Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62010CJ0347

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17ης Ιανουαρίου 2012.
A. Salemink κατά Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen.
Αίτηση του Rechtbank Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Εργαζόμενος απασχολούμενος σε εξέδρα αντλήσεως φυσικού αερίου επί της παρακείμενης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας — Υποχρεωτική ασφάλιση — Άρνηση καταβολής επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία.
Υπόθεση C-347/10.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2012:17

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 17ης Ιανουαρίου 2012 ( *1 )

«Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 — Εργαζόμενος απασχολούμενος σε εξέδρα αντλήσεως φυσικού αερίου επί της παρακείμενης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας — Υποχρεωτική ασφάλιση — Άρνηση καταβολής επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία»

Στην υπόθεση C-347/10,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rechtbank Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 5ης Ιουλίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 8 Ιουλίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

A. Salemink

κατά

Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους B. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, J. N. Cunha Rodrigues, K. Lenaerts και J.-C. Bonichot, προέδρους τμήματος, R. Silva de Lapuerta, K. Schiemann (εισηγητή), E. Juhász, Γ. Αρέστη, D. Šváby και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουνίου 2011,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Α. Salemink, εκπροσωπούμενος από τον R.E. Zalm, jurist,

το Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen, εκπροσωπούμενο από την I. Eijkhout,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις C. M. Wissels και M. Noort,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Βώδινα και E.-M. Μαμούνα, καθώς και από τον Γ. Καριψιάδη,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την B. Plaza Cruz, στη συνέχεια δε, από την S. Centeno Huerta,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και V. Kreuschitz,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 39 ΕΚ και 299 ΕΚ, καθώς και των τίτλων Ι και ΙΙ του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 1606/98, του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73, στο εξής: κανονισμός 1408/71).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του ολλανδικής ιθαγενείας Α. Salemink, ο οποίος εργάστηκε σε εξέδρα αντλήσεως φυσικού αερίου επί της παρακείμενης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας και διαμένει στην Ισπανία, και του Raad van bestuur van het Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος διαχειρίσεως των ασφαλειών για μισθωτούς), λόγω της αρνήσεως του τελευταίου να του χορηγήσει επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία.

Το νομικό πλαίσιο

Το διεθνές δίκαιο

3

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, η οποία υπογράφηκε στο Montego Bay (Ιαμαϊκή) στις 10 Δεκεμβρίου 1982, τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994, επικυρώθηκε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών στις 28 Ιουνίου 1996 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 98/392/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 1998 (ΕΕ L 179, σ. 1, στο εξής: σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας), ορίζει στο άρθρο 60 αυτής, τιτλοφορούμενο «Τεχνητές νήσοι, εγκαταστάσεις και [κατασκευές] εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης»:

«1.   Εντός της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης, το παράκτιο κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να κατασκευάζει, να επιτρέπει και να ρυθμίζει την κατασκευή, τη λειτουργία και τη χρησιμοποίηση:

α)

τεχνητών νήσων·

β)

εγκαταστάσεων και [κατασκευών] για τους σκοπούς που προβλέπονται στο άρθρο 56 ή για άλλους οικονομικούς σκοπούς·

γ)

εγκαταστάσεων και [κατασκευών] δυναμένων να παρεμποδίσουν την άσκηση των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους στη ζώνη.

2.   Το παράκτιο κράτος έχει αποκλειστική δικαιοδοσία [επί των εν λόγω τεχνητών νήσων, εγκαταστάσεων και κατασκευών], περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας που αναφέρεται στους τελωνειακούς, δημοσιονομικούς, υγειονομικούς, ασφαλείας και μεταναστευτικούς νόμους και κανονισμούς.

[…]»

4

Το άρθρο 77 της συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, τιτλοφορούμενο «Δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας», προβλέπει:

«1.   Το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας του προς τον σκοπό της εξερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων αυτής.

2.   Τα κατά την παράγραφο 1 δικαιώματα είναι αποκλειστικά υπό την έννοια ότι, αν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους, κανείς δεν μπορεί να αναλάβει τις δραστηριότητες αυτές χωρίς ρητή συναίνεση του παράκτιου κράτους.

3.   Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας δεν εξαρτώνται από την πραγματική ή ιδεατή κατοχή ή από οποιαδήποτε ρητή διακήρυξη.

[…]»

5

Δυνάμει του άρθρου 80 της ιδίας συμβάσεως, τιτλοφορούμενου «Τεχνητές νήσοι, εγκαταστάσεις και [κατασκευές] επί της υφαλοκρηπίδας»:

«Το άρθρο 60 ισχύει, mutatis mutandis, και για τις τεχνητές νήσους, εγκαταστάσεις και [κατασκευές] επί της υφαλοκρηπίδας.»

Η κανονιστική ρύθμιση της Ενώσεως

6

Το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, τιτλοφορούμενο «Γενικοί κανόνες», προβλέπει:

«1.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

2.   Υπό την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α)

το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[…]».

Η εθνική κανονιστική ρύθμιση

7

Δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου περί παροχών ασθενείας (Ziektewet, στο εξής: ZW):

«1.   Ως “μισθωτός εργαζόμενος” νοείται το φυσικό πρόσωπο ηλικίας κάτω των 65 ετών το οποίο απασχολείται σε θέση εργασίας ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου.

2.   Όποιος ασκεί την εργασία του εκτός των Κάτω Χώρων δεν θεωρείται ως μισθωτός εργαζόμενος, εκτός και αν κατοικεί στις Κάτω Χώρες και ο εργοδότης του επίσης κατοικεί ή είναι εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες.»

8

Ο νόμος περί εργασίας και εισοδήματος αναλόγως της ικανότητας προς εργασία (Wet werk en inkomen naar arbeidsvermogen, στο εξής: WIA), ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2006, διευκρινίζει στο άρθρο του 7, παράγραφος 1, ότι «ο μισθωτός εργαζόμενος ασφαλίζεται υποχρεωτικώς».

9

Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του WIA, «για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, λογίζεται ως μισθωτός εργαζόμενος ο κατά την έννοια του [ZW] μισθωτός εργαζόμενος, εξαιρουμένου του εργαζομένου, το καθεστώς του οποίου διέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο g, του ανωτέρω νόμου».

10

Όπως προκύπτει από το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, του WIA, προβλέπεται η δυνατότητα προαιρετικής ασφαλίσεως στην περίπτωση προσώπου κάτω των 65 ετών το οποίο δεν θεωρείται ως μισθωτός εργαζόμενος κατά το άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 5, του ZW και του οποίου έχει λήξει η υποχρεωτική ασφάλιση, ο οποίος διαμένει εκτός των Κάτω Χωρών και ο οποίος, ευθύς μετά τη λήξη της υποχρεωτικής ασφαλίσεώς του, συνδέεται με σύμβαση εργασίας μέγιστης διάρκειας πέντε ετών με εργοδότη διαμένοντα ή έχοντα την έδρα του στις Κάτω Χώρες.

11

Δυνάμει του άρθρου 47, παράγραφος 1, του WIA, ο ασφαλισμένος ο οποίος ασθενεί έχει δικαίωμα λήψεως του επιδόματος λόγω αδυναμίας προς εργασία αν έχει λήξει η προθεσμία αναμονής, η ανικανότητα προς εργασία είναι ολική και μακράς διαρκείας και ουδείς λόγος αποκλεισμού του ισχύει στην περίπτωσή του.

12

Δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου περί της εργασίας στις βιομηχανίες αντλήσεως στη Βόρεια Θάλασσα (Wet arbeid mijnbouw Noordzee):

«1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται επί των εργαζομένων οι οποίοι δεν είναι ασφαλισμένοι δυνάμει του [ZW] ούτε βάσει άλλου αντίστοιχου νομικού συστήματος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και η σύμβαση εργασίας των οποίων διέπεται από την ολλανδική νομοθεσία περί συμβάσεων εργασίας, τουλάχιστον καθό μέρος πρόκειται για τις δεσμευτικές διατάξεις της.

2.   Ο εργαζόμενος ο οποίος, λόγω ασθενείας, δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη συμπεφωνημένη εργασία έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 629, παράγραφος 1, του βιβλίου 7 του Αστικού Κώδικα αμοιβής επί 104 εβδομάδες, έστω και αν η σύμβαση εργασίας του έληξε κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου.»

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

13

Ο ολλανδικής ιθαγενείας Α. Salemink εργάστηκε από το 1996 ως νοσοκόμος και ειδικότερα ως νοσοκόμος ακτινολογικού εργαστηρίου επί εξέδρας παραγωγής της εταιρίας Nederlandse Aardolie Maatschappij. Η επίδικη εξέδρα κείται εκτός της ολλανδικής αιγιαλίτιδας ζώνης, επί της παρακειμένης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας και σε απόσταση 80 περίπου χμ. από την ολλανδική ακτή.

14

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, ο Α. Salemink μετέφερε την κατοικία του στην Ισπανία.

15

Πριν από την αναχώρησή του για την Ισπανία, ο Α. Salemink ήταν ασφαλισμένος υποχρεωτικώς δυνάμει του ZW, το άρθρο 3, παράγραφος 2, του οποίου προβλέπει ότι όποιος ασκεί την εργασία του εκτός των Κάτω Χώρων δεν θεωρείται ως μισθωτός εργαζόμενος, εκτός και αν κατοικεί στις Κάτω Χώρες και ο εργοδότης του επίσης κατοικεί ή είναι εγκατεστημένος στο εν λόγω κράτος μέλος.

16

Από της μετοικήσεώς του στην Ισπανία, ο Α. Salemink έπαυσε να πληροί την προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 3, παράγραφος 2, προϋπόθεση κατοικίας, οπότε και έπαυσε να είναι ασφαλισμένος υποχρεωτικώς, ιδίως κατά της ανικανότητας προς εργασία.

17

Από τις 4 Οκτωβρίου 2004, ο Α. Salemink καλυπτόταν από προαιρετική ασφάλιση, η οποία, πάντως, έληξε στη συνέχεια λόγω μη καταβολής των εισφορών. Οι μεταγενέστερες απόπειρες του Α. Salemink κατά τη διάρκεια του έτους 2006 να υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση απέτυχαν λόγω του εκπροθέσμου των προς τούτο ενεργειών του.

18

Γνωστοποιώντας στις 24 Οκτωβρίου 2006 την κατάστασή του ως ασθενούς, ο Α. Salemink ζήτησε στις 11 Σεπτεμβρίου 2007 επίδομα λόγω ανικανότητας προς εργασία δυνάμει του WIA, από τις 24 Οκτωβρίου 2008.

19

Το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε από το Uitvoeringsinstituut werknemersverzekeringen (Ίδρυμα διαχειρίσεως των ασφαλίσεων για μισθωτούς, στο εξής: UWV) με το αιτιολογικό ότι ο Α. Salemink δεν ήταν ασφαλισμένος υποχρεωτικώς κατά την ημερομηνία εμφανίσεως της ανικανότητάς του προς εργασία, ήτοι στις 24 Οκτωβρίου 2006. Το UWV θεώρησε ότι, δεδομένου ότι ο Α. Salemink κατοικούσε από τις 10 Σεπτεμβρίου 2004 εκτός των Κάτω Χωρών, δεν ήταν πλέον ασφαλισμένος υποχρεωτικώς από την ως άνω ημερομηνία.

20

Ενώπιον του Rechtbank Amsterdam, ο Α. Salemink υποστήριξε ότι νομιμοποιούνταν να τύχει επιδόματος ανικανότητας προς εργασία με βάση τον κανονισμό 1408/71, ο οποίος, κατά την άποψή του, εφαρμόζεται επί της παρακείμενης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας, η οποία θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αποτελούσα τμήμα του ολλανδικού εδάφους.

21

Συναφώς, επικαλείται την υποστηριζόμενη από την Sociale Verzekeringsbank (Τράπεζα κοινωνικών ασφαλίσεων, στο εξής: SVB) πολιτική, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2006, η οποία διαπνέεται από την απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1994, C-60/93, Aldewereld (Συλλογή 1994, σ. I-2991), και η οποία τείνει να εκλαμβάνει τους μισθωτούς εργαζομένους επί της παρακείμενης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας ως ασφαλισμένους στο ολλανδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως.

22

Το αιτούν δικαστήριο περιγράφει ως εξής την εν λόγω πολιτική:

«Η SVB εκκινεί από την αρχή ότι ο τίτλος II του κανονισμού [1408/71] εφαρμόζεται αν ο μισθωτός εργαζόμενος διαμένει στο έδαφος της Κοινότητας αλλά εργάζεται εκτός αυτής για λογαριασμό εργοδότη εγκατεστημένου εντός της Κοινότητας. Συναφώς, από το [σκεπτικό των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 237/83,] Prodest [Συλλογή 1984, σ. 3153] και Aldewereld [προπαρατεθείσα], η SVB συνάγει ότι προϋπόθεση αποτελεί ο μισθωτός εργαζόμενος να ήταν ασφαλισμένος αμέσως πριν εργαστεί εκτός της Κοινότητας στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ο εργοδότης του ή να είναι ασφαλισμένος δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους όταν εργάζεται εκτός της Κοινότητας. Αν συντρέχει μία από τις εν λόγω προϋποθέσεις, η SVB εκτιμά ότι τυγχάνει εφαρμογής κατά τη διάρκεια της εργασιακής περιόδου εκτός της Κοινότητας η νομοθεσία του κράτους μέλους του εργοδότη.»

23

Το UWV έκρινε ότι, μετά τη μετοίκησή του στην Ισπανία, ο Α. Salemink δεν πληρούσε πλέον τις προϋποθέσεις υπαγωγής του στο υποχρεωτικό σύστημα ασφαλίσεως.

24

Το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει επιφυλάξεις ως προς την επέκταση της εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 επί της εν λόγω υφαλοκρηπίδας. Διερωτάται αν επιβάλλεται διάκριση μεταξύ, αφενός, του εδάφους επί του οποίου ένα κράτος μέλος είναι κυρίαρχο και, αφετέρου, του εδάφους επί του οποίου είναι αρμόδιο να ασκεί περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, επί του οποίου, πάντως, διαθέτει παράλληλα και την αρμοδιότητα να μην τα ασκεί –όπως έπραξε, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, το Ολλανδικό Δημόσιο όσον αφορά τη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως επί της υφαλοκρηπίδας. Υπό την έννοια αυτή, τίθεται το ζήτημα αν κράτος μέλος νομιμοποιείται να αντιμετωπίζει διαφορετικά, εντός των ορίων της λειτουργικής αρμοδιότητας την οποία διαθέτει επί της υφαλοκρηπίδας, τους μισθωτούς οι οποίοι εργάζονται εκεί έναντι των εργαζομένων επί του εδάφους του ιδίου κράτους.

25

Το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι η άρνηση του UWV ενδέχεται να μη συνάδει προς την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Α. Salemink απώλεσε πλεονέκτημα του οποίου απολάμβανε όταν κατοικούσε στις Κάτω Χώρες. Εντούτοις, διερωτάται αν η συγκεκριμένη ασυμβατότητα θα μπορούσε να αμβλυνθεί από το γεγονός ότι ο Α. Salemink είχε τη δυνατότητα να υπαχθεί σε προαιρετική ασφάλιση και έκανε χρήση της εν λόγω δυνατότητας.

26

Εν συμπεράσματι, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 2, του ZW προϋπόθεση της κατοικίας είναι προβληματικό κριτήριο καθόσον ενδέχεται εν δυνάμει να καταλήξει σε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας.

27

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Rechtbank te Amsterdam ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Εμποδίζουν οι κανόνες του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου που αποβλέπουν στη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, ειδικότερα δε οι κανόνες που περιέχονται στους τίτλους I και ΙΙ του κανονισμού 1408/71, καθώς και τα άρθρα 39 ΕΚ και 299 ΕΚ […], να υπάρχει μια κατάσταση όπου ο μισθωτός που εργάζεται εκτός του εδάφους των Κάτω Χωρών σε σταθερή εγκατάσταση επί της ολλανδικής υφαλοκρηπίδας για εργοδότη εγκατεστημένο στις Κάτω Χώρες δεν είναι ασφαλισμένος στο εθνικό καθεστώς ασφαλίσεως εργαζομένων, απλώς και μόνον επειδή δεν κατοικεί στις Κάτω Χώρες, αλλά σε άλλο κράτος μέλος (εν προκειμένω στην Ισπανία), ακόμη και αν έχει την ολλανδική ιθαγένεια και ακόμη και αν του παρέχεται δυνατότητα προαιρετικής ασφαλίσεως στην ουσία υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες που ισχύουν για την υποχρεωτική ασφάλιση;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

28

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 39 ΕΚ έχουν την έννοια ότι προσκρούει σε αυτές το ότι ένας εργαζόμενος, ο οποίος ασκεί τις επαγγελματικές δραστηριότητές του επί σταθερής εγκαταστάσεως κείμενης επί της παρακείμενης κράτους μέλους υφαλοκρηπίδας, δεν είναι υποχρεωτικώς ασφαλισμένος εντός του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων με το αιτιολογικό απλώς και μόνον ότι δεν κατοικεί εντός αυτού αλλά εντός άλλου κράτους μέλους.

29

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, το ασκούν μισθωτή δραστηριότητα επί του εδάφους κράτους μέλους πρόσωπο υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους αυτού, έστω και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

30

Πάντως, τη δυνατότητα εφαρμογής του εν λόγω άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, καθώς και του δικαίου της Ενώσεως εν γένει επί υποθέσεως όπως αυτή της κύριας δίκης, αμφισβητούν τόσο η Ολλανδική Κυβέρνηση όσο και το UWV καθό μέτρο η επίδικη επαγγελματική δραστηριότητα ασκείται επί εξέδρας αντλήσεως φυσικού αερίου κείμενης επί της παρακείμενης των Κάτω Χωρών υφαλοκρηπίδας, πέραν της ολλανδικής αιγιαλίτιδας ζώνης. Η Ολλανδική Κυβέρνηση και το UWV υποστήριξαν συναφώς ότι το εδαφικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 περιορίζεται αποκλειστικά στο εθνικό έδαφος. Το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει επίσης κατά πόσον το δίκαιο της Ενώσεως δύναται να εφαρμοστεί επί της επίδικης υφαλοκρηπίδας.

31

Συναφώς, επιβάλλεται η παραπομπή στους κανόνες και στις αρχές του διεθνούς δικαίου σχετικά με το νομικό καθεστώς της υφαλοκρηπίδας.

32

Με την από 20ής Φεβρουαρίου 1969 απόφασή του (υποθέσεις γνωστές ως «υφαλοκρηπίδες της Βόρειας Θάλασσας», Recueil des arrêts, avis consultatifs et ordonnances [Συλλογή αποφάσεων, γνωμοδοτήσεων και διατάξεων], 1969, σ. 3, σκέψη 19), το Διεθνές Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους επί της υφαλοκρηπίδας, η οποία συνιστά φυσική προέκταση του εδάφους του υπό την θάλασσα. Έκρινε ότι τα ανωτέρω δικαιώματα υφίστανται ipso facto και ab initio δυνάμει της κυριαρχίας του κράτους επί του οικείου εδάφους και ως επέκταση της εν λόγω κυριαρχίας υπό τη μορφή της ασκήσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της εξερευνήσεως του θαλάσσιου βυθού και της εκμεταλλεύσεως των φυσικών του πόρων.

33

Όπως προκύπτει από το άρθρο 77 της συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, το παράκτιο κράτος ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας για τους σκοπούς της εξερευνήσεώς της και της εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων της. Τα δικαιώματα αυτά είναι αποκλειστικά υπό την έννοια ότι, αν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους της, ουδείς δύναται να αναλαμβάνει παρόμοιες δραστηριότητες χωρίς τη ρητή συναίνεσή του.

34

Όσον αφορά τις τεχνητές νήσους, τις εγκαταστάσεις και τις κατασκευές επί της υφαλοκρηπίδας, το παράκτιο κράτος έχει, δυνάμει του άρθρου 80 της συμβάσεως για το δίκαιο της θάλασσας, σε συνδυασμό με το άρθρο 60 της ιδίας συμβάσεως, το αποκλειστικό δικαίωμα να προχωρεί στην κατασκευή τους, να επιτρέπει και να ρυθμίζει νομοθετικώς την κατασκευή, εκμετάλλευση και χρήση τους. Το κράτος μέλος έχει αποκλειστική δικαιοδοσία επί των εν λόγων τεχνητών νήσων, εγκαταστάσεων και κατασκευών.

35

Αφής στιγμής η παρακείμενη κράτους μέλους υφαλοκρηπίδα εμπίπτει στην, αν και λειτουργική και περιορισμένη (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2007, C-111/05, Aktiebolaget NN, Συλλογή 2007, σ. Ι-2697, σκέψη 59), κυριαρχία του, εργασία εκτελεσθείσα επί σταθερών ή πλωτών εγκαταστάσεων επί της εν λόγω υφαλοκρηπίδας στο πλαίσιο δραστηριοτήτων εξερευνήσεως και/ή εκμεταλλεύσεως των φυσικών πόρων πρέπει να θεωρείται, για την εφαρμογή του δικαίου της Ενώσεως, ως εκτελεσθείσα επί του εδάφους του εν λόγω κράτους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2002, C-37/00, Weber, Συλλογή 2002, σ. I-2013, σκέψη 36, και της 20ής Οκτωβρίου 2005, C-6/04, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2005, σ. I-9017, σκέψη 117).

36

Το επωφελούμενο των οικονομικών πλεονεκτημάτων εξερευνήσεως και/ή εκμεταλλεύσεως των πόρων επί του τμήματος της παρακείμενης υφαλοκρηπίδας του κράτος μέλος δεν πρέπει υπό την έννοια αυτή να εκφεύγει της εφαρμογής των διατάξεων του δικαίου της Ενώσεως, σκοπός των οποίων είναι η διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων οι οποίοι ασκούν την επαγγελματική δραστηριότητά τους επί τέτοιων εγκαταστάσεων.

37

Με δεδομένη την εφαρμογή του δικαίου της Ενώσεως και ειδικότερα του κανονισμού 1408/71 επί της παρακείμενης κράτους μέλους υφαλοκρηπίδας, επιβάλλεται η εξέταση αν ο εν λόγω κανονισμός και οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων αντιτίθενται στο να αποκλείεται από το καθεστώς υποχρεωτικής ασφαλίσεως ένα πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση του Α. Salemink λόγω της μεταφοράς της κατοικίας του στην Ισπανία.

38

Επιβάλλεται συναφώς η υπόμνηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας επί των ασκούντων μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους εθνικής νομοθεσίας. Ως τοιαύτη, η εν λόγω διάταξη δεν έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων του υποστατού του δικαιώματος ή της υποχρεώσεως υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ή κάποιον κλάδο ενός τέτοιου συστήματος. Όπως έχει διευκρινίσει επανειλημμένα το Δικαστήριο με τη νομολογία του, εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις ανωτέρω προϋποθέσεις (βλ., κυρίως, αποφάσεις της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, 275/81, Koks, Συλλογή 1982, σ. 3013, και της 7ης Ιουλίου 2005, C-227/03, van Pommeren-Bourgondiën, Συλλογή 2005, σ. I-6101, σκέψη 33).

39

Πάντως, ναι μεν τα κράτη μέλη διατηρούν την αρμοδιότητά τους να ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις υπαγωγής στα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως, πλην όμως οφείλουν, κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητας, να τηρούν το δίκαιο της Ενώσεως και ειδικότερα τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Μαΐου 1990, C-2/89, Kits van Heijningen, Συλλογή 1990, σ. I-1755, σκέψη 20, και της 23ης Νοεμβρίου 2000, C-135/99, Elsen, Συλλογή 2000, σ. I-10409, σκέψη 33).

40

Επομένως, αφενός, οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα το να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής μιας εθνικής νομοθεσίας, όπως η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, τα πρόσωπα επί των οποίων η ίδια αυτή νομοθεσία έχει εφαρμογή δυνάμει του κανονισμού 1408/71 και, αφετέρου, τα συστήματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να είναι συμβατά προς τις διατάξεις του άρθρου 39 ΕΚ (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Kits van Heijningen, σκέψη 20, και van Pommeren-Bourgondiën, σκέψη 39).

41

Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 ορίζει ρητώς ότι ο ασκών μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους αυτού «ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους». Η διάταξη αυτή θα παραβιαζόταν αν η επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία κράτους μέλους προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφός του όπου ασκείται η εν λόγω μισθωτή δραστηριότητα, για τους σκοπούς της υπαγωγής στο σύστημα ασφαλίσεως που αυτή προβλέπει, καταλάμβανε τα διεπόμενα από το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, πρόσωπα. Όσον αφορά τα εν λόγω πρόσωπα, η ανωτέρω διάταξη έχει ως συνέπεια να υποκαθιστά στην προϋπόθεση κατοικίας άλλη προϋπόθεση βασιζόμενη στην άσκηση της μισθωτής δραστηριότητας στο έδαφος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kits van Heijningen, σκέψη 21).

42

Υπό την έννοια αυτή, αντίκειται στο άρθρο 13, παράγραφος 2 στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 εθνική νομοθεσία, όπως η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, δυνάμει της οποίας, με γνώμονα το κριτήριο της κατοικίας, εργαζόμενος ασκών τη δραστηριότητά του επί εξέδρας αντλήσεως φυσικού αερίου κείμενης επί της παρακείμενης κράτους μέλους υφαλοκρηπίδας, θα μπορεί ή όχι να επωφελείται μιας υποχρεωτικής ασφαλίσεως στο εν λόγω κράτος.

43

Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι μια τέτοια εθνική νομοθεσία περιάγει τους μη κατοικούντες εργαζομένους, όπως είναι ο Α. Salemink, σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη των κατοικούντων εργαζομένων υπό το πρίσμα της υπαγωγής τους σε κοινωνική ασφάλιση στις Κάτω Χώρες και, ως εκ τούτου, θίγει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία εγγυάται το άρθρο 39 ΕΚ.

44

Μολονότι το Δικαστήριο δεν απέκλεισε, στη σκέψη 40 της προπαρατεθείσας αποφάσεως van Pommeren Bourgondiën, το ενδεχόμενο η προϋπόθεση κατοικίας από την οποία εξαρτάται η δυνατότητα εξακολουθήσεως της υπαγωγής στο υποχρεωτικό σύστημα ορισμένων κλάδων κοινωνικής ασφαλίσεως να συμβιβάζεται προς το άρθρο 39 ΕΚ, η παρεχόμενη στον Α. Salemink δυνατότητα να υπαχθεί σε προαιρετικό σύστημα ασφαλίσεως δεν δύναται να αναιρέσει τη διαπίστωση της σκέψεως 43 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, οι ενέργειες στις οποίες οφείλουν να προβούν με δική τους πρωτοβουλία οι μη κατοικούντες εργαζόμενοι οι οποίοι επιθυμούν να ασφαλιστούν προαιρετικώς, καθώς και οι συνδεόμενες με ασφάλιση της μορφής αυτής δυσχέρειες, όπως η τήρηση προθεσμιών για την υποβολή αιτήματος περί ασφαλίσεως, συνιστούν στοιχεία τα οποία περιάγουν τους μη κατοικούντες εργαζομένους, οι οποίοι διαθέτουν μόνο τη δυνατότητα προαιρετικής ασφαλίσεως, σε κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή έναντι των κατοικούντων, οι οποίοι καλύπτονται από υποχρεωτική ασφάλιση.

45

Κατόπιν αυτού, στο υποβληθέν ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 39 ΕΚ έχουν την έννοια ότι προσκρούει στις ανωτέρω διατάξεις το να μην ασφαλίζεται υποχρεωτικώς εργαζόμενος ασκών τις επαγγελματικές δραστηριότητές του επί σταθερής εγκαταστάσεως επί της παρακείμενης κράτους μέλους υφαλοκρηπίδας εντός του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων, με το αιτιολογικό απλώς και μόνον ότι δεν κατοικεί εντός του κράτους αυτού αλλά εντός άλλου κράτους μέλους.

Επί των δικαστικών εξόδων

46

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97 του Συμβουλίου, της 2ας Δεκεμβρίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 1606/98, του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, και το άρθρο 39 ΕΚ έχουν την έννοια ότι προσκρούει στις ανωτέρω διατάξεις το να μην ασφαλίζεται υποχρεωτικώς εργαζόμενος ασκών τις επαγγελματικές δραστηριότητές του επί σταθερής εγκαταστάσεως επί της παρακείμενης κράτους μέλους υφαλοκρηπίδας εντός του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας περί κοινωνικών ασφαλίσεων, με το αιτιολογικό απλώς και μόνον ότι δεν κατοικεί εντός του κράτους αυτού αλλά εντός άλλου κράτους μέλους.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω