Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61997CJ0104

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Οκτωßρίου 1999.
    Atlanta AG και λοιποί κατά Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Συμßούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Αίτηση αναιρέσεως - Αγωγή αποζημιώσεως - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μπανάνες - Καθεστώς εισαγωγής.
    Υπόθεση C-104/97 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-06983

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1999:498

    61997J0104

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 14ης Οκτωßρίου 1999. - Atlanta AG και λοιποί κατά Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Συμßούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Αίτηση αναιρέσεως - Αγωγή αποζημιώσεως - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μπανάνες - Καθεστώς εισαγωγής. - Υπόθεση C-104/97 P.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-06983


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1 Αναίρεση - Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης - Λόγος αναιρέσεως προβληφθείς για πρώτη φορά στο πλαίσιο της απαντήσεως και συνδεόμενος άρρηκτα με λόγο ακυρώσεως απορριφθέντα από το Πρωτοδικείο - Απαράδεκτο

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρα 42 § 2 και 118)

    2 Διαδικασία - Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης - Αγωγή αποζημιώσεως - Επιχειρηματολογία τροποποιούσα τη βάση της ευθύνης της Κοινότητας - Εκπρόθεσμο

    (Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 42 § 2· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 48 § 2)

    3 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαιώματα άμυνας - Σεβασμός στο πλαίσιο των νομοθετικών διαδικασιών - Όρια

    4 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Θεμελιώδη δικαιώματα - Διαπίστωση από το Δικαστήριο του κύρους κανονιστικής πράξεως - Αμφισβήτηση του κύρους κατά την εφαρμογή της πράξεως - Ανεπίτρεπτο

    5 Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - Όρια - Τροποποίηση της σχετικής με την κοινή οργάνωση αγορών ρυθμίσεως - Εξουσία εκτιμήσεως των οργάνων - Μέγεθος της προβαλλομένης εκ μέρους επιχειρηματία ζημίας - Δεν ασκεί επιρροή στη δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του επιχειρηματία

    (Κανονισμός 404/93 του Συμβουλίου)

    6 Εξωσυμβατική ευθύνη - Προϋποθέσεις - Παράνομος χαρακτήρας - Ζημία - Αιτιώδης συνάφεια - Έλλειψη μιας των προϋποθέσεων αυτών - Απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως στο σύνολό της

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 215, εδ. 2 (νυν άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)]

    7 Γεωργία - Κοινή οργάνωση των αγορών - Μπανάνες - Κανονισμός 404/93 - Έννοια του επιχειρηματία - Επαρκώς ακριβής ορισμός - Μεταβίβαση της αρμοδιότητας εκτελέσεως στην Επιτροπή - Έγκυρη

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 145, (νυν άρθρο 202 ΕΚ)· κανονισμός 404/93 του Συμβουλίου]

    Περίληψη


    1 Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, είναι απαράδεκτος ο λόγος που προβάλλεται για πρώτη φορά στο στάδιο της απαντήσεως και στηρίζεται σε στοιχείο που συνδέεται οπωσδήποτε και ευθέως με ένα λόγο τον οποίο ο αναιρεσείων προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου, αλλά δεν συμπεριέλαβε στους λόγους αναιρέσεως. Το να γίνει δεκτός ένας τέτοιος λόγος θα ισοδυναμούσε, πράγματι, με το να επιτραπεί στον αναιρεσείοντα να επικρίνει για πρώτη φορά στο στάδιο της απαντήσεως την εκ μέρους του Πρωτοδικείου απόρριψη ενός λόγου τον οποίο είχε προβάλει ενώπιόν του, μολονότι τίποτε δεν τον εμπόδιζε να διατυπώσει έναν τέτοιο ισχυρισμό στο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου αιτήσεώς του.

    2 Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως στηριζομένης στην ευθύνη της Κοινότητας λόγω παράνομης πράξεως, συνιστά νέο ισχυρισμό του οποίου η προβολή απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η επιχειρηματολογία που τροποποιεί την ίδια τη βάση της ευθύνης, προβάλλοντας ότι η ευθύνη αυτή θεμελιώνεται λόγω νόμιμης νομοθετικής πράξεως, το δε γεγονός ότι ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται επίσης στο άρθρο 215 της Συνθήκης (νυν άρθρο 288 ΕΚ) δεν του αφαιρεί τον χαρακτήρα αυτό.

    3 Στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως κοινοτικής πράξεως βασιζομένης σε άρθρο της Συνθήκης, οι μόνες υποχρεώσεις διαβουλεύσεως που υπέχει ο κοινοτικός νομοθέτης είναι εκείνες που επιβάλλει το σχετικό άρθρο. Δεν μπορεί συναφώς ούτε να συναχθεί από το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ) η ύπαρξη δικαιώματος ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα ούτε να επεκταθεί στο πλαίσιο μιας κοινοτικής νομοθετικής διαδικασίας που καταλήγει στη λήψη κανονιστικών μέτρων, τα οποία προϋποθέτουν επιλογή οικονομικής πολιτικής και εφαρμόζονται επί όλων των εμπλεκομένων επιχειρηματιών, η νομολογία που προβλέπει το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων που αφορούν άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες.

    4 Ναι μεν ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιβάλλεται όχι μόνο στον κοινοτικό νομοθέτη, αλλά και στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των κανονιστικών πράξεων που ο νομοθέτης αυτός εκδίδει, πλην όμως η εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση ότι μια κανονιστική πράξη είναι έγκυρη από την άποψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων καλύπτει και την περίπτωση της ατομικής και συγκεκριμένης εφαρμογής μιας τέτοιας πράξεως, οπότε το κύρος της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά την εφαρμογή της σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

    5 Ναι μεν η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Κοινότητας, πλην όμως οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση της υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων, τούτο δε ιδίως σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, το αντικείμενο των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως. Συναφώς, το μέγεθος της προβαλλομένης από επιχειρηματία ζημίας, που προκύπτει από την εφαρμογή κανονισμού εκδοθέντος στον εν λόγω τομέα, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση ότι η συμπεριφορά της αρμόδιας αρχής δεν δημιούργησε στους ενδιαφερομένους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση δεδομένης καταστάσεως ή για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων.

    6 Η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας υπό την έννοια του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν, άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ) εξαρτάται από ένα σύνολο προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας. Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας.

    7 Το Συμβούλιο, εκδίδοντας τον κανονισμό 404/93 για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας, όρισε με επαρκή ακρίβεια την έννοια «επιχειρηματίας» στο πλαίσιο του κανονισμού αυτού, οπότε μπορούσε εγκύρως να μεταβιβάσει στην Επιτροπή την αναγκαία αρμοδιότητα προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση των με τον εν λόγω κανονισμό θεσπισθέντων κανόνων, όπως το εξουσιοδοτεί προς τούτο το άρθρο 145 της Συνθήκης (νυν άρθρο 202 ΕΚ).

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-104/97 P,

    Atlanta AG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα τη Βρέμη (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους E. A. Undritz και G. Schohe, δικηγόρους Αμβούργου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο M. Baden, 34 B, rue Philippe II,

    αναιρεσείουσα,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 11 Δεκεμβρίου 1996 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στην υπόθεση T-521/93, Atlanta κ.λπ. κατά Ευρωπαϋκής Κοινότητας (Συλλογή 1996, σ. II-1707), και με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής,

    όπου οι έτεροι διάδικοι είναι:

    Ευρωπαϋκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από:

    1) το Συμβούλιο της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τον J. Huber, νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον A. Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

    2) την Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K.-D. Borchardt, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    εναγόμενοι πρωτοδίκως,

    Atlanta Handelsgesellschaft Harder & Co. GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα τη Βρέμη,

    Αfrikanische Frucht-Compagnie GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

    Cobana Bananeneinkaufsgesellschaft mbH & Co. KG, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο,

    Edeka Fruchtkontor GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο,

    Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert & Co., εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο,

    Pacific Fruchtimport GmbH, εταιρία γερμανικού δικαίου, με έδρα το Αμβούργο,

    ενάγουσες πρωτοδίκως,

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την K. Rispal-Bellanger, υποδιευθύντρια διεθνούς οικονομικού δικαίου και κοινοτικού δικαίου στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, και τον G. Mignot, γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στην ίδια διεύθυνση, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph II,

    και

    Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας,

    παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), πρόεδρο του έκτου τμήματος, προεδρεύοντα του πέμπτου τμήματος, L. Sevσn, C. Gulmann, J.-P. Puissochet και M. Wathelet, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: J. Mischo

    γραμματέας: H. A. Rόhl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 25ης Μαρτίου 1999, κατά την οποία η Atlanta AG εκπροσωπήθηκε από τον G. Schohe, το Συμβούλιο από τον J. Huber, η Επιτροπή από τον K.-D. Borchardt και η Γαλλική Δημοκρατία από τη C. Vasak, βοηθό γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων στη διεύθυνση νομικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαου 1999,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Μαρτίου 1997, η Atlanta AG (στο εξής: Atlanta) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, T-521/93 Atlanta κ.λπ. κατά Ευρωπαϋκής Κοινότητας (Συλλογή 1996, σ. II-1707, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή της με την οποία είχε ζητήσει να υποχρεωθεί η Ευρωπαϋκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από το Συμβούλιο και την Επιτροπή, στην καταβολή αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η έκδοση του κανονισμού (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993, για την κοινή οργάνωση της αγοράς στον τομέα της μπανάνας (ΕΕ L 47, σ. 1).

    Νομικό πλαίσιο

    2 Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

    «1 Πριν από τη θέσπιση κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα της μπανάνας, η κατανάλωση μπανανών εντός των κρατών μελών καλυπτόταν από τρεις πηγές εφοδιασμού: τις μπανάνες που παράγονταν εντός της Κοινότητας (κυρίως στις Κανάριες Νήσους και στα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα), οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το 20 % της κοινοτικής καταναλώσεως (στο εξής: κοινοτικές μπανάνες), τις μπανάνες που παράγονταν σε ορισμένα από τα κράτη με τα οποία η Κοινότητα είχε συνάψει τη Σύμβαση του Λομέ (κυρίως σε ορισμένα αφρικανικά κράτη και ορισμένες νήσους της Καραϋβικής Θάλασσας), οι οποίοι αντιπροσώπευαν περίπου το 20 % της κοινοτικής καταναλώσεως (στο εξής: μπανάνες ΑΚΕ), και τις μπανάνες που παράγονταν σε άλλα κράτη (κυρίως σε ορισμένες χώρες της Κεντρικής και της Νοτίου Αμερικής), οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το 60 % της κοινοτικής καταναλώσεως (στο εξής: μπανάνες τρίτων χωρών).

    2 Βάσει του πρωτοκόλλου που είχε προσαρτηθεί στη σύμβαση εφαρμογής σχετικά με τη σύνδεση των υπερποντίων χωρών και εδαφών με την Κοινότητα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 136 της Συνθήκης ΕΚ (στο εξής: πρωτόκολλο για τις μπανάνες), η Γερμανία έτυχε ειδικού καθεστώτος το οποίο της επέτρεπε να εισάγει αδασμολόγητα ετήσια ποσόστωση μπανανών, υπολογιζόμενη σε σχέση με την εισαχθείσα το 1956 ποσότητα. Η βασική αυτή ποσόστωση έπρεπε να μειώνεται σταδιακά, σε συνάρτηση με την πρόοδο που σημειωνόταν στην υλοποίηση της κοινής αγοράς.

    Ο κανονισμός 404/93

    3 Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 404/93 του Συμβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 1993 (ΕΕ L 47, σ. 1, στο εξής: κανονισμός 403/93), όπως τροποποιήθηκε τελικώς με τον κανονισμό (ΕΚ) 3290/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, σχετικά με τις προσαρμογές και τα μεταβατικά μέτρα στον τομέα της γεωργίας που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των συμφωνιών οι οποίες έχουν συναφθεί στο πλαίσιο των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (EE L 349, σ. 105), θεσπίστηκε κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα της μπανάνας. Η παρούσα υπόθεση αφορά τον κανονισμό 404/93 ως είχε στις 13 Φεβρουαρίου 1993.

    4 Κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 404/93, η κοινή οργάνωση αγοράς "πρέπει, τηρουμένης της κοινοτικής προτίμησης και των διαφόρων διεθνών υποχρεώσεων της Κοινότητας, να επιτρέπει τη διάθεση στην κοινοτική αγορά, σε τιμές δίκαιες τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές, μπανανών που παράγονται στην Κοινότητα και στα κράτη ΑΚΕ, τα οποία είναι κατά παράδοση προμηθευτές, δίχως να πλήττονται οι εισαγωγές μπανανών που κατάγονται από άλλες προμηθεύτριες τρίτες χώρες και εξασφαλίζοντας επαρκή εισοδήματα στους παραγωγούς".

    5 Το καθεστώς του εμπορίου με τις τρίτες χώρες, που αποτελεί το αντικείμενο του τίτλου IV, προβλέπει ότι οι παραδοσιακές εισαγωγές μπανανών ΑΚΕ μπορούν να εξακολουθήσουν να πραγματοποιούνται αδασμολόγητα εντός της Κοινότητας. Σε παράρτημα καθορίζεται η ποσότητα αυτή σε 857 700 τόνους και κατανέμεται μεταξύ των κρατών ΑΚΕ, που ήσαν παραδοσιακοί προμηθευτές.

    6 Κατά το άρθρο 18 του κανονισμού 404/93:

    "1. Ανοίγεται κάθε έτος δασμολογική ποσόστωση δύο εκατομμυρίων τόνων ανά καθαρό βάρος για τις εισαγωγές μπανάνας από τρίτες χώρες και μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ.

    Στα πλαίσια αυτής της δασμολογικής ποσόστωσης, οι εισαγωγές μπανάνας από τρίτες χώρες υπόκεινται σε δασμό 100 ECU ανά τόνο, ενώ οι εισαγωγές μη παραδοσιακών μπανανών ΑΚΕ υπόκεινται σε μηδενικό δασμό.

    (...)

    2. Εκτός από την ποσόστωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1:

    - οι μη παραδοσιακές εισαγωγές μπανανών ΑΚΕ υπόκεινται σε δασμό 750 ECU ανά τόνο,

    - οι εισαγωγές μπανανών από τρίτες χώρες υπόκεινται σε δασμό 850 ECU ανά τόνο (...).»

    7 Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1:

    "Η δασμολογική ποσόστωση ανοίγεται, από 1ης Ιουλίου 1993, μέχρι ύψους:

    α) 66,5 % για τους επιχειρηματίες που ασχολήθηκαν με την εμπορία μπανάνας τρίτων χωρών ή/και μη παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ·

    β) 30 % για τους επιχειρηματίες που ασχολήθηκαν με την εμπορία κοινοτικής μπανάνας ή/και παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ·

    γ) 3,5 % για τους εγκατεστημένους στην Κοινότητα επιχειρηματίες οι οποίοι άρχισαν να ασχολούνται με την εμπορία μπανάνας πλην της κοινοτικής ή/και της παραδοσιακής μπανάνας ΑΚΕ από το 1992 (...)."

    8 Βάσει του άρθρου 16, κάθε χρόνο καταρτίζεται κατά πρόβλεψη υπολογισμός της παραγωγής και της καταναλώσεως στην Κοινότητα, καθώς και των εισαγωγών και των εξαγωγών· αυτός ο κατά πρόβλεψη υπολογισμός μπορεί να αναθεωρείται κατά τη διάρκεια της περιόδου εμπορίας εφόσον παραστεί ανάγκη.

    9 Το άρθρο 18, παράγραφος 1, τέταρτο εδάφιο, προβλέπει τη δυνατότητα αυξήσεως της ετησίας ποσοστώσεως βάσει του κατά πρόβλεψη υπολογισμού που διαλαμβάνεται στο άρθρο 16.

    10 Το άρθρο 20 εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να θεσπίσει τους όρους μεταβιβάσεως των πιστοποιητικών εισαγωγής.

    11 Κατά το άρθρο 21, παράγραφος 2, καταργείται η δασμολογική ποσόστωση που προβλέπεται στο πρωτόκολλο για τις μπανάνες.»

    Η κατάσταση των εναγουσών πρωτοδίκως

    3 Όσον αφορά την κατάσταση των εναγουσών πρωτοδίκως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

    «12 Οι ενάγουσες είναι επιχειρήσεις των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στην εισαγωγή μπανανών τρίτων χωρών εντός της Κοινότητας. Η πρώτη και η δεύτερη από τις ενάγουσες ανήκουν στον όμιλο Atlanta: η πρώτη είναι μια εταιρία ενδιαμέσου holding και η δεύτερη θυγατρική της πρώτης. Η πρώτη ενάγουσα, η μόνη την οποία αφορά το αίτημα περί αποζημιώσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής (βλ. κατωτέρω σκέψεις 16 και 28), ισχυρίζεται ότι μια άλλη θυγατρική της εταιρία, η Atlanta Handels- und Schiffahrts- Gesellschaft mbH, που αναλαμβάνει τη διοργάνωση των μεταφορών με πλοία-ψυγεία, υπέστη ζημία λόγω της θέσεως σε ισχύ του κανονισμού 404/93. Η Atlanta Handels- und Schiffahrts- Gesellschaft mbH είχε ναυλώσει τρία πλοία τα οποία εν συνεχεία έθεσε στη διάθεση μιας αμερικανικής εταιρίας. Αυτή κατήγγειλε τη σύμβαση πριν από την προβλεπόμενη λήξη, για τον λόγο ότι τα πλοία δεν θα ήσαν πλέον αναγκαία λόγω των περιορισμών στην εισαγωγή μπανανών που προέκυπταν από τον κανονισμό 404/93. Η Atlanta Handels- und Schiffahrts- Gesellschaft mbH, η οποία οφείλει να συνεχίσει να καταβάλλει στον ναυλωτή τη συνομολογηθείσα αμοιβή, εκχώρησε την έναντι της Κοινότητας αξίωση αποζημιώσεως στη μητρική της εταιρία, ήτοι στην πρώτη ενάγουσα.»

    Διαδικασία ακολουθηθείσα πριν από την αίτηση αναιρέσεως

    4 Όσον αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον των κοινοτικών δικαστηρίων, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής:

    «13 Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Μαου 1993, οι ενάγουσες ζήτησαν, αφενός, δυνάμει του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης ΕΟΚ (που κατέστη άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, στο εξής: Συνθήκη), να ακυρωθεί μερικώς ο κανονισμός 404/93 και, αφετέρου, δυνάμει των άρθρων 178 και 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, να υποχρεωθεί η Ευρωπαϋκή Κοινότητα να καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η πρώτη ενάγουσα, ή ενδεχομένως, η Atlanta Handels- und Schiffahrts- Gesellschaft mbH. Η παρούσα απόφαση αφορά το δεύτερο σκέλος της ως άνω προσφυγής-αγωγής, το οποίο έλαβε κατ' αρχάς αριθμό πρωτοκόλλου C-286/93 κατόπιν δε Τ-521/93 (βλ. κατωτέρω σκέψη 21).

    14 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την ίδια ημερομηνία, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, την ακύρωση του τίτλου IV και του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 404/93 (υπόθεση C-280/93).

    15 Στις 4 Ιουνίου 1993 οι ενάγουσες κατέθεσαν επιπλέον στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δυνάμει των άρθρων 185 και 186 της Συνθήκης, με την οποία ζήτησαν, αφενός, την αναστολή της εκτελέσεως του τίτλου IV του κανονισμού 404/93 και κυρίως των άρθρων του 17 έως 20 και, αφετέρου, τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου που ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ή το Δικαστήριο θα έκρινε κατάλληλο (υπόθεση C-286/93 R).

    16 Με διάταξη της 21ης Ιουνίου 1993, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των εναγουσών ως απαράδεκτη, καθόσον με αυτή είχε ζητηθεί η ακύρωση ορισμένων διατάξεων του κανονισμού 404/93, αλλά δέχθηκε τύποις την αγωγή, καθόσον με αυτή είχε ζητηθεί να υποχρεωθεί η Ευρωπαϋκή Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που προξένησε η έκδοση του ίδιου αυτού κανονισμού. Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων (υπόθεση C-286/93, η οποία κατέστη υπόθεση Τ-521/93, ήτοι η υπό κρίση αγωγή).

    17 Με αιτήσεις που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Ιουνίου 1993 και στις 12 Ιουλίου 1993, το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησαν αντιστοίχως να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων των εναγομένων.

    18 Με διάταξη της 6ης Ιουλίου 1993, το Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλαν οι ενάγουσες και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα (υπόθεση C-286/93 R).

    19 Με αιτήσεις που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου μεταξύ 29ης Ιουνίου και 12ης Ιουλίου 1993, η Δημοκρατία της Ακτής του Ελεφαντόδοντος, η εταιρία Terres Rouges Consultant, η εταιρία Espaρa et fils και η εταιρία Cobana Import ζήτησαν να παρέμβουν στην παρούσα υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων των εναγομένων.

    20 Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 1993, το Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 82α, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, έως ότου περατωθεί η δίκη στην υπόθεση C-280/93.

    21 Κατόπιν της θέσεως σε ισχύ, την 1η Αυγούστου 1993, της αποφάσεως 93/350/Ευρατόμ, ΕΚΑΞ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993, για την τροποποίηση της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΞ, ΕΟΚ, Ευρατόμ περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 144, σ. 21), η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Πρωτοδικείο με διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1993.

    22 Στις 5 Οκτωβρίου 1994, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που είχε ασκήσει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (απόφαση C-280/93, Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. Ι-4973). Κατόπιν της αποφάσεως αυτής, ήρθη η αναστολή και η έγγραφη διαδικασία άρχισε εκ νέου στην υπό κρίση υπόθεση.

    23 Με διατάξεις του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 9ης Μαρτίου 1995, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία και στο Ηνωμένο Βασίλειο να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων των εναγομένων.

    24 Με διάταξη της 14ης Ιουλίου 1995, ο πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου απέρριψε τις αιτήσεις παρεμβάσεως της Δημοκρατίας της Ακτής του Ελεφαντόδοντος, της εταιρίας Terres Rouges Consultant, της εταιρίας Espaρa et fils και της εταιρίας Cobana Import και καταδίκασε τους υποβαλόντες αίτηση παρεμβάσεως στα σχετικά με τις αιτήσεις αυτές έξοδα.

    25 Με διάταξη της 1ης Δεκεμβρίου 1993, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Δεκεμβρίου 1993, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, δύο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το κύρος του τίτλου IV και του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 404/93. Τα ερωτήματα αυτά είχαν ανακύψει στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Atlanta Fruchthandelsgesellschaft mbH και δεκαεπτά άλλων εταιριών του ομίλου Atlanta και, αφετέρου, του Bundesamt fόr Ernδhrung und Forstwirtschaft (ομοσπονδιακού γραφείου τροφίμων και δασοκομίας) ως προς τη χορήγηση ποσοστώσεων εισαγωγής μπανανών τρίτων χωρών.

    26 Στις 9 Νοεμβρίου 1995, το Δικαστήριο, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, αποφάνθηκε ότι από την εξέταση του τίτλου IV και του άρθρου 21, παράγραφος 2, του κανονισμού 404/93, που διενεργήθηκε υπό το φως του σκεπτικού της διατάξεως περί παραπομπής, δεν προέκυψε η ύπαρξη στοιχείων δυναμένων να επηρεάσουν το κύρος τους (απόφαση C-466/93, Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-3799).

    27 Μεταξύ 8 Δεκεμβρίου 1994 και 6 Ιανουαρίου 1995, απαντώντας σε σχετική αίτηση του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις ενδεχόμενες συνέπειες για την υπό κρίση διαφορά της προπαρατεθείσας αποφάσεως Γερμανία κατά Συμβουλίου. Μεταξύ 4 και 16 Ιανουαρίου 1996, απαντώντας σε σχετική αίτηση του Πρωτοδικείου, οι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά τις ενδεχόμενες συνέπειες για την υπό κρίση διαφορά της προπαρατεθείσας αποφάσεως Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ.»

    Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    5 Στη σκέψη 28 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι, ενόψει της διατάξεως του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1993, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή των εναγουσών ως απαράδεκτη καθόσον με αυτήν είχε ζητηθεί η ακύρωση των διατάξεων του κανονισμού 404/93, θα ελάμβανε υπόψη μόνον το περί αποζημιώσεως αίτημα των εναγουσών.

    6 Από τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, προς στήριξη του περί αποζημιώσεως αιτήματός τους, οι ενάγουσες προέβαλαν δεκατέσσερις λόγους για να αποδείξουν την ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, με τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που έπρεπε να συναχθούν από την προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου και με το υπόμνημα απαντήσεώς τους, οι ενάγουσες είχαν διευκρινίσει ότι ενέμεναν σε όλους τους ισχυρισμούς που προέβαλαν με την αγωγή τους, αλλά εστίαζαν την επιχειρηματολογία τους στους ακόλουθους τέσσερις ισχυρισμούς: παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Από την ίδια αυτή σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, με το υπόμνημα απαντήσεως και με τις παρατηρήσεις τους της 16ης Ιανουαρίου 1996 επί των συμπερασμάτων που έπρεπε να συναχθούν από την προπαρατεθείσα απόφαση Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (ΙΙ), οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν επίσης ότι, ακόμη και αν το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι επίμαχες διατάξεις του κανονισμού 404/93 ήσαν έγκυρες, η Atlanta θα εδικαιούτο πάντως αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ).

    7 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή των εναγουσών.

    8 Στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Atlanta βάλλει ουσιαστικά κατά της συλλογιστικής που ακολούθησε το Πρωτοδικείο όσον αφορά τους λόγους που αναφέρονται κατωτέρω.

    9 Όσον αφορά, πρώτον, τον λόγο σχετικά με την εκ νομίμου πράξεως ευθύνη του Συμβουλίου, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

    «39 Τόσο από το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, όσο και από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, απόφαση του Δικαστηρίου επικυρώνουσα το κύρος πράξεως των κοινοτικών οργάνων δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο που να δικαιολογεί προβολή νέου ισχυρισμού, δεδομένου ότι υπέρ των πράξεων των κοινοτικών οργάνων υφίσταται εν πάση περιπτώσει τεκμήριο νομιμότητας, και ότι οι προπαρατεθείσες αποφάσεις Γερμανία κατά Συμβουλίου και Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. απλώς επιβεβαίωσαν μια νομική κατάσταση την οποία οι ενάγουσες γνώριζαν κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής τους (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 1982, 11/81, Dόrbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 1982, σ. 1251, σκέψη 17).

    40 Εν προκειμένω, εφόσον οι ενάγουσες δεν επικαλέστηκαν κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την προβολή νέου ισχυρισμού σχετικά με την ευθύνη του Συμβουλίου εκ νομίμου πράξεως, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εκπρόθεσμα και ότι είναι, επομένως, απαράδεκτος.»

    10 Δεύτερον, όσον αφορά τον λόγο περί παραβιάσεως της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα εξής:

    «46 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών του κοινοτικού δικαίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 67). Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικά. Όπως έχει ήδη τονιστεί στην προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, η κατάσταση των κατηγοριών επιχειρηματιών μεταξύ των οποίων πραγματοποιήθηκε η κατανομή της δασμολογικής ποσοστώσεως δεν ήταν παρόμοια πριν από την έκδοση του κανονισμού 404/93. Τα ληφθέντα μέτρα επηρέασαν επίσης κατά τρόπο διαφορετικό τις κατηγορίες αυτές και το Δικαστήριο αναγνώρισε ειδικώς ότι στους επιχειρηματίες που κατά παράδοση προμηθεύονταν κυρίως μπανάνες τρίτων χωρών επιβάλλονταν στο εξής περιορισμοί όσον αφορά τις δυνατότητές τους να προβαίνουν σε εισαγωγές. Το Δικαστήριο θεώρησε ωστόσο ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση φαινόταν να είναι σύμφυτη προς τον σκοπό της ενοποιήσεως των μέχρι τότε στεγανών αγορών και της διασφαλίσεως της κοινοτικής παραγωγής και της παραδοσιακής παραγωγής ΑΚΕ (σκέψη 74). Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο μηχανισμός κατανομής της δασμολογικής ποσοστώσεως μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επιχειρηματιών απέβλεπε στο να ωθήσει τους επιχειρηματίες που εμπορεύονταν κοινοτικές και παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ να προμηθεύονται μπανάνες τρίτων χωρών και, ταυτόχρονα, προσπαθούσε να παρακινήσει τους εισαγωγείς μπανανών τρίτων χωρών να διανέμουν κοινοτικές μπανάνες και μπανάνες ΑΚΕ (σκέψη 83). Το Δικαστήριο αναγνώρισε επομένως ότι ο κανονισμός 404/93 δεν είχε σκοπό να θεσπίσει πανομοιότυπη μεταχείριση για διαφορετικές κατηγορίες επιχειρηματιών.

    47 Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι ήταν αναγκαίο ο κανονισμός 404/93 να περιορίσει τον όγκο των εισαγωγών μπανανών τρίτων χωρών στην Κοινότητα, στα πλαίσια της πραγματοποιήσεως της κοινής οργανώσεως αγοράς (σκέψη 82).

    48 Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι το Συμβούλιο είχε λάβει μέτρα καταφανώς απρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον κανονισμό 404/93 σκοπό (σκέψη 95).

    49 Πρέπει να προστεθεί ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε, στην προπαρατεθείσα απόφαση Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ., ότι οι δυσχέρειες εφαρμογής του κανονισμού 404/93 που είχαν επικαλεστεί οι ενάγουσες δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού αυτού (σκέψη 11). Κατά τον ίδιο τρόπο, οι συγκεκριμένες συνέπειες της εκδόσεως του κανονισμού 404/93 που επικαλούνται οι ενάγουσες δεν μπορούν εν προκειμένω να ληφθούν υπόψη από το Πρωτοδικείο, το οποίο πρέπει να εξετάσει το ζήτημα της νομιμότητας του κανονισμού 404/93 μόνο σε σχέση με τους προβληθέντες από τις ενάγουσες ισχυρισμούς.

    50 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει επομένως ότι οι ενάγουσες δεν απέδειξαν ότι τα εναγόμενα όργανα παραβίασαν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, επομένως, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.»

    11 Όσον αφορά, τρίτον, τον λόγο σχετικά με την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η κρίση του Πρωτοδικείου ήταν η ακόλουθη:

    «55 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Κοινότητας. Ωστόσο, πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα και τούτο ιδίως σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών το αντικείμενο των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-4863, σκέψη 57). Το Πρωτοδικείο τονίζει ότι, μολονότι η Γερμανία δεν περιέλαβε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης μεταξύ των ισχυρισμών που προέβαλε στην προπαρατεθείσα υπόθεση Γερμανία κατά Συμβουλίου, ωστόσο, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε και με την απόφαση αυτή ότι ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί κεκτημένο δικαίωμα ή, έστω, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως η οποία μπορεί να μεταβληθεί με αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν (σκέψη 80).

    56 Επιπλέον, τη δυνατότητα παραβιάσεως της αρχής αυτής έθιξαν τα προδικαστικά ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της προπαρατεθείσας αποφάσεως Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. Το Δικαστήριο όμως, διαπιστώνοντας ότι το εθνικό δικαστήριο δεν είχε αναφερθεί σε λόγους ακυρότητας δυναμένους να μεταβάλουν την κρίση περί του κύρους του κανονισμού 404/93, θεώρησε ότι δεν συνέτρεχε μια τέτοια παραβίαση.

    57 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων παρασχεθεισών από τη διοίκηση, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, Τ-571/93, Lefebvre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2379, σκέψη 72). Οι ενάγουσες όμως δεν προσκόμισαν αποδείξεις για τέτοιες διαβεβαιώσεις ούτε σχετικά με την προηγηθείσα πρακτική της Επιτροπής ούτε στο ειδικό πλαίσιο της επίμαχης εν προκειμένω κοινής οργανώσεως αγοράς.

    58 Επομένως, οι ενάγουσες δεν απέδειξαν παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση και ο ισχυρισμός που αφορά παραβίαση της αρχής αυτής πρέπει να απορριφθεί.»

    12 Όσον αφορά, τέταρτον, τον λόγο περί προσβολής του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

    «62 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, αλλ' ότι όμως δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με την κοινωνική του λειτουργία. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί αυθαίρετα από έναν επιχειρηματία το δικαίωμα να ασκεί τη δραστηριότητά του, αλλά δεν εγγυάται στον επιχειρηματία αυτόν ένα συγκεκριμένο όγκο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή ένα συγκεκριμένο μερίδιο της αγοράς. Οι εγγυήσεις που παρέχονται στους επιχειρηματίες δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να επεκταθούν στην προστασία απλών συμφερόντων ή ευκαιριών εμπορικής φύσεως, των οποίων ο αβέβαιος χαρακτήρας είναι σύμφυτος στην ίδια την ουσία της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Μαου 1974, 4/73, Nold κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 277, σκέψη 14). Επομένως, είναι δυνατόν να τεθούν περιορισμοί στην ελεύθερη άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως στο πλαίσιο κοινής οργανώσεως αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και υπερβολικά επαχθή επέμβαση θίγουσα αυτή ταύτη την ουσία των έτσι διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989, 265/87, Schrδder, Συλλογή 1989, σ. 2237, σκέψη 15).

    63 Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει με την προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου ότι η προσβολή του δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των εμπορευομένων παραδοσιακώς μπανάνες τρίτων χωρών που επέφερε ο κανονισμός 404/93 ανταποκρινόταν σε σκοπούς γενικού κοινοτικού συμφέροντος και δεν έθιγε αυτή ταύτη την ουσία του εν λόγω δικαιώματος (σκέψη 87). Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί για μια ακόμη φορά ότι, στην προπαρατεθείσα απόφαση Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ., το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, μολονότι οι προσφεύγουσες είχαν επικαλεστεί ορισμένες δυσχέρειες εφαρμογής του κανονισμού 404/93 και τις συναφείς επιπτώσεις στη δραστηριότητά τους, τα περιστατικά αυτά δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το κύρος του εν λόγω κανονισμού (σκέψη 11).

    64 Επομένως, ο ισχυρισμός που αφορά προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματος ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.»

    13 Πέμπτον, σχετικά με τον λόγο που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, το Πρωτοδικείο έκρινε τα ακόλουθα:

    «70 Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι, αντίθετα προς την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι ενάγουσες, το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο μιας διοικητικής διαδικασίας που αφορά ορισμένο πρόσωπο δεν μπορεί να μεταφερθεί στο πλαίσιο μιας νομοθετικής διαδικασίας η οποία καταλήγει στη λήψη μέτρων γενικής ισχύος. Το Πρωτοδικείο τονίζει συναφώς ότι η προπαρατεθείσα απόφαση CB και Europay κατά Επιτροπής εντάσσεται στο πλαίσιο πάγιας νομολογίας σε θέματα ανταγωνισμού, η οποία επιβάλλει να ακούγονται οι παρατηρήσεις που έχουν να διατυπώσουν οι επιχειρήσεις που φέρονται να έχουν παραβεί τους κανόνες της Συνθήκης, πριν από τη λήψη μέτρων, ιδίως δε πριν από την επιβολή κυρώσεων, έναντι των επιχειρήσεων αυτών. Ωστόσο, η νομολογία αυτή πρέπει να εκτιμηθεί εντός του ιδιάζοντος πλαισίου της και δεν μπορεί να επεκταθεί στο πλαίσιο μιας κοινοτικής νομοθετικής διαδικασίας που καταλήγει στη λήψη κανονιστικών μέτρων τα οποία προϋποθέτουν μια επιλογή οικονομικής πολιτικής και εφαρμόζονται επί όλων των εμπλεκομένων επιχειρηματιών.

    71 Πρέπει να προστεθεί ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως κοινοτικής πράξεως, βασιζομένης σε άρθρο της Συνθήκης, οι μόνες υποχρεώσεις διαβουλεύσεως που υπέχει ο κοινοτικός νομοθέτης είναι εκείνες που επιβάλλει το σχετικό άρθρο. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Frθres κατά Συμβουλίου (Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η υποχρέωση διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, που προβλέπεται σε πολλές διατάξεις της Συνθήκης, αποτελεί την αντανάκλαση στο επίπεδο της Κοινότητας της θεμελιώδους δημοκρατικής αρχής, κατά την οποία οι λαοί μετέχουν στην άσκηση της εξουσίας μέσω αντιπροσωπευτικής συνελεύσεως.

    72 Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει επίσης ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας της Κοινότητας χωρεί διαβούλευση με τους εκπροσώπους των διαφόρων κατηγοριών της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής υπό τη μορφή διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Εν προκειμένω, πραγματοποιήθηκε η διαβούλευση με το Κοινοβούλιο και την εν λόγω Επιτροπή πριν από την έκδοση του κανονισμού 404/93, όπως προβλέπει η Συνθήκη.

    73 Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι, αντίθετα προς την ανάλυση στην οποία προέβησαν οι ενάγουσες, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε περαιτέρω διαβούλευση με τις διάφορες κατηγορίες επιχειρηματιών τους οποίους αφορούσε η κοινοτική αγορά της μπανάνας. Ο κοινοτικός νομοθέτης μπορεί κάλλιστα να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση διαφορετικών κατηγοριών επιχειρηματιών χωρίς να τους ακούσει έναν προς έναν. Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι στην προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το Συμβούλιο είχε λάβει μέτρα καταφανώς απρόσφορα ή είχε προβεί σε καταφανώς εσφαλμένη εκτίμηση των στοιχείων που διέθετε κατά τον χρόνο θεσπίσεως της ρυθμίσεως (σκέψη 95). Δεδομένου ότι ο κανονισμός 404/93 περιέχει διατάξεις αφορώσες τους επιχειρηματίες που εμπορεύονται μπανάνες τρίτων χωρών, το Δικαστήριο έχει επομένως ήδη αναγνωρίσει εμμέσως ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη τα συμφέροντα αυτής της κατηγορίας των επιχειρηματιών.

    74 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός που αφορά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί.»

    14 Τέλος, σχετικά με τους λόγους που αφορούν παράβαση των διατάξεων περί νομοθετικής διαδικασίας και παράβαση των κανόνων της Γενικής Συμφωνίας περί Δασμών και Εμπορίου (στο εξής: GATT), το Πρωτοδικείο τόνισε, στη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι οι λόγοι αυτοί είχαν απορριφθεί με την προπαρατεθείσα απόφαση Γερμανία κατά Συμβουλίου, στις σκέψεις 27 έως 43 και 103 έως 112 αντιστοίχως, οπότε, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι, για τους ίδιους λόγους με εκείνους που είχε εκθέσει το Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη, έπρεπε να απορριφθούν όλοι οι λόγοι αυτοί ως αβάσιμοι.

    15 Τέλος, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε τα ακόλουθα:

    «83 Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης προκύπτει ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας και η άσκηση του δικαιώματος αποκαταστάσεως της προκληθείσας ζημίας εξαρτώνται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι από το παράνομο της προσαπτομένης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της προβαλλομένης ζημίας. Επιπλέον, οσάκις πρόκειται για κανονιστικές πράξεις που προϋποθέτουν επιλογές οικονομικής πολιτικής, η ευθύνη της Κοινότητας μπορεί να θεμελιωθεί μόνον αν υφίσταται κατάφωρη παράβαση υπέρτερου κανόνα δικαίου που προστατεύει τους ιδιώτες. Σε ένα κανονιστικό πλαίσιο όπως εν προκειμένω, η ευθύνη της Κοινότητας δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνον αν το οικείο όργανο υπερέβη προδήλως και σοβαρώς τα όρια που επιβάλλονται στην άσκηση των εξουσιών του (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, σκέψη 12).

    84 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει όμως ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί εις βάρος των εναγομένων καμία παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει την εξωσυματική ευθύνη της Κοινότητας. Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.»

    Η αίτηση αναιρέσεως

    16 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Atlanta προβάλλει επτά λόγους. Ο πρώτος στηρίζεται σε απόφαση του οργάνου λύσεως των διαφορών (dispute settlement body) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: ΠΟΕ), που εκδόθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1997 (στο εξής: απόφαση του ΠΟΕ). Με τον δεύτερο λόγο της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέρριψε ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό που στηρίζεται στην ευθύνη λόγω νόμιμης νομοθετικής πράξεως. Σύμφωνα με τον τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγο, το Πρωτοδικείο ερμήνευσε εσφαλμένα το περιεχόμενο των δικαιωμάτων άμυνας (τρίτος λόγος), τις αρχές της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας (τέταρτος λόγος) και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (πέμπτος λόγος). Ο έκτος λόγος αφορά την κατά τους ισχυρισμούς της παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας από το Συμβούλιο προς την Επιτροπή. Τέλος, με τον έβδομο λόγο της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε όλες τις προϋποθέσεις της ευθύνης λόγω παράνομης πράξεως.

    Επί του πρώτου λόγου

    17 Με τον πρώτο λόγο της, που προέβαλε για πρώτη φορά στο στάδιο της απαντήσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση του ΠΟΕ αποδεικνύει οριστικά το ασύμβατο ουσιωδών τμημάτων της κοινής οργάνωσης των αγορών στον τομέα της μπανάνας (στο εξής: ΚΟΑ) προς το δίκαιο του ΠΟΕ, οπότε είναι αναμφισβήτητη η έλλειψη νομιμότητας της ΚΟΑ από πλευράς κοινοτικού δικαίου.

    18 Η αναιρεσείουσα διευκρινίζει ότι έλαβε γνώση της έλλειψης νομιμότητας του κανονισμού 404/93 μέσω της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του ΠΟΕ, ήτοι έξι μήνες μετά την άσκηση της αναιρέσεως στις 10 Μαρτίου 1997. Η απόφαση αυτή συνιστά συνεπώς νέο καθοριστικό γεγονός υπό την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή στις αιτήσεις αναιρέσεως βάσει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού. Η Atlanta αναφέρει συναφώς ότι το Δικαστήριο, όταν πρόκειται να κρίνει μια αίτηση αναιρέσεως, δεν αποφαίνεται επί των πραγματικών περιστατικών, αλλά προβαίνει σε από νομικής απόψεως έλεγχο της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    19 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση του ΠΟΕ συνδέεται οπωσδήποτε και ευθέως με τον λόγο που αφορά την παράβαση των κανόνων της GATT, τον οποίο η αναιρεσείουσα προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου και δεν συμπεριέλαβε στους λόγους αναιρέσεως.

    20 Συγκεκριμένα, μια τέτοια απόφαση δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη παρά μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το άμεσο αποτέλεσμα της GATT θα είχε διαπιστωθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο λόγου αφορώντος το ανίσχυρο της ΚΟΑ.

    21 Όπως όμως ορθώς ισχυρίστηκε η Επιτροπή, η αναιρεσείουσα θα μπορούσε να εμμείνει στον ισχυρισμό αυτό επικαλούμενη κυρίως, υπέρ της αναγνωρίσεως του αμέσου αποτελέσματος των κανόνων της GATT, τον μηχανισμό λύσεως των διαφορών στο πλαίσιο του ΠΟΕ, που τέθηκε σε εφαρμογή το 1995.

    22 Το να κριθεί όμως υπό τις συνθήκες αυτές παραδεκτός ο λόγος που στηρίζεται στην απόφαση του ΠΟΕ, θα ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με το να επιτραπεί στην αναιρεσείουσα να επικρίνει για πρώτη φορά στο στάδιο της απαντήσεως την εκ μέρους του Πρωτοδικείου απόρριψη ενός λόγου τον οποίο είχε προβάλει ενώπιόν του, μολονότι τίποτε δεν την εμπόδιζε να διατυπώσει έναν τέτοιον ισχυρισμό στο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου αιτήσεώς της.

    23 Επομένως, ο πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    Επί του δευτέρου λόγου

    24 Με τον δεύτερο λόγο της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέρριψε ως απαράδεκτο, καθότι εκπρόθεσμο, τον ισχυρισμό που στηρίζεται στην ευθύνη λόγω νόμιμης νομοθετικής πράξεως.

    25 Η Atlanta φρονεί ότι είχε ήδη διατυπώσει την άποψη αυτή με την αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου, προβάλλοντας την ύπαρξη σοβαρής και ειδικής ζημίας της (Sonderopfer). Εν πάση περιπτώσει, δεν πρόκειται για νέο ισχυρισμό, αλλά για επιχείρημα προς στήριξη του ισχυρισμού που αφορά την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Τέλος, κατά την Atlanta, η απαγόρευση προβολής νέων ισχυρισμών δεν πρέπει να ισχύσει σε μια περίπτωση όπως η προκειμένη, δεδομένου ότι, αφενός, θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να ασκήσει νέα αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που θα στηριζόταν τη φορά αυτή στην ευθύνη από νόμιμη πράξη και ότι, αφετέρου, η αποδοχή, στην παρούσα διαδικασία, του λόγου αυτού που προβλήθηκε στο στάδιο της απαντήσεως δεν θα προσέβαλλε τα δικαιώματα άμυνας των διαδίκων που δεν μπόρεσαν να λάβουν επωφελώς θέση έναντι του ισχυρισμού αυτού.

    26 Επιβάλλεται κατ' αρχάς η διαπίστωση ότι, όπως διαπίστωσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 35 έως 37 των προτάσεών του, η έννοια της σοβαρής και ειδικής ζημίας προβλήθηκε κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία αποκλειστικά στο πλαίσιο της ευθύνης από παράνομη πράξη.

    27 Εν συνεχεία, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, μια επιχειρηματολογία που τροποποιεί την ίδια τη βάση της ευθύνης της Κοινότητας πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά νέο ισχυρισμό, του οποίου η προβολή απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο καθόσον, όπως ορθώς τόνισε η Γαλλική Κυβέρνηση, ο κανόνας της απαγορεύσεως προβολής νέων ισχυρισμών αποκλείει ήδη, στο πλαίσιο αγωγής στηριζομένης αποκλειστικά στην ευθύνη λόγω παράνομης πράξεως, την κατά το στάδιο της απαντήσεως προβολή της παραβάσεως ανώτερου κανόνα δικαίου, η οποία δεν είχε αναφερθεί στην αγωγή (απόφαση της 11ης Μαρτίου 1987, 279/84, 280/84, 285/84 και 286/84, Rau κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1069, σκέψη 38). Όπως ορθώς τόνισε το Συμβούλιο, το γεγονός ότι ο ισχυρισμός βασίζεται, όπως και εκείνος περί ευθύνης από παράνομη πράξη, στο άρθρο 215 της Συνθήκης δεν αλλάζει τον χαρακτήρα του ως νέου ισχυρισμού.

    28 Τέλος, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, λόγοι αφορώντες την οικονομία της διαδικασίας ή τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διεύρυνση του πεδίου των εξαιρέσεων από τον κανόνα της απαγορεύσεως των νέων ισχυρισμών πέραν εκείνων που ρητώς προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

    29 Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τόσο από το άρθρο 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου όσο και από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου προκύπτει ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν οι ισχυρισμοί αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, κατόπιν δε, στη σκέψη 40 της ίδιας αποφάσεως, κατέληξε ότι ήταν εκπρόθεσμη η εκ μέρους της αναιρεσείουσας προβολή κατά το στάδιο της απαντήσεως του ισχυρισμού περί ευθύνης λόγω νόμιμης πράξεως.

    30 Επομένως, ο δεύτερος λόγος είναι αβάσιμος.

    Επί του τρίτου λόγου

    31 Με τον τρίτο λόγο της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι κακώς θεώρησε ότι το δικαίωμα ακροάσεως στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας που αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μπορεί να μεταφερθεί στο πλαίσιο νομοθετικής διαδικασίας που καταλήγει, όπως στην περίπτωση του κανονισμού 404/93, στη λήψη γενικών μέτρων. Από την άποψη του εμπλεκομένου προσώπου, είναι πράγματι αδιάφορο το αν η πράξη που θίγει τη νομική κατάστασή του είναι το αποτέλεσμα διοικητικής ή νομοθετικής διαδικασίας.

    32 Η Atlanta παραθέτει προς τούτο το άρθρο 173, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 230, παράγραφος 4, ΕΚ), καθώς και τη νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως εκείνη που αφορά την έκδοση κανονισμών αντιντάμπινγκ (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Ιουνίου 1991, C-49/88, Al-Jubail Fertilizer κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. Ι-3187, σκέψεις 15 και 16), από την οποία προκύπτει ότι η έλλειψη διατάξεως στη Συνθήκη προβλέπουσας διαβούλευση στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας δεν απαλλάσσει από μια τέτοια ακρόαση (βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, C-135/92, Fiskano κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-2885, σκέψη 39).

    33 Η αναιρεσείουσα προσάπτει επιπλέον στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε τη γενική αρχή που επιβάλλει σε κάθε δικαιοδοτικό όργανο την υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις του, αναφέροντας ιδίως τους λόγους που το οδήγησαν να απορρίπτει τον ισχυρισμό που τυπικώς προβλήθηκε ενώπιόν του.

    34 Σύμφωνα με το άρθρο 173, παράγραφος 4, της Συνθήκης, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ' αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.

    35 Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη αυτή η ύπαρξη δικαιώματος ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεως κανονιστικού χαρακτήρα.

    36 Περαιτέρω, η νομολογία που μνημονεύει η Atlanta εντάσσεται στο πλαίσιο ορισμένων πράξεων που αφορούσαν άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες ενώ, εν προκειμένω, από την προπαρατεθείσα διάταξη του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1993 προκύπτει ότι ο κανονισμός 404/93 δεν αφορούσε άμεσα και ατομικά την αναιρεσείουσα.

    37 Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο τόνισε, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η νομολογία αυτή δεν μπορούσε να επεκταθεί στο πλαίσιο μιας κοινοτικής νομοθετικής διαδικασίας που καταλήγει στη λήψη κανονιστικών μέτρων, τα οποία προϋποθέτουν επιλογή οικονομικής πολιτικής και εφαρμόζονται επί όλων των εμπλεκομένων επιχειρηματιών.

    38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν πλανήθηκε περί το δίκαιο κρίνοντας εν συνεχεία, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως κοινοτικής πράξεως βασιζομένης σε άρθρο της Συνθήκης, οι μόνες υποχρεώσεις διαβουλεύσεως που υπέχει ο κοινοτικός νομοθέτης είναι εκείνες που επιβάλλει το σχετικό άρθρο.

    39 Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, δικαιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την απόρριψη του σχετικού λόγου.

    40 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος.

    Επί του τετάρτου λόγου

    41 Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο, μολονότι δέχθηκε ότι ο κανονισμός 404/93 ήταν γενικά και αφηρημένα έγκυρος από την άποψη των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, όφειλε να καταλήξει, στο πλαίσιο της αγωγής αποζημιώσεως, ότι η εφαρμογή του ίδιου αυτού κανονισμού στη συγκεκριμένη περίπτωση της Atlanta συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων της.

    42 Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί ότι ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιβάλλεται όχι μόνο στον κοινοτικό νομοθέτη, αλλά και στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των κανονιστικών πράξεων που ο νομοθέτης αυτός εκδίδει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1996, C-68/95, T. Port, Συλλογή 1996, σ. Ι-6065, σκέψεις 39 και 40).

    43 Ωστόσο, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, η εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση ότι μια κανονιστική πράξη είναι έγκυρη από την άποψη των θεμελιωδών δικαιωμάτων περικλείει και το ενδεχόμενο της ατομικής και συγκεκριμένης εφαρμογής μιας τέτοιας πράξεως, οπότε το κύρος της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά την εφαρμογή της σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.

    44 Συνεπώς, ορθώς το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, στις σκέψεις 49 και 63 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο διευκρίνισε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (ΙΙ), ότι οι δυσχέρειες εφαρμογής του κανονισμού 404/93 τις οποίες είχαν επικαλεστεί οι ενάγουσες δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το κύρος του κανονισμού αυτού.

    45 Είναι γεγονός ότι, όπως ορθώς τόνισε η Επιτροπή, όταν η εφαρμογή της γενικής κανονιστικής ρυθμίσεως απαιτεί την έκδοση εκτελεστικών πράξεων, οι πράξεις αυτές μπορούν να κηρυχθούν ανίσχυρες από την άποψη των ίδιων αρχών, στην περίπτωση κατά την οποία καταλογίζεται ευθέως στις πράξεις αυτές προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση T. Port, σκέψεις 39 και 40).

    46 Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η υποτιθέμενη παράβαση που προβάλλεται αφορά άμεσα τον κανονισμό 404/93, του οποίου το κύρος από την άποψη των προαναφερθεισών αρχών επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Γερμανία κατά Συμβουλίου και Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (ΙΙ).

    47 Ορθώς επομένως το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε στις αποφάσεις αυτές για να απορρίψει τους ισχυρισμούς που αφορούσαν παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της ελεύθερης ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας.

    48 Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος.

    Επί του πέμπτου λόγου

    49 Με τον πέμπτο λόγο της, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, αντίθετα προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 55 και 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν είχε μέχρι σήμερα την ευκαιρία να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο κανονισμός 404/93, καθόσον δεν προβλέπει κατάλληλα μεταβατικά μέτρα, παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    50 Η αναιρεσείουσα προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό που αφορούσε παραβίαση της αρχής αυτής, καθόσον έκρινε ότι, ελλείψει «συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων» παρασχεθεισών από τη διοίκηση, ουδείς μπορούσε να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής (σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, ουδέποτε το Δικαστήριο προέβη σε τόσο περιοριστική ερμηνεία της αρχής αυτής, το δε Πρωτοδικείο δεν έχει διατυπώσει μέχρι τώρα την απαίτηση περί «συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων» παρά μόνον έναντι των υπαλλήλων. Έναντι των λοιπών προσώπων, έχει κρίνει ότι αρκούσαν συναφώς «βάσιμες ελπίδες» (βλ. μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1992, T-20/91, Holtbecker κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2599, σκέψη 53).

    51 Εν πάση περιπτώσει, κακώς το Πρωτοδικείο παρέλειψε να εκτιμήσει την επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας ότι η έλλειψη μεταβατικού καθεστώτος τής είχε προκαλέσει σημαντική ζημία.

    52 Πρέπει να τονιστεί κατ' αρχάς ότι το Πρωτοδικείο ορθώς υπενθύμισε, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, την πάγια νομολογία ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συγκαταλέγεται μεταξύ των θεμελιωδών αρχών της Κοινότητας, αλλ' ότι οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για διατήρηση της υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων, τούτο δε ιδίως σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, το αντικείμενο των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως.

    53 Στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο τόνισε επίσης ορθώς ότι το Δικαστήριο έχει επιβεβαιώσει, με τη σκέψη 80 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Γερμανία κατά Συμβουλίου, ότι ένας επιχειρηματίας δεν μπορεί να επικαλεστεί κεκτημένο δικαίωμα ή, έστω, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί με αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο τόνισε ορθώς, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Atlanta Fruchthandelsgesellschaft κ.λπ. (ΙΙ), το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι το αιτούν δικαστήριο δεν είχε αναφερθεί σε λόγους ακυρότητας δυναμένους να μεταβάλουν την κρίση περί του κύρους του κανονισμού 404/93, θεώρησε ότι δεν συνέτρεχε τέτοια παράβαση.

    54 Η εκ μέρους της αναιρεσείουσας διατυπωθείσα στο πλαίσιο αυτό αιτίαση, ότι το Πρωτοδικείο κακώς δεν έλαβε υπόψη το μέγεθος της ζημίας που η εφαρμογή του κανονισμού 404/93 της προκάλεσε, δεν είναι βάσιμη. Συγκεκριμένα, το μέγεθος της προβαλλομένης ζημίας δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να θέσει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι η συμπεριφορά της αρμόδιας αρχής δεν δημιούργησε στους ενδιαφερομένους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη διατήρηση δεδομένης καταστάσεως ή για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων.

    55 Τέλος, στον βαθμό που η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η συμπεριφορά του νομοθέτη τής δημιούργησε βάσιμες ελπίδες για τη διατήρηση δεδομένης καταστάσεως ή για τη λήψη συγκεκριμένων μεταβατικών μέτρων, παρέλκει η εξέταση της επιχειρηματολογίας της Atlanta ότι το Πρωτοδικείο πλανήθηκε περί το δίκαιο απαιτώντας ως προϋπόθεση εφαρμογής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης το να έχει παράσχει ο νομοθέτης συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, αντί να περιοριστεί στον έλεγχο του αν η συμπεριφορά του νομοθέτη είχε δημιουργήσει δικαιολογημένες ελπίδες στους ενδιαφερομένους.

    56 Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

    57 Ο λόγος αυτός συνεπώς πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του έκτου λόγου

    58 Με τον έκτο λόγο της, η Atlanta προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε θέση επί του ισχυρισμού που αφορά παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή, καθόσον το Συμβούλιο δεν όρισε με τον κανονισμό 404/93 την έννοια του επιχειρηματία στο πλαίσιο της ΚΟΑ.

    59 Από τη σκέψη 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το Πρωτοδικείο, οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν ενώπιόν του κατ' ουσίαν ότι, κατά τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού 404/93, το Συμβούλιο δεν σεβάστηκε το δικαίωμα πρωτοβουλίας της Επιτροπής και το δικαίωμα προς διαβούλευση του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου. Από τη διατύπωση αυτή δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που αφορά παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή.

    60 Περαιτέρω, για να απορρίψει τους ισχυρισμούς που αφορούν παράβαση των διατάξεων σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως του κανονισμού 404/93, το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 77 και 78 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υιοθέτησε το σκεπτικό που περιλαμβάνεται στις σκέψεις 27 έως 43 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Γερμανία κατά Συμβουλίου. Από τις τελευταίες αυτές σκέψεις προκύπτει όμως ότι αποτελούσαν αποκλειστικά απάντηση στην επιχειρηματολογία περί προσβολής του δικαιώματος πρωτοβουλίας της Επιτροπής, περί ελλείψεως αιτιολογίας και περί ελλείψεως νέας διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο.

    61 Τέλος, από τη σκέψη 34 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι οι ενώπιον του Πρωτοδικείου ενάγουσες, μολονότι εστίασαν την επιχειρηματολογία τους σε ορισμένους ισχυρισμούς, δεν είχαν παραιτηθεί από την επίκληση των λοιπών ισχυρισμών, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν ο ισχυρισμός που αφορά τη φερόμενη ως παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή.

    62 Κατά συνέπεια, ορθώς η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό που αφορά παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή.

    63 Επομένως, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος.

    Επί του εβδόμου λόγου

    64 Με τον έβδομο λόγο της, η Atlanta προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε όλες τις προϋποθέσεις της ευθύνης λόγω παράνομης πράξεως, μολονότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές. Η αναιρεσείουσα τονίζει, συναφώς, ότι ο κανονισμός 404/93 συνεπάγεται αρκούντως κατάφωρη παράβαση ανώτερου κανόνα δικαίου περί προστασίας των ιδιωτών, ότι ο κοινοτικός νομοθέτης υπερέβη σοβαρώς και προδήλως τις εξουσίες του, ότι η ζημία υπερβαίνει κατά πολύ τους οικονομικούς κινδύνους που είναι κανονικά σύμφυτοι με την εμπορία των μπανανών και ότι η ζημία, που συνδέεται κυρίως με το ότι οι συμβάσεις ναυλώσεως κατέστησαν άνευ αντικειμένου, προκλήθηκε από την παράνομη συμπεριφορά του κοινοτικού νομοθέτη.

    65 Συναφώς, αρκεί να αναφερθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C-146/91, ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. Ι-4199, σκέψη 19), θεμελιώνεται εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, εφόσον συντρέχει δέσμη προϋποθέσεων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτομένης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του οργάνου και της προβαλλομένης ζημίας. Αν μία από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας (σκέψη 81 της προπαρατεθείσας αποφάσεως ΚΥΔΕΠ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής).

    66 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία αυτή, κρίνοντας στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι, στον βαθμό που δεν μπορούσε να διαπιστωθεί εις βάρος των εναγομένων καμία παράνομη συμπεριφορά ικανή να θεμελιώσει την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή χωρίς να χρειαζόταν να εξεταστεί αν συνέτρεχαν οι λοιπές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση της ευθύνης της Κοινότητας.

    67 Επομένως, ο έβδομος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

    68 Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να κριθεί βάσιμος ο έκτος λόγος και, κατά συνέπεια, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, καθόσον το Πρωτοδικείο απέρριψε την αγωγή της Atlanta χωρίς να απαντήσει στην αιτίαση που αφορούσε παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή.

    69 Κατά το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει. Δεδομένου ότι η δικογραφία είναι αρκούντως πλήρης ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να αποφανθεί το ίδιο οριστικά, δεν θα αναπεμφθεί η υπόθεση στο Πρωτοδικείο.

    Επί της αγωγής αποζημιώσεως

    70 Η Atlanta προσάπτει στο Συμβούλιο ότι παρανόμως μεταβίβασε τη νομοθετική εξουσία του στην Επιτροπή, καθόσον άφησε την Επιτροπή να ορίσει την έννοια του επιχειρηματία στο πλαίσιο της ΚΟΑ.

    71 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς τόνισαν το Συμβούλιο και η Γαλλική Κυβέρνηση, ο κανονισμός 404/93 περιλαμβάνει σημαντικές διευκρινίσεις όσον αφορά τους επιχειρηματίες τους οποίους αφορά η ΚΟΑ.

    72 Κατ' αρχάς, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 404/93 διευκρινίζει ότι οι επιχειρηματίες υπό την έννοια της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως πρέπει να «είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα» και να έχουν «ασχοληθεί, για δικό τους λογαριασμό, με την εμπορία μιας ελάχιστης ποσότητας μπανανών των παραπάνω προελεύσεων, η οποία θα καθοριστεί».

    73 Εν συνεχεία, όσον αφορά τις προελεύσεις των μπανανών, η δέκατη τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 404/93 αναφέρει ότι για τη διαχείριση της δασμολογικής ποσόστωσης πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των επιχειρηματιών που έχουν ήδη θέσει σε εμπορία μπανάνες τρίτων χωρών και μη παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ και, αφετέρου, των επιχειρηματιών που έχουν ήδη εμπορευθεί μπανάνες κοινοτικής παραγωγής και παραδοσιακές μπανάνες ΑΚΕ, συγχρόνως δε να κρατείται μια ποσότητα για τους νέους επιχειρηματίες που ανέλαβαν πρόσφατα εμπορική δραστηριότητα ή πρόκειται να αναλάβουν εμπορική δραστηριότητα στον τομέα αυτό.

    74 Περαιτέρω, η έννοια της «εμπορίας» ορίζεται στο άρθρο 15, σημείο 5, του κανονισμού 404/93 ως σημαίνουσα τη διάθεση του προϋόντος στην αγορά, αποκλειομένου του σταδίου κατά το οποίο το προϋόν τίθεται στη διάθεση του τελικού καταναλωτή.

    75 Τέλος, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι, κατά τον καθορισμό των συμπληρωματικών κριτηρίων που πρέπει να πληρούν οι επιχειρηματίες, η Επιτροπή καθοδηγείται από την αρχή ότι τα πιστοποιητικά πρέπει να χορηγούνται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν αναλάβει τον εμπορικό κίνδυνο της εμπορίας μπανανών και από την ανάγκη να αποφευχθεί η διατάραξη των συνήθων εμπορικών σχέσεων μεταξύ των ατόμων που συμμετέχουν στο κύκλωμα της εμπορίας.

    76 Ενόψει των διευκρινίσεων αυτών και υποτεθειμένου ότι η έννοια του επιχειρηματία εμπίπτει στα στοιχεία που έχουν ουσιώδη χαρακτήρα για τον σχετικό τομέα και τα οποία, κατά συνέπεια, πρέπει να υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1992, C-240/90, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. Ι-5383, σκέψεις 35 και 36), επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο όρισε με επαρκή ακρίβεια την επίμαχη έννοια, οπότε μπορούσε εγκύρως να μεταβιβάσει στην Επιτροπή την αναγκαία αρμοδιότητα προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση των ως άνω θεσπισθέντων κανόνων, όπως το εξουσιοδοτεί προς τούτο το άρθρο 145 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 202 ΕΚ).

    77 Κατά συνέπεια, ο λόγος που στηρίζεται σε υποτιθέμενη παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

    78 Υπό τις συνθήκες αυτές, η αγωγή αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    79 Κατά το άρθρο 122, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των εξόδων. Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Η παράγραφος 4 του ίδιου άρθρου ορίζει, στην πρώτη περίοδο, ότι τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

    80 Δεδομένου ότι η αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η Atlanta απορρίφθηκε, πρέπει να επικυρωθούν τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως.

    81 Δεδομένου ότι η Atlanta ηττήθηκε κατ' ουσίαν στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να καταδικαστεί στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    82 Η Γαλλική Κυβέρνηση θα φέρει τα έξοδά της όσον αφορά την παρούσα διαδικασία.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (πέμπτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1996, Τ-521/93, Atlanta κ.λπ. κατά Ευρωπαϋκής Κοινότητας, καθόσον, χωρίς να απαντήσει στην αιτίαση που αφορούσε παράνομη μεταβίβαση της νομοθετικής εξουσίας στην Επιτροπή, απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως της Atlanta AG.

    2) Απορρίπτει την αγωγή αποζημιώσεως που άσκησε η Atlanta AG.

    3) Επικυρώνει τα σημεία 2 και 3 του διατακτικού της προπαρατεθείσας αποφάσεως του Πρωτοδικείου Atlanta κ.λπ. κατά Ευρωπαϋκής Κοινότητας.

    4) Καταδικάζει την Atlanta AG στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

    5) Η Γαλλική Δημοκρατία θα φέρει τα έξοδά της που αφορούν την παρούσα διαδικασία.

    Επάνω