EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62003CJ0283

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2005.
A. H. Kuipers κατά Productschap Zuivel.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: College van Beroep voor het bedrijfsleven - Κάτω Χώρες.
Κοινή οργάνωση των αγορών - Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 - Εθνικό καθεστώς βάσει του οποίου τα γαλακτοκομεία παρακρατούν ποσά επί της τιμής που είναι καταβλητέα στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων ή καταβάλλουν σε αυτούς πριμοδοτήσεις αναλόγως της ποιότητας του παραδοθέντος γάλακτος - Ασύμβατο.
Υπόθεση C-283/03.

Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-04255

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2005:314

Υπόθεση C-283/03

A. H. Kuipers

κατά

Productschap Zuivel

(αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Κοινή οργάνωση των αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 – Εθνικό καθεστώς βάσει του οποίου τα γαλακτοκομεία παρακρατούν ποσά επί της τιμής που είναι καταβλητέα στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων ή καταβάλλουν σε αυτούς πριμοδοτήσεις αναλόγως της ποιότητας του παραδοθέντος γάλακτος – Ασύμβατο»

Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 16ης Δεκεμβρίου 2004 

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 26ης Μαΐου 2005 

Περίληψη της αποφάσεως

Γεωργία — Κοινή οργάνωση αγορών — Λειτουργία — Τιμή παραγωγής — Διαμόρφωση — Κοινοτική ρύθμιση — Παρέμβαση των κρατών μελών — Όρια — Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα — Εθνικά μέτρα που καθιερώνουν έναν μηχανισμό μειώσεως της τιμής του γάλακτος βάσει ποιοτικών κριτηρίων από τα οποία ωφελούνται μόνον οι εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια αυτά — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός 804/68 του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1538/95)

Στους τομείς που διέπονται από κοινή οργάνωση των αγορών, και κατά μείζονα λόγο όταν η οργάνωση αυτή στηρίζεται σε κοινό καθεστώς τιμών, τα κράτη μέλη δεν δύνανται πλέον να επεμβαίνουν, με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται μονομερώς, στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται, στο ίδιο στάδιο παραγωγής, από την κοινή οργάνωση των αγορών. Ωστόσο, μπορούν να θεσπίσουν μέτρα να εξαλείψουν μια στρέβλωση του ανταγωνισμού όταν τα μέτρα αυτού του είδους δεν παρεμβαίνουν, αυτά καθ’ εαυτά, στη διαμόρφωση των τιμών, αλλά έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία των μηχανισμών των τιμών προκειμένου να επιτευχθούν επίπεδα τιμών τα οποία υπηρετούν το συμφέρον τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών.

Ωστόσο, επεμβαίνει στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών που διέπεται από τον κανονισμό 804/68, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1538/95, το καθεστώς που, όποιος και αν είναι ο φερόμενος ή αποδεδειγμένος σκοπός του, δημιουργεί έναν μηχανισμό βάσει του οποίου:

–      αφενός, τα γαλακτοκομεία οφείλουν να παρακρατούν ποσά επί της τιμής του παραδιδομένου σε αυτά γάλακτος όταν το γάλα αυτό δεν πληροί ορισμένα ποιοτικά κριτήρια και,

–      αφετέρου, το ποσό που κατά τα πιο πάνω παρακρατήθηκε από το σύνολο των γαλακτοκομείων κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου αθροίζεται πριν αναδιανεμηθεί, μετά από ενδεχόμενες χρηματικές ροές μεταξύ των γαλακτοκομείων, υπό μορφή ισόποσων πριμοδοτήσεων που καταβάλλονται από κάθε γαλακτοκομείο, ανά 100 χιλιόγραμμα γάλακτος που του παραδόθηκε κατά την περίοδο αυτή, μόνο στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων οι οποίοι παρέδωσαν γάλα που πληροί τα πιο πάνω ποιοτικά κριτήρια.

(βλ. σκέψεις 42-43, 53 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 26ης Μαΐου 2005 (*)

«Κοινή οργάνωση των αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα ─ Κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 – Εθνικό καθεστώς βάσει του οποίου τα γαλακτοκομεία παρακρατούν ποσά επί της τιμής που είναι καταβλητέα στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων ή καταβάλλουν σε αυτούς πριμοδοτήσεις αναλόγως της ποιότητας του παραδοθέντος γάλακτος – Ασύμβατο»

Στην υπόθεση C-283/03,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το College van Beroep voor het bedrijfsleven (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2003, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουνίου 2003, στο πλαίσιο της δίκης

A. H. Kuipers

κατά

Productschap Zuivel,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, J. N. Cunha Rodrigues, K. Schiemann (εισηγητή) και M. Ilešič, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Οκτωβρίου 2004,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–       ο A. H. Kuipers, εκπροσωπούμενος από τον A. Noordhuis, advocaat,

–       η Productschap Zuivel και η Ολλανδική Κυβέρνηση, επροσωπούμενες από τις H. G. Sevenster και J. van Bakel,

–       η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον T. van Rijn, την A. Stobiecka-Kuik και τον H. van Vliet, επικουρούμενους από τον M. van der Woude, advocaat,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1       Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/003, σ. 82), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1538/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995 (ΕΕ L 148, σ. 17, στο εξής: κανονισμός 804/68), καθώς και των άρθρων 92 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 87 ΕΚ) και 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 88 ΕΚ).

2       Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του A. H. Kuipers και της Productschap voor Zuivel (επαγγελματικής ενώσεως γαλακτοκομικών προϊόντων) σχετικά με παρακρατήσεις ποσών στις οποίες η τελευταία προέβη τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1995 επί της καταβλητέας στον A. H. Kuipers τιμής για παραδόσεις νωπού γάλακτος.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η κοινοτική ρύθμιση

3       Κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 804/68:

«1.      Πριν από την 1η Αυγούστου κάθε έτους, και για τη γαλακτοκομική περίοδο που αρχίζει το επόμενο έτος, καθορίζεται για την Κοινότητα ενδεικτική τιμή για το γάλα.

[...]

2.      Η ενδεικτική τιμή είναι η τιμή γάλακτος που επιδιώκεται να εξασφαλισθεί για το σύνολο του γάλακτος που πωλείται από τους παραγωγούς κατά τη διάρκεια της γαλακτοκομικής περιόδου, κατά τη δυνατότητα καταναλώσεως που προσφέρεται στην αγορά της Κοινότητος και στις εξωτερικές αγορές.

3.      Η ενδεικτική τιμή καθορίζεται για το γάλα που περιέχει 3,7 % λιπαρές ουσίες, παραδοτέο στο γαλακτοπωλείο.

4.      Η ενδεικτική τιμή καθορίζεται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της Συνθήκης.»

4       Το άρθρο 5 του κανονισμού 804/68 ορίζει:

«Κάθε χρόνο και συγχρόνως με την ενδεικτική τιμή του γάλακτος, και σύμφωνα με την ίδια διαδικασία, καθορίζονται τιμή παρεμβάσεως για το βούτυρο και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη.»

5       Το άρθρο 23 του κανονισμού 804/68 ορίζει:

«Με την επιφύλαξη αντιθέτων διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης εφαρμόζονται στην παραγωγή και στο εμπόριο των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1.»

6       Το άρθρο 24 του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 2, της Συνθήκης, απαγορεύονται οι ενισχύσεις, το ύψος των οποίων καθορίζεται σε συνάρτηση με την τιμή ή την ποσότητα των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Απαγορεύονται επίσης τα εθνικά μέτρα που επιτρέπουν άμβλυνση των διαφορών των τιμών των προϊόντων που προβλέπονται στο άρθρο 1.»

7       Κατά το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1411/71 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1971, περί καθορισμού συμπληρωματικών κανόνων της κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων όσον αφορά τα προϊόντα που υπάγονται στην κλάση 04.01 του Κοινού Δασμολογίου (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/006, σ. 214):

«1.      Με την επιφύλαξη των μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας όσον αφορά το γάλα το κατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση, το γάλα καταναλώσεως, με εξαίρεση το μη επεξεργασμένο γάλα, δύναται να παραχθεί εντός της Κοινότητος μόνον από τις επιχειρήσεις επεξεργασίας γάλακτος.

Το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή αυτού του γάλακτος καταναλώσεως πρέπει να υπόκειται σε σύστημα καταβαλλομένης τιμής, διαφοροποιούμενο ανάλογα προς την ποιότητα. Το σύστημα αυτό πρέπει να εγγυάται ότι το γάλα που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παρασκευή γάλακτος καταναλώσεως πληροί ορισμένους όρους όσον αφορά την ποιότητα, περιλαμβανομένης και της συνθέσεώς του.

[…]

3.      Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία ψηφοφορίας που προβλέπεται στο άρθρο 43, παράγραφος 2, της Συνθήκης, θεσπίζει τους γενικούς κανόνες για την εφαρμογή της παραγράφου 1.

4.      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου 1 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68.»

 Η ολλανδική ρύθμιση σχετικά με το ποσό που καταβάλλεται για το νωπό γάλα αναλόγως της ποιότητάς του

8       Το άρθρο 2 του νόμου για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων (Landbouwkwaliteitswet, Staatsblad 1971, σ. 371), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 23ης Δεκεμβρίου 1993 (Staatsblad 1993, σ. 690), παρέχει εξουσιοδότηση για τη θέσπιση κανόνων σχετικών με την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων, και μεταξύ αυτών του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, κανόνων που έχουν ως σκοπό να διευκολύνουν τη διοχέτευση των προϊόντων αυτών στην αγορά. Οι κανόνες αυτοί δύνανται να αφορούν, μεταξύ άλλων, την «καταβολή ποσών ανάλογων με την ποιότητα των προϊόντων».

9       Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του διατάγματος σχετικά με την ποιότητα του νωπού γάλακτος και της διαδικασίας παραγωγής γαλακτομικών προϊόντων (Landbouwkwaliteitsbesluit rauwe melk en zuivelbereiding, Staatsblad 1994, σ. 63), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό της 26ης Ιουνίου 1995 (Nederlandse Staatscourant 1995, σ. 122, στο εξής: διάταγμα για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων), ορίζει:

«Με υπουργική απόφαση μπορεί για το νωπό γάλα, για το γάλα καταναλώσεως που έχει τύχει θερμικής επεξεργασίας και για τα προϊόντα με βάση το γάλα να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με:

a.      […] όσον αφορά το νωπό γάλα, την πληρωμή αναλόγως της ποιότητας·

[…]

c.      την υποχρέωση ορισμένων συνδεδεμένων εκμεταλλεύσεων να καταβάλλουν στον COKZ [Centraal Orgaan voor Kwaliteitsaangelegenheden in de Zuivel (Κεντρικό Οργανισμό για τα ζητήματα ποιότητας των γαλακτομικών προϊόντων)] τις επιβληθείσες μειώσεις για άλλα ποσά που έχουν σχέση με την ποιότητα του νωπού γάλακτος, καθώς και την υποχρέωση του COKZ να καταβάλλει σε ορισμένες από τις συνδεδεμένες με αυτόν εκμεταλλεύσεις πριμοδοτήσεις λόγω ποιότητας του νωπού γάλακτος.»

10     Ωστόσο, κατά το άρθρο 4 του διατάγματος για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων, με υπουργική απόφαση δύναται να οριστεί ότι οι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του ίδιου διατάγματος κανόνες θεσπίζονται από τη διεύθυνση της Productschap, επαγγελματικής οργανώσεως όπως αυτές τις οποίες προβλέπει ο νόμος για την οργάνωση των επιχειρήσεων (Wet op de Bedrijfsorganisatie) και στις οποίες οι επιχειρήσεις υπάγονται ανά προϊόν.

11     Ο κανονισμός για την ποιότητα των γεωργικών προϊόντων: πληρωμή του γάλακτος κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως αναλόγως της ποιότητάς του (Landbouwkwaliteitsregeling uitbetaling van boerderijmelk naar kwaliteit) (Nederlandse Staatscourant 1994, σ. 25), εκδόθηκε από τον Staatssecretaris van Landbouw, Natuurbeheer en Visserij (Υφυπουργό Γεωργίας, Προστασίας του Περιβάλλοντος και Αλιείας). Το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού αναθέτει στην Productschap Zuivel (στο εξής: Productschap) την εξουσία να θεσπίσει με κανονισμό τους κανόνες σχετικά με την πληρωμή αναλόγως της ποιότητας του γάλακτος κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως και ειδικά όσον αφορά «την παρακράτηση ποσών επί της τιμής του γάλακτος και την καταβολή πριμοδοτήσεως λόγω ποιότητας».

12     Η διεύθυνση της Productschap εξέδωσε τον κανονισμό του 1994 περί πληρωμής του γάλακτος κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως αναλόγως της ποιότητάς του (Landbouwkwaliteitsverordening 1994, Uitbetaling van boerderijmelk naar kwaliteit, PBO blad 1994, τεύχος αριθ. 9, στο εξής: κανονισμός του 1994»). Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Ο αγοραστής γάλακτος κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως υποχρεούται να καταβάλλει στους γαλακτοπαραγωγούς την τιμή που αντιστοιχεί στην ποιότητα του γάλακτος αυτού, τηρουμένων των όσων ορίζονται διά του παρόντος κανονισμού ή διά των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί βάσει του παρόντος κανονισμού.»

13     Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του 1994 ορίζει:

«Επί των αποτελεσμάτων του ποιοτικού ελέγχου η αρχή που είναι αρμόδια για τον έλεγχο του γάλακτος διατυπώνει την εκτίμησή της σύμφωνα με ένα σύστημα προδιαγραφών, βαθμών μειώσεως και καταβλητέων προσαυξήσεων, το οποίο καθιερώνει ο πρόεδρος κατόπιν γνωμοδοτήσεως του COKZ.»

14     Κατά το άρθρο 11 του κανονισμού του 1994:

«1.      Οι αγοραστές γάλακτος κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως υποχρεούνται να καταβάλλουν προσαύξηση λόγω καλής ποιότητας στους γαλακτοπαραγωγούς στους οποίους κατά τη διάρκεια χρονικού διαστήματος δώδεκα εβδομάδων δεν αφαιρέθηκε περισσότερο από ένας βαθμός και στο γάλα των οποίων δεν ανιχνεύτηκαν ξένες προς το γάλα ουσίες που εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. […]

2.      Το ποσό της προσαυξήσεως λόγω καλής ποιότητας πρέπει να καθορίζεται κατά τέτοιον τρόπο ανά 100 χιλιόγραμμα γάλακτος και για κάθε περιοχή που ορίζει ο πρόεδρος, κατόπιν γνωμοδοτήσεως του COKZ, ώστε το συνολικό ποσό των ανά δώδεκα εβδομάδες προσαυξήσεων λόγω καλής ποιότητας να αντιστοιχεί ακριβώς, ή κατά προσέγγιση, προς το συνολικό ποσό των μειώσεων που παρακρατήθηκαν.»

15     Με απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1995 ο πρόεδρος της Productschap όρισε ολόκληρο το έδαφος των Κάτω Χωρών ως περιοχή υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού του 1994.

16     Το άρθρο 12 του ίδιου κανονισμού ορίζει:

«Ανά περίοδο δειγματοληψίας, όποιος αγοράζει γάλα κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως πρέπει να επιβάλλει, βάσει του συνόλου των βαθμών μειώσεως, μείωση που καθορίζεται από τον πρόεδρο κατόπιν γνωμοδοτήσεως του COKZ, επί της συνολικής ποσότητας γάλακτος κτηνοτροφικής εκμεταλλεύσεως που κατά την περίοδο αυτή παρέδωσε ο οικείος γαλακτοπαραγωγός, καθώς και ενδεχομένως μείωση/μειώσεις ανά παρτίδα λόγω υπάρξεως ξένων προς το γάλα ουσιών που εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων.»

17     Η απόφαση περί καθορισμού της συχνότητας των ποιοτικών ελέγχων και της εκτιμήσεως των αποτελεσμάτων τους (Besluit vaststelling frequentie en beoordeling resultaten kwaliteitsonderzoek), όπως τροποποιήθηκε με αποφάσεις της 19ης Ιουλίου 1994 και της 15ης Φεβρουαρίου 1995, η οποία ελήφθη από τον πρόεδρο της Productschap, καθορίζει μεταξύ άλλων τις επιβλητέες μειώσεις.

18     Με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Productschap εξέθεσαν συναφώς ότι οι βαθμοί μειώσεως δίνονται αναλόγως του μέτρου στο οποίο το γάλα που παραδόθηκε αποκλίνει από τις προδιαγραφές, ενώ η ίδια η μείωση έχει καθοριστεί σε 0,02 ολλανδικά φιορίνια (NLG) ανά χιλιόγραμμο γάλακτος και ανά βαθμό. Κατά παρέκκλιση από αυτά, επιβάλλεται μείωση ίση με 0,50 NLG ανά χιλιόγραμμο παραδοθέντος γάλακτος όταν έχει αποδειχθεί η ύπαρξη αντιβιοτικών.

19     Η πιο πάνω κυβέρνηση και η Productschap εξέθεσαν ομοίως ότι, για να μπορεί ο COKZ να υπολογίζει το ποσό της πριμοδοτήσεως λόγω ποιότητας ανά 100 χιλιόγραμμα παραδοθέντος γάλακτος, τα γαλακτοκομεία τού παρέχουν όταν λήγει μια περίοδος δειγματοληψίας στοιχεία, ανά γαλακτοπαραγωγό, ως προς τις ποσότητες γάλακτος που παραδόθηκαν, τους βαθμούς μειώσεως και τα ποσά που παρακρατήθηκαν επί της τιμής του γάλακτος κατά την περίοδο αυτή. Ο COKZ, αφού προβεί στους υπολογισμούς του, πληροφορεί κάθε γαλακτοκομείο για το συνολικό ποσό των πριμοδοτήσεων λόγω ποιότητας που οφείλει να καταβάλει. Στην περίπτωση που τα ποσά που ένα γαλακτοκομείο παρακράτησε επί της τιμής του γάλακτος είναι μεγαλύτερα από το ποσό των πριμοδοτήσεων που το γαλακτοκομείο πρέπει να καταβάλει, το γαλακτοκομείο μεταφέρει τη διαφορά στον COKZ, ενώ ο τελευταίος οργανισμός αναλαμβάνει να αναδιανείμει τα συλλεγέντα ποσά στα γαλακτοκομεία που οφείλουν να καταβάλουν πριμοδοτήσεις μεγαλύτερες από τα ποσά που παρακράτησαν.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20     Ο A. H. Kuipers εκτρέφει γαλακτοφόρους αγελάδες και είναι εγκατεστημένος στις Κάτω Χώρες. Κατόπιν διαφόρων παραδόσεων προς το γαλακτοκομείο De Kievit, το τελευταίο τού γνωστοποίησε, με έγγραφα της 24ης και της 28ης Ιουλίου 1995 και της 8ης και της 15ης Αυγούστου 1995, ότι, λαμβανομένης υπόψη της υπάρξεως αντιβιοτικού στο παραδοθέν γάλα, παρακρατεί 0,50 NLG ανά χιλιόγραμμο επί της καταβλητέας για τις παραδόσεις αυτές τιμής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 12 του κανονισμού του 1994.

21     Δεδομένου ότι η διοικητική ένσταση που ο A. H. Kuipers υπέβαλε κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε από το αρμόδιο όργανο του COKZ, ο A. H. Kuipers προσέβαλε την πιο πάνω απορριπτική απόφαση ενώπιον του Arrondissementsrechtbank te Groningen. Το δικαστήριο αυτό έκρινε με απόφαση της 20ής Απριλίου 1999 ότι είναι αναρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά.

22     Η τελευταία απόφαση αναιρέθηκε από το Raad van State, το οποίο, με απόφαση της 16ης Μαΐου 2000, ακύρωσε τις αποφάσεις του οργάνου του COKZ και διέταξε να διαβιβαστεί η διοικητική ένσταση του A. H. Kuipers στην Productschap, η οποία είναι το μόνο αρμόδιο όργανο να κρίνει την ένσταση αυτή.

23     Με την πιο πάνω απόφασή του το Raad van State διευκρίνισε μεταξύ άλλων ότι, «[ν]αι μεν τo άρθρo 12 τoυ [κανονισμού τoυ 1994] […] επιβάλλει στα γαλακτοκομεία να παρακρατούν ποσά επί της τιμής της συνολικής ποσότητας τoυ γάλακτoς που παραδόθηκε από κτηνoτρόφο κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδoυ […] και ναι μεν τo άρθρo 11 επιβάλλει στα γαλακτoκoμεία και να καταβάλλουν πριμοδότηση λόγω πoιότητας, πλην όμως από το όλο πνεύμα τoυ κανoνισμoύ αυτού προκύπτει ότι oι απoφάσεις σχετικά με την πιο πάνω καταβολή ή παρακράτηση πρέπει να καταλογίζονται στην [Productschap]. Ο κανoνισμός εκδόθηκε από τη διεύθυνση της [Productschap] και η διεύθυνσή της είναι εκείνη που επέβαλε στα γαλακτoκoμεία τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στον κανονισμό αυτόν. Από τo άρθρo 12 πρoκύπτει ότι o πρόεδρoς της Productschap καθoρίζει τις παρακρατήσεις. Τo καθεστώς των πρoδιαγραφών και των επιβλητέων μειώσεων καθορίζεται και αυτό από τoν πρόεδρo. Τα γαλακτoκoμεία περιορίζονται να παρέχουν oικoνoμική και διοικητική συνδρομή ως συμβαλλόμενα μέρη στην αγoρά των γαλακτoκoμικών πρoϊόντων. Δεν έχουν την εξoυσία να καθoρίζουν τη νoμική θέση (τα δικαιώματα και/ή τις υπoχρεώσεις) άλλων υπoκειμένων δικαίoυ».

24     Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2000, η Productschap κήρυξε αβάσιμη τη διοικητική ένσταση του A. H. Kuipers. Κατόπιν αυτού, ο πιο πάνω κτηνοτρόφος προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven.

25     Το δικαστήριο αυτό έκρινε κατ’ αρχάς ότι οι από το γαλακτοκομείο De Kievit παρακρατήσεις ποσών επί των τιμών που οφείλονταν στον A. H. Kuipers πρέπει να καταλογιστούν στην Productschap.

26     Στη συνέχεια, εκτίμησε ότι η ολλανδική ρύθμιση για τα ποσά που πρέπει να καταβάλλονται για το νωπό γάλα αναλόγως της ποιότητάς του δεν παραγνωρίζει τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2377/90 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, για τη θέσπιση κοινοτικής διαδικασίας για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων κτηνιατρικών φαρμάκων στα τρόφιμα ζωικής προελεύσεως (ΕΕ L 224, σ. 1), ούτε την οδηγία 92/46/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση των υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και την εμπορία νωπού γάλακτος, θερμικά επεξεργασμένου γάλακτος και προϊόντων με βάση το γάλα (ΕΕ L 268, σ. 1), ούτε και την οδηγία 92/47/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1992, για τους όρους χορηγήσεως προσωρινών και περιορισμένων παρεκκλίσεων από τους ειδικούς κοινοτικούς υγειονομικούς κανόνες για την παραγωγή και την εμπορία γάλακτος και προϊόντων με βάση το γάλα (ΕΕ L 268, σ. 33). Συγκεκριμένα, κατά το πιο πάνω δικαστήριο, τα κοινοτικά αυτά νομοθετήματα δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το νωπό γάλα που πληροί τις σχετικές προδιαγραφές να διαφοροποιείται αναλόγως της ποιότητάς του όταν πρόκειται να καθοριστεί η τιμή που πρέπει να καταβληθεί στον παραγωγό.

27     Τέλος, το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω εθνική ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στον κανονισμό 1411/71. Συγκεκριμένα, κατά το δικαστήριο αυτό, το άρθρο 5 του πιο πάνω κανονισμού επιβάλλει στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ένα σύστημα πληρωμής διαφοροποιημένης αναλόγως της ποιότητας του γάλακτος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή γάλακτος καταναλώσεως και ούτε το γράμμα ούτε το πνεύμα της διατάξεως αυτής επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι ο σκοπός της, δηλαδή η προσφορά υψηλής ποιότητας προϊόντων καταναλώσεως, δεν μπορεί να επιτευχθεί και με εθνικά συστήματα πληρωμής διαφοροποιημένης αναλόγως της ποιότητας ισχύοντα για το γάλα το οποίο προορίζεται για την παρασκευή άλλων προϊόντων με βάση το γάλα.

28     Αντιθέτως, το College van Beroep voor het bedrijfsleven έχει αμφιβολίες ως προς το συμβατό μιας τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως με τον κανονισμό 804/68, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των συνεπειών που η ρύθμιση αυτή μπορεί να έχει για το καθεστώς κοινών τιμών που καθιέρωσε ο πιο πάνω κανονισμός και, αφετέρου, του γεγονότος ότι η εθνική αυτή ρύθμιση δύναται να οδηγήσει στην απαγορευόμενη από το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού άμβλυνση των διαφoρών των τιμών των γαλακτοκομικών προϊόντων ή να καθιερώσει μια απαγορευόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ενίσχυση αναλόγως της τιμής ή της ποσότητας του παραδοθέντος γάλακτος.

29     Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ομοίως αν οι πριμοδοτήσεις που καθιέρωσε η εν λόγω εθνική ρύθμιση αποτελούν ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92 της Συνθήκης και αν η ρύθμιση αυτή έπρεπε ως εκ τούτου να ανακοινωθεί στην Επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης.

30     Υπό τις συνθήκες αυτές, το College van Beroep voor het bedrijfsleven αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι ένα εθνικό σύστημα, όπως το επίμαχο σύστημα μειώσεων και αυξήσεων αναλόγως της ποιότητας του νωπού γάλακτος που παραδίδεται σε γαλακτοκομείο, συμβατό με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 804/68 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, και ειδικότερα με την κατά το άρθρο του 24, παράγραφος 2 […], απαγόρευση της “αμβλύνσεως των διαφορών των τιμών”;

2)      Είναι ένα εθνικό σύστημα, όπως το επίμαχο σύστημα αυξήσεων αναλόγως της ποιότητας του νωπού γάλακτος που παραδίδεται σε γαλακτοκομείο, ασύμβατο με την κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 804/68 απαγόρευση των ενισχύσεων;

3)      Αν στο δεύτερο ερώτημα δοθεί καταφατική απάντηση, πρέπει ένα τέτοιο εθνικό σύστημα να θεωρηθεί μέτρο ενισχύσεως του οποίου η θέσπιση πρέπει προηγουμένως να ανακοινωθεί στην Επιτροπή κατά το άρθρο 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΕΚ […];»

 Επί της σειράς με την οποία πρέπει να εξεταστούν τα ερωτήματα

31     Όπως προκύπτει από τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, το τελευταίο ζητεί να εξεταστεί με γνώμονα διάφορες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς.

32     Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, όταν πρόκειται για διαφορά που αφορά έναν γεωργικό τομέα ο οποίος διέπεται από κοινή οργάνωση των αγορών, το πρόβλημα που έχει τεθεί πρέπει να εξετάζεται κατά προτεραιότητα υπό αυτήν την οπτική γωνία, λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 38, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 32, παράγραφος 2, ΕΚ) εξασφαλίζει ότι οι ειδικές διατάξεις που θεσπίζονται στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής υπερισχύουν των γενικών διατάξεων της Συνθήκης που αφορούν την καθιέρωση της κοινής αγοράς (απόφαση της 26ης Ιουνίου 1979, 177/78, Mc Carren, Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 67, σκέψη 9).

33     Στην παρούσα υπόθεση, τα πιο πάνω σημαίνουν ότι όντως πρέπει να εξεταστούν πρώτα το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία έχουν σχέση με το σύστημα κοινών τιμών που καθιέρωσε ο κανονισμός 804/68 και με το άρθρο 24, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού, διατάξεις που όλες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινής οργανώσεως των αγορών την οποία καθιέρωσε ο κανονισμός αυτός (βλ., κατά αναλογία, την προαναφερθείσα απόφαση Mc Carren, σκέψη 10).

34     Ο τρόπος αυτός εξετάσεως των ερωτημάτων υπαγορεύεται και από μια άλλη σκέψη. Βάσει του άρθρου 42 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 36 ΕΚ), οι διατάξεις του τίτλου της VI, κεφάλαιο 1, το οποίο αφορά τους κανόνες ανταγωνισμού, έχουν εφαρμογή επί της παραγωγής και της εμπορίας των γεωργικών προϊόντων μόνο στο μέτρο που καθορίζεται από το Συμβούλιο στο πλαίσιο των διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται για την οργάνωση των γεωργικών αγορών. Εν προκειμένω, το άρθρο 23 του κανονισμού 804/68 ορίζει ότι, τηρουμένων των αντιθέτων διατάξεών του, τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 89 ΕΚ) έχουν εφαρμογή επί της παραγωγής και της εμπορίας των προϊόντων που καλύπτονται από τον ίδιο κανονισμό. Από το πιο πάνω άρθρο 23 προκύπτει ότι, ναι μεν τα άρθρα 92 έως 94 της Συνθήκης έχουν πλήρη εφαρμογή στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, πλην όμως η εφαρμογή αυτή εξαρτάται από τις διατάξεις που διέπουν την κοινή οργάνωση των αγορών η οποία καθιερώθηκε από τον κανονισμό αυτόν. Με άλλα λόγια, η από κράτος μέλος επίκληση των διατάξεων των πιο πάνω άρθρων 92 έως 94 περί ενισχύσεων δεν μπορεί να έχει προτεραιότητα έναντι των διατάξεων του κανονισμού περί οργανώσεως του εν λόγω τομέα της αγοράς (βλ., κατά αναλογία, την προαναφερθείσα απόφαση Mc Carren, σκέψη 11).

35     Επομένως, η ανάγκη να εξεταστεί το τρίτο ερώτημα, το οποίο αφορά την εκτίμηση του επίμαχου στην κύρια δίκη εθνικού καθεστώτος υπό το φως των άρθρων 92 έως 94 της Συνθήκης, εξαρτάται από την απάντηση που θα δοθεί στα δύο πρώτα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου.

 Επί του πρώτου ερωτήματος

36     Όπως προκύπτει ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, το πρώτο ερώτημα αφορά το να καθοριστεί, αφενός, αν το καθεστώς κοινών τιμών που καθιέρωσε ο κανονισμός 804/68 αντιτίθεται σε ένα εθνικό καθεστώς όπως εκείνο που περιγράφεται στις σκέψεις 8 έως 19 της παρούσας αποφάσεως (στο εξής: επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς), το οποίο προβλέπει ότι τα γαλακτοκομεία παρακρατούν ποσά επί της τιμής του γάλακτος η οποία είναι καταβλητέα στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων ή καταβάλλουν σε αυτούς πριμοδοτήσεις αναλόγως της ποιότητας του νωπού γάλακτος που αυτοί παραδίδουν, και, αφετέρου, αν το άρθρο 24, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα τέτοιο εθνικό καθεστώς αποτελεί μέτρο το οποίο επιτρέπει την απαγορευόμενη από τη διάταξη αυτή «άμβλυνση των διαφορών των τιμών των προϊόντων που προβλέπονται στο άρθρο 1».

 Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

37     Σχετικά με το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, σκέλος το οποίο αφορά το περιεχόμενο του καθεστώτος κοινών τιμών που καθιέρωσε ο κανονισμός 804/68, πρέπει ευθύς εξ αρχής να υπομνησθεί, όπως η γενική εισαγγελέας σημείωσε στο σημείο 32 των προτάσεών της, ότι κατά πάγια νομολογία, όταν υπάρχει κανονισμός για την κοινή οργάνωση των αγορών σε συγκεκριμένο τομέα, τα κράτη μέλη οφείλουν να απέχουν από κάθε μέτρο που θα μπορούσε να εισαγάγει παρέκκλιση από την οργάνωση των αγορών ή να τη θίξει. Ασύμβατες με κοινή οργάνωση των αγορών είναι και οι ρυθμίσεις οι οποίες εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της, ακόμη και αν το σχετικό ζήτημα δεν ρυθμίζεται εξαντλητικά από τη σχετική οργάνωση των αγορών (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 19ης Μαρτίου 1998, C-1/96, Compassion in World Farming, Συλλογή 1998, σ. Ι-1251, σκέψη 41 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38     Ισχυριζόμενες ότι οι κανόνες του επίμαχου στην κύρια δίκη εθνικού καθεστώτος έχουν ως σκοπό μόνο να ενθαρρύνουν όσους εκτρέφουν γαλακτοφόρους αγελάδες να παραδίδουν μόνο γάλα ποιότητας έτσι ώστε να διευκολυνθεί η διοχέτευσή του στην αγορά, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Productschap επικαλούνται πάλι την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία η δημιουργία κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών βάσει του άρθρου 40 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 34 ΕΚ) δεν έχει ως αποτέλεσμα να απαλλάξει τους αγρότες από κάθε εθνική ρύθμιση η οποία έχει σκοπούς άλλους από εκείνους της κοινής οργανώσεως των αγορών, αλλά η οποία, επηρεάζοντας τις συνθήκες παραγωγής, δύναται να έχει συνέπειες για τον όγκο ή το κόστος της εθνικής παραγωγής και, επομένως, για τη λειτουργία της κοινής αγοράς στον σχετικό τομέα (βλ. τις αποφάσεις της 1ης Απριλίου 1982, 141/81 έως 143/81, Holdijk κ.λπ., Συλλογή 1982, σ. 1299, σκέψη 12· της 6ης Οκτωβρίου 1987, 118/86, Nertsvoederfabriek Nederland, Συλλογή 1987, σ. 3883, σκέψη 12, και της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-309/96, Annibaldi, Συλλογή 1997, σ. I-7493, σκέψη 20).

39     Η πιο πάνω κυβέρνηση και η Productschap υποστηρίζουν ειδικότερα ότι, όταν επρόκειτο για εθνικά μέτρα για την ποιότητα των προϊόντων απαγορεύοντα την παραγωγή τυριών ποιότητας άλλων από εκείνα που προέβλεπε η εθνική ρύθμιση, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι, ελλείψει οποιουδήποτε κοινοτικού κανόνα για την ποιότητα των τυροκομικών προϊόντων, τα κράτη μέλη διατηρούν την εξουσία να επιβάλλουν τέτοιους κανόνες στους εγκατεστημένους στην ημεδαπή τυροπαραγωγούς (απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 237/82, Jongeneel Kaas κ.λπ., Συλλογή 1984, σ. 483, σκέψεις 12 έως 14).

40     Η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Productschap υπενθυμίζουν άλλωστε ότι η κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 804/68 ενδεικτική τιμή αποτελεί πολιτικό στόχο σε κοινοτικό επίπεδο και δεν εγγυάται σε όλους τους παραγωγούς κάθε κράτους μέλους ότι θα έχουν εισόδημα αντίστοιχο με την ενδεικτική αυτή τιμή (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-137/00, Milk Marque και National Farmers’ Union, Συλλογή 2003, σ. I-7975, σκέψη 88).

41     Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι νομολογιακές αρχές που υπενθύμισαν κατά τα πιο πάνω η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Productschap ουδόλως θέτουν υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι ένας από τους κύριους στόχους της κοινής οργανώσεως των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων την οποία καθιέρωσε ο κανονισμός 804/68 είναι να εξασφαλίσει στους γαλακτοπαραγωγούς μια τιμή για το προϊόν αυτό η οποία να πλησιάζει την εν λόγω ενδεικτική τιμή και ότι οι μηχανισμοί που προβλέπει ο κανονισμός αυτός και προορίζονται για την επίτευξη του σκοπού αυτού –στους οποίους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τόσο ένα σύστημα τιμών παρεμβάσεως για ορισμένα παράγωγα προϊόντα το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 5 του εν λόγω κανονισμού όσο και εισφορές λόγω εισαγωγής και επιστροφές λόγω εξαγωγής– μένουν υπό τον έλεγχο μόνον της Κοινότητας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, την απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 1979, 10/79, Toffoli κ.λπ., Συλλογή τόμος 1979/II, σ. 611, σκέψη 11).

42     Οι νομολογιακές αρχές τις οποίες υπενθύμισαν η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Productschap δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση ούτε την εκτίμηση ότι, στους τομείς που διέπονται από κοινή οργάνωση των αγορών, και κατά μείζονα λόγο όταν η οργάνωση αυτή στηρίζεται σε κοινό καθεστώς τιμών, τα κράτη μέλη δεν δύνανται πλέον να επεμβαίνουν, με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται μονομερώς, στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται, στο ίδιο στάδιο παραγωγής, από την κοινή οργάνωση των αγορών (προαναφερθείσα απόφαση Toffoli κ.λπ., σκέψη 12· αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1984, 166/82, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1984, σ. 459, σκέψη 5, και της 21ης Ιουνίου 1988, 127/87, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1988, σ. 3333, σκέψη 8, και προαναφερθείσα απόφαση Milk Marque και National Farmers’ Union, σκέψη 63).

43     Ασφαλώς, όπως υπενθυμίζουν η πιο πάνω κυβέρνηση και η Productschap, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως μέτρα παρεμβαίνοντα στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται από την κοινή οργάνωση των αγορών εθνικά μέτρα που έχουν ως σκοπό να εξαλείψουν μια στρέβλωση του ανταγωνισμού απορρέουσα από την κατάχρηση της θέσεως ισχύος ενός γεωργικού συνεταιρισμού στην εγχώρια αγορά, περιορίζοντας την ισχύ του τελευταίου στην αγορά αυτή καθώς και την ικανότητά του να αυξάνει πάνω από επίπεδα που κρίνεται ότι είναι ανταγωνιστικά την τιμή του γάλακτος των παραγωγών που είναι μέλη του. Συγκεκριμένα, μέτρα αυτού του είδους δεν παρεμβαίνουν, αυτά καθ’ εαυτά, στη διαμόρφωση των τιμών, αλλά έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν την εύρυθμη λειτουργία των μηχανισμών των τιμών προκειμένου να επιτευχθούν επίπεδα τιμών τα οποία υπηρετούν το συμφέρον τόσο των παραγωγών όσο και των καταναλωτών (προαναφερθείσα απόφαση Milk Marque και National Farmers’ Union, σκέψεις 64, 84 και 86).

44     Ωστόσο, εν προκειμένω πρέπει να κριθεί ότι, αντιθέτως προς τα μέτρα που ήσαν επίμαχα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση Milk Marque και National Farmers’ Union ή αντιθέτως προς τις απαγορεύσεις παραγωγής τυριών τα οποία δεν τηρούσαν ορισμένες ποιοτικές προδιαγραφές σχετικά με τις οποίες απαγορεύσεις το Δικαστήριο εξέδωσε την προαναφερθείσα απόφαση Jongeneel Kaas κ.λπ., το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς όντως συνιστά, όποιος και αν είναι ο φερόμενος ή αποδεδειγμένος σκοπός του, τέτοια παρέμβαση στον διεπόμενο από την κοινή οργάνωση των αγορών μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών. Συγκεκριμένα, το πιο πάνω καθεστώς αναγκάζει κάθε γαλακτοκομείο άλλοτε να παρακρατεί ένα ποσό επί της τιμής που υπό φυσιολογικές συνθήκες οφείλεται στον εκτροφέα γαλακτοφόρων αγελάδων, όταν προκύπτει ότι το γάλα που παραδόθηκε δεν πληροί ορισμένα ποιοτικά κριτήρια, και άλλοτε να καταβάλλει στον εκτροφέα, όταν το γάλα πληροί τα πιο πάνω κριτήρια, πριμοδότηση, ανά 100 χιλιόγραμμα παραδοθέντος γάλακτος, η οποία προστίθεται στην τιμή που υπό φυσιολογικές συνθήκες οφείλεται στον εκτροφέα αυτόν και η οποία χρηματοδοτείται από το σύνολο των ποσών που παρακρατήθηκαν από τα ολλανδικά γαλακτοκομεία λόγω παραδόσεων γάλακτος χαμηλότερης ποιότητας.

45     Επομένως, κατ’ αυτόν τον τρόπο το πιο πάνω καθεστώς έχει ως αποτέλεσμα να οριστούν εκ των προτέρων ορισμένοι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον οριστικό καθορισμό της καταβλητέας από το γαλακτοκομείο τιμής σε κάθε εκτροφέα γαλακτοφόρων αγελάδων ο οποίος του παραδίδει γάλα.

46     Επιπλέον, όπως έχει ήδη κρίνει το Δικαστήριο, οι μηχανισμοί της κοινής οργανώσεως των αγορών του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων έχουν στην ουσία ως σκοπό να επιτευχθεί επίπεδο τιμών στα στάδια της παραγωγής και του χονδρικού εμπορίου το οποίο επίπεδο να λαμβάνει υπόψη τόσο τα συμφέροντα του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής στον σχετικό τομέα όσο και τα συμφέροντα των καταναλωτών και να εξασφαλίζει τον εφοδιασμό, χωρίς να αποτελεί κίνητρο για υπερπαραγωγή (βλ. την απόφαση της 10ης Μαρτίου 1981, 36/80 και 71/80, Irish Creamery Milk Suppliers Association κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 735, σκέψη 20, και την προαναφερθείσα απόφαση Milk Marque και National Farmers’ Union, σκέψη 85).

47     Πάντως, η καταβολή πριμοδοτήσεων, όπως οι προβλεπόμενες από το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς, σε όλους τους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων οι οποίοι παραδίδουν εντός των Κάτω Χωρών γάλα συνηθισμένης ποιότητας είναι ικανή, μεταξύ άλλων, να θίξει τους στόχους αυτούς δίνοντας ένα πλεονέκτημα στους πιο πάνω εκτροφείς. Άλλωστε, εν προκειμένω πρέπει να υπομνησθεί ότι η κατά το άρθρο 3 του κανονισμού 804/68 ενδεικτική τιμή καθορίστηκε λαμβανομένου υπόψη ενός τυποποιημένου γάλακτος, το οποίο γίνεται δεκτό ως στερεότυπο σε ολόκληρη την Κοινότητα (απόφαση της 9ης Ιουλίου 1985, 179/84, Bozzetti, Συλλογή 1985, σ. 2301, σκέψη 33).

48     Επιπλέον, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς διαταράσσει τον μηχανισμό των τιμών καθόσον, όταν πρόκειται για γάλα το οποίο δεν πληροί ορισμένα κριτήρια και ως εκ τούτου ενδέχεται να είναι σε μικρότερο βαθμό κατάλληλο για μεταγενέστερη επεξεργασία και να αντιπροσωπεύει μικρότερη ωφέλεια για τα γαλακτοκομεία, προβλέπει μείωση της τιμής από την οποία όμως μείωση δεν ωφελούνται τα γαλακτοκομεία, αλλά οι εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων οι οποίοι παρέδωσαν γάλα συνηθισμένης ποιότητας, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται τα γαλακτοκομεία με το επιπλέον κόστος που δημιουργεί η χαμηλότερη ποιότητα του γάλακτος που απέκτησαν.

49     Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η λειτουργία μιας κοινής οργανώσεως των αγορών και ιδίως η διαμόρφωση των τιμών στο στάδιο της παραγωγής πρέπει κατ’ αρχήν να διέπονται από τις γενικές κοινοτικές διατάξεις, όπως αυτές περιλαμβάνονται στη γενική ρύθμιση και προσαρμόζονται ετησίως, έτσι ώστε κάθε ειδική παρέμβαση στη λειτουργία αυτή να περιορίζεται αυστηρώς στις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητώς (απόφαση της 25ης Μαΐου 1977, 77/76, Cucchi, Συλλογή τόμος 1977, σ. 297, σκέψη 31).

50     Εν προκειμένω, όσον αφορά το γεγονός ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 1411/71 ορίζει ότι το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή γάλακτος καταναλώσεως από επιχειρήσεις επεξεργασίας γάλακτος πρέπει να υπόκειται σε σύστημα πληρωμής διαφοροποιημένης αναλόγως της ποιότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής εξαρτιόταν, όπως προκύπτει από την παράγραφο 3 του πιο πάνω άρθρου, από τη μεταγενέστερη θέσπιση από το Συμβούλιο γενικών κανόνων εφαρμογής σχετικά με την πιο πάνω παράγραφο 1. Πάντως, όπως ορθώς σημείωσε η Επιτροπή, ουδέποτε θεσπίστηκαν από το Συμβούλιο τέτοιοι κανόνες.

51     Ασφαλώς, από το άρθρο 5 του κανονισμού 1411/71 μπορεί να συναχθεί η πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη να εφαρμοστεί ένα τέτοιο σύστημα τιμών όσον αφορά το γάλα που χρησιμοποιείται για την παρασκευή γάλακτος καταναλώσεως το οποίο, όπως προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού, έχει μεγάλη σημασία ως βασικό είδος διατροφής ολόκληρου του πληθυσμού και για το οποίο ισχύουν ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά την ποιότητά του.

52     Ωστόσο, προκύπτει ότι, εφόσον δεν θεσπίστηκαν τα κοινοτικά εκτελεστικά μέτρα που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 3, του πιο πάνω κανονισμού, δεν μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή ένα τέτοιο σύστημα το οποίο, αντιθέτως προς το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς, επιπλέον θα αφορούσε μόνον το γάλα που προορίζεται για την παρασκευή γάλακτος καταναλώσεως και όχι άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων.

53     Απ’ όλα τα πιο πάνω προκύπτει, όπως ορθώς υποστήριξαν η Επιτροπή και ο A. H. Kuipers, ότι στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινό καθεστώς τιμών στο οποίο στηρίζεται η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων την οποία καθιέρωσε ο κανονισμός 804/68 αντιτίθεται στο να θεσπίσουν μονομερώς τα κράτη μέλη διατάξεις οι οποίες επεμβαίνουν στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται, στο ίδιο στάδιο παραγωγής, από την κοινή οργάνωση των αγορών. Τούτο συμβαίνει με ένα καθεστώς όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη το οποίο, όποιος και αν είναι ο φερόμενος ή αποδεδειγμένος σκοπός του, δημιουργεί έναν μηχανισμό βάσει του οποίου:

–       αφενός, τα γαλακτοκομεία οφείλουν να παρακρατούν ποσά επί της τιμής του παραδιδομένου σε αυτά γάλακτος όταν το γάλα αυτό δεν πληροί ορισμένα ποιοτικά κριτήρια και,

–       αφετέρου, το ποσό που κατά τα πιο πάνω παρακρατήθηκε από το σύνολο των γαλακτοκομείων κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου αθροίζεται πριν αναδιανεμηθεί, μετά από ενδεχόμενες χρηματικές ροές μεταξύ των γαλακτοκομείων, υπό μορφή ισόποσων πριμοδοτήσεων που καταβάλλονται από κάθε γαλακτοκομείο, ανά 100 χιλιόγραμμα γάλακτος που του παραδόθηκε κατά την περίοδο αυτή, μόνο στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων οι οποίοι παρέδωσαν γάλα που πληροί τα πιο πάνω ποιοτικά κριτήρια.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου ερωτήματος

54     Εφόσον από την απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος προκύπτει ότι το σύστημα τιμών που καθιέρωσε ο κανονισμός 804/68 αντιτίθεται στην καθιέρωση εθνικού καθεστώτος όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί επιπλέον το ζήτημα αν και το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού αντιτίθεται σε ένα τέτοιο καθεστώς ούτε επομένως να δοθεί απάντηση στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αυτού.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

55     Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 804/68, το οποίο απαγορεύει τις ενισχύσεις των οποίων το ποσό καθορίζεται αναλόγως της τιμής ή της ποσότητας των προϊόντων που αφορά το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, αντιτίθεται στην καθιέρωση εθνικού καθεστώτος όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη το οποίο προβλέπει την καταβολή πριμοδοτήσεων σε ορισμένους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων.

56     Από την απάντηση στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος προκύπτει ότι το σύστημα τιμών που καθιέρωσε ο εν λόγω κανονισμός αντιτίθεται στην καθιέρωση ενός τέτοιου εθνικού καθεστώτος. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση ούτε στο δεύτερο ερώτημα.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

57     Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν τα άρθρα 92 και 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι πριμοδοτήσεις που καταβλήθηκαν στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων υπό τις συνθήκες που προβλέπει το επίμαχο στην κύρια δίκη εθνικό καθεστώς αποτελούν κατά την πρώτη από τις διατάξεις αυτές κρατικές ενισχύσεις, οι οποίες επομένως πρέπει να ανακοινωθούν στην Επιτροπή σύμφωνα με τη δεύτερη από τις εν λόγω διατάξεις.

58     Λαμβανομένων υπόψη όσων υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 31 έως 35 της παρούσας αποφάσεως και της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, είναι αρκετό να υπομνησθεί ότι η επίκληση των διατάξεων των άρθρων 92 έως 94 της Συνθήκης δεν δύναται να μεταβάλει τις απαιτήσεις που απορρέουν για τα κράτη μέλη από την τήρηση των κανόνων σχετικά με την κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, οπότε δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο τρίτο ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

59     Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το κοινό καθεστώς τιμών στο οποίο στηρίζεται η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων την οποία καθιέρωσε ο κανονισμός (ΕΟΚ) 804/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1538/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995, αντιτίθεται στο να θεσπίσουν μονομερώς τα κράτη μέλη διατάξεις οι οποίες επεμβαίνουν στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται, στο ίδιο στάδιο παραγωγής, από την κοινή οργάνωση των αγορών. Τούτο συμβαίνει με ένα καθεστώς όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη το οποίο, όποιος και αν είναι ο φερόμενος ή αποδεδειγμένος σκοπός του, δημιουργεί έναν μηχανισμό βάσει του οποίου:

–       αφενός, τα γαλακτοκομεία οφείλουν να παρακρατούν ποσά επί της τιμής του παραδιδομένου σε αυτά γάλακτος όταν το γάλα αυτό δεν πληροί ορισμένα ποιοτικά κριτήρια και,

–       αφετέρου, το ποσό που κατά τα πιο πάνω παρακρατήθηκε από το σύνολο των γαλακτοκομείων κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου αθροίζεται πριν αναδιανεμηθεί, μετά από ενδεχόμενες χρηματικές ροές μεταξύ των γαλακτοκομείων, υπό μορφή ισόποσων πριμοδοτήσεων που καταβάλλονται από κάθε γαλακτοκομείο, ανά 100 χιλιόγραμμα γάλακτος που του παραδόθηκε κατά την περίοδο αυτή, μόνο στους εκτροφείς γαλακτοφόρων αγελάδων οι οποίοι παρέδωσαν γάλα που πληροί τα πιο πάνω ποιοτικά κριτήρια.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω