Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61996CJ0298
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 16 July 1998. # Oelmühle Hamburg AG and Jb. Schmidt Söhne GmbH & Co. KG v Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung. # Reference for a preliminary ruling: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Germany. # Unduly paid Community subsidy - Recovery - Application of national law - Conditions and limits. # Case C-298/96.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 1998.
Oelmühle Hamburg AG και Jb. Schmidt Söhne GmbH & Co. KG κατά Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
Κοινοτικές ενισχύσεις αχρεωστήτως καταβληθείσες - Αναζήτηση - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Προϋποθέσεις και όρια.
Υπόθεση C-298/96.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 1998.
Oelmühle Hamburg AG και Jb. Schmidt Söhne GmbH & Co. KG κατά Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία.
Κοινοτικές ενισχύσεις αχρεωστήτως καταβληθείσες - Αναζήτηση - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Προϋποθέσεις και όρια.
Υπόθεση C-298/96.
Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-04767
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1998:372
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 1998. - Oelmühle Hamburg AG και Jb. Schmidt Söhne GmbH & Co. KG κατά Bundesanstalt für Landwirtschaft und Ernährung. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Verwaltungsgericht Frankfurt am Main - Γερμανία. - Κοινοτικές ενισχύσεις αχρεωστήτως καταβληθείσες - Αναζήτηση - Εφαρμογή του εθνικού δικαίου - Προϋποθέσεις και όρια. - Υπόθεση C-298/96.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-04767
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων - Κοινοτικές ενισχύσεις αχρεωστήτως καταβληθείσες - Αναζήτηση - Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα τη λήψη υπόψη της απώλειας του πλουτισμού - Παραδεκτό - Προϋποθέσεις
Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα τον αποκλεισμό της αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως είναι η απώλεια του πλουτισμού όταν, προκειμένου για ενίσχυση για τη μεταποίηση των ελαιούχων σπόρων,
- ο αποδέκτης έχει ήδη μεταβιβάσει, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως, το περιουσιακό πλεονέκτημα που απορρέει από αυτήν, καταβάλλοντας την προβλεπομένη από το κοινοτικό δίκαιο ενδεικτική τιμή, και
- ενδεχομένη αγωγή κατά των προμηθευτών του στερείται οποιασδήποτε λυσιτέλειας.
Αυτό πάντως προϋποθέτει:
- ότι κατ' αρχάς αποδεικνύεται η καλή πίστη του αποδέκτη και
- ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις είναι οι αυτές και για την ανάκτηση καθαρά εθνικών οικονομικών παροχών.
Όσον αφορά, ειδικότερα, την προϋπόθεση της καλής πίστεως του αποδέκτη, στο μέτρο που ένας επιχειρηματίας συντάσσει και καταθέτει δήλωση προκειμένου να λάβει ενισχύσεις, το γεγονός και μόνον ότι τη συνέταξε δεν μπορεί να του στερήσει το δικαίωμα να επικαλεστεί την καλή πίστη του όταν η δήλωση στηρίχθηκε αποκλειστικά σε στοιχεία που του παρασχέθηκαν από τρίτους. Πάντως, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν, υπό τις εκάστοτε περιστάσεις, ορισμένες ενδείξεις έπρεπε να ωθήσουν τον επιχειρηματία στην εξέταση της ακρίβειας των πληροφοριών αυτών.
Στην υπόθεση C-298/96,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main (Γερμανία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Oelmόhle Hamburg AG,
Jb. Schmidt Sφhne GmbH & Co. KG
και
Bundesanstalt fόr Landwirtschaft und Ernδhrung,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται στο πλαίσιο αγωγών που ασκούν οι εθνικές αρχές για να αναζητήσουν κοινοτική ενίσχυση που καταβλήθηκε αχρεωστήτως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, M. Wathelet, D. A. O. Edward, P. Jann (εισηγητή) και L. Sevσn, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Lιger
γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- η Oelmόhle Hamburg AG και η Jb. Schmidt Sφhne GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενες από τον Jόrgen Gόndisch, δικηγόρο Αμβούργου,
- η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπουμένη από τους Ernst Rφder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο ίδιο υπουργείο,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Κlaus-Dieter Borchardt, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Oelmόhle Hamburg AG και της Jb. Schmidt Sφhne GmbH & Co. KG, εκπροσωπουμένων από τον Jόrgen Gόndisch, της Γερμανικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Κlaus-Dieter Quassowski, Regierungsdirektor στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Klaus-Dieter Borchardt, κατά τη συνεδρίαση της 9ης Οκτωβρίου 1997,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Δεκεμβρίου 1997,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 27ης Αυγούστου 1996, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Σεπτεμβρίου 1996, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, υπέβαλε στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς τις αρχές του κοινοτικού δικαίου που εφαρμόζονται στο πλαίσιο αγωγών που ασκούν οι εθνικές αρχές για να αναζητήσουν κοινοτική ενίσχυση που καταβλήθηκε αχρεωστήτως.
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ, αφενός, της ελαιουργικής επιχειρήσεως Oelmόhle Hamburg AG (στο εξής: Oelmόhle) και, αφετέρου, της Jb. Schmidt Sφhne GmbH & Co. KG (στο εξής: Schmidt) και του Bundesanstalt fόr Landwirtschaft und Ernδhrung (στο εξής: BLE) ως προς το ζήτημα της μερικής αναζητήσεως ενισχύσεων που χορηγήθηκαν για τη μεταποίηση γογγυλίων.
3 Η χορήγηση ενισχύσεως στη μεταποίηση ελαιούχων σπόρων που έχουν συγκομισθεί και μεταποιηθεί εντός της Κοινότητας προβλέπεται από το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/002, σ. 33). Η διάταξη αυτή προβλέπει:
«Όταν η ενδεικτική τιμή που ισχύει για ένα είδος σπόρου είναι ανώτερη της τιμής της διεθνούς αγοράς, που καθορίζεται για το είδος αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29, χορηγείται ενίσχυση για τους σπόρους του εν λόγω είδους που έχουν συγκομισθεί και μεταποιηθεί εντός της Κοινότητος· με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων (...), η ενίσχυση αυτή είναι ίση με τη διαφορά μεταξύ των τιμών αυτών.»
4 Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής περιλαμβάνονταν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης στον κανονισμό (ΕΟΚ) 1594/83 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1983, περί της ενισχύσεως για τους ελαιούχους σπόρους (ΕΕ L 163, σ. 44), καθώς και στον κανονισμό (ΕΟΚ) 2681/83 της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος ενισχύσεως για τους ελαιούχους σπόρους (ΕΕ L 266, σ. 1).
5 Προκειμένου να ελέγχεται ότι οι ενισχύσεις χορηγούνται μόνο για τους σπόρους που είναι δυνατόν να τύχουν των ενισχύσεων αυτών, το άρθρο 4 του κανονισμού 1594/83, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 935/86 του Συμβουλίου, της 25ης Μαρτίου 1986 (ΕΕ L 87, σ. 5), θέσπισε κοινοτικό πιστοποιητικό ενισχύσεως αποτελούμενο από δύο μέρη, από τα οποία το ένα χρησιμεύει ως απόδειξη ότι οι σπόροι που συγκομίστηκαν στην Κοινότητα έχουν αναγνωριστεί σε ένα ελαιουργείο ή σε επιχείρηση παρασκευής ζωοτροφών (μέρος που καλείται «Ι.D.») και το άλλο να πιστοποιεί, κατά περίπτωση, τον προκαθορισμό του ποσού της ενισχύσεως (μέρος που καλείται «Α.Ρ.»).
6 Δυνάμει του άρθρου 3 του κανονισμού 1594/83, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 935/86, η διαδικασία «αναγνωρίσεως» των σπόρων ανατίθεται στον αρμόδιο οργανισμό του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η ενίσχυση.
7 Η γένεση του δικαιώματος της ενισχύσεως και η καταβολή της ρυθμίζονται από το άρθρο 10 του ιδίου κανονισμού, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο προβλέπει:
«1. Το δικαίωμα ενισχύσεως αποκτάται:
α) στην περίπτωση κραμβόσπορων, γογγυλόσπορων και ηλιανθόσπορων που μεταποιούνται με σκοπό την παραγωγή ελαίου, τη στιγμή της μεταποίησής τους·
β) στην περίπτωση κραμβόσπορων και γογγυλόσπορων ενσωματωμένων στις ζωοτροφές, τη στιγμή της ενσωμάτωσής τους.
2. Η ενίσχυση καταβάλλεται στον κάτοχο του σχετικού με την αναγνώριση μέρους του πιστοποιητικού που αναφέρεται στο άρθρο 4, στο κράτος μέλος όπου οι σπόροι υποβάλλονται σε έλεγχο:
- για τους σπόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), εφόσον έχει προσκομισθεί η απόδειξη της μεταποίησης,
- για τους σπόρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), εφόσον έχει προσκομισθεί η απόδειξη ενσωμάτωσης.
(...)»
8 Η οικεία ενίσχυση αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της ισχύουσας για ένα είδος σπόρου ενδεικτικής τιμής και της τιμής της παγκόσμιας αγοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 1, του κανονισμού 2681/83, αυτή καθορίζεται από την Επιτροπή «οποτεδήποτε η κατάσταση της αγοράς καθιστά αυτό αναγκαίο και κατά τρόπο που διασφαλίζει τη θέση σε εφαρμογή αυτής, τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα».
9 Έτσι, η Επιτροπή καθορίζει κατ' αρχάς την «ακαθάριστη» ενίσχυση σε ECU. Στη συνέχεια, το ποσό αυτό μετατρέπεται στα εθνικά νομίσματα και αυξάνεται ή μειώνεται κατά ένα διορθωτικό ποσό («οριστική» ενίσχυση), τέλος δε το ποσό μετατρέπεται, χρησιμοποιώντας τις τιμές συναλλάγματος, όψεως και προθεσμίας, του ECU στα εθνικά νομίσματα, στο νόμισμα του κράτους μέλους εντός του οποίου ο σπόρος έχει μεταποιηθεί, αν αυτό δεν είναι το κράτος όπου παρήχθη ο σπόρος. Η ενίσχυση διαφέρει, επομένως, από κράτος σε κράτος, λόγω της νομισματικής καταστάσεως των κρατών μελών.
10 Στην πρώτη υπόθεση, από τον φάκελο προκύπτει ότι η Oelmόhle αγόρασε το 1988 από Γάλλο προμηθευτή, μέσω μιας μεσίτριας εταιρίας με έδρα το Αμβούργο, πολλές παρτίδες γογγυλίων.
11 Το τιμολόγιο του Γάλλου προμηθευτή για τα παραδοθέντα εμπορεύματα, μια εγγυητική επιστολή, το βεβαιωτικό ασφαλίσεως, το πιστοποιητικό ελέγχου του εγγράφου διαμετακομίσεως και οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης ενός εργαστηρίου του Αμβούργου ανέφεραν ότι οι επίδικες παρτίδες γογγυλίων ήσαν ιρλανδικής προελεύσεως. Το BLΕ παρέδωσε επομένως στην Oelmόhle πιστοποιητικά αναγνωρίσεως (στο εξής: πιστοποιητικά Ι.D.) για γογγύλια ιρλανδικής προελεύσεως και, με τρεις αποφάσεις της 20ής Μαου 1989, της χορήγησε, βάσει του εφαρμοζομένου στα γογγύλια ιρλανδικής προελεύσεως συντελεστή, ενισχύσεις για τη μεταποίηση γογγυλίων συνολικής ποσότητας 1 167 858 kg.
12 Στη συνέχεια, οι ιρλανδικές τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι μια ποσότητα 389 400 kg γογγυλίων στην πραγματικότητα δεν προερχόταν από τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, αλλά από τη Βόρεια Ιρλανδία, και επομένως από το Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπώς, το BLΕ ακύρωσε τα πιστοποιητικά Ι.D. που το ίδιο είχε χορηγήσει καθώς και τις τρεις αποφάσεις με τις οποίες είχε χορηγήσει τις ενισχύσεις και αξίωσε την επιστροφή αυτών.
13 Επειδή η κατά της αποφάσεως αυτής ένσταση απορρίφθηκε με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 1994, η Oelmόhle άσκησε, στις 17 Μαρτίου 1994, αγωγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main. Πρώτον, αμφισβητεί ότι τα γογγύλια προέρχονται από τη Βόρεια Ιρλανδία. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι μέρος του πλουτισμού, του οποίου αυτή έτυχε, δεν υφίσταται, διότι, στην πραγματικότητα, αυτή μεταβίβασε το περιουσιακό πλεονέκτημα που είχε λάβει στους προμηθευτές της, εξοφλώντας την ενδεικτική τιμή που είναι ανώτερη της συνήθους τιμής της αγοράς, και ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι αυτή μπορεί να ασκήσει αγωγή κατ' αυτών.
14 Στη δεύτερη υπόθεση, η Schmidt απέκτησε, από το 1984 έως το 1986, ορισμένη ποσότητα γογγυλίων, μέρος της οποίας προμηθεύθηκε απευθείας από προηγούμενο αγοραστή.
15 Βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η Schmidt, σύμφωνα με τα οποία τα γογγύλια είχαν συγκομιστεί στη Γερμανία, το BLE χορήγησε πιστοποιητικά Ι.D. για γογγύλια γερμανικής προελεύσεως και, με επτά αποφάσεις που ελήφθησαν μεταξύ Νοεμβρίου 1984 και Ιανουαρίου 1987, χορήγησε τις προβλεπόμενες προς τούτο ενισχύσεις.
16 Κατόπιν έρευνας, αντικείμενο της οποίας ήταν ο προηγούμενος αγοραστής, οι τελωνειακές αρχές διαπίστωσαν ότι μέρος των επιχορηγηθέντων γογγυλίων είχε εισαχθεί από τη Γαλλία. Το BLE ακύρωσε, επομένως, τα πιστοποιητικά Ι.D. που είχαν χορηγηθεί στη Schmidt, καθώς και τις αποφάσεις περί χορηγήσεως ενισχύσεων και αξίωσε την επιστροφή των κακώς χορηγηθέντων ποσών.
17 Επειδή η κατά της αποφάσεως του BLE ένσταση απορρίφθηκε στις 3 Ιουνίου 1991, η Schmidt, με δικόγραφο της 25ης Ιουνίου 1991, άσκησε επίσης αγωγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Frankfurt am Main. Πρώτον, αμφισβητεί ότι τα γογγύλια είναι γαλλικής προελεύσεως. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι μέρος του πλουτισμού του οποίου αυτή έτυχε, δεν υφίσταται διότι, στην πραγματικότητα, μεταβίβασε το περιουσιακό πλεονέκτημα που είχε λάβει στους προμηθευτές της, εξοφλώντας την ενδεικτική τιμή, και ότι οι προσφυγές που αυτή μπορεί να ασκήσει κατά αυτών είναι ουσιαστικά άνευ αξίας, είτε διότι οι προθεσμίες έχουν παρέλθει, είτε διότι οι προμηθευτές είναι αφερέγγυοι.
18 Το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δύο υποθέσεων. Το BLE ζητεί την απόρριψη των δύο προσφυγών υποστηρίζοντας ότι ο αποδέκτης επιχορηγήσεως, παρόλον ότι ήδη μεταβίβασε στους προμηθευτές του το εξ αυτής όφελος μέσω της τιμής που κατέβαλε, δεν μπορεί να επικαλείται την απώλεια του πλουτισμού οσάκις η ανάκληση της επιχορηγήσεως αυτής οφείλεται στην επέλευση ενός κινδύνου τον οποίο ο ίδιος φέρει.
19 Το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main τονίζει ότι, στο γερμανικό δίκαιο, αν οι αποφάσεις που χορηγούν παρανόμως πλεονεκτήματα πρέπει κατ' αρχήν να ανακαλούνται, η αναζήτηση ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παρανόμως μπορεί να μη γίνει αν οι αποδέκτες τους μπορούν να επικαλεστούν την απώλεια του πλουτισμού [άρθρο 10, παράγραφος 1, του Gesetz zur Durchfόhrung der gemeinsamen Marktorganisationen (νόμου περί εφαρμογής των κοινών οργανώσεων αγοράς), όπως δημοσιεύθηκε στις 27 Αυγούστου 1986, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 48, παράγραφοι 2 έως 4, και στο άρθρο 49 a, παράγραφοι 1, πρώτη πρόταση, και 2, του Verwaltungsverfahrensgesetz (νόμου περί της διοικητικής διαδικασίας), καθώς και το άρθρο 718, παράγραφος 3, του Bόrgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα)]. Εντούτοις, δεν μπορεί να γίνεται επίκληση της απώλειας του αδικαιολογήτου πλουτισμού όταν ο υπόχρεως σε απόδοση γνώριζε ή λόγω βαριάς αμελείας αγνοούσε τις περιστάσεις στις οποίες οφείλεται ο παράνομος χαρακτήρας της πράξεως (άρθρο 49 a, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση, του Verwaltungsverfahrensgesetz).
20 Το Verwaltungsgericht κλίνει προς την άποψη ότι, δυνάμει των διατάξεων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, εν προκειμένω, υπήρξε απώλεια του πλουτισμού και, επομένως, πρέπει να ακυρωθούν οι αποφάσεις του BLE περί αποδόσεως. Εντούτοις, έχει ορισμένες αμφιβολίες ως προς το συμβατό του λόγου που στηρίζεται στην απώλεια του πλουτισμού, υπό τις παρούσες συνθήκες, προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, 205/82 έως 215/82, Deutsche Milchkontor κ.λπ. (Συλλογή 1983, σ. 2633). Κατά τη νομολογία αυτή, η απόδοση την οποία επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο δεν πρέπει να καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη, το δε κοινοτικό συμφέρον πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη.
21 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main ανέστειλε τη διαδικασία και απεύθυνε στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Συμβιβάζεται προς το κοινοτικό δίκαιο η αποκλειομένη από το εθνικό γερμανικό δίκαιο απόδοση των αδικαιολογήτως χορηγηθεισών ενισχύσεων για τη μεταποίηση γογγυλίων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αποδέκτης των ενισχύσεων αυτών, ο οποίος αγνοούσε τα περιστατικά τα οποία προκάλεσαν τον παράνομο χαρακτήρα της περί χορηγήσεως αποφάσεως, η άγνοια δε αυτή δεν οφειλόταν σε βαριά αμέλεια (άρθρο 48, παράγραφος 2, εβδόμη πρόταση, του Verwaltungsverfahrensgesetz, παλαιό κείμενο· άρθρο 49 a, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση, του Verwaltungsverfahrensgesetz, νέο κείμενο), μπορεί να επικαλείται την απώλεια του πλουτισμού βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, έκτη πρόταση, του Verwaltungsverfahrensgesetz (άρθρο 49 a, παράγραφος 2, του Verwaltungsverfahrensgesetz, νέο κείμενο) σε συνδυασμό με το άρθρο 818, παράγραφος 3, του BGB, η δε απώλεια του πλουτισμού πρέπει κατά γενικό κανόνα να γίνεται δεκτή οσάκις ο αποδέκτης, ήδη κατά τον χρόνο της χορηγήσεως της ενισχύσεως, μεταβίβασε το περιουσιακό πλεονέκτημα εκ της ενισχύσεως αυτής καταβάλλοντας την προβλεπομένη από το κοινοτικό δίκαιο ενδεικτική τιμή και δεν διαθέτει καμία, ή μόνο μία άνευ αξίας, αξίωση κατά των προμηθευτών μεταποιημένων γογγυλίων;»
22 Mε το ερώτημα αυτό, το εθνικό δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα τον αποκλεισμό της αποδόσεως αδικαιολογήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων, λαμβάνοντας υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται η καλή πίστη του αποδέκτη, κριτήρια όπως η απώλεια του πλουτισμού σε περίπτωση κατά την οποία ο αποδέκτης έχει μεταβιβάσει, ήδη κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως, το περιουσιακό πλεονέκτημα που απορρέει από αυτήν, καταβάλλοντας την προβλεπομένη από το κοινοτικό δίκαιο ενδεικτική τιμή, ενδεχομένη αγωγή δε κατά των προμηθευτών του στερείται οποιασδήποτε λυσιτέλειας.
23 Πρέπει κατ' αρχάς να υπενθυμιστεί ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ, να εξασφαλίζουν στο έδαφός τους την εκτέλεση των κοινοτικών ρυθμίσεων, ιδίως στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής. Ομοίως, από το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί της χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), προκύπτει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να ανακτούν τα ποσά που χάνονται λόγω πλημμελειών ή αμελειών. Κάθε άσκηση εξουσίας εκτιμήσεως ως προς τη σκοπιμότητα της αναζητήσεως ή όχι των κοινοτικών κονδυλίων που χορηγήθηκαν χωρίς νόμιμη αιτία ή όχι συννόμως είναι ασύμβατη προς την υποχρέωση αυτή (προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor κ.λπ., σκέψεις 17, 18 και 22).
24 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, εξάλλου, ότι οι ένδικες διαφορές σχετικά με την αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών βάσει του κοινοτικού δικαίου πρέπει, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, να επιλύονται από τα εθνικά δικαστήρια, κατ' εφαρμογήν του εθνικού τους δικαίου, με την επιφύλαξη των ορίων που επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο, υπό την έννοια ότι οι κανόνες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να καταλήγουν στο να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως και ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να μη συνεπάγεται διακρίσεις σε σχέση με τις διαδικασίες που αποβλέπουν στην επίλυση εθνικών διαφορών του ιδίου τύπου (βλ., μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor κ.λπ., σκέψη 19, και την απόφαση της 12ης Μαου 1998, C-366/95, Steff-Houlberg Εxport κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 15, καθώς και, σχετικά με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, τις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck, Συλλογή 1995, σ. Ι-4599, σκέψη 12, καθώς και C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel και Van Veen, Συλλογή 1995, σ. Ι-4705, σκέψη 17). Αν το εθνικό δίκαιο εξαρτά την ανάκληση πλημμελούς διοικητικής πράξεως από την εκτίμηση των διαφόρων εμπλεκομένων συμφερόντων, ήτοι, αφενός, του γενικού συμφέροντος για την ανάκληση της πράξεως, και, αφετέρου, της προστασίας της εμπιστοσύνης του αποδέκτη της, το συμφέρον της Κοινότητας πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη (προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor κ.λπ., σκέψη 32).
25 Με την προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor κ.λπ., ενόψει των στοιχείων αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει να λαμβάνεται υπόψη από την οικεία εθνική νομοθεσία, προς αποκλεισμό της αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων, κριτήρια όπως η απώλεια του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
26 Κατά τις ενάγουσες της κύριας δίκης, ο ισχυρισμός στον οποίο αυτές στηρίζουν την απώλεια του πλουτισμού υπό τις παρούσες περιστάσεις πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το Δικαστήριο. Πράγματι, το κοινοτικό συμφέρον δεν μπορεί παρά να θίγεται ανεπαίσθητα, εφόσον ο στόχος του μέτρου κοινής γεωργικής πολιτικής, δηλαδή η χορήγηση ενισχύσεων ελαιούχων σπόρων που συγκομίσθηκαν και μεταποιήθηκαν εντός της Κοινότητας, κατ' ουσίαν, πραγματοποιήθηκε όταν τα ελαιουργεία μεταβίβασαν την ενίσχυση στους παραγωγούς ή στους προμηθευτές μέσω της τιμής πωλήσεως. Η απόδοση θα ήταν ακόμη πιο αδικαιολόγητη καθόσον τα ελαιουργεία κατανέμουν τις ενισχύσεις μεταξύ των διαφόρων παραγωγών ελαιούχων σπόρων για λογαριασμό της Κοινότητας. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθούν να φέρουν τους κινδύνους που, στην πραγματικότητα, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της τελευταίας.
27 Η Γερμανική Κυβέρνηση συμφωνεί με την ανάλυση αυτή, υποστηρίζουσα ότι η παρούσα υπόθεση αφορά την εθνική διάταξη για την οποία επρόκειτο στην υπόθεση από την οποία προέκυψε η προπαρατεθείσα απόφαση Deutsche Milchkontor κ.λπ. Όπως ακριβώς στην υπόθεση εκείνη, η απόδοση της ενισχύσεως υπό τις παρούσες περιστάσεις δεν θίγει ούτε το περιεχόμενο ούτε την αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου.
28 Αντιθέτως, η Επιτροπή θεωρεί ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Θεωρεί ιδίως ότι το να γίνει δεκτός ο λόγος που στηρίζεται στην απώλεια του αδικαιολογήτου πλουτισμού, όταν ο αποδέκτης της ενισχύσεως έχει πιστεύσει στην ακρίβεια των ενδείξεων περί προελεύσεως, θα προσέκρουε στις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση των ενισχύσεων στη μεταποίηση για τους ελαιούχους σπόρους και θα έθετε, επομένως, εκ νέου υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του συστήματος αυτού των ενισχύσεων στο σύνολό του. Εξάλλου, κατά την Επιτροπή, ο αποδέκτης της ενισχύσεως οφείλει, προκειμένου να τη λάβει, να παράσχει ορισμένες ενδείξεις σχετικά, ιδίως, με την προέλευση της συγκομιδής των σπόρων των οποίων αναλαμβάνει μόνος την ευθύνη. Η Επιτροπή καταλήγει ότι ο αποδέκτης της ενισχύσεως υπέχει μια αντικειμενική υποχρέωση εγγυήσεως, η οποία αποκλείει ότι αυτός μπορεί να επικαλείται, εκ των υστέρων, την απώλεια του αδικαιολογήτου πλουτισμού.
29 Συναφώς, πρέπει να τονιστεί κατ' αρχάς ότι τα ελαιουργεία είναι σε θέση να αμφισβητήσουν την απόδοση των ενισχύσεων μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ήσαν καλόπιστα όσον αφορά τη συμφωνία του εμπορεύματος προς τη δήλωση που κατέθεσαν, προκειμένου να λάβουν τις οικείες ενισχύσεις. Για να εξακριβωθεί αν ο όρος αυτός πληρούται, πρέπει να εξεταστεί, αφενός, αν τα ελαιουργεία, παρά το γεγονός ότι συνέταξαν τα ίδια, για να λάβουν τις ενισχύσεις, τη δήλωση που περιέχει την προέλευση του εμπορεύματος, μπορούν να προβάλλουν την καλή πίστη τους και, αφετέρου, αν όφειλαν, για να είναι καλόπιστες, να προβούν σε ελέγχους σχετικά με την προέλευση του εμπορεύματος.
30 Πρέπει να υπομνησθεί ότι, εν προκειμένω, καμία κοινοτική διάταξη δεν διέπει την αναζήτηση των ενισχύσεων στην περίπτωση κατά την οποία αυτές καταβλήθηκαν βάσει εγγράφων που αποδείχθηκαν στη συνέχεια αφιστάμενα της πραγματικότητας. Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι ειδικότερα οι κανονισμοί 136/66, 1594/83 και 2681/83 δεν αναφέρονται στην αναζήτηση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, στο μέτρο που ένας επιχειρηματίας συντάσσει και καταθέτει δήλωση προκειμένου να λάβει ενισχύσεις, το γεγονός και μόνον ότι τη συνέταξε δεν μπορεί να του στερήσει το δικαίωμα να επικαλεστεί την καλή πίστη του όταν η δήλωση στηρίχθηκε αποκλειστικά σε στοιχεία που παρασχέθηκαν από τρίτους. Πάντως, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν υπό τις παρούσες περιστάσεις ορισμένες ενδείξεις έπρεπε να ωθήσουν τον επιχειρηματία στην εξέταση της ακρίβειας των πληροφοριών αυτών.
31 Στο μέτρο που το εθνικό δικαστήριο δέχεται την καλή πίστη των ελαιουργείων, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει να ληφθεί υπόψη ο λόγος που στηρίζεται στην απώλεια του πλουτισμού. Πράγματι, εφόσον η αρχή αυτή αποτελεί μέρος της κοινοτικής έννομης τάξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίθετο προς την ίδια αυτή έννομη τάξη το γεγονός ότι εθνική νομοθεσία την εφαρμόζει σ' ένα τομέα όπως αυτός της αναζητήσεως κοινοτικών ενισχύσεων που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν.
32 Ως προς το γεγονός ότι ο αποδέκτης ενισχύσεως έχει μεταβιβάσει ήδη, κατά τον χρόνο χορηγήσεώς της, το εντεύθεν περιουσιακό πλεονέκτημα, καταβάλλοντας την ενδεικτική τιμή στον παραγωγό, πρέπει να τονιστεί, όπως ο γενικός εισαγγελέας παρατήρησε στην παράγραφο 44 των προτάσεων, ότι πρόκειται για μια ιδιαιτερότητα του κοινοτικού συστήματος που έχει θεσπιστεί στον τομέα των ενισχύσεων στη μεταποίηση των ελαιούχων σπόρων, του οποίου οι ενδεχόμενες δυσλειτουργίες δεν μπορούν να έχουν επιπτώσεις στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως.
33 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι αγωγές τις οποίες μπορούν να ασκήσουν οι αποδέκτες της ενισχύσεως κατά των παραγωγών ή των προμηθευτών τους στερούνται, κατά γενικό κανόνα, λυσιτέλειας, οπότε η αναζήτηση των ενισχύσεων να είναι ουσιαστικά αδύνατη υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας Deutsche Milchkontor κ.λπ.
34 Διαπιστώνεται συναφώς ότι μια από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την επίκληση της απωλείας του πλουτισμού έγκειται στο να διαπιστώσει το εθνικό δικαστήριο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο επιχειρηματίας δεν διαθέτει καμία άλλη δυνατότητα αγωγής κατά των προμηθευτών του.
35 Πράγματι, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι ο εφαρμοστέος γενικός κανόνας στο εθνικό δίκαιο είναι η αναζήτηση των ενισχύσεων που αχρεωστήτως καταβλήθηκαν και ότι ο ισχυρισμός περί απωλείας του πλουτισμού γίνεται δεκτός μόνον κατ' εξαίρεση, όταν αποδεικνύεται ότι η αποζημίωση από τρίτους δεν είναι δυνατή. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εικασία και μόνον ότι οι παραγωγοί βρίσκονται σε μια γενικώς αξιοθρήνητη οικονομική κατάσταση, όπως φαίνεται να υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ουσιαστική αδυναμία της αναζητήσεως υπό την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας Deutsche Milchkontor κ.λπ.
36 Τέλος, η Επιτροπή αναφέρεται στην απόφαση της 20ής Μαρτίου 1997, C-24/95, Alcan Deutschland (Συλλογή 1997, σ. Ι-1591, σκέψη 50), σχετικά με παρανόμως χορηγηθείσα κρατική ενίσχυση, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η εναντίωση στην απόδοση που στηρίζεται στην απώλεια του πλουτισμού καθιστά ουσιαστικά αδύνατη την απαιτουμένη από το κοινοτικό δίκαιο ανάκτηση.
37 Διαπιστώνεται συναφώς, ότι η εκτίμηση αυτή, διατυπωθείσα στο πλαίσιο του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ, δεν μπορεί να μεταφερθεί στην αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων. Πράγματι, όπως προκύπτει και από τις παραγράφους 47 έως 51 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, οι δύο καταστάσεις δεν μπορούν να συγκριθούν· ειδικότερα, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που παρέχεται στις εθνικές επιχειρήσεις, το οποίο χαρακτηρίζει τις κρατικές ενισχύσεις, δεν υφίσταται στο πλαίσιο των κοινοτικών ενισχύσεων στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής.
38 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί ως απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα τον αποκλεισμό της αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως είναι η απώλεια του πλουτισμού όταν:
- ο αποδέκτης έχει ήδη μεταβιβάσει, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως, το περιουσιακό πλεονέκτημα που απορρέει από αυτήν, καταβάλλοντας την προβλεπομένη από το κοινοτικό δίκαιο ενδεικτική τιμή, και
- ενδεχομένη αγωγή κατά των προμηθευτών του στερείται οποιασδήποτε λυσιτέλειας.
Αυτό πάντως προϋποθέτει:
- ότι κατ' αρχάς αποδεικνύεται η καλή πίστη του αποδέκτη και
- ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις είναι οι αυτές και για την ανάκτηση καθαρά εθνικών οικονομικών παροχών.
Επί των δικαστικών εξόδων
39 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(πέμπτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 27ης Αυγούστου 1996 το Verwaltungsgericht Frankfurt am Main, αποφαίνεται:
Το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει, κατ' αρχήν, εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα τον αποκλεισμό της αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθεισών κοινοτικών ενισχύσεων, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως είναι η απώλεια του πλουτισμού όταν:
- ο αποδέκτης έχει ήδη μεταβιβάσει, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της ενισχύσεως, το περιουσιακό πλεονέκτημα που απορρέει από αυτήν, καταβάλλοντας την προβλεπομένη από το κοινοτικό δίκαιο ενδεικτική τιμή, και
- ενδεχομένη αγωγή κατά των προμηθευτών του στερείται οποιασδήποτε λυσιτέλειας.
Αυτό πάντως προϋποθέτει:
- ότι κατ' αρχάς αποδεικνύεται η καλή πίστη του αποδέκτη και
- ότι οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις είναι οι αυτές και για την ανάκτηση καθαρά εθνικών οικονομικών παροχών.