Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62002CJ0289

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2003.
AMOK Verlags GmbH κατά A & R Gastronomie GmbH.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Oberlandesgericht München - Γερμανία.
Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δικηγόρος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος ενεργών κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος - .ξοδα δικηγόρου, τα οποία ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να αποδώσει στον νικήσαντα - Περιορισμός.
Υπόθεση C-289/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-15059

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2003:669

Arrêt de la Cour

Υπόθεση C-289/02


AMOK Verlags GmbH
κατά
A & R Gastronomie GmbH



(αίτηση του Oberlandesgericht Münchenγια την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δικηγόρος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος ενεργών κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος – Έξοδα δικηγόρου, τα οποία ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να αποδώσει στον νικήσαντα – Περιορισμός»

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Mischo της 18ης Σεπτεμβρίου 2003
    
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Δεκεμβρίου 2003
    

Περίληψη της αποφάσεως

Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δικηγόροι – Οδηγία 77/249 – Απόδοση των εξόδων δικηγόρου από τον ηττηθέντα διάδικο – Νομολογιακός κανόνας, βάσει του οποίου η απόδοση των αμοιβών των εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη δικηγόρων δεν μπορεί να υπερβαίνει τις προκύπτουσες από τον πίνακα αμοιβών που έχει εφαρμογή στους ημεδαπούς δικηγόρους – Επιτρέπεται – Μη απόδοση των εξόδων του ημεδαπού δικηγόρου σε περίπτωση υποχρεωτικής συμπράξεως με τέτοιο δικηγόρο – Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ· οδηγία 77/249 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

Τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ, καθώς και η οδηγία 77/249, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος, ο οποίος προβλέπει ότι τα αποδοτέα εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου δικαστικά έξοδα προς τον νικήσαντα διάδικο, τα οποία προήλθαν εκ της παροχής υπηρεσιών δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα έξοδα τα οποία θα συνεπήγετο η εκπροσώπηση του διαδίκου από δικηγόρο εγκατεστημένο στο κράτος αυτό. Πράγματι, πέραν των όρων κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, όλοι οι όροι και κανόνες που ισχύουν στο κράτος υποδοχής μπορούν να έχουν εφαρμογή επί της διασυνοριακής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών, η δε απόδοση των εξόδων για αμοιβή δικηγόρου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος μπορεί, επομένως, να υπόκειται στους κανόνες που εφαρμόζονται επί των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος δικηγόρων.Εντούτοις, το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία 77/249 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος, ο οποίος ορίζει ότι ο νικήσας διάδικος, εκπροσωπηθείς κατά τη δίκη από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιούται να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο, πέραν των εξόδων για την αμοιβή αυτού του δικηγόρου, τα έξοδα για δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, ο οποίος έπρεπε να παραστεί, κατ' επιταγή της οικείας εθνικής νομοθεσίας, για να νομιμοποιήσει τον πρώτο δικηγόρο. Πράγματι, η υποχρέωση προσλήψεως δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω έχει ως συνέπεια ότι τα εξ αυτής έξοδα είναι αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική εκπροσώπηση. Η κατά γενική αρχή εξαίρεση των εν λόγω εξόδων από τα δικαστικά έξοδα, τα οποία οφείλει να αποδώσει ο ηττηθείς διάδικος, συνιστά ποινή για τον νικήσαντα διάδικο, θα είχε δε ως αποτέλεσμα ότι οι διάδικοι θα αποθαρρύνονταν εντόνως από το να προσφεύγουν στις υπηρεσίες δικηγόρων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους αυτούς θα παρεμποδιζόταν, θα επηρεαζόταν δε η επιχειρούμενη με την οδηγία εναρμόνιση του τομέα.βλ. σκέψεις 29-31, 39, 41, διατακτ. 1-2







ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 11ης Δεκεμβρίου 2003 (1)


Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Δικηγόρος εγκατεστημένος σε κράτος μέλος ενεργών κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος – Έξοδα δικηγόρου, τα οποία ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να αποδώσει στον νικήσαντα – Περιορισμός

Στην υπόθεση C-289/02,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Oberlandesgericht München (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

AMOK Verlags GmbH

και

A & R Gastronomie GmbH,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ και 49 ΕΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),,



συγκείμενο από τους P. Jann (εισηγητή) , προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, A. La Pergola και S. von Bahr, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Mischo
γραμματέας: M.-F. Contet, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η A & R Gastronomie GmbH, εκπροσωπούμενη από τους R. Hauff και A. Konradsheim, Rechtsanwälte,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους W.-D. Plessing και A. Dittrich,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τον E. Riedl,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τις Μ. Πατακιά, και C. Schmidt,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της A & R Gastronomie GmbH και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιουνίου 2003,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2003,

εκδίδει την ακόλουθη



Απόφαση



1
Με διάταξη της 25ης Ιουλίου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Αυγούστου 2002, το Oberlandesgericht München υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 12 ΕΚ και 49 ΕΚ.

2
Το εν λόγω ερώτημα ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της γερμανικού δικαίου εταιρίας AMOK Verlags GmbH (στο εξής: ΑΜΟΚ) και της αυστριακού δικαίου εταιρίας A & R Gastronomie GmbH (στο εξής: A & R) με αντικείμενο την απόδοση των εξόδων δικηγόρου σε περίπτωση που διάδικος εκπροσωπήθηκε δικαστικώς από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

Το νομικό πλαίσιο

Κοινοτικό δίκαιο

3
Η οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ L 78, σ. 17, στο εξής: οδηγία), η οποία εκδόθηκε βάσει των άρθρων 57 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 47 ΕΚ) και 66 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 55 ΕΚ), ισχύει, δυνάμει του άρθρου της 1, εντός των ορίων και με τις προϋποθέσεις που προβλέπει, για τις δραστηριότητες του δικηγόρου κατά την παροχή υπηρεσιών.

4
Το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει:

1.
Οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ' αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού.

2.
Κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, ο δικηγόρος τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής, παράλληλα με τις υποχρεώσεις οι οποίες του επιβάλλονται στο κράτος μέλος προελεύσεως.

[...]

5
Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει: Για την άσκηση των δραστηριοτήτων, οι οποίες αφορούν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον δικαστηρίου, κάθε κράτος μέλος δύναται να επιβάλει στους δικηγόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 ως προϋπόθεση:[...]

να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας, είτε με δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως έναντι του δικαστηρίου αυτού, είτε με 'avoue' ή 'procuratore' που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

Το εθνικό δίκαιο

6
Στη Γερμανία, από το άρθρο 91, παράγραφος 1, του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας), όπως ίσχυε στις 12 Σεπτεμβρίου 1950 (BGBl. 1950 I, σ. 533, στο εξής: ΖΡΟ), προκύπτει ότι ο νικήσας διάδικος δικαιούται να ζητήσει από τον ηττηθέντα τα έξοδα για τον δικηγόρο του, στο μέτρο που αυτά ήταν αναγκαία για την προσφυγή στη δικαιοσύνη ή την ενώπιον αυτής προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερότων του.

7
Το ύψος των εξόδων του δικηγόρου υπολογίζεται βάσει πίνακα περιλαμβανομένου στην Bundesgebührenordnung für Rechtsanwälte (ομοσπονδιακή κανονιστική πράξη περί των δικηγορικών αμοιβών) της 26ης Ιουλίου 1957 (BGBl. 1957 I, σ. 907, στο εξής: BRAGO).

8
Ο Gesetz über die Tätigkeit europäischer Rechtsanwälte in Deutschland (νόμος περί της ασκήσεως δραστηριότητας των Ευρωπαίων δικηγόρων στη Γερμανία), της 9ης Μαρτίου 2000 (BGBl. 2000, I, σ. 182, στο εξής: EuRAG), μετέφερε, στο γερμανικό δίκαιο, σειρά οδηγιών περί της ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικηγόρων. Το άρθρο 28 του EuRAG ορίζει:

(1)
Στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών και των διοικητικών διαδικασιών συνεπεία ποινικών αδικημάτων, πταισμάτων τιμωρουμένων με διοικητική κύρωση, πειθαρχικών παραπτωμάτων ή παραβάσεως επαγγελματικών υποχρεώσεων, κατά τις οποίες ο εντολέας δεν δύναται να επιχειρεί αυτοπροσώπως διαδικαστικές πράξεις ή να αμύνεται, ο παρέχων υπηρεσίες Ευρωπαίος δικηγόρος δύναται να ενεργεί ως εκπρόσωπος ή συνήγορος εντολέα μόνον κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο (ημεδαπό δικηγόρο).

(2)
Ο ημεδαπός δικηγόρος πρέπει να δικαιούται να παρίσταται ως εκπρόσωπος ή ως συνήγορος ενώπιον του οικείου δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου. Μεριμνά για την εκ μέρους του παρέχοντος υπηρεσίες Ευρωπαίου δικηγόρου συμμόρφωση προς τις αρχές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης κατά την άσκηση καθηκόντων εκπροσωπήσεως ή υπερασπίσεως.

(3)
Εάν δεν συμφωνήθηκε άλλως μεταξύ των ενδιαφερομένων, δεν γεννάται συμβατική σχέση μεταξύ του ημεδαπού δικηγόρου και του εντολέα.

[...]

9
Όσον αφορά τα έξοδα εκ της αμοιβής του ημεδαπού δικηγόρου κατά την έννοια του άρθρου 28 της EuRAG, το άρθρο 24a, παράγραφος 1, του BRAGO, όπως ισχύει από της 14ης Μαρτίου 1990 (BGBl. 1990 I, σ. 479), ορίζει:

(1)
Εάν ο δικηγόρος ενεργεί υπό την ιδιότητα του ημεδαπού δικηγόρου, κατά την έννοια του άρθρου 28 του νόμου περί ασκήσεως δραστηριότητας των Ευρωπαίων δικηγόρων στη Γερμανία, λαμβάνει αμοιβή ίση προς αυτήν που θα δικαιούνταν για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων (Prozessgebühr) ή την ανάληψη της υποθέσεως (Geschäftsgebühr) εάν ήταν ο ίδιος πληρεξούσιος. Η αμοιβή αυτή συνυπολογίζεται στο σύνολο της καταβαλλομένης προς πληρεξούσιο δικηγόρο αμοιβής.

[...]

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10
Στο πλαίσιο δίκης ενώπιον του Landgericht Traunstein (Γερμανία) μεταξύ της ΑΜΟΚ και της A & R, η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο εγκατεστημένο στην Αυστρία, ο οποίος ενήργησε κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο εγκατεστημένο στη Γερμανία, σύμφωνα με το άρθρο 28 του EuRAG. Δεδομένου ότι η A & R κέρδισε τη δίκη, ζήτησε από την ΑΜΟΚ να της αποδώσει, ως δικαστικό έξοδο, τις αμοιβές των δικηγόρων της.

11
Σε αυτή τη βάση, ζήτησε, κατ' αρχάς, τα έξοδα εκ της αμοιβής του εγκατεστημένου στην Αυστρία δικηγόρου της, τα οποία, υπολογιζόμενα βάσει του ισχύοντος στην Αυστρία πίνακα, είναι κατά πολύ υψηλότερα από αυτά που θα προέκυπταν από την εφαρμογή της BRAGO. Ακολούθως, ζήτησε την απόδοση των εξόδων για τον εγκατεστημένο στη Γερμανία δικηγόρο, βάσει του άρθρου 24a, παράγραφος 1, της BRAGO.

12
Η ΑΜΟΚ αντέκρουσε το αίτημα της A & R, προβάλλοντας ότι, στο πλαίσιο της οικείας δίκης, δεν ήταν αναγκαία η παράσταση εγκατεστημένου στην Αυστρία δικηγόρου, ούτε, κατά συνέπεια, η σύμπραξή του με δικηγόρο εγκατεστημένο στη Γερμανία. Εν πάση περιπτώσει, επί δίκης ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου, τα αποδιδόμενα εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου δικαστικά έξοδα πρέπει να υπολογίζονται βάσει του ισχύοντος στη Γερμανία πίνακα, ο οποίος είναι ο μόνος προβλέψιμος.

13
Το Oberlandesgericht München, επιληφθέν, κατ' έφεση, του αιτήματος περί αποδόσεως των εξόδων δικηγόρου, εκθέτει ότι εφαρμόζει παγίως την αρχή σύμφωνα με την οποία διάδικος εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, ο οποίος εκπροσωπείται από δικηγόρο εγκατεστημένο στο κράτος αυτό, δικαιούται να απαιτήσει από τον αντίδικό του την απόδοση των εξόδων για αμοιβές δικηγόρων μόνο μέχρι του ποσού στο οποίο θα είχε ανέλθει η αμοιβή εγκατεστημένου στη Γερμανία δικηγόρου για τις πράξεις αυτές, ουδέποτε όμως τα έξοδα εκ της αμοιβής του τελευταίου αυτού δικηγόρου, με τον οποίο είχε συμπράξει ο εγκατεστημένος στο άλλο κράτος μέλος δικηγόρος.

14
Εντούτοις, αμφιβάλλοντας εάν η εν λόγω νομολογιακή πρακτική συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο, το Oberlandesgericht München αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: Πρέπει να ερμηνευθούν τα άρθρα 49 EK και 12 ΕΚ υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική απόφαση δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αξίωση αποδόσεως εξόδων, εντός κράτους μέλους, εκ της παροχής υπηρεσιών από δικηγόρο άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο δίκης που διεξήχθη εντός του πρώτου κράτους μέλους, και από τον συμπράξαντα ημεδαπό δικηγόρο δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό των εξόδων, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα είχαν προκύψει εάν ο διάδικος είχε εκπροσωπηθεί από ημεδαπό δικηγόρο;

Επί του πρώτου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος, ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής του αυστριακού πίνακα αμοιβών

15
Με το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο εγείρει, κατ' ουσίαν, το ζήτημα εάν τα άρθρα 49 ΕΚ και 12 ΕΚ, καθώς και η οδηγία, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν νομολογιακώς διαμορφωθέντα κανόνα κράτους μέλους σύμφωνα με τον οποίο η εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου απόδοση, προς τον νικήσαντα, των εξόδων εκ της παροχής υπηρεσιών από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των εξόδων τα οποία θα είχαν προκύψει εάν ο διάδικος είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο σ' αυτό το κράτος μέλος.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

16
Η A & R προβάλλει ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου, για τα έξοδα εκ της αμοιβής δικηγόρου άλλου κράτους μέλους, του αυτού ύψους με εκείνο που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του εθνικού πίνακα αμοιβών αντιβαίνει προς το άρθρο 49 ΕΚ. Ο εν λόγω κανόνας θα είχε ως συνέπεια ότι διάδικος εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος θα προσέφευγε, κατά κανόνα, στις υπηρεσίες δικηγόρου εγκατεστημένου στον τόπο του επιληφθέντος δικαστηρίου, πράγμα που θα λειτουργούσε αποτρεπτικώς. Ο κανόνας αυτός θα περιόριζε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους των άλλων κρατών μελών και θα επηρέαζε τη θέση τους έναντι των ανταγωνιστών τους. Εξάλλου, θα υφίστατο περιορισμό το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής δικηγόρου εκ μέρους του διαδίκου, καθόσον αυτός θα αναγκαζόταν εμμέσως να απευθυνθεί σε δικηγόρο εγκατεστημένο στον τόπο του επιλαμβανομένου δικαστηρίου.

17
Επομένως, εν προκειμένω, επιβάλλεται η εφαρμογή του αυστριακού πίνακα αμοιβών, πολλώ δε μάλλον διότι, βάσει των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, το συνδετικό στοιχείο για την αξίωση αμοιβής δικηγόρου είναι ο τόπος εγκαταστάσεως του δικηγόρου αυτού.

18
Ωστόσο, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως του εάν η προσφυγή στις υπηρεσίες δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος είναι αναγκαία, κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΖΡΟ, λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της διαφοράς και των ειδικών συνθηκών, όπως οσάκις είναι κρίσιμα ζητήματα αφορώντα το δίκαιο του άλλου αυτού κράτους, ή εάν η προσφυγή στις υπηρεσίες του εν λόγω δικηγόρου απορρέει αποκλειστικώς από την ελεύθερη επιλογή του πελάτη. Στην πρώτη περίπτωση, τα αποδοτέα έξοδα πρέπει να καθοριστούν βάσει των πινάκων που ισχύουν στον τόπο εγκαταστάσεως του εν λόγω δικηγόρου. Αντιστρόφως, εάν η προσφυγή στις υπηρεσίες αυτού του δικηγόρου απέρρεε αποκλειστικώς από την ελεύθερη επιλογή του πελάτη, όπως εν προκειμένω, τα αποδιδόμενα από τον αντίδικο έξοδα πρέπει να υπολογιστούν βάσει των πινάκων που ισχύουν στον τόπο του επιληφθέντος δικαστηρίου.

19
Όσον αφορά τη συμβατότητα της επίδικης ρυθμίσεως προς την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η Γερμανική Κυβέρνηση προτείνει να εξομοιωθεί η ρύθμιση αυτή με μορφή πωλήσεως, όπως την όρισε το Δικαστήριο, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, με την απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, Keck και Mithouard (C-267/91 και C-268/91, Συλλογή 1993, σ. Ι-6097). Πράγματι, η επίδικη ρύθμιση αφορά αποκλειστικώς μια μορφή ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος, εφαρμόζεται δε κατά τρόπο ταυτόσημο και, επομένως, μη εισάγοντα διακρίσεις, επί των αμοιβών όλων των δικηγόρων οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, εκ πρώτης όψεως, η ρύθμιση αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

20
Εάν υποτεθεί ότι η επίδικη ρύθμιση επιβάλλει περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αυτή δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος. Πρόκειται για μέτρο που δεν δημιουργεί διακρίσεις και υπηρετεί την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης (βλ. την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede, Συλλογή 1996, σ. Ι-6511). Πράγματι, η οργάνωση της ένδικης διαδικασίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα οποία δύνανται, κατά συνέπεια, να εκδίδουν κατάλληλους κανόνες σχετικά με την απόδοση των δικαστικών εξόδων. Η απόδοση των εξόδων αυτών δεν χρειάζεται να είναι, οπωσδήποτε, πλήρης, όπως δείχνουν τα πολύ διιστάμενα συστήματα των κρατών μελών.

21
Η επιβολή ανωτάτου ορίου στα αποδοτέα έξοδα είναι επίσης ανάλογη και αναγκαία για την επίτευξη του αποτελέσματος της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, καθόσον παρέχει προστασία στον ηττηθέντα διάδικο έναντι υπερβολικών και απρόβλεπτων απαιτήσεων αποδόσεως εξόδων.

22
Η Αυστριακή Κυβέρνηση συμμερίζεται, κατ' ουσίαν, την άποψη αυτή. Υποστηρίζει επίσης ότι επιβάλλεται να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, της συμβατικής σχέσεως του δικηγόρου με τον πελάτη του και, αφετέρου, του ζητήματος της εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου αποδόσεως των δικαστικών εξόδων στον νικήσαντα διάδικο. Το τελευταίο αυτό ζήτημα πρέπει να ρυθμίζεται από διατάξεις αντικειμενικού δικαίου, για τη θέσπιση των οποίων, δεδομένου ότι πρόκειται περί διαδικαστικού ζητήματος, είναι αρμόδιος ο νομοθέτης της χώρας του επιληφθέντος δικαστηρίου.

23
Κατά την Αυστριακή Κυβέρνηση, δεν υπάρχει περιορισμός στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ ή δυσμενής διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 12 ΕΚ, καθόσον δικηγόρος εγκατεστημένος στην Αυστρία μπορεί, πράγματι, να ασκεί τη δραστηριότητά του στη Γερμανία υπό τους ίδιους όρους, όσον αφορά την απόδοση των εξόδων για την αμοιβή του, με αυτούς που προβλέπει το εν λόγω κράτος για τους εγκατεστημένους στην επικράτειά του δικηγόρους.

24
Η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη ότι η επίδικη ρύθμιση δεν αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο. Κατ' αυτήν, η απάντηση στο πρώτο σκέλος του τεθέντος ερωτήματος προκύπτει σαφώς από την οδηγία, χωρίς να είναι αναγκαία η επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας ορίζει ρητώς ότι οι διασυνοριακές οι σχετικές με την εκπροσώπηση του πελάτη δραστηριότητες δικηγόρου ασκούνται, σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ' αυτό το κράτος. Τούτο αφορά επίσης διατάξεις όπως οι ρυθμίζουσες την απόδοση των εξόδων για τον δικηγόρο.

Απάντηση του Δικαστηρίου

25
Εκ προοιμίου, όσον αφορά την εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου νομική εκτίμηση της επίδικης ρυθμίσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 12 ΕΚ, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε καταστάσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων (βλ. την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-100/01, Oteiza Olazabal, Συλλογή 2002, σ. Ι-10981, σκέψη 25).

26
Όσον αφορά την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η ανωτέρω αρχή τέθηκε σε εφαρμογή και συγκεκριμενοποιήθηκε με το άρθρο 49 ΕΚ (βλ. την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, C-55/98, Vestergaard, Συλλογή 1999, σ. Ι-7641, σκέψη 17). Επομένως, δεν συντρέχει λόγος αποφάνσεως επί του άρθρου 12 ΕΚ.

27
Το άρθρο 49 EK απαγορεύει τους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας. Πράγματι, δεν αποκλείεται ο καθορισμός ανωτάτου ορίου, όσον αφορά τα αποδοτέα έξοδα για αμοιβή δικηγόρου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος, του αυτού ύψους με εκείνα που προβλέπονται για τους εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος δικηγόρους, να έχει ως συνέπεια, οσάκις τα έξοδα υπερβαίνουν αυτά που θα απέρρεαν από την εφαρμογή του πίνακα αμοιβών που ισχύει στο τελευταίο αυτό κράτος, να καταστεί λιγότερο συμφέρουσα η διασυνοριακή παροχή δικηγορικών υπηρεσιών.

28
Το άρθρο 50, τρίτο εδάφιο, ΕΚ προβλέπει ότι ο παρέχων υπηρεσία διασυνοριακώς δύναται να ασκήσει τη δραστηριότητά του στο κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.

29
Όπως τόνισε η Επιτροπή, η διάταξη αυτή εξειδικεύθηκε, στον οικείο τομέα, με την οδηγία. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι η δικαστική εκπροσώπηση πελάτου σε άλλο κράτος μέλος πρέπει να ασκείται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού. Εξάλλου, η παράγραφος 2 αυτού του άρθρου προβλέπει υποχρέωση τηρήσεως των επαγγελματικών κανόνων του κράτους υποδοχής κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων.

30
Κατά συνέπεια, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 42 των προτάσεών του, ο κοινοτικός νομοθέτης έκρινε ότι, πλην των ρητώς προβλεπομένων εξαιρέσεων, όλοι οι όροι και κανόνες που ισχύουν στο κράτος υποδοχής μπορούν να έχουν εφαρμογή επί της διασυνοριακής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Επομένως, η απόδοση των εξόδων για αμοιβή δικηγόρου εγκατεστημένου σε κράτος μέλος μπορεί, επίσης, να υπόκειται στους κανόνες που εφαρμόζονται επί των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος δικηγόρων. Εξάλλου, η λύση αυτή είναι η μόνη η οποία συνάδει προς την αρχή της προβλεψιμότητας και, επομένως, της ασφάλειας δικαίου για τον διάδικο, ο οποίος, διά της συμμετοχής του στη δίκη, διατρέχει τον κίνδυνο να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του σε περίπτωση ήττας.

31
Συνεπώς, στο πρώτο σκέλος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ, καθώς και η οδηγία, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος, ο οποίος προβλέπει ότι τα αποδοτέα εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου δικαστικά έξοδα προς τον νικήσαντα διάδικο, τα οποία προήλθαν εκ της παροχής υπηρεσιών δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα έξοδα τα οποία θα συνεπήγετο η εκπροσώπηση του διαδίκου από δικηγόρο εγκατεστημένο στο κράτος αυτό.

Επί του δευτέρου σκέλους του προδικαστικού ερωτήματος, όσον αφορά την απόδοση των πρόσθετων εξόδων εκ της αμοιβής δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του παρά τω δικαστηρίω που επελήφθη της υποθέσεως

32
Με το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, το αιτούν δικαστήριο θέτει, κατ' ουσίαν, το ζήτημα αν το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος ο οποίος ορίζει ότι ο νικήσας διάδικος, εκπροσωπηθείς κατά τη δίκη από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιούται να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο, πέραν των εξόδων αυτού του δικηγόρου, τα έξοδα για δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, ο οποίος έπρεπε να παραστεί, κατ' επιταγή της οικείας εθνικής νομοθεσίας, για να νομιμοποιήσει τον πρώτο δικηγόρο.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

33
Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η παράσταση δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω επιφέρει αύξηση των εξόδων της δίκης είναι σύμφυτο προς το άρθρο 5 της οδηγίας και δεν αποτελεί περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών δεν απαιτεί να μπορεί ο διάδικος να επωφελείται αδαπάνως των υπηρεσιών δύο συνηγόρων, πολλώ δε μάλλον που υπάρχουν επίσης διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, κατά τις οποίες δεν προβλέπεται απόδοση των δικαστικών εξόδων εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου. Στο μέτρο που ο παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω δικηγόρος πρέπει να αμείβεται πάντοτε από τον πελάτη, δεν υπάρχει διάκριση εις βάρος του εγκατεστημένου σε άλλος κράτος μέλος δικηγόρου από το γεγονός ότι ο ηττηθείς διάδικος δεν υποχρεούται να αποδώσει στον αντίδικό του τα έξοδα του πρώτου δικηγόρου.

34
Κατά τα λοιπά, η Γερμανική Κυβέρνηση παραπέμπει, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, στα επιχειρήματα που ήδη ανέπτυξε ως προς το πρώτο σκέλος.

35
Η Επιτροπή διαφωνεί. Κατ' αυτήν, εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, ο διάδικος που υποχρεούται να φέρει τα έξοδα δικηγόρου του νικήσαντος διαδίκου πρέπει, επίσης, να αποδίδει τα έξοδα από την παράσταση αυτή. Η λύση αυτή απορρέει εμμέσως από την οδηγία, οπότε δεν είναι αναγκαία η επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης.

Απάντηση του Δικαστηρίου

36
Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός ότι ο νικήσας διάδικος, ο οποίος εκπροσωπήθηκε κατά τη δίκη από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν δύναται να ζητήσει επίσης, από τον ηττηθέντα διάδικο, τα έξοδα για δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, τον οποίο ο διάδικος αυτός προσέλαβε, με το σκεπτικό ότι τέτοια έξοδα δεν θεωρούνται αναγκαία, μπορεί να καταστήσει λιγότερο συμφέρουσα τη διακρατική παροχή δικηγορικών υπηρεσιών. Πράγματι, παρόμοια λύση ενδέχεται να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, δυνάμενο να επηρεάσει τη θέση των δικηγόρων από άλλα κράτη μέλη έναντι των ανταγωνιστών τους.

37
Είναι μεν αληθές ότι η οδηγία, χωρίς να παρέχει διευκρινίσεις ως προς τα δικηγορικά έξοδα που απορρέουν εκ της εφαρμογής της, προβλέπει, στο άρθρο 5, ότι τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν στους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, να ενεργούν δικαστικώς κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του ενώπιον του Δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως. Με το άρθρο 28 του EuRAG, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έκανε χρήση αυτής της ευχέρειας.

38
Κατά συνέπεια, η παράσταση του δικηγόρου που ασκεί το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω αποτελεί απαίτηση απορρέουσα εκ των μέτρων εναρμονίσεως και, επομένως, είναι ανεξάρτητη της βουλήσεως των διαδίκων, όπως προκύπτει από το άρθρο 28, παράγραφος 3, του EuRAG σύμφωνα με το οποίο, εάν δεν συνεφωνήθη άλλως μεταξύ των ενδιαφερομένων, δεν δημιουργείται συμβατική σχέση μεταξύ του ημεδαπού δικηγόρου και του εντολέα.

39
Από την απαίτηση αυτή δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι το μειονέκτημα που απορρέει από την παράσταση δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, ήτοι τα πρόσθετα σχετικά έξοδα, πρέπει να βαρύνει άνευ ετέρου και εν πάση περιπτώσει τον διάδικο που προσέλαβε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως του εάν ο εν λόγω διάδικος κέρδισε, ή όχι, τη δίκη. Αντιθέτως, η υποχρέωση προσλήψεως δικηγόρου ασκούντος το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω έχει ως συνέπεια ότι τα εξ αυτής έξοδα είναι αναγκαία για την προσήκουσα δικαστική εκπροσώπηση. Η κατά γενική αρχή εξαίρεση των εν λόγω εξόδων από τα δικαστικά έξοδα, τα οποία οφείλει να αποδώσει ο ηττηθείς διάδικος, συνιστά ποινή για τον νικήσαντα διάδικο, θα είχε δε ως αποτέλεσμα, όπως επεσήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 70 των προτάσεών του, ότι οι διάδικοι θα αποθαρρύνονταν εντόνως από το να προσφεύγουν στις υπηρεσίες δικηγόρων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών από τους δικηγόρους αυτούς θα παρεμποδιζόταν, θα επηρεαζόταν δε η επιχειρούμενη με την οδηγία εναρμόνιση του τομέα.

40
Η επίδικη ρύθμιση δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί από τις απαιτήσεις εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης. Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, συναφώς, ότι επιβάλλεται να προστατευθεί ο ηττηθείς διάδικος έναντι υπερβολικών και απρόβλεπτων απαιτήσεων αποδόσεως δικαστικών εξόδων. Όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εντός του εν λόγω κράτους μέλους, τα έξοδα του δικηγόρου που ασκεί το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω είναι απολύτως προβλέψιμα, καθόσον περιλαμβάνονται ρητώς στο άρθρο 24a της BRAGO. Ομοίως, λαμβανομένης υπόψη της σχετικώς περιορισμένης δραστηριότητας του δικηγόρου αυτού, τα εξ αυτής έξοδα υπολείπονται κατά πολύ αυτών που απορρέουν από την παράσταση του άλλου δικηγόρου.

41
Κατά συνέπεια, στο δεύτερο σκέλος του υποβληθέντος προδικαστικού ερωτήματος προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος, ο οποίος ορίζει ότι ο νικήσας διάδικος, εκπροσωπηθείς κατά τη δίκη από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιούται να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο, πέραν των εξόδων για την αμοιβή αυτού του δικηγόρου, τα έξοδα για δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, ο οποίος έπρεπε να παραστεί, κατ' επιταγή της οικείας εθνικής νομοθεσίας, για να νομιμοποιήσει τον πρώτο δικηγόρο.


Επί των δικαστικών εξόδων

42
Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 25ης Ιουλίου 2002, το Oberlandesgericht München, αποφαίνεται:

1)
Τα άρθρα 49 ΕΚ και 50 ΕΚ, καθώς και η οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος, ο οποίος προβλέπει ότι τα αποδοτέα εκ μέρους του ηττηθέντος διαδίκου δικαστικά έξοδα προς τον νικήσαντα διάδικο, τα οποία προήλθαν εκ της παροχής υπηρεσιών δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα έξοδα τα οποία θα συνεπήγετο η εκπροσώπηση του διαδίκου από δικηγόρο εγκατεστημένο στο κράτος αυτό.

2)
Εντούτοις, το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία 77/249 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς κανόνας σε κράτος μέλος, ο οποίος ορίζει ότι ο νικήσας διάδικος, εκπροσωπηθείς κατά τη δίκη από δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν δικαιούται να ζητήσει από τον ηττηθέντα διάδικο, πέραν των εξόδων για την αμοιβή αυτού του δικηγόρου, τα έξοδα για δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του παρά τω επιληφθέντι δικαστηρίω, ο οποίος έπρεπε να παραστεί, κατ' επιταγή της οικείας εθνικής νομοθεσίας, για να νομιμοποιήσει τον πρώτο δικηγόρο.

Jann

La Pergola

von Bahr

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Δεκεμβρίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

Β. Σκουρής


1
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω