Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 61986CO0085

Διάταξη του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1986.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου των Διοικητών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Παραδεκτό.
Υπόθεση 85/86.

Συλλογή της Νομολογίας 1986 -02215

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:1986:292

ΔΙΆΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 3ης Ιουλίου 1986 ( *1 )

Στην υπόθεση 85/86,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Bernard Paulin και Hendrik van Lier, αντίστοιχα κύριο σύμβουλο και μέλος της νομικής της υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Γεώργιο Κρεμλή, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg,

αιτούσα,

κατά

Συμβουλίου των Διοικητών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων,

καθού,

που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της απόφασης των Διοικητών της Τράπεζας της 30ής Δεκεμβρίου 1985 σχετικά με τη λογιστική εγγραφή του παρακρατηθέντος από την Τράπεζα φόρου επί των αποδοχών και συντάξεων του προσωπικού της,

αποφαινόμενο επί της ενστάσεως απαραδέκτου που προβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 91 του κανονισμού διαδικασίας από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, εκπροσωπούμενη από τον Jörg Käser, Διευθυντή της Διεύθυνσης Νομικών Υποθέσεων, επικουρούμενο από τον Michel Waelbroeck, δικηγόρο Βρυξελλών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την προσωρινή έδρα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad-Adenauer,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Τ. Koopmans, U. Everling, Κ. Bahlmann και R. Joliét, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Ο. Due, Κ. Κακούρη, T. F. O'Higgins, F. Schockweiler και J. C. Moitinho de Almeida, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. F. Mancini

γραμματέας: Ρ. Heim

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

ΔΙΑΤΑΞΗ

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 21 Μαρτίου 1986, η Επιτροπή άσκησε, δυνάμει των άρθρων 180, στοιχείο β), και 173 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου των Διοικητών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων της 30ής Δεκεμβρίου σχετικά με τη λογιστική εγγραφή του παρακρατηθέντος από την Τράπεζα φόρου επί των αποδοχών και συντάξεων του προσωπικού της.

2

Με υπόμνημα της 17ης Απριλίου 1984, που κατατέθηκε επ' ονόματι της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ο εκπρόσωπος της οποίας ενήργησε κατ' εντολή του προέδρου της Επιτροπής Διευθύνσεώς της, η Τράπεζα προέβαλε ένσταση απαραδέκτου και ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 91 του κανονισμού διαδικασίας, να αποφανθεί το Δικαστήριο επί της ενστάσεως αυτής χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Προς το σκοπό αυτό, ισχυρίστηκε ότι το δικόγραφο της προσφυγής δεν πληροί ουσιώδεις προϋποθέσεις επιβαλλόμενες από το άρθρο 38, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας, δηλαδή τον προσδιορισμό του διαδίκου κατά του οποίου ασκείται η προσφυγή, καθόσον αναφέρει ως καθής την « Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων », ενώ η προβλεπόμενη από το άρθρο 180, στοιχείο β ), της Συνθήκης ΕΟΚ προσφυγή δεν μπορεί να ασκηθεί εγκύρως παρά μόνο κατά του Συμβουλίου των Διοικητών της Τράπεζας το οποίο εξέδωσε την απόφαση της οποίας ζητείται η ακύρωση.

3

Η Επιτροπή ζήτησε να γίνει τύποις δεκτή η προσφυγή παρατηρώντας ότι το γεγονός ότι στο δικόγραφο της προσφυγής αναφέρεται το νομικό πρόσωπο, ένα από τα όργανα του οποίου αποτελεί το Συμβούλιο των Διοικητών, δεν δημιούργησε καμία αβεβαιότητα ως προς το αντικείμενο της διαφοράς και ως προς τον εκδώσαντα την προσβαλλόμενη απόφαση, στοιχεία τα οποία αναφέρονται ρητώς στο δικόγραφο της προσφυγής. Η αναφορά αυτή επεξηγείται από το ιστορικό της διαφοράς και δεν έθιξε τα συμφέροντα του καθού.

4

Το άρθρο 91 του κανονισμού διαδικασίας ορίζει στην παράγραφο 3 ότι, εκτός αντιθέτου αποφάσεως του Δικαστηρίου, η διαδικασία επί της αιτήσεως που αναφέρει η παράγραφος 1 συνεχίζεται προφορικά, στη δε παράγραφο 4 προβλέπει ότι το Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως ή επιφυλάσσεται να αποφανθεί για την ουσία της υποθέσεως. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι από το περιεχόμενο των γραπτών υπομνημάτων προκύπτουν επαρκή στοιχεία και ότι πρέπει, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να τεθεί τέρμα στην αμφισβήτηση όσον αφορά το ζήτημα του ποιος είναι ο καθού πριν εισέλθει στην ουσία. Επομένως, πρέπει το Δικαστήριο να αποφανθεί με Διάταξη επί της ενστάσεως απαραδέκτου, χωρίς να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

5

Δυνάμει του άρθρου 180, στοιχείο β), της Συνθήκης ΕΟΚ, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο επί των διαφορών που αφορούν τις πράξεις του Συμβουλίου των Διοικητών της Τράπεζας, η δε προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από κάθε κράτος μέλος, την Επιτροπή ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας, σύμφωνα με το άρθρο 173. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί κατά του Συμβουλίου των Διοικητών της Τράπεζας, ως οργάνου αυτής, και όχι κατά της ίδιας της Τράπεζας.

6

Στην προκειμένη περίπτωση, καίτοι στο εισαγωγικό μέρος του δικογράφου αναφέρεται ως καθής η Τράπεζα, η προσφυγή ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 180, στοιχείο β ), της Συνθήκης ΕΟΚ και διευκρινίζει στο εισαγωγικό της μέρος ότι η προσφυγή έχει ως αντικείμενο « την ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου των Διοικητών της Τράπεζας ». Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν να διαπιστωθεί χωρίς καμιά αμφιβολία ότι η προσφυγή ασκήθηκε κατά του Συμβουλίου των Διοικητών ως οικείου οργάνου της Τράπεζας και ότι το δικόγραφό της πληροί τις επιταγές του άρθρου 38, παράγραφος 1, του κανονισμού διαδικασίας.

7

Επομένως, πρέπει το Δικαστήριο να δεχτεί τύποις την προσφυγή, επιφυλασσόμενο ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

διατάσσει:

 

1)

Δέχεται τύποις την προσφυγή.

 

2)

Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

 

Λουξεμβούργο, 3 Ιουλίου 1986.

Ο γραμματέας

Ρ. Heim

Ο πρόεδρος

Α. J. Mackenzie Stuart


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω