετά την κατάθεση του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, οι εν λόγω δικηγόροι ζήτησαν από το αρμόδιο εμποροδικείο να ορίσει ad hoc εκπρόσωπο για την αναιρετική διαδικασία. Ορίσθηκε ο Maître B., ο οποίος είχε συμφωνήσει για την άσκηση αναιρέσεως επ’ ονόματι της SEMEA ήδη από τον Νοέμβριο του 2012, χωρίς όμως να διαθέτει κατά τον χρόνο εκείνο σχετική εξουσία. |
|
35. |
Επιβάλλεται να διευκρινισθεί αν, υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί εγκύρως για τη SEMEA. |
|
36. |
Το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή και επί αναιρέσεων βάσει του άρθρου 168 του Κανονισμού Διαδικασίας ( 8 ), ρυθμίζει κατ’ αρχάς, βάσει του γράμματός του, την περίπτωση μη προσκομίσεως εγγράφου για τη χορήγηση εντολής. Το άρθρο 119, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας αφορά, συγκεκριμένα, τη μη κατάθεση «εγγράφων», χωρίς να κάνει λόγο για τα ουσιαστικά ελαττώματα της εντολής. Δηλαδή, στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας η διάταξη καλύπτει κυρίως την περίπτωση κατά την οποία δικηγόρος ήταν μεν εξουσιοδοτημένος από τον εντολέα για την άσκηση αναιρέσεως όταν κατέθετε το σχετικό δικόγραφο, αλλά παρέλειψε να επισυνάψει σε αυτό το αντίστοιχο αποδεικτικό. Κατά το άρθρο 168, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, το εν λόγω αποδεικτικό μπορεί να προσκομισθεί εντός προθεσμίας ταχθείσας από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου· σε περίπτωση μη προσκομίσεως, το Δικαστήριο κρίνει «κατά πόσον η μη τήρηση αυτής της προϋποθέσεως συνεπάγεται το απαράδεκτο […]». |
|
37. |
Από τον Κανονισμό Διαδικασίας δεν συνάγονται άμεσα οι έννομες συνέπειες που θα προκύψουν σε περίπτωση που δεν έχει παραλειφθεί απλώς η κατάθεση του εγγράφου περί εντολής στο Δικαστήριο, αλλά επιπλέον οι δικηγόροι στερούνταν όντως εξουσιοδοτήσεως κατά τον χρόνο καταθέσεως του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως. Από το γράμμα των διατάξεων δεν μπορεί να συναχθεί ούτε το αν αίτηση αναιρέσεως η οποία ασκήθηκε άνευ σχετικής εντολής δύναται να εγκριθεί εκ των υστέρων από τον αντίστοιχο διάδικο, ώστε κατ’ αυτόν τον τρόπο να θεραπευθεί αναδρομικώς το ουσιαστικό ελάττωμα της εντολής. Η προκειμένη υπόθεση όμως αφορά ακριβώς αυτήν την περίπτωση. |
|
38. |
Εκ πρώτης όψεως, ισχυρά επιχειρήματα θα μπορούσαν να στηρίξουν την άποψη ότι σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως άνευ σχετικής εξουσιοδοτήσεως δεν χωρεί θεραπεία του ελαττώματος. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει επισημάνει επανειλημμένως ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού πρέπει να συντρέχουν, κατ’ αρχήν, κατά τον χρόνο που καθίσταται εκκρεμής η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ( 9 ). |
|
39. |
Το Δικαστήριο έχει μεν δεχθεί ότι όταν υφίστανται πλείονες προσφεύγοντες η διαδικασία είναι παραδεκτή στο σύνολό της εάν κατά τον χρόνο της ασκήσεως της προσφυγής μόνον ένας εκ των προσφευγόντων διέθετε ενεργητική νομιμοποίηση ( 10 ), αλλά θεμελίωσε τούτο κατ’ ουσίαν με επιχειρήματα που αφορούν την οικονομία της διαδικασίας ( 11 ). Τέτοια επιχειρήματα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην περίπτωση της SEMEA. Αφενός, οι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλουν, εν προκειμένω, οι δύο αναιρεσείοντες δεν συμπίπτουν μεταξύ τους και ως εκ τούτου, η οικονομία της δίκης θα επέβαλε μάλλον να μην εξετασθεί η αίτηση αναιρέσεως της SEMEA εάν αποδειχθεί ότι είναι απαράδεκτη. Αφετέρου, η άσκηση ένδικου βοηθήματος δίχως σχετική εντολή πάσχει από πολύ σοβαρότερο ελάττωμα σε σύγκριση προς την απλή έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως. Δηλαδή, ο διάδικος που δεν διαθέτει ενεργητική νομιμοποίηση δύναται να δώσει έγκυρη εντολή στον εκπρόσωπό του να ασκήσει ένδικο μέσο εκ μέρους του και σε περίπτωση απορρίψεως πρέπει να αναλάβει τα έξοδα που θα προκύψουν. Αυτή η έννομη συνέπεια δεν θα μπορούσε να ισχύσει σε περίπτωση ελλείψεως εξουσιοδοτήσεως, απεναντίας: εάν ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως από εκπρόσωπο χωρίς εξουσία εκπροσωπήσεως, τα ενδεχόμενα έξοδα δεν μπορούν να επιβαρύνουν τον φερόμενο ως αναιρεσείοντα, αλλά μπορούν, το πολύ, να επιβαρύνουν τον falsus procurator. Εξάλλου, θα ήταν παράδοξο να εξετασθεί επί της ουσίας ένδικο βοήθημα, η άσκηση του οποίου δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στον φερόμενο ως διάδικο λόγω ελλείψεως σχετικής εξουσιοδοτήσεως. |
|
40. |
Πάντως, η νομολογία του Δικαστηρίου περιλαμβάνει και ενδείξεις από τις οποίες δύναται να συναχθεί ότι το άρθρο 119, παράγραφος 4, και το άρθρο 168, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας —βάσει ευρείας ερμηνείας του γράμματός του— θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν όχι μόνο για την προσκόμιση παραλειφθέντων αποδεικτικών, αλλά και για τη θεραπεία ουσιαστικού ελαττώματος της εντολής. |
|
41. |
Το Δικαστήριο, λοιπόν, σε περίπτωση κατά την οποία ήταν αμφίβολη η εγκυρότητα της εξουσιοδοτήσεως του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τον διάδικο, έκρινε ότι αρκούσε η επιβεβαίωση της επίμαχης εξουσίας εκπροσωπήσεως από το αρμόδιο πρόσωπο μετά την άσκηση της προσφυγής ( 12 ). Το Δικαστήριο δεν επέκρινε το γεγονός ότι το σχετικό έγγραφο είχε εκδοθεί μετά την άσκηση της προσφυγής. Ο γενικός εισαγγελέας M. Darmon επισήμανε ως προς την προγενέστερη διάταξη του άρθρου 119, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία ίσχυε κατά τον χρόνο εκείνο, ότι «θα αποτελούσε [...] ένδειξη υπέρμετρης προσήλωσης στους τύπους το να περιοριστούν οι συνέπειες αυτής της διάταξης σε μόνες τις περιπτώσεις στις οποίες προσκομίζεται, μετά την κατάθεση της προσφυγής, ένα instrumentum προγενέστερο αυτής» ( 13 ). |
|
42. |
Το άρθρο 119, παράγραφος 4, και το άρθρο 168, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας θα μπορούσαν να ερμηνευθούν, κατά τρόπο σύμφωνο προς την ανωτέρω νομολογιακή προσέγγιση, υπό την έννοια ότι οι διατάξεις αυτές δεν ρυθμίζουν μόνον την προσκόμιση αποδεικτικού εντολής που παραλείφθηκε κατά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά καθιστούν δυνατή και τη θεραπεία της ελλείψεως εξουσιοδοτήσεως —παραδείγματος χάρη, διά της μεταγενέστερης «επιβεβαιώσεως» της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως. |
|
43. |
Αυτού του είδους η ευρεία ερμηνεία, η οποία καλύπτει και ουσιαστικές ελλείψεις, παράγει ορθά αποτελέσματα. Αφενός, υπάγει σε ενιαία ρυθμιστική αντίληψη τη διόρθωση των, αποδεικτικής ή ουσιαστικής φύσεως, ελαττωμάτων της εντολής και, ως εκ τούτου, αποτρέπει ενδεχόμενα προβλήματα οριοθετήσεως και εξασφαλίζει την ενιαία και ανεξάρτητη από εθνικές αντιλήψεις αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων στο σύνολο της Ένωσης. Αφετέρου, το ότι το Δικαστήριο διατηρεί τον έλεγχο της διαδικασίας και μπορεί να συμβάλλει στην ταχεία διευκρίνιση αμφίβολων περιπτώσεων τάσσοντας εύλογες προθεσμίες εξασφαλίζει δεόντως την τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. |
|
44. |
Στην περίπτωση της αιτήσεως αναιρέσεως που ασκήθηκε για τη SEMEA, η αρχή από την οποία εν τέλει εξαρτάται ο νομότυπος χαρακτήρας της εντολής, δηλαδή το εμποροδικείο, όρισε, κατόπιν σχετικής επισημάνσεως εκ μέρους του Δικαστηρίου, ad hoc εκπρόσωπο της SEMEA μετά την κατάθεση του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο ορισμός του, όπως άλλωστε και η «επιβεβαίωση» στο πλαίσιο της υποθέσεως που παρατέθηκε στο σημείο 41, είχε ως σκοπό να καταστήσει δυνατή τη διεξαγωγή της τρέχουσας αναιρετικής διαδικασίας για τη SEMEA. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ασκηθείσα διά δικηγόρου αίτηση αναιρέσεως μπορούσε να αποδοθεί στη SEMEA, εφόσον μάλιστα ως ad hoc εκπρόσωπος ορίσθηκε το ίδιο πρόσωπο που πριν από ένα έτος περίπου είχε παράσχει την έγκρισή του στους δικηγόρους προκειμένου να ασκήσουν την αίτηση αναιρέσεως εκ μέρους της SEMEA. Εφόσον ο ορισμός του Maître B. ως ad hoc εκπροσώπου της SEMEA πρέπει να θεωρηθεί ως εκ των υστέρων επιβεβαίωση της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, επιβάλλεται να γίνει δεκτό ότι το αρχικό ελάττωμα της αιτήσεως αναιρέσεως που αφορούσε την εντολή διορθώθηκε δυνάμει του άρθρου 119 σε συνδυασμό με το άρθρο 168, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας. |
|
45. |
Επομένως, όχι μόνον η αίτηση αναιρέσεως του Δήμου, αλλά και εκείνη της SEMEA ασκήθηκε εγκύρως. |
|
46. |
Ακολούθως πρέπει να εξετασθεί αν η Επιτροπή μπορούσε να στηρίξει τις αγωγές της κατά της SEMEA και του Δήμου στη ρήτρα διαιτησίας που περιέχεται στη σύμβαση με τη SEMEA. |
Β— Η σημασία της ρήτρας διαιτησίας στην προκειμένη διαδικασία
|
47. |
Το αν η Επιτροπή δύναται να επικαλεσθεί τη ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως επιδοτήσεως είναι αμφίβολο για λόγους που αφορούν και τις δύο πλευρές. Πράγματι, από τυπικής απόψεως, ούτε ο εναγόμενος Δήμος ούτε η ενάγουσα Επιτροπή είναι συμβαλλόμενοι της συμβάσεως επιδοτήσεως που περιέχει την επίμαχη ρήτρα διαιτησίας. |
|
48. |
Ειδικότερα, η Επιτροπή, η οποία άσκησε αγωγή ιδίω ονόματι κατά της SEMEA και του Δήμου, εμφανίζεται στη σύμβαση επιδοτήσεως ως εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και για τον λόγο αυτόν, αφενός, εγείρονται αμφιβολίες ως προς την (μη αμφισβητούμενη εν προκειμένω) ενεργητική της νομιμοποίηση στην εν λόγω διαφορά και, αφετέρου, δεν είναι πρόδηλο ότι μπορεί να αντλήσει δικά της δικαιώματα ασκήσεως αγωγής από τη ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως επιδοτήσεως. Το τελευταίο ζήτημα πρέπει να διερευνηθεί αυτεπαγγέλτως ως διαδικαστική προϋπόθεση (υπό 1). |
|
49. |
Αντιθέτως, ο Δήμος δεν μετείχε με καμία ιδιότητα στη σύμβαση επιδοτήσεως, αλλά —όπως επισημαίνει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση— η ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως επιδοτήσεως είναι πάντως αντιτάξιμη και σε αυτόν κατ’ εφαρμογήν των αρχών της συμβάσεως υπέρ τρίτου. Το αν ευσταθεί αυτή η επιχειρηματολογία θα πρέπει να εξετασθεί μετά το ζήτημα του παραδεκτού όσον αφορά την Επιτροπή (υπό 2). |
1. Δύναται η Επιτροπή να επικαλεσθεί τη ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως με τη SEMEA σε δίκη στην οποία μετέχει ιδίω ονόματι;
|
50. |
Το ερώτημα αυτό αφορά εν τέλει το ποιος έχει ικανότητα διαδίκου επί αγωγών δυνάμει ρητρών διαιτησίας: η Ένωση ως αντισυμβαλλόμενη ή το θεσμικό όργανο που την εκπροσωπεί κατά τη σύναψη της συμβάσεως; |
|
51. |
Από το γράμμα του άρθρου 272 ΣΛΕΕ δεν προκύπτουν σαφείς ενδείξεις για τη διευκρίνιση αυτού του ζητήματος, μολονότι ορισμένα στοιχεία συνηγορούν υπέρ του ότι σε διαδικασίες «δυνάμει ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε σύμβαση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου η οποία συνάπτεται από την Ένωση [ ( 14 )] ή για λογαριασμό της», αυτή καθαυτήν η Ένωση πρέπει, από δικονομικής απόψεως, να έχει και την ιδιότητα του διαδίκου ( 15 ). Ωστόσο, είναι προφανές ότι έχει παγιωθεί η αντίθετη πρακτική ( 16 ), διότι κατά κανόνα στο εισαγωγικό δικόγραφο και στην κεφαλίδα της μεταγενέστερης αποφάσεως δεν εμφανίζεται ως διάδικος η Ένωση καθαυτή, αλλά το θεσμικό όργανο της Ένωσης που είχε μετάσχει στην εκάστοτε σύμβαση η οποία περιέχει τη ρήτρα διαιτησίας ( 17 ). |
|
52. |
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει θέση επί του ζητήματος αυτού. Πάντως, το ζήτημα του ορθού προσδιορισμού του διαδίκου δύναται να μείνει εν τέλει ανοικτό. Ειδικότερα, εν προκειμένω έχει σημασία μόνο να εκτιμηθεί αν η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεσθεί την επίμαχη ρήτρα διαιτησίας στο πλαίσιο της αγωγής που άσκησε ιδίω ονόματι. Τούτο θα πρέπει να γίνει δεκτό κατόπιν συνολικής θεωρήσεως της νομολογίας σχετικά με την ιδιότητα της Ένωσης ως διαδίκου ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της ( 18 ), στην οποία διακρίνεται η τάση να μη θεωρείται ότι ο εσφαλμένος προσδιορισμός του ποιος είναι διάδικος από την πλευρά της Ένωσης δημιουργεί πρόβλημα, κατ’ αρχήν, εφόσον από τη σκοπιά των εναγομένων το αντικείμενο της διαφοράς είναι σαφώς καθορισμένο και η ενάσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων των εναγομένων δεν θίγεται. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση. |
|
53. |
Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε σε κάθε περίπτωση να αντιτάξει στη SEMEA, στο πλαίσιο της δίκης στην οποία μετέχει ιδίω ονόματι, τη ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως που συνήψε με την τελευταία. |
|
54. |
Πρέπει όμως να διευκρινισθεί αν η ρήτρα διαιτησίας ήταν δυνατό να αντιταχθεί όχι μόνο στη SEMEA, αλλά και στον Δήμο. |
2. Δύναται η ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως με τη SEMEA να αντιταχθεί στον Δήμο;
|
55. |
Το ζήτημα αυτό πρέπει να διερευνηθεί, ως αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση, αυτεπαγγέλτως και ανεξάρτητα από τις αιτιάσεις των λόγων αναιρέσεως. Επιβάλλεται να εξετασθούν τέσσερα σημεία: πρώτον, το γράμμα της ρήτρας στη σύμβαση με τη SEMEA, δεύτερον, οι μετασυμβατικές διεργασίες, τρίτον, τα κριτήρια που απορρέουν από το άρθρο 272 ΣΛΕΕ και, τέταρτον, οι απαιτήσεις αποδείξεως βάσει του Κανονισμού Διαδικασίας όσον αφορά τη ρήτρα διαιτησίας. |
α) Το γράμμα της ρήτρας διαιτησίας στη σύμβαση με τη SEMEA
|
56. |
Κατά τη σύμβαση με τη SEMEA, το Δικαστήριο «είναι το μόνο αρμόδιο να αποφαίνεται επί των [...] διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων». Αυτή η ρήτρα, λοιπόν, δεσμεύει κατ’ αρχήν μόνον τους συμβαλλόμενους —τη SEMEA και την Ένωση— και δεν μπορεί να αντιταχθεί στον Δήμο του Millau. |
β) Οι μετασυμβατικές διεργασίες
|
57. |
Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή δεν μετέσχε σε καμία μετασυμβατική συμφωνία που να αφορά τη ρήτρα διαιτησίας. Ακόμη, δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη συμβάσεως μεταξύ της SEMEA και του Δήμου, αλλά μόνο χωριστών αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως και του Δημοτικού Συμβουλίου. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο ( 19 ) χρησιμοποιεί τις γενικές αρχές που διέπουν το δίκαιο των συμβάσεων και συνάγει το συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις του Δήμου περί αναδοχής του χρέους της SEMEA —σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της SEMEA στον Δήμο— μπορούν να θεωρηθούν ως σύμβαση υπέρ της Ένωσης, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους και του συνόλου των περιστάσεων. Η βούληση του Δήμου και της SEMEA συνίστατο στη γένεση απαιτήσεως της Ένωσης έναντι του Δήμου του Millau, ενώ ο Δήμος είχε τη βούληση να υπαχθεί στη ρήτρα διαιτησίας της συμβάσεως της SEMEA «γνωρίζοντας τη διαφορά [...] όσον αφορά την επίδικη απαίτηση». Συναφώς, δεν έχει σημασία ότι το επιδιωκόμενο από τους συμβαλλόμενους απαλλακτικό αποτέλεσμα της αναδοχής χρέους δεν επήλθε ελλείψει συναινέσεως εκ μέρους της δανείστριας. |
γ) Η εκτίμηση αυτών των μετασυμβατικών διεργασιών βάσει των κριτηρίων που προκύπτουν από το άρθρο 272 ΣΛΕΕ
|
58. |
Ως προς το αν συνομολογήθηκε, κατά τον ανωτέρω τρόπο, ρήτρα διαιτησίας δεσμευτική για τον Δήμο, είναι κρίσιμα τα κριτήρια που προκύπτουν από το άρθρο 272 ΣΛΕΕ ( 20 ), τα οποία μάλιστα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, καθόσον το άρθρο 272 ΣΛΕΕ συνιστά εξαιρετική διάταξη ( 21 ). |
|
59. |
Το Γενικό Δικαστήριο ( 22 ) εκτιμά ότι είναι δυνατόν να συνομολογηθεί ρήτρα διαιτησίας βάσει των γενικών αρχών που διέπουν τις συμβάσεις υπέρ τρίτου χωρίς καμία συμμετοχή της Ένωσης· συναφώς, δεν πρόκειται μεν για σύμβαση «η οποία συνάπτεται από την Ένωση», αλλά πάντως πρόκειται για σύμβαση που συνάπτεται «για λογαριασμό της» κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. |
|
60. |
Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί αμφιβολίες. Σύμβαση συναφθείσα για λογαριασμό της Ένωσης θίγει τα υλικά συμφέροντα της Ένωσης. Δεδομένου μάλιστα ότι το άρθρο 272 ΣΛΕΕ επιβάλλεται να ερμηνεύεται συσταλτικώς ως εξαιρετική διάταξη, τέτοια σύμβαση δύναται να συναφθεί μόνον από θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς που δικαιούνται να ενεργούν για λογαριασμό της Ένωσης. Τρίτοι δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Συνεπώς, σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικώς με τη συμμετοχή τρίτων προς την Ένωση προσώπων και χωρίς την πρωτοβουλία οργάνων της Ένωσης —όπως, εν προκειμένω, οι μετασυμβατικές συμφωνίες μεταξύ της SEMEA και του Δήμου— δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. |
|
61. |
Πέραν τούτου, δεν προκύπτει επίσης ότι ο Δήμος είχε τη βούληση να υπαχθεί σε ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Τέτοια βούληση των συμβαλλομένων —η οποία θα ήταν αναγκαία για τη συνομολόγηση ρήτρας διαιτησίας— δεν δύναται, αφενός, να προκύψει από το σύνολο των περιστάσεων των μετασυμβατικών συμφωνιών μεταξύ της SEMEA και του Δήμου ούτε, αφετέρου, να θεωρηθεί άνευ άλλου δεδομένη. Τούτη η άποψη ενισχύεται στο μέτρο που από τα έγγραφα τα οποία τεκμηριώνουν την πορεία εκκαθαρίσεως της SEMEA δεν προκύπτει ότι έστω και η ύπαρξη και μόνον της ρήτρας διαιτησίας επισημάνθηκε από τη SEMEA ή ότι ο Δήμος έλαβε ρητώς γνώση αυτής. Τουναντίον: τόσο η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2008 όσο και η έκθεση εκκαθαρίσεως της 21ης Νοεμβρίου 2008 δεν περιέχουν σχετικές αναφορές· αντιθέτως, επισημαίνουν, κατά τρόπο ενδεχομένως παραπλανητικό, ότι η επίμαχη σύμβαση επιδοτήσεως της SEMEA διέπεται από το γαλλικό δίκαιο —επισήμανση η οποία, σε κάθε περίπτωση, εκ πρώτης όψεως δεν παραπέμπει σε αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης για την επίδικη απαίτηση. |
|
62. |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι μέσω συμβάσεως υπέρ τρίτου θα ήταν δυνατό να συνομολογηθεί ρήτρα διαιτησίας, την οποία η Επιτροπή θα μπορούσε να αντιτάξει στον Δήμο. |
|
63. |
Πάντως, ακόμη και αν υφίστατο σχετική συμφωνία μεταξύ της SEMEA και του Δήμου, θα ετίθετο, επιπλέον, το ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί ακολούθως, ήτοι αν καλύφθηκαν οι απαιτήσεις αποδείξεως που προβλέπει το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου για τη ρήτρα διαιτησίας. |
Οι απαιτήσεις αποδείξεως για τη ρήτρα διαιτησίας κατά το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου
|
64. |
Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να συνοδεύεται από αντίγραφο της περιέχουσας τη ρήτρα διαιτησίας συμβάσεως. Δηλαδή, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίσει έγγραφη απόδειξη για την ύπαρξη της ρήτρας διαιτησίας. |
|
65. |
Όσον αφορά τον Δήμο του Millau, η Επιτροπή δεν προσκόμισε σχετική απόδειξη —και δεν θα ήταν δυνατό να το πράξει, διότι η προβαλλόμενη συνομολόγηση ρήτρας διαιτησίας υπέρ της Επιτροπής, όπως αναγνωρίζει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ( 23 ), συνάγεται μόνον «από τον σκοπό της συμβάσεως μεταξύ της SEMEA και του Δήμου του Millau, καθώς και από τις περιστάσεις της υποθέσεως» ( 24 ) και επομένως, εάν υφίστατο, δεν θα είχε χαρακτήρα έγγραφης, αλλά αμιγώς σιωπηρής συμφωνίας. Μια τέτοια συμφωνία δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις αποδείξεως που προβλέπει το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, που επιβάλλει την κατάθεση στο δικαστήριο αντιγράφου, δηλαδή εγγράφου, περιέχοντος την επίμαχη ρήτρα διαιτησίας. |
|
66. |
Ασφαλώς, η εν λόγω διάταξη έχει ερμηνευθεί διασταλτικώς στη νομολογία και έχει κριθεί επαρκής η προσκόμιση μη υπογεγραμμένου σχεδίου συμβάσεως σε συνδυασμό με σχετική αλληλογραφία ( 25 ) ή η παραπομπή εκ μέρους των συμβαλλομένων σε έγγραφα άσχετα προς τη σύμβαση ( 26 ). Ωστόσο, το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας θα καθίστατο κενό περιεχομένου εάν δεν λαμβανόταν ουδόλως υπόψη το κεντρικό στοιχείο της διατάξεως: δηλαδή, ότι πρέπει να προσκομισθεί γραπτό αντίγραφο της επίμαχης ρήτρας, από το οποίο να προκύπτει άμεσα ποιοι συμβαλλόμενοι και για ποια σύμβαση συνομολόγησαν την αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτόν δεν επαρκεί η προσκόμιση εγγράφων τα οποία καθιστούν δυνατή μόνο τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με προφορικές ή σιωπηρές συμφωνίες, χωρίς να τεκμηριώνουν εγγράφως το περιεχόμενο αυτών των συμφωνιών, διότι οι μη διαλαμβανόμενες στο έγγραφο περιστάσεις δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν ως «αντίγραφο» συμβάσεως ( 27 ). Το άρθρο 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να ληφθεί υπόψη σε στενή σχέση με τον εξαιρετικό χαρακτήρα του άρθρου 272 ΣΛΕΕ ως υπέρμετρης βάσεως δικαιοδοσίας και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικώς στον πυρήνα του και να αποκλείεται οποιαδήποτε ερμηνεία κατά την οποία δεν θα θεωρούνταν απαραίτητη η προσκόμιση εγγράφου περιέχοντος σαφώς και ρητώς την επίμαχη ρήτρα διαιτησίας. |
|
67. |
Συναφώς, το άρθρο 44, παράγραφος 5α, σκοπεί και στην ασφάλεια δικαίου και, όπως προκύπτει εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 44, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αντιθέτως προς τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που απαριθμούνται στις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 44, δεν ισχύει ως προς αυτό η δυνατότητα μεταγενέστερης θεραπείας διά της προσκομίσεως των παραλειφθέντων εγγράφων. Συνεπώς, εάν δεν υφίσταται αντίγραφο της ρήτρας διαιτησίας κατά την άσκηση της προσφυγής, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. |
|
68. |
Δεδομένου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν προσκόμισε κανένα αντίγραφο της ρήτρας διαιτησίας σε σχέση με τον Δήμο του Millau που να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 5α, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να επιληφθεί της αγωγής που ασκήθηκε κατά του Δήμου. Επομένως, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παρ’ όλ’ αυτά ότι η αγωγή κατά του Δήμου ασκήθηκε παραδεκτώς, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. |
|
69. |
Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως που άσκησε ο Commune de Millau πρέπει να γίνει δεκτή. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί στον βαθμό που υποχρεώνει τον Δήμο αλληλεγγύως και εις ολόκληρον σε καταβολή της οφειλής και τον καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα, η δε αγωγή κατά του Δήμου, δεδομένου ότι είναι ώριμη προς εκδίκαση κατά το άρθρο 61, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί. |
|
70. |
Κατόπιν αυτού του ενδιάμεσου συμπεράσματος, επιβάλλεται να εξετασθούν ακολούθως μόνον οι λόγοι αναιρέσεως που έχει προβάλει η SEMEA. Εφόσον με αυτούς προβάλλονται αιτιάσεις περί μη ορθής εφαρμογής του εθνικού δικαίου —όσον αφορά τις γαλλικές νομοθετικές διατάξεις περί παραγραφής και εκκαθαρίσεως—, τίθεται προκαταρκτικώς το ερώτημα αν και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, κατά πόσον είναι αρμόδιο το Δικαστήριο να ελέγξει την εφαρμογή του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, εάν δεν έχει ή έχει μόνον περιορισμένη σχετική αρμοδιότητα, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως που άπτονται του εν λόγω ζητήματος μπορούν να μην εξετασθούν αναλυτικώς. Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να διερευνηθούν στη συνέχεια. |
Γ— Επί των λόγων αναιρέσεως της SEMEA, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις περί μη ορθής εφαρμογής του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο
|
71. |
Κατ’ αρχάς επιβάλλεται να διευκρινισθεί αν οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν την εφαρμογή του εθνικού δικαίου έχουν σημασία στο στάδιο της αναιρέσεως. |
|
72. |
Η ελεγκτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στην αναιρετική διαδικασία εξειδικεύεται στο άρθρο 58 του Οργανισμού, το οποίο ορίζει ότι «[η] αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και παραβίαση του ενωσιακού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο». |
|
73. |
Για τον λόγο αυτόν, μπορεί να θεωρηθεί, εκ πρώτης όψεως, ότι αποκλείεται να προβληθεί ως λόγος αναιρέσεως οποιαδήποτε πλάνη περί το δίκαιο στην οποία ενδέχεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή εθνικού δικαίου. Πράγματι, τέτοια πλάνη δεν θα συνιστούσε, κατ’ αρχήν ( 28 ), παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά μόνον του εθνικού δικαίου. Το Δικαστήριο όμως δεν είναι αρμόδιο για τον έλεγχο του εθνικού δικαίου στην αναιρετική διαδικασία όπως προκύπτει από την εξαντλητική απαρίθμηση των αρμοδιοτήτων στο άρθρο 58 του Οργανισμού ( 29 ). |
|
74. |
Για την περίπτωση της ρήτρας διαιτησίας κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, λοιπόν, το παρόν νομικό καθεστώς συνεπάγεται, αφενός, ότι, κατόπιν της ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει, ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να διεξαγάγει εν ανάγκη πλήρη έλεγχο κατά την εθνική νομοθεσία η οποία είναι κρίσιμη βάσει της επιλογής εφαρμοστέου δικαίου. Αφετέρου όμως, στο στάδιο της αναιρέσεως που έπεται της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν δύναται, κατ’ αρχήν, όπως προκύπτει από το άρθρο 58 του Οργανισμού, να εκτιμήσει λόγους αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται μόνον αιτιάσεις περί μη ορθής εφαρμογής του εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο. |
|
75. |
Πάντως, η πάγια νομολογία περιλαμβάνει οπωσδήποτε αποφάσεις του Δικαστηρίου, στις οποίες το Δικαστήριο ελέγχει στο αναιρετικό στάδιο την πρωτοβάθμια εφαρμογή του εθνικού δικαίου —και μάλιστα και σε περιπτώσεις ρητρών διαιτησίας ( 30 ) —, χωρίς τούτο όμως να αιτιολογείται διεξοδικώς, δεδομένου του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. |
|
76. |
Προτείνω στο Δικαστήριο να επανεξετάσει αυτή τη νομολογιακή τάση. Συγκεκριμένα, αφενός, αυτή δεν συνάδει με το σαφές γράμμα του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Αφετέρου, υφίσταται κάποια ανακολουθία προς την απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως επί της υποθέσεως Edwin κατά ΓΕΕΑ ( 31 ), στην οποία το Δικαστήριο —κρίνοντας, πάντως, διαφορά περί σημάτων και χωρίς ρητή αναφορά στο άρθρο 58 του Οργανισμού— συνοψίζει την ελεγκτική του αρμοδιότητα σε σχέση με το εθνικό δίκαιο κατά την αναιρετική διαδικασία ως εξής: «Όσον αφορά τον έλεγχο, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, των διαπιστώσεων του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την εν λόγω εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει, καταρχάς, αν το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε βάσει των εγγράφων και των άλλων κειμένων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, το γράμμα των επίμαχων εθνικών διατάξεων ή τη σχετική εθνική νομολογία [ή τη σχετική θεωρία], ακολούθως αν το Γενικό Δικαστήριο προέβη, υπό το πρίσμα των εν λόγω στοιχείων, σε διαπιστώσεις προδήλως αντίθετες προς το περιεχόμενό τους και, τέλος, αν το Γενικό Δικαστήριο προσέδωσε κατά την εξέταση του συνόλου των στοιχείων, προκειμένου να διαπιστώσει το περιεχόμενο της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, σε ένα εξ αυτών περιεχόμενο που δεν έχει σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία, εφόσον τούτο συνάγεται καταφανώς από τη δικογραφία» ( 32 ). Το Δικαστήριο, δηλαδή, εκτιμά ότι, όταν κρίνει κατ’ αναίρεση, ενδείκνυται η διόρθωση της εφαρμογής εθνικού δικαίου μόνο σε περιπτώσεις παραμορφώσεως, καθώς και σε περιπτώσεις που το Γενικό Δικαστήριο έχει υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη περί το δίκαιο ( 33 ). |
|
77. |
Τούτο δεν αντιβαίνει στο άρθρο 58 του Οργανισμού, το οποίο εξαιρεί συνολικώς, κατά το γράμμα του, το εθνικό δίκαιο από τον έλεγχο του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, το Δικαστήριο εφαρμόζει mutatis mutandis, ως προς τη μεταχείριση του εθνικού δικαίου, την προσέγγιση επί της οποίας στηρίζεται, επίσης στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, κατά την εξέταση της αντιβαίνουσας στο δίκαιο της Ένωσης παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών ( 34 ). |
|
78. |
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Δικαστήριο δύναται, σε περιπτώσεις που το Γενικό Δικαστήριο έχει υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη κατά την εφαρμογή εθνικού δικαίου —αλλά μόνο σε τέτοιες περιπτώσεις—, να παρέμβει κατόπιν σχετικού ενδίκου μέσου και να αναιρέσει την εσφαλμένη απόφαση ( 35 ). |
|
79. |
Αυτή η λύση, που αναπτύχθηκε στην υπόθεση Edwin κατά ΓΕΕΑ για το δίκαιο των σημάτων, δύναται να γενικευθεί, κατά το γράμμα της και κατ’ ουσία, ενώ συνηγορούν σοβαροί λόγοι υπέρ της εφαρμογής της και σε αναιρετικές διαδικασίες που αφορούν υποθέσεις ρητρών διαιτησίας. Ο περιορισμός της έννομης προστασίας που ενδέχεται να προκύψει, καθόσον δεν μπορεί κάθε παραβίαση εθνικού δικαίου από το Γενικό Δικαστήριο να καθιστά δυνατή την αναίρεση της πρωτόδικης αποφάσεως στον δεύτερο βαθμό, πρέπει να γίνει ανεκτός λαμβανομένου υπόψη του σαφούς κανονιστικού περιεχομένου του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, μόνον ο νομοθέτης της Ένωσης θα μπορούσε να παράσχει λύση. Δεν υφίσταται κίνδυνος δημιουργίας προβληματικών καταστάσεων σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική έννομη προστασία. Αφενός, η αρχή της αποτελεσματικής έννομης προστασίας δεν επιβάλλει ανυπερθέτως περισσότερους βαθμούς δικαιοδοσίας· αφετέρου, το Δικαστήριο διατηρεί, ακόμη και ως αναιρετικό δικαστήριο, το δικαίωμα να αναιρεί την πρωτόδικη απόφαση, παρεμβαίνοντας κατόπιν σχετικού ενδίκου μέσου, σε περιπτώσεις πρόδηλης πλάνης κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου. |
|
80. |
Με βάση αυτήν την προσέγγιση, τίθεται, στην προκειμένη υπόθεση, αφενός, το ερώτημα αν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται περίπτωση πρόδηλης πλάνης κατά την εφαρμογή του εθνικού δικαίου, η οποία μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας. Αφετέρου, εάν δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να εξετασθεί επιπλέον το αν η αναιρεσείουσα SEMEA έχει στηρίξει αυτήν την αιτίαση σε επαρκώς τεκμηριωμένο και κατ’ ουσία βάσιμο λόγο αναιρέσεως. |
|
81. |
Εν προκειμένω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και, ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του δεύτερου ερωτήματος. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο ερεύνησε διεξοδικώς το γαλλικό νομικό καθεστώς και τη γαλλική νομολογία σε σχέση με τα επίμαχα ζητήματα της παραγραφής και της εκκαθαρίσεως και συνήγαγε εύλογα συμπεράσματα κατά των οποίων δεν χωρεί καμία αιτίαση περί παραμορφώσεως και πρόδηλης πλάνης. |
|
82. |
Συνεπώς, οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως που προβλήθηκαν από τη SEMEA δεν ευσταθούν. |
|
83. |
Τέλος, πρέπει να εξετασθεί ο λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η SEMEA σε σχέση με την απόρριψη της ανταγωγής της. Αυτός ο λόγος αναιρέσεως στηρίζεται κατ’ ουσία στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, οπότε ανάγεται στο δίκαιο της Ένωσης και επιβάλλεται να υποβληθεί σε πλήρη έλεγχο. |
Δ— Επί της ανταγωγής της SEMEA
|
84. |
Με την ανταγωγή της, η SEMEA προβάλλει, επικουρικώς, αίτημα αποζημιώσεως το οποίο αντιστοιχεί στην επίδικη απαίτηση που διεκδικεί η Επιτροπή, πλέον τόκων, και στηρίζει την αγωγή της, κατ’ ουσία, στην εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και στο κατοχυρωμένο θεμελιώδες δικαίωμα χρηστής διοικήσεως. Η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη, καθόσον δεν επιδίωξε με επιμέλεια την εξόφληση της απαιτήσεώς της και μάλιστα άφησε να μεσολαβήσουν, μεταξύ πρώτης και δεύτερης οχλήσεως, περίπου δώδεκα έτη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συσσωρεύθηκαν, μεταξύ άλλων, σημαντικοί τόκοι υπερημερίας που θα μπορούσαν να αποφευχθούν υπό άλλες συνθήκες. |
|
85. |
Εν προκειμένω, τίθεται κυρίως το ερώτημα αν και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, υπό ποιες προϋποθέσεις χωρεί επίκληση, βάσει του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, της καθυστερήσεως της Επιτροπής ως προς την είσπραξη των εκκρεμών απαιτήσεών της και αν μπορούν να αρθούν για τον λόγο αυτόν οι αξιώσεις καταβολής εκ μέρους της Επιτροπής —ανεξάρτητα από την παραγραφή τους και πριν από αυτήν. Το ότι η SEMEA θίγει αυτό το ζήτημα υπό μορφή αιτήματος ανταγωγής μπορεί να οφείλεται στο ότι ο νομικός θεσμός της αποδυναμώσεως του δικαιώματος, ο οποίος στο γερμανικό δίκαιο απορρέει από την καλή πίστη, δεν είναι γνωστός στο γαλλικό δίκαιο ( 36 ). Εν τέλει όμως πρόκειται, επί της ουσίας, για ενστάσεις που αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και προβάλλονται κατά των κύριων και παρεπόμενων αγωγικών απαιτήσεων. Αναλόγως πρέπει να εκτιμηθεί, εν προκειμένω, και το σχετικό αίτημα. |
|
86. |
Επιβάλλεται, λοιπόν, να εξετασθεί υπό ποια έκφανσή του δύναται το θεμελιώδες δικαίωμα χρηστής διοικήσεως να έχει εφαρμογή σε πλαίσιο διεπόμενο από το δίκαιο των συμβάσεων, αν μπορεί να επιφέρει απόσβεση δικαιωμάτων εκ συμβάσεως, καθώς και να αποκλείσει τη γένεση απαιτήσεων λόγω τόκων υπερημερίας, ως δικαιοκωλυτική ένσταση. |
|
87. |
Κατ’ αρχάς η Επιτροπή είχε αναφαίρετο δικαίωμα να διαχειρισθεί τις περιουσιακές της υποθέσεις κατά την κρίση της στο πλαίσιο του επιλεγέντος βάσει συμφωνίας με τη SEMEA εθνικού δικαίου —καθώς και να εξαντλήσει τις προβλεπόμενες από το δίκαιο αυτό νόμιμες προθεσμίες παραγραφής. Το άρθρο 41 του Χάρτη δεν θα μπορούσε ευχερώς να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποκαθιστά εν γένει στη θέση των σαφών προθεσμιών παραγραφής, στις οποίες υπόκεινται οι συμβατικές απαιτήσεις, μια ελάχιστα συγκεκριμένη «εύλογη προθεσμία». Τούτο δεν θα εξυπηρετούσε ούτε την ασφάλεια δικαίου ούτε τα συμφέροντα των αντισυμβαλλομένων. Δηλαδή: ως προς τη μεταχείριση υποθέσεων που διέπονται από συμβατικές συμφωνίες, ισχύουν κατ’ αρχάς ως «εύλογες», κατά την έννοια του Χάρτη, οι προθεσμίες ως προς τις οποίες συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι με τη σύμβαση. |
|
88. |
Πάντως, εάν η Επιτροπή προχωρήσει στην είσπραξη των εκκρεμών απαιτήσεών της, πρέπει να διεκπεραιώσει αυτήν την υπόθεση, που αφορά και τον αντισυμβαλλόμενό της, εντός εύλογης προθεσμίας, διότι υπόκειται στις επιταγές του Χάρτη. Συναφώς, δεν ασκεί καμία επιρροή το γεγονός ότι από τον Χάρτη δεν απορρέουν υποχρεώσεις του αντισυμβαλλομένου της έναντι αυτής. Η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί, παρά τα ανωτέρω, από τη δέσμευσή της βάσει των θεμελιωδών δικαιωμάτων διά της «φυγής στο ιδιωτικό δίκαιο». |
|
89. |
Στην προκειμένη περίπτωση, εγείρονται αμφιβολίες ως προς το αν η συμπεριφορά της Επιτροπής είναι εύλογη, καθόσον αυτή προκάλεσε, αφενός, εγκαίρως την έναρξη της τοκοφορίας όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας —με το αίτημα καταβολής της 27ης Απριλίου 1993—, αφετέρου όμως δημιούργησε κλίμα ασφάλειας στην οφειλέτρια, σιωπώντας επί δώδεκα περίπου έτη, και μόλις από τις 18 Νοεμβρίου 2005, αλλά πλέον με επιμονή, άρχισε να ασκεί πιέσεις για την εξόφληση των εκκρεμών οφειλών, πλέον των σημαντικών τόκων, το ποσό των οποίων μάλιστα, όπως υποστηρίζει η SEMEA χωρίς να αμφισβητείται, έχει υπερβεί εν τω μεταξύ εκείνο της κύριας απαιτήσεως. |
|
90. |
Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η Επιτροπή έχει καθήκον έγκαιρης εισπράξεως των απαιτήσεών της, το οποίο δεν τήρησε έως τις 18 Νοεμβρίου 2005, η καθυστέρηση εισπράξεως της απαιτήσεώς της πρέπει να θεωρηθεί ως συμπεριφορά συνδεόμενη αιτιωδώς άμεσα με τους τόκους υπερημερίας που συσσωρεύονταν κατά την εν λόγω περίοδο. |
|
91. |
Το ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, ωστόσο, το αίτημα της ανταγωγής στο σύνολό του, και ως προς τους τόκους, λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας, με το σκεπτικό ότι η μη καταβολή οφειλόταν αποκλειστικώς στη SEMEA ( 37 ), και δεν εκτίμησε επαρκώς την παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν αντέχει στον νομικό έλεγχο. Αντιθέτως, η απόρριψη του αιτήματος της ανταγωγής παραμένει ισχυρή στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας μόνον όσον αφορά την κύρια απαίτηση και τους τόκους που συσσωρεύθηκαν μετά τις 18 Νοεμβρίου 2005. Κατά τα λοιπά, το αίτημα που προβάλλει η SEMEA διά της ασκήσεως ανταγωγής έχει ως αποτέλεσμα, εν τέλει, την αντίστοιχη μείωση της αγωγικής αξιώσεως. |
|
92. |
Τέλος, πρέπει να διευκρινισθεί το ζήτημα των δικαστικών εξόδων. |
Ε— Επί των δικαστικών εξόδων
|
93. |
Δεδομένου ότι η αίτηση αναιρέσεως του Δήμου του Millau ήταν βάσιμη, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδα του Δήμου. Δεδομένου ότι η SEMEA ηττήθηκε εν μέρει, αυτή και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους (άρθρο 184, παράγραφος 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 138, παράγραφοι 2 και 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου). |
VII – Πρόταση
|
94. |
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση με το ακόλουθο διατακτικό:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
( 2 ) Το ζήτημα αυτό δεν εξετάσθηκε στις προτάσεις μου της 27ης Ιανουαρίου 2011, C-263/09 P, Edwin κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή 2011, σ. I-5853, σκέψεις 84 έως 86), διότι δεν ήταν κρίσιμο σε εκείνο το πλαίσιο.
( 3 ) Στην προγενέστερη διάταξη του άρθρου 238 ΕΚ και στο κρίσιμο κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας άρθρο 181 της Συνθήκης ΕΟΚ γίνεται λόγος περί «Κοινότητας».
( 4 ) Σκέψη 132 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 5 ) Σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 6 ) Σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 7 ) Το ότι κατά το γαλλικό δίκαιο ο δικηγόρος μπορεί, ακόμη και χωρίς συγκεκριμένο αποδεικτικό εντολής, να θεωρηθεί αρκούντως εξουσιοδοτημένος (mandat ad litem) δεν έχει σημασία για διαδικασίες ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης.
( 8 ) Διαφορετικό ήταν το νομικό καθεστώς το οποίο υφίστατο βάσει του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου ο οποίος ίσχυσε μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2012. Βλ. συναφώς το άρθρο του 38, παράγραφος 5, στοιχείο βʹ, το οποίο δεν έχει εφαρμογή επί αναιρετικών διαδικασιών κατά την απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-10065, σκέψη 15).
( 9 ) Αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-3319), της 9ης Ιουνίου 2011, C-71/09 P, C-73/09 P και C-76/09 P, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2011, σ. I-4727, σκέψεις 31 και 36 έως 40), και της 24ης Οκτωβρίου 2013, C‑77/12 P, Deutsche Post κατά Επιτροπής (σκέψη 65)· συναφώς, το άρθρο 119, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας έχει χαρακτήρα εξαιρετικής διατάξεως.
( 10 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C-313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-1125, σκέψη 31).
( 11 ) Στην απόφαση Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 9) επισημαίνεται, σχετικά, στη σκέψη 38: «Η νομολογία αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, επιβάλλεται, εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του βασίμου της προσφυγής, με συνέπεια το ζήτημα κατά πόσον όλοι οι προσφεύγοντες θεμελιώνουν πράγματι έννομο συμφέρον να είναι άνευ σημασίας».
( 12 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαΐου 1989, 193/87 και 194/87, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (Συλλογή 1989, σ. 1045, σκέψη 33).
( 13 ) Σημείο 42 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Μ. Darmon επί της προαναφερθείσας στην υποσημείωση 12 υποθέσεως.
( 14 ) Στην προκειμένη περίπτωση ως έμμεση διάδοχος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
( 15 ) Βλ., επίσης, άρθρο 335 ΣΛΕΕ.
( 16 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1999, C-334/97, Επιτροπή κατά Montorio (Συλλογή 1999, σ. I-3387), της 13ης Νοεμβρίου 2008, C‑436/07 P, Επιτροπή κατά Αλεξιάδου, και της 18ης Νοεμβρίου 2010, C‑317/09 P, ArchiMEDES κατά Επιτροπής.
( 17 ) Βλ., συναφώς, Karpenstein σε Grabitz/Hilf/Nettesheim, άρθρο 272 ΣΛΕΕ, σημείο 9, ο οποίος θεωρεί ότι τούτο «δεν συνιστά πρόβλημα, στον βαθμό που δηλώνεται ότι τα εκάστοτε όργανα ενήργησαν ως εκπρόσωποι».
( 18 ) Σχετικά με τον καθορισμό του ποιος είναι ο διάδικος από την πλευρά της Ένωσης, στην υπαλληλική προσφυγή (άρθρο 270 ΣΛΕΕ) και στις αγωγές αποζημιώσεως (άρθρο 340 ΣΛΕΕ) τίθεται —λόγω της εξίσου γενικής αναφοράς στην «Ένωση» κατά το γράμμα αυτών των διατάξεων— το ίδιο ζήτημα όπως και στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ. Ως προς την υπαλληλική προσφυγή, η νομολογία, παρά το γράμμα της διατάξεως, γενικώς αναφέρεται —όπως και για τη ρήτρα διαιτησίας— στο όργανο της ΑΔΑ [αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής]. Βλ., αντιθέτως, όσον αφορά την έλλειψη ενότητας της νομολογίας για το άρθρο 340 ΣΛΕΕ, τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 1995, T-572/93, Οδηγήτρια κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. II-2025, σκέψη 22 —όπου γίνεται αναφορά στο όργανο), και της 4ης Φεβρουαρίου 1998, T-246/93, Bühring κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-171, σκέψη 26 —όπου γίνεται αναφορά στην Κοινότητα).
( 19 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 132 έως 143 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 20 ) Συναφώς, θεμελιώδης η απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Δεκεμβρίου 1976, 23/76, Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon-Italia (Συλλογή τόμος 1976, σ. 649).
( 21 ) Βλ., ιδίως, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Μαΐου 2007, T-271/04, Citymo κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-1375, σκέψη 53), και σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 22 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 133 έως 136 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 23 ) Βλ., ιδίως, σκέψεις 138 έως 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 24 ) Σκέψεις 140 και 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
( 25 ) Απόφαση Pellegrini κατά Επιτροπής και Flexon-Italia (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 20, σκέψη 10).
( 26 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1985, 318/81, Επιτροπή κατά CO.DE.MI. (Συλλογή 1985, σ. 3693, σκέψεις 9 και 10).
( 27 ) Ιδιαίτερα ελαστική, αντιθέτως, η απόφαση Citymo κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 21, σκέψη 56), κατά την οποία αρκεί «τα έγγραφα που προσκομίζει η προσφεύγουσα [να] παρέχουν στο κοινοτικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η προσφυγή, επαρκή γνώση της συναφθείσας μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας για να κρίνει ότι αρμόδια για την επίλυση της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ τους εκ της συμβάσεως θα είναι τα κοινοτικά και όχι τα εθνικά δικαστήρια». Περιστάσεις όμως που δεν τεκμηριώνονται στα έγγραφα δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη ως κρίσιμες.
( 28 ) Σχετικά με την ειδική περίπτωση της «ενσωματώσεως» του εθνικού δικαίου σε πράξη της Ένωσης, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ρ. Mengozzi της 27ης Ιανουαρίου 2011, C-401/09 P, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά ΕΚΤ (Συλλογή 2011, σ. I-4911, σημεία 71 έως 74).
( 29 ) Σχετική ανάλυση στις προτάσεις μου επί της υποθέσεως Edwin κατά ΓΕΕΑ (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 2, σημεία 70 έως 78).
( 30 ) Βλ., παραδείγματος χάρη, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 2003, C-87/01 P, Επιτροπή κατά ΕΣΟΤΑ (Συλλογή 2003, σ. I-7617, σκέψεις 56 έως 64), και απόφαση ArchiMEDES κατά Επιτροπής (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 16, σκέψεις 51 επ.).
( 31 ) Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Ιουλίου 2011, C-263/09 P (Συλλογή 2011, σ. I-5853).
( 32 ) Απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 31, σκέψη 53).
( 33 ) Βλ., σχετικά, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot της 28ης Νοεμβρίου 2013, C‑530/12 P, ΓΕΕΑ κατά National Lottery Commission (σημεία 78 έως 87).
( 34 ) Με κριτικό ύφος, οι προαναφερθείσες στην υποσημείωση 33 προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot.
( 35 ) Ο τρόπος ενέργειας του Δικαστηρίου ομοιάζει έτσι με το περιορισμένο κριτήριο ελέγχου που χρησιμοποιούν και ορισμένα εθνικά αναιρετικά δικαστήρια κατά τον έλεγχο της εφαρμογής αλλοδαπού δικαίου. Βλ., σχετικά, υποσημείωση 40 των προτάσεών μου επί της υποθέσεως Edwin κατά ΓΕΕΑ.
( 36 ) Συναφώς, θεμελιώδης και λαμβάνουσα υπόψη το συγκριτικό δίκαιο η τοποθέτηση του Ranieri, F., «Verwirkung et renonciation tacite», Mélanges en l’honneur de Daniel Bastian, Librairies techniques, Παρίσι 1974, σ. 427 έως 452.
( 37 ) Βλ. σκέψεις 108 έως 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.