Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62008CJ0089

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 2ας Δεκεμβρίου 2009.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ιρλανδίας και λοιπών.
Αίτηση αναιρέσεως - Κρατικές ενισχύσεις - Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 - Άρθρο 1, στοιχείο β΄, v - Πλημμελής αιτιολογία - Καθήκον του εθνικού δικαστή - Λόγος δημοσίας τάξεως που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή - Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως - Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.
Υπόθεση C-89/08 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-11245

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2009:742

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 2ας Δεκεμβρίου 2009 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κρατικές ενισχύσεις — Απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών — Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 — Άρθρο 1, στοιχείο β’, v — Πλημμελής αιτιολογία — Καθήκον του εθνικού δικαστή — Λόγος δημοσίας τάξεως που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή — Παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως — Περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση C-89/08 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2008,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci και N. Khan, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι

η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον D. O’Hagan, επικουρούμενο από τον P. McGarry, BL, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

η Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues και την A.-L. Vendrolini,

η Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον R. Adam, επικουρούμενο από τον G. Aiello, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

η Eurallumina SpA, με έδρα το Portoscuso (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον R. Denton, solicitor,

η Aughinish Alumina Ltd, με έδρα το Askeaton (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τον J. Handoll και την C. Waterson, solicitors,

προσφεύγουσες πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, K. Lenaerts, E. Levits, προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, P. Kūris (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Ilešič, J. Malenovský, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh και J.-J. Kasel, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Μαρτίου 2009,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαΐου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-50/06, T-56/06, T-60/06, T-62/06 και T-69/06, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

Οι οδηγίες περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης των πετρελαιοειδών

2

Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης των πετρελαιοειδών αποτέλεσαν αντικείμενο σειράς οδηγιών, ήτοι της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), της οδηγίας 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19), και της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), που κατήργησε τις οδηγίες 92/81 και 92/82 από 31ης Δεκεμβρίου 2003.

3

Βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούσε, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να εξουσιοδοτήσει τα κράτη μέλη να προβλέψουν περαιτέρω απαλλαγές ή μειώσεις φόρου κατανάλωσης, πέραν των προβλεπόμενων από την οδηγία αυτή απαλλαγών ή μειώσεων.

4

Με το άρθρο της 2, παράγραφος 4, στοιχείο β’, δεύτερη περίπτωση, η οδηγία 2003/96 προέβλεψε ότι δεν είχε εφαρμογή στις περιπτώσεις ενεργειακών προϊόντων διπλής χρήσεως, ήτοι στα προϊόντα που προορίζονται τόσο για χρήση ως καύσιμα, όσο και για άλλες χρήσεις. Πράγματι, από 1ης Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία θέσεως της οδηγίας αυτής σε εφαρμογή, δεν προβλέπεται πλέον ελάχιστος συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης βαρέος μαζούτ για την παραγωγή αλουμίνας. Επιπλέον, με το άρθρο 18, παράγραφος 1, η οδηγία 2003/96 παρέσχε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα, υπό τον όρο της προηγούμενης εξετάσεως από το Συμβούλιο, να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 τους μειωμένους συντελεστές ή τις απαλλαγές που αριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας, που προβλέπει τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βαρέος μαζούτ που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία.

Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999

5

Κατά το άρθρο του 1, στοιχείο β’, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), ως «υφιστάμενη ενίσχυση» νοείται:

«[…]

v)

κάθε ενίσχυση που θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξέλιξης της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Όταν ορισμένα μέτρα μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθέρωσης μιας δραστηριότητας από την κοινοτική νομοθεσία, τα μέτρα αυτά δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθέρωσης.»

Ιστορικό της διαφοράς

6

Η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία και η Γαλλική Δημοκρατία προβλέπουν απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στην περιοχή Shannon από το 1983, στη Σαρδηνία από το 1993 και στην περιοχή Gardanne από το 1997 (στο εξής: επίμαχες απαλλαγές).

7

Οι επίμαχες απαλλαγές χορηγήθηκαν με την απόφαση 92/510/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς τους υφιστάμενους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις υφιστάμενες απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 316, σ. 16), την απόφαση 93/697/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 321, σ. 29), και την απόφαση 97/425/ΕΚ του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την εξουσιοδότηση κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 182, σ. 22). Η ισχύς των επίμαχων απαλλαγών παρατάθηκε επανειλημμένως και για τελευταία φορά με την απόφαση 2001/224/ΕΚ, του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23), μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

8

Με την πέμπτη αιτιολογική σκέψη της, η απόφαση 2001/224 διευκρίνισε ότι δεν προδικάζει την έκβαση διαδικασιών οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ενδέχεται να κινηθούν ιδίως βάσει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και ότι δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 88 ΕΚ, τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις.

9

Με τρεις αποφάσεις της 30ής Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ για καθεμία από τις επίμαχες απαλλαγές. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, κατά την οποία:

οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή αλουμίνας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003 συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ·

οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 17η Ιουλίου 1990 έως την 2α Φεβρουαρίου 2002, στο μέτρο που είναι ασύμβατες προς την κοινή αγορά, δεν πρέπει να ανακτηθούν, καθώς αυτό θα αντέκειτο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου·

η ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1 και η οποία χορηγήθηκε από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003 είναι ασύμβατη προς την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, εφόσον οι δικαιούχοι δεν έχουν καταβάλει συντελεστή 13,01 ευρώ ανά 1000 kg βαρέος μαζούτ, και

οι τελευταίες αυτές ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν.

10

Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν αποτελούσαν υφιστάμενες αλλά νέες ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο β’, του κανονισμού 659/1999. Στήριξε την εκτίμηση αυτή, μεταξύ άλλων, στη διαπίστωση ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν υφίσταντο πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης ΕΚ στα οικεία κράτη μέλη, ότι ουδέποτε αξιολογήθηκαν ή εγκρίθηκαν βάσει των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις και ότι ουδέποτε κοινοποιήθηκαν.

11

Επιπλέον, με την 69η αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999 δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

12

Αφού εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι επίμαχες κρατικές ενισχύσεις ήταν, κατά την άποψή της, ασύμβατες προς την κοινή αγορά, η Επιτροπή έκρινε ότι, βάσει των αποφάσεων περί απαλλαγής και λαμβανομένου υπόψη ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεώς της, η ανάκτηση των ασυμβίβαστων ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στις 2 Φεβρουαρίου 2002, ημερομηνία δημοσιεύσεως των αποφάσεων περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αντιβαίνει στις αρχές προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφάλειας δικαίου.

Οι ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγές και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

13

Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 16, 17 και 23 Φεβρουαρίου 2006, η Ιταλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Γαλλική Δημοκρατία, η Eurallumina SpA και η Aughinish Alumina Ltd άσκησαν προσφυγές ζητώντας την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των διαφόρων υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και της εκδόσεως αποφάσεως.

14

Προς στήριξη των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως προέβαλαν κατ’ ουσίαν 23 λόγους ακυρώσεως αντλούμενους, μεταξύ άλλων, από εσφαλμένο χαρακτηρισμό των επίμαχων απαλλαγών ως νέων ενισχύσεων, ενώ πρόκειται για υφιστάμενες ενισχύσεις, και από παραβίαση των αρχών προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ασφάλειας δικαίου, τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, τεκμηρίου εγκυρότητας, lex specialis derogat legi generali, πρακτικής αποτελεσματικότητας και χρηστής διοικήσεως. Επικαλέστηκαν επίσης παράβαση του άρθρου 87 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

15

Με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ωστόσο, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, παρά την προβολή των ως άνω λόγων ακυρώσεως, έκρινε σκόπιμο, εν προκειμένω, να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη ένα λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, όσον αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

16

Συναφώς, αφού υπενθύμισε, με τη σκέψη 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον κοινοτικό δικαστή και παρέθεσε, με τις σκέψεις 48 και 49 της αποφάσεως αυτής, τη νομολογία περί του περιεχομένου της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως μιας κοινοτικής πράξεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τις σκέψεις 52 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε εξετάσει, με την επίδικη απόφαση, αν οι επίμαχες απαλλαγές αποτελούσαν νέες ή υφιστάμενες ενισχύσεις, αλλά περιορίστηκε, όσον αφορά το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999, στη διαπίστωση ότι το άρθρο αυτό δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω, χωρίς να αναφέρει τους σχετικούς λόγους.

17

Το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 56 έως 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως καθιστούσαν αναγκαίο να εξεταστεί αν οι επίμαχες απαλλαγές μπορούσαν πράγματι να θεωρηθούν ως υφιστάμενες ενισχύσεις, μολονότι δεν αποτελούσαν ενισχύσεις κατά τον χρόνο θέσεώς τους σε εφαρμογή, αλλά απέκτησαν την ιδιότητα αυτή σε μεταγενέστερο στάδιο λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς και χωρίς να μεταβληθούν από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή έπρεπε να αιτιολογήσει με επαρκή νομικά επιχειρήματα την επίδικη απόφαση όσον αφορά το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

18

Οι εν λόγω ιδιαίτερες περιστάσεις εκτίθενται, κατ’ ουσίαν, με τις σκέψεις 56 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

19

Πρώτον, με πολλές από τις εγκρίνουσες τις επίμαχες απαλλαγές αποφάσεις, η Επιτροπή δέχεται ότι οι απαλλαγές αυτές δεν συνεπάγονται στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρεμποδίζουν την άρτια λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Από κανένα ωστόσο σημείο της επίδικης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι η έννοια της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού πρέπει να τυγχάνει διαφορετικής ερμηνείας στον φορολογικό τομέα και στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Πολλές από τις αποφάσεις αυτές αναφέρουν επίσης ότι η Επιτροπή θα εξετάζει τακτικώς τις επίμαχες απαλλαγές προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμβατότητά τους με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και με άλλους σκοπούς της Συνθήκης.

20

Δεύτερον, με την 97η αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναγνώρισε τουλάχιστον ότι οι εν λόγω εγκρίνουσες απαλλαγές αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατόπιν δικών της προτάσεων, δημιούργησαν την εντύπωση ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά τη θέση τους σε ισχύ. Το ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιλαμβάνεται στο σχετικό με την ανάκτηση των ενισχύσεων τμήμα της επίδικης αποφάσεως δεν επηρεάζει το περιεχόμενό της.

21

Τρίτον, οι επίμαχες απαλλαγές εγκρίθηκαν και ανανεώθηκαν, διαδοχικώς, με αποφάσεις του Συμβουλίου εκδοθείσες κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και, πέραν της αποφάσεως 2001/224, καμία από τις αποφάσεις αυτές δεν έκανε λόγο για ενδεχόμενη αντίφαση προς τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Με την 96η αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή καθαυτή τονίζει, εξάλλου, ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν αναμένουν από την Επιτροπή να υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις ασυμβίβαστες προς τις διατάξεις της Συνθήκης.

22

Το Πρωτοδικείο κατέληξε, με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ, όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

Αιτήματα των διαδίκων

23

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο προκειμένου να εξεταστεί εκ νέου και να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των διαδικασιών.

24

Η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Eurallumina SpA και η Aughinish Alumina Ltd ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25

Επικουρικώς, η Eurallumina SpA ζητεί από το Δικαστήριο, στην περίπτωση κατά την οποία δεχθεί τον έκτο λόγο αναιρέσεως, με τον οποίο η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση στο μέτρο που επεξέτεινε την τυπική διαδικασία ελέγχου στις θεσπισθείσες μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003 επίμαχες απαλλαγές, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση μόνον επί του σημείου αυτού.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

26

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους.

27

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται, κατ’ ουσίαν, από υπέρβαση της εξουσίας του Πρωτοδικείου, στο μέτρο που έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη τον σχετικό με πλημμελή αιτιολογία λόγο ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παράβαση των άρθρων 230 ΕΚ και 253 ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 88 ΕΚ και τους κανόνες περί διεξαγωγής της διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως αντλούνται, κατ’ ουσίαν, από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ εκ μέρους του Πρωτοδικείου, στο μέτρο που το Πρωτοδικείο κακώς διαπίστωσε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999. Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως ζητείται να διαπιστωθεί ότι το Πρωτοδικείο δεν μπορούσε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση με την αιτιολογία ότι επεκτείνει την τυπική διαδικασία ελέγχου στις επίμαχες απαλλαγές που χορηγήθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του Πρωτοδικείου λόγω της αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγου ακυρώσεως αντλούμενου από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

28

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, εξήλθε του πλαισίου της διαφοράς, όπως προσδιορίστηκε από τους διαδίκους, παραβίασε την αρχή της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς και αποφάνθηκε ultra petita, με αποτέλεσμα να ενεργήσει καθ’ υπέρβαση της αρμοδιότητάς του και να υποπέσει σε διαδικαστική πλημμέλεια θίγοντας τα συμφέροντά της.

29

Προς στήριξη των αιτιάσεών της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως που το Πρωτοδικείο έλαβε αυτεπαγγέλτως υπόψη ουδεμία σχέση έχει με τους 23 λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως, καθώς και με τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τους φακέλους των πέντε συνεκδικαζόμενων υποθέσεων, από τους οποίους δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν αποτελούσαν ενισχύσεις όταν θεσπίστηκαν, αλλά απέκτησαν την ιδιότητα αυτή σε μεταγενέστερο στάδιο, λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς.

30

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως που εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως δεν αφορά, στην πραγματικότητα, την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, αλλά τη νομιμότητά της, καθόσον η αιτιολογία την οποία απαιτεί το Πρωτοδικείο δεν είναι αναγκαία ούτε για τους ενδιαφερομένους ούτε για τον δικαστή. Το Πρωτοδικείο, συνεπώς, δεν έλαβε υπόψη την αναγνωρισμένη από τη νομολογία διάκριση μεταξύ ενός λόγου ακυρώσεως που άπτεται της αιτιολογίας και ενός επί της ουσίας λόγου ακυρώσεως και υποκατέστησε τις προσφεύγουσες πρωτοδίκως προβάλλοντας ένα λόγο ακυρώσεως που μόνον εκείνες μπορούσαν να προβάλουν. Με τον τρόπο αυτό παρέβη, αφενός, τις διατάξεις του άρθρου 230 ΕΚ σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 253 ΕΚ και, αφετέρου, τους κανόνες περί προβολής των ισχυρισμών στο δικόγραφο της προσφυγής που προβλέπει το άρθρο 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και τα άρθρα 44, παράγραφος 1, και 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, καθιστώντας τους κανόνες αυτούς άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Οι παραβάσεις αυτές αποτελούν επίσης διαδικαστικές πλημμέλειες οι οποίες έθιξαν τα συμφέροντα της Επιτροπής.

31

Οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως, προς αντίκρουση αυτού του λόγου αναιρέσεως, υπενθυμίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η πλημμελής αιτιολογία, που αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι αποφάνθηκε ultra petita, ούτε, εξάλλου, ότι παρέβη τον κανόνα του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου που δεν έχει εφαρμογή στο Πρωτοδικείο αλλά στον προσφεύγοντα.

32

Κατά τα λοιπά, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλήθηκε από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως δεν ήταν εντελώς άσχετος προς τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως και προς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως. Ειδικότερα, κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία εκτέθηκαν και συζητήθηκαν οι ειδικές περιστάσεις για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 56 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

33

Ο λόγος ακυρώσεως που εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως δεν αφορά την ουσία, αλλά απλώς και μόνον πλημμέλεια στην αιτιολογία. Εξάλλου, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν βάλλει κατά του εκ μέρους της Επιτροπής χαρακτηρισμού των επίμαχων απαλλαγών ως νέων ενισχύσεων, αλλά μόνον κατά της παντελούς ελλείψεως εξηγήσεων όσον αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999. Συνεπώς, κατά τις προσφεύγουσες πρωτοδίκως, το Πρωτοδικείο δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη τη διάκριση μεταξύ αιτιολογίας και ουσίας και ορθώς έκρινε ότι ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί η επίδικη απόφαση όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής, η δε Επιτροπή όφειλε, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν αποτελούσαν υφιστάμενες ενισχύσεις αλλά νέες.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

34

Για να δοθεί απάντηση στο πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως με τον οποίο η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο εξήλθε του πλαισίου της διαφοράς, όπως έχει προσδιοριστεί από τους διαδίκους, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, και συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής μπορεί και μάλιστα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψη 24, της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 67, της 30ής Μαρτίου 2000, C-265/97 P, VBA κατά Florimex κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I-2061, σκέψη 114, καθώς και της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 P, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. I-4951, σκέψη 174).

35

Λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη ένα τέτοιο λόγο, ο οποίος καταρχήν δεν προβλήθηκε από τους διαδίκους, ο κοινοτικός δικαστής δεν εξέρχεται του πλαισίου της διαφοράς της οποίας επιλαμβάνεται και δεν παραβιάζει τους κανόνες διαδικασίας περί της παρουσιάσεως του αντικειμένου της διαφοράς και των ισχυρισμών στο εισαγωγικό της δίκης έγγραφο.

36

Συνεπώς, εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο δεν ενήργησε καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του λαμβάνοντας αυτεπαγγέλτως υπόψη λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως.

37

Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του λόγου αναιρέσεως δεν ευσταθεί.

38

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως, κατά το οποίο το Πρωτοδικείο έλαβε στην πραγματικότητα αυτεπαγγέλτως υπόψη λόγο ακυρώσεως που άπτεται της ουσιαστικής νομιμότητας της επίδικης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση αυτή για τον λόγο ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 63 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή όφειλε, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων περιστάσεων που αριθμούνται στις σκέψεις 56 έως 62 της αποφάσεως αυτής, να εξετάσει, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, το ζήτημα της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999 και να αιτιολογήσει την επίδικη απόφαση επί του σημείου αυτού με επαρκή νομικά επιχειρήματα, αντί να υποστηρίζει απλώς ότι η εν λόγω διάταξη δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

39

Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε ουσιαστικώς επί της δυνατότητας εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ούτε γενικότερα επί του κρίσιμου για τους διαδίκους ζητήματος αν οι επίμαχες απαλλαγές αποτελούσαν υφιστάμενες ή νέες ενισχύσεις.

40

Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη την αναγνωρισμένη από τη νομολογία διάκριση μεταξύ ενός αντλούμενου από ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολογία λόγου ακυρώσεως που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον κοινοτικό δικαστή και ενός λόγου ακυρώσεως που αφορά την ουσιαστική νομιμότητα και μπορεί να εξεταστεί μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 67).

41

Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι επίσης αβάσιμο.

42

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παραβίαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

43

Η Επιτροπή, παρατηρώντας ότι ο λόγος ακυρώσεως που ελήφθη υπόψη αυτεπαγγέλτως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν συζητήθηκε ούτε εξετάσθηκε κατά τη γραπτή και προφορική διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου, προσάπτει στο Πρωτοδικείο παραβίαση των γενικών αρχών της εκατέρωθεν ακροάσεως και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

44

Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), κατά την οποία ο δικαστής πρέπει να τηρεί την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ιδίως όταν απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως ή επιλύει διαφορά στηριζόμενος σε λόγο τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως.

45

Η Επιτροπή υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως αποτελεί γενική αρχή της ενώπιον του κοινοτικού δικαστή διαδικασίας που αναγνωρίσθηκε από το Δικαστήριο ως θεμελιώδες δικαίωμα και ότι το Πρωτοδικείο είχε τη δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, προκειμένου να κληθούν οι διάδικοι να συζητήσουν επί του λόγου ακυρώσεως που επρόκειτο να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως.

46

Οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, βάσει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικαστήριο αυτό έχει δυνατότητα να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και ότι από το άρθρο αυτό, καθώς και από το άρθρο 113 του ίδιου κανονισμού, προκύπτει ότι η υποχρέωση ακροάσεως των διαδίκων πριν από την αυτεπάγγελτη εξέταση λόγου ακυρώσεως επιβάλλεται μόνον όσον αφορά τους λόγους που οδηγούν στο απαράδεκτο της προσφυγής ή στη μη έκδοση αποφάσεως. Εξάλλου, όπως επισημαίνουν, όταν το Δικαστήριο πρόκειται να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη λόγο δημοσίας τάξεως, δεν επαναλαμβάνει κατ’ ανάγκη την προφορική διαδικασία.

47

Οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως υποστηρίζουν ότι, όπως αναγνωρίζει η Επιτροπή, η ΕΣΔΑ δεν εφαρμόζεται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και ότι, μολονότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, η εφαρμογή της πρέπει να προσαρμόζεται στην ιδιότητα των διαδίκων και στις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

48

Eν προκειμένω, κατά τις προσφεύγουσες πρωτοδίκως, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως τηρήθηκε, καθόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίχθηκε σε έγγραφα ή πραγματικά περιστατικά που η Επιτροπή δεν είχε υπόψη. Επιπλέον, ο λόγος ακυρώσεως που εξετάσθηκε αυτεπαγγέλτως δεν αφορά την ουσία της υποθέσεως, αλλά παράβαση ουσιώδους τύπου.

49

Επιπλέον, δεν εθίγησαν τα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και δεν προσβλήθηκαν τα δικαιώματά της, καθόσον, αφενός, δεν διαπιστώθηκε αστική ή ποινική ευθύνη της Επιτροπής ούτε της επιβλήθηκε κύρωση και, αφετέρου, η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας δεν παρέσχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να προβάλει επιχειρήματα ικανά να πείσουν το Πρωτοδικείο να μη λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως τον λόγο ακυρώσεως που αντλείται από πλημμελή αιτιολογία, δεδομένου ότι η πλημμέλεια αυτή δεν μπορεί να θεραπευθεί εκ των υστέρων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

50

Η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως συγκαταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας. Εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην εκ μέρους κοινοτικού οργάνου έκδοση αποφάσεως η οποία θίγει σοβαρά τα συμφέροντα ενός προσώπου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Ιουλίου 2001, C-315/99 P, Ismeri Europa κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 2001, σ. I-5281, σκέψη 28 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, σκέψη 61).

51

Ο κοινοτικός δικαστής μεριμνά ώστε να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

52

Το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση των αποδεικτικών στοιχείων και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται ενώπιον του κοινοτικού δικαστή και να εκφέρουν την άποψή τους (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, C-450/06, Varec, Συλλογή 2008, σ. I-581, σκέψη 47) και, αφετέρου, ότι θα παραβιαζόταν μια βασική αρχή του δικαίου σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να τοποθετηθούν (αποφάσεις της 22ας Μαρτίου 1961, 42/59 και 49/59, SNUPAT κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 599, της 10ης Ιανουαρίου 2002, C-480/99 P, Plant κ.λπ. κατά Επιτροπής και South Wales Small Mines, Συλλογή 2002, σ. I-265, σκέψη 24, καθώς και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-11177, σκέψη 19).

53

Η τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως πρέπει να εξασφαλίζεται αδιακρίτως στους διαδίκους σε ασκηθείσες ενώπιον του κοινοτικού δικαστή διαδικασίες, ανεξαρτήτως της νομικής ιδιότητάς τους. Ως εκ τούτου, τα κοινοτικά όργανα μπορούν επίσης να επικαλεστούν την αρχή αυτή όταν είναι διάδικοι σε τέτοιου είδους διαδικασίες.

54

Ο δικαστής πρέπει να τηρεί την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ιδίως όταν επιλύει διαφορά στηριζόμενος σε λόγο τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως (βλ., κατ’ αναλογία, στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Σκονδριανός κατά Ελλάδας, της 18ης Δεκεμβρίου 2003, §§ 29 και 30, Clinique des Acacias κ.λπ. κατά Γαλλίας της 13ης Οκτωβρίου 2005, § 38, καθώς και Prikyan και Angelova κατά Βουλγαρίας, της 16ης Φεβρουαρίου 2006, § 42).

55

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 93 έως 107 των προτάσεών του, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, κατά γενικό κανόνα, δεν παρέχει μόνο σε κάθε διάδικο το δικαίωμα να λάβει γνώση των εγγράφων και των παρατηρήσεων που υποβάλλονται στον δικαστή από τον αντίδικό του και να τα συζητήσει, και δεν απαγορεύει μόνον το να στηρίξει ο κοινοτικός δικαστής την απόφασή του σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα τα οποία δεν έχουν περιέλθει στη γνώση των διαδίκων, ή ενός εξ αυτών, και επί των οποίων, ως εκ τούτου, δεν μπόρεσαν να τοποθετηθούν. Η αρχή αυτή εμπεριέχει επίσης, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λάβουν γνώση των νομικών ισχυρισμών τους οποίους ο δικαστής έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως και στους οποίους πρόκειται να στηρίξει την απόφασή του και να τους συζητήσουν.

56

Πράγματι, για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλία τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας.

57

Επομένως, πέραν των εξαιρετικών περιπτώσεων όπως εκείνες που προβλέπουν, μεταξύ άλλων, οι Κανονισμοί Διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να στηρίξει την απόφασή του σε λόγο τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως, έστω και αν πρόκειται για λόγο δημοσίας τάξεως που, όπως εν προκειμένω, αντλείται από πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως, χωρίς να έχει προηγουμένως καλέσει τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού.

58

Εξάλλου, στο ανάλογο πλαίσιο του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, έχοντας ακριβώς υπόψη το εν λόγω άρθρο και αυτόν καθαυτόν τον σκοπό στον οποίο αποβλέπει το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου για μια διαδικασία στηριζόμενη στην αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και για δίκαιη δίκη, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν προτάσεως του γενικού εισαγγελέα ή αιτήσεως των διαδίκων, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κανονισμού Διαδικασίας, εφόσον κρίνει ότι δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ή ότι η υπόθεση πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των διαδίκων (βλ. διάταξη της 4ης Φεβρουαρίου 2000, C-17/98, Emesa Sugar, Συλλογή 2000, σ. I-665, σκέψεις 8, 9 και 18, καθώς και απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, C-270/97 και C-271/97, Deutsche Post, Συλλογή 2000, σ. I-929, σκέψη 30).

59

Η διακριτική ευχέρεια που έχει στον τομέα αυτό το Πρωτοδικείο, δυνάμει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του, πρέπει να ασκείται λαμβανομένης υπόψη της υποχρεώσεως τηρήσεως της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως.

60

Εν προκειμένω, από τη δικογραφία και από τη διεξαχθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ακύρωσε την επίδικη απόφαση στηριζόμενο σε λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως, χωρίς προηγουμένως να καλέσει τους διαδίκους, κατά τη γραπτή ή την προφορική διαδικασία, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

61

Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών πρωτοδίκως, η παραβίαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως έθιξε τα συμφέροντα της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 114 έως 118 των προτάσεών του, μολονότι η ελλιπής αιτιολογία αποτελεί βεβαίως πλημμέλεια μη δυνάμενη καταρχήν να θεραπευθεί, η διαπίστωση της πλημμέλειας αυτής προκύπτει, εντούτοις, κατόπιν εκτιμήσεως η οποία, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να λαμβάνει υπόψη ορισμένο αριθμό στοιχείων, όπως εξάλλου υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 48 και 49 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η εκτίμηση αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί, ιδίως όταν δεν αφορά την πλήρη έλλειψη αιτιολογίας, αλλά την αιτιολογία συγκεκριμένου πραγματικού και νομικού ζητήματος. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα μπορούσε, αν της είχε δοθεί η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, να προβάλει, μεταξύ άλλων, τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που προέβαλε στο πλαίσιο του τέταρτου και πέμπτου λόγου αναιρέσεως, τα οποία εκτέθηκαν στις σκέψεις 64 έως 67 της παρούσας αποφάσεως.

62

Για όλους αυτούς τους λόγους, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να γίνει δεκτός.

63

Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, εν προκειμένω, για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, να εξετάσει επίσης από κοινού τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως με τους οποίους η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ, κρίνοντας ότι η Επιτροπή αθέτησε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο αυτό όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

Επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

64

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Πρωτοδικείο παράβαση του άρθρου 253 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 87, παράγραφος 1, ΕΚ και 88, παράγραφος 1, ΕΚ, καθώς και με τους κανόνες περί διεξαγωγής της διαδικασίας στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

65

Προς στήριξη αυτού του λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι από την αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχες απαλλαγές αποτελούσαν ενισχύσεις ήδη από της θεσπίσεώς τους, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή εξηγεί με επαρκή νομικά επιχειρήματα και σύμφωνα με τις επιταγές της νομολογίας ότι οι απαλλαγές αυτές ήταν ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να προκαλέσουν νόθευση του ανταγωνισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν ήταν αναγκαίο, κατά την άποψή της, να εξηγήσει με περισσότερες λεπτομέρειες τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999 δεν είχε εφαρμογή. Επιπλέον, αν γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν θεωρήθηκαν ενισχύσεις όταν θεσπίστηκαν, αυτό θα είχε ως συνέπεια να εξακολουθούν να μην αποτελούν ενισχύσεις, όπως κακώς υποστήριξαν ορισμένες προσφεύγουσες πρωτοδίκως, και όχι να αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο.

66

Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη επίσης το άρθρο 253 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 87, παράγραφος 1, ΕΚ, 88, παράγραφος 1, ΕΚ και 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών της.

67

Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Επιτροπή υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων που αφορούν στο σύνολό τους τη συμπεριφορά του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, η επίδικη απόφαση έπρεπε να περιέχει ειδική αιτιολογία όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999, ενώ η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, υφιστάμενης ή νέας, που έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συμπεριφορά ή τις δηλώσεις των οργάνων, κατά μείζονα λόγο όταν η εν λόγω συμπεριφορά ή οι εν λόγω δηλώσεις δεν αφορούν διαδικασία ελέγχου ενισχύσεων. Επιπλέον, η εκτίμηση αυτή απάδει προς την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479).

68

Προς απάντηση στον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι οι λόγοι για τους οποίους δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999 δεν προκύπτουν σαφώς από την επίδικη απόφαση, η οποία, ως εκ τούτου, δεν πληροί την επιταγή σαφούς και μη αμφίσημης αιτιολογίας. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δεν προσήψε στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι επίμαχες απαλλαγές νόθευαν τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, ενώ στο παρελθόν είχε καταλήξει στο αντίθετο συμπέρασμα. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας, ότι η Επιτροπή όφειλε να επισημάνει τους λόγους που αποδεικνύουν ότι είχε όντως πραγματοποιήσει ανάλυση η οποία δικαιολογεί το συμπέρασμά της. Κατά τις προσφεύγουσες πρωτοδίκως, η Επιτροπή, με αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, επιδιώκει στην πραγματικότητα να θεραπεύσει την πλημμελή αιτιολογία της επίδικης αποφάσεως και να πείσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί ζητημάτων ουσίας που δεν σχετίζονται με την πλημμέλεια αυτή.

69

Προς απάντηση στον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν αμφισβήτησε τον αντικειμενικό χαρακτήρα της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, αλλά έκρινε απλώς ότι, λαμβανομένων υπόψη των προγενέστερων αποφάσεων του Συμβουλίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που δημιουργούν όσον αφορά την ουσιαστική νομιμότητα των επίμαχων απαλλαγών, η Επιτροπή όφειλε να διευκρινίσει, με την απόφασή της, τους λόγους που αντικειμενικώς αποκλείουν την εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999. Δεδομένου ότι η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο κυρίως σώμα της, οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Επιτροπή δεν μπορούν να θεραπεύσουν την έλλειψη αιτιολογίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

70

Κατά το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999, ως υφιστάμενη νοείται η ενίσχυση που δεν θεωρήθηκε ενίσχυση κατά τον χρόνο θέσεώς της σε ισχύ, αλλά απέκτησε την ιδιότητα αυτή εκ των υστέρων, λόγω της εξελίξεως της κοινής αγοράς και χωρίς να τροποποιηθεί από το κράτος μέλος.

71

Η έννοια της εξελίξεως της κοινής αγοράς μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον τομέα τον οποίο αφορά το επίμαχο μέτρο και δεν αφορά, για παράδειγμα, την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή μεταβάλλει την εκτίμησή της βάσει και μόνον αυστηρότερης εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, σκέψη 71).

72

Γενικότερα, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, υφιστάμενης ή νέας, αφορά αντικειμενική κατάσταση. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η έννοια αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συμπεριφορά ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων.

73

Για τον λόγο αυτό το Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως, έκρινε, με τη σκέψη 137 της προαναφερθείσας αποφάσεως Βέλγιο και Forum 187 κατά Επιτροπής, ότι δεν πρέπει να επιβάλλεται στην Επιτροπή υποχρέωση διευκρινίσεως των λόγων για τους οποίους είχε προβεί σε διαφορετική εκτίμηση του επίδικου καθεστώτος στο πλαίσιο προγενέστερων αποφάσεών της.

74

Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, οσάκις η ενδεχομένως διαφορετική προγενέστερη εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά το επίμαχο εθνικό μέτρο πραγματοποιήθηκε, όπως εν προκειμένω, στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, πλην της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

75

Συνεπώς, οι περιστάσεις για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 56 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή, αφενός, το ότι η Επιτροπή είχε κρίνει, κατά την εκ μέρους του Συμβουλίου έκδοση των εγκρινουσών τις επίμαχες απαλλαγές αποφάσεων, ότι οι απαλλαγές αυτές δεν παρεμπόδιζαν την άρτια λειτουργία της κοινής αγοράς και, αφετέρου, το ότι οι αποφάσεις αυτές μπορούσαν να δημιουργήσουν την πεποίθηση ότι οι ίδιες απαλλαγές δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις, δεν ήταν καταρχήν ικανές να επιβάλουν στην Επιτροπή την υποχρέωση αιτιολογήσεως της επίδικης αποφάσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

76

Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, στο μέτρο που έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, η Επιτροπή όφειλε, εν προκειμένω, να εξετάσει το ζήτημα της εφαρμογής της διατάξεως αυτής και να αιτιολογήσει ειδικώς την εν λόγω απόφαση επί του σημείου αυτού και ότι, μη ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη το άρθρο 253 ΕΚ.

77

Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της πράξεως ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται τόσο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ., μεταξύ άλλων, τις προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 63 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, σκέψη 166 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

78

Εν προκειμένω, με την 58η έως 64η αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε, καταρχάς, τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι επίμαχες απαλλαγές αποτελούν ενισχύσεις ασύμβατες προς την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, διαπιστώνοντας ότι εξασφαλίζουν σε ορισμένες επιχειρήσεις προνόμιο χορηγούμενο μέσω κρατικών πόρων, ότι επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι είναι ικανές να νοθεύσουν ή να απειλήσουν με νόθευση τον ανταγωνισμό.

79

Ειδικότερα, με την 60ή αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επίμαχες απαλλαγές μειώνουν το κόστος μιας πρώτης ύλης εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό προνόμιο στους δικαιούχους, οι οποίοι τοποθετούνται σε ευνοϊκότερη θέση από τις άλλες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν πετρελαιοειδή σε άλλους βιομηχανικούς τομείς ή περιοχές. Με την 61η και την 62η αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε, αφενός, ότι, με τις παρατηρήσεις τους, οι δικαιούχοι και η Γαλλική Δημοκρατία επιβεβαίωσαν ότι οι μειώσεις του ειδικού φόρου κατανάλωσης σκοπούν άμεσα στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εν λόγω δικαιούχων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους μειώνοντας το κόστος τους και, αφετέρου, ότι η αλουμίνα, που παράγεται επίσης στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ουγγαρία, αποτελεί αντικείμενο εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών, οπότε μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχες απαλλαγές επηρεάζουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

80

Ακολούθως, με την 65η έως 70ή αιτιολογική σκέψη της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι οι επίμαχες απαλλαγές δεν αποτελούν υφιστάμενες αλλά νέες ενισχύσεις κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του κανονισμού 659/1999. Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι εν λόγω απαλλαγές δεν υφίσταντο πριν από τη θέση της Συνθήκης σε ισχύ στα τρία οικεία κράτη μέλη, ότι ουδέποτε αναλύθηκαν ή εγκρίθηκαν βάσει των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις και ουδέποτε κοινοποιήθηκαν και, τέλος, ότι το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού αυτού δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

81

Μολονότι η Επιτροπή δεν ανέπτυξε το τελευταίο αυτό σημείο με την επίδικη απόφαση, από το σύνολο των εν λόγω αιτιολογικών σκέψεων προκύπτει σαφώς ότι, κατά την εκτίμησή της, οι επίμαχες απαλλαγές δεν κατέστησαν κρατικές ενισχύσεις κατόπιν της εξελίξεως της κοινής αγοράς, αλλά είχαν την ιδιότητα αυτή εξαρχής, οπότε το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999 δεν τύγχανε εφαρμογής εν προκειμένω.

82

Είναι, εξάλλου, γεγονός ότι οι προσφεύγουσες πρωτοδίκως δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι υπήρξε εξέλιξη της κοινής αγοράς από της θεσπίσεως των επίμαχων απαλλαγών και στις οποίες η Επιτροπή θα έπρεπε να απαντήσει εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το άρθρο 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999 δεν είχε εφαρμογή εν προκειμένω.

83

Επιπλέον, από τις αιτιολογικές σκέψεις της επίδικης αποφάσεως προκύπτει επίσης σαφώς ότι, μολονότι η Επιτροπή είχε κρίνει, κατά την εκ μέρους του Συμβουλίου έκδοση των εγκρινουσών τις επίμαχες απαλλαγές αποφάσεων, ότι οι απαλλαγές αυτές δεν νόθευαν τον ανταγωνισμό και δεν παρεμπόδιζαν την άρτια λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, εντούτοις οι απαλλαγές αυτές ουδέποτε αναλύθηκαν ή εγκρίθηκαν βάσει των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, κατ’ εφαρμογήν των οποίων κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα. Διαπιστώνεται επίσης, συναφώς, ότι το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και δεν έκαναν λόγο για ενδεχόμενη αντίφαση προς τους κανόνες αυτούς αποτελεί, στο πλαίσιο της επίδικης αποφάσεως και συγκεκριμένα στην 95η έως 100ή αιτιολογική σκέψη, αντικείμενο συγκεκριμένης αιτιολογίας κατά την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εκ μέρους των δικαιούχων ανάκτηση των ενισχύσεων που απορρέουν από τις χορηγηθείσες μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 2002 απαλλαγές αντιβαίνει στις αρχές προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ασφάλειας δικαίου.

84

Επομένως, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της φύσεως και του περιεχομένου της επίδικης αποφάσεως, των κανόνων που διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς και του συμφέροντος των ατόμων στα οποία απευθύνεται η εν λόγω απόφαση και τα οποία αφορά άμεσα και ατομικά να λάβουν διευκρινίσεις, γίνεται δεκτό ότι η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πληροί τις απαιτήσεις της προμνησθείσας στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας και ότι δεν έπρεπε οπωσδήποτε να περιέχει ειδικές διευκρινίσεις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

85

Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ, όσον αφορά τη μη εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999.

86

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης να γίνουν δεκτοί.

87

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει, χωρίς να είναι αναγκαία η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων και ισχυρισμών των διαδίκων, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στο μέτρο που ακύρωσε την επίδικη απόφαση με την αιτιολογία ότι, εκδίδοντας την απόφαση αυτή, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού 659/1999, και στο μέτρο που καταδίκασε την Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών πρωτοδίκως, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T-69/06 R εξόδων.

Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

88

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, ή να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο.

89

Eν προκειμένω, δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο δεν απεφάνθη, επί της ουσίας, επί κανενός εκ των λόγων που προέβαλαν οι διάδικοι, το Δικαστήριο κρίνει ότι η υπό κρίση διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση. Συνεπώς, οι συνεκδικαζόμενες υποθέσεις πρέπει να αναπεμφθούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Επί των δικαστικών εξόδων

90

Δεδομένης της αναπομπής των υποθέσεων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T-50/06, T-56/06, T-60/06, T-62/06 και T-69/06, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, στο μέτρο που η απόφαση αυτή:

ακύρωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία, με την αιτιολογία ότι, εκδίδοντας την απόφαση αυτή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως όσον αφορά τη μη εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 1, στοιχείο β’, v, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], και

καταδίκασε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικά της δικαστικά έξοδα και στα δικαστικά έξοδα των προσφευγουσών πρωτοδίκως, περιλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση T-69/06 R εξόδων.

 

2)

Αναπέμπει τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-50/06, T-56/06, T-60/06, T-62/06 και T-69/06 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

3)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσες διαδικασίας: η γαλλική, η αγγλική και η ιταλική.

Επάνω