Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62010CJ0614

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Οκτωβρίου 2012.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Αυστρίας.
    Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 95/46/ΕΚ — Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών — Προστασία των φυσικών προσώπων — Άρθρο 28, παράγραφος 1 — Εθνική αρχή ελέγχου — Ανεξαρτησία — Αρχή ελέγχου και ομοσπονδιακή καγκελαρία — Προσωπικοί και οργανωτικοί δεσμοί.
    Υπόθεση C‑614/10.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2012:631

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 16ης Οκτωβρίου 2012 ( *1 )

    «Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 95/46/ΕΚ — Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών — Προστασία των φυσικών προσώπων — Άρθρο 28, παράγραφος 1 — Εθνική αρχή ελέγχου — Ανεξαρτησία — Αρχή ελέγχου και ομοσπονδιακή καγκελαρία — Προσωπικοί και οργανωτικοί δεσμοί»

    Στην υπόθεση C-614/10,

    με αντικείμενο προσφυγή λόγω παράβασης κράτους μέλους, που ασκήθηκε δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ στις 22 Δεκεμβρίου 2010,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Martenczuk και B.-R. Killmann, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από

    τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ), εκπροσωπούμενο από τους H. Kranenborg, I. Chatelier και H. Hijmans,

    παρεμβαίνοντα,

    κατά

    Δημοκρατίας της Αυστρίας, εκπροσωπούμενης από τον G. Hesse, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    υποστηριζόμενης από

    την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και J. Möller,

    παρεμβαίνουσα,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts (εισηγητή), αντιπρόεδρο, A. Tizzano, M. Ilešič, Γ. Αρέστη, M. Berger, E. Jarašiūnas, προέδρους τμήματος, E. Juhász, A. Borg Barthet, J.-C. Bonichot, Μ. Safjan, D. Šváby και A. Prechal, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

    γραμματέας: K. Malacek, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Απριλίου 2012,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 3ης Ιουλίου 2012,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί με την προσφυγή της από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE L 281, σ. 31), διότι δεν θέσπισε όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε η ισχύουσα στην Αυστρία νομοθεσία να ανταποκρίνεται στο κριτήριο ανεξαρτησίας, όσον αφορά την Datenschutzkommission (επιτροπή προστασίας δεδομένων, στο εξής: DSK), η οποία αποτελεί την αρχή ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    2

    Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46, το οποίο επιγράφεται «Αρχή ελέγχου», ορίζει τα εξής:

    «Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές επιφορτίζονται με τον έλεγχο της εφαρμογής, στο έδαφός του, των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπισθεί από τα κράτη μέλη, κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

    Οι εν λόγω αρχές ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με πλήρη ανεξαρτησία.»

    3

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (EE 2001, L 18, σ. 1), προβλέπει στο κεφάλαιο V τη σύσταση μιας ανεξάρτητης εποπτικής αρχής, η οποία αποκαλείται Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων (ΕΕΠΔ).

    4

    Το άρθρο 43 του κανονισμού 45/2001, το οποίο διέπει το καθεστώς και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του ΕΕΠΔ, ορίζει στην παράγραφο 3 τα εξής:

    «Ο προϋπολογισμός του [ΕΕΠΔ] περιλαμβάνεται σε ειδική γραμμή του τμήματος VIII του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»

    Το αυστριακό δίκαιο

    Ο ομοσπονδιακός συνταγματικός νόμος της Αυστρίας

    5

    Το άρθρο 20, παράγραφος 2, του ομοσπονδιακού συνταγματικού νόμου (Bundes-Verfassungsgesetz, στο εξής: B-VG), όπως τροποποιήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2008, έχει ως εξής:

    «Ο νόμος μπορεί να προβλέπει την απαλλαγή από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τις εντολές των ιεραρχικά ανώτερων οργάνων:

    […]

    2.   όταν πρόκειται για όργανα που ελέγχουν την τήρηση των ισχυόντων νόμων από τη διοίκηση και τη σύναψη των δημόσιων συμβάσεων,

    3.   όταν πρόκειται για όργανα που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό, εφόσον πρόκειται για συλλογικά όργανα στα οποία μετέχει τουλάχιστον ένας δικαστής και εφόσον οι αποφάσεις τους δεν μπορούν ούτε να ανακληθούν ούτε να τροποποιηθούν από τις διοικητικές αρχές,

    […]

    8.   στις περιπτώσεις στις οποίες το απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης.

    Ο συνταγματικός νόμος ενός ομόσπονδου κράτους (Land) μπορεί να προβλέπει τη σύσταση και άλλων ανεξάρτητων οργάνων. Όσον αφορά τα ανεξάρτητα αυτά όργανα, με νόμο θα προβλέπεται το ενδεδειγμένο για την περίπτωσή τους δικαίωμα εποπτείας των ιεραρχικά ανώτερων οργάνων, τουλάχιστον το δικαίωμά τους να ενημερώνονται για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία των ανεξάρτητων οργάνων και –εφόσον δεν πρόκειται για όργανο προβλεπόμενο στα σημεία 2, 3 και 8– το δικαίωμά τους να ανακαλούν τα ανεξάρτητα αυτά όργανα, αν συντρέχει σοβαρός λόγος.»

    Ο νόμος του 1979 για τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα

    6

    Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του νόμου του 1979 για τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα (Beamten-Dienstrechtsgesetz 1979, στο εξής: BDG 1979) ορίζει τα εξής:

    «Ο προϊστάμενος φροντίζει ώστε οι συνεργάτες του να εκπληρώνουν τα υπηρεσιακά καθήκοντά τους σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας, της σκοπιμότητας, της αποδοτικότητας και της οικονομικής φειδούς. Προς τούτο δίδει στους συνεργάτες του οδηγίες και εν ανάγκη εντολές, διορθώνει τα σφάλματα και τις παραλείψεις και επιβλέπει την τήρηση των ωραρίων. Φροντίζει για την προαγωγή των συνεργατών του ανάλογα με την απόδοσή τους και τους κατευθύνει προς τις θέσεις εργασίας για τις οποίες έχουν περισσότερα προσόντα.»

    Ο νόμος του 2000 για την προστασία των δεδομένων

    7

    Σκοπός του νόμου του 2000 για την προστασία των δεδομένων (Datenschutzgesetz 2000, στο εξής: DSG 2000) είναι η μεταφορά της οδηγίας 95/46 στο αυστριακό δίκαιο.

    8

    Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, του DSG 2000, η DSK αποτελείται από έξι μέλη, τα οποία διορίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν πρότασης της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, για θητεία πέντε ετών.

    9

    Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 2, του DSG 2000, τα πέντε μέλη της DSK προτείνονται από τις αρχές που εκπροσωπούν νομίμως τα συμφέροντα των επαγγελματιών, από τα αυστριακά ομόσπονδα κράτη και από τον πρόεδρο του Oberster Gerichtshof. Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000, το έκτο προτεινόμενο μέλος «πρέπει να είναι νομικός και να προέρχεται από το σώμα των δημόσιων υπαλλήλων της Ομοσπονδίας».

    10

    Τα καθήκοντα του μέλους της DSK θεωρούνται ως μερική απασχόληση και ασκούνται παράλληλα με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3a, του DSG 2000.

    11

    Κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000, τα μέλη της DSK «είναι ανεξάρτητα και δεν δεσμεύονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, από εντολές τρίτων». Το άρθρο 37, παράγραφος 2, του DSG 2000 προβλέπει ότι το προσωπικό της ειδικής υπηρεσίας της DSK «υποχρεούται να συμμορφώνεται μόνο με τις τεχνικής φύσης εντολές του προέδρου ή του διοικούντος συμβούλου της [DSK]».

    12

    Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του DSG 2000 ορίζει ότι η DSK θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό για την ανάθεση της διαχείρισης των τρεχουσών υποθέσεων σε ένα από τα μέλη της, τον «διοικούντα σύμβουλο».

    13

    Το άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000, ορίζει τα εξής:

    «Για την υποστήριξη της λειτουργίας της [DSK], ο ομοσπονδιακός καγκελάριος ιδρύει ειδική υπηρεσία και θέτει στη διάθεσή της την αναγκαία υποδομή και το αναγκαίο προσωπικό. Ο καγκελάριος έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται οποτεδήποτε από τον πρόεδρο και τον διοικούντα σύμβουλο για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της [DSK].»

    Ο εσωτερικός κανονισμός της DSK

    14

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK ορίζει ότι ο υπάλληλος της Ομοσπονδίας που διορίζεται κατά το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000 ασκεί καθήκοντα διοικούντος συμβούλου.

    15

    Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εσωτερικού αυτού κανονισμού προβλέπει ότι τα μέλη του προσωπικού της ειδικής υπηρεσίας λαμβάνουν εντολές μόνο από τον πρόεδρο ή τον διοικούντα σύμβουλο της DSK, χωρίς πάντως να θίγεται η εποπτεία που ασκεί επί της εν λόγω υπηρεσίας η ομοσπονδιακή καγκελαρία.

    Η διαδικασία πριν από την άσκηση της προσφυγής

    16

    Στις 5 Ιουλίου 2005 η Επιτροπή απέστειλε στη Δημοκρατία της Αυστρίας έγγραφο όχλησης, με το οποίο εξέθετε ότι ο τρόπος με τον οποίο έχει οργανωθεί από νομική και από πρακτική άποψη η DSK δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο της ανεξαρτησίας, όπως απαιτείται κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    17

    Η Δημοκρατία της Αυστρίας απάντησε στην Επιτροπή με έγγραφο της 2ας Νοεμβρίου 2005, με το οποίο της διαβίβασε τις παρατηρήσεις της, σύμφωνα με τις οποίες η DSK ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας.

    18

    Στις 8 Ιανουαρίου 2008 η Επιτροπή απέστειλε νέο έγγραφο όχλησης στη Δημοκρατία της Αυστρίας, με το οποίο την κάλεσε να της παράσχει περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις συνέπειες που θα είχε για την DSK η έναρξη της ισχύος της τροποποίησης του B-VG της 1ης Ιανουαρίου 2008.

    19

    Η Δημοκρατία της Αυστρίας εξήγησε, με τις συμπληρωματικές παρατηρήσεις της της 9ης Ιανουαρίου και της 7ης Μαρτίου 2008, ότι τροποποιημένο κείμενο του άρθρου 20, παράγραφος 2, του B-VG δεν επηρέαζε από καμία άποψη την ανεξαρτησία της DSK.

    20

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή απηύθυνε στη Δημοκρατία της Αυστρίας στις 9 Οκτωβρίου 2009 αιτιολογημένη γνώμη, με την οποία επανέλαβε τις αιτιάσεις που είχε διατυπώσει προηγουμένως.

    21

    Δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Δημοκρατία της Αυστρίας με το έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2009 που απέστειλε ως απάντηση στην αιτιολογημένη γνώμη δεν κρίθηκε πειστική από την Επιτροπή, το εν λόγω θεσμικό όργανο άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    22

    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Μαΐου 2011, επιτράπηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει υπέρ της Δημοκρατίας της Αυστρίας.

    23

    Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2011, επιτράπηκε στον ΕΕΠΔ να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.

    24

    Με έγγραφο της 25ης Νοεμβρίου 2011, η Δημοκρατία της Αυστρίας ζήτησε, βάσει του άρθρου 44, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να εκδικαστεί η υπόθεση από το τμήμα μείζονος συνθέσεως.

    Επί της προσφυγής

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    25

    Η Επιτροπή και ο ΕΕΠΔ ισχυρίζονται ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας έχει μεταφέρει εσφαλμένα στην εσωτερική νομοθεσία της το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46, καθόσον η ισχύουσα εθνική ρύθμιση δεν επιτρέπει στην DSK να επιτελεί το έργο της «με πλήρη ανεξαρτησία», κατά την έννοια της διάταξης αυτής. Η Επιτροπή και ο ΕΕΠΔ αναφέρονται συναφώς, πρώτον, στο γεγονός ότι, κατά την ισχύουσα ρύθμιση, ο διοικών σύμβουλος της DSK πρέπει να είναι πάντοτε δημόσιος υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας. Επομένως, όλες τις τρέχουσες υποθέσεις της DSK διαχειρίζεται στην πράξη ένας ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος δεσμεύεται από τις εντολές του εργοδότη του και υπόκειται στην ιεραρχική εποπτεία που προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του BDG 1979. Το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000 προβλέπει απλώς τη λειτουργική αυτονομία της ελεγκτικής αρχής.

    26

    Δεύτερον, η Επιτροπή και ο ΕΕΠΔ επισημαίνουν ότι η ειδική υπηρεσία της DSK είναι ενταγμένη στη δομή των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής καγκελαρίας. Λόγω της ένταξης αυτής, η DSK δεν είναι ανεξάρτητη ούτε από θεσμική άποψη ούτε από άποψη υποδομής. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000 και το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού, όλο το προσωπικό της ειδικής υπηρεσίας της DSK τελεί υπό την επίβλεψη της ομοσπονδιακής καγκελαρίας και συνεπώς υπόκειται στην ιεραρχική και διοικητική εποπτεία που ασκεί η καγκελαρία.

    27

    Τρίτον, η Επιτροπή και ο ΕΕΠΔ αναφέρονται στο δικαίωμα ενημέρωσης του ομοσπονδιακού καγκελαρίου, το οποίο του παρέχεται από το άρθρο 20, παράγραφος 2, του B-VG και από το άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000.

    28

    Η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζητούν την απόρριψη της προσφυγής.

    29

    Τα εν λόγω κράτη μέλη υπογραμμίζουν ότι η DSK είναι «συλλογικό όργανο με δικαιοδοτικά καθήκοντα» υπό την έννοια του B-VG. Οι φορείς αυτοί είναι ανεξάρτητα δικαστήρια, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και επομένως πληρούν επίσης την προϋπόθεση ανεξαρτησίας που θέτει το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    30

    Κατά τη Δημοκρατία της Αυστρίας, το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 αναφέρεται στη λειτουργική ανεξαρτησία. Η DSK έχει όντως τέτοια ανεξαρτησία, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000, τα μέλη της είναι ανεξάρτητα και δεν δεσμεύονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, από εντολές τρίτων.

    31

    Κατά τα εν λόγω κράτη μέλη, κανένα από τα χαρακτηριστικά που επισημαίνει η Επιτροπή δεν κλονίζει την ορθότητα του συμπεράσματος ότι η DSK έχει ανεξαρτησία, υπό την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    32

    Πρώτον, ο διοικών σύμβουλος δεν είναι οπωσδήποτε δημόσιος υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού και το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000, το προτεινόμενο άτομο πρέπει να είναι υπάλληλος της Ομοσπονδίας που να είναι νομικός. Εξάλλου, η DSK μπορεί να λάβει αυτόνομα την απόφαση να τροποποιήσει τον εσωτερικό κανονισμό της, ώστε να είναι ελεύθερη να διορίζει τον διοικούντα σύμβουλό της με όποιο τρόπο θέλει. Το γεγονός ότι ο διοικών σύμβουλος, όπως και κάθε άλλος δημόσιος υπάλληλος, εξαρτάται, για τις προαγωγές του, από την απόφαση του προϊσταμένου του και, τελικά, του υπουργού δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία του.

    33

    Δεύτερον, όσον αφορά την ένταξη της ειδικής υπηρεσίας της DSK στη δομή των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής καγκελαρίας, η Δημοκρατία της Αυστρίας ισχυρίζεται ότι κάθε όργανο της ομοσπονδιακής διοίκησης είναι ενταγμένο, από την άποψη του δικαίου του προϋπολογισμού, σε ορισμένο υπουργείο. Η κυβέρνηση δηλαδή είναι υποχρεωμένη να φροντίζει, σε συνεργασία με το Κοινοβούλιο, ώστε τα διάφορα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να διαθέτουν επαρκείς πόρους και επαρκές προσωπικό. Εξάλλου, η ειδική υπηρεσία ασχολείται αποκλειστικά με τη διαχείριση των προγραμμάτων δράσης της DSK. Το προσωπικό της ειδικής υπηρεσίας συμμορφώνεται με τις εντολές του προέδρου και του διοικούντος συμβούλου της DSK. Το γεγονός ότι, από νομική άποψη, τα μέλη του προσωπικού της ειδικής υπηρεσίας είναι ενταγμένα στην ομοσπονδιακή καγκελαρία, όσον αφορά τόσο τη θέση τους στην ιεραρχία όσο και τις αποδοχές τους, δεν επηρεάζει την ανεξαρτησία τους. Η ιεραρχική και διοικητική εποπτεία, υπό την έννοια του πειθαρχικού ελέγχου, συνιστά εγγύηση για την εύρυθμη λειτουργία της DSK.

    34

    Τρίτον, όσον αφορά το «δικαίωμα ενημέρωσης» του ομοσπονδιακού καγκελαρίου, η Δημοκρατία της Αυστρίας υπενθυμίζει ότι σκοπός του δικαιώματος αυτού είναι η κατοχύρωση κάποιας μορφής εξάρτησης των αυτόνομων οργάνων από το Κοινοβούλιο, το οποίο είναι ο εκφραστής της δημοκρατικής αρχής. Το δικαίωμα αυτό δεν παρέχει καμία δυνατότητα άσκησης επιρροής επί της διαχείρισης της DSK. Εξάλλου, το δικαίωμα ενημέρωσης δεν είναι αντίθετο ούτε προς τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας που ισχύουν για τα δικαστήρια.

    35

    Με το υπόμνημα παρέμβασης η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσθέτει ότι μια μορφή περιορισμένης ιεραρχικής ή διοικητικής εποπτείας είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46. Η περιορισμένη ιεραρχική ή διοικητική εποπτεία εξασφαλίζει απλώς ότι το πρόσωπο επί του οποίου ασκείται ενεργεί κατά τρόπο σύμφωνο με τις υποχρεώσεις του. Αντίθετα, δεν θίγει την υλική και προσωπική ανεξαρτησία του, και ιδίως δεν παρέχει τη δυνατότητα επηρεασμού του επί της ουσίας. Κατά τη νομολογία του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η περιορισμένη διοικητική εποπτεία επί των δικαστών είναι συμβατή με την αρχή της ανεξαρτησίας τους.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    36

    Το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη σύσταση μιας ή περισσότερων αρχών ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οι οποίες ασκούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται με πλήρη ανεξαρτησία. Η ανάγκη ελέγχου από ανεξάρτητη αρχή της τήρησης των κανόνων της Ένωσης που αφορούν την προστασία των φυσικών προσώπων σε σχέση με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προκύπτει επίσης από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 16, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

    37

    Η σύσταση ανεξάρτητων αρχών ελέγχου εντός των κρατών μελών συνιστά επίσης ουσιώδες στοιχείο του σεβασμού της προστασίας των ατόμων από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, C-518/07, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2010, σ. I-1885, σκέψη 23).

    38

    Για να εξακριβωθεί αν είναι βάσιμη η υπό κρίση προσφυγή, πρέπει να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η ισχύουσα στην Αυστρία νομοθεσία δεν παρέχει στην DSK τη δυνατότητα να επιτελεί το έργο της «με πλήρη ανεξαρτησία», υπό την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    39

    Στο σημείο αυτό πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι η DSK είναι ανεξάρτητη στον βαθμό που απαιτείται κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46, αφού ανταποκρίνεται στην προϋπόθεση ανεξαρτησίας που θέτει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ προκειμένου να μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικαστήριο κράτους μέλους.

    40

    Πράγματι, από την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, προκύπτει ότι η ερμηνεία της φράσης «με πλήρη ανεξαρτησία» του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 πρέπει να είναι αυτοτελής και, επομένως, ανεξάρτητη από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και να βασίζεται στο γράμμα αυτής της διάταξης της οδηγίας 95/46, καθώς και στους σκοπούς και την οικονομία της οδηγίας αυτής (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 17 και 29).

    41

    Με την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας (σκέψη 30), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η φράση «με πλήρη ανεξαρτησία» του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 έχει την έννοια ότι οι αρχές ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να απολαύουν ανεξαρτησίας που να τους παρέχει τη δυνατότητα να ασκούν τα καθήκοντά τους χωρίς εξωτερική επιρροή. Με την ίδια αυτή απόφαση το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι εν λόγω αρχές πρέπει να μην υπόκεινται σε καμία άμεση ή έμμεση εξωτερική επιρροή που θα μπορούσε να επηρεάζει το περιεχόμενο των αποφάσεών τους (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψεις 19, 25, 30 και 50).

    42

    Το γεγονός ότι η DSK έχει λειτουργική ανεξαρτησία, καθόσον, κατά το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000, τα μέλη της «είναι ανεξάρτητα και δεν δεσμεύονται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, από εντολές τρίτων», είναι βέβαια αναγκαία προϋπόθεση για να ανταποκρίνεται η εν λόγω αρχή στο κριτήριο της ανεξαρτησίας, υπό την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46. Η λειτουργική αυτή ανεξαρτησία όμως, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζει η Δημοκρατία της Αυστρίας, δεν αρκεί για να προστατεύει την εν λόγω αρχή ελέγχου από κάθε εξωτερική επιρροή.

    43

    Συγκεκριμένα, σκοπός της ανεξαρτησίας που απαιτείται κατά το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 είναι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο άσκησης όχι μόνο άμεσης επιρροής, η οποία θα είχε τη μορφή εντολών, αλλά και, όπως υπενθυμίστηκε ανωτέρω στη σκέψη 41, κάθε μορφής έμμεσης επιρροής που θα μπορούσε να επηρεάζει το περιεχόμενο των αποφάσεων της αρχής ελέγχου.

    44

    Από τα διάφορα στοιχεία της αυστριακής νομοθεσίας τα οποία αφορούν οι τρεις αιτιάσεις που διατυπώνει η Επιτροπή με το δικόγραφο της προσφυγής συνάγεται πάντως ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η DSK επιτελεί το έργο της χωρίς να υπόκειται σε καμία έμμεση επιρροή.

    45

    Όσον αφορά καταρχάς την πρώτη αιτίαση, η οποία αφορά τη θέση του διοικούντος συμβούλου εντός της DSK, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 36, παράγραφος 3, και 38, παράγραφος 1, του DSG 2000 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK προκύπτει ότι το μέλος αυτό της DSK είναι ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος.

    46

    Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, του DSG 2000, ο ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος αυτός διαχειρίζεται τις τρέχουσες υποθέσεις της DSK.

    47

    Ο διοικών σύμβουλος της DSK βέβαια, όπως άλλωστε επισημαίνει η Δημοκρατία της Αυστρίας, δεν είναι υποχρεωτικά, με βάση το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, δημόσιος υπάλληλος της ομοσπονδιακής καγκελαρίας, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι τη θέση αυτή κατείχε πάντοτε και κατέχει ακόμη τέτοιος υπάλληλος.

    48

    Εντούτοις, ανεξάρτητα από το ζήτημα σε ποια ομοσπονδιακή αρχή υπάγεται ο διοικών σύμβουλος της DSK, δεν αμφισβητείται ότι υπάρχει υπηρεσιακός δεσμός μεταξύ του συμβούλου αυτού και της εν λόγω ομοσπονδιακής αρχής, λόγω του οποίου ο προϊστάμενός του μπορεί να ελέγχει τις δραστηριότητές του.

    49

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 45, παράγραφος 1, του BDG 1979 παρέχει στον προϊστάμενο εκτεταμένη εξουσία ελέγχου των υπαλλήλων που υπάγονται στην υπηρεσία του. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή προβλέπει ότι ο προϊστάμενος όχι μόνο φροντίζει ώστε οι συνεργάτες του να εκπληρώνουν τα υπηρεσιακά καθήκοντά τους σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας, της σκοπιμότητας, της αποδοτικότητας και της οικονομικής φειδούς, αλλά και ότι δίδει στους συνεργάτες του οδηγίες για την άσκηση των καθηκόντων τους, διορθώνει τα σφάλματα και τις παραλείψεις, επιβλέπει την τήρηση των ωραρίων, φροντίζει για την προαγωγή των συνεργατών του ανάλογα με την απόδοσή τους και τους κατευθύνει προς τις θέσεις εργασίας για τις οποίες έχουν περισσότερα προσόντα.

    50

    Αν όμως ληφθεί υπόψη η θέση που κατέχει ο διοικών σύμβουλος εντός της DSK, η ιεραρχική ή διοικητική εποπτεία που ασκείται επί του συμβούλου αυτού κατά το άρθρο 45, παράγραφος 1, του BDG 1979 αντιβαίνει στο άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι το άρθρο 37, παράγραφος 1, του DSG 2000 απαγορεύει στον προϊστάμενο του διοικούντος συμβούλου να του δίνει εντολές, το άρθρο 45, παράγραφος 1, του BDG 1979 απονέμει στον προϊστάμενο εξουσία ελέγχου που ενδέχεται να αποτελεί κώλυμα για την ανεξαρτησία της DSK κατά την επιτέλεση του έργου της.

    51

    Στο σημείο αυτό αρκεί να αναφερθεί ότι το γεγονός ότι διοικών σύμβουλος της DSK αξιολογείται, ενόψει της προαγωγής του, από τον προϊστάμενό του, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε μια μορφή «εκ προοιμίου υπακοής» του δημόσιου αυτού υπαλλήλου (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 36).

    52

    Εξάλλου, λόγω των δεσμών του διοικούντος συμβούλου της DSK με το πολιτικής φύσης όργανο επί του οποίου ασκείται ο έλεγχος της DSK, η DSK δεν βρίσκεται υπεράνω κάθε υποψίας για μεροληψία. Με δεδομένο όμως ότι οι αρχές ελέγχου έχουν αναλάβει τον ρόλο θεματοφυλάκων του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 απαιτεί να είναι οι αποφάσεις τους, άρα και οι ίδιες, υπεράνω κάθε υποψίας για μεροληψία (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 36).

    53

    Η Δημοκρατία της Αυστρίας αντιτάσσει πάντως ότι το γεγονός ότι ο ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3, του DSG 2000 ασκεί καθήκοντα διοικούντος συμβούλου οφείλεται στο ότι αυτό προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της DSK. Κατά συνέπεια, αφού η παρουσία ενός υπαλλήλου της ομοσπονδιακής καγκελαρίας εντός της DSK με την ιδιότητα του διοικούντος συμβούλου στηρίζεται σε απόφαση που έχει λάβει αυτόνομα η εν λόγω αρχή, δεν θίγεται η ανεξαρτησία της ελεγκτικής αρχής αυτής.

    54

    Η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί.

    55

    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 48 έως 52 της παρούσας απόφασης, η υπηρεσιακή σχέση που υφίσταται μεταξύ του διοικούντος συμβούλου της DSK και της ομοσπονδιακής αρχής στην οποία υπάγεται ο σύμβουλος αυτός θίγει την ανεξαρτησία της DSK και ο τρόπος διορισμού του συμβούλου αυτού εν προκειμένω δεν κλονίζει την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής. Η Δημοκρατία της Αυστρίας οφείλει όμως να θεσπίσει τις αναγκαίες νομικές διατάξεις για να διασφαλίσει ότι η εν λόγω αρχή ελέγχου θα ασκεί τα καθήκοντά της «με πλήρη ανεξαρτησία», υπό την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    56

    Όσον αφορά εξάλλου τη δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000, η ομοσπονδιακή καγκελαρία θέτει στη διάθεση της ειδικής υπηρεσίας της DSK την αναγκαία υποδομή και το αναγκαίο προσωπικό. Δεν αμφισβητείται ότι η ειδική υπηρεσία της DSK επανδρώνεται με δημόσιους υπαλλήλους της ομοσπονδιακής καγκελαρίας.

    57

    Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το γεγονός ότι η ειδική υπηρεσία της DSK είναι ενταγμένη στη δομή των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής καγκελαρίας καθιστά επίσης αδύνατη τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι η εν λόγω αρχή ελέγχου μπορεί να επιτελεί το έργο της χωρίς η ομοσπονδιακή καγκελαρία να ασκεί επ’ αυτής καμία επιρροή.

    58

    Όπως βέβαια τονίζει η Δημοκρατία της Αυστρίας, για να ανταποκρίνεται η DSK στο κριτήριο ανεξαρτησίας που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46, δεν είναι απαραίτητο ο προϋπολογισμός της να περιλαμβάνεται σε ιδιαίτερη γραμμή του προϋπολογισμού, όπως προβλέπεται για τον ΕΕΠΔ από το άρθρο 43, παράγραφος 3, του κανονισμού 45/2001. Τα κράτη μέλη δηλαδή δεν είναι υποχρεωμένα, για να διασφαλίσουν την πλήρη ανεξαρτησία της ελεγκτικής αρχής ή των ελεγκτικών αρχών τους, να περιλάβουν στην εθνική νομοθεσία τους διατάξεις ανάλογες προς τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού 45/2001 και μπορούν π.χ. να προβλέπουν ότι η ελεγκτική αρχή εξαρτάται, όσον αφορά τον προϋπολογισμό της, από συγκεκριμένο υπουργείο. Το γεγονός πάντως ότι τίθενται στη διάθεση της αρχής αυτής οι αναγκαίοι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι δεν πρέπει να την εμποδίζει να επιτελεί το έργο της «με πλήρη ανεξαρτησία» υπό την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    59

    Το ισχύον στην Αυστρία νομοθετικό πλαίσιο δεν πληροί όμως την τελευταία αυτή προϋπόθεση. Συγκεκριμένα, το προσωπικό που τίθεται στη διάθεση της DSK συνίσταται σε δημόσιους υπαλλήλους της ομοσπονδιακής καγκελαρίας, επί των οποίων η καγκελαρία ασκεί την ιεραρχική εποπτεία που προβλέπει το άρθρο 45, παράγραφος 1, του BDG 1979. Όπως όμως προκύπτει από τις σκέψεις 49 έως 52 της παρούσας απόφασης, μια τέτοια εποπτεία του Δημοσίου δεν είναι συμβατή με την απαίτηση ανεξαρτησίας την οποία προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46 και την οποία πρέπει να εκπληρώνουν οι αρχές ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    60

    Το επιχείρημα της Δημοκρατίας της Αυστρίας ότι η οργάνωση της ειδικής υπηρεσίας δεν θίγει την ανεξαρτησία της DSK, καθόσον η ειδική υπηρεσία εκτελεί απλώς τις αποφάσεις της DSK, πρέπει να απορριφθεί.

    61

    Συγκεκριμένα, αν ληφθούν υπόψη αφενός ο φόρτος εργασίας των αρχών ελέγχου της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και αφετέρου το γεγονός ότι τα μέλη της DSK, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 3a, του DSG 2000, ασκούν τα καθήκοντά τους παράλληλα με άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μέλη της εν λόγω αρχής στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό, για να επιτελούν το έργο τους, στο προσωπικό που έχει τεθεί στη διάθεση της εν λόγω αρχής. Το γεγονός ότι η ειδική υπηρεσία επανδρώνεται με υπαλλήλους της ομοσπονδιακής καγκελαρίας, η οποία όμως υπόκειται στον έλεγχο της DSK, ενέχει τον κίνδυνο επηρεασμού των αποφάσεων της DSK. Εν πάση περιπτώσει, η οργανωτική αυτή διαπλοκή της DSK με την ομοσπονδιακή καγκελαρία έχει ως αποτέλεσμα ότι η DSK δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπεράνω κάθε υποψίας για μεροληψία και, συνεπώς, είναι ασυμβίβαστη με την απαίτηση «ανεξαρτησίας», υπό την έννοια του άρθρου 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    62

    Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση της Επιτροπής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 20, παράγραφος 2, του B-VG και 38, παράγραφος 2, του DSG 2000, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος έχει το δικαίωμα να ενημερώνεται οποτεδήποτε από τον πρόεδρο και τον διοικούντα σύμβουλο της DSK για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της εν λόγω αρχής ελέγχου.

    63

    Το δικαίωμα ενημέρωσης αυτό μπορεί επίσης να έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται έμμεσα η DSK από τον ομοσπονδιακό καγκελάριο, πράγμα που είναι ασύμβατο με το κριτήριο ανεξαρτησίας που προβλέπει το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46. Συναφώς αρκεί να επισημανθεί ότι το δικαίωμα ενημέρωσης αφενός είναι ευρύτατο, αφού αφορά «κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της [DSK]», και αφετέρου δεν υπόκειται σε καμία προϋπόθεση.

    64

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το δικαίωμα ενημέρωσης που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, του B-VG και στο άρθρο 38, παράγραφος 2, του DSG 2000 έχει ως αποτέλεσμα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η DSK μπορεί πάντοτε να λειτουργεί κατά τρόπο που να είναι υπεράνω κάθε υποψίας για μεροληψία.

    65

    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 35, αρκεί να υπενθυμιστεί ότι ο διοικών σύμβουλος της DSK είναι ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος που υπόκειται σε ιεραρχική εποπτεία, οπότε δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ασκεί ο προϊστάμενός του έμμεση επιρροή επί των αποφάσεων της εν λόγω αρχής ελέγχου (βλ. σκέψεις 48 έως 52 της παρούσας απόφασης).

    66

    Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, μη θεσπίζοντας όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε η ισχύουσα στην Αυστρία νομοθεσία να ανταποκρίνεται στο κριτήριο ανεξαρτησίας, όσον αφορά την DSK, και ειδικότερα θεσπίζοντας ένα νομοθετικό πλαίσιο βάσει του οποίου

    ο διοικών σύμβουλος της DSK είναι ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος που υπόκειται σε ιεραρχική εποπτεία,

    η ειδική υπηρεσία της DSK είναι ενταγμένη στη δομή των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής καγκελαρίας και

    ο ομοσπονδιακός καγκελάριος έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της DSK, χωρίς να προβλέπεται καμία προϋπόθεση για το δικαίωμα αυτό,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    67

    Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας ηττήθηκε, το κράτος μέλος αυτό πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

    68

    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, πρώτο και τρίτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ο ΕΕΠΔ, που παρενέβησαν στη δίκη, θα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

     

    1)

    Η Δημοκρατία της Αυστρίας, μη θεσπίζοντας όλες τις αναγκαίες διατάξεις ώστε η ισχύουσα στην Αυστρία νομοθεσία να ανταποκρίνεται στο κριτήριο ανεξαρτησίας, όσον αφορά την Datenschutzkommission (επιτροπή προστασίας δεδομένων), και ειδικότερα θεσπίζοντας ένα νομοθετικό πλαίσιο βάσει του οποίου

    ο διοικών σύμβουλος της Datenschutzkommission είναι ομοσπονδιακός δημόσιος υπάλληλος που υπόκειται σε ιεραρχική εποπτεία,

    η ειδική υπηρεσία της Datenschutzkommission είναι ενταγμένη στη δομή των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής καγκελαρίας και

    ο ομοσπονδιακός καγκελάριος έχει δικαίωμα να ενημερώνεται για κάθε ζήτημα που αφορά τη λειτουργία της Datenschutzkommission, χωρίς να προβλέπεται καμία προϋπόθεση για το δικαίωμα αυτό,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 28, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Δημοκρατία της Αυστρίας στα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

     

    3)

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω