Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62009CC0203

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 3ης Ιουνίου 2010.
Volvo Car Germany GmbH κατά Autohof Weidensdorf GmbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Οδηγία 86/653/ΕΟΚ - Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) - Καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας από τον αντιπροσωπευόμενο - Αξίωση του αντιπροσώπου για την καταβολή αποζημιώσεως.
Υπόθεση C-203/09.

Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-10721

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2010:315

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 3ης Ιουνίου 2010 (1)

Υπόθεση C‑203/09

Volvo Car Germany GmbH

κατά

Autohof Weidensdorf GmbH

[αίτηση του Bundesgerichtshof (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Οδηγία 86/653/ΕΟΚ – Εμπορικοί αντιπρόσωποι (ανεξάρτητοι επαγγελματίες) – Καταγγελία της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας από τον αντιπροσωπευόμενο – Παράβαση εκ μέρους του εμπορικού αντιπροσώπου των υποχρεώσεων που υπέχει – Αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας»





1.        Ένας από τους κύριους σκοπούς της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (2), συνίσταται στην θέσπιση, προς όφελος των εν λόγω εμπορικών αντιπροσώπων και σε βάρος των αντιπροσωπευομένων, αξιώσεως για την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως μετά τη λήξη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας (στο εξής: αποζημίωση πελατείας).

2.        Το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας ορίζει, πάντως, ότι τέτοια κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δεν οφείλεται «όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο».

3.        Με την παρούσα προδικαστική παραπομπή, παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ερμηνεύσει για πρώτη φορά την εν λόγω διάταξη και, ειδικότερα, να αποφανθεί εάν προϋπόθεση για τον αποκλεισμό της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας αποτελεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ, αφενός, του πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο μπορεί να δικαιολογήσει καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο και, αφετέρου, της αποφάσεως του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση αντιπροσωπείας.

4.        Η εν λόγω προδικαστική παραπομπή αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, καθόσον από τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης προκύπτει ότι το πταίσμα που προσάπτεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας την οποία είχε υποχρέωση να τηρήσει ο αντιπροσωπευόμενος ο οποίος είχε λάβει την απόφαση να καταγγείλει τη σύμβαση αντιπροσωπείας, και ότι το εν λόγω πταίσμα περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου το πρώτον μετά την εν τοις πράγμασι λήξη της οικείας συμβάσεως.

5.        Με τις παρούσες προτάσεις, προτείνεται στο Δικαστήριο να προβεί σε συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας και να δώσει στο αιτούν δικαστήριο την απάντηση ότι η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτή να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εμπορικός αντιπρόσωπος, η σύμβαση του οποίου καταγγέλλεται, όταν ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει, μετά τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας, την ύπαρξη πταίσματος το οποίο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και το οποίο θα μπορούσε μεν να δικαιολογήσει την καταγγελία συμβάσεως αυτής κατά πάντα χρόνο, πλην όμως δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας αυτής, καθόσον περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α –      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, εμπορικός αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής “αντιπροσωπευόμενος”, την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου.»

7.        Οι υποχρεώσεις του εμπορικού αντιπροσώπου καθορίζονται στο άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο ορίζει τα εξής:

«1.      Ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του να μεριμνά για τα συμφέροντα του αντιπροσωπευόμενου και να δρα νόμιμα και με καλή πίστη.

2.      Ιδιαίτερα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει:

α)      να ασχολείται δεόντως με τη διαπραγμάτευση και ενδεχομένως με τη σύναψη των πράξεων οι οποίες του έχουν ανατεθεί·

β)      να ανακοινώνει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε αναγκαία πληροφορία που διαθέτει·

γ)      να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου.»

8.        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ότι «[ό]ταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπίας είναι αορίστου χρόνου, κάθε ένας από τους συμβαλλόμενους μπορεί να την καταγγείλει, με τήρηση ορισμένης προθεσμίας». Από το άρθρο 16 της οδηγίας προκύπτει, πάντως, ότι:

«Η παρούσα οδηγία δεν παρεμβάλλεται κατά την εφαρμογή του δικαίου των κρατών μελών όταν αυτό προβλέπει καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο:

α)      λόγω παραλείψεως ενός των μερών να εκτελέσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του·

β)      σε περίπτωση εκτάκτων περιστάσεων.»

9.        Επιπλέον, το άρθρο 17, παράγραφοι 1 και 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας ορίζει ότι:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίζεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο, μετά τη λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, κατ’ αποκοπήν αποζημίωση σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με την παράγραφο 3.

2.      α)     Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται κατ’ αποκοπήν αποζημίωση εάν και εφόσον:

–        έφερε νέους πελάτες στον εντολέα ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς,

και

–        η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. […]»

10.      Κατά το άρθρο 18 της οδηγίας:

«Η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ή η ανόρθωση της ζημίας σύμφωνα με το άρθρο 17 δεν οφείλεται:

α)      όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο·

[…]».

11.      Εν τέλει, σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας:

«Τα μέρη δεν μπορούν πριν από τη λήξη της συμβάσεως να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των άρθρων 17 και 18 σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.»

 Β –     Η εθνική νομοθεσία

12.      Κατά το άρθρο 89a του γερμανικού εμπορικού κώδικα (Handelsgesetzbuch, στο εξής: HGB):

«(1)      Έκαστος συμβαλλόμενος δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση για αποχρώντα λόγο κατά πάντα χρόνο. Το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται, ούτε περιορίζεται […]»

13.      Το άρθρο 89b του HGB μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο τα άρθρα 17 έως 19 της οδηγίας. Το εν λόγω άρθρο, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«1)      Ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί, μετά τη λύση της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, να ζητήσει από τον εντολέα εύλογη αποζημίωση, εάν και στο μέτρο που,

1.      ο εντολέας αντλεί από τις συναλλαγές με νέους πελάτες τους οποίους έφερε ο εμπορικός αντιπρόσωπος σημαντικά οφέλη και μετά τη λύση της συμβάσεως αντιπροσωπείας,

2.      συνεπεία της λύσεως της συμβάσεως αντιπροσωπείας, ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει το δικαίωμα επί της προμήθειας την οποία θα ελάμβανε, εάν συνεχιζόταν η συμβατική σχέση, για εμπορικές πράξεις που έχουν ήδη συνομολογηθεί ή πρόκειται να συνομολογηθούν με πελάτες τους οποίους έχει φέρει ο ίδιος, και

3.      η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως είναι δίκαιη, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων.

[…]

3)      Η ανωτέρω κατ’ αποκοπήν αποζημίωση δεν οφείλεται όταν

1.      ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η καταγγελία αυτή οφείλεται σε πταίσμα του αντιπροσωπευομένου ή όταν λόγω ηλικίας, ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του, ή

2.      ο αντιπροσωπευόμενος καταγγέλλει τη σύμβαση και συντρέχει αποχρών λόγος λύσεως της συμβάσεως ο οποίος συνδέεται με πταίσμα του εμπορικού αντπροσώπου […]».

14.      Κατά πάγια νομολογία του Bundesgerichtshof (Γερμανία) την οποία επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, οι σχετικές με την αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου διατάξεις του άρθρου 89b του HGB εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε συμβάσεις παραχωρήσεως, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης. Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB, δεν προϋποθέτει ότι ο αντιπροσωπευόμενος κατήγγειλε τη συμβατική του σχέση με τον εμπορικό αντιπρόσωπο κατά πάντα χρόνο λόγω πλημμελούς συμπεριφοράς του τελευταίου. Βάσει του γράμματος αυτής της διατάξεως, αρκεί κατά το χρόνο της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως να υπήρχε, κατ’ αντικειμενική κρίση, αποχρών λόγος ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο. Σε περίπτωση που ο εμπορικός αντιπρόσωπος θεωρηθεί, πριν από την προβλεπόμενη λήξη της συμβάσεως, υπαίτιος συμπεριφοράς η οποία θα δικαιολογούσε την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, η νομολογία του Bundesgerichtshof επιτρέπει και στον αντιπροσωπευόμενο ο οποίος είχε αποφασίσει να προβεί σε κανονική καταγγελία της συμβάσεως με τήρηση της προθεσμίας καταγγελίας, είτε να προβεί σε νέα καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, σε περίπτωση που η πλημμελής συμπεριφορά περιήλθε σε γνώση του πριν εκπνεύσει η προθεσμία καταγγελίας, είτε, σε περίπτωση που η πλημμελής συμπεριφορά περιήλθε σε γνώση του το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως, να επικαλεστεί την εν λόγω πλημμελή συμπεριφορά προκειμένου να αρνηθεί να καταβάλει κάθε αποζημίωση πελατείας.

II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15.      Το 1993 συνήφθη μεταξύ της Volvo Car Germany GmbH (παραχωρών, στο εξής: Volvo Car) και της Autohof Weidensdorf GmbH (παραχωρησιούχος, στο εξής: AHW) σύμβαση παραχωρήσεως. Ταυτοχρόνως, οι διαχειριστές της AHW είχαν από κοινού με έναν πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της ίδιας εταιρείας την εταιρεία Autovermietung Weidensdorf GbR (στο εξής: AVW). Η AVW είχε αναπτύξει, μέσω τρίτης εταιρείας, εμπορικές σχέσεις με τη Volvo Car οι οποίες ρυθμίζονταν βάσει μιας «συμφωνίας-πλαισίου για μεγάλους πελάτες» με αντικείμενο ορισμένες ειδικές εκπτώσεις κατά την παράδοση καινουργών οχημάτων μάρκας Volvo. Bάσει της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, η AVW αγόραζε οχήματα από την AHW, ζητώντας τις συμφωνηθείσες εκπτώσεις. Η AHW λάμβανε προς τούτο από τη Volvo Car ενισχύσεις βάσει των «γενικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση ενισχύσεων σε εμπόρους».

16.      Με επιστολή της 6ης Μαρτίου 1997, η Volvo Car κατήγγειλε τη σύμβαση παραχωρήσεως με την AHW για τις 31 Μαρτίου 1999.

17.      Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Απριλίου 1998 έως Ιουλίου 1999 πραγματοποιήθηκε πρόωρη μεταπώληση 28 οχημάτων (εκ των οποίων 16 μεταπωλήθηκαν πριν από τις 31 Μαρτίου 1999) τα οποία είχε αγοράσει η AVW από την AHW, κατά παράβαση της συμφωνίας-πλαισίου η οποία προέβλεπε υποχρέωση διακρατήσεως των οχημάτων από το μεγάλο πελάτη για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί προδικαστικής παραπομπής, οι πραγματικοί ισχυρισμοί της Volvo Car ότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά περιήλθαν σε γνώση της το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας πρέπει να θεωρηθούν αληθινοί για την αναιρετική διαδικασία.

18.      H AHW, ισχυριζόμενη ότι το άρθρο 89b του HGB έχει εφαρμογή στη σύμβαση παραχωρήσεως, αξιώνει από τη Volvo Car την καταβολή αποζημιώσεως πελατείας, καθώς και χρηματικών ποσών λόγω πιστωτικών εγγραφών. Η Volvo Car υποστηρίζει ότι το άρθρο 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB απαγορεύει την καταβολή αποζημιώσεως πελατείας στην AHW, καθό μέτρο η τελευταία, συμπράττοντας συμπαικτικώς με την AVW, δεν τήρησε τη συμβατικώς συμφωνηθείσα ελάχιστη διάρκεια διακρατήσεως και, ως εκ τούτου, προσεπορίσθη επιδοτήσεις τις οποίες δεν εδικαιούτο. Εάν η εν λόγω παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων της AHW είχε περιέλθει σε γνώση της Volvo Car πριν από τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας, θα δικαιολογούσε την καταγγελία της οικείας συμβάσεως κατά πάντα χρόνο από τη Volvo Car.

19.      Το Landgericht (Γερμανία) δέχθηκε την αγωγή της AHW ως προς το αίτημα της καταβολής αποζημιώσεως πελατείας, επιδικάζοντας το ποσό των 180 159,46 ευρώ και ολόκληρο το ποσό που εζητείτο για τις πιστωτικές εγγραφές, σε αμφότερες δε τις περιπτώσεις εντόκως.

20.      Κατόπιν εφέσεως της Volvo Car, το Oberlandesgericht (Γερμανία) μεταρρύθμισε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση ως προς το ύψος της αποζημιώσεως πελατείας και του ποσού που εζητείτο για τις πιστωτικές εγγραφές. Το οικείο δικαστήριο έκρινε ότι η AHW είχε αξίωση καταβολής αποζημιώσεως πελατείας στρεφόμενη κατά της Volvo Car, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 89b, παράγραφος 1, του HGB. Το Oberlandesgericht κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB πρέπει να ερμηνευθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας. Κατά συνέπεια, κατά το εν λόγω δικαστήριο, προκειμένου ο επιχειρηματίας να μην έχει αξίωση καταβολής αποζημιώσεως πελατείας, θα πρέπει αιτία της αποφάσεως καταγγελίας της συμβάσεως να αποτελεί αποχρών λόγος συνδεόμενος με πταίσμα του εμπορικού αντιπροσώπου. Το Oberlandesgericht θεωρεί ότι, ελλείψει τέτοιου αιτιώδους συνδέσμου, oι συγκεκριμένες περιστάσεις της πρόωρης εκποιήσεως οχημάτων και η κρισιμότητα του ζητήματος εάν υπήρξε εκ των προτέρων ενημέρωση της Volvo Car, πρέπει να εξεταστούν το πρώτον στο πλαίσιο του ελέγχου σχετικά με το κατά πόσον τυχόν καταβολή αποζημιώσεως πελατείας είναι δίκαιη κατά την έννοια του άρθρου 89b, παράγραφος 1, σημείο 3, του HGB.

21.      Κατά της αποφάσεως του Oberlandesgericht, η Volvo Car άσκησε αναίρεση.

22.      Κρίνοντας ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το Bundesgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 18, στοιχείο α΄ [της οδηγίας] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν έχει αξίωση καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως και στην περίπτωση κανονικής καταγγελίας από τον εντολέα, όταν υπήρχε μεν αποχρών λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο λόγω πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου κατά τον χρόνο της κανονικής καταγγελίας, πλην όμως ο λόγος αυτός δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας;

2)      Σε περίπτωση που μια τέτοια εθνική ρύθμιση συνάδει προς την οδηγία, αντιβαίνει στο άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας η αναλογική εφαρμογή της εθνικής ρυθμίσεως σχετικά με τον αποκλεισμό της αξιώσεως κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στην περίπτωση που ανέκυψε αποχρών λόγος, για την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο λόγω πταίσματος του εμπορικού αντιπροσώπου, το πρώτον μετά την κανονική καταγγελία, περιήλθε δε σε γνώση του εντολέα το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως με αποτέλεσμα αυτός να μην μπορεί πλέον να προβεί στην καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο επικαλούμενος το πταίσμα του εμπορικού αντιπροσώπου;»

23.      Γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσαν η Volvo Car, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Επίσης, η AHW, η Γερμανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Μαΐου 2010.

III – Ανάλυση

24.      Αμφότερα τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβάλλει το Bundesgerichtshof αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το οποίο προβλέπει τον αποκλεισμό της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας την οποία διαθέτει, κατ’ αρχήν, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας «όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο».

25.      Με το πρώτο ερώτημα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτή εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας εμπορικός αντιπρόσωπος, του οποίου η σύμβαση καταγγέλλεται, δεν έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας, όταν ο εντολέας προσάπτει σε αυτόν πλημμελή συμπεριφορά η οποία υπήρχε μεν κατά το χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως, πλην όμως δεν ήταν η αιτία της εν λόγω καταγγελίας.

26.      Με το δεύτερο ερώτημα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εμπορικός αντιπρόσωπος και όταν η πλημμελής συμπεριφορά αυτού έλαβε χώρα κατόπιν της αποφάσεως του εντολέα να καταγγείλει τη σύμβαση, περιήλθε δε σε γνώση του τελευταίου το πρώτον μετά τη λήξη της οικείας συμβάσεως.

 Α –      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα

27.      Πριν ακολουθήσει η ανάλυση επί της ουσίας, θα πρέπει να αρθούν δύο εμπόδια που τίθενται όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παρούσας προδικαστικής παραπομπής.

28.      Το πρώτο εμπόδιο, το οποίο επισήμανε η Volvo Car, συνίσταται στη θεώρηση ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, καθόσον η οδηγία της οποίας ζητείται η ερμηνεία αφορά τις σχέσεις μεταξύ εμπορικών αντιπροσώπων και αντιπροσωπευομένων, ενώ στην κύρια δίκη πρόκειται για αντιδικία μεταξύ παραχωρησιούχου και παραχωρούντος.

29.      Συναφώς, παρατηρείται ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, κατά τη μεταφορά της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, ο Γερμανός νομοθέτης επέλεξε οι προστατευτικές διατάξεις σχετικά με την αποζημίωση πελατείας να ισχύουν και για τους παραχωρησιούχους. Επομένως, κατά το γερμανικό δίκαιο, οι σχετικές με την αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου διατάξεις του άρθρου 89b του HGB έχουν αναλογική εφαρμογή επί συμβάσεων παραχωρήσεως, όπως είναι αυτή που είχε συναφθεί μεταξύ της Volvo Car και της AHW. Κατά πάγια νομολογία του Bundesgerichtshof, για τον σκοπό αυτό, ο παραχωρησιούχος απαιτείται να εντάσσεται στο δίκτυο πωλήσεων του οικείου παραγωγού ή του παρέχοντος υπηρεσίες και να έχει την υποχρέωση να εκχωρήσει την πελατεία του στον εν λόγω παραγωγό ή παρέχοντα υπηρεσίες, με αποτέλεσμα, κατά τη λήξη της συμβάσεως, ο τελευταίος να μπορεί να αξιοποιήσει αμέσως και χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις τα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την εν λόγω πελατεία. Εξάλλου, η τήρηση των εν λόγω όρων και η εξομοίωση του παραχωρησιούχου με εμπορικό αντιπρόσωπο η οποία έπεται της εφαρμογής του γερμανικού δικαίου δεν αμφισβητούνται στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.

30.      Το Δικαστήριο είναι, κατά τη γνώμη μου, αρμόδιο να απαντήσει σε ερωτήματα που ανακύπτουν στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως. Συγκεκριμένα, όπως παγίως κρίνει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες κάθε υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα, για τη διαμόρφωση της δικής του κρίσεως, εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου απόρριψη αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον εφόσον προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που ζητείται ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή όταν το ερώτημα είναι αορίστου ή υποθετικού χαρακτήρα (3). Επομένως, όταν τα εθνικά δικαστήρια υποβάλλουν ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο οφείλει κατ’ αρχήν να αποφαίνεται. Πράγματι, ούτε από το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ούτε από το αντικείμενο της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας προκύπτει ότι πρόθεση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να αποκλείσουν από την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τις αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που αφορούν διάταξη του κοινοτικού δικαίου στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής προκειμένου να προσδιοριστούν οι κανόνες που θα εφαρμοστούν σε αμιγώς εσωτερικής φύσεως κατάσταση του κράτους αυτού (4). Κατά το Δικαστήριο, όταν μια εθνική νομοθεσία εναρμονίζει τις λύσεις που προβλέπει για τις αμιγώς εσωτερικής φύσεως καταστάσεις με τις λύσεις που προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο, προκειμένου ιδίως να αποφευχθούν διακρίσεις ή ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, υφίσταται οπωσδήποτε κοινοτικό συμφέρον για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων ή των εννοιών που αντιστοιχούν σε διατάξεις ή έννοιες του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες αυτές τυγχάνουν εφαρμογής, προκειμένου να αποφεύγονται στο μέλλον ερμηνευτικές αποκλίσεις (5).

31.      Το δεύτερο εμπόδιο που τίθεται όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, το οποίο επισήμανε η Επιτροπή, αφορά αποκλειστικώς το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο, καθόσον αναφέρεται στην περίπτωση στην οποία η πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, πλην όμως δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας αυτής, αφορά μια κατάσταση ξένη προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και, επομένως, έχει υποθετικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η πλημμελής συμπεριφορά η οποία προσάπτεται στην AHW έλαβε χώρα πριν από την απόφαση της Volvo Car να καταγγείλει τη σύμβαση, μόνον τα πραγματικά περιστατικά του δευτέρου ερωτήματος συμπίπτουν ακριβώς με αυτά της διαφοράς της κύριας δίκης. Θα μπορούσε επομένως να θεωρηθεί ότι η απάντηση του Δικαστηρίου ενδείκνυται να επικεντρωθεί αποκλειστικώς στο δεύτερο αυτό ερώτημα.

32.      Εντούτοις, αυτή δεν είναι η οδός την οποία προτείνω στο Δικαστήριο να ακολουθήσει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, φρονώ ότι θα ήταν υπερβολικό να θεωρηθεί ότι το πρώτο ερώτημα δεν έχει προδήλως καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. Ασφαλώς, η υπόθεση επί της οποίας στηρίζεται το εν λόγω ερώτημα δεν αντιστοιχεί ακριβώς στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης. Εντούτοις, με το εν λόγω ερώτημα δίδεται έμφαση στο κύριο ζήτημα το οποίο τίθεται κατά την ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, και το οποίο είναι καθοριστικό για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, ήτοι στο εάν, προκειμένου εμπορικός αντιπρόσωπος να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας, απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πλημμελούς συμπεριφοράς του εν λόγω εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία είναι ικανή να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως αντιπροσωπείας κατά πάντα χρόνο, και της αποφάσεως του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει την οικεία σύμβαση.

33.      Εξάλλου, τα δύο ερωτήματα συνδέονται στενά μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται, κατά το αιτούν δικαστήριο δε, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα αποτελεί προαπαιτούμενο για το δεύτερο. Προτείνεται μάλιστα στο Δικαστήριο να εξετάσει τα δύο ερωτήματα από κοινού, προκειμένου να δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο και, ταυτοχρόνως, να διασφαλίσει τη συνοχή ως προς την έννοια υπό την οποία πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

34.      Επομένως, πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό ότι με την παρούσα προδικαστική παραπομπή ζητείται, κυρίως, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εμπορικός αντιπρόσωπος, του οποίου η σύμβαση καταγγέλλεται, όταν ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει, μετά τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως αντιπροσωπείας, την ύπαρξη πλημμελούς συμπεριφοράς η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και η οποία δικαιολογούσε την καταγγελία της οικείας συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, πλην όμως δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας αυτής.

 Β –      Επί της ουσίας

35.      Όπως εκθέτει το Bundesgerichtshof με την απόφαση περί παραπομπής, από τη σύγκριση της γραμματικής διατυπώσεως του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας με αυτή του άρθρου 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB προκύπτει ότι η πρώτη είναι στενότερη όσον αφορά τις προϋποθέσεις αποκλεισμού της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου.

36.      Συγκεκριμένα, από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, προκύπτει ότι η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 17 της ίδιας οδηγίας δεν οφείλεται «όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω πταίσματος εμπορικού αντιπροσώπου το οποίο θα δικαιολογούσε βάσει της εθνικής νομοθεσίας καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο» (6). Ο αιτιολογικός σύνδεσμος «λόγω» εκφράζει την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της μη συμμορφώσεως του εμπορικού αντιπροσώπου η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο και της αποφάσεως του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση.

37.      Επομένως, ακόμη και εάν περιοριστεί κανείς στη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, μπορεί να αποπειραθεί να ερμηνεύσει τη διάταξη αυτή κατά τρόπο παρέχοντα την αποτελεσματικότερη δυνατή προστασία στον εμπορικό αντιπρόσωπο και να δώσει στο αιτούν δικαστήριο την απάντηση ότι η εν λόγω διάταξη έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτή να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εμπορικός αντιπρόσωπος, του ο οποίου η σύμβαση καταγγέλλεται, όταν ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει a posteriori την ύπαρξη πταίσματος το οποίο δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας αυτής.

38.      Εντούτοις, η γραμματική διατύπωση του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας δεν εμφανίζει, κατά τη γνώμη μου, τον επαρκή βαθμό σαφήνειας, ώστε να μπορώ να αρκεσθώ στη γραμματική ερμηνεία του. Συγκεκριμένα, η εν λόγω γραμματική διατύπωση δεν είναι απολύτως σαφής όσον αφορά το ζήτημα εάν καθοριστικό όρο για τον αποκλεισμό της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας αποτελεί η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πλημμελούς συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο και της αποφάσεως του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση ή, πρωτίστως, το γεγονός ότι η πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της οικείας συμβάσεως. Για τους λόγους αυτούς, η εν λόγω διάταξη πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία σκοπό και το σύστημα που αυτή θεσπίζει (7).

39.      Όσον αφορά, κατά πρώτο λόγο, την οικονομία της οδηγίας, θεωρώ ότι το άρθρο 18, στοιχείο α΄, αυτής δεν μπορεί να ερμηνευθεί μεμονωμένα, αλλά σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 16, στοιχείο α΄, της ίδιας οδηγίας, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή και η πρακτική αποτελεσματικότητα όλων των διατάξεων αυτών.

40.      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος υπέχει, δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας, σειρά υποχρεώσεων. Συγκεκριμένα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να εκτελεί την αποστολή που του ανατίθεται και να υποβάλει αναφορά σχετικά με αυτή (8).

41.      Η υποχρέωση του εμπορικού αντιπροσώπου να εκτελεί την αποστολή που του ανατίθεται έχει τρία σκέλη· συγκεκριμένα, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου, να δρα νομίμως και να ενεργεί με επιμέλεια.

42.      Όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις του αντιπροσωπευομένου, πρέπει να σημειωθεί ότι, καίτοι ο εμπορικός αντιπρόσωπος διαθέτει γενικώς σημαντική ελευθερία κατά την εκτέλεση της αποστολής του, καθότι αποτελεί, εξ ορισμού, ανεξάρτητο επαγγελματία (9), εντούτοις, οφείλει να συμμορφώνεται προς τις δεσμευτικές υποδείξεις που ενδεχομένως του παρέχει ο αντιπροσωπευόμενος όσον αφορά ορισμένες πτυχές της αποστολής του, επί παραδείγματι σε σχέση με τους όρους που αφορούν τις συμβάσεις που συνάπτει με την πελατεία του.

43.      Εξάλλου, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να επιδεικνύει επιμέλεια κατά την εκτέλεση της αποστολής του, δηλαδή οφείλει να εκτελεί τη σύμβασή του ως «συνεπής επαγγελματίας». Θεωρείται, επί παραδείγματι, ότι δεν συμμορφώνεται προς την υποχρέωση αυτή όταν παραλείπει να επισκέπτεται την πελατεία, η δραστηριότητά του είναι ανεπαρκής, οι προσπάθειες που καταβάλλει για την προαγωγή της αποστολής του δεν κατανέμονται ισομερώς κατά τόπο και χρόνο ή το σύστημα οργανώσεως που εφαρμόζει δεν είναι ικανοποιητικό.

44.      Εν τέλει, ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει υποχρέωση πίστεως έναντι του αντιπροσωπευομένου του. Για τον σκοπό αυτό, οφείλει να διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που αφορούν την εμπορική στρατηγική του αντιπροσωπευομένου και δεν μπορεί να δεχθεί να αντιπροσωπεύει ανταγωνίστρια εταιρεία του αντιπροσωπευομένου χωρίς τη συγκατάθεσή του.

45.      Εκτός από την υποχρέωση του εμπορικού αντιπροσώπου να εκτελεί την αποστολή που του ανατίθεται, ο τελευταίος οφείλει επίσης να αναφέρεται στον αντιπροσωπευόμενο σχετικά με αυτή. Η εν λόγω υποχρέωση συνίσταται στο να τηρεί τον αντιπροσωπευόμενο ενήμερο όσον αφορά τα αποτελέσματα της αποστολής του και να παρέχει σε αυτόν κάθε αναγκαία πληροφορία την οποία διαθέτει. Επί παραδείγματι, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να παρέχει στον αντιπροσωπευόμενο κάθε χρήσιμο στοιχείο όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τους ανταγωνιστές οι οποίοι μετέχουν στην εν λόγω αγορά.

46.      Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών συνεπάγεται βεβαίως την επιβολή κυρώσεων.

47.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 16, στοιχείο α΄, της οδηγίας καταλείπει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες καθιστούν δυνατή την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο λόγω παραλείψεως ενός των μερών να εκτελέσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του, μολονότι, κατ’ αρχήν, ο αντιπροσωπευόμενος υποχρεούται, κατά το άρθρο 15 της οδηγίας, να τηρεί συγκεκριμένη προθεσμία καταγγελίας.

48.      Επομένως, το ίδιο είδος πλημμελούς συμπεριφοράς το οποίο δικαιολογεί, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, απαλλάσσει, βάσει του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, τον αντιπροσωπευόμενο από την υποχρέωση να καταβάλει αποζημίωση πελατείας στον εμπορικό αντιπρόσωπο.

49.      Τη διάταξη αυτή διαπνέει η ιδέα ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος πρέπει να έχει την προβλεπόμενη στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, αξίωση αποζημιώσεως πελατείας μόνον όταν τούτο συνάδει προς τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου. Η εν λόγω αξίωση υπάρχει, επομένως, μόνον όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν ενήργησε ενάντια στα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου. Αντιθέτως, όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος, παραβαίνοντας τις υποχρεώσεις που υπέχει, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 3 της οδηγίας, ενήργησε σε βάρος των συμφερόντων του αντιπροσωπευομένου, διαρρηγνύοντας έτσι το δεσμό εμπιστοσύνης που τους συνδέει, δεν θεωρείται πλέον άξιος προστασίας. Στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να απαιτείται από τον αντιπροσωπευόμενο να καταβάλει αποζημίωση πελατείας, καθώς ο σκοπός αυτής συνίσταται στο να επιβραβεύσει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο οικείος εμπορικός αντιπρόσωπος για την ανάπτυξη της πελατείας του, ενεργώντας σε συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που υπείχε. Καθοριστικό για την αναγνώριση αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας είναι, επομένως, όχι μόνον το ζήτημα εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος πληροί τους όρους χορηγήσεως τέτοιας αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, αλλά, επίσης, εάν εκπλήρωσε την αποστολή του, σεβόμενος τις υποχρεώσεις προς τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται βάσει του άρθρου 3 της εν λόγω οδηγίας.

50.      Εξάλλου, εφόσον ο σκοπός της καταβολής αποζημιώσεως πελατείας συνίσταται στην αποτροπή του αδικαιολόγητου πλουτισμού του αντιπροσωπευομένου, καθόσον η αποζημίωση αυτή αποτελεί αντάλλαγμα για το όφελος το οποίο αυτός εξακολουθεί να αντλεί, μετά τη λήξη της συμβάσεως αντιπροσωπείας, από τις δραστηριότητες τις οποίες διεξήγαγε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και για τις οποίες έπαυσε να αμείβεται, ο αποκλεισμός της αξιώσεως τέτοιας αποζημιώσεως σκοπεί, παράλληλα, να αποτρέψει τυχόν αδικαιολόγητο πλουτισμό του εμπορικού αντιπροσώπου ο οποίος επέδειξε πλημμελή συμπεριφορά. Η παροχή αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας στον εμπορικό αντιπρόσωπο ο οποίος αποδεικνύεται ότι παρέβη τις υποχρεώσεις του συνιστά πλουτισμό ο δικαιολογητικός λόγος του οποίου συνίσταται σε μια απάτη, πράγμα που, ασφαλώς, δεν αποτελούσε πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης όταν θέσπισε το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας. Συναφώς, η εν λόγω οδηγία αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων του αντιπροσωπευομένου, αποτρέποντας, ιδίως, τον προκαλούμενο λόγω απάτης πλουτισμό του εμπορικού αντιπροσώπου.

51.      Από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι έναν από τους κύριους όρους για την απώλεια της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας αποτελεί ότι η προσαπτομένη στον εμπορικό αντιπρόσωπο πλημμελής συμπεριφορά έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβατικής σχέσεως. Κατά τη γνώμη μου, ελάχιστη σημασία έχει εάν η πλημμελής συμπεριφορά έλαβε χώρα πριν από την απόφαση του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση για άλλο λόγο, και όχι εξαιτίας παρόμοιας πλημμελούς συμπεριφοράς, ή κατόπιν της αποφάσεως αυτής (10). Θεωρώ ότι αποκλεισμός της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας, κατ’ αρχήν, δικαιολογείται και λόγω πλημμελούς συμπεριφοράς η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας η οποία πρέπει να τηρείται σε περίπτωση κανονικής καταγγελίας, όπως συνέβη στην υπόθεση της κύριας δίκης, καθό μέτρο η συμπεριφορά αυτή συνιστά παράβαση εκ μέρους του εμπορικού αντιπροσώπου των υποχρεώσεων προς τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται έως την εν τοις πράγμασι λήξη της συμβάσεως.

52.      Επιπλέον, το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας προϋποθέτει ότι η πλημμελής συμπεριφορά που προσάπτεται στον εμπορικό αντιπρόσωπο μπορεί να δικαιολογήσει, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, διατύπωση που αφήνει να εννοηθεί ότι πρέπει να πρόκειται για αρκούντως σοβαρή πλημμελή συμπεριφορά. Το άρθρο 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB απαιτεί να υπάρχει «αποχρών λόγος λύσεως της συμβάσεως ο οποίος συνδέεται με πταίσμα του εμπορικού αντιπροσώπου». Χάριν συγκρίσεως, σημειώνεται ότι το γαλλικό δίκαιο προϋποθέτει στην αντίστοιχη περίπτωση σοβαρό πταίσμα του εμπορικού αντιπροσώπου, όπως, επί παραδείγματι, ενέργειες αθέμιτου ανταγωνισμού, ύβρεις σε βάρος του εντολέα, παράνομη συμπεριφορά, σοβαρή παράβαση των υποδείξεων που παρασχέθηκαν ή της υποχρεώσεως εμπιστευτικότητας.

53.      Εν κατακλείδι, από το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 και 16, στοιχείο α΄, αυτής, προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι ο αντιπροσωπευόμενος δεν οφείλει, κατ’ αρχήν, αποζημίωση πελατείας, όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος προέβη, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβατικής σχέσεως, σε πλημμελή συμπεριφορά η οποία μπορεί να δικαιολογήσει, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο και η οποία περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου το πρώτον μετά την καταγγελία της συμβάσεως.

54.      Φρονώ ότι η απαίτηση η πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου να έλαβε χώρα πριν από την απόφαση του αντιπροσωπευομένου να καταγγείλει τη σύμβαση κατά πάντα χρόνο, η δε πλημμελής συμπεριφορά να αποτελεί την αιτία της εν λόγω καταγγελίας, δεν συνάδει προς την απορρέουσα από τον συνδυασμό των άρθρων 3, 16, στοιχείο α΄, και 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας ανάγκη η πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου να υπόκειται σε κυρώσεις.

55.      Συγκεκριμένα, παρόμοιος όρος θα συνεπαγόταν διακριτική μεταχείριση του εμπορικού αντιπροσώπου ο οποίος δεν κατόρθωσε να αποκρύψει την πλημμελή συμπεριφορά του, λόγω του ότι αυτή έγινε αντιληπτή από τον αντιπροσωπευόμενο προτού καταγγείλει τη σύμβαση, έναντι του εμπορικού αντιπροσώπου ο οποίος, αντιθέτως, κατόρθωσε να αποκρύψει την πλημμελή συμπεριφορά του, με αποτέλεσμα αυτή να γίνει αντιληπτή από τον αντιπροσωπευόμενο το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως. Ενώ στην περίπτωση του πρώτου εμπορικού αντιπροσώπου, όχι μόνον θα ήταν δυνατή η καταγγελία της συμβάσεώς του κατά πάντα χρόνο, αλλά επίσης δεν θα είχε αξίωση αποζημιώσεως πελατείας, στην περίπτωση του δεύτερου εμπορικού αντιπροσώπου, η καταγγελία της συμβάσεώς του δεν θα ήταν πλέον δυνατή κατά πάντα χρόνο και επιπλέον δεν θα επιβαλλόταν σε αυτόν η κύρωση της απώλειας της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας.

56.      Μια τέτοια διακριτική μεταχείριση θα ενθάρρυνε την απάτη και θα καταργούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 3 της οδηγίας, προκαλώντας μάλιστα ανεπιθύμητες συνέπειες.

57.      Όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, αναφερόμενο στην περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν ο επιχειρηματίας προβαίνει σε τακτική καταγγελία της συμβατικής σχέσεως και λαμβάνει γνώση της υπαίτιας συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία του παρέχει το δικαίωμα να προβεί σε καταγγελία κατά πάντα χρόνο, το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως αυτής, και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να προβεί στην καταγγελία λόγω της συμπεριφοράς αυτής, ο εμπορικός αντιπρόσωπος χρήζει της αυτής ελάχιστης προστασίας ακριβώς όπως και εάν ο επιχειρηματίας είχε λάβει γνώση της συμπεριφοράς του εμπορικού αντιπροσώπου κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και, κατόπιν αυτού, είχε προβεί πράγματι σε καταγγελία της συμβατικής σχέσεως λόγω της συμπεριφοράς αυτής. Κρίσιμο για το γεγονός ότι το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας επιτάσσει τον αποκλεισμό της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας είναι το ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι υπαίτιος για μια σοβαρή πλημμελή συμπεριφορά κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβατικής σχέσεως η οποία αιτιολογεί την καταγγελία κατά πάντα χρόνο. Τέτοιος επιτακτικός αποκλεισμός της αποζημιώσεως πελατείας δεν μπορεί να εξαρτάται από το εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατόρθωσε να αποκρύψει την πλημμελή συμπεριφορά του μέχρι λήξεως της συμβάσεως. Πράγματι, ο εμπορικός αντιπρόσωπος, ο οποίος επιτυγχάνει τούτο, είναι το ίδιο ελάχιστα άξιος προστασίας όπως και ο εμπορικός αντιπρόσωπος του οποίου η πλημμελής συμπεριφορά αποκαλύφθηκε εγκαίρως.

58.      Συντάσσομαι επίσης με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, κατά το οποίο πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι, ακριβώς μετά από μια κανονική καταγγελία από τον επιχειρηματία, ενδέχεται να υπάρξει κίνδυνος να χρησιμοποιήσει ο εμπορικός αντιπρόσωπος το χρονικό διάστημα που απομένει μέχρι λήξεως της συμβάσεως προκειμένου να αντλήσει αδικαιολόγητα πλεονεκτήματα, επιδεικνύοντας έτσι υπαίτια συμπεριφορά, η οποία δεν περιέρχεται σε γνώση του επιχειρηματία μέχρι τη λήξη της συμβάσεως, η οποία όμως θα του παρείχε το δικαίωμα να προβεί στην καταγγελία για αποχρώντα λόγο, εφόσον είχε ενημερωθεί γι’ αυτήν νωρίτερα. Προκειμένου να αποφεύγεται τέτοιου είδους πλημμελής συμπεριφορά κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και, ιδίως, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας καταγγελίας, ο αντιπροσωπευόμενος πρέπει να μπορεί να απαιτεί κατά πάντα χρόνο την τήρηση των υποχρεώσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 3 της οδηγίας, προς τις οποίες υποχρεούται να συμμορφώνεται ο εμπορικός του αντιπρόσωπος, και θα πρέπει επομένως να απαλλάσσεται της υποχρεώσεως καταβολής αποζημιώσεως πελατείας, όταν ανακαλύπτει τέτοια πταίσματα κατόπιν της λήξεως της συμβάσεως.

59.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτό να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εμπορικός αντιπρόσωπος, του οποίου η σύμβαση καταγγέλλεται, όταν ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει, μετά τη λήξη της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας, την ύπαρξη πλημμελούς συμπεριφοράς η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της εν λόγω συμβάσεως και η οποία μπορούσε να δικαιολογήσει την καταγγελία της οικείας συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, πλην όμως δεν ήταν η αιτία της καταγγελίας αυτής, καθόσον η πλημμελής συμπεριφορά περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου το πρώτον μετά τη λήξη της συμβάσεως.

60.      Η ανωτέρω ερμηνεία του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας επιρρωννύεται από τους επιδιωκόμενους με αυτή σκοπούς.

61.      Σκοπός της οδηγίας είναι, αναμφιβόλως, η προστασία των προσώπων που, κατά τις διατάξεις της, διαθέτουν την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου (11). Σκοπός των άρθρων 17 έως 19 της εν λόγω οδηγίας, ειδικότερα, είναι η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου μετά τη λήξη της συμβάσεως, το δε καθεστώς αποζημιώσεως πελατείας που θέσπισε προς τούτο η οδηγία έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου (12).

62.      Η προστασία των εμπορικών αντιπροσώπων δεν αποτελεί εντούτοις το μοναδικό σκοπό της οδηγίας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της, τα επιτασσόμενα από την οδηγία αυτή μέτρα εναρμονίσεως αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στο να εξαλείψουν τους περιορισμούς της ασκήσεως του επαγγέλματος του εμπορικού αντιπροσώπου, να καταστήσουν ομοιόμορφους τους όρους του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Κοινότητας και να αυξήσουν την ασφάλεια των εμπορικών πράξεων (13). Σκοπός συνεπώς του προβλεπόμενου στα άρθρα 17 έως 19 της οδηγίας καθεστώτος είναι η προστασία, μέσω της κατηγορίας των εμπορικών αντιπροσώπων, της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της λειτουργίας ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς (14). Εν τέλει, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αποσκοπεί επίσης στη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων μεταξύ των κρατών μελών, μέσω της προσεγγίσεως των συστημάτων δικαίου των κρατών μελών στον τομέα της εμπορικής αντιπροσωπείας (15).

63.      Θεωρώ ότι οι σκοποί αυτοί, ιδίως η διασφάλιση της λειτουργίας ενός μη νοθευμένου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, θα υπονομεύονταν εάν το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό να μην μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας πλημμελής συμπεριφορά όπως η προσαπτομένη στην AHW. Συγκεκριμένα, είναι αναγκαίο, κατά τη γνώμη μου, η επιδιωκόμενη από το νομοθέτη της Ένωσης ομοιομορφοποίηση των όρων του ανταγωνισμού να πραγματοποιηθεί επί ισχυρών βάσεων, ώστε να αποκλείεται αποκλίνουσα ερμηνεία, η οποία θα ήταν ικανή να ενθαρρύνει την αθέμιτη συμπεριφορά αδίστακτων εμπορικών αντιπροσώπων, ιδίως κατά τη διάρκεια της προθεσμίας που προηγείται της λήξεως της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας.

64.      Πριν ολοκληρώσω τις παρούσες σκέψεις, θα ήθελα να παραθέσω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

65.      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται να δοθεί απάντηση στο επιχείρημα, το οποίο, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, υποστηρίζει μερίδα της νομικής θεωρίας στη Γερμανία, ότι, έστω βάσει συσταλτικής ερμηνείας των άρθρων 89b, παράγραφος 3, σημείο 2, του HGB και 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το πταίσμα του εμπορικού αντιπροσώπου μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου του δικαστηρίου σχετικά με το κατά πόσον η καταβολή αποζημιώσεως πελατείας είναι δίκαιη υπό την έννοια των άρθρων 89b, παράγραφος 1, σημείο 3, του HGB και 17, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας.

66.      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διατύπωση της τελευταίας διατάξεως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εάν και στον βαθμό που «η καταβολή της αποζημιώσεως αυτής είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων». Ο έλεγχος επιείκειας διαδραματίζει επομένως τον ρόλο μιας βαλβίδας ασφαλείας που τίθεται στη διάθεση του δικαστή για την προσαρμογή του ποσού της αποζημιώσεως πελατείας, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ενδεχομένως, σε ακραίες περιπτώσεις, για να αποκλείσει κάθε αποζημίωση πελατείας (16).

67.      Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής εξουσίας την οποία διαθέτουν οι εθνικοί δικαστές στο πλαίσιο του ανωτέρω ελέγχου επιείκειας, σημειώνεται, πάντως, ότι ο έλεγχος αυτός δεν συνιστά υποχρεωτικό καθεστώς αποκλεισμού κάθε αποζημιώσεως πελατείας όταν συντρέχει πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου η οποία δικαιολογεί, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο. Ο έλεγχος επιείκειας δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αντικαταστήσει τον κανόνα αποκλεισμού της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας βάσει του άρθρου 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, το οποίο έχει χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου (17).

68.      Περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ της εφαρμογής είτε συστήματος αποζημιώσεως πελατείας, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας, είτε συστήματος ανορθώσεως της ζημίας, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι στην τελευταία αυτή διάταξη δεν πραγματοποιείται ουδεμία αναφορά στο δίκαιο χαρακτήρα του οικείου συστήματος, οπότε η λύση κατά την οποία η πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο του ελέγχου επιείκειας, εν πάση περιπτώσει, δεν ενδείκνυται για τα κράτη μέλη τα οποία έχουν επιλέξει την εφαρμογή του συστήματος ανορθώσεως της ζημίας. Η λύση αυτή δεν μπορεί επομένως να αποτελέσει γενικού χαρακτήρα εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τον υποχρεωτικό αποκλεισμό της αξιώσεως αποζημιώσεως πελατείας που προκύπτει από το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας.

69.      Αντιθέτως, η εφαρμογή της λύσεως κατά την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας όταν προέβη, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, σε πλημμελή συμπεριφορά η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως κατά πάντα χρόνο, καθιστά δυνατή την απονομή στα εθνικά δικαστήρια, στα οποία και μόνον απόκειται η αξιολόγηση της σοβαρότητας τέτοιας πλημμελούς συμπεριφοράς, διακριτικής εξουσίας της οποίας το περιεχόμενο παραμένει αμετάβλητο, ανεξαρτήτως του συστήματος το οποίο έχουν επιλέξει τα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που η πλημμελής συμπεριφορά περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, έγινε όμως ανεκτή από αυτόν, δεν αποκλείεται η απουσία οιασδήποτε μομφής ή προειδοποιήσεως εκ μέρους του αντιπροσωπευομένου όσον αφορά τη συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, εφόσον η συμπεριφορά αυτή περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου και έγινε ανεκτή από αυτόν, να είναι κρίσιμη όσον αφορά την αξίωση αποζημιώσεως πελατείας του εν λόγω εμπορικού αντιπροσώπου. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε, συγκεκριμένα, να υποστηριχθεί, βάσει των άρθρων 3, 16, στοιχείο α΄, και 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας, ότι, λαμβανομένης υπόψη της ανοχής την οποία επέδειξε ο αντιπροσωπευόμενος, παραλείποντας να καταγγείλει τη σύμβαση κατά πάντα χρόνο, η πλημμελής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου δεν είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε εξαιτίας της να μην έχει ο εμπορικός αντιπρόσωπος αξίωση αποζημιώσεως πελατείας.

IV – Πρόταση

70.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Bundesgerichtshof ως εξής:

«Το άρθρο 18, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για τον συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτό να μην έχει αξίωση αποζημιώσεως πελατείας εμπορικός αντιπρόσωπος του οποίου η σύμβαση καταγγέλλεται, όταν ο αντιπροσωπευόμενος αποδεικνύει, κατόπιν της λήξεως της συμβάσεως, την ύπαρξη πλημμελούς συμπεριφοράς η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως και μπορούσε να δικαιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεως αυτής κατά πάντα χρόνο, πλην όμως δεν ήταν η αιτία της εν λόγω καταγγελίας, καθόσον η πλημμελής αυτή συμπεριφορά περιήλθε σε γνώση του αντιπροσωπευομένου το πρώτον μετά τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 382, σ. 17, στο εξής: οδηγία.


3 – Βλ., ιδίως, όσον αφορά την ίδια οδηγία, απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, C‑3/04, Poseidon Chartering (Συλλογή 2006, σ. I‑2505, σκέψη 14 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


4 – Ibidem (σκέψη 15 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


5 – Ibidem (σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


6 –      Η υπογράμμιση δική μου. Ανάλογη διατύπωση χρησιμοποιείται και σε άλλες επίσημες γλώσσες εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί παραδείγματι, στα αγγλικά («because of default attributable to the commercial agent»), στα γερμανικά («wegen eines schuldhaften Verhaltens des Handelsvertreters»),στα ιταλικά («per un’inadempienza imputabile all’agente commerciale») και στα ισπανικά («por un incumplimiento imputable al agente comercial»).


7 – Βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Μαρτίου 2009, C‑348/07, Semen (Συλλογή 2009, σ. I‑2341, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


8 – Βλ. Pétel, P., «Agents commerciaux», Jurisclasseur commercial, τόμος 331.


9 – Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας.


10 –      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας «[ό]ταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπίας είναι αορίστου χρόνου, κάθε ένας από τους συμβαλλόμενους μπορεί να την καταγγείλει, με τήρηση ορισμένης προθεσμίας».


11 – Απόφαση της 30ής Απριλίου 1998, C‑215/97, Bellone (Συλλογή 1998, σ. I‑2191, σκέψη 13).


12 – Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2000, C‑381/98, Ingmar (Συλλογή 2000, σ. I‑9305, σκέψη 21).


13 – Ibidem (σκέψη 23).


14 – Ibidem (σκέψη 24).


15 – Απόφαση της 23ης Μαρτίου 2006, C‑465/04, Honyvem Informazioni Commerciali (Συλλογή 2006, σ. I‑2879, σκέψη 19).


16 –      Στο σημείο αυτό επαναλαμβάνω τη διατύπωση που χρησιμοποίησε ο γενικός εισαγγελέας Poiares Maduro για να περιγράψει τον έλεγχο επιείκειας στο σημείο 47 των προτάσεων που υπέβαλε στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Honyvem Informazioni Commerciali.


17 – Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Ingmar (σκέψεις 21 και 22).

Επάνω