EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62010CJ0608

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 12ης Ιουλίου 2012.
Südzucker AG κ.λπ. κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση του Finanzgericht Hamburg για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Γεωργία — Επιστροφές κατά την εξαγωγή — Εσφαλμένη μνεία του εξαγωγέα στη διασάφηση εξαγωγής — Εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά το δικαίωμα επιστροφής κατά την εξαγωγή από την καταχώριση του αιτούντος ως εξαγωγέα στη διασάφηση εξαγωγής — Διόρθωση της διασαφήσεως εξαγωγής μετά την παραλαβή των εμπορευμάτων.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑608/10, C‑10/11 και C‑23/11.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2012:444

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2012 ( *1 )

«Γεωργία — Επιστροφές κατά την εξαγωγή — Εσφαλμένη μνεία του εξαγωγέα στη διασάφηση εξαγωγής — Εθνική κανονιστική ρύθμιση που εξαρτά το δικαίωμα επιστροφής κατά την εξαγωγή από την καταχώριση του αιτούντος ως εξαγωγέα στη διασάφηση εξαγωγής — Διόρθωση της διασαφήσεως εξαγωγής μετά την παραλαβή των εμπορευμάτων»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-608/10, C-10/11 και C-23/11,

με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, αντιστοίχως, στις 24 Δεκεμβρίου 2010, καθώς και στις 10 και 17 Ιανουαρίου 2011, στο πλαίσιο των δικών

Südzucker AG (C-608/10),

WEGO Landwirtschaftliche Schlachtstellen GmbH (C-10/11),

Fleischkontor Moksel GmbH (C-23/11)

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan, E. Levits, J.-J. Kasel και M. Berger (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mazák

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2012,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Südzucker AG και η WEGO Landwirtschaftliche Schlachtstellen GmbH, εκπροσωπούμενες από τους L. Harings και K. Steinke, Rechtsanwälte,

η Fleischkontor Moksel GmbH, εκπροσωπούμενη από τον S. Schubert, Rechtsanwalt,

το Hauptzollamt Hamburg-Jonas, εκπροσωπούμενο από τον T. Peters,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. Schima, B. Burggraaf και G. von Rintelen,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), και του κανονισμού (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (EE L 102, σ. 11), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 90/2001 της Επιτροπής, της 17ης Ιανουαρίου 2001 (EE L 14, σ. 22, στο εξής: κανονισμός 800/1999).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ των Südzucker AG (στο εξής: Südzucker), WEGO Landwirtschaftliche Schlachtstellen GmbH (στο εξής: WEGO) και Fleischkontor Moksel GmbH (στο εξής: Moksel), εταιριών με έδρα τη Γερμανία, και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas σχετικά με αιτήσεις για την απόδοση επιστροφών κατά την εξαγωγή.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 800/1999 ορίζει τον κατά την έννοια του κανονισμού αυτού «εξαγωγέα» ως εξής:

«Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

[...]

θ)

“εξαγωγέας”: το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα επιστροφής. Στην περίπτωση που πρέπει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιστοποιητικό εξαγωγής με προκαθορισμό της επιστροφής, ο δικαιούχος ή, κατά περίπτωση, ο εκδοχέας του πιστοποιητικού έχει δικαίωμα επιστροφής. Ο εξαγωγέας κατά την τελωνειακή έννοια του όρου μπορεί να διαφέρει από τον εξαγωγέα κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού [...]

[...]».

4

Το άρθρο 5 του κανονισμού αυτού διευκρινίζει:

«1.   Ως ημέρα της εξαγωγής νοείται η ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιείται η αποδοχή από την τελωνειακή υπηρεσία της διασάφησης εξαγωγής, στην οποία αναφέρεται ότι θα ζητηθεί επιστροφή.

[...]

4.   Το έγγραφο που χρησιμοποιείται κατά την εξαγωγή προκειμένου να χορηγηθεί επιστροφή πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσού της επιστροφής [...]

[...]

7.   Κάθε πρόσωπο που εξάγει προϊόντα για τα οποία ζητείται η χορήγηση επιστροφής οφείλει:

α)

να καταθέσει διασάφηση εξαγωγής στο αρμόδιο τελωνείο του τόπου όπου θα φορτωθούν τα προϊόντα για την μεταφορά τους προς εξαγωγή·

β)

να ενημερώνει το εν λόγω τελωνείο τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη των εργασιών φόρτωσης και να αναφέρει την εικαζόμενη διάρκεια των εργασιών φόρτωσης. […]

[...]

Το αρμόδιο τελωνείο πρέπει να είναι σε θέση να διενεργήσει τον φυσικό έλεγχο και να λάβει μέτρα ταυτοποίησης όσον αφορά τη μεταφορά προς το τελωνείο εξόδου από το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας.

[...]»

5

Ο κανονισμός (ΕΚ) 3122/94 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 1994, για τον καθορισμό των κριτηρίων σχετικά με την ανάλυση κινδύνου όσον αφορά τα γεωργικά προϊόντα που απολαύουν επιστροφών (ΕΕ L 330, σ. 31), ορίζει στο άρθρο 1 τα εξής:

«Η ανάλυση κινδύνου έχει ως στόχο τον προσανατολισμό του [φυσικού] ελέγχου στα προϊόντα, τα φυσικά και νομικά πρόσωπα και στους τομείς που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο κίνδυνο. Για τον λόγο αυτό, εντοπίζονται οι κίνδυνοι και αξιολογείται το επίπεδο των κινδύνων για την επιλογή των προϊόντων που πρόκειται να υποβληθούν σε φυσικό έλεγχο.

Όταν […] τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν την ανάλυση κινδύνων, δύνανται ιδίως να λαμβάνουν υπόψη ένα ορισμένο αριθμό των ακολούθων κριτηρίων για την επιλογή των δηλώσεων εξαγωγών σχετικά με τα προϊόντα στα οποία θα πραγματοποιηθεί φυσικός έλεγχος:

[...]

4)

Όσον αφορά τον εξαγωγέα:

η φήμη του και η αξιοπιστία του,

η οικονομική του κατάσταση,

νέος εξαγωγέας,

εξαγωγές οι οποίες δεν είναι εύκολο εκ πρώτης όψεως να αιτιολογηθούν από οικονομική άποψη,

αμφισβητούμενες προηγούμενες περιπτώσεις και ιδίως περιπτώσεις απάτης,

[...]»

6

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1291/2000 της Επιτροπής, της 9ης Ιουνίου 2000, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των πιστοποιητικών εισαγωγής, εξαγωγής και προκαθορισμού για τα γεωργικά προϊόντα (EE L 152, σ. 1), προβλέπει στο άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο:

«[Υπό] την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 800/1999, η τελωνειακή [διασάφηση] πρέπει να γίνεται από τον δικαιούχο ή, ενδεχομένως, από τον εκδοχέα του πιστοποιητικού ή από τον αντιπρόσωπό τους κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 2913/92.»

7

Το άρθρο 4, σημείο 5, του τελωνειακού κώδικα ορίζει την έννοια της «αποφάσεως» ως εξής:

«Απόφαση: κάθε διοικητική πράξη [εμπίπτουσα] στην τελωνειακή νομοθεσία, η οποία λαμβάνεται από τελωνειακή αρχή, ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση και παράγει έννομα αποτελέσματα για ένα ή περισσότερα καθορισμένα ή δυνάμενα να καθοριστούν πρόσωπα [...]»

8

Κατά το άρθρο 5 του ως άνω κώδικα:

«1.   [Υπό] την επιφύλαξη του άρθρου 64, παράγραφος 2, […], κάθε πρόσωπο μπορεί να ορίζει αντιπρόσωπό του ενώπιον των τελωνειακών αρχών για τη διεκπεραίωση των πράξεων και των διατυπώσεων που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία.

2.   Η αντιπροσώπευση μπορεί να είναι:

άμεση, οπότε ο αντιπρόσωπος ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό τρίτου,

ή

έμμεση, οπότε ο αντιπρόσωπος ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό τρίτου.

[...]

4.   Ο αντιπρόσωπος πρέπει να δηλώσει ότι ενεργεί για λογαριασμό του προσώπου που αντιπροσωπεύει, να διευκρινίσει αν πρόκειται για άμεση ή έμμεση αντιπροσώπευση, καθώς και να έχει πληρεξουσιότητα.

Το πρόσωπο που δεν δηλώνει ότι ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ή που δηλώνει ότι ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου χωρίς να έχει πληρεξουσιότητα θεωρείται ότι ενεργεί εξ ιδίου ονόματος και για ίδιο λογαριασμό.

[...]»

9

Το άρθρο 6 του εν λόγω κώδικα ορίζει:

«1.   Όταν ένα πρόσωπο ζητεί από τις τελωνειακές αρχές τη λήψη απόφασης σχετικής με την εφαρμογή της τελωνειακής νομοθεσίας, το πρόσωπο αυτό παρέχει όλα τα στοιχεία και έγγραφα, που είναι αναγκαία στις αρχές αυτές για να αποφανθούν.

2.   Η απόφαση πρέπει να λαμβάνεται και να κοινοποιείται στον αιτούντα το ταχύτερο δυνατό.

Όταν έχει υποβληθεί γραπτή αίτηση για τη λήψη απόφασης, η απόφαση πρέπει να […] κοινοποιείται γραπτώς στον αιτούντα.

[...]»

10

Κατά το γράμμα του άρθρου 10 του ιδίου τελωνειακού κώδικα:

«Οι [διατάξεις του τελωνειακού κώδικα] δεν θίγουν τους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους μία απόφαση δεν παράγει αποτέλεσμα ή παύει να παράγει αποτέλεσμα για λόγους που δεν αφορούν την τελωνειακή νομοθεσία.»

11

Το άρθρο 68 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«Οι τελωνειακές αρχές για να επαληθεύσουν την ακρίβεια των διασαφήσεων που έχουν αποδεχθεί είναι δυνατόν να προβούν:

α)

σε έλεγχο των εγγράφων ο οποίος αφορά τη διασάφηση και τα συνημμένα έγγραφα. Οι τελωνειακές αρχές μπορούν ενδεχομένως να απαιτήσουν από τον διασαφιστή να τους προσκομίσει άλλα έγγραφα για τη διαπίστωση της ακρίβειας των στοιχείων της διασάφησης·

β)

σε εξέταση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, σε δειγματοληψία για ανάλυση και λεπτομερή έλεγχο.»

12

Το άρθρο 73 του εν λόγω κώδικα προβλέπει τα εξής:

«[…] οι τελωνειακές αρχές χορηγούν άδεια παραλαβής των εμπορευμάτων μόλις εξακριβωθούν ή γίνουν αποδεκτά χωρίς επαλήθευση τα στοιχεία της διασάφησης. […]»

13

Το άρθρο 78 του εν λόγω κώδικα, με τίτλο «Εκ των υστέρων έλεγχος των διασαφήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.   Οι τελωνειακές αρχές είναι δυνατόν να επανεξετάσουν τη διασάφηση, αυτεπαγγέλτως ή εφόσον το ζητήσει ο διασαφιστής, μετά τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων.

[...]

3.   Όταν από την επανεξέταση της διασάφησης ή τους εκ των υστέρων ελέγχους προκύπτει ότι οι διατάξεις που διέπουν το σχετικό τελωνειακό καθεστώς έχουν εφαρμοστεί βάσει ανακριβών ή ελλιπών στοιχείων, οι τελωνειακές αρχές, τηρώντας τις διατάξεις που έχουν ενδεχομένως θεσπιστεί, λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που βρίσκονται στη διάθεσή τους.»

Το γερμανικό δίκαιο

14

Η κανονιστική απόφαση περί των επιστροφών κατά την εξαγωγή (Ausfuhrerstattungsverordnung), της 24ης Μαΐου 1996 (BGBl. 1996 I, σ. 766), όπως τροποποιήθηκε με την πρώτη τροποποιητική κανονιστική απόφαση της 27ης Ιουλίου 2000 (BGBl. 1996 I, σ. 1233), προβλέπει στο άρθρο 15, με τίτλο «Αιτών και αίτηση», τα εξής:

«Αίτηση για επιστροφή [...] μπορεί να υποβάλει μόνον όποιος

1.

αναγράφεται [...] στο τετραγωνίδιο 2 της διασάφησης εξαγωγής για λόγους καταβολής επιστροφών ή

2.

έχει υποβάλει τη δήλωση πληρωμής [...]»

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

Υπόθεση C-608/10

15

Με την από 31 Ιανουαρίου 2005 διασάφηση εξαγωγής, η Südzucker δήλωσε στο Hauptzollamt Heilbronn (κεντρικό τελωνείο του Heilbronn), στο οποίο υπέβαλε πιστοποιητικό εξαγωγής που είχε εκδοθεί επ’ ονόματί της, την εξαγωγή ζάχαρης στην Ελβετία. Ως «αποστολέας/εξαγωγέας» αναγράφηκε, στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως αυτής, η August Toepfer & Co. KG (στο εξής: Toepfer). Στην από 26 Απριλίου 2005 αίτησή της για τη χορήγηση επιστροφής, η Südzucker ανέφερε ότι η Toepfer είχε αναγραφεί ακουσίως ως εξαγωγέας στο εν λόγω τετραγωνίδιο εκ παραδρομής και ότι, στην πραγματικότητα, εξαγωγέας του προϊόντος ήταν η ίδια και όχι η Toepfer.

16

Με απόφαση της 30ής Μαΐου 2005, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas απέρριψε την αίτηση της Südzucker για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, με την αιτιολογία ότι η σχετική αίτηση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15 της κανονιστικής αποφάσεως περί των επιστροφών κατά την εξαγωγή, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο παρατίθεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, μπορεί να υποβληθεί μόνον από το πρόσωπο που αναγράφεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής.

17

Μετά από ανεπιτυχή διαδικασία ενστάσεως, η Südzucker άσκησε, στις 28 Αυγούστου 2007, προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου επιδιώκοντας να υποχρεωθεί το Hauptzollamt Hamburg-Jonas να της χορηγήσει την επιστροφή κατά την εξαγωγή σύμφωνα με την αίτησή της της 26ης Απριλίου 2005. Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.

18

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δικαίωμα επιστροφής κατά την εξαγωγή μόνον αν αυτός έχει καταχωριστεί ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της κατατεθείσας στο αρμόδιο τελωνείο (άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999) διασαφήσεως εξαγωγής;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: επιτρέπει το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 3, του τελωνειακού κώδικα την εκ των υστέρων επανεξέταση της διασαφήσεως εξαγωγής, προκειμένου να αλλάξει το όνομα του εξαγωγέα στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής, και υποχρεούνται οι τελωνειακές αρχές, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, να διορθώσουν την κατάσταση και να χορηγήσουν στον εξαγωγέα την επιστροφή κατά την εξαγωγή;

3)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: μπορούν οι τελωνειακές αρχές να διορθώσουν αμέσως την κατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα […], δηλαδή να χορηγηθεί στον εξαγωγέα η επιστροφή κατά την εξαγωγή χωρίς προηγούμενη διόρθωση της διασαφήσεως εξαγωγής;»

Υπόθεση C-10/11

19

Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο 1993, η WEGO εκτελώνισε 956 χαρτοκιβώτια κατεψυγμένου βοείου κρέατος, τα οποία τέθηκαν υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως με σκοπό την εξαγωγή, μεταξύ άλλων, στην Αίγυπτο. Ανταποκρινόμενο στην αίτησή της, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas χορήγησε στην προσφεύγουσα, με αποφάσεις της 26ης Μαρτίου και της 1ης Απριλίου 1993, την προκαταβολή ποσού ύψους 92764,85 γερμανικών μάρκων (DEM), το οποίο αντιστοιχούσε στην επιστροφή κατά την εξαγωγή.

20

Στις 7 Απριλίου 1993, η εταιρία IKS Versmold, με έδρα το Versmold (Γερμανία) δήλωσε, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της WEGO, προς εξαγωγή στο Ιράκ 833 χαρτοκιβώτια κατεψυγμένου βοείου κρέατος, προερχόμενα από τα προαναφερθέντα αποθηκευθέντα προϊόντα, υποβάλλοντας στο Hauptzollamt Bielefeld το αντίγραφο ελέγχου T 5. Στο έντυπο αυτό, η Westfleisch Vieh- und Fleischzentrale Westfalen eG (στο εξής: Westfleisch), εγκατεστημένη στο Münster (Γερμανία), αναγραφόταν ως «αποστολέας/εξαγωγέας». Η Westfleisch ήταν κάτοχος αδείας εξαγωγής, η οποία αφορούσε την εξαγωγή κρέατος στο Ιράκ. Το Hauptzollamt Bielefeld εκτελώνισε τα δηλωθέντα για εκτελωνισμό εμπορεύματα σύμφωνα με την αίτηση. Τα προϊόντα εξήχθησαν στις 8 Απριλίου 1993.

21

Με έγγραφο της 8ης Μαρτίου 1994, απευθυνόμενο στο Hauptzollamt Hamburg-Jonas μέσω του Hauptzollamt Bielefeld, η Westfleisch επισήμανε ότι, κατά τη συμπλήρωση του τετραγωνιδίου 2 του εν λόγω εντύπου, είχε υποπέσει σε σφάλμα και ότι στο εν λόγω τετραγωνίδιο έπρεπε να αναγράφεται η WEGO. Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas δέχθηκε τη διόρθωση αυτή στις 9 Μαρτίου 1994, γεγονός πάντως το οποίο δεν ανακοινώθηκε αμέσως στη WEGO. Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas αποδέσμευσε στις 17 Μαρτίου 1994 τις παρασχεθείσες από τη WEGO εγγυήσεις.

22

Με την από 10 Δεκεμβρίου 1997 απόφαση, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas αξίωσε την απόδοση της επίμαχης επιστροφής κατά την εξαγωγή και, με την από 27 Αυγούστου 2008 απόφαση, απέρριψε την ένσταση της WEGO κατά της εν λόγω αιτήσεως επιστροφής. Έκρινε ότι την επιστροφή κατά την εξαγωγή μπορεί να απαιτήσει μόνον εκείνος ο οποίος έχει καταχωριστεί ονομαστικώς ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής. Η εκ των υστέρων πραγματοποιηθείσα από το Hauptzollamt Bielefeld διόρθωση δεν άλλαξε τίποτε ως προς αυτό, δεδομένου ότι η αρμόδια για τον τομέα των επιστροφών υπηρεσία δεν δεσμεύεται από τη διόρθωση στην οποία προέβη τελωνείο εξαγωγής.

23

Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως, η WEGO άσκησε στις 29 Σεπτεμβρίου 2008 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της αιτήσεως επιστροφής. Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.

24

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Δεσμεύεται το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής Hauptzollamt (κεντρικό τελωνείο) από τη μεταγενέστερη διόρθωση της καταχωρήσεως στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής ή του αντιγράφου ελέγχου T 5, στην οποία προέβη το τελωνείο εξαγωγής;»

Υπόθεση C-23/11

25

Με την από 8 Νοεμβρίου 2001 δήλωση πληρωμής, η Moksel, εκπροσωπούμενη από τη Nordfrost Kühl- und Lagerhaus GmbH & Co. KG (στο εξής: Nordfrost), εγκατεστημένη στη Γερμανία, εκτελώνισε στο Hauptzollamt Itzehoe 546 χαρτοκιβώτια κατεψυγμένου βοείου κρέατος, τα οποία τέθηκαν υπό καθεστώς αποταμιεύσεως με σκοπό την εξαγωγή στη Ρωσία. Ανταποκρινόμενο στην αίτησή της, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas χορήγησε στη Moksel, με απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2002, την προκαταβολή ποσού 9840,95 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην επιστροφή κατά την εξαγωγή.

26

Στις 27 Δεκεμβρίου 2001, η Nordfrost, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της εταιρίας Fleischkontor Moksel GmbH (στο εξής: Moksel-Regensburg), εγκατεστημένης στο Ratisbonne (Γερμανία), δήλωσε στο Hauptzollamt Itzehoe, για εξαγωγή στη Ρωσία, 544 χαρτοκιβώτια κατεψυγμένου βοείου κρέατος. Στο τετραγωνίδιο 40 της διασαφήσεως εξαγωγής, με τίτλο «συνοπτική δήλωση/προηγούμενο έγγραφο», γίνεται αναφορά στην υπαγωγή στο καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως, στην οποία προέβη η Moksel, και, στο τετραγωνίδιο 2 της εν λόγω διασαφήσεως, η Moksel-Regensburg αναγράφεται ως ο εξαγωγέας. Στο τετραγωνίδιο 44 της εν λόγω διασαφήσεως, με τίτλο «ειδικές μνείες/υποβληθέντα δικαιολογητικά/πιστοποιητικά και άδειες», γίνεται μνεία πιστοποιητικού εξαγωγής, δικαιούχος του οποίου είναι η Moksel. Το Hauptzollamt Itzehoe αποδέχθηκε την επίδικη διασάφηση εξαγωγής και τα εμπορεύματα εξήχθησαν στις 12 Ιανουαρίου 2002.

27

Με επιστολή της 1ης Ιουλίου 2002, η Nordfrost απευθύνθηκε στο Hauptzollamt Itzehoe και το ενημέρωσε ότι η μνεία της υπαγωγής στο καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως στο όνομα της Moksel είχε αναγραφεί εκ παραδρομής στη διασάφηση εξαγωγής. Αναφέρεται σ’ αυτήν ότι η εν λόγω είσοδος υπήχθη στο καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως στο όνομα της εταιρίας Moksel και όφειλε να εξέλθει από αυτό κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Στις 4 Ιουλίου 2002, το Hauptzollamt Itzehoe επιβεβαίωσε την εν λόγω «διόρθωση» της διασαφήσεως εξαγωγής και απέστειλε αυθημερόν στο Hauptzollamt Hamburg-Jonas «διορθωτικό σχετικά με διασάφηση εξαγωγής», αναφέροντας μεταξύ άλλων «διορθωτικό: γίνεται παραπομπή στη διορθωτική επιστολή της Nordfrost [...] της 1ης Ιουλίου 2002».

28

Με απόφαση της 6ης Ιανουαρίου 2003, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas ζήτησε την απόδοση της προκαταβληθείσας στη Moksel επιστροφής κατά την εξαγωγή, προσαυξημένης κατά 15 %, συνολικού ποσού 11273,84 ευρώ, με την αιτιολογία ότι η Moksel δεν είχε προσκομίσει απόδειξη, υπό τη μορφή διασαφήσεως εξαγωγής, του γεγονότος ότι τα προϊόντα που είχε θέσει η ίδια υπό καθεστώς τελωνειακής αποταμιεύσεως είχαν εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επίδικη διασάφηση εξαγωγής δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ως απόδειξη της εξαγωγής, διότι αυτή δεν είχε υποβληθεί στο όνομα της Moksel-Regensburg.

29

Κατόπιν ανεπιτυχούς διαδικασίας ενστάσεως, η Moksel άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή. Το Hauptzollamt Hamburg-Jonas ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.

30

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δικαίωμα επιστροφής κατά την εξαγωγή μόνον αν αυτός έχει καταχωριστεί ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της κατατεθείσας στο αρμόδιο τελωνείο (άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999) διασαφήσεως εξαγωγής;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: δεσμεύεται το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κεντρικό τελωνείο από τη μεταγενέστερη διόρθωση της μνείας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής, στην οποία προέβη το τελωνείο εξαγωγής;

3)

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 2: μπορεί η αρμόδια για τη χορήγηση της επιστροφής υπηρεσία, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, να λάβει κατά κυριολεξία τη μνεία στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής και να απορρίψει την αίτηση για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, επισημαίνοντας ότι ο αιτούμενος την επιστροφή κατά την εξαγωγή δεν είναι ο εξαγωγέας των προϊόντων για τα οποία ζητείται η εν λόγω επιστροφή, ή υποχρεούται η αρμόδια για τη χορήγηση της επιστροφής υπηρεσία, αν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της μνείας του εξαγωγέα στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής και του αναφερομένου στο τετραγωνίδιο 40 προηγουμένου εγγράφου και/ή του δικαιούχου του αναφερομένου στο τετραγωνίδιο 44 πιστοποιητικού εξαγωγής, να ζητήσει πληροφορίες από τον αιτούμενο τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή και να διορθώσει ενδεχομένως αυτεπαγγέλτως τη μνεία στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής;»

31

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 2011, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-608/10, C-10/11 και C-23/11 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί των πρώτων ερωτημάτων στις υποθέσεις C-608/10 και C-23/11

32

Με τα πρώτα ερωτήματά του στις υποθέσεις C-608/10 και C-23/11, διατυπωμένα πανομοιότυπα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999 έχει την έννοια ότι ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δικαιούται επιστροφής κατά την εξαγωγή μόνον αν αναγράφεται ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής που έχει υποβληθεί στο αρμόδιο τελωνείο.

33

Για να δοθεί λυσιτελής απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει να διευκρινιστεί, καταρχάς, ποιος επιχειρηματίας πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο «εξαγωγέας» για τους σκοπούς του κανονισμού 800/1999. Ακολούθως, πρέπει να εκτιμηθεί η σημασία του γεγονότος ότι ο προσδιορισθείς κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαγωγέας αναφέρεται ονομαστικώς ή όχι ως «εξαγωγέας» στη διασάφηση εξαγωγής.

34

Όσον αφορά, πρώτον, την έννοια του «εξαγωγέα» κατά τον κανονισμό 800/1999, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του εν λόγω κανονισμού ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα επιστροφής». Κατά πάγια νομολογία, ο ορισμός αυτός, χωρίς καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή (βλ., υπό την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2008, C-98/07, Nordania Finans και BG Factoring, Συλλογή 2008, σ. I-1281, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 800/1999 ορίζει ότι, «στην περίπτωση που πρέπει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιστοποιητικό εξαγωγής με προκαθορισμό της επιστροφής, ο δικαιούχος [...] του πιστοποιητικού έχει δικαίωμα επιστροφής» και ότι ο «εξαγωγέας κατά την τελωνειακή έννοια του όρου μπορεί να διαφέρει από τον εξαγωγέα κατά την έννοια του [κανονισμού 800/1999]».

36

Ως εκ τούτου, η απάντηση στο ερώτημα αν ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ως εξαγωγέας κατά την έννοια του κανονισμού 800/1999 δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι έχει καταχωριστεί ή όχι σε συγκεκριμένο τετραγωνίδιο της διασαφήσεως εξαγωγής. Κατ’ άλλη διατύπωση, το πρόσωπο που δικαιούται επιστροφής κατά την εξαγωγή, δηλαδή, ενδεχομένως, ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής, πρέπει να θεωρείται ότι είναι ο «εξαγωγέας», κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού, ακόμη και αν στο εν λόγω τετραγωνίδιο έχει αναγραφεί το όνομα άλλου προσώπου, όπως φαίνεται να συμβαίνει στις διαφορές των κύριων δικών.

37

Δεύτερον, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 800/1999, ο εξαγωγέας, για να μπορεί να διεκδικήσει την πληρωμή επιστροφής κατά την εξαγωγή, υποχρεούται επίσης να «καταθέσει διασάφηση εξαγωγής στο αρμόδιο τελωνείο του τόπου όπου θα φορτωθούν τα προϊόντα για τη μεταφορά τους προς εξαγωγή». Εξάλλου, το άρθρο 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1291/2000 προβλέπει ρητώς ότι, «[υπό] την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού [...] 800/1999, η τελωνειακή διασαφήνιση πρέπει να γίνεται από τον δικαιούχο ή, ενδεχομένως, από τον εκδοχέα του πιστοποιητικού ή από τον αντιπρόσωπό τους κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του [τελωνειακού κώδικα]».

38

Η διασάφηση εξαγωγής στην οποία, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 800/1999, αναφέρεται ότι θα ζητηθεί επιστροφή πρέπει, επομένως, να υποβάλλεται από τον ίδιο τον εξαγωγέα ή μέσω αντιπροσώπου κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο αντιπρόσωπος υποχρεούται, δυνάμει της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου, να δηλώσει ότι ενεργεί για λογαριασμό του προσώπου που αντιπροσωπεύει.

39

Σκοπός της υποχρεώσεως αυτής είναι, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται ότι οι τελωνειακές αρχές μπορούν να προβαίνουν σε λυσιτελή ανάλυση κινδύνου οσάκις αποφασίζουν, ανά περίπτωση, αν θα διεξαχθεί ή όχι φυσικός έλεγχος των προϊόντων για τα οποία έχει υποβληθεί διασάφηση εξαγωγής. Συγκεκριμένα, η εν λόγω ανάλυση αναφέρεται, δυνάμει του άρθρου 1 του κανονισμού 3122/94, μεταξύ άλλων, στο πρόσωπο του εξαγωγέα. Επομένως, για να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της επίμαχης ρυθμίσεως και για να μην αποτραπεί αυτή η ανάλυση κινδύνου, επιβάλλεται, κατά τον χρόνο της αποδοχής της διασαφήσεως εξαγωγής, οι τελωνειακές αρχές να είναι ενήμερες της πραγματικής ταυτότητας του εξαγωγέα.

40

Εξ αυτού έπεται ότι, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο θʹ, του κανονισμού 800/1999, ο εξαγωγέας πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμος με τη βοήθεια της διασαφήσεως εξαγωγής, υπό την έννοια ότι το όνομά του πρέπει να αναγράφεται στο προβλεπόμενο προς τον σκοπό αυτό τετραγωνίδιο. Αν ο πραγματικός εξαγωγέας δεν αναφέρεται εκεί, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αξιώνει τη χορήγηση της επιστροφής κατά την εξαγωγή.

41

Πρέπει να προστεθεί συναφώς ότι οι τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούνται να εξετάσουν ή να ερμηνεύσουν διασάφηση εξαγωγής προκειμένου να ελέγξουν αν προκύπτει από το σύνολο των περιλαμβανομένων στη συγκεκριμένη διασάφηση στοιχείων, ιδίως από την ταυτότητα του δικαιούχου του πιστοποιητικού εξαγωγής, ότι το καταχωρισθέν στην εν λόγω διασάφηση ως εξαγωγέας πρόσωπο ανεγράφη εκ παραδρομής ως τοιούτος.

42

Πράγματι, από το άρθρο 68 του τελωνειακού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 73, παράγραφος 1, του εν λόγω κώδικα, προκύπτει ότι οι τελωνειακές αρχές δεν υποχρεούνται να ελέγχουν τα περιλαμβανόμενα σε διασάφηση στοιχεία. Επιπλέον, όπως ορθώς τόνισε το Hauptzollamt Hamburg-Jonas, η εξαγωγή προϊόντων για τα οποία χορηγούνται επιστροφές κατά την εξαγωγή λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Επομένως, κατά τον χρόνο που αναλύουν πράγματι τους συνδεόμενους με συγκεκριμένη περίπτωση εξαγωγής κινδύνους, δηλαδή όταν ενημερώνονται για την έναρξη των εργασιών φορτώσεως δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 7, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 800/1999, οι τελωνειακές αρχές, εν γένει, δεν διαθέτουν ακόμη όλα τα έγγραφα του φακέλου και οφείλουν να πραγματοποιούν την ανάλυσή τους κινδύνου σε πολύ σύντομο χρόνο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται να εξετάζουν σε βάθος τα παρατιθέμενα σε διασάφηση εξαγωγής στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθούν, ενδεχομένως, πιθανές αντιφάσεις μεταξύ τους.

43

Επιπλέον, και σε αντίθεση προς τον ισχυρισμό των Südzucker και WEGO κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα άρθρα 5, παράγραφος 7, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 800/1999 και 24, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1291/2000, που σκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των διενεργουμένων από τις τελωνειακές αρχές φυσικών ελέγχων δημιουργούν μόνο «δευτερεύουσες» υποχρεώσεις, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται απλώς κυρώσεις λιγότερο αυστηρές από αυτές που προβλέπονται για τις περιπτώσεις μη τηρήσεως κύριας υποχρεώσεως. Αντιθέτως, κατά πάγια νομολογία, οι έλεγχοι αυτοί είναι αναγκαίοι για την επίτευξη των σκοπών της κανονιστικής ρυθμίσεως της Ένωσης περί επιστροφών κατά την εξαγωγή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2009, C-77/08, Dachsberger και Söhne, Συλλογή 2009, σ. I-2097, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στα πρώτα ερωτήματα των υποθέσεων C-608/10 και C-23/11 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999 έχει την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δικαιούται επιστροφής κατά την εξαγωγή μόνον αν αναγράφεται ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής που έχει κατατεθεί ενώπιον του αρμοδίου τελωνείου.

Επί του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση C-608/10

45

Με το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-608/10, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 3, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι επιτρέπει εκ των υστέρων επανεξέταση της διασαφήσεως εξαγωγής για σκοπούς επιστροφών, προκειμένου να αλλάξει το όνομα του εξαγωγέα στο συναφώς προβλεπόμενο τετραγωνίδιο, και ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, σε επανόρθωση της καταστάσεως και σε χορήγηση της επιστροφής κατά την εξαγωγή στον εξαγωγέα.

46

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι ο κανονισμός 800/1999 δεν περιέχει διάταξη αφορώσα τη δυνατότητα εκ των υστέρων επανεξετάσεως διασαφήσεως εξαγωγής, δηλαδή μετά τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων. Πάντως, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η κατά την έννοια του κανονισμού αυτού εξαγωγή αποτελεί τελωνειακό καθεστώς και ότι, κατ’ ουσίαν, οι γενικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα εφαρμόζονται σε όλες τις διασαφήσεις εξαγωγής οι οποίες αφορούν εμπορεύματα για τα οποία χορηγείται επιστροφή, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-353/04, Nowaco Germany, Συλλογή 2006, σ. I-7357, σκέψεις 45 έως 47). Επομένως, η εφαρμοζόμενη στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης διάταξη είναι το άρθρο 75 του τελωνειακού κώδικα το οποίο αφορά τον εκ των υστέρων έλεγχο των διασαφήσεων.

47

Δεύτερον, ως προς το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής διατάξεως, το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η λογική του συνίσταται στην ευθυγράμμιση της τελωνειακής διαδικασίας προς την πραγματική κατάσταση (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, C-430/08 και C-431/08, Terex Equipment κ.λπ., Συλλογή 2010, σ. I-321, σκέψη 56). Επιπλέον, η εν λόγω διάταξη δεν διακρίνει μεταξύ των σφαλμάτων ή των παραλείψεων που θα μπορούσαν να διορθωθούν και άλλων που δεν θα μπορούσαν να διορθωθούν (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2005, C-468/03, Overland Footwear, Συλλογή 2005, σ. I-8937, σκέψη 63). Συνεπώς, το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα επιτρέπει, κατ’ αρχήν, την επανεξέταση διασαφήσεως εξαγωγής προκειμένου να διορθωθεί το όνομα του εξαγωγέα που αναφέρεται στο τετραγωνίδιο 2 αυτής.

48

Ως προς το ζήτημα αν οι τελωνειακές αρχές όχι απλώς νομιμοποιούνται να επανορθώσουν την κατάσταση και να χορηγήσουν στον εξαγωγέα την αιτηθείσα επιστροφή κατά την εξαγωγή αλλά και υποχρεούνται να το πράξουν, το Δικαστήριο έχει ήδη επισημάνει ότι, οσάκις το πρόσωπο το οποίο προέβη στη διασάφηση ζητεί επανεξέταση της διασαφήσεώς του, το αίτημά του πρέπει να εξεταστεί από τις εν λόγω αρχές, τουλάχιστον, ως προς το αν πρέπει ή όχι να διενεργηθεί η εν λόγω επανεξέταση, και ότι η αιτούμενη διενέργεια επανεξετάσεως εξαρτάται, επομένως, από την εκ μέρους των τελωνειακών αρχών εκτίμηση τόσον της κατ’ αρχήν διενέργειας όσον και του αποτελέσματός της (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Terex Equipment κ.λπ., σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Οι εν λόγω αρχές διαθέτουν, επομένως, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως.

49

Το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι οι τελωνειακές αρχές, στο πλαίσιο της πρώτης αυτής εκτιμήσεως, λαμβάνουν ιδίως υπόψη τη δυνατότητα να ελεγχθεί το περιεχόμενο της προς επανεξέταση διασαφήσεως και της αιτήσεως επανεξετάσεως. Αν η επανεξέταση παρίσταται κατ’ αρχήν δυνατή, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν είτε να απορρίψουν την αίτηση του διασαφιστή με αιτιολογημένη απόφαση είτε να προβούν στη ζητούμενη επανεξέταση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Terex Equipment κ.λπ., σκέψεις 59 και 60 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50

Πρέπει εντούτοις να προστεθεί συναφώς ότι μόνον το γεγονός ότι τα εμπορεύματα, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως περί επανεξετάσεως της διασαφήσεως εξαγωγής, έχουν ήδη εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης και ότι, επομένως, ο φυσικός έλεγχος των εν λόγω εμπορευμάτων πριν από την εξαγωγή τους κατέστη αδύνατος δεν επιτρέπει να συναχθεί ότι η επανεξέταση της επίδικης διασαφήσεως δεν είναι δυνατή. Πράγματι, είναι μεν κατ’ αρχήν απαραίτητο, για την επίτευξη των σκοπών της νομοθεσίας της Ένωσης περί επιστροφών κατά την εξαγωγή, να πραγματοποιούνται φυσικοί έλεγχοι σε τμήμα των εμπορευμάτων που εξάγονται εκτός της Ένωσης, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, όμως η απουσία αυτού του ελέγχου σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της περιπτώσεως αυτής, τη δυνατότητα εκπληρώσεως, παρά ταύτα, των εν λόγω στόχων.

51

Το Δικαστήριο έχει κρίνει υπό την έννοια αυτή ότι, αν από την επανεξέταση προκύπτει ότι δεν απειλήθηκαν οι στόχοι του οικείου τελωνειακού καθεστώτος, ιδίως καθόσον τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτού του τελωνειακού καθεστώτος εξήχθησαν πράγματι, πράγμα το οποίο απόκειται στον αιτούντα να αποδείξει, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 78, παράγραφος 3, του τελωνειακού κώδικα, να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους, ακόμη και αν το πρόσωπο το οποίο προέβη στη διασάφηση με τη συμπεριφορά του, επηρέασε αρνητικά, κατά τρόπο άμεσο, τη δυνατότητα των τελωνειακών αρχών να διενεργήσουν τους ελέγχους (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, προπαρατεθείσα Terex Equipment κ.λπ., σκέψεις 46 και 62).

52

Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα, στο πλαίσιο της υποθέσεως C-608/10, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 3, του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι επιτρέπει εκ των υστέρων επανεξέταση της διασαφήσεως εξαγωγής για σκοπούς επιστροφών, προκειμένου να αλλάξει το όνομα του εξαγωγέα που περιλαμβάνεται στο προβλεπόμενο προς τον σκοπό αυτό τετραγωνίδιο, και ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται:

να εξετάσουν, πρώτον, αν επανεξέταση της εν λόγω διασαφήσεως πρέπει να θεωρείται δυνατή καθόσον, μεταξύ άλλων, δεν απειλήθηκαν οι σκοποί της νομοθεσίας της Ένωσης περί επιστροφών κατά την εξαγωγή και τα επίδικα εμπορεύματα πράγματι εξήχθησαν, πράγμα το οποίο απόκειται στον αιτούντα να αποδείξει, καθώς και

να λάβουν, δεύτερον και ενδεχομένως, τα απαιτούμενα μέτρα για να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους.

Επί του τρίτου ερωτήματος στην υπόθεση C-608/10

53

Με το τρίτο ερώτημά του στην υπόθεση C-608/10, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999 καθώς και η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχουν την έννοια ότι οι τελωνειακές αρχές, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δεν έχει αναγραφεί ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής, μπορούν να χορηγήσουν στον εν λόγω δικαιούχο την επιστροφή κατά την εξαγωγή χωρίς προηγούμενη διόρθωση της διασαφήσεως εξαγωγής.

54

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι ο εξαγωγέας, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να αξιώσει τη χορήγηση της επιστροφής κατά την εξαγωγή αν ο ίδιος δεν καταχωρίζεται στο κατάλληλο τετραγωνίδιο της διασαφήσεως εξαγωγής. Πάντως, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμόδιες αρχές έχουν την εξουσία να διορθώσουν, ακόμη και μετά τη χορήγηση της αδείας παραλαβής των εμπορευμάτων, διασάφηση εξαγωγής όσον αφορά το πρόσωπο του εξαγωγέα σε περίπτωση που φαίνεται, ιδίως, ότι δεν έχουν απειληθεί οι σκοποί της νομοθεσίας της Ένωσης περί επιστροφών κατά την εξαγωγή.

55

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τόνισε ορθώς ότι είναι αναγκαίο η άσκηση της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως από τις τελωνειακές αρχές να καταλήγει πράγματι σε διορθωτικό της διασαφήσεως εξαγωγής. Αυτή η ρητή διόρθωση επιβάλλεται ώστε να διασφαλίζεται η διαφανής και νομότυπη διεξαγωγή της τελωνειακής διαδικασίας. Επιπλέον, το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, τουλάχιστον εμμέσως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-54/95, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-35, σκέψη 77, και διάταξη της 30ής Απριλίου 2004, C-446/02, Gouralnik, Συλλογή 2004, σ. I-5841, σκέψη 36).

56

Επομένως, στο τρίτο ερώτημα, στο πλαίσιο της υποθέσεως C-608/10, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999 καθώς και η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως, κατά την οποία ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δεν αναγράφεται ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να χορηγήσουν στον εν λόγω δικαιούχο την επιστροφή κατά την εξαγωγή χωρίς προηγούμενη διόρθωση της διασαφήσεως εξαγωγής.

Επί του μοναδικού ερωτήματος στην υπόθεση C-10/11 και επί του δευτέρου ερωτήματος στην υπόθεση C-23/11

57

Με το μοναδικό ερώτημά του στην υπόθεση C-10/11 και το δεύτερο ερώτημά του στην υπόθεση C-23/11, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχει την έννοια ότι το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεσμεύεται από τυχόν πραγματοποιηθείσα εκ των υστέρων από το τελωνείο εξαγωγής διόρθωση της μνείας που περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως ή του εντύπου ελέγχου Τ 5.

58

Όπως προκύπτει από τις περί παραπομπής αποφάσεις, αυτό που αμφισβητείται στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών είναι ιδίως το αν οι οικείες διορθωτικές αποφάσεις κοινοποιήθηκαν εγκύρως στους διαδίκους. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο θέτει το ερώτημα αν οι εν λόγω διορθώσεις συνιστούν «αποφάσεις» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 5, του τελωνειακού κώδικα, οι οποίες μπορούν να δεσμεύσουν το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή κεντρικό τελωνείο.

59

Διαπιστώνεται συναφώς ότι ούτε ο κανονισμός 800/1999 ή, όσον αφορά την υπόθεση C-10/11, ο προγενέστερος, ήτοι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 351, σ. 1), ούτε ο τελωνειακός κώδικας περιέχουν εξαντλητική ρύθμιση όσον αφορά τις ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί μια απόφαση για να μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα.

60

Όσον αφορά τον τελωνειακό κώδικα, αυτός ορίζει την έννοια της «αποφάσεως» στο άρθρο 4, σημείο 5, ως «κάθε διοικητική πράξη [εμπίπτουσα] στην τελωνειακή νομοθεσία, η οποία λαμβάνεται από τελωνειακή αρχή, ρυθμίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση και παράγει έννομα αποτελέσματα για ένα ή περισσότερα καθορισμένα ή δυνάμενα να καθοριστούν πρόσωπα». Τύποις, το άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κώδικα προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η απόφαση πρέπει να ανακοινώνεται γραπτώς στον αιτούντα αν, όπως στις υποθέσεις της κύριας δίκης, η αίτηση για τη λήψη αποφάσεως έχει υποβληθεί γραπτώς.

61

Πάντως, το άρθρο 6, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα δεν ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της γνωστοποιήσεως ή, ειδικότερα, αυτές της διαβιβάσεως της γραπτής αποφάσεως στον αιτούντα ούτε, ιδίως, το ζήτημα κατά πόσον απόφαση η οποία δεν γνωστοποιήθηκε στον αιτούντα νομοτύπως δεν παράγει, ως εκ τούτου, έννομα αποτελέσματα.

62

Εξάλλου, το άρθρο 10 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει ρητώς ότι οι διατάξεις του εν λόγω κώδικα που αφορούν την ακύρωση, την ανάκληση ή την τροποποίηση των αποφάσεων που ευνοούν τον ενδιαφερόμενο «δεν θίγουν τους εθνικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους μία απόφαση δεν παράγει αποτέλεσμα ή παύει να παράγει αποτέλεσμα για λόγους που δεν αφορούν την τελωνειακή νομοθεσία». Κατά συνέπεια, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, τα τελευταία είναι αρμόδια για τη ρύθμιση αυτών των πτυχών της διαδικασίας. Εντούτοις, πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εν λόγω κανόνες να μην είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που ρυθμίζουν παρεμφερείς καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν στην πράξη αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. κατ’ αυτή την έννοια, μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, C-1/06, Bonn Fleisch, Συλλογή 2007, σ. I-5609, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63

Σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, κατά την οποία οι διορθωτικές αποφάσεις δεν έχουν γνωστοποιηθεί, εν πάση περιπτώσει όχι απευθείας, στους αιτούντες, το ερώτημα αν οι εν λόγω αποφάσεις συνιστούν ή όχι «αποφάσεις» κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 5, του τελωνειακού κώδικα, παράγουσες έννομα αποτελέσματα, εμπίπτει επομένως στο εθνικό δίκαιο. Η εκτίμηση αυτή απόκειται, ως εκ τούτου, στο αιτούν δικαστήριο.

64

Μόνον αν αποδειχθεί ότι οι διορθωτικές αποφάσεις ελήφθησαν εγκύρως και παράγουν έννομα αποτελέσματα, πέραν της δυνατότητας των ενδιαφερομένων να ασκήσουν προσφυγή κατά των αποφάσεων αυτών, τίθεται το ερώτημα αν αυτές δεσμεύουν το αρμόδιο για την πληρωμή επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο.

65

Πάντως, από τις αποφάσεις περί παραπομπής στις υποθέσεις C-10/11 και C-23/11 προκύπτει ότι οι συναφώς διατυπωθείσες από το εθνικό δικαστήριο αμφιβολίες αφορούν μόνο την περίπτωση κατά την οποία οι διορθωτικές αποφάσεις που ελήφθησαν από τα τελωνεία εξαγωγής πάσχουν από ιδιαίτερα σοβαρό και πρόδηλο ελάττωμα, ενώ, ελλείψει αυτού του ελαττώματος, το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή κεντρικό τελωνείο δεσμεύεται από τις αποφάσεις αυτές.

66

Όμως, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα στο πλαίσιο της υποθέσεως C-608/10, σε περιπτώσεις όπως αυτές της κύριων δικών, τα τελωνεία εξαγωγής μπορούν, κατ’ αρχήν, να εφαρμόζουν το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 3, του τελωνειακού κώδικα και να ελέγχουν διασάφηση εξαγωγής για να διορθώσουν το όνομα του εξαγωγέα που αναγράφεται σ’ αυτήν. Οι εκτιμήσεις που οδήγησαν στη συγκεκριμένη απάντηση μπορούν εξάλλου να εφαρμοστούν στον έλεγχο και τη διόρθωση ενός αντιγράφου ελέγχου T 5 όταν αυτό, όπως συμβαίνει στην υπόθεση C-10/11, χρησιμοποιείται ως διασάφηση εξαγωγής με σκοπό τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή. Επομένως, στις οικείες διορθωτικές αποφάσεις δεν φαίνεται να έχει εμφιλοχωρήσει, υπό το πρίσμα αυτό, πλάνη, και μάλιστα σοβαρή και πρόδηλη πλάνη.

67

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο μοναδικό ερώτημα της υποθέσεως C-10/11 και στο δεύτερο ερώτημα της υποθέσεως C-23/11 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περιπτώσεις όπως αυτές των εν λόγω υποθέσεων, η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχει την έννοια ότι το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεσμεύεται από τυχόν πραγματοποιηθείσα εκ των υστέρων από το τελωνείο εξαγωγής διόρθωση της μνείας που περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής ή, ενδεχομένως, του αντιγράφου ελέγχου Τ 5 αν η διορθωτική απόφαση πληροί όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις «αποφάσεως» που προβλέπονται τόσο από το άρθρο 4, σημείο 5, του τελωνειακού κώδικα όσο και από τις συναφείς διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών.

Επί του τρίτου ερωτήματος στο πλαίσιο της υποθέσεως C-23/11

68

Με το τρίτο ερώτημά του, στο πλαίσιο της υποθέσεως C-23/11, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999 καθώς και η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δικαιούται, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, και αν δεν δεσμεύεται, κατά το εθνικό δίκαιο, από τη διενεργηθείσα από το τελωνείο εξαγωγής διόρθωση, να λαμβάνει κατά κυριολεξία τη μνεία που περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 αυτής της διασαφήσεως εξαγωγής και να απορρίπτει την αίτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή για τον λόγο ότι ο αιτών δεν είναι ο εξαγωγέας των προϊόντων που αφορά η εν λόγω αίτηση. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ακόμη αν το ίδιο τελωνείο υποχρεούται, οσάκις υφίσταται αντίφαση μεταξύ της ονομασίας του εξαγωγέα στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής και του προγενέστερου εγγράφου όπου γίνεται αναφορά στο τετραγωνίδιο 40 της εν λόγω διασαφήσεως, και/ή του δικαιούχου του πιστοποιητικού εξαγωγής που αναφέρεται στο τετραγωνίδιο 44 της εν λόγω διασαφήσεως, να ζητήσει εξηγήσεις από τον αιτούντα την επιστροφή ως προς το σημείο αυτό. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, ενδεχομένως, το εν λόγω τελωνείο οφείλει να διορθώσει αυτεπαγγέλτως τη μνεία που περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής.

69

Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς, όπως αναφέρεται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, ότι, στις υποθέσεις των κύριων δικών, το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεν δεσμεύεται από τις πραγματοποιηθείσες από τα τελωνεία εξαγωγής διορθώσεις μόνον αν αυτές δεν αποτελούν έγκυρες αποφάσεις, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

70

Πάντως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι τελωνειακές αρχές δεν απάντησαν στην αίτηση διορθώσεως που υπέβαλε η Moksel. Εντούτοις, από το άρθρο 6, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, καθώς και από τη σκέψη 50 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Overland Footwear, προκύπτει ότι οι αρχές αυτές υποχρεούνται είτε να απορρίψουν αυτή την αίτηση με αιτιολογημένη απόφαση είτε να προβούν στη ζητουμένη διόρθωση «το συντομότερο δυνατόν».

71

Στο πλαίσιο αυτό, όπως προκύπτει από τη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως, οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν αν έχουν απειληθεί οι σκοποί της νομοθεσίας της Ένωσης στον τομέα των επιστροφών κατά την εξαγωγή και αν τα οικεία εμπορεύματα έχουν πράγματι εξαχθεί, καθώς και, αφετέρου, να λαμβάνουν, ενδεχομένως, τα απαραίτητα μέτρα για την επανόρθωση της καταστάσεως λαμβάνοντας υπόψη τα νέα στοιχεία που διαθέτουν.

72

Κατά συνέπεια, το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο, σε μια περίπτωση όπως αυτή της διαφοράς της κύριας δίκης, και αν δεν δεσμεύεται από την διενεργηθείσα από το τελωνείο εξαγωγής διόρθωση, μπορεί να λάβει κατά κυριολεξία την ενδεχομένως διορθωθείσα μνεία, η οποία περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής, μόνον εφόσον έχει ληφθεί απόφαση, νομοτύπως, επί της αιτήσεως διορθώσεως που υπέβαλε η Moksel.

73

Τέλος, ως προς το ερώτημα ποια τελωνειακή αρχή είναι αρμόδια στη συγκεκριμένη περίπτωση για να αποφανθεί επί της αιτήσεως διορθώσεως που υπέβαλε η Moksel, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το ερώτημα αυτό διέπεται αποκλειστικώς από το εθνικό δίκαιο.

74

Επομένως, εν προκειμένω, αν το Hauptzollamt Hamburg-Jonas δικαιούται, δυνάμει του γερμανικού δικαίου, να ελέγξει τη διασάφηση εξαγωγής και, ενδεχομένως, να την διορθώσει, πρέπει πράγματι να αποφανθεί συναφώς, λαμβάνοντας υπόψη τις εκτιμήσεις που εξετέθησαν στις σκέψεις 45 έως 52 της παρούσας αποφάσεως, και να κοινοποιήσει την απόφασή του, γραπτώς, στο πρόσωπο το οποίο προέβη στη διασάφηση το συντομότερο δυνατό.

75

Αν, αντιθέτως, το Hauptzollamt Hamburg-Jonas δεν είναι αρμόδιο για να προβεί στον έλεγχο αυτό, υποχρεούται να τον διενεργήσει το τελωνείο εξαγωγής. Το ερώτημα αν η τελευταία αυτή τελωνειακή αρχή δεσμεύεται από τη δική της προηγούμενη συμπεριφορά, ήτοι από τη διόρθωση του ονόματος του εξαγωγέα στην οποία αυτή προέβη, και η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο αποφάσεως κοινοποιηθείσας γραπτώς, διέπεται από το γερμανικό εσωτερικό δίκαιο.

76

Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στο τρίτο ερώτημα της υποθέσεως C-23/11 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999 καθώς και η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεν δικαιούται, σε περίπτωση όπως αυτή της υπό κρίση υποθέσεως και σε περίπτωση που δεν δεσμεύεται, κατά το εθνικό δίκαιο, από διόρθωση στην οποία προέβη το τελωνείο εξαγωγής, να λάβει κατά κυριολεξία τη μνεία που περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής και να απορρίψει την αίτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή για τον λόγο ότι ο αιτών δεν είναι ο εξαγωγέας των προϊόντων που αφορά η εν λόγω αίτηση. Αντιθέτως, σε περίπτωση που το αρμόδιο τελωνείο δεχθεί την αίτηση διορθώσεως και διορθώσει εγκύρως το όνομα του εξαγωγέα, το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεσμεύεται από την απόφαση αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

77

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 90/2001 της Επιτροπής, της 17ης Ιανουαρίου 2001, έχει την έννοια ότι, κατ’ αρχήν, ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δικαιούται επιστροφής κατά την εξαγωγή μόνον αν αναγράφεται ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής που έχει κατατεθεί ενώπιον του αρμοδίου τελωνείου.

 

2)

Το άρθρο 78, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, έχει την έννοια ότι επιτρέπει εκ των υστέρων επανεξέταση της διασαφήσεως εξαγωγής για σκοπούς επιστροφών, προκειμένου να αλλάξει το όνομα του εξαγωγέα που περιλαμβάνεται στο προβλεπόμενο προς τον σκοπό αυτό τετραγωνίδιο, και ότι οι τελωνειακές αρχές υποχρεούνται:

να εξετάσουν, πρώτον, αν επανεξέταση της εν λόγω διασαφήσεως πρέπει να θεωρείται δυνατή καθόσον, μεταξύ άλλων, δεν απειλήθηκαν οι σκοποί της νομοθεσίας της Ένωσης περί επιστροφών κατά την εξαγωγή και τα επίδικα εμπορεύματα πράγματι εξήχθησαν, πράγμα το οποίο απόκειται στον αιτούντα να αποδείξει, καθώς και

να λάβουν, δεύτερον και ενδεχομένως, τα απαιτούμενα μέτρα και να επανορθώσουν την κατάσταση λαμβάνοντας υπόψη τους τα νέα στοιχεία που έχουν στη διάθεσή τους.

 

3)

Το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 90/2001, καθώς και η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως C-608/10, κατά την οποία ο δικαιούχος πιστοποιητικού εξαγωγής δεν αναγράφεται ως εξαγωγέας στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής, οι τελωνειακές αρχές δεν μπορούν να χορηγήσουν στον εν λόγω δικαιούχο την επιστροφή κατά την εξαγωγή χωρίς προηγούμενη διόρθωση της διασαφήσεως εξαγωγής.

 

4)

Σε περιπτώσεις όπως αυτές των υποθέσεων C-10/11 και C-23/11, η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχει την έννοια ότι το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεσμεύεται από τυχόν πραγματοποιηθείσα εκ των υστέρων από το τελωνείο εξαγωγής διόρθωση της μνείας που περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής ή, ενδεχομένως, του αντιγράφου ελέγχου Τ 5 αν η διορθωτική απόφαση πληροί όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις «αποφάσεως» που προβλέπονται τόσο από το άρθρο 4, σημείο 5, του τελωνειακού κώδικα όσο και από τις συναφείς διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις πληρούνται στο πλαίσιο των διαφορών των κύριων δικών.

 

5)

Το άρθρο 5, παράγραφος 7, του κανονισμού 800/1999, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 90/2001, καθώς και η τελωνειακή νομοθεσία της Ένωσης έχουν την έννοια ότι το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεν δικαιούται, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως C-23/11 και σε περίπτωση που δεν δεσμεύεται, κατά το εθνικό δίκαιο, από διόρθωση στην οποία προέβη το τελωνείο εξαγωγής, να λάβει κατά κυριολεξία τη μνεία η οποία περιλαμβάνεται στο τετραγωνίδιο 2 της διασαφήσεως εξαγωγής και να απορρίψει την αίτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή για τον λόγο ότι ο αιτών δεν είναι ο εξαγωγέας των προϊόντων που αφορά η εν λόγω αίτηση. Αντιθέτως, σε περίπτωση που το αρμόδιο τελωνείο δεχθεί την αίτηση διορθώσεως και διορθώσει εγκύρως το όνομα του εξαγωγέα, το αρμόδιο για την πληρωμή της επιστροφής κατά την εξαγωγή τελωνείο δεσμεύεται από την απόφαση αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω