Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62009CJ0345

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Οκτωβρίου 2010.
    J. A. van Delft και λοιποί κατά College voor zorgverzekeringen.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Centrale Raad van Beroep - Κάτω Χώρες.
    Κοινωνική ασφάλιση - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 - Τίτλος III, κεφάλαιο 1 - Άρθρα 28, 28Α και 33 - Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 - Άρθρο 29 - Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ - Παροχές ασφαλίσεως ασθενείας - Δικαιούχοι συντάξεως λόγω γήρατος ή λόγω ανικανότητας προς εργασία - Κατοικία σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη - Χορήγηση παροχών σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας με επιβάρυνση του κράτους που οφείλει τη σύνταξη - Μη εγγραφή στο κράτος της κατοικίας - Υποχρέωση καταβολής εισφορών στο κράτος που οφείλει τη σύνταξη - Τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας του κράτους που οφείλει τη σύνταξη - Συνέχιση της ασφάλισης ασθενείας - Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής.
    Υπόθεση C-345/09.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-09879

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2010:610

    Υπόθεση C-345/09

    J. A. van Delft κ.λπ.

    κατά

    College voor zorgverzekeringen

    (αίτηση του Centrale Raad van Beroep

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Τίτλος III, κεφάλαιο 1 – Άρθρα 28, 28α και 33 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 – Άρθρο 29 – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ – Παροχές ασφαλίσεως ασθενείας – Δικαιούχοι συντάξεως λόγω γήρατος ή λόγω ανικανότητας προς εργασία – Κατοικία σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη – Χορήγηση παροχών σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας με επιβάρυνση του κράτους που οφείλει τη σύνταξη – Μη εγγραφή στο κράτος της κατοικίας – Υποχρέωση καταβολής εισφορών στο κράτος που οφείλει τη σύνταξη – Τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας του κράτους που οφείλει τη σύνταξη – Συνέχιση της ασφάλισης ασθενείας – Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής»

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.        Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Εφαρμοστέα νομοθεσία – Δεσμευτικός χαρακτήρας των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου – Υγειονομική ασφάλιση – Δικαιούχοι συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος κατοικίας

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρο 28 και 28α, και 574/72, άρθρο 29)

    2.        Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Υγειονομική ασφάλιση – Δικαιούχοι συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος κατοικίας

    (Κανονισμοί του Συμβουλίου 1408/71, άρθρο 28 και 28α, και 574/72, άρθρο 29)

    3.        Ιθαγένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Δικαιούχοι συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος κατοικίας

    (Άρθρο 21 ΣΛΕΕ∙ κανονισμός του Συμβουλίου 1408/71)

    1.        Δεδομένου ότι οι κανόνες σύγκρουσης που προβλέπει ο κανονισμός 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1992/2006, επιβάλλονται κατά τρόπο δεσμευτικό στα κράτη μέλη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι ασφαλισμένοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών μπορούν να αντιπαρέλθουν τις συνέπειές τους, επιλέγοντας να εξαιρεθούν από αυτούς. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του συστήματος προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου που καθιερώνει ο κανονισμός 1408/71 δεν εξαρτάται από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος. Τα άρθρα 28 και 28α του εν λόγω κανονισμού δεν παρέχουν, όπως προκύπτει από το γράμμα τους, κανένα δικαίωμα επιλογής στους δικαιούχους συμβάσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές. Εφόσον ο δικαιούχος οφειλόμενης δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους συντάξεως εμπίπτει στην αντικειμενική κατάσταση που περιγράφουν τα συγκεκριμένα άρθρα, ο κανόνας συγκρούσεως που διαλαμβάνουν οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε αυτόν, χωρίς να μπορεί να παραιτηθεί σχετικώς μέσω της μη εγγραφής του κατά το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας του. Συνεπώς, τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 είναι διατάξεις δεσμευτικού χαρακτήρα ως προς τους ασφαλισμένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους.

    Η εγγραφή στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας που προβλέπει το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, συνιστά αποκλειστικώς διοικητική διατύπωση, η εκπλήρωση της οποίας είναι αναγκαία, για να διασφαλιστεί πράγματι η χορήγηση των παροχών σε είδος στο κράτος αυτό δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71. Συναφώς, εκδίδοντας το έντυπο E 121, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους δηλώνει απλώς και μόνον ότι ο οικείος ασφαλισμένος έχει δικαίωμα επί παροχών σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού, εφόσον κατοικεί εκεί. Δεδομένου ότι τέτοιο έντυπο είναι αμιγώς δηλωτικού χαρακτήρα, η προσκόμισή του στον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους για την εγγραφή του οικείου ασφαλισμένου στο τελευταίο δεν μπορεί, συνεπώς, να αποτελεί προϋπόθεση γενέσεως των δικαιωμάτων σε παροχές σε αυτό το κράτος μέλος.

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εφόσον οι δικαιούχοι συντάξεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν, δεδομένου του υποχρεωτικού χαρακτήρα του συστήματος που θεσπίζουν οι διατάξεις αυτές, να επιλέξουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα επί παροχών σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, μέσω της μη εγγραφής τους στον αρμόδιο φορέα του οικείου κράτους μέλους, η μη εγγραφή δεν μπορεί να συνεπάγεται την απαλλαγή τους από την καταβολή εισφορών στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό τους, καθώς εξακολουθούν, εν πάση περιπτώσει, να βαρύνουν το τελευταίο αυτό κράτος μέλος, χωρίς να είναι δυνατή η εξαίρεσή τους από το σύστημα που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

    Ασφαλώς, ελλείψει εγγραφής στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους κατοικίας ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να λάβει πράγματι τις εν λόγω παροχές στο κράτος αυτό και, επομένως, δεν συνεπάγεται καμία δαπάνη την οποία οφείλει να αποδώσει το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό του στο κράτος μέλος της κατοικίας του κατά το άρθρο 36 του κανονισμού 1408/71, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 95 του κανονισμού 574/72. Τέτοιου είδους περίσταση ουδόλως επηρεάζει την ύπαρξη του δικαιώματος επί των παροχών αυτών, και, επομένως, τη συνακόλουθη υποχρέωση καταβολής στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, βάσει της νομοθεσίας του οποίου υφίσταται τέτοιο δικαίωμα, των εισφορών που οφείλονται ως αντιστάθμισμα του κινδύνου που φέρει αυτό δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1408/71. Τέτοιου είδους υποχρέωση καταβολής εισφορών λόγω της υπάρξεως δικαιώματος επί παροχών, ακόμη και σε περίπτωση μη πραγματικής λήψεως των παροχών αυτών, είναι εγγενής με την αρχή της αλληλεγγύης που διέπει τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, καθόσον, ελλείψει τέτοιου είδους υποχρεώσεως, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να αναμένουν να επέλθει ο κίνδυνος πριν συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του συστήματος αυτού.

    (βλ. σκέψεις 52, 57, 61-65, 72-75)

    2.        Τα άρθρα 28, 28α και 33 του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1992/2206, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, περί του τρόπου εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 311/2007, έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν ρύθμιση κράτους μέλους που προβλέπει ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όπου δικαιούνται, κατ’ εφαρμογή των εν λόγω άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, παροχές ασθενείας σε είδος που χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, οφείλουν να καταβάλλουν, υπό μορφή παρακρατήσεως από την εν λόγω σύνταξη, εισφορά για τις εν λόγω παροχές, ακόμη και στην περίπτωση που δεν είναι εγγεγραμμένοι στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

    (βλ. σκέψη 80, διατακτ. 1)

    3.        Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους που προβλέπει ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όπου δικαιούνται, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1992/2006, παροχές ασθενείας σε είδος, τις οποίες χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποχρεούνται να καταβάλλουν, υπό μορφή παρακρατήσεως από τη σύνταξη, εισφορά για τις παροχές αυτές, ακόμη και σε περίπτωση που δεν έχουν εγγραφεί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

    Αντιθέτως, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους καθόσον συνεπάγεται, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση των κατοίκων ημεδαπής και των κατοίκων αλλοδαπής όσον αφορά τη συνέχιση της παροχής καθολικής προστασίας έναντι του κινδύνου ασθενείας στο πλαίσιο ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συναφθεί πριν τη θέση σε ισχύ της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως.

    (βλ. σκέψεις 130-131, διατακτ. 2)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 14ης Οκτωβρίου 2010 (*)

    «Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 – Τίτλος III, κεφάλαιο 1 – Άρθρα 28, 28α και 33 – Κανονισμός (ΕΟΚ) 574/72 – Άρθρο 29 – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ – Παροχές ασφαλίσεως ασθενείας – Δικαιούχοι συντάξεως λόγω γήρατος ή λόγω ανικανότητας προς εργασία – Κατοικία σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη – Χορήγηση παροχών σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας με επιβάρυνση του κράτους που οφείλει τη σύνταξη – Μη εγγραφή στο κράτος της κατοικίας – Υποχρέωση καταβολής εισφορών στο κράτος που οφείλει τη σύνταξη – Τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας του κράτους που οφείλει τη σύνταξη – Συνέχιση της ασφάλισης ασθενείας – Διαφορετική μεταχείριση μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής»

    Στην υπόθεση C‑345/09,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 26ης Αυγούστου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Αυγούστου 2009, στο πλαίσιο της δίκης

    J. A. van Delft,

    J. C. Ramaer,

    J. M. van Willigen,

    J. F. van der Nat,

    C. M. Janssen,

    O. Fokkens

    κατά

    College voor zorgverzekeringen,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh (εισηγητή), και A. Arabadjiev, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

    γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2010,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    –        οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen, εκπροσωπούμενοι από την E. Pijnacker Hordijk, advocaat,

    –        ο C. M. Janssen, εκπροσωπούμενος από τις H. Frantzen και Η. Ebbink, advocaten,

    –        ο O. Fokkens, παριστάμενος αυτοπροσώπως,

    –        το College voor zorgverzekeringen, εκπροσωπούμενο από τους M. van Dijen και R. G. van der Wissel,

    –        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους C. Wissels και J. Langer,

    –        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και D. Hadroušek,

    –        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και A. Czubinski,

    –        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Guimaraes-Purokoski,

    –        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Kreuschitz και M. van Beek,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 2010,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 28, 28α και 33, καθώς και των διατάξεων του παραρτήματος VI, μέρος ΙΗ, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ L 392, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 1408/71), του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ L 74, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) 311/2007 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2007 (ΕΕ L 82, σ. 6, στο εξής: κανονισμός 574/72), καθώς και των άρθρων 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ.

    2        Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, των J. A. van Delft, J. C. Ramaer, J. M. van Willigen, J. F. van der Nat, C. M. Janssen και O. Fokkens (στο εξής, από κοινού: εκκαλούντες στην κύρια δίκη) και, αφετέρου, του College voor zorgverzekeringen (Συμβουλίου ασφαλίσεων ασθενείας, στο εξής: CVZ) με αντικείμενο την καταβολή εισφορών δυνάμει του προβλεπόμενου από τον νόμο υποχρεωτικού συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας των Κάτω Χωρών.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η νομοθεσία της Ένωσης

    3        Το άρθρο 13 του κανονισμού 1408/71, που εμπίπτει στον τίτλο II αυτού, με τίτλο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», ορίζει:

    «Γενικοί κανόνες

    1.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνου κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

    2.      Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

    […]

    στ)      το άτομο στο οποίο η νομοθεσία κράτους μέλους παύει να έχει εφαρμογή, χωρίς η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους να καταστεί εφαρμοστέα και αυτό σύμφωνα με έναν από τους κανόνες που αναφέρονται στα προηγούμενα στοιχεία ή με μία από τις εξαιρέσεις ή ειδικούς κανόνες που αναφέρονται στα άρθρα 14 έως 17, υπόκειται στη νομοθεσία κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής και μόνο της νομοθεσίας.»

    4        Το άρθρο 17α του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Ειδικοί κανόνες σχετικά με τους δικαιούχους συντάξεων που χορηγούνται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών», το οποίο περιέχεται στον ίδιο τίτλο ΙΙ ορίζει τα εξής:

    «Ο δικαιούχος σύνταξης οφειλόμενης βάσει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλόμενων βάσει των νομοθεσιών περισσότερων κρατών μελών, ο οποίος κατοικεί στο έδαφος κράτους μέλους, μπορεί να εξαιρεθεί, μετά από αίτησή του, της εφαρμογής της νομοθεσίας αυτού του τελευταίου κράτους, υπό τον όρο ότι δεν υπόκειται στη νομοθεσία αυτή λόγω της εκ μέρους του άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας».

    5        Ο τίτλος III του κανονισμού 1408/71 περιέχει ειδικούς κανόνες για τις διάφορες κατηγορίες παροχών στις οποίες αυτός εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου του 4, παράγραφος 1. Το κεφάλαιο 1 του τίτλου III του εν λόγω κανονισμού αφορά παροχές ασθένειας και μητρότητας.

    6        Περιλαμβανόμενο στο τμήμα 5, το άρθρο 28 του κανονισμού 1408/71, του εν λόγω κεφαλαίου 1, με τίτλο «Δικαιούχοι συντάξεων και μέλη της οικογένειάς τους», «Συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας περισσοτέρων κρατών μελών, εφόσον υπάρχει δικαίωμα παροχών στη χώρα κατοικίας», ορίζει:

    «1.      Ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης κατά τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων κατά τη νομοθεσία δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών, ο οποίος δεν δικαιούται παροχών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί λαμβάνει παρά ταύτα τις παροχές αυτές για τον ίδιο και για τα μέλη της οικογένειάς του, κατά το μέτρο που –λαμβανομένων υπόψη, κατά περίπτωση, των διατάξεων του άρθρου 18 και του παραρτήματος VΙ– θα εδικαιούτο των παροχών αυτών κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους ή τουλάχιστον ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια στο θέμα της συντάξεως, αν κατοικούσε στο έδαφος του εν λόγω κράτους. Οι παροχές αυτές χορηγούνται υπό τους εξής όρους:

    α)       οι παροχές εις είδος χορηγούνται για λογαριασμό του αναφερόμενου στην παράγραφο 2 φορέα από το φορέα του τόπου κατοικίας, σαν να δικαιούτο συντάξεως ο ενδιαφερόμενος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους στο έδαφος του οποίου κατοικεί και να δικαιούτο παροχών εις είδος·

    […]

    2.      Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ο φορέας που φέρει το βάρος των παροχών εις είδος, καθορίζεται βάσει των εξής κανόνων:

    α)      αν ο δικαιούχος συντάξεως δικαιούται των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας ενός μόνον κράτους μέλους, βαρύνεται ο αρμόδιος φορέας του κράτους αυτού·

    […]».

    7        Περιλαμβανόμενο στο ίδιο τμήμα, το άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Συντάξεις που οφείλονται δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών άλλων από τη χώρα κατοικίας, εφόσον υπάρχει δικαίωμα παροχών στην τελευταία αυτή χώρα», ορίζει τα εξής:

    «Εφόσον ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης δυνάμει της νομοθεσίας ενός κράτους μέλους ή συντάξεων οφειλομένων δυνάμει της νομοθεσίας δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών κατοικεί στο έδαφος ενός κράτους μέλους, κατά τη νομοθεσία του οποίου το δικαίωμα των εις είδος παροχών δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, και δυνάμει της νομοθεσίας του οποίου δεν οφείλεται σύνταξη, το βάρος, των εις είδος παροχών που χορηγούνται στον δικαιούχο, καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, φέρει ο φορέας ενός από τα κράτη μέλη που είναι αρμόδια για τις συντάξεις, ο οποίος καθορίζεται σύμφωνα, με τους κανόνες του άρθρου 28 παράγραφος 2, εφόσον ο εν λόγω δικαιούχος και τα μέλη της οικογένειάς του θα είχαν δικαίωμα επί των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας που εφαρμόζεται από τον εν λόγω φορέα, αν κατοικούσαν στο έδαφος του κράτους μέλους όπου ευρίσκεται ο φορέας αυτός.»

    8        Κατά το άρθρο 33 του κανονισμού 1408/71, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο τμήμα 5 του τίτλου III, κεφάλαιο 1, του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Εισφορές εις βάρος των δικαιούχων συντάξεων»:

    «1.      Ο φορέας κράτους μέλους που οφείλει την καταβολή συντάξεως, αν η ισχύουσα γι’ αυτόν νομοθεσία προβλέπει κρατήσεις εισφορών εις βάρος του δικαιούχου συντάξεως για την κάλυψη των παροχών ασθένειας και μητρότητας, εξουσιοδοτείται να προβαίνει στις κρατήσεις αυτές υπολογιζόμενες σύμφωνα με την εν λόγω νομοθεσία επί του ποσού της οφειλομένης παρ’ αυτού συντάξεως, κατά το μέτρο που οι καταβαλλόμενες δυνάμει των άρθρων 27, 28, 28α, 29, 31 και 32 παροχές βαρύνουν φορέα του προαναφερθέντος κράτους μέλους.

    2.      Εφόσον, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 28α, ο δικαιούχος συντάξεως υπόκειται λόγω της κατοικίας του στην καταβολή εισφορών ή ισοδυνάμων παρακρατήσεων για την κάλυψη των παροχών ασθένειας και μητρότητας δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί, οι εισφορές αυτές δεν είναι απαιτητές.»

    9        Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, οι παροχές εις είδος που χορηγούνται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου από τον φορέα κράτους μέλους, δυνάμει ιδίως των διατάξεων των άρθρων 28, 28α και 33 του εν λόγω κανονισμού, αποδίδονται πλήρως.

    10      Το σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄, του μέρους ΙΗ του παραρτήματος VI του κανονισμού 1408/71 έχει ως εξής:

    «1.      Ασφάλιση υγείας

    α)      Όσον αφορά το δικαίωμα σε παροχές σε είδος σύμφωνα με τη νομοθεσία των Κάτω Χωρών, ως πρόσωπα που δικαιούνται παροχές σε είδος για τους σκοπούς της εφαρμογής των κεφαλαίων 1 και 4 του τίτλου ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού νοούνται:

    i)      τα πρόσωπα τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Zorgverzekeringswet (νόμου περί ασφαλίσεως υγείας), είναι υποχρεωμένα να ασφαλιστούν σε ασφαλιστικό φορέα υγείας,

    και

    ii)      εφόσον δεν περιλαμβάνονται ήδη στο σημείο i, τα πρόσωπα που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος και τα οποία, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, δικαιούνται υγειονομική περίθαλψη στο κράτος κατοικίας τους, το κόστος της οποίας βαρύνει τις Κάτω Χώρες.

    β)      Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α΄, σημείο i, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του Zorgverzekeringswet (νόμου περί ασφαλίσεως υγείας), να ασφαλιστούν σε ασφαλιστικό φορέα υγείας, και τα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α΄, σημείο ii, πρέπει να εγγραφούν στο College voor zorgverzekeringen (Συμβούλιο ασφαλίσεως υγείας).

    γ)      Οι διατάξεις του Zorgverzekeringswet (νόμου περί ασφαλίσεως υγείας) και του Algemene wet bijzondere ziektekosten (νόμου περί γενικών ασφαλίσεων περί ειδικών ιατρικών δαπανών) σχετικά με την υποχρέωση καταβολής των εισφορών εφαρμόζονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α΄ και στα μέλη των οικογενειών τους. Όσον αφορά τα μέλη των οικογενειών, οι εισφορές επιβάλλονται στο πρόσωπο από το οποίο απορρέει το δικαίωμα ασφαλίσεως υγείας.»

    11      Το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, που ορίζει τον τρόπο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, ορίζει, υπό τον τίτλο «Παροχές εις είδος στους δικαιούχους συντάξεων και στα μέλη της οικογένειάς τους που δεν κατοικούν σε κράτος μέλος κατά τη νομοθεσία του οποίου λαμβάνουν σύνταξη και δικαιούνται παροχών»:

    «1.      Για να λάβει παροχές εις είδος, δυνάμει των άρθρων 28 παράγραφος 1 και 28α του κανονισμού στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί, ο δικαιούχος συντάξεως υποχρεούται να εγγραφεί, ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειάς του που κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος, στο φορέα του τόπου κατοικίας, προσκομίζοντας βεβαίωση που να πιστοποιεί ότι δικαιούται τις παροχές αυτές για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, δυνάμει της νομοθεσίας ή μιας από τις νομοθεσίες δυνάμει των οποίων οφείλεται σύνταξη.

    2.      Η βεβαίωση αυτή εκδίδεται, αιτήσει του δικαιούχου, από το φορέα ή από τους φορείς οφειλέτες συντάξεως ή, ενδεχομένως, από το φορέα που είναι εξουσιοδοτημένος να αποφασίζει για το δικαίωμα των παροχών εις είδος, μόλις πληροί ο δικαιούχος τις προϋποθέσεις γενέσεως του δικαιώματος των παροχών αυτών. Αν ο δικαιούχος δεν προσκομίσει τη βεβαίωση, ο φορέας του τόπου κατοικίας την ζητά από το φορέα ή τους φορείς οφειλέτες συντάξεως ή, ενδεχομένως, από τον εξουσιοδοτημένο για την έκδοσή της φορέα. Μέχρι να λάβει την βεβαίωση αυτή, ο φορέας του τόπου κατοικίας δύναται να προβεί σε προσωρινή εγγραφή του δικαιούχου και των μελών της οικογένειάς του που κατοικούν στο ίδιο κράτος μέλος, βάσει δικαιολογητικών, τα οποία έχει αποδεχθεί. Η εγγραφή αυτή δύναται να προβληθεί έναντι του φορέα, ο οποίος φέρει το βάρος των παροχών εις είδος, μόνον εφόσον ο τελευταίος αυτός εξέδωσε τη βεβαίωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1.»

    12      Το άρθρο 95 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει ότι το ποσό των παροχών σε είδος που έχουν χορηγηθεί, κατά τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, αποδίδεται από τους αρμόδιους φορείς στους φορείς οι οποίοι χορήγησαν τις παροχές αυτές, βάσει κατ’ αποκοπή ποσού όσο το δυνατόν πλησιέστερου προς τις πραγματικές δαπάνες, ο τρόπος υπολογισμού του οποίου ορίζεται στη διάταξη αυτή.

    13      Όπως προκύπτει από την από 7 Οκτωβρίου 1993 απόφαση 153 της διοικητικής επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την Κοινωνική Ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων για τα υποδείγματα εντύπων που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΟΚ) 1408/71 και (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου (E 001, E 103 - E 127) (ΕΕ 1994, L 244, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 202 της διοικητικής επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την Κοινωνική Ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων, της 17ης Μαρτίου 2005 (ΕΕ 2006, L 77, σ. 1), το έντυπο E 121 αποτελεί τη βεβαίωση που απαιτείται για την εγγραφή του δικαιούχου συντάξεως και των μελών της οικογενείας του στον φορέα του τόπου της κατοικίας τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 28 του κανονισμού 1408/71 και 29 του κανονισμού 574/72.

     Η εθνική νομοθεσία

    14      Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2006, ο νόμος περί ταμείων υγείας (Ziekenfondswet, στο εξής: ZFW) προέβλεπε σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως για δαπάνες ασθενείας μόνον ως προς μισθωτούς με εισόδημα κατώτερο από ένα συγκεκριμένο όριο.

    15      Το σύστημα υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφαλίσεως για δαπάνες ασθενείας εφαρμοζόταν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε δικαιούχους συντάξεως κατοίκους αλλοδαπής δυνάμει του νόμου περί ασφαλίσεως γήρατος (Algemene Ouderdomswet, στο εξής: AOW) ή προσόδου δυνάμει του νόμου περί ασφαλίσεως κατά της ανικανότητας προς εργασία (Wet op de arbeidsongeschiktheidsverzekering, στο εξής: WAO).

    16      Τα πρόσωπα που δεν υπάγονταν στο σύστημα αυτό έπρεπε, αντιθέτως, να συνάψουν σύμβαση με ιδιωτική ασφαλιστική εταιρία, προκειμένου να έχουν κάλυψη για δαπάνες ασθενείας.

    17      Από την 1η Ιανουαρίου 2006 ο νόμος περί ασφαλίσεως υγείας (Zorgverzekeringswet, στο εξής: ZVW) εγκαθιδρύει ένα υποχρεωτικό εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας για όλα τα πρόσωπα που κατοικούν ή εργάζονται στις Κάτω Χώρες.

    18      Το άρθρο 69 του εν λόγω νόμου, όπως ίσχυε την 1η Αυγούστου 2008, ορίζει τα εξής:

    «1.      Πρόσωπα κατοικούντα στην αλλοδαπή, τα οποία κατ’ εφαρμογήν κανονισμού του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή κατ’ εφαρμογήν κανονισμού που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ή Συνθήκης για την κοινωνική ασφάλιση δικαιούνται, σε περίπτωση ανάγκης, ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως ή αποζημιώσεως για δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία για την ασφάλιση υγείας της χώρας της κατοικίας τους, αναγγέλλονται στο [CVZ], εκτός αν βάσει του παρόντος νόμου είναι υποχρεωτικώς ασφαλισμένοι.

    2.      Τα κατά το πρώτο εδάφιο πρόσωπα οφείλουν εισφορά καθοριζόμενη με υπουργική απόφαση. Κατά το καθοριζόμενο με την υπουργική απόφαση μέρος της, η εισφορά θεωρείται, για τους σκοπούς της εφαρμογής του νόμου περί της ασφαλίσεως υγείας (Wet op de zorgtoeslag), ως ασφάλιστρο υγείας.

    3.       Αν η αναγγελία δεν πραγματοποιηθεί εντός τεσσάρων μηνών από τη γένεση του κατά την παράγραφο 1 δικαιώματος, το [CVZ] επιβάλλει σ’ αυτόν που όφειλε να προβεί στη αναγγελία πρόστιμο ίσο προς το 130 % του καθοριζόμενου με υπουργική απόφαση μέρους της εισφοράς, κατά την έννοια της παραγράφου 2, για χρονικό διάστημα ίσο προς το μεταξύ της ημερομηνίας γενέσεως του δικαιώματος και της ημερομηνίας αναγγελίας, το οποίο όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη.

    4.      Το [CVZ] είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση, όπως αυτή προκύπτει από την παράγραφο 1 και τους μνημονευόμενους σ’ αυτή διεθνείς κανόνες, καθώς και με τη λήψη αποφάσεων για την επιβολή και την είσπραξη της εισφοράς, κατά την έννοια της παραγράφου 2 […]».

    19      Τα άρθρα 6.3.1, παράγραφος 1, και 6.3.2, παράγραφος 1, του κανονισμού για την ασφάλιση ασθενείας (Regeling zorgverzekering) προβλέπουν, αντιστοίχως, τα εξής:

    «Η οφειλόμενη από ένα πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 69, παράγραφος 1, του [ZVW], εισφορά υπολογίζεται μέσω πολλαπλασιασμού της βάσεως επιβολής της εισφοράς επί τον αριθμό που προκύπτει από τη σχέση μεταξύ της μέσης δαπάνης ασθενείας για ένα πρόσωπο που βαρύνει την κοινωνική ασφάλιση υγείας στη χώρα κατοικίας αυτού του προσώπου και της μέσης δαπάνης ασθενείας για ένα πρόσωπο που βαρύνει την κοινωνική ασφάλιση υγείας στις Κάτω Χώρες.

    […]

    Η κατά το άρθρο 6.3.1 εισφορά για πρόσωπο που αφορά το άρθρο 69, παράγραφος 1, του [ZVW], το οποίο δικαιούται συντάξεως, και για τα μέλη της οικογενείας του παρακρατείται από τον καταβάλλοντα τη σύνταξη φορέα από τη σύνταξη και αποδίδεται στο ταμείο ασφαλίσεως υγείας.»

    20      Το άρθρο 2.5.2, παράγραφος 2, του νόμου περί εφαρμογής και προσαρμογής του νόμου περί ασφαλίσεως υγείας (Invoerings- en aanpassingswet Zorgverzekeringswet, στο εξής: IZVW) προβλέπει:

    «Συμφωνία αφορώσα την ασφάλιση υγείας ή τις δαπάνες της, η οποία συνάπτεται για ή με κάτοικο αλλοδαπής, ο οποίος κατ’ εφαρμογήν κανονισμού του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή κατ’ εφαρμογήν κανονισμού που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ή Συνθήκης για την κοινωνική ασφάλιση δικαιούται ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως ή αποζημιώσεως για τις δαπάνες της, όπως προβλέπεται από τη νομοθεσία για την ασφάλιση υγείας της χώρας της κατοικίας του, παύει να ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2006, καθόσον από τη συμφωνία μπορούσαν να αντλούνται δικαιώματα ισοδύναμα με αυτά που αποκτά ο ενδιαφερόμενος από το χρονικό σημείο εφαρμογής ενός τέτοιου κανονισμού ή Συνθήκης, υπό την προϋπόθεση ότι ο ασφαλισμένος έχει εκπληρώσει πριν από την 1η Μαΐου 2006 την υποχρέωσή του να αναγγελθεί στο [CVZ] κατά το άρθρο 69 του [ZVW]».

     Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    21      Οι εκκαλούντες στην κύρια δίκη, όλοι υπήκοοι των Κάτω Χωρών που κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη πλην του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, εν προκειμένω, κατά περίπτωση, στο Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Μάλτα, είναι δικαιούχοι είτε συντάξεως γήρατος δυνάμει του AOW είτε άλλης προσόδου δυνάμει του WAO.

    22      Πριν την 1η Ιανουαρίου 2006, οι εκκαλούντες, εκ των οποίων κανείς δεν ήταν ασφαλισμένος στο πλαίσιο του υποχρεωτικού εκ του νόμου συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας που προέβλεπε ο ZFW, είχαν συνάψει ιδιωτικές συμβάσεις ασφαλίσεως κατά του κινδύνου ασθενείας με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες εγκατεστημένες, ανάλογα με την περίπτωση, στις Κάτω Χώρες ή σε άλλα κράτη μέλη.

    23      Μετά την έναρξη ισχύος του ZVW, την 1η Ιανουαρίου 2006, το CVZ έκρινε ότι, εφόσον οι εκκαλούντες της κύριας δίκης θα υπάγονταν στο υποχρεωτικό εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας που προβλέπει ο ZVW αν κατοικούσαν στις Κάτω Χώρες, δικαιούνταν πλέον, σύμφωνα με τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, παροχών σε είδος στο κράτος της κατοικίας τους με επιβάρυνση των φορέων του κράτους που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό τους, ήτοι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών. Το CVZ διαβίβασε σε καθέναν από τους εν λόγω εκκαλούντες ένα έντυπο E 121, προκειμένου αυτοί να εγγραφούν σε ταμείο ασφαλίσεως ασθενείας του κράτους της κατοικίας τους. Οι J. C. Ramaer, J. F. Van der Nat και O. Fokkens δέχθηκαν να προβούν σε αυτή την εγγραφή, ο τελευταίος «με επιφύλαξη» των δικαιωμάτων του. Αντιθέτως, οι J. A. Van Delft, J. M. Van Willigen και C. M. Janssen αρνήθηκαν να εγγραφούν.

    24      Την ίδια ημέρα (1η Ιανουαρίου 2006), οι συμβάσεις ιδιωτικής ασφαλίσεως που είχαν συνάψει οι εκκαλούντες της κύριας δίκης με εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες λύθηκαν αυτοδικαίως, δυνάμει των διατάξεων του IZVW. Αντιθέτως, όσοι εκκαλούντες είχαν συνάψει ανάλογη σύμβαση με εταιρία εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος τη διατήρησαν.

    25      Με αποφάσεις που ελήφθησαν, κατά περίπτωση, κατά τη διάρκεια του 2006 ή του 2007, το CVZ παρακράτησε από τις καταβληθείσες στους εκκαλούντες της κύριας δίκης συντάξεις ένα ποσό για την κάλυψη της εισφοράς την οποία προβλέπει το άρθρο 69 του ZVW για την υπαγωγή στο υποχρεωτικό εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας.

    26      Με τις από 31 Ιανουαρίου και 17 Δεκεμβρίου 2008 αποφάσεις, το Rechtbank te Amsterdam απέρριψε τις προσφυγές των εκκαλούντων κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων.

    27      Οι εκκαλούντες άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Centrale Raad van Beroep.

    28      Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής, το σύνολο των εκκαλούντων της κύριας δίκης υποστήριξαν στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης ότι τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν περιέχουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου, βάσει των οποίων αυτοί υπάγονται αυτοδικαίως στο εφαρμοστέο στο κράτος της κατοικίας τους σύστημα παροχών σε είδος. Οι εκκαλούντες υποστήριξαν, αντιθέτως, ότι διέθεταν την επιλογή είτε να εγγραφούν με το έντυπο E 121 στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους, δυνάμει του άρθρου 29 του κανονισμού 574/72, προκειμένου να μπορούν να τύχουν παροχών σε είδος σε αυτό, είτε, αν δεν εγγράφονταν στον οικείο φορέα, να συνάψουν ιδιωτική σύμβαση ασφαλίσεως. Στην τελευταία περίπτωση, το κράτος μέλος που οφείλει να καταβάλει τις συντάξεις και τις λοιπές προσόδους δεν μπορεί να παρακρατήσει εισφορά κατά την έννοια του άρθρου 33 του κανονισμού 1408/71, καθόσον οι παροχές σε είδος δεν βαρύνουν φορέα του προαναφερθέντος κράτους μέλους.

    29      Εξάλλου, πάντοτε κατά το αιτούν δικαστήριο, όλοι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης προβάλλουν προσβολή των δικαιωμάτων που αντλούν από τα άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ, λόγω του ότι υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορά για παροχές στο κράτος της κατοικίας τους των οποίων δεν επιθυμούν να κάνουν χρήση, επειδή είναι λιγότερο ευνοϊκές. Επιθυμούν, αντιθέτως, τη διατήρηση της προ της 1ης Ιανουαρίου 2006 καταστάσεως, προκειμένου να μπορέσουν να συνάψουν οι ίδιοι ιδιωτική σύμβαση ασφαλίσεως για το σύνολο των δαπανών ασθενείας.

    30      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το CVZ υποστηρίζει, από την πλευρά του, ότι το δικαίωμα παροχών σε είδος των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν εξαρτάται από την εγγραφή στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους κατοικίας, με αποτέλεσμα, ακόμα και αν οι ενδιαφερόμενοι δεν έχουν εγγραφεί στον φορέα του κράτους κατοικίας και, ως εκ τούτου, δεν κάνουν χρήση του εν λόγω δικαιώματός τους, το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη να δικαιούται να παρακρατεί εισφορές από τη σύνταξη. Στην αντίθετη περίπτωση, θα επλήττετο η αλληλεγγύη που διέπει το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, δεδομένου ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος θα μπορούσε να αναμείνει έως ότου χρειαστεί περίθαλψη για να εγγραφεί και να αρχίσει να οφείλει εισφορές.

    31      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από πολλά στοιχεία προκύπτει ότι ο κανονισμός 1408/71 αποκλείει μάλλον το δικαίωμα επιλογής που προβάλλουν οι εκκαλούντες της κύριας δίκης. Ειδικότερα, ο εν λόγω κανονισμός προσδιορίζει δεσμευτικώς το κράτος που πρέπει να χορηγεί τις παροχές στους ενδιαφερόμενους και το κράτος που επιβαρύνεται με τις παροχές αυτές. Εξάλλου, όπου ο κανονισμός 1408/71 προβλέπει δικαίωμα επιλογής όσον αφορά την εφαρμοστέα νομοθεσία, αυτό γίνεται ρητώς. Αντιθέτως, από το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72 και την απόφαση C‑156/01, van der Duin και ANOZ Zorgverzekeringen (Συλλογή 2003, σ. I‑7045, σκέψη 40) ενδέχεται να προκύπτει ότι η εγγραφή στον φορέα του κράτους μέλους κατοικίας αποτελεί συστατικό στοιχείο της δυνατότητας εφαρμογής των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ελλείψει τέτοιου είδους εγγραφής, οι αρμόδιοι φορείς των Κάτω Χωρών δεν φέρουν το βάρος των καταβαλλόμενων στους εκκαλούντες της κύριας δίκης παροχών κατά την έννοια του άρθρου 33 του κανονισμού 1408/71, εφόσον καμία παροχή δεν μπορεί, σε τέτοια περίπτωση, να τους χορηγηθεί. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή για την παρακράτηση εισφοράς.

    32      Άλλωστε, κατά το αιτούν δικαστήριο, αν το δικαίωμα επιλογής που επικαλούνται οι εκκαλούντες αποκλείεται από τον κανονισμό 1408/71, πρέπει να προσδιοριστεί αν η παρακράτηση εισφοράς βάσει του άρθρου 69 του ZVW και του άρθρου 33 του εν λόγω κανονισμού είναι αντίθετο στα άρθρα 21 ΣΛΕΕ και/ή 45 ΣΛΕΕ.

    33      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, παρότι η εφαρμογή του συντελεστή του κράτους κατοικίας είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσού που οφείλουν οι κάτοικοι αλλοδαπής έναντι του ποσού που οφείλουν οι κάτοικοι ημεδαπής και το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει στους εργαζομένους την εγγύηση ότι η μεταφορά των δραστηριοτήτων τους σε άλλο κράτος μέλος δεν θα έχει επιπτώσεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, εντούτοις, για τους εκκαλούντες της κύριας δίκης, οι οποίοι καλύπτονταν ήδη από ιδιωτική ασφάλιση κατά την έναρξη ισχύος του ZVW, ο εν λόγω νόμος ενδέχεται να καταστήσει λιγότερο ελκυστική γι’ αυτούς τη χρήση του δικαιώματός τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα εκτός των Κάτω Χωρών. Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να υποβληθούν σε μεγαλύτερα έξοδα για ασφάλιση ασθενείας και, αφετέρου, θα τους παρέχεται υποδεέστερη περίθαλψη. Μολονότι η επιθυμία του Ολλανδού νομοθέτη να προβλέψει υποχρεωτική ασφάλιση ασθενείας προς όφελος όλων των κατοίκων των Κάτω Χωρών μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογία στηριζόμενη σε αντικειμενικές εκτιμήσεις γενικού συμφέροντος, είναι ασαφές αν είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας η υποχρέωση καταβολής σχετικής εισφοράς, ακόμα και σε περίπτωση μη εγγραφής στο κράτος κατοικίας.

    34      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Centrale Raad van Beroep αποφάσισε να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχουν τα άρθρα 28, 28α και 33 του κανονισμού 1408/71, οι διατάξεις του pαραρτήματος VI, τμήμα ΙΗ, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1408/71 και το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72 την έννοια ότι δεν συμβιβάζεται προς αυτές τις διατάξεις εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως το άρθρο 69 του [ZVW], καθόσον ένας δικαιούχος συντάξεως, ο οποίος κατ’ αρχήν μπορεί να αντλεί δικαιώματα από τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/7, υποχρεούται να δηλώνεται στο [CVZ] και ως προς τον οποίο δικαιούχο πρέπει να παρακρατείται εισφορά από τη σύνταξή ή πρόσοδό του, ακόμη κι αν δεν έχει πραγματοποιηθεί εγγραφή κατά την έννοια του άρθρου 29 του κανονισμού 574/72;

    2)      Έχει το άρθρο 39 ΕΚ ή το άρθρο 18 ΕΚ την έννοια ότι δεν συνάδει προς αυτά εθνική νομοθετική ρύθμιση, όπως το άρθρο 69 του [ZVW], καθόσον ένας πολίτης της Ένωσης, ο οποίος κατ’ αρχήν μπορεί να αντλεί δικαιώματα από τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/7, υποχρεούται να δηλώνεται στο [CVZ] και ως προς τον οποίο δικαιούχο πρέπει να παρακρατείται εισφορά από τη σύνταξή του, ακόμη κι αν δεν έχει πραγματοποιηθεί εγγραφή κατά την έννοια του άρθρου 29 του κανονισμού 574/72;»

    35      Κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έκρινε ότι η υπόθεση αυτή έπρεπε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα δυνάμει του άρθρου 55, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

     Επί του πρώτου ερωτήματος

    36      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Centrale Raad van Beroep επιθυμεί να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 28, 28α και 33 του κανονισμού 1408/71, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίδικη, που προβλέπει ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους και κατοικούν, όπως και οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, σε άλλο κράτος μέλος, υποχρεούνται, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασφαλίσεως υγείας σε είδος, το βάρος των οποίων φέρει το πρώτο κράτος μέλος, αφενός, να δηλωθούν στον αρμόδιο φορέα αυτού και, αφετέρου, να καταβάλλουν, υπό τη μορφή παρακρατήσεως από την εν λόγω σύνταξη, εισφορά για τις παροχές αυτές, ακόμα και αν δεν έχουν εγγραφεί στον αρμόδιο φορέα του κράτους της κατοικίας τους.

    37      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό τέθηκε στο πλαίσιο διαφοράς σχετικής με τη νομιμότητα των εισφορών που ζητούν οι ολλανδικές αρχές από τους εκκαλούντες της κύριας δίκης για τις παροχές ασθενείας σε είδος που παρασχέθηκαν, δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, στο κράτος μέλος της κατοικίας τους με επιβάρυνση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, μετά τη θέση σε ισχύ στο εν λόγω κράτος μέλος, την 1η Ιανουαρίου 2006, του νέου συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως που θέσπισε ο ZVW, το οποίο, αντικαθιστώντας το σύστημα που προέβλεπε πριν την ημερομηνία αυτή ο ZFW αποκλειστικώς για τους μισθωτούς με εισόδημα κατώτερο από ένα συγκεκριμένο όριο, εφαρμόζεται πλέον στο σύνολο των προσώπων που κατοικούν ή εργάζονται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

    38      Συναφώς, υπενθυμίζεται εξαρχής ότι τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 περιέχουν «κανόνα άρσεως της συγκρούσεως κανόνων δικαίου», ο οποίος καθιστά δυνατό να καθοριστούν, για τους δικαιούχους συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος από αυτό που οφείλει την εν λόγω σύνταξη, ο φορέας που πρέπει να χορηγεί τις σχετικές παροχές καθώς και η εφαρμοστέα νομοθεσία (βλ. αποφάσεις της 10ης Ιανουαρίου 1980, 69/79, Jordens-Vosters, Συλλογή 1980, σ. 75, σκέψη 12, της 10ης Μαΐου 2001, C‑389/99, Rundgren, Συλλογή 2001, σ. I‑3731, σκέψεις 43 και 44, καθώς και προπαρατεθείσα απόφαση van der Duin και ANOZ Zorgverzekeringen, σκέψη 39).

    39      Κατά το άρθρο 28 του κανονισμού 1408/71, οι δικαιούχοι συντάξεως κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχουν δικαίωμα επί παροχών ασθενείας σε είδος, λαμβάνουν παρά ταύτα για λογαριασμό και με επιβάρυνση του κράτους που οφείλει την εν λόγω σύνταξη, τις παροχές αυτές από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους, κατά το μέτρο που θα εδικαιούντο των παροχών αυτών, κατά τη νομοθεσία του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη αν κατοικούσαν στο έδαφος του εν λόγω κράτους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση van der Duin και ANOZ Zorgverzekeringen, σκέψεις 40, 47 και 53).

    40      Το άρθρο 28α του κανονισμού 1408/71 θεσπίζει κατ’ ουσία παρεμφερή ρύθμιση σε περίπτωση που υφίσταται δικαίωμα για παροχές ασθενείας σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας, καθόσον αυτό δεν εξαρτά το οικείο δικαίωμα για παροχές από προϋποθέσεις ασφαλίσεως ή απασχολήσεως, και τούτο, προκειμένου να μην περιέρχονται σε δυσμενή θέση τα κράτη μέλη των οποίων η νομοθεσία προβλέπει δικαίωμα επί παροχών σε είδος αποκλειστικώς με βάση την κατοικία στο έδαφός τους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Rundgren, σκέψεις 43 και 45).

    41      Επομένως, εν προκειμένω, μετά τη θέση σε ισχύ του ZVW, οι δικαιούχοι συντάξεως δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας, όπως οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών και πριν την ημερομηνία αυτή δεν ενέπιπταν στις διατάξεις των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 –δεν δικαιούνταν, λόγω του ύψους των εισοδημάτων τους, και ανεξαρτήτως τόπου διαμονής, των παροχών ασθενείας του υποχρεωτικού συστήματος ασφαλίσεως ασθένειας– εμπίπτουν, από την 1η Ιανουαρίου 2006, στις διατάξεις των εν λόγω άρθρων.

    42      Δυνάμει του παραρτήματος VI, μέρος ΙΗ, σημείο 1, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 1408/71, τέτοιου είδους δικαιούχοι συντάξεως που έχουν δικαίωμα, με επιβάρυνση του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, επί παροχών ασθενείας σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας τους δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του εν λόγω κανονισμού πρέπει να αναγγελθούν σχετικώς στο CVZ. Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, πρέπει επίσης να εγγραφούν, προκειμένου να τύχουν των παροχών αυτών, στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους, προσκομίζοντας βεβαίωση που να πιστοποιεί ότι δικαιούνται των παροχών αυτών δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη. Η βεβαίωση αυτή συνίσταται στο έντυπο E 121.

    43      Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία, προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η υποχρέωση των δικαιούχων της οφειλόμενης βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας συντάξεως, οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών να αναγγελθούν, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασθενείας σε είδος κατά τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, στο CVZ, παρότι αναφέρεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν γίνεται δεκτή στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης μόνον κατά το μέτρο που αφορά την παρακράτηση εισφορών από τις συντάξεις ή προσόδους τους από το εν λόγω κράτος μέλος, η νομιμότητα των οποίων αμφισβητείται.

    44      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία αν οι δικαιούχοι συντάξεως, οι οποίοι, όπως οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη, έχουν τη δυνατότητα, παρότι παρέλειψαν να εγγραφούν στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους, να επιλέξουν να μην εφαρμοστεί σε αυτούς ο κανονισμός 1408/71, και, κατά συνέπεια, να παραιτηθούν από τις παροχές που χορηγούνται στο τελευταίο κράτος μέλος δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του εν λόγω κανονισμού και, κατά τον τρόπο αυτόν, να μην υποχρεούνται να καταβάλλουν τις σχετικώς οφειλόμενες εισφορές, κατά το άρθρο 33 του εν λόγω κανονισμού, στο κράτος μέλος που οφείλει τις συντάξεις ή προσόδους τους.

    45      Προκαταρκτικώς, οι C. M. Janssen και O. Fokkens υποστηρίζουν, εντούτοις, ότι, αντιθέτως προς όσα υποθέτει το αιτούν δικαστήριο, η κατάστασή τους δεν εμπίπτει στα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, αλλά στο άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού, δυνάμει του οποίου, επειδή η ολλανδική νομοθεσία δεν τυγχάνει εφαρμογής σε αυτούς λόγω του ότι έπαυσαν να ασκούν επαγγελματική δραστηριότητα στις Κάτω Χώρες, εφαρμογή στην περίπτωσή τους έχει αποκλειστικώς η νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας τους, χωρίς να διαθέτουν την παραμικρή δυνατότητα επιλογής. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έχει συνεπώς αρμοδιότητα να εισπράττει εισφορές για τέτοιου είδους παροχές.

    46      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71, το πρόσωπο στο οποίο παύει να έχει εφαρμογή η νομοθεσία κράτους μέλους, χωρίς να καθίσταται εφαρμοστέα σε αυτό η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους δυνάμει των άρθρων 13, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως δ΄, ή 14 έως 17 του ίδιου κανονισμού, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου κατοικεί. Κατά πάγια νομολογία, το εν λόγω άρθρο 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, τυγχάνει εφαρμογής, ιδίως, στα πρόσωπα τα οποία έχουν οριστικά σταματήσει κάθε επαγγελματική δραστηριότητα (αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1998, C‑275/96, Kuusijärvi, Συλλογή 1998, σ. I‑3419, σκέψεις 39 και 40, καθώς και της 11ης Νοεμβρίου 2004, C‑372/02, Adanez-Vega, Συλλογή 2004, σ. I‑10761, σκέψη 24).

    47      Εντούτοις, η εν λόγω διάταξη γενικού χαρακτήρα που περιέχεται στον τίτλο II του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», εφαρμόζεται μόνο καθόσον οι ειδικές διατάξεις για τις διάφορες κατηγορίες παροχών που αποτελούν τον τίτλο III του ίδιου κανονισμού δεν προβλέπουν παρέκκλιση (βλ. απόφαση της 27ης Μαΐου 1982, 227/81, Aubin, Συλλογή 1982, σ. 1991, σκέψη 11).

    48      Συγκεκριμένα, τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού, τα οποία περιλαμβάνονται στον τίτλο III, κεφάλαιο 1, αυτού, με τίτλο, «Ασθένεια και μητρότητα», παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες όσον αφορά τις παροχές ασθένειας σε είδος στους δικαιούχους συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους που οφείλει την εν λόγω σύνταξη.

    49      Ορθώς, επομένως, το αιτούν δικαστήριο απέκλεισε, σε υπόθεση όπως η επίδικη, την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 1408/71, για να εφαρμοστούν τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού αυτού.

    50      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει, κατ’ ουσία, ως προς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του συστήματος που καθιερώνουν τα εν λόγω άρθρα 28 και 28α για τους δικαιούχους συντάξεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών και, αφετέρου, ως προς την υποχρέωσή τους να καταβάλουν εισφορές για τις παροχές που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές.

    51      Όσον αφορά, κατά πρώτον, τη δυνατότητα των δικαιούχων συντάξεως ή εισφοράς που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους που την οφείλει να παραιτηθούν από την εφαρμογή του συστήματος που προβλέπουν τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του κανονισμού 1408/71 σχετικά με τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας αποτελούν ένα σύστημα κανόνων συγκρούσεως, η πληρότητα του οποίου έχει ως αποτέλεσμα να μην έχουν πλέον οι εθνικοί νομοθέτες την εξουσία προσδιορισμού της εκτάσεως και των προϋποθέσεων εφαρμογής της σχετικής εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά τα πρόσωπα που υπόκεινται σ’ αυτή και το έδαφος εντός του οποίου οι εθνικές διατάξεις παράγουν τα αποτελέσματά τους (βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Adanez-Vega, σκέψη 18, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    52      Δεδομένου ότι οι κανόνες σύγκρουσης που προβλέπει ο κανονισμός 1408/71 επιβάλλονται συνεπώς κατά τρόπο δεσμευτικό στα κράτη μέλη, δεν μπορεί κατά μείζονα λόγο να γίνει δεκτό ότι οι ασφαλισμένοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών μπορούν να αντιπαρέλθουν τις συνέπειές τους, επιλέγοντας να εξαιρεθούν από αυτούς. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του συστήματος προσδιορισμού του εφαρμοστέου δικαίου που καθιερώνει ο κανονισμός 1408/71 δεν εξαρτάται από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος εργαζόμενος (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1967, 11/67, Couture, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 623, της 13ης Δεκεμβρίου 1967, 12/67, Guissart, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 645, και της 29ης Ιουνίου 1994, C‑60/93, Aldewereld, Συλλογή 1994, σ. I‑2991, σκέψεις 16 έως 20).

    53      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, όσον αφορά τους διακινούμενους εργαζομένους, ότι ούτε η ΣΛΕΕ, ιδίως το άρθρο 45 αυτής, ούτε ο κανονισμός 1408/71 παρέχουν στους εργαζομένους την επιλογή να παραιτηθούν εκ των προτέρων από το δικαίωμα εφαρμογής του μηχανισμού που προβλέπει ιδίως το άρθρο 28, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού (απόφαση της 5ης Μαρτίου 1998, C‑160/96, Molenaar, Συλλογή 1998, σ. I‑843, σκέψη 42).

    54      Αντιθέτως, όποτε ο κανονισμός 1408/71 παρέχει δικαίωμα επιλογής στους κοινωνικά ασφαλισμένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του όσον αφορά την εφαρμοστέα νομοθεσία, το προβλέπει ρητώς (προπαρατεθείσα απόφαση Aubin, σκέψη 19).

    55      Ασφαλώς, τούτο ισχύει, ιδίως, όπως υπογράμμισαν οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen, στην περίπτωση του άρθρου 17α του κανονισμού 1408/71, το οποίο παρέχει στους δικαιούχους συντάξεως οφειλόμενης δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων κρατών μελών που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ζητήσουν να μην εφαρμοστεί σε αυτούς η νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους υπό τον όρο ότι δεν θα υπόκεινται σε αυτήν λόγω της ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας.

    56      Εντούτοις, είναι βέβαιο ότι η διάταξη αυτή, που περιλαμβάνεται στον τίτλο II του κανονισμού 1408/71, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε υπόθεση όπως η επίδικη, καθόσον, όπως αναγνώρισαν οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen, τα άρθρα 28 και 28α του εν λόγω κανονισμού περιέχουν, όσον αφορά τις παροχές ασθενείας που οφείλονται στους εν λόγω δικαιούχους συντάξεως, ειδικές και εξαιρετικές ρυθμίσεις.

    57      Αντιθέτως, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 47 των προτάσεών του, τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν παρέχουν, όπως προκύπτει από το γράμμα τους, κανένα δικαίωμα επιλογής στους δικαιούχους συμβάσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα, το άρθρο 28 του κανονισμού αυτού επιτακτικώς προβλέπει ότι, σε περίπτωση που ο δικαιούχος συντάξεως οφειλομένης κατά τη νομοθεσία κράτους μέλους κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο δεν έχει δικαίωμα σε παροχές, «δικαιούται» εντούτοις παροχές σε είδος που χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του εν λόγω κράτους μέλους, εφόσον θα είχε σχετικό δικαίωμα, αν κατοικούσε στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό του. Ομοίως, όταν το κράτος μέλος της κατοικίας προβλέπει δικαίωμα σε παροχές σε είδος, το άρθρο 28α του κανονισμού αυτού υποχρεώνει το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη, χωρίς να παρέχει δυνατότητα εναλλακτικής επιλογής, να χορηγήσει τις παροχές αυτές, επίσης καθόσον ο δικαιούχος της εν λόγω συντάξεως θα δικαιούνταν τις παροχές αυτές αν κατοικούσε στο κράτος μέλος που την οφείλει.

    58      Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται, εντούτοις, ότι, κατά το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, «για να λάβει» παροχές σε είδος δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, ο δικαιούχος συντάξεως πρέπει να εγγραφεί στον αρμόδιο φορέα του συγκεκριμένου κράτους μέλους προσκομίζοντας βεβαίωση, υπό τη μορφή του εντύπου Ε 121, που να πιστοποιεί ότι δικαιούται αυτές τις παροχές δυνάμει της νομοθεσίας βάσει της οποίας του οφείλεται η εν λόγω σύνταξη.

    59      Οι ίδιοι οι εκκαλούντες υποστηρίζουν συναφώς ότι στις σκέψεις 40, 47 και 53 της προπαρατεθείσας αποφάσεως van der Duin και ANOZ Zorgverzekeringen, το Δικαστήριο έκρινε ότι, «άπαξ» ο δικαιούχος συντάξεως υπαχθεί στο σύστημα που καθιερώνει το άρθρο 28 του κανονισμού 1408/71 εγγραφόμενος στον φορέα του τόπου κατοικίας, ο δικαιούχος αυτός δικαιούται παροχές σε είδος στο τελευταίο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η μη εγγραφή στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας παρέχει στον δικαιούχο οφειλόμενης δυνάμει της νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους συντάξεως ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να παραιτηθεί από το δικαίωμα επί παροχών σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας του.

    60      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί, εντούτοις, να γίνει δεκτή.

    61      Ειδικότερα, εκδίδοντας το έντυπο E 121, ο αρμόδιος φορέας κράτους μέλους δηλώνει απλώς και μόνον ότι ο οικείος ασφαλισμένος έχει δικαίωμα επί παροχών σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού, εφόσον κατοικεί εκεί (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C‑202/97, FTS, Συλλογή 2000, σ. I‑883, σκέψη 50, καθώς και της 30ής Μαρτίου 2000, C‑178/97, Banks κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I-2005, σκέψη 53).

    62      Δεδομένου ότι τέτοιο έντυπο είναι αμιγώς δηλωτικού χαρακτήρα, η προσκόμισή του στον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους για την εγγραφή του οικείου ασφαλισμένου στο τελευταίο δεν μπορεί, συνεπώς, να αποτελεί προϋπόθεση γενέσεως των δικαιωμάτων σε παροχές σε αυτό το κράτος μέλος.

    63      Κατά συνέπεια, η εγγραφή στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας που προβλέπει το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72 συνιστά αποκλειστικώς διοικητική διατύπωση, η εκπλήρωση της οποίας είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί πράγματι η χορήγηση των παροχών σε είδος στο κράτος αυτό δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71. Κατά τον τρόπο αυτόν πρέπει να νοούνται οι σκέψεις 40, 47 και 53 της προπαρατεθείσας αποφάσεως van der Duin και ANOZ Zorgverzekeringen, στις οποίες το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι άπαξ οι δικαιούχοι συντάξεως εγγραφούν στον εν λόγω φορέα του τόπου κατοικίας, έχουν, κατά τα άρθρα 28 του κανονισμού 1408/71 και 29 του κανονισμού 574/72, δικαιούνται παροχές σε είδος εκ μέρους του ίδιου αυτού φορέα.

    64      Συνεπώς, εφόσον ο δικαιούχος οφειλόμενης δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους συντάξεως εμπίπτει στην αντικειμενική κατάσταση που περιγράφουν τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, ο κανόνας συγκρούσεως που διαλαμβάνουν οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε αυτόν, χωρίς να μπορεί να παραιτηθεί σχετικώς μέσω της μη εγγραφής του κατά το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72 στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας του.

    65      Επομένως, τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 είναι διατάξεις δεσμευτικού χαρακτήρα ως προς τους ασφαλισμένους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους.

    66      Δεύτερον, όσον αφορά την υποχρέωση καταβολής των εισφορών στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή την πρόσοδο, οι C. M. Janssen και O. Fokkens προβάλλουν ότι η εφαρμογή των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να δικαιολογήσει την υποχρέωση συνεισφοράς τους στο υποχρεωτικό σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας που θέσπισε ο ZVW, καθώς, ελλείψει κατοικίας ή εργασίας στις Κάτω Χώρες, δεν δικαιούνται στο πλαίσιο της νέας αυτής νομοθεσίας, παροχές ασθενείας σε είδος στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Συγκεκριμένα, σε αντίθεση προς τον ZFW, ο ZVW εξαιρεί ρητώς τους κατοίκους αλλοδαπής από το πεδίο εφαρμογής του.

    67      Η επιχειρηματολογία αυτή παραγνωρίζει, όμως, ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 37 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 προβλέπουν «κανόνα συγκρούσεως» κατά τον οποίο οι δικαιούχοι συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους που οφείλει τη σύνταξη δικαιούνται, με επιβάρυνση του κράτους αυτού, παροχές ασθενείας σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, κατά το μέτρο που δεν θα είχαν σχετικό δικαίωμα δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους που οφείλει τη σύνταξη, αν κατοικούσαν στο έδαφος του δεύτερου αυτού κράτους.

    68      Ως εκ τούτου, μολονότι βεβαίως αληθεύει και δεν αμφισβητείται ότι ο ZVW δεν εφαρμόζεται σε δικαιούχους οφειλόμενης δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας συντάξεως, οι οποίοι, όπως οι εκκαλούντες στην κύρια δίκη, κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών, εντούτοις, εφόσον οι εν λόγω εκκαλούντες θα είχαν δικαίωμα επί παροχών ασθενείας σε είδος δυνάμει του ZVW αν κατοικούσαν σε άλλο κράτος μέλος, έχουν δικαίωμα, βάσει του συστήματος που καθιερώνουν τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, να λαμβάνουν, με επιβάρυνση του ίδιου κράτους, τις παροχές αυτές στο κράτος μέλος της κατοικίας τους.

    69      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, ο φορέας κράτους μέλους που οφείλει σύνταξη και εφαρμόζει νομοθεσία προβλέπουσα παρακρατήσεις εισφορών σε βάρος του δικαιούχου της συντάξεως αυτής για την κάλυψη των παροχών ασθενείας δικαιούται να προβαίνει στις κρατήσεις αυτές επί της οφειλόμενης από αυτόν συντάξεως, καθόσον οι παροχές αυτές βαρύνουν φορέα του εν λόγω κράτους μέλους δυνάμει των άρθρων 28 και 28α του εν λόγω κανονισμού.

    70      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η ολλανδική νομοθεσία βάσει της οποίας οφείλεται η σύνταξης των εκκαλούντων της κύριας δίκης προβλέπει τέτοιου είδους παρακρατήσεις εισφορών.

    71      Στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνουν τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, οι παροχές σε είδος χορηγούνται στον δικαιούχο συντάξεως από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας με επιβάρυνση του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη.

    72      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εφόσον, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, οι δικαιούχοι συντάξεως που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν μπορούν, δεδομένου του υποχρεωτικού χαρακτήρα του συστήματος που θεσπίζουν οι διατάξεις αυτές, να επιλέξουν να παραιτηθούν από το δικαίωμα επί παροχών σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, μέσω της μη εγγραφής τους στον αρμόδιο φορέα του οικείου κράτους μέλους, η μη εγγραφή δεν μπορεί να συνεπάγεται την απαλλαγή τους από την καταβολή εισφορών στο κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό τους, καθώς εξακολουθούν, εν πάση περιπτώσει, να βαρύνουν το τελευταίο αυτό κράτος μέλος, χωρίς να είναι δυνατή η εξαίρεσή τους από το σύστημα που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός.

    73      Ασφαλώς, η έλλειψη εγγραφής στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους κατοικίας ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να λάβει πράγματι τις εν λόγω παροχές στο κράτος αυτό και, επομένως, δεν συνεπάγεται καμία δαπάνη την οποία οφείλει να αποδώσει το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό του στο κράτος μέλος της κατοικίας του κατά το άρθρο 36 του κανονισμού 1408/71, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 95 του κανονισμού 574/72.

    74      Εντούτοις, τέτοιου είδους περίσταση ουδόλως επηρεάζει την ύπαρξη του δικαιώματος επί των παροχών αυτών, και, επομένως, τη συνακόλουθη υποχρέωση καταβολής στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους, βάσει της νομοθεσίας του οποίου υφίσταται τέτοιο δικαίωμα, των εισφορών που οφείλονται ως αντιστάθμισμα του κινδύνου που φέρει αυτό δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1408/71. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αρμόδιο φορέα να εξακριβώνει αν ο ασφαλισμένος μπορεί να έχει πράγματι το δικαίωμα πλήρους καταβολής των παροχών ενός συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας πριν προβεί στην υπαγωγή του στο εν λόγω σύστημα και στην είσπραξη των αναλογουσών εισφορών (βλ., προπαρατεθείσα απόφαση Molenaar, σκέψη 41).

    75      Όπως υποστήριξαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τέτοιου είδους υποχρέωση καταβολής εισφορών λόγω της υπάρξεως δικαιώματος επί παροχών, ακόμη και σε περίπτωση μη πραγματικής λήψεως των παροχών αυτών, είναι εγγενής με την αρχή της αλληλεγγύης που διέπει τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, καθόσον, ελλείψει τέτοιου είδους υποχρεώσεως, οι ενδιαφερόμενοι θα μπορούσαν να αναμένουν να επέλθει ο κίνδυνος πριν συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του συστήματος αυτού.

    76      Η περίσταση που προβάλλουν οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen, ότι δηλαδή, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας τους και δεδομένου ότι ήταν και εξακολουθούν να είναι ασφαλισμένοι κατά του κινδύνου ασθενείας στο πλαίσιο συμβάσεων ιδιωτικής ασφαλίσεως, δεν έχουν κανένα συμφέρον να προβούν σε τέτοιου είδους κερδοσκοπικές ενέργειες είναι, συναφώς, άνευ σημασίας, καθώς δεν αμφισβητείται ότι ο κίνδυνος τέτοιου είδους συμπεριφορών δεν μπορεί να αποκλειστεί όσον αφορά μέρος τουλάχιστον των ασφαλισμένων που υπάγονται στο επίμαχο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως. Η αλληλεγγύη τέτοιου είδους συστήματος πρέπει πράγματι να διασφαλίζεται υποχρεωτικά από το σύνολο των ασφαλισμένων που υπάγονται σε αυτό, ανεξαρτήτως των ατομικών συμπεριφορών που ο καθένας εξ αυτών είναι δυνατό να υιοθετήσει βάσει προσωπικών παραμέτρων, διότι άλλως το σύστημα θα καθίστατο άνευ ουσίας.

    77      Εξάλλου, εσφαλμένα προβάλλουν οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen ότι το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη ή την πρόσοδο δεν μπορεί να συναγάγει επιχείρημα από την αλληλεγγύη του επιδίκου συστήματος, εφόσον δεν φέρει τον κίνδυνο της χορηγήσεως των παροχών ασθενείας σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας.

    78      Συγκεκριμένα, το ποσό των παροχών που χορηγούνται βάσει των άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, καθοριζόμενο κατ’ αποκοπήν, παρότι, δυνάμει του άρθρου 95 του κανονισμού 574/72, αποδίδεται κατ’ αρχήν στον φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας από τον αρμόδιο φορέα του κράτους που οφείλει τη σύνταξη, προορίζεται να καλύψει το σύνολο των παροχών σε είδος προς τους ενδιαφερομένους, το δε ύψος του υπολογίζεται σε συνάρτηση με το μέσο ετήσιο κόστος της υγειονομικής περιθάλψεως του δικαιούχου συντάξεως ο οποίος υπάγεται στο κράτος μέλος κατοικίας, πρέπει, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη αυτή, να είναι «όσο το δυνατόν πλησιέστερο» προς τις πραγματικές δαπάνες (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση van der Duin και ANOZ Zorgverzekeringen, σκέψη 44).

    79      Επομένως, το κράτος μέλος που οφείλει τη σύνταξη που καταβάλλεται σε δικαιούχο ο οποίος κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος φέρει κατ’ ουσίαν τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη χορήγηση των παροχών σε είδος στο κράτος μέλος στο οποίο αυτός κατοικεί.

    80      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 28, 28α και 33 του κανονισμού 1408/71, σε συνδυασμό προς το άρθρο 29 του κανονισμού 574/72, έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη, που προβλέπει ότι οι δικαιούχοι οφειλόμενης δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους αυτού συντάξεως, οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όπου δικαιούνται, κατ’ εφαρμογή των εν λόγω άρθρων 28 και 28α, παροχές ασθενείας σε είδος που χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, οφείλουν να καταβάλλουν, υπό τη μορφή παρακρατήσεως από την εν λόγω σύνταξη, εισφορά για τις εν λόγω παροχές, ακόμη και σε περίπτωση που δεν είναι εγγεγραμμένοι στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

     Επί του δεύτερου ερωτήματος

    81      Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη, που προβλέπει ότι δικαιούχοι συντάξεως οφειλόμενης δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος όπου έχουν δικαίωμα, κατά τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, επί παροχών ασθενείας σε είδος τις οποίες χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του δεύτερου κράτους μέλους, υποχρεούνται, αφενός, να δηλώνονται στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους που οφείλει την εν λόγω σύνταξη και, αφετέρου, να καταβάλλουν, υπό τη μορφή παρακρατήσεως από τη σύνταξη, εισφορά για τις συγκεκριμένες παροχές, ακόμη κι αν δεν έχουν εγγραφεί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

    82      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως, η υποχρέωση των εν λόγω δικαιούχων συντάξεως να δηλωθούν στον CVZ, προκειμένου να τύχουν των παροχών ασθενείας σε είδος κατά τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71 δεν αμφισβητείται καθαυτή στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

    83      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το δεύτερο αυτό ερώτημα πρέπει να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι θέτει κατ’ ουσίαν το ζήτημα αν τα άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ απαγορεύουν εθνική νομοθετική ρύθμιση όπως η επίδικη η οποία, κατά τα άρθρα 28, 28 Α και 33 του κανονισμού 1408/71, προβλέπει ότι οι δικαιούχοι συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές στο τελευταίο κράτος μέλος για τη χορήγηση των παροχών ασθενείας σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, ακόμη και αν δεν είναι εγγεγραμμένοι στον αρμόδιο φορέα αυτού.

    84      Υπενθυμίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 168, παράγραφος 7, ΣΛΕΕ δεν θίγει την εξουσία των κρατών μελών να διαρρυθμίζουν τα συστήματά τους κοινωνικής ασφαλίσεως και να θεσπίζουν, ειδικότερα, διατάξεις για την οργάνωση και την παροχή των υγειονομικών υπηρεσιών και της ιατρικής περίθαλψης. Ελλείψει εναρμονίσεως σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίσει τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Τα κράτη μέλη είναι βεβαίως υποχρεωμένα, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως τις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων ή ακόμη την παρεχόμενη σε όλους τους πολίτες της Ένωσης ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, ιδίως, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2009, C‑208/07, von Chamier-Glisczinski, Συλλογή 2009, σ. I‑6095, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 15ης Ιουνίου 2010, C‑211/08, Επιτροπή κατά Ισπανίας, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 53).

    85      Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η ερμηνεία που θα δώσει το Δικαστήριο στον κανονισμό 1408/71, σε απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, δεν πρέπει να θίγει τη λύση που απορρέει από την ενδεχόμενη εφαρμογή διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου. Πράγματι, η διαπίστωση ότι ένα εθνικό μέτρο μπορεί να είναι σύμφωνο με διάταξη μιας πράξεως του παραγώγου δικαίου, εν προκειμένω, του κανονισμού 1408/71, δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το μέτρο αυτό εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2006, C‑372/04, Watts, Συλλογή 2006, σ. I‑4325, σκέψη 47, προπαρατεθείσα von Chamier-Glisczinski, σκέψη 66, και προπαρατεθείσα Επιτροπή κατά Ισπανίας, σκέψη 45).

    86      Επομένως, η δυνατότητα εφαρμογής των άρθρων 28, 28 Α και 33 του κανονισμού 1408/71 σε κατάσταση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν αποκλείει, αυτή καθαυτή, τη δυνατότητα των εκκαλούντων της κύριας δίκης να αντιταχθούν, δυνάμει του πρωτογενούς δικαίου, στις παρακρατήσεις εισφορών από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους που οφείλει τη σύνταξη ή πρόσοδό τους για τη χορήγηση παροχών ασθενείας σε είδος από τον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση von Chamier-Glisczinski, σκέψη 66).

    87      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί εκ προοιμίου αν κατάσταση όπως η επίδικη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που αναφέρονται στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα, ήτοι τα άρθρα 21 ΣΛΕΕ και 45 ΣΛΕΕ.

    88      Όσον αφορά, καταρχάς, τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, στο δίκαιο της Ένωσης η έννοια του «εργαζομένου» δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά διαφέρει ανάλογα με τον τομέα στον οποίο έχει εφαρμογή. Για παράδειγμα, η έννοια του εργαζομένου που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο του άρθρου 45 ΣΛΕΕ δεν συμπίπτει κατ’ ανάγκη με την έννοια που προσδίδεται στον εργαζόμενο από το άρθρο 48 ΣΛΕΕ και από τον κανονισμό 1408/71 (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση von Chamier-Glisczinski, σκέψη 68 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    89      Όσον αφορά το άρθρο 45 ΣΛΕΕ, η νομολογία δέχεται παγίως ότι η έννοια του «εργαζομένου» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης και δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Ως «εργαζόμενος» πρέπει να θεωρείται κάθε πρόσωπο που ασκεί δραστηριότητες πραγματικές και γνήσιες, αποκλειομένων των δραστηριοτήτων που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως καθαρώς περιθωριακές και επουσιώδεις. Το χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς έτερο και υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση von Chamier-Glisczinski, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    90      Εξάλλου, καίτοι το άρθρο 45, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 17, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77), προβλέπουν δικαίωμα των προσώπων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους και μετά τη διακοπή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας σε κράτος μέλος στο οποίο μετέβησαν προς εύρεση εργασίας, εντούτοις από τη νομολογία προκύπτει ότι πρόσωπα που έχουν ασκήσει το σύνολο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους εντός του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοοι και τα οποία δεν έχουν ασκήσει το δικαίωμα διαμονής εντός άλλου κράτους μέλους παρά μόνο μετά τη συνταξιοδότησή τους, χωρίς καμία πρόθεση ασκήσεως μισθωτής δραστηριότητας σ’ αυτό το άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να επικαλεσθούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2006, C‑520/04, Turpeinen, Συλλογή 2006, σ. I‑10685, σκέψη 16, και της 23ης Απριλίου 2009, C‑544/07, Rüffler, Συλλογή 2009, σ. I‑3389, σκέψη 52).

    91      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που περιέχονται στην ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδοτήσεως, είναι Ολλανδοί υπήκοοι, δικαιούχοι συντάξεως, δυνάμει του AOW και του WAO αντιστοίχως, που, έχοντας ασκήσει το σύνολο της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους στις Κάτω Χώρες, εγκαταστάθηκαν στη συνέχεια σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο δεν ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα και δεν αναζήτησαν ποτέ εργασία.

    92      Οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen προβάλλουν βέβαια ότι η κατάστασή τους εμπίπτει στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ. Δεν υπέβαλαν εντούτοις προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δυνάμενο να θέσει υπό αμφισβήτηση τις προηγηθείσες εκτιμήσεις. Αντιθέτως, οι εκκαλούντες επισημαίνουν ρητώς ότι μετοίκησαν σε άλλο κράτος μέλος μετά τη συνταξιοδότησή τους.

    93      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί, όπως έκρινε η Επιτροπή, καθώς και η Γαλλική και η Φινλανδική Κυβέρνηση, ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν τυγχάνει μάλλον εφαρμογής σε διαφορά όπως η επίδικη.

    94      Σκόπιμο είναι, αντιθέτως, να υπογραμμιστεί ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, ως Ολλανδοί υπήκοοι, απολαύουν, εν πάση περιπτώσει, του καθεστώτος των πολιτών της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    95      Μεταβαίνοντας σε άλλο κράτος μέλος και εγκαθιστώντας σε αυτό την κατοικία τους, άσκησαν τα δικαιώματα που τους παρέχει το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Τέτοιου είδους κατάσταση εμπίπτει συνεπώς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής των πολιτών της Ένωσης στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από το κράτος μέλος της ιθαγένειάς τους.

    96      Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, κάθε πολίτης της Ένωσης έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα Συνθήκη και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή της.

    97      Συναφώς, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ενώσεως δεν θα μπορούσαν να παράγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας κωλυμάτων που τίθενται στη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος, λόγω ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του, η οποία τον αντιμετωπίζει δυσμενώς για τον λόγο ακριβώς ότι επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση von Chamier-Glisczinski, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    98      Εν προκειμένω, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ότι, λόγω της μεταφοράς της κατοικίας τους σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών, περιήλθαν σε δυσμενέστερη θέση, όσον αφορά τις παροχές ασθενείας σε είδος, έναντι της θέσεως στην οποία θα βρισκόντουσαν αν κατοικούσαν στις Κάτω Χώρες. Ειδικότερα, λόγω της θέσεως σε ισχύ του ZVW, την 1η Ιανουαρίου 2006, υπέστησαν, σε αντίθεση προς τους κατοίκους των Κάτω Χωρών, σημαντική μείωση του επιπέδου προστασίας κατά του κινδύνου ασθενείας του οποίου έχαιραν, καθώς, τόσο όσον αφορά το κόστος όσο και την ποιότητα, οι παροχές στο πλαίσιο της νομοθεσίας του κράτους μέλους της κατοικίας είναι λιγότερο συμφέρουσες έναντι των παροχών στο πλαίσιο συμβάσεων ιδιωτικής ασφαλίσεως. Αντιθέτως, οι παροχές στους κατοίκους των Κάτω Χωρών στο πλαίσιο του ZVW είναι, καθαυτές, συγκρίσιμες με τις τελευταίες.

    99      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι δεδομένου ότι το άρθρο 48 ΣΛΕΕ προβλέπει τον συντονισμό και όχι την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών, οι ουσιαστικές και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, μεταξύ των δικαιωμάτων των προσώπων που είναι ασφαλισμένα δεν επηρεάζονται από την εν λόγω διάταξη και κάθε κράτος μέλος παραμένει αρμόδιο να καθορίσει στη νομοθεσία του, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών ενός συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση von Chamier-Glisczinski, σκέψη 84).

    100    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να εξασφαλίσει στον ασφαλισμένο ότι η μετακίνηση σε άλλο κράτος μέλος δεν θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση, ιδίως σε επίπεδο παροχών ασθενείας. Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών μεταξύ των σχετικών συστημάτων και νομοθεσιών των κρατών μελών, η μετακίνηση αυτή μπορεί, κατά περίπτωση, να είναι λιγότερο ή περισσότερο ευνοϊκή για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση von Chamier-Glisczinski, σκέψη 85).

    101    Εξ αυτών συνάγεται ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η εφαρμογή της αποδεικνύεται λιγότερο ευνοϊκή, εθνική νομοθεσία στον τομέα της κοινωνικής προστασίας δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, αν δεν οδηγεί αμιγώς και απλώς στην καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως αχρεωστήτως (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 19ης Μαρτίου 2002, C‑393/99 και C‑394/99, Hervein κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I‑2829, σκέψη 51, της 9ης Μαρτίου 2006, C‑493/04, Piatkowski, Συλλογή 2006, σ. I‑2369, σκέψη 34, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2006, C‑50/05, Nikula, Συλλογή 2006, σ. I‑7029, σκέψη 30).

    102    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, παρότι οι δικαιούχοι οφειλόμενης βάσει της ολλανδικής νομοθεσίας συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών δικαιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2006 παροχές ασθενείας σε είδος δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους της κατοικίας τους, ενώ προηγουμένως δεν ενέπιπταν σε κανένα υποχρεωτικό σύστημα ασφαλίσεως ασθένειας και μπορούσαν συνεπώς να καλυφθούν έναντι του κινδύνου ασθενείας μόνο στο πλαίσιο συμβάσεων ιδιωτικής ασφαλίσεως, στη βούληση του Ολλανδού νομοθέτη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του στον τομέα της διαμορφώσεως των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως οφείλεται η επέκταση του υποχρεωτικού συστήματος ασφαλίσεως ασθενείας, μεταξύ άλλων, στο σύνολο των κατοίκων των Κάτω Χωρών, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν οι εν λόγω δικαιούχοι συντάξεως στους δικαιούχους παροχών ασθενείας που χορηγούνται στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, λαμβανομένων υπόψη των κανόνων συγκρούσεως που προβλέπουν τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71.

    103    Διαπιστώνεται ότι, όπως υποστήριξε και η Ολλανδική Κυβέρνηση, κατά το μέρος που προβλέπει, κατά τις διατάξεις του κανονισμού 1408/71, ότι οι κάτοικοι αλλοδαπής δικαιούχοι συντάξεως δικαιούνται παροχών ασθενείας σε είδος στο πλαίσιο της νομοθεσίας του κράτους μέλους της κατοικίας τους, η επίδικη εθνική νομοθετική ρύθμιση διευκολύνει μάλλον παρά περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της Ένωσης, καθόσον τέτοιου είδους ρύθμιση παρέχει στους τελευταίους τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στο κράτος μέλος της κατοικίας σε περίθαλψη αντίστοιχη της καταστάσεως της υγείας τους υπό ίσους όρους με αυτούς που ισχύουν για τους ασφαλισμένους στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως αυτού του κράτους μέλους.

    104    Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο στην υπόθεση της κύριας δίκης, εφόσον, μετά την άσκηση από τους εκκαλούντες στην κύρια δίκη ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, το ύψος των εισφορών που έπρεπε να καταβάλλουν οι δικαιούχοι οφειλόμενης δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών, υπολογιζόμενες με συντελεστή που αντικατοπτρίζει το κόστος ζωής στο κράτος μέλος κατοικίας, είναι ήδη μικρότερο από αυτό που καταβάλλουν οι δικαιούχοι των ίδιων συντάξεων που κατοικούν στις Κάτω Χώρες.

    105    Ασφαλώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι, όπως ισχυρίζονται οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, οι παροχές ασθενείας σε είδος που χορηγούνται, κατά τον κανονισμό 1408/71, στο κράτος μέλος κατοικίας είναι, από απόψεως κόστους και ποιότητας, λιγότερο συμφέρουσες έναντι αυτών που παρέχονται στους Ολλανδούς κατοίκους στο πλαίσιο του ZVW.

    106    Εντούτοις, τέτοιου είδους διαφορά σε επίπεδο προστασίας κατά του κινδύνου ασθενείας μεταξύ των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών, εφόσον προκύπτει από την έλλειψη εναρμονίσεως του δικαίου της Ένωσης στον εν λόγω τομέα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί, κατά τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 99 και 100 της παρούσας αποφάσεως, ως περιορισμός εμπίπτων στο άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Δεν έχει, συναφώς, σημασία, εν αντιθέσει προς τους ισχυρισμούς των J. A. van Delft και J. M. van Willigen, ότι αυτοί μετέφεραν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος πριν, και όχι μετά, τη θέση σε ισχύ του ZVW.

    107    Εξάλλου, η επίδικη εθνική νομοθεσία δεν υποχρεώνει τους δικαιούχους συντάξεως που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών να εισφέρουν σε σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που δεν παρέχει την αντίστοιχη κοινωνική προστασία.

    108    Ειδικότερα, παρότι, ελλείψει εγγραφής στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, καμία παροχή ασθενείας σε είδος δεν μπορεί να χορηγηθεί σε δικαιούμενους δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας συντάξεως, εντούτοις η καταβολή εισφορών στις Κάτω Χώρες παρέχει στους εν λόγω ασφαλισμένους δικαίωμα σε αντίστοιχες παροχές στο κράτος μέλος της κατοικίας τους με επιβάρυνση των Κάτω Χωρών.

    109    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η επίδικη νομοθεσία δεν επεκτείνει απλώς το υποχρεωτικό εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας, ιδίως, στο σύνολο των κατοίκων των Κάτω Χωρών ούτε προβλέπει απλώς, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών απολαύουν, διά της καταβολής εισφοράς στο τελευταίο κράτος μέλος, παροχών ασθενείας σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας τους. Παράλληλα, η ίδια αυτή ρύθμιση προέβλεπε, αυτοδίκαιη λύση από την 1η Ιανουαρίου 2006 των ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συνάψει πριν την ημερομηνία αυτή κάτοικοι αλλοδαπής με εταιρία εγκατεστημένη στις Κάτω Χώρες, καθόσον από τις συμβάσεις αυτές γεννήθηκαν δικαιώματα αντίστοιχα με αυτά που προκύπτουν από την εφαρμογή του κανονισμού 1408/71.

    110    Οι J. A. van Delft, J. M. van Willigen και O. Fokkens ισχυρίζονται ότι η εν λόγω αυτοδίκαιη λύση, που προβλέπει το άρθρο 2.5.2 του IZVW, έθιξε κατά τρόπο ουσιαστικό τα κεκτημένα δικαιώματα των κατοίκων αλλοδαπής για σύνταξη δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας στο πλαίσιο ασφαλιστικών συμβάσεων που υπεγράφησαν υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς με ασφαλιστικές εταιρίες εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες. Συγκεκριμένα, λόγω της εκ του νόμου λύσεως, οι συγκεκριμένοι κάτοικοι αλλοδαπής ήταν υποχρεωμένοι, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχεια του επιπέδου καθολικής προστασίας που απέρρεε από τις συμβάσεις αυτές, να συνάψουν, μετά την 1η Ιανουαρίου 2006, νέες ασφαλιστικές συμβάσεις, προκειμένου να συμπληρώσουν τις βασικές παροχές που χορηγούνται στο κράτος μέλος κατοικίας. Δεδομένης της ηλικίας τους, οι νέες αυτές συμβάσεις μπορούσαν να συναφθούν μόνον υπό ιδιαιτέρως δυσμενείς όρους όσον αφορά τα ασφάλιστρα.

    111    Κατά τους J. A. van Delft και J. M. van Willigen, οι κάτοικοι ημεδαπής και αλλοδαπής δεν έχουν συναφώς υποστεί την ίδια μεταχείριση. Ειδικότερα, στην πράξη, οι όροι περί ασφαλίστρων που περιλήφθηκαν στις νέες ασφαλιστικές συμβάσεις τις οποίες συνήψαν οι κάτοικοι ημεδαπής μετά τη θέση σε ισχύ του ZVW αντιστοιχούσαν κατ’ ουσία στους όρους στους οποίους είχαν προσχωρήσει στο πλαίσιο των ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν υπογράψει υπό το καθεστώς του ZFW, ενώ, αντιθέτως, όσον αφορά τους κατοίκους αλλοδαπής, οι όροι που πρότειναν οι ασφαλιστικές εταιρίες μετά τη θέση του σε ισχύ ήταν ουσιαστικά λιγότερο ευνοϊκοί σε σχέση με τους εφαρμοστέους στο πλαίσιο των παλιών τους συμβάσεων όρους.

    112    Η Ολλανδική Κυβέρνηση, όταν ρωτήθηκε επ’ αυτού στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υπογράμμισε ότι ο IZVW προέβλεψε την 1η Ιανουαρίου 2006 την αυτοδίκαιη λύση των εγκατεστημένων στις Κάτω Χώρες ασφαλιστικών εταιριών πριν τη θέση σε ισχύ του ZVW, μόνον «κατά το μέτρο που» οι συμβάσεις αυτές γέννησαν, όσον αφορά παροχές ασθενείας σε είδος, δικαιώματα αντίστοιχα με αυτά που μπορούσαν να αξιώσουν οι ενδιαφερόμενοι, μετά τη θέση του σε ισχύ, δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού 1408/71. Αυτή η αυτοδίκαιη λύση δεν αφορούσε λοιπόν το σύνολο του περιεχομένου των ασφαλιστικών συμβάσεων αλλά αποκλειστικώς το τμήμα αυτών που αντιστοιχούσε στο κατά νόμο βασικό σύστημα του κράτους μέλους της κατοικίας, προκειμένου να αποφευχθούν οι διπλές ασφαλίσεις και επομένως η διπλή καταβολή εισφορών.

    113    Η Ολλανδική Κυβέρνηση παραδέχεται ότι, ασφαλώς, στην πράξη, οι επίμαχες ασφαλιστικές συμβάσεις είχαν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, λυθεί στο σύνολό τους, υποχρεώνοντας τους ενδιαφερομένους που επιθυμούσαν να διατηρήσουν, μετά την 1η Ιανουαρίου 2006, συμπληρωματική σε σχέση με το εκ του νόμου βασικό σύστημα προστασίας κατά του κινδύνου ασθενείας να συνάψουν νέες ασφαλιστικές συμβάσεις. Εντούτοις, οι κάτοικοι ημεδαπής και αλλοδαπής είχαν υποστεί την ίδια μεταχείριση.

    114    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της ερμηνείας των εθνικών διατάξεων ή επί της εκτιμήσεως του πλαισίου των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση διαφοράς, καθώς η αποστολή αυτή ανήκει αποκλειστικά στο αιτούν δικαστήριο (βλ., κυρίως, κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, C‑378/07 έως C‑380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑3071, σκέψη 48).

    115    Συνεπώς στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν και κατά πόσο η επίδικη εθνική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατοίκων ημεδαπής και των κατοίκων αλλοδαπής.

    116    Συναφώς, εφόσον κριθεί ότι η εν λόγω ρύθμιση περιέχει μέτρα για τη διασφάλιση της συνεχίσεως της καθολικής προστασίας που προέκυπτε από τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνήφθησαν πριν τη θέση σε ισχύ του ZVW και ότι τα μέτρα αυτά αφορούν αποκλειστικώς τις συμβάσεις που συνήψαν οι κάτοικοι ημεδαπής, η διαφορετική αυτή μεταχείριση σε σχέση με τους κατοίκους αλλοδαπής συνιστά, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 79 των προτάσεών του, περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον ενδέχεται, κατά τη νομολογία που αναφέρεται στη σκέψη 97 της παρούσας αποφάσεως, να αποθαρρύνουν τους δικαιούμενους δυνάμει της ολλανδικής νομοθεσίας συντάξεως, όπως οι εκκαλούντες της κύριας δίκης, να διατηρήσουν την κατοικία τους σε άλλο κράτος μέλος πλην των Κάτω Χωρών. Συγκεκριμένα, ούτε η Ολλανδική Κυβέρνηση ούτε ο CVZ προσκόμισαν κάποιο στοιχείο προς δικαιολόγηση τέτοιου είδους διαφορετική μεταχείριση.

    117    Προκειμένου να ελέγξει την ύπαρξη περιορισμού κατά την έννοια του άρθρου 21 ΣΛΕΕ, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει ιδιαιτέρως υπόψη τα ακόλουθα κρίσιμα στοιχεία που προκύπτουν από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία.

    118    Πρώτον, από το γράμμα του άρθρου 2.5.2, παράγραφος 2, του IZVW προκύπτει ότι αυτό προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση μόνο των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήψαν οι κάτοικοι αλλοδαπής. Δεν αφορά, αντιθέτως, τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνήψαν οι κάτοικοι ημεδαπής.

    119    Προκειμένου να καθοριστεί αν η διάταξη αυτή καθιερώνει, όπως διαφαίνεται από το γράμμα της, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν η επίδικη εθνική ρύθμιση περιλαμβάνει, όπως πρότεινε η ολλανδική κυβέρνηση, άλλη διάταξη προβλέπουσα επίσης και κατά τον ίδιο τρόπο την αυτοδίκαιη λύση των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήψαν οι κάτοικοι ημεδαπής πριν τη θέση σε ισχύ του ZVW.

    120    Σε καταφατική περίπτωση, στο δικαστήριο αυτό απόκειται επίσης να επαληθεύσει αν αυτή η αυτοδίκαιη λύση έχει τα ίδια αποτελέσματα για τους κατοίκους ημεδαπής και τους κατοίκους αλλοδαπής, και ειδικότερα, αν, όπως ισχυρίστηκε η ίδια κυβέρνηση, η λύση αυτή αφορά και στις δύο περιπτώσεις μόνον το μέρος της συμβάσεως που γεννά δικαιώματα αντίστοιχα με αυτά που προκύπτουν από το εφαρμοστέο υποχρεωτικό εκ του νόμου σύστημα.

    121    Δεύτερον, από τις γραπτές παρατηρήσεις των J. A. van Delft και J. M. van Willigen και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι, όσον αφορά τους κατοίκους ημεδαπής που δεσμεύονταν την 1η Ιανουαρίου 2006 από ασφαλιστική σύμβαση, η επίδικη εθνική νομοθεσία υποχρέωνε τις εταιρίες που συμμετείχαν στο υποχρεωτικό εκ του νόμου σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας που προβλέπει ο ZVW να αποδέχονται το σύνολο αυτών ως ασφαλισμένοι για το σύνολο των παροχών ασθενείας σε είδος που τους προσφέρονταν στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών, ήτοι για τις βασικές παροχές που αντιστοιχούν στα δικαιώματα που προβλέπει ο ZVW και για τις συμπληρωματικές παροχές που υπερβαίνουν την ελάχιστη αυτή εκ του νόμου προστασία.

    122    Αντιθέτως, κατά τους J. A. van Delft και J. M. van Willigen, η ρύθμιση αυτή δεν επιβάλλει στις ίδιες αυτές ασφαλιστικές εταιρίες, όταν είναι εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες, τέτοιου είδους υποχρέωση αποδοχής όσον αφορά τους κατοίκους αλλοδαπής που ήταν ασφαλισμένοι, πριν τη θέση σε ισχύ του ZVW, μέσω ασφαλιστικής συμβάσεως με τις εταιρίες αυτές και οι οποίοι δικαιούνται από τη θέση του ZVW σε ισχύ, δυνάμει των άρθρων 28 και 28 Α του κανονισμού 1408/71, παροχές σε είδος στο κράτος μέλος της κατοικίας με επιβάρυνση των Κάτω Χωρών.

    123    Αν, πράγμα που απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει, καταδειχτεί το βάσιμο των αιτιολογιών αυτών, προκύπτει επίσης διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατοίκων ημεδαπής και των κατοίκων αλλοδαπής, η οποία περιάγει τους τελευταίους σε λιγότερο ευνοϊκή θέση κατά τη θέση σε ισχύ του ZVW.

    124    Ειδικότερα, ελλείψει εκ του νόμου υποχρεώσεως ασφαλίσεως των κατοίκων αλλοδαπής, συγκεκριμένα όσον αφορά τις συμπληρωματικές παροχές ασθενείας σε σχέση με τις βασικές παροχές τις οποίες δικαιούνται οι εν λόγω κάτοικοι αλλοδαπής στο κράτος μέλος της κατοικίας τους, τέτοιου είδους εθνική ρύθμιση θα μπορούσε να ωθήσει τις οικείες ασφαλιστικές εταιρίες να εκμεταλλευτούν τη θέση σε ισχύ του ZVW, προκειμένου να λύσουν εν όλω τις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνήψαν προηγουμένως με τους κατοίκους αλλοδαπής, οι οποίοι θεωρούνται ότι εμπίπτουν στην κατηγορία «υψηλού κινδύνου», δεδομένης της ηλικίας τους και της καταστάσεως της υγείας τους, προκειμένου να επανεκτιμήσουν και να προσαρμόσουν τους σχετικούς με τα ασφάλιστρα συμβατικούς όρους που προτάθηκαν σε αυτούς, λαμβανομένης υπόψη της εξελίξεως των παραμέτρων αυτών από την κατάρτιση της αρχικής συμβάσεως.

    125    Τέλος, τρίτον, οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen τόνισαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι της θέσεως σε ισχύ του ZVW προηγήθηκε στενή διαπραγμάτευση μεταξύ της Ολλανδικής Κυβερνήσεως και των οικείων ασφαλιστικών εταιριών. Μετά το πέρας της διαπραγματεύσεως, προβλέφθηκε, εν πάση περιπτώσει από πολιτική σκοπιά, ότι οι κάτοικοι ημεδαπής έπρεπε να απολαύουν εύλογων συμβατικών όρων περί ασφαλίστρων και κατ’ ουσία ανάλογων προς τους όρους που ίσχυαν στο πλαίσιο των συμβάσεων που είχαν συναφθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2006.

    126    Ερωτηθείσα επ’ αυτού κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση προέβαλε ότι η εν όλω καταγγελία των ασφαλιστικών συμβάσεων που συνήφθησαν πριν τη θέση σε ισχύ του ZVW, εκτός του ότι αφορά τόσο τους κατοίκους ημεδαπής όσο και τους κατοίκους αλλοδαπής, δεν μπορεί ουδόλως να της καταλογισθεί, καθόσον η IZVW επέβαλε μόνον εν μέρει καταγγελία των επίμαχων συμβάσεων. Οι φερόμενοι ως ασύμφοροι συμβατικοί όροι περί ασφαλίστρων που επιβλήθηκαν στους εκκαλούντες της κύριας δίκης κατά τη σύναψη των νέων αυτών ασφαλιστικών συμβάσεων για την παροχή συμπληρωματικής προστασίας ανάγονται επομένως απλά σε εμπορική πολιτική που υιοθέτησαν κατά τρόπο αυτόνομο οι συγκεκριμένες ασφαλιστικές εταιρίες.

    127    Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, αν, όπως υποστήριξαν οι J. A. van Delft και J. M. van Willigen, οι εν λόγω ασφαλιστικές εταιρίες ανέλαβαν δέσμευση, κατ’ απαίτηση της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, να διασφαλίσουν τη συνέχιση της καθολικής προστασίας που προέκυπτε από τις ασφαλιστικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί πριν τη θέση σε ισχύ του ZVW και, σε καταφατική περίπτωση, αν η διασφάλιση αυτή αφορά μόνον τους κατοίκους ημεδαπής ή ισχύει επίσης και για τους κατοίκους αλλοδαπής.

    128    Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι κάθε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ κατοίκων ημεδαπής και κατοίκων αλλοδαπής που έχει υπαγορευθεί από την Ολλανδική Κυβέρνηση και εκτελεσθεί με τη συνδρομή της από τις εγκατεστημένες στις Κάτω Χώρες ασφαλιστικές εταιρίες, αν καταδειχτεί η ύπαρξή της, δεν εκφεύγει της απαγορεύσεως που προβλέπει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, απλώς και μόνον επειδή δεν στηρίζεται σε νομικώς δεσμευτικές για τις εταιρίες αυτές αποφάσεις.

    129    Ειδικότερα, πράξεις των αρχών των κρατών μελών χωρίς δεσμευτική ισχύ είναι δυνατό να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και να ματαιώσουν τους σκοπούς που επιδιώκει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ. Τούτο συμβαίνει αν η πολιτική τιμών των ασφαλιστικών εταιριών συνιστά εφαρμογή «πολιτικής» συμφωνίας που έλαβε η Ολλανδική Κυβέρνηση αποσκοπώντας στη διασφάλιση της καθολικής προστασίας μόνον των κατοίκων ημεδαπής, αποκλειομένων των κατοίκων αλλοδαπής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1982, 249/81, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 1981, σ. 4005, σκέψεις 27 έως 29).

    130    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη, που προβλέπει ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους συντάξεως, οι οποίοι κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όπου δικαιούνται, κατά τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, παροχών ασθενείας σε είδος, τις οποίες χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποχρεούνται να καταβάλλουν, υπό τη μορφή παρακρατήσεως από τη σύνταξη, εισφορά για τις παροχές αυτές, ακόμη και σε περίπτωση που δεν έχουν εγγραφεί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

    131    Αντιθέτως, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει τέτοιου είδους εθνική ρύθμιση, υπό τον όρο ότι αυτή συνεπάγεται ή περιέχει, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει, αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατοίκων ημεδαπής και των κατοίκων αλλοδαπής όσον αφορά τη συνέχιση της καθολικής προστασίας έναντι του κινδύνου ασθενείας που απέλαυαν στο πλαίσιο ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συνάψει πριν τη θέση σε ισχύ της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    132    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

    1)      Τα άρθρα 28, 28α και 33 του κανονισμού 1408/71, του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) 1992/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΟΚ) 574/72 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1972, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) 311/2007 της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2007, έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη, που προβλέπει ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όπου δικαιούνται, κατ’ εφαρμογή των εν λόγω άρθρων 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, παροχές ασθενείας σε είδος που χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, οφείλουν να καταβάλλουν, υπό μορφή παρακρατήσεως από την εν λόγω σύνταξη, εισφορά για τις εν λόγω παροχές, ακόμη και στην περίπτωση που δεν είναι εγγεγραμμένοι στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

    2)      Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι δεν αποκλείει νομοθετική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίδικη, που προβλέπει ότι όσοι δικαιούνται σύνταξη δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους και κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος, όπου δικαιούνται, κατά τα άρθρα 28 και 28α του κανονισμού 1408/71, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1992/2006, παροχές ασθενείας σε είδος, τις οποίες χορηγεί ο αρμόδιος φορέας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, υποχρεούνται να καταβάλλουν, υπό μορφή παρακρατήσεως από τη σύνταξη, εισφορά για τις παροχές αυτές, ακόμη και σε περίπτωση που δεν έχουν εγγραφεί στον αρμόδιο φορέα του κράτους μέλους της κατοικίας τους.

    Αντιθέτως, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αποκλείει τέτοιου είδους εθνική ρύθμιση, σε περίπτωση που αυτή συνεπάγεται ή περιέχει, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προσδιορίσει, αδικαιολόγητη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατοίκων ημεδαπής και των κατοίκων αλλοδαπής όσον αφορά τη συνέχιση της καθολικής προστασίας έναντι του κινδύνου ασθενείας που απέλαυαν στο πλαίσιο ασφαλιστικών συμβάσεων που είχαν συνάψει πριν τη θέση σε ισχύ της νομοθετικής αυτής ρυθμίσεως.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω