Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61987CJ0235

    Απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1988.
    Annunziata Matteucci κατά Communauté française de Belgique και Commissariat général aux relations internationales de la Communauté française de Belgique.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d'Etat - Βέλγιο.
    Απαγόρευση των διακρίσεων - Επαγγελματική εκπαίδευση - Ενίσχυση σπουδών.
    Υπόθεση 235/87.

    Συλλογή της Νομολογίας 1988 -05589

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1988:460

    61987J0235

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 27ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1988. - ANNUNZIATA MATTEUCCI ΚΑΤΑ COMMUNAUTE FRANCAISE DE BELGIQUE. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ CONSEIL D'ETAT ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 235/87.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 05589


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    ++++

    1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - 'Ιση μεταχείριση - Κοινωνικά πλεονεκτήματα - 'Εννοια - Υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό χορηγούμενη βάσει διμερούς συμφωνίας μεταξύ κρατών μελών - Περιλαμβάνεται - Ευεργέτημα των υποτροφιών επιφυλασσόμενο μόνο στους υπηκόους των δύο συμβαλλομένων κρατών - Μη αντιτάξιμος περιορισμός

    (Κανονισμός του Συμβουλίου 1612/68, άρθρο 7, παράγραφος 2)

    2. Κράτη μέλη - Υποχρεώσεις - Αμοιβαία συνδρομή για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου

    (Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 5)

    Περίληψη


    1. Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους απολαύει στο έδαφος άλλων κρατών μελών των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Ενίσχυση καταβαλλόμενη για τη συντήρηση και την εκπαίδευση με σκοπό τη συνέχιση των σπουδών για επαγγελματική τελειοποίηση συνιστά τέτοιο πλεονέκτημα. Από αυτό έπεται ότι δεν επιτρέπεται στις αρχές ενός κράτους μέλους να αρνηθούν το ευεργέτημα μιας υποτροφίας για σπουδές σε άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, έχει όμως την ιθαγένεια τρίτου κράτους μέλους, με την αιτιολογία ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους της κατοικίας του. Διμερής συμφωνία, έστω και αν έχει συναφθεί εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης και πριν αρχίσει η ισχύς της , επιφυλάσσουσα το ευεργέτημα των εν λόγω υποτροφιών μόνο στους υπηκόους των δύο κρατών μελών, που είναι συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και εργαζομένων υπηκόων άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος ενός από τα δύο αυτά κράτη.

    2. Κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Αν, κατά συνέπεια, υπάρχει κίνδυνος η εφαρμογή διατάξεως του κοινοτικού δικαίου να εμποδιστεί από μέτρο ληφθέν στο πλαίσιο της εφαρμογής διμερούς συμβάσεως, που συνάφθηκε έστω και εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διευκολύνει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και να συνδράμει, για το σκοπό αυτό, κάθε άλλο κράτος μέλος που έχει κάποια υποχρέωση δυνάμει του κοινοτικού δικαίου.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση 235/87,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Conseil d' Etat του Βασιλείου του Βελγίου προς το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Annunziata Matteucci, κατοίκου Βρευξελλών,

    και

    Communaute francaise του Βελγίου

    και

    της Commissariat general aux relations internationales de la Communaute francaises του Βελγίου,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της Συνθήκης ΕΟΚ και ιδίως των άρθρων 7, 48, 59, 60 και 128,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, G. Bosco, O. Due και G. C. Rodriguez Iglesias, προέδρους τμήματος, T. Koopmans, Κ. Ν. Κακούρη, R. Joliet, T. F. O' Higgins και F. A. Schockweiler, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn

    γραμματέας: H. A. Ruehl, υπάλληλος

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    - η Matteucci, προσφεύγουσα της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενης από τον D. Rossini, διευθυντή της υπηρεσίας κοινωνικών υποθέσεων των ιταλών εργαζομένων στις Βρυξέλλες,

    - η Commissariat general aux relations internationales de la Communaute Francaise του Βελγίου, καθής της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενη κατά την έγγραφη διαδικασία από το δικηγόρο Βρυξελλών R.-H. Delvaux και κατά την προφορική διαδικασία από το δικηγόρο Βρυξελλών G. Tassin,

    - η γαλλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους υπαλλήλους R. De Gouttes και C. Chavance,

    - η ιταλική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον υπάλληλο L. Ferrari Bravo, επικουρούμενο από τον P. G. Ferri, avvocato dello stato,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους νομικούς της συμβούλους J. Currall και Γ. Κρεμλή,

    έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 17ης Μαΐου 1988,

    αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1988,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με Διάταξη της 16ης Ιουλίου 1987, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Ιουλίου 1987, το Conseil d' Etat του Βελγίου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία των άρθρων 7, 48, 59, 60 και 128 της ίδιας Συνθήκης, για να μπορέσει να κρίνει αν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις αυτές μία απόφαση των βελγικών αρχών κατά την οποία το ευεργέτημα ορισμένων υποτροφιών για σπουδές επιφυλάσσεται μόνο σε βέλγους υπηκόους.

    2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Annunziata Matteucci και της Commissariat general aux relations internationales de la communaute francaise του Βελγίου (εφεξής: η "CGRΙ") σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να προτείνει τη Matteucci για υποτροφία σπουδών, την οποία είχε ζητήσει για να παρακολουθήσει μαθήματα ειδικεύσεως στη "Hochschule der Kuenste" του Βερολίνου, με την αιτιολογία ότι οι υποτροφίες αυτές, που χορηγούνται κατ' εφαρμογή μορφωτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο αυτών χωρών, επιφυλάσσονται αποκλειστικά σε υποψηφίους βελγικής ιθαγένειας.

    3 Το άρθρο 4 της μορφωτικής συμφωνίας που συνάφθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1958 μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Συλλογή τωνΣυνθηκών των Ηνωμένων Εθνών 263, αριθ. 3766) προβλέπει ότι καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη "χορηγεί στους υπηκόους του άλλου υποτροφίες για να τους παρέχει τη δυνατότητα να αρχίζουν ή να συνεχίζουν στο άλλο κράτος μέλος σπουδές ή έρευνες ή και να τελειοποιούν την επιστημονική, μορφωτική, καλλιτεχνική ή τεχνική τους κατάρτιση".

    4 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, ιταλικής ιθαγένειας, γεννήθηκε στο Βέλγιο όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας της και εργαζόταν ως μισθωτός. Πραγματοποίησε όλες τις σπουδές της στο Βέλγιο, όπου διδάσκει ρυθμική από το 1983. Υπέβαλε αίτηση για υποτροφία προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της στο Βερολίνο για να βελτιώσει τα προσόντα της ως διδάσκουσας "δουλεύοντας" το τραγούδι και τη φωνή. Στην αίτησή της προσδιόρισε ότι, μετά την επιστροφή της στο Βέλγιο, θα προοριζόταν για το λειτούργημα της καθηγήτριας ρυθμικής και σωματικής εκφράσεως.

    5 Το Conseil d' Etat έκρινε ότι η απόφαση της CGRΙ να μη διαβιβάσει την αίτηση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης μαζί με τις άλλες αιτήσεις στις γερμανικές αρχές είναι επιδεκτική προσφυγής. 'Εκρινε, εξάλλου, ότι, αν η προαναφερθείσα γερμανοβελγική μορφωτική συμφωνία επιφυλάσσει το ευεργέτημα των υποτροφιών μόνο στους υπηκόους των δύο χωρών, ανακύπτει το ερώτημα αν οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ καθώς και του κανονισμού 1612/68 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 1968 περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).γεννούν υποχρέωση των κρατών μελών για ίση μεταχείριση των υπηκόων τους και των τέκνων των διακινουμένων εργαζομένων που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.

    6 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d' Etat ανέστειλε τη διαδικασία για να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    "Πρέπει οι διατάξεις της Συνθήκης της Ρώμης της 25ης Μαρτίου 1957, ιδίως δε τα άρθρα 7, 48, 59, 60 και 128, να ερμηνευτούν υπό την έννοια ότι το ευεργέτημα των υποτροφιών για σπουδές που παρέχονται από ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επιφυλάσσεται μόνο στους υπηκόους άλλους κράτους μέλους, όπως ορίζει το άρθρο 4 της μορφωτικής συμφωνίας που συνάφθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1956 μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βελγίου;"

    7 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας υπόθεσης και οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνον καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

    8 Πρέπει, εκ προοιμίου, να υπογραμμιστεί ότι το τέκνο υπηκόου κράτους μέλους ο οποίος ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους έχει το ίδιο δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους αυτού δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 1612/68. Το τέκνο του διακινουμένου εργαζομένου, αφού αναλάβει τέτοιες μισθωτές δραστηριότητες, μπορεί να επικαλεστεί, ως εργαζόμενος υπήκοος άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας, τιςδιατάξεις της Συνθήκης και του κανονισμού 1612/68 περί ίσης μεταχείρισης μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών.

    9 Το εθνικό δικαστήριο δεν προσδιορίζει στη Διάταξή του περί παραπομπής αν η διδασκαλία της ρυθμικής, με την οποία ασχολείται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, αποτελούσε αληθινή και πραγματική δραστηριότητα κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου (ιδίως της απόφασης της 23ης Μαρτίου 1982 στην υπόθεση 53/81, Levin, Συλλογή 1982, σ. 1035). Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προβεί στις αναγκαίες πραγματικές διαπιστώσεις για να κρίνει αν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενη κατά την έννοια αυτής της νομολογίας και αν θα έχουν, επομένως, εφαρμογήν επ' αυτής οι διατάξεις περί εργαζομένων υπηκόων άλλων κρατών μελών της Κοινότητας.

    10 Το Δικαστήριο λαμβάνει το παραπάνω ως δεδομένο, αντιλαμβάνεται δε το προδικαστικό ερώτημα υπό την έννοια ότι αφορά το αν το κοινοτικό δίκαιο επιτρέπει στις αρχές κράτους μέλους να αρνηθούν το ευεργέτημα μιας υποτροφίας για σπουδές σε άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο πρώτο κράτος μέλος με μόνη αιτιολογία ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν είναι υπήκοός του.

    11 Πρέπει να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους απολαύει στο έδαφος άλλων κρατών μελών των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Η διάταξη αυτή συνεπάγεται ιδίως ότι ο εργαζόμενος αυτός δικαιούται με τις ίδιες προϋποθέσειςόπως και οι ημεδαποί εργαζόμενοι όλα τα πλεονεκτήματα που διευκολύνουν την απόκτηση επαγγελματικού προσόντος και την κοινωνική προαγωγή. Το Δικαστήριο κατέληξε, με την απόφασή τους της 21ης Ιουνίου 1988 (Lair, 39/86, Συλλογή 1988, σ. 3161), στο ότι ενίσχυση που καταβάλλεται για τη συντήρηση και την εκπαίδευση με σκοπό τη συνέχιση σπουδών για επαγγελματική τελειοποίηση συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 7, παράγραφος 2.

    12 Υπ' αυτό το πρίσμα, το προδικαστικό ερώτημα γεννά το πρόβλημα αν εργαζόμενος υπήκοος άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα για ίση μεταχείριση στο πλαίσιο της χορήγησης υποτροφιών δυνάμει διμερούς συμφωνίας μεταξύ δύο κρατών μελών που περιορίζει το ευεργέτημα των υποτροφιών αυτών στους υπηκόους των δύο αυτών κρατών.

    13 Η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίστηκε σχετικά ότι οι διμερείς μορφωτικές συμφωνίες, όπως η επίμαχη γερμανοβελγική συμφωνία της κύριας υπόθεσης, αποσκοπούν στην ανάπτυξη των μορφωτικών ανταλλαγών μεταξύ των δύο συμβαλλομένων κρατών και ότι οι ανταλλαγές αυτές εμπίπτουν στο μορφωτικό τομέα, στον οποίο δεν εφαρμόζεται η Συνθήκη. Ειδικότερα, η επιδίωξη νομίμων στόχων διμερούς συνεργασίας στον τομέα αυτό δεν διακυβεύεται από την εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου.

    14 Πρέπει να παρατηρηθεί ως προς το σημείο αυτό ότι, όπως εξηγεί η Διάταξη περί παραπομπής, η εν λόγω διμερής συμφωνία ρυθμίζει σύστημα υποτροφιών που παρέχουν στους υπηκόους του ενός από τα δύο κράτη τη δυνατότητα να σπουδάσουνστο άλλο κράτος. Επομένως, κατά το μέτρο που η πρόσβαση στο ευεργέτημα τέτοιων υποτροφιών διακυβεύει το δικαίωμα των εργαζομένων που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας για ίση μεταχείριση, δεν εμποδίζεται η εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το γεγονός ότι θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην εφαρμογή μιας μορφωτικής συμφωνίας μεταξύ δύο κρατών μελών.

    15 Η CGRΙ, καθής της κύριας δίκης, και η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίστηκαν ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 δεν επιβάλλει υποχρέωση στο κράτος μέλος υποδοχής παρά μόνον όσον αφορά την εκπαίδευση που παρέχεται στο έδαφός του. Η διάταξη αυτή δεν δεσμεύει καθόλου αυτό το κράτος μέλος αν η εν λόγω εκπαίδευση παρέχεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους.

    16 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, προβλέποντας ότι ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους απολαύει, στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, των ιδίων κοινωνικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους, θεσπίζει γενικό κανόνα που καθιστά κάθε κράτος μέλος υπεύθυνο στον κοινωνικό τομέα έναντι κάθε εργαζομένου που είναι υπήκοος άλλου κράτους μέλους και κατοικεί στο έδαφός του σε θέματα ίσης μεταχείρισης με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Επομένως, αν ένα κράτος μέλος παρέχει στους ημεδαπούς εργαζομένους τη δυνατότητα παρακολουθήσεως μαθημάτων που δίνονται εντός άλλου κράτους μέλους, η δυνατότητα αυτή πρέπει να επεκταθεί και στους εργαζομένους υπηκόους άλλων κρατών μελών της Κοινότητας που κατοικούν στο έδαφός του.

    17 Η CGRΙ υπογραμμίζει το γεγονός ότι εν προκειμένω οι υποτροφίες δεν χορηγούνται από τις βελγικές αρχές, αλλά από τις αρχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, βάσει πίνακα υποψηφίων τον οποίο καταρτίζει. Επομένως η επιβολή υποχρεώσεων στο κράτος μέλος αποδοχής - εν προκειμένω στο Βέλγιο - δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα στο μέτρο που οι αρχές του κράτους της εκπαίδευσης - εν προκειμένω της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας - δεσμεύονται εν πάση περιπτώσει από τις διατάξεις της διμερούς συμφωνίας που παρέχουν το ευεργέτημα υποτροφιών μόνο στους υπηκόους των δύο κρατών, την ιθαγένεια των οποίων δεν έχει η ενδιαφερομένη.

    18 Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε από την ιταλική κυβέρνηση, η οποία θεωρεί ότι οι αρχές του κράτους της εκπαίδευσης δεν μπορούν πλέον να αρνηθούν το σεβασμό της επιλογής των αρχών του κράτους υποδοχής, όταν η επιλογή αυτή, που πραγματοποιήθηκε δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 1612/68, αφορά εργαζόμενο υπήκοο άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας και όχι ημεδαπό. Πράγματι, εφόσον η διάταξη αυτή υποχρεώνει το κράτος μέλος υποδοχής να χορηγεί στους εργαζόμενους που είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας τα ίδια κοινωνικά πλεονεκτήματα με τους δικούς του υπηκόους, ένα άλλο κράτος μέλος δεν μπορεί να εμποδίσει το κράτος μέλος υποδοχής να τηρήσει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει το κοινοτικό δίκαιο.

    19 Η επιχειρηματολογία αυτή της ιταλική κυβερνήσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Κατά το άρθρο 5 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη. Αν, κατά συνέπεια, υπάρχει κίνδυνος η εφαρμογή διατάξεως κοινοτικού δικαίου να εμποδιστεί από μέτρο ληφθένστο πλαίσιο της εφαρμογής διμερούς συμβάσεως, που συνάφθηκε έστω και εκτός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης, κάθε κράτος μέλος υποχρεούται να διευκολύνει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και να συνδράμει, για το σκοπό αυτό, κάθε άλλο κράτος μέλος που υπέχει κάποια υποχρέωση δυνάμει του κοινοτικού δικαίου.

    20 Η γαλλική κυβέρνηση υποστήριξε ακόμη ότι η εν λόγω διμερής συμφωνία είναι προγενέστερη της θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης ΕΟΚ και ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να τροποποιήσουν μια τέτοια συμφωνία κατ' εφαρμογή του άρθρου 234 της Συνθήκης, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας εκφεύγει της αρμοδιότητας της Κοινότητας.

    21 Πρέπει να υπομνηστεί, σχετικά, ότι το άρθρο 234 της Συνθήκης αφορά συμβάσεις που συνάφθηκαν μεταξύ ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, αφενός, και ενός ή περισσοτέρων τρίτων χωρών, αφετέρου επομένως, δεν αφορά τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί αποκλειστικά μεταξύ κρατών μελών.

    22 Εξάλλου, από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε, ιδίως, την απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1962 στην υπόθεση 10/61, Ιταλία, Rec. 1960, σ. 5) προκύπτει ότι η Συνθήκη ΕΟΚ υπερέχει, στα θέματα που διέπει, των συνθηκών που έχουν συναφθεί, πριν από την έναρξη ισχύος της, μεταξύ των κρατών μελών.

    23 Στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο πρέπει, επομένως, να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στις αρχές ενός κράτους μέλους να αρνηθούν το ευεργέτημα της υποτροφίας για σπουδές σε άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο που κατοικεί καιασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, έχει όμως την ιθαγένεια τρίτου κράτους μέλους, με την αιτιολογία ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους της κατοικίας του. Διμερής συμφωνία που επιφυλάσσει το ευεργέτημα των εν λόγω υποτροφιών μόνο στους υπηκόους των δύο κρατών μελών, που είναι συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και εργαζομένων υπηκόων άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος ενός από τα δύο αυτά κράτη μέλη.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    24 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η γαλλική κυβέρνηση, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 16ης Ιουλίου 1987 το Conseil d' Etat του Βελγίου, αποφαίνεται:

    Το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει στις αρχές ενός κράτους μέλους να αρνηθούν το ευεργέτημα της υποτροφίας για σπουδές σε άλλο κράτος μέλος σε εργαζόμενο που κατοικεί και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος του πρώτου κράτους μέλους, έχει όμως την ιθαγένεια τρίτου κράτους μέλους, με την αιτιολογία ότι ο εργαζόμενος αυτός δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους της κατοικίας του. Διμερής συμφωνία που επιφυλάσσει το ευεργέτημα των εν λόγω υποτροφιών μόνο στους υπηκόους των δύο κρατών μελών, που είναι συμβαλλόμενα μέρη, δεν μπορεί να εμποδίσει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ημεδαπών εργαζομένων και εργαζομένων υπηκόων άλλου κράτους μέλους της Κοινότητας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος ενός από τα δύο αυτά κράτη μέλη.

    Επάνω