Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 61996CJ0404
Judgment of the Court of 5 May 1998. # Glencore Grain Ltd, formerly Richco Commodities Ltd v Commission of the European Communities. # Emergency assistance given by the Community to the States of the former Soviet Union - Loan - Documentary credit - Action for annulment - Admissibility - 'Directly concerned'. # Case C-404/96 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998.
Glencore Grain Ltd, πρώην Richco Commodities Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Επείγουσα βοήθεια της Κοινότητας προς τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως - Δάνειο - Ενέγγυα πίστωση - Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξη επηρεάζουσα άμεσα τον ιδιώτη.
Υπόθεση C-404/96 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998.
Glencore Grain Ltd, πρώην Richco Commodities Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Επείγουσα βοήθεια της Κοινότητας προς τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως - Δάνειο - Ενέγγυα πίστωση - Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξη επηρεάζουσα άμεσα τον ιδιώτη.
Υπόθεση C-404/96 P.
Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-02435
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1998:196
Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998. - Glencore Grain Ltd, πρώην Richco Commodities Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Επείγουσα βοήθεια της Κοινότητας προς τα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως - Δάνειο - Ενέγγυα πίστωση - Προσφυγή ακυρώσεως - Πράξη επηρεάζουσα άμεσα τον ιδιώτη. - Υπόθεση C-404/96 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-02435
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1 Αναίρεση - Λόγοι - Παραδεκτό - Προϋποθέσεις - Προβολή επιχειρημάτων τα οποία προβλήθηκαν και ενώπιον του Πρωτοδικείου - Δεν ασκεί επιρροή
(Οργανισμός του Δικαστηρίου ΕΚ, άρθρο 51· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 112 § 1, στοιχ. γγ)
2 Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Άμεσος επηρεασμός - Κριτήρια - Υλοποίηση δανείου χορηγουμένου από την Κοινότητα προς τη Σοβιετική Ένωση και τις Δημοκρατίες της - Απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη στον δανειολήπτη και περιέχουσα άρνηση αναγνωρίσεως του συμφώνου, από πλευράς των εφαρμοστέων κοινοτικών διατάξεων, τροποποιήσεων επενεχθεισών στις συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του δανειολήπτη και της προμηθεύτριας επιχειρήσεως - Άμεσος επηρεασμός της επιχειρήσεως
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4)
1 Όταν η αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Πρωτοδικείου αναφέρει επακριβώς τα αμφισβητούμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται συγκεκριμένα η αίτηση αυτή, το γεγονός ότι τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν και ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν τα καθιστά απαράδεκτα.
2 Ο άμεσος επηρεασμός του προσφεύγοντος, ως προϋπόθεση του παραδεκτού προσφυγής ακυρώσεως ασκουμένης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά αποφάσεως απευθυνομένης σε άλλο πρόσωπο, προϋποθέτει ότι το αμφισβητούμενο κοινοτικό μέτρο επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος και δεν αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του εν λόγω μέτρου που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων. Το αυτό ισχύει όταν η δυνατότητα των αποδεκτών να μη δώσουν συνέχεια στην κοινοτική πράξη είναι καθαρά θεωρητική, εφόσον δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συναγάγουν συνέπειες σύμφωνες προς την πράξη αυτή.
Όσον αφορά την υλοποίηση δανείου χορηγηθέντος από την Κοινότητα προς τη Σοβιετική Ένωση και τις Δημοκρατίες της για την εισαγωγή γεωργικών προϋόντων, ειδών διατροφής και ιατρικού υλικού, αφορά άμεσα, υπό την ανωτέρω έννοια, επιχείρηση στην οποία ανατίθεται σύμβαση προμηθείας σιταριού η απόφαση της Επιτροπής η οποία απευθύνεται στον οικονομικό εκπρόσωπο της δανειολήπτριας Δημοκρατίας και με την οποία δεν αναγνωρίζεται το σύμφωνο, από πλευράς των εφαρμοστέων κοινοτικών διατάξεων, των τροποποιήσεων που επενέχθηκαν στις συμβάσεις που έχουν συναφθεί μεταξύ της προμηθεύτριας επιχειρήσεως και του εξουσιοδοτημένου προς τούτο εκπροσώπου της δανειολήπτριας Δημοκρατίας, στο μέτρο που η δυνατότητα του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου να προβεί στην εκτέλεση των συμβάσεων προμηθείας σύμφωνα με τους όρους που αμφισβήτησε η Επιτροπή και να παραιτηθεί έτσι από την κοινοτική χρηματοδότηση ήταν καθαρά θεωρητική, οπότε η απόφαση αυτή, την οποία έλαβε η Επιτροπή στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων της, στέρησε την προμηθεύτρια επιχείρηση από κάθε πραγματική δυνατότητα να εκτελέσει τη σύμβαση ή να επιτύχει την εξόφληση των παραδόσεων, στις οποίες είχε προβεί, κατά τους συμφωνημένους όρους.
Στην υπόθεση C-404/96 P,
Glencore Grain Ltd, πρώην Richco Commodities Ltd, εταιρία συσταθείσα κατά το δίκαιο των Βερμουδών και εδρεύουσα στο Hamilton (Βερμούδες), εκπροσωπούμενη από τους M. M. Slotboom, P. V. F. Bos και J. G. A. van Zuuren, δικηγόρους Ρόττερνταμ, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο Marc Loesch, 11, rue Goethe,
αναιρεσείουσα,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 24 Σεπτεμβρίου 1996 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-509/93, Richco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-1181), όπου ο έτερος διάδικος είναι
η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους B. J. Drijber και N. Khan, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της ιδίας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους G. C. Rodrνguez Iglesias, Πρόεδρο, C. Gulmann, H. Ragnemalm, M. Wathelet (εισηγητή) και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, G. F. Mancini, J. C. Moitinho de Almeida, P. J. G. Kapteyn, J. L. Murray, D. A. O. Edward, J.-P. Puissochet, G. Hirsch, P. Jann, L. Sevσn και Κ. Μ. Ιωάννου, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. La Pergola
γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 8ης Οκτωβρίου 1997,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Δεκεμβρίου 1997,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Δεκεμβρίου 1996, η Glencore Grain Ltd, πρώην Richco Commodities Ltd (στο εξής: Glencore ή αναιρεσείουσα), άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση Τ-509/93, Richco κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. ΙΙ-1181, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή της που είχε ως αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως την οποία η Επιτροπή είχε απευθύνει στη State Export-Import Bank of Ukraine στις 12 Ιουλίου 1993.
Νομικό πλαίσιο
2 Στις 16 Δεκεμβρίου 1991, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 91/658/EΟΚ, για τη χορήγηση μεσοπρόθεσμου δανείου στη Σοβιετική Ένωση και τις Δημοκρατίες της (ΕΕ L 362, σ. 89).
3 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως ορίζει τα εξής:
«Η Κοινότητα χορηγεί στην ΕΣΣΔ και τις Δημοκρατίες της μεσοπρόθεσμο δάνειο ύψους 1 250 εκατομμυρίων ΕCU κατ' ανώτατο όριο σε κεφάλαιο, σε τρεις διαδοχικές δόσεις, ανώτατης διάρκειας τριών ετών, προκειμένου να επιτρέψει την εισαγωγή γεωργικών προϋόντων, ειδών διατροφής και ιατρικού υλικού (...)».
4 Το άρθρο 2 της αποφάσεως 91/658 ορίζει ότι, προς τον σκοπό αυτόν,
«η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να δανειστεί, εξ ονόματος της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας, τους αναγκαίους πόρους που τίθενται στη διάθεση της ΕΣΣΔ και των Δημοκρατιών της υπό μορφή δανείου».
5 Σύμφωνα με το άρθρο 3,
«Η Επιτροπή διαχειρίζεται το δάνειο που αναφέρεται στο άρθρο 2».
6 Εξάλλου, από το άρθρο 4 προκύπτουν τα εξής:
«1. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να οριστικοποιήσει, μαζί με τις αρχές της ΕΣΣΔ και των Δημοκρατιών της, (...) τους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς όρους που συνοδεύουν τη χορήγηση του δανείου καθώς και τους κανόνες για τη διάθεση των κεφαλαίων και τις αναγκαίες εγγυήσεις για να εξασφαλιστεί η αποπληρωμή του δανείου.
(...)
3. Οι εισαγωγές προϋόντων των οποίων η χρηματοδότηση εξασφαλίζεται από το δάνειο θα γίνονται με τις τιμές που ισχύουν στη διεθνή αγορά. Ο ελεύθερος ανταγωνισμός πρέπει να είναι εξασφαλισμένος για την αγορά και την παράδοση των προϋόντων που πρέπει να ανταποκρίνονται στα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα.»
7 Στις 9 Ιουλίου 1992, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1897/92, για τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων σχετικά με τη χορήγηση μεσοπρόθεσμου δανείου στη Σοβιετική Ένωση και στις Δημοκρατίες της όπως προβλέπεται με την απόφαση 91/658 (ΕΕ L 191, σ. 22).
8 Σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού,
«τα δάνεια χορηγούνται επί τη βάσει συμφωνιών που συνάπτονται μεταξύ των Δημοκρατιών και της Επιτροπής, η οποία συμπεριλαμβάνει στους όρους καταβολής του δανείου τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 3 έως 7».
9 Το άρθρο 4 του κανονισμού 1897/92 διευκρινίζει τα εξής:
«1. Με τα δάνεια χρηματοδοτούνται μόνον η αγορά και η προμήθεια που αποτελούν αντικείμενο συμβάσεων οι οποίες έχουν αναγνωρισθεί από την Επιτροπή ως σύμμορφες με τις διατάξεις της απόφασης 91/658/EΟΚ καθώς επίσης και με τις διατάξεις των συμφωνιών οι οποίες αναφέρονται στο ως άνω άρθρο 2.
2. Οι συμβάσεις υποβάλλονται στην Επιτροπή για αναγνώριση εκ μέρους των Δημοκρατιών ή εκ μέρους των εντεταλμένων οικονομικών εκπροσώπων τους».
10 Το άρθρο 5 καθορίζει τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η προβλεπόμενη στο άρθρο 4 αναγνώριση. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνονται και οι εξής δύο όροι:
«1) Η σύμβαση [να] έχει συναφθεί βάσει διαδικασίας με την οποία εξασφαλίζεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός (...).
2) Η σύμβαση [να] προσφέρει τους ευνοϋκότερους όρους αγοράς σε σχέση με την τιμή η οποία ισχύει κανονικά στις διεθνείς αγορές».
11 Στις 13 Ιουλίου 1992, η Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα και η Ουκρανία, ως διάδοχος της ΕΣΣΔ, υπέγραψαν, σύμφωνα με τον κανονισμό 1897/92, ένα «Memorandum of Understanding» (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), αντικείμενο του οποίου ήταν η κατάρτιση της συμφωνίας βάσει της οποίας η Κοινότητα θα χορηγούσε στην Ουκρανία το προβλεπόμενο από την απόφαση 91/658 δάνειο. Έτσι, προβλέφθηκε ότι η Κοινότητα, υπό την ιδιότητα του δανειστή, θα χορηγούσε στην Ουκρανία, δανειολήπτη, μέσω του οικονομικού εκπροσώπου της, τη State Export-Import Bank of Ukraine (στο εξής: SEIB), μεσοπρόθεσμο δάνειο 130 εκατομμυρίων ECU για ανώτατη διάρκεια τριών ετών.
12 Το σημείο 6 της συμφωνίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:
«Το ποσό του δανείου, αφού αφαιρεθούν οι προμήθειες και τα έξοδα της ΕΟΚ, θα καταβληθεί στον δανειολήπτη και θα χρησιμοποιηθεί, σύμφωνα με τις ρήτρες και τους όρους της συμβάσεως του δανείου, αποκλειστικά και μόνο για την κάλυψη των αμετάκλητων ενεγγύων πιστώσεων που θα ανοίξει ο δανειολήπτης σύμφωνα με τα συνήθη διεθνή πρότυπα και κατ' εφαρμογήν των συμβάσεων παραδόσεως, εφόσον οι συμβάσεις αυτές και οι ενέγγυες αυτές πιστώσεις έχουν αναγνωρισθεί από την Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων ως σύμφωνες προς την απόφαση του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1991 και προς την παρούσα συμφωνία».
13 Το σημείο 7 απαριθμεί τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η αναγνώριση του συμβατού της συμβάσεως με την απόφαση του Συμβουλίου. Διευκρινίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι ουκρανικοί οργανισμοί, κατά την επιλογή των εγκατεστημένων εντός της Κοινότητας προμηθευτών, θα έπρεπε να ζητήσουν προσφορές από τρεις τουλάχιστον ανεξάρτητες μεταξύ τους επιχειρήσεις.
14 Στις 13 Ιουλίου 1992, η Επιτροπή και η SEIB υπέγραψαν, εξάλλου, τη σύμβαση δανείου την οποία προέβλεπαν ο κανονισμός 1897/92 και η συμφωνία-πλαίσιο (στο εξής: σύμβαση δανείου). Η σύμβαση αυτή ορίζει επακριβώς τον μηχανισμό εκταμιεύσεως του δανείου. Προβλέπει ορισμένη ευχέρεια για τη διάρκεια της περιόδου εκταμιεύσεως (20 Αυγούστου 1992 - 20 Απριλίου 1993), σκοπός της οποίας είναι η προκαταβολή των εγκρινομένων για την εξόφληση των παραδιδομένων αγαθών ποσών.
Ιστορικό της διαφοράς και διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου
15 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο προέβη στις εξής διαπιστώσεις:
«7 Κατόπιν ανεπίσημης προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, την οποία είχε διοργανώσει τον Μάιο 1993 με σκοπό την αγορά σιταριού, η Ukrimpex, οργανισμός ενεργών για λογαριασμό της Ουκρανίας, έλαβε επτά προσφορές, μεταξύ των οποίων και η προσφορά της προσφεύγουσας. Δεδομένου ότι μόνον η προσφορά αυτή εγγυάτο την παράδοση του σιταριού πριν από τις 15 Ιουνίου 1993, η Ukrimpex την προτίμησε, μολονότι το προτεινόμενο τίμημα δεν ήταν το χαμηλότερο. Με τη σύμβαση που συνήφθη στις 26 Μαου 1993, η προσφεύγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παραδώσει 40 424 τόνους σιταριού αντί τιμήματος 137,47 ECU ανά τόνο, CIF free out, σε ουκρανικό λιμένα του Ευξείνου Πόντου, και παρείχε την εγγύηση ότι η φόρτωση θα πραγματοποιούνταν το αργότερο μέχρι τις 15 Ιουνίου 1993.$
8 Κατόπιν της εκ μέρους της SEIB κοινοποιήσεως της συμβάσεως στην Επιτροπή προς έγκριση και της προσωπικής παρεμβάσεως του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως της Ουκρανίας Demianov, ο οποίος επέμεινε για την κατά το δυνατόν συντομότερη έγκριση της συμβάσεως, η Επιτροπή, με έγγραφο της 10ης Ιουνίου 1993 που απέστειλε στον Demianov, του γνωστοποίησε ότι δεν μπορούσε να εγκρίνει τη σύμβαση που της είχε υποβάλει η SEIB. Η Επιτροπή έκρινε ότι η σύμβαση αυτή δεν εξασφάλιζε τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις αγοράς, ιδίως δε σε σχέση με το τίμημα, το οποίο υπερέβαινε αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδεκτό. Με το ίδιο έγγραφο η Επιτροπή δήλωνε ότι, ενόψει του επείγοντος της επισιτιστικής καταστάσεως, ήταν διατεθειμένη να παραδώσει αμέσως από τα κοινοτικά αποθέματα 50 000 τόνους σιταριού στην Ουκρανία, σε τιμή που θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη κατά 30 δολλάρια ΗΠΑ (US$) ανά τόνο από την τιμή που πρότεινε η προσφεύγουσα. Για την παράδοση αυτή προκηρύχθηκε νέος διαγωνισμός, ο οποίος κατακυρώθηκε στην προσφεύγουσα.$
9 Στις 11 Ιουνίου 1993, η Ukrimpex πληροφόρησε την προσφεύγουσα για την αρνητική απόφαση της Επιτροπής και της ζήτησε να αναβάλει την μεταφορά του εμπορεύματος. Η προσφεύγουσα απάντησε ότι είχε ήδη ναυλώσει πλοίο. Έτσι παραδόθηκαν πράγματι 40 000 περίπου τόνοι δημητριακών.
10 Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 1993, το οποίο έφερε την υπογραφή του μέλους της Επιτροπής R. Steichen και του οποίου αποδέκτης ήταν η SEIB, η Επιτροπή γνωστοποίησε επίσημα στη SEIB την άρνησή της να εγκρίνει τη σύμβαση που της είχε υποβληθεί. Ο R. Steichen εξέθετε συναφώς ότι "Η Επιτροπή δεν μπορεί να αναγνωρίζει τις συμβάσεις παραδόσεων παρά μόνον όταν πληρούνται όλα τα κριτήρια που απαριθμούνται στην απόφαση 91/658 του Συμβουλίου, στον κανονισμό 1897/92 της Επιτροπής και στη συμφωνία-πλαίσιο. Επιπλέον, το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο ββ, της συμβάσεως δανείου που συνήφθη με την Ουκρανία στις 13 Ιουλίου 1992 προβλέπει ότι η Επιτροπή εκδίδει τα επιβεβαιωτικά υπομνήματα `κατ' απόλυτη κρίση'." Στη συνέχεια αναφέρονταν τα εξής: "Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση που υποβλήθηκε με την αίτηση εγκρίσεως στις 31 Μαου δεν πληρούσε όλα τα ανωτέρω κριτήρια και ότι συνεπώς είχε την υποχρέωση να αρνηθεί να ασκήσει τη διακριτική εξουσία της προς έκδοση επιβεβαιωτικού υπομνήματος." Ο επίτροπος διευκρίνιζε ότι ο λόγος της αρνήσεως αυτής στηριζόταν στο ότι το συμφωνηθέν με τη σύμβαση τίμημα υπερέβαινε κατά πολύ το τίμημα που θα μπορούσε να αποδεχθεί η Επιτροπή και ότι επρόκειτο για έναν από τους όρους του δανείου τους οποίους προέβλεπαν η απόφαση 91/658 (άρθρο 4, παράγραφος 3) και ο κανονισμός 1897/92 (άρθρο 5, παράγραφος 2). Το συμπέρασμα του επιτρόπου ήταν ότι: "Συνεπώς, μολονότι έχω επίγνωση ότι επείγει η κάλυψη των αναγκών της Ουκρανίας, η Επιτροπή, ενόψει όλων αυτών των στοιχείων, δεν μπορεί να δεχθεί ότι η υποβληθείσα σύμβαση προσφέρει τους ευνοϋκότερους δυνατούς όρους πωλήσεως (...)."
(...)
11 Κατόπιν αυτών, η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Σεπτεμβρίου 1993, άσκησε την παρούσα προσφυγή.
12 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 30 Νοεμβρίου 1993, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου.»
16 Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο:
«- να ακυρώσει την απόφαση ή τουλάχιστον την πράξη που εξέδωσε η Επιτροπή την 12η Ιουλίου 1993 και της οποίας αποδέκτης ήταν η SEΙB,
- να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα» (σκέψη 15 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).
17 Η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, με την οποία ζήτησε από το Πρωτοδικείο:
«- να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,
- να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα» (σκέψη 16 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
Επί της ενστάσεως που στηριζόταν στον ισχυρισμό περί μη υπάρξεως πράξεως δυναμένης να προσβληθεί
18 Το Πρωτοδικείο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου, καθόσον αυτή στηριζόταν στη μη ύπαρξη πράξεως δυναμένης να προσβληθεί κατά την έννοια του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, για τους ακόλουθους λόγους:
«25 Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκηθεί κατά οποιασδήποτε πράξεως κοινοτικού οργάνου, ανεξαρτήτως της φύσεως ή της μορφής της, εφόσον η πράξη αυτή αποσκοπεί στη δημιουργία εννόμων αποτελεσμάτων (απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1971 στην υπόθεση 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729).
26 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει εν προκειμένω ότι, όπως προκύπτει από τη σύμβαση δανείου, στην οποία μετέχει η SEIB, όταν η Επιτροπή εκδίδει επιβεβαιωτικό υπόμνημα, η SEIB, η οποία είναι ο αποδέκτης του, μπορεί να εκδώσει αίτηση εκταμιεύσεως. Αντιστρόφως, η SEIB δεν έχει τη δυνατότητα αυτή, όταν η Επιτροπή αρνείται να εκδώσει επιβεβαιωτικό υπόμνημα.
27 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πράξη με την οποία η Επιτροπή αρνείται να αναγνωρίσει ότι μια σύμβαση πληροί τις προϋποθέσεις της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι της SEIB. Κατά συνέπεια, αποτελεί πράξη υποκείμενη σε προσφυγή, υπό την έννοια του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης.»
Επί της ενστάσεως που στηριζόταν στον ισχυρισμό ότι η πράξη της οποίας την ακύρωση ζήτησε η προσφεύγουσα δεν την αφορούσε άμεσα
19 Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η απόφαση την οποία απηύθυνε η Επιτροπή στη SEIB στις 12 Ιουλίου 1993 (στο εξής: επίδικη απόφαση) δεν αφορούσε άμεσα την προσφεύγουσα υπό την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης και ότι, συνεπώς, η προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη για τους ακόλουθους λόγους:
«39 Κατά το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.
40 Εν προκειμένω, καθόσον η προσβαλλόμενη πράξη εμφανίζεται υπό τη μορφή εγγράφου που απηύθυνε η Επιτροπή προς τη SEIB στις 12 Ιουλίου 1993, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον η πράξη αυτή αφορά την προσφεύγουσα άμεσα και ατομικά.
41 Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε το γεγονός ότι το επίδικο έγγραφο αφορά την προσφεύγουσα ατομικά. Το Πρωτοδικείο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υποθέσεως, εκτιμά ότι πρέπει να εξετασθεί μόνο το ζήτημα αν η επίδικη απόφαση αφορά άμεσα την προσφεύγουσα.
42 Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι κοινοτικές κανονιστικές πράξεις και οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ Κοινότητας, Ουκρανίας και SEIB προβλέπουν την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και του εξουσιοδοτημένου από την Ουκρανία για την αγορά του σιταριού εκπροσώπου της. Στον εκπρόσωπο αυτό, εν προκειμένω στην Ukrimpex, εναπόκειται δηλαδή να επιλέγει, κατόπιν προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών, τον αντισυμβαλλόμενο, να διαπραγματεύεται τους όρους της συμβάσεως και να συνάπτει τις συμβάσεις. Στην Επιτροπή έχει ανατεθεί μόνο να εξακριβώνει κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως και, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, να αναγνωρίζει ότι οι συμβάσεις αυτές είναι σύμφωνες προς τις διατάξεις της αποφάσεως 91/658 και των συμφωνιών που έχουν συναφθεί με την Ουκρανία και τη SEIB, ενόψει της εκταμιεύσεως του δανείου. Κατά συνέπεια, δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να αξιολογεί την εμπορική σύμβαση βάσει άλλων κριτηρίων πέραν των ανωτέρω.
43 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επιχείρηση με την οποία έχει συναφθεί η σύμβαση έχει έννομες σχέσεις μόνο με τον αντισυμβαλλόμενό της, την Ukrimpex, στην οποία η Ουκρανία έχει αναθέσει να συνάψει τις συμβάσεις αγοράς σιταριού. Η Επιτροπή δεν έχει έννομες σχέσεις παρά μόνο με τον δανειολήπτη και τον οικονομικό εκπρόσωπό του, τη SEΙB, η οποία της κοινοποιεί τις εμπορικές συμβάσεις για να χαρακτηριστούν ως σύμφωνες με τις προαναφερθείσες διατάξεις και είναι αποδέκτης της σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής.
44 Κατά συνέπεια, η παρέμβαση της Επιτροπής δεν επηρεάζει το νομικό κύρος της εμπορικής συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και της Ukrimpex ούτε μεταβάλλει τους όρους της συμβάσεως, π.χ. όσον αφορά το τίμημα που συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι. Κατά συνέπεια, ανεξάρτητα από την απόφαση της Επιτροπής να μην αναγνωρίσει ότι οι συμβάσεις ήσαν σύμφωνες προς τις εφαρμοστέες διατάξεις, η σύμβαση που υπογράφηκε στις 26 Μαου 1993 είναι έγκυρη και ισχύει κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβαλλομένων αυτών.
45 Το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε επαφές με την προσφεύγουσα ή την Ukrimpex δεν μπορεί να μεταβάλει αυτή την εκτίμηση των δικαιωμάτων και των νομικών υποχρεώσεων που απορρέουν για καθένα από τους ενδιαφερομένους από τις ισχύουσες κανονιστικές πράξεις ή συμβάσεις. Επιπλέον, όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο τονίζει ότι η αλληλογραφία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της, οι οποίες συνίστανται στην εξακρίβωση του αν η σύμβαση είναι σύμφωνη προς τις ισχύουσες διατάξεις. Το ίδιο συμβαίνει, κατά μείζονα λόγο, και με τις επαφές που ισχυρίζεται η προσφεύγουσα ότι υπήρξαν μεταξύ Επιτροπής και των θυγατρικών της, όσον αφορά άλλες συμβάσεις και όχι τη σύμβαση που αποτελεί το αντικείμενο της προκειμένης υποθέσεως.
46 Το Πρωτοδικείο φρονεί επίσης ότι, μολονότι η SEΙB, όταν η Επιτροπή τής αποστέλλει απόφαση διαπιστώνουσα ότι η σύμβαση δεν είναι σύμφωνη προς τις ισχύουσες διατάξεις, δεν μπορεί να παράσχει ενέγγυα πίστωση καλυπτόμενη από την κοινοτική εγγύηση, εντούτοις, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η απόφαση δεν θίγει ούτε το κύρος της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και της Ukrimpex ούτε το περιεχόμενό της. Συναφώς πρέπει να τονισθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν υποκαθίσταται σε απόφαση των ουκρανικών εθνικών αρχών, καθόσον η μόνη αρμοδιότητα της Επιτροπής είναι να εξετάζει, ενόψει της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, κατά πόσον οι συμβάσεις είναι σύμφωνες προς τις ισχύουσες διατάξεις.
47 Εξάλλου, όσον αφορά τη δυνατότητα απευθείας εφαρμογής του κανονισμού 1897/92, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, το Πρωτοδικείο τονίζει ότι η απαρίθμηση στο άρθρο 5 του κανονισμού των όρων που πρέπει να πληρούν οι συμβάσεις για να τύχουν της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως δεν είναι περιοριστική, πράγμα που προκύπτει από το γεγονός ότι χρησιμοποιείται η φράση "μεταξύ άλλων"· επιπλέον, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού παραπέμπει ρητά στις διατάξεις των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ουκρανίας και της Επιτροπής. Η δε σύμβαση δανείου, η οποία αναφέρει ακριβώς τους όρους υπό τους οποίους χορηγείται η κοινοτική χρηματοδότηση, προβλέπει, στο άρθρο 5, παράγραφος 1, ότι η Επιτροπή έχει απόλυτη διακριτική ευχέρεια. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν είναι βάσιμο.
48 Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί, προκειμένου να αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση την αφορά άμεσα, το γεγονός ότι στις συμβάσεις πωλήσεως περιλαμβάνεται αναβλητική αίρεση, κατά την οποία προϋπόθεση για την εκτέλεση της συμβάσεως και την καταβολή του τιμήματος είναι να αναγνωρισθεί από την Επιτροπή ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εκταμιεύσεως του κοινοτικού δανείου. Η αίρεση αυτή σημαίνει ότι οι συμβαλλόμενοι αποφασίζουν να εξαρτήσουν τη σύμβασή τους από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός, η επέλευση του οποίου και μόνο θα προσδώσει δεσμευτικότητα στη συμφωνία τους. Το Πρωτοδικείο όμως εκτιμά ότι το παραδεκτό προσφυγής που ασκείται κατά το άρθρο 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης δεν μπορεί να εξαρτάται από τη βούληση των συμβαλλομένων. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.»
20 Ενόψει των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη και καταδίκασε την Glencore στα δικαστικά έξοδα.
Η αίτηση αναιρέσεως
21 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Glencore προβάλλει δύο λόγους αναιρέσεως, αντλούμενους, αφενός, από την παράβαση του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης και, αφετέρου, από την αντιφατική αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
22 Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως έχει δύο σκέλη.
23 Αφενός, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέστη της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου και του ιδίου του Πρωτοδικείου κρίνοντας ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής δεν την αφορούσε άμεσα.
24 Πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι κακώς το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι η επίδικη απόφαση δεν υποκαθιστά απόφαση των ουκρανικών αρχών (σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Η αναιρεσείουσα παραπέμπει, συναφώς, στο άρθρο 4 του κανονισμού 1897/92 καθώς και στους όρους της συμβάσεως προμηθείας που η ίδια συνήψε με την Ukrimpex, που προέβλεπαν έναν τρόπο πληρωμής στηριζόμενο στο κοινοτικό δάνειο, ο οποίος δεν μπορούσε να λειτουργήσει παρά μόνον αν η Επιτροπή ενέκρινε τη σύμβαση, και δικαιολογούνταν από την οικτρή οικονομική κατάσταση των ουκρανικών αρχών που δεν θα τους επέτρεπε να τηρήσουν τις υποχρεώσεις εξοφλήσεως των αγαθών αν δεν ελάμβαναν κοινοτική χρηματοδότηση.
25 Έτσι, σύμφωνα με τη σύμβαση, στην Ukrimpex εναπόκειται «να συγκεντρώσει όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις και, ιδίως, την αναγνώριση της συμβάσεως εκ μέρους της Επιτροπής ή εκ μέρους των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων», η δε «εξόφληση κάθε φορτίου εμπορευμάτων θα πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της συμβάσεως δανείου ΕΟΚ (...)».
26 Προκειμένου να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι της Glencore, οι ουκρανικές αρχές εξηρτώντο πλήρως, τόσο de facto όσο και de jure, από την αναγνώριση της Επιτροπής προκειμένου να λάβουν κοινοτική χρηματοδότηση. Κατά συνέπεια, όταν, με το έγγραφο της 10ης Ιουνίου 1993, η Επιτροπή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη σύμβαση που είχε συναφθεί στις 26 Μαου 1993, η απόφασή της υποκατέστησε την απόφαση των ουκρανικών αρχών περί καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος.
27 Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι οι ουκρανικές αρχές δεν διέθεταν, ελλείψει κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, κανένα περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων καταβολής του τιμήματος έναντι της Glencore (αποφάσεις της 13ης Μαου 1971, 41/70 έως 44/70, International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 783· της 23ης Νοεμβρίου 1971, 62/70, Bock κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 977· και της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϋκή-Πατραϋκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207).
28 Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν ακολούθησε τη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου όσον αφορά το παραδεκτό των προσφυγών κατ' αποφάσεων της Επιτροπής σχετικών με κρατικές ενισχύσεις οι οποίες ασκούνται από «ενδεχόμενο δικαιούχο της ενισχύσεως».
29 Παρατηρεί, συναφώς, ότι, όπως το κράτος μέλος που προτίθεται να χορηγήσει ενίσχυση μπορεί να συμφωνήσει με ενδεχόμενο δικαιούχο να τη χορηγήσει μόνον αν η Επιτροπή εγκρίνει την κοινοποιηθείσα ενίσχυση, οι ουκρανικές αρχές δεσμεύθηκαν συμβατικώς να καταβάλουν στην Glencore τη νέα τιμή αν η Επιτροπή ενέκρινε την τιμή αυτή ενόψει κοινοτικής χρηματοδοτήσεως. Ομοίως, η θέση της Glencore, η οποία, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναγνωρίσεως εκ μέρους της Επιτροπής, ήταν σε συνεχή επαφή με το όργανο αυτό, παρουσίαζε αναλογίες με τη θέση του δικαιούχου ενός σχεδίου ενισχύσεως. Κατά την αναιρεσείουσα, κακώς το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν έδωσε σημασία στο γεγονός αυτό.
30 Αφετέρου, κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένως ότι η ύπαρξη της αναβλητικής αιρέσεως που επηρέαζε την εκτέλεση της συμβάσεως και την καταβολή του τιμήματος δεν είχε ως συνέπεια ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής έθιγε άμεσα την αναιρεσείουσα (σκέψη 48 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, η αναβλητική αίρεση στηριζόταν άμεσα στο γεγονός ότι η σύμβαση μεταξύ της Glencore και της Ukrimpex έπρεπε να αναγνωριστεί από την Επιτροπή προκειμένου να τύχει κοινοτικής χρηματοδοτήσεως και, συνεπώς, η εκτέλεση της συμβάσεως εξηρτάτο, de facto και de jure, από την αναγνώριση αυτή.
31 Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλοντας ότι το σύνολο σχεδόν της επιχειρηματολογίας της αναιρεσείουσας αποτελεί απλώς επανάληψη των επιχειρημάτων που επικαλέστηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου. Όμως, κατά πάγια νομολογία, δεν πληροί τις επιταγές του άρθρου 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και του άρθρου 112, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου.
32 Επί της ουσίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναιρεσείουσα επικαλείται το γεγονός ότι η σύμβαση πωλήσεως που συνήψε με την Ukrimpex περιέχει αναβλητική αίρεση. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, ανεξαρτήτως των διαφορετικών ερμηνειών τις οποίες επιδέχεται η ρήτρα αυτή, η εκ μέρους της άρνηση της εγκρίσεως της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως δεν μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι δεν θα έπρεπε να τηρηθούν οι οικονομικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη σύμβαση πωλήσεως.
33 Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν είναι νοητό να εξαρτάται η νομιμοποίηση ενός ιδιώτη προς άσκηση προσφυγής κατά πράξεως κοινοτικού οργάνου από συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου συναφθείσες από τον ιδιώτη αυτόν με τρίτον ή ακόμα από πράξεις ενός των συμβαλλομένων ή αμφοτέρων των συμβαλλομένων σχετικές με την εφαρμογή της συμβάσεως.
34 Η Επιτροπή παρατηρεί, εξάλλου, ότι οι ουκρανικές αρχές δεν ήταν επιφορτισμένες με αποστολή δημοσίου δικαίου στο πλαίσιο της εφαρμογής μιας κοινοτικής πολιτικής. Η απόφασή τους να συνάψουν τη σύμβαση πωλήσεως και, κατόπιν, η απόφασή τους να αρνηθούν την καταβολή της διαφοράς του τιμήματος που συμφωνήθηκε αργότερα ασφαλώς δεν σκοπούσαν στην εκτέλεση μιας κοινοτικής πράξεως αλλά παρήγαγαν απλώς αποτελέσματα ιδιωτικού δικαίου στη σχέση μεταξύ της Ukrimpex και της αναιρεσείουσας. Αυτό συνιστά ουσιώδη διαφορά σε σχέση με την κατάσταση την οποία αφορούσε η προμνησθείσα απόφαση International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής. Στην υπόθεση εκείνη, το εθνικό εκτελεστικό όργανο, στο οποίο απευθυνόταν η προσβληθείσα απόφαση της Επιτροπής, είχε απλώς ρόλο μεσάζοντα μεταξύ της Επιτροπής και του αιτούντος και δεν διέθετε κανένα περιθώριο ελιγμού.
35 Τέλος, όσον αφορά τη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις νομολογία, την οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, όταν κηρύσσει ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά μια ενίσχυση χορηγηθείσα σε επιχείρηση, η σχετική απόφαση αφορά πάντοτε άμεσα την επιχείρηση αυτή, ασχέτως των όσων έχει συμφωνήσει το κράτος μέλος με τη σύμβαση που έχει συνάψει με την εν λόγω επιχείρηση.
36 Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή, διαπιστώνεται ότι η αίτηση αναιρέσεως αναφέρει επακριβώς τα αμφισβητούμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται συγκεκριμένα η αίτηση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, διάταξη της 26ης Απριλίου 1993, C-244/92 P, Kupka-Floridi κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. Ι-2041, σκέψη 9). Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι τα εν λόγω επιχειρήματα προβλήθηκαν και ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν τα καθιστά απαράδεκτα.
37 Κατά συνέπεια, η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.
38 Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ' αυτό, καθώς και κατά των αποφάσεων οι οποίες, καίτοι εκδοθείσες ως αποφάσεις απευθυνόμενες σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.
39 Στην υπό κρίση υπόθεση, η επίδικη απόφαση της Επιτροπής απευθυνόταν τυπικά στη SEIB.
40 Το Πρωτοδικείο εξέτασε μόνο το κατά πόσον η επίδικη απόφαση της Επιτροπής αφορούσε την αναιρεσείουσα άμεσα, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι η απόφαση αυτή αφορούσε την αναιρεσείουσα ατομικά.
41 Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι για να επηρεάζεται ένας ιδιώτης άμεσα από ορισμένο κοινοτικό μέτρο απαιτείται να επηρεάζει το αμφισβητούμενο μέτρο άμεσα τη νομική του κατάσταση και να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του εν λόγω μέτρου που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, όταν αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (βλ., μεταξύ άλλων, υπό το πνεύμα αυτό, την προμνησθείσα απόφαση International Fruit Company κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 23 έως 29, καθώς και αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, 92/78, Simmenthal κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 407, σκέψεις 25 και 26· της 29ης Μαρτίου 1979, 113/77, NTN Toyo Bearing Company κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 669, σκέψεις 11 και 12· 118/77, ISO κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 673, σκέψη 26· 119/77, Nippon Seiko κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 675, σκέψη 14· 120/77, Koyo Seiko κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 759, σκέψη 25· 121/77, Nachi Fujikoshi κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 761, σκέψη 11· της 11ης Ιουλίου 1985, 87/77, 130/77, 22/83, 9/84 και 10/84, Salerno κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1985, σ. 2523, σκέψη 31· της 17ης Μαρτίου 1987, 333/85, Mannesmann-Rφhrenwerke και Benteler κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1381, σκέψη 14· της 14ης Ιανουαρίου 1988, 55/86, Arposol κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 13, σκέψεις 11 έως 13· της 26ης Απριλίου 1988, 207/86, Apesco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2151, σκέψη 12· και της 26ης Ιουνίου 1990, C-152/88, Sofrimport κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-2477, σκέψη 9).
42 Το αυτό ισχύει όταν η δυνατότητα των αποδεκτών να μη δώσουν συνέχεια στην κοινοτική πράξη είναι καθαρά θεωρητική, εφόσον δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συναγάγουν συνέπειες σύμφωνες προς την πράξη αυτή (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, προμνησθείσες αποφάσεις Bock κατά Επιτροπής, σκέψεις 6 έως 8, και Πειραϋκή-Πατραϋκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 8 έως 10, καθώς και απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 51).
43 Ενόψει των ανωτέρω, το Πρωτοδικείο όφειλε, στην υπό κρίση περίπτωση, να ελέγξει κατά πόσον αυτή καθεαυτή η επίδικη απόφαση της Επιτροπής επηρέασε τη νομική κατάσταση της Glencore, και τούτο δεδομένου ότι οι αρμόδιες ουκρανικές αρχές δεν διέθεταν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τη δυνατότητα εκτελέσεως της συμβάσεως σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι συμφωνήθηκαν από τους συμβαλλομένους, αλλ' αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή, παραιτούμενες όμως συγχρόνως από την κοινοτική χρηματοδότηση.
44 Συναφώς, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η απόφαση της Επιτροπής, μόνη αρμοδιότητα της οποίας ήταν «να εξετάζει, ενόψει της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως, κατά πόσον οι συμβάσεις είναι σύμφωνες προς τις ισχύουσες διατάξεις», δεν επηρέασε «το νομικό κύρος της εμπορικής συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και της Ukrimpex» ούτε μετέβαλε «τους όρους της συμβάσεως, π.χ. όσον αφορά το τίμημα που συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι», καθώς και ότι «η σύμβαση που υπογράφηκε στις 26 Μαου 1993 [παρέμενε] έγκυρη και [ίσχυε] κατά τα συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβαλλομένων αυτών» (σκέψεις 44 και 46). Το Πρωτοδικείο πρόσθεσε ότι το γεγονός ότι στη σύμβαση περιλαμβανόταν «αναβλητική αίρεση, κατά την οποία προϋπόθεση για την εκτέλεση της συμβάσεως και την καταβολή του τιμήματος είναι να αναγνωρισθεί από την Επιτροπή ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εκταμιεύσεως του κοινοτικού δανείου», οφειλόταν στη βούληση των ιδίων των συμβαλλομένων, από την οποία δεν μπορεί να εξαρτάται το παραδεκτό προσφυγής ασκουμένης δυνάμει του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο (σκέψη 48).
45 Όμως, από διάφορα αντικειμενικά, κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο συνάγεται ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα.
46 Πράγματι, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η SEIB, ως οικονομικός εκπρόσωπος της Ουκρανίας, μετέσχε σύμφωνα με τη συμφωνία-πλαίσιο και τη σύμβαση δανείου που τη συνδέει με την Επιτροπή στην εφαρμογή της κοινοτικής χρηματοδοτήσεως των εισαγωγών, στην Ουκρανία, γεωργικών προϋόντων, ειδών διατροφής και ιατρικού υλικού, όπως προβλέφθηκε με την απόφαση 91/658.
47 Επιπλέον, φαίνεται ότι η ενεργοποίηση της επίδικης συμβάσεως προμηθείας εξαρτήθηκε από την αναβλητική αίρεση της αναγνωρίσεως, εκ μέρους της Επιτροπής, του ότι η σύμβαση ήταν σύμφωνη προς τους όρους εκταμιεύσεως του κοινοτικού δανείου και ότι καμία πληρωμή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί προτού η ορισθείσα με τη σύμβαση τράπεζα λάβει επίσημη δέσμευση εξοφλήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.
48 Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η σύναψη της συμβάσεως προμηθείας, το οποίο χαρακτηριζόταν, όπως προκύπτει από την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 91/658, από την κρίσιμη οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση που αντιμετώπιζε η δανειζόμενη Δημοκρατία, καθώς και από την επιδείνωση της καταστάσεως στον επισιτιστικό και τον ιατρικό τομέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεμιτώς θεωρήθηκε ότι η σύμβαση προμηθείας συνάφθηκε αποκλειστικώς και μόνον ενόψει των υποχρεώσεων που θα ανελάμβανε η Κοινότητα, ως δανειστής, έναντι της SEIB, εφόσον οι εμπορικές συμβάσεις αναγνωρίζονταν ως σύμφωνες με την κοινοτική ρύθμιση.
49 Υπό τις περιστάσεις αυτές, η - ασφαλώς ηθελημένη από τους συμβαλλομένους - προσθήκη της αναβλητικής αιρέσεως στη σύμβαση αντικατοπτρίζει απλώς, όπως τόνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 69 των προτάσεών του, την αντικειμενική οικονομική εξάρτηση της συμβάσεως προμηθείας από τη συμφωνία δανείου που συνάφθηκε μεταξύ της Κοινότητας και της ενδιαφερομένης Δημοκρατίας, καθόσον η εξόφληση της παραδόσεως σιτηρών δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με τους οικονομικούς πόρους που τέθηκαν στη διάθεση των αγοραστών από την Κοινότητα μέσω του μηχανισμού της παροχής αμετακλήτων ενεγγύων πιστώσεων.
50 Η δυνατότητα της Ukrimpex να προβεί στην εκτέλεση των συμβάσεων προμηθείας σύμφωνα με τους όρους, όσον αφορά την τιμή, που αμφισβήτησε η Επιτροπή και να παραιτηθεί έτσι από την κοινοτική χρηματοδότηση ήταν καθαρά θεωρητική και, συνεπώς, δεν αρκούσε, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, για να θεωρηθεί ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπή δεν αφορούσε άμεσα την αναιρεσείουσα.
51 Φαίνεται, συνεπώς, ότι η επίδικη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να εγκρίνει τη σύμβαση προμηθείας που συνήφθη μεταξύ της Ukrimpex και της Glencore, κάνοντας με τον τρόπο αυτό χρήση των αρμοδιοτήτων της, στέρησε την αναιρεσείουσα από κάθε πραγματική δυνατότητα να εκτελέσει τη σύμβαση που της είχε ανατεθεί ή να επιτύχει την εξόφληση των παραδόσεων, στις οποίες είχε προβεί, κατά τους συμφωνημένους όρους.
52 Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίδικη απόφαση της Επιτροπής, καίτοι απευθύνθηκε στη SEIB, ως οικονομικό εκπρόσωπο της Ουκρανίας, επηρέασε άμεσα τη νομική κατάσταση της αναιρεσείουσας.
53 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που διαπίστωσε, ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής δεν αφορούσε την αναιρεσείουσα άμεσα, υπό την έννοια του άρθρου 173, τέταρτο εδάφιο, της Συνθήκης.
54 Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως, καθόσον βάλλει κατά της απορρίψεως, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, της προσφυγής ακυρώσεως ως απαράδεκτης, είναι βάσιμη.
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως
55 Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να αποφανθεί επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.
Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου
56 Κατά το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, «αν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο για να την κρίνει».
57 Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να κρίνει επί της υποθέσεως στο στάδιο στο οποίο αυτή βρίσκεται και πρέπει, ως εκ τούτου, να την αναπέμψει στο Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να κρίνει επί της ουσίας.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
αποφασίζει:
58 Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση Τ-509/93, Richco κατά Επιτροπής, καθόσον με την απόφαση αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως της εταιρίας Glencore Grain Ltd, πρώην Richco Commodities Ltd.
2) Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου προκειμένου αυτό να κρίνει επί της ουσίας.
59 Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.