Choisissez les fonctionnalités expérimentales que vous souhaitez essayer

Ce document est extrait du site web EUR-Lex

Document 62017TJ0571(01)

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έβδομο πενταμελές τμήμα) της 21ης Ιουνίου 2023 (Αποσπάσματα).
UG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Καταγγελία της συμβάσεως – Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ – Επαγγελματική ανεπάρκεια – Συμπεριφορά στην υπηρεσία και στάση απέναντι στην εργασία ασυμβίβαστη με το συμφέρον της υπηρεσίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Δικαίωμα γονικής άδειας – Άρθρο 42α του ΚΥΚ – Εφαρμογή στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης των ελάχιστων απαιτήσεων των οδηγιών 2010/18/ΕΕ και 2002/14/ΕΚ – Άρθρα 27, 30 και 33 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση – Άρθρο 24β του ΚΥΚ – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απολύσεως – Παρεμπίπτουσα προσβολή οριστικών πράξεων – Απαράδεκτο – Αρχή της αναλογικότητας – Κατάχρηση εξουσίας – Ευθύνη.
Υπόθεση T-571/17 RENV.

Recueil – Recueil général – Partie «Informations sur les décisions non publiées»

Identifiant ECLI: ECLI:EU:T:2023:351

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Ιουνίου 2023 ( *1 )

«Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Καταγγελία της συμβάσεως – Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ – Επαγγελματική ανεπάρκεια – Συμπεριφορά στην υπηρεσία και στάση απέναντι στην εργασία ασυμβίβαστη με το συμφέρον της υπηρεσίας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Δικαίωμα γονικής άδειας – Άρθρο 42α του ΚΥΚ – Εφαρμογή στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης των ελάχιστων απαιτήσεων των οδηγιών 2010/18/ΕΕ και 2002/14/ΕΚ – Άρθρα 27, 30 και 33 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση – Άρθρο 24β του ΚΥΚ – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απολύσεως – Παρεμπίπτουσα προσβολή οριστικών πράξεων – Απαράδεκτο – Αρχή της αναλογικότητας – Κατάχρηση εξουσίας – Ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑571/17 RENV,

UG, εκπροσωπούμενη από τον M. Richard, δικηγόρο,

προσφεύγουσα‑ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Radu Bouyon,

καθής‑εναγομένης,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius (εισηγητή), I. Reine, L. Truchot (εισηγητή) και M. Sampol Pucurull, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 25ης Νοεμβρίου 2021, Επιτροπή κατά UG (C‑249/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:964),

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Οκτωβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση ( 1 )

1

Με την προσφυγή-αγωγή [στο εξής: προσφυγή] που στηρίζεται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα], UG, ζητεί, κατ’ ουσίαν, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 17ης Οκτωβρίου 2016 με την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατήγγειλε τη σύμβασή της ως συμβασιούχου υπαλλήλου (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) και, αφετέρου, την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που προβάλλει ότι υπέστη λόγω της αποφάσεως αυτής.

[παραλειπόμενα]

II. Αιτήματα των διαδίκων μετά την αναπομπή

20

Η προσφεύγουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, καθώς και όλες τις αποφάσεις στις οποίες αυτή στηρίχθηκε, και να επαναφέρει την κατάσταση που επικρατούσε πριν από τη διαδικασία απολύσεως που κινήθηκε με το έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016·

να διατάξει την επαναπρόσληψή της και την καταβολή των αποδοχών που της οφείλονται·

να ακυρώσει τις μισθολογικές κρατήσεις που εφάρμοσε η Επιτροπή από τον Αύγουστο του 2016·

να υποχρεώσει την Επιτροπή να της επιστρέψει το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 6818,81 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από τις ημερομηνίες εφαρμογής των μισθολογικών κρατήσεων·

να διαπιστώσει ότι δεν οφείλει τα επιπλέον ποσά που ζητεί η Επιτροπή·

να ακυρώσει τις αποφάσεις της Επιτροπής με τις οποίες κρίθηκαν ως αδικαιολόγητες οι απουσίες της 30ής και 31ης Μαΐου 2016,

να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση 40000 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της ταπεινωτικής και διακριτικής μεταχείρισης που της επιφυλάχθηκε ως αποτέλεσμα της συνδικαλιστικής της δραστηριότητας και της λήψης γονικής άδειας·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21

Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή·

να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

III. Σκεπτικό

Α. Επί της εκτάσεως της διαφοράς μετά την αναπομπή

22

Με τις παρατηρήσεις της που κατέθεσε μετά την έκδοση της αναιρετικής αποφάσεως, η προσφεύγουσα επανέλαβε όλα τα αιτήματα που εξέθετε στην προσφυγή της, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ζητούσαν την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που φέρεται ότι υπέστη, καθώς και εκείνων που αφορούσαν την επιστροφή των ποσών τα οποία θεωρούσε ότι η Επιτροπή παρανόμως παρακράτησε από τον μισθό της.

23

Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με την αρχική απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε οριστικά επί ορισμένων αιτημάτων της προσφεύγουσας.

24

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, CC κατά Κοινοβουλίου, C‑612/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:776, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25

Επομένως, μετά την ακύρωση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου από το Δικαστήριο και την αναπομπή της υποθέσεως στο Γενικό Δικαστήριο, το τελευταίο επιλαμβάνεται της υποθέσεως δυνάμει της αποφάσεως του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 215 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, και οφείλει να αποφανθεί εφ’ όλων των αιτημάτων του προσφεύγοντος, εξαιρουμένων εκείνων που κάλυψε το διατακτικό της αρχικής αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία δεν ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο και των λόγων που συνιστούν την αναγκαία βάση για το διατακτικό αυτό, δεδομένου ότι τα εν λόγω μέρη έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2021, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, T‑627/16 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:894, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Στην παρούσα υπόθεση, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 19 ανωτέρω, με την αναιρετική απόφαση το Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση, καθόσον, πρώτον, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 20 έως 44), δεύτερον, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά τρόπο παράνομο που μπορεί να θεμελιώνει ευθύνη της και κάλεσε τους διαδίκους να επιδιώξουν συμφωνία για τον καθορισμό δίκαιης χρηματικής αποζημιώσεως για την περιουσιακή ζημία (αναιρετική απόφαση, σκέψη 45) και, τρίτον, απέρριψε ως απαράδεκτο το μέρος των αιτημάτων της προσφεύγουσας που αφορούσε την ηθική της βλάβη (αναιρετική απόφαση, σκέψεις 55 έως 62).

27

Κατά συνέπεια, με εξαίρεση το σκεπτικό της πρωτόδικης αποφάσεως, στο οποίο το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί ελλείψεως νομιμότητας, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 26 ανωτέρω, και το οποίο αφορά τα αιτήματα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και περί αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη λόγω της αποφάσεως αυτής, η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη.

28

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά τρόπο οριστικό, κατ’ αρχάς, επί των αιτημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με την ακύρωση του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, της εκθέσεως αξιολογήσεως του 2015, των μισθολογικών κρατήσεων και των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή έκρινε ότι οι απουσίες της προσφεύγουσας από την εργασία της στις 30 και 31 Μαΐου 2016 ήταν αδικαιολόγητες, έπειτα, επί των αιτημάτων επαναπροσλήψεως της προσφεύγουσας στην υπηρεσία και επαναφοράς της στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από την έναρξη της διαδικασίας με το έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και, τέλος, επί των αιτημάτων να καταδικασθεί η Επιτροπή σε επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού και να διαπιστωθεί από το Γενικό Δικαστήριο ότι δεν οφείλονταν τα επιπλέον ποσά που αξίωσε η Επιτροπή.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει μόνον τα αιτήματα της προσφεύγουσας που σκοπούν, αφενός, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που η προσφεύγουσα προβάλλει ότι υπέστη από τη συγκεκριμένη απόφαση.

30

Επομένως, η απαίτηση της προσφεύγουσας να επανεξετασθεί, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, το σύνολο των αιτημάτων που μνημονεύονται στη σκέψη 20 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Β. Επί των αιτημάτων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

31

Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την προσφυγή, μολονότι το πρώτο μέρος των αιτημάτων έχει ως σκοπό τυπικά την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι στην πραγματικότητα σκοπεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

32

Προς στήριξη των αιτημάτων αυτών, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, επτά λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά έλλειψη αιτιολογίας, ο δεύτερος παράβαση του άρθρου 51 του ΚΥΚ και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, ο τρίτος πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά το δικαίωμα γονικής άδειας και το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση, ο τέταρτος διάφορα πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως και πλάνες περί τα πραγματικά περιστατικά, ο πέμπτος αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ο έκτος παράβαση της πειθαρχικής διαδικασίας που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΧ του ΚΥΚ και ο έβδομος κατάχρηση εξουσίας.

1.   Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αφορά έλλειψη αιτιολογίας

33

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι λόγοι που προβάλλονται στο έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι ασαφείς και αόριστοι, ιδίως οι λόγοι απολύσεως που αφορούν το έτος 2015, οι οποίοι εκτίθενται στη σελίδα 3, υπό στοιχεία a) έως f), και στη σελίδα 4, υπό στοιχείο i), του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, καθώς και οι λόγοι που εκτίθενται στη σελίδα 2, υπό στοιχεία c), e) και g), και στη σελίδα 5, υπό στοιχείο d), του ίδιου εγγράφου.

34

Η Επιτροπή αντικρούει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

35

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η απόφαση περί απολύσεως έκτακτου υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ, υπόκειται στις απαιτήσεις αιτιολογήσεως του άρθρου 25 του ΚΥΚ, σύμφωνα με τις οποίες «κάθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο» και «κάθε απόφαση σε βάρος υπαλλήλου πρέπει να είναι αιτιολογημένη» (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 2011, P κατά Κοινοβουλίου, T‑213/10 P, EU:T:2011:617, σκέψη 28, και της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) αιτιολογία των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει, αφενός, να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και, αφετέρου, να προκύπτει από αυτήν σαφώς και χωρίς περιθώριο αμφιβολίας η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατόν στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το σχετικό μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες της ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να προσδιορίζονται στην αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψεις 29 και 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα του σκοπού της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και όλων των στοιχείων που αναφέρονται στις σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω, η αιτιολογία μια αποφάσεως μπορεί να κριθεί είτε ως ελλείπουσα είτε ως ανεπαρκής.

38

Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση και από το έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, στο οποίο παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η Επιτροπή κατήγγειλε τη σύμβαση αορίστου χρόνου της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, του ΚΛΠ, επειδή το επίπεδο των επιδόσεών της και η συμπεριφορά της ήταν ασυμβίβαστα με τις απαιτήσεις της υπηρεσίας, καθόσον η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην εκπλήρωση των σκοπών και των καθηκόντων που της είχαν ανατεθεί, δεν προσπαθούσε ενεργά να βοηθήσει τους συναδέλφους της και δεν λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα της υπηρεσίας ούτε τα έθετε ως προτεραιότητα, με αρνητικές επιπτώσεις για τη συνέχεια και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσέφερε το CPE τόσο στα παιδιά όσο και στους γονείς τους.

39

Ειδικότερα, η AHCC επισήμανε περίπου είκοσι περιστάσεις που περιγράφονται λεπτομερώς στο έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, οι οποίες αφορούσαν τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά τα έτη 2013 έως 2016.

40

Κατά πρώτον, λοιπόν, όσον αφορά το 2013, η AHCC υπενθύμισε την έκθεση αξιολόγησης για το 2013 (στο εξής: έκθεση αξιολόγησης 2013), σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα, αφενός, είχε συμμετάσχει πολύ λίγο στις ομάδες εργασίας «Κουζίνα» και «Οργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων για τους γονείς» και, αφετέρου, είχε προγραμματίσει τις δραστηριότητές της σχετικά με τις εν λόγω ομάδες εργασίας κατά τις λεγόμενες «ευέλικτες» ώρες, κατά τις οποίες δεν απασχολούσε τα παιδιά, και ορισμένοι γονείς είχαν παραπονεθεί ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν παρούσα στην τάξη όταν έρχονταν να παραλάβουν τα παιδιά τους.

41

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το 2014, η AHCC παρέπεμψε στην έκθεση αξιολόγησης για το 2014 (στο εξής: έκθεση αξιολόγησης 2014), κατά την οποία οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η προσφεύγουσα προκειμένου να συνδυάσει την επαγγελματική και την προσωπική της ζωή και η μη συνεκτίμηση των συμφερόντων της υπηρεσίας κατά τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων που συνδέονταν με τα καθήκοντά της ως εκπροσώπου του προσωπικού είχαν αρνητικό αντίκτυπο στην ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας.

42

Πιο συγκεκριμένα, η AHCC επισήμανε τα εξής: πρώτον, το εσπευσμένο αίτημα της προσφεύγουσας της 24ης Απριλίου 2014 για να εργαστεί με πλήρες ωράριο, ενώ είχε προγραμματιστεί από την 1η Ιανουαρίου 2014 ότι θα εργαζόταν με μερική απασχόληση από την 1η Μαΐου 2014· δεύτερον, τις αδικαιολόγητες απουσίες της στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014· τρίτον, τις συνθήκες υπό τις οποίες η προσφεύγουσα είχε προγραμματίσει την απουσία της στις 2 Μαΐου 2014 και είχε ενημερώσει την υπηρεσία την ημέρα της απουσίας αυτής· τέταρτον, την αδικαιολόγητη απουσία της στις 18 Ιουνίου 2014· πέμπτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερώσει τους ιεραρχικά ανωτέρους της για την απουσία της στις 26 Φεβρουαρίου 2014, με την αιτιολογία ότι θα συμμετείχε σε συνδικαλιστική συνάντηση, μόλις την προηγούμενη ημέρα στις 17:26· έκτον, το γεγονός ότι, στις 9 Δεκεμβρίου 2014, ένας από τους συναδέλφους της προσφεύγουσας είχε διαμαρτυρηθεί για την έλλειψη συνεργασίας και επικοινωνίας μαζί του· έβδομον, τις περιστάσεις υπό τις οποίες η προσφεύγουσα είχε ενημερώσει τους ιεραρχικά ανωτέρους της για την απουσία της στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2014, με την αιτιολογία ότι θα συμμετείχε σε συνεδρίαση της ολομέλειας της CCP, μόλις την προηγούμενη ημέρα, στις 11 Δεκεμβρίου 2014, και δεν είχε γνωστοποιήσει την απουσία της στους συναδέλφους της με τους οποίους επρόκειτο να συνεργαστεί κατά τις ημέρες αυτές, και, όγδοον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα επικοινώνησε με τους ιεραρχικά ανωτέρους της, μόλις στις 22 Δεκεμβρίου 2014, προκειμένου να επιστρέψει στα καθήκοντά της με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, μετά την περίοδο ημιαπασχόλησης που της είχε χορηγηθεί για λόγους υγείας από τις 17 Νοεμβρίου έως τις 23 Δεκεμβρίου 2014.

43

Κατά τρίτον, όσον αφορά το 2015, η AHCC υπενθύμισε ότι, με βάση την έκθεση αξιολόγησης του 2015, το επίπεδο επιδόσεων της προσφεύγουσας κρίθηκε μη ικανοποιητικό.

44

Πιο συγκεκριμένα, η AHCC σημείωσε τα εξής: πρώτον, την ανεπαρκή ή ανύπαρκτη συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας των οποίων ήταν μέλος· δεύτερον, την έλλειψη ζήλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της ως «ευέλικτης» παιδαγωγού· τρίτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ενημερώσει τους ιεραρχικά ανωτέρους της σχετικά με την υλοποίηση του στόχου της οργάνωσης δραστηριοτήτων γιόγκα· τέταρτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε καταρτίσει πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων· πέμπτον, την έλλειψη συνέχειας στη φροντίδα της ομάδας παιδιών για την οποία ήταν υπεύθυνη η προσφεύγουσα· έκτον, τις δυσχέρειες που αντιμετώπισαν ορισμένοι συνάδελφοι κατά τη συνεργασία τους με την προσφεύγουσα· και, έβδομον, την έλλειψη επικοινωνίας της σχετικά με ορισμένες απουσίες της τον Ιούνιο του 2015.

45

Κατά τέταρτον, όσον αφορά το 2016, η AHCC υπενθύμισε τα τρία αντικείμενα που είχαν ανατεθεί στην προσφεύγουσα στην έκθεση αξιολόγησης του 2015, ήτοι, πρώτον, την κατάρτιση πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων, δεύτερον, τη μεγαλύτερη προσήλωση εκ μέρους της στην εκτέλεση των καθηκόντων των διαφόρων ομάδων εργασίας στις οποίες συμμετείχε ως υπεύθυνη επικοινωνίας ή αναπληρώτρια, μέσω της ολοκλήρωσης τεσσάρων συγκεκριμένων δράσεων («σύνταξη και διανομή τριών εφημερίδων του CPE», «τήρηση μηνιαίου πίνακα με σχόλια/προβλήματα που ανέκυψαν», «προτάσεις/σχεδιασμός για σωματικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών» και «σύνταξη ετήσιας έκθεσης για την ομάδα “Αθλητισμός”»), και, τρίτον, τον έγκαιρο προγραμματισμό της γονικής της άδειας προκειμένου να διευκολυνθεί η αντικατάστασή της και η ορθή οργάνωση της έναρξης του σχολικού έτους 2016/2017.

46

Κατά συνέπεια, η AHCC επισήμανε ότι, μολονότι η προσφεύγουσα γνώριζε τα αντικείμενα που παρατίθενται στη σκέψη 45 ανωτέρω από τις 5 Απριλίου 2016, δεν είχε διαπιστώσει καμία ένδειξη βελτίωσης των επιδόσεών της σε σχέση με τα εν λόγω αντικείμενα.

47

Στο πλαίσιο αυτό, η AHCC επισήμανε τη διατήρηση των δυσχερειών που μνημονεύονται στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2014 και του 2015, δηλαδή: πρώτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε καταρτίσει τον πίνακα των εκπαιδευτικών δράσεων, που αναφέρεται στη σκέψη 45 ανωτέρω, πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια στις 15 Ιουλίου 2016· δεύτερον, την έλλειψη ενεργού συμμετοχής της στις ομάδες εργασίας, όπως μαρτυρούν η απουσία μηνιαίας έκθεσης για θέματα που αφορούν τη συλλογική εστίαση στο CPE, η έλλειψη ενεργού συμμετοχής στην ομάδα εργασίας «Αθλητισμός», η παράλειψη σύνταξης ετήσιων εκθέσεων για τις ομάδες «Κουζίνα» και «Εφημερίδες του CPE» πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια και την αποστολή, τον Ιούλιο του 2016, ενός τεύχους της Εφημερίδας του CPE που αφορούσε τον Δεκέμβριο του 2015 και είχε τίτλο «Χριστούγεννα 2015» (στο εξής: εφημερίδα Χριστουγέννων 2015), το οποίο οι ιεραρχικά ανώτεροί της είχαν θεωρήσει ότι δεν ήταν πλέον σημαντικό· τρίτον, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε λάβει υπόψη, κατά την υποβολή της αιτήσεως για γονική άδεια στις 25 Απριλίου 2016, τις υποδείξεις της προϊσταμένης της μονάδας της με ημερομηνίες 18 Φεβρουαρίου και 21 Μαρτίου 2016, σύμφωνα με τις οποίες, αφενός, η άδεια κατά τον μήνα Σεπτέμβριο δεν ήταν επιθυμητή και, αφετέρου, η γονική άδεια στην αρχή του σχολικού έτους ήταν δυνατή μόνο για δύο ή τρεις μήνες· τέταρτον, την ελλιπή εκ μέρους της επικοινωνία με τους ιεραρχικά ανωτέρους και τους συναδέλφους της σχετικά με τις απουσίες της, ιδίως εκείνες της 28ης Ιανουαρίου και της 24ης Μαΐου 2016· και, πέμπτον, την αδικαιολόγητη απουσία της στις 30 και 31 Μαΐου 2016.

48

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε μετά την κοινοποίηση του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και, επομένως, σε πλαίσιο γνωστό στην προσφεύγουσα, εξέθεσε τόσο τις νομικές εκτιμήσεις όσο και επαρκή αριθμό πραγματικών περιστατικών που είχαν ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της εν λόγω αποφάσεως και παρείχαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να εκτιμήσει την ουσία και τη νομιμότητά της.

49

Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας ότι ορισμένοι από τους λόγους που μνημονεύονται στο έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, στο οποίο παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι αρκούντως ακριβείς, δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω το συμπέρασμα που εκτίθεται στη σκέψη 48 ανωτέρω.

50

Αφενός, πράγματι η έλλειψη αιτιολογίας μιας αποφάσεως οργάνου της Ένωσης μπορεί να διαπιστωθεί ακόμη και όταν η επίμαχη απόφαση περιέχει ορισμένα στοιχεία αιτιολογίας. Εντούτοις, τέτοια διαπίστωση χωρεί μόνον όταν η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική ή ακατανόητη ή όταν τα στοιχεία αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως είναι τόσο αποσπασματικά ώστε να μην παρέχουν καμία δυνατότητα στον αποδέκτη της, στο πλαίσιο της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, να κατανοήσει τη συλλογιστική του συντάκτη της (βλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά Di Bernardo, C‑114/19 P, EU:C:2020:457, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51

Εν προκειμένω, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι ούτε αντιφατική ούτε ακατανόητη και, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ορισμένα από τα στοιχεία της θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποσπασματικά, γεγονός παραμένει ότι αποκαλύπτει με σαφήνεια και απερίφραστο τρόπο τη συλλογιστική του συντάκτη της.

52

Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτιολογία μιας αποφάσεως συνίσταται στην επίσημη έκφραση του σκεπτικού στο οποίο βασίζεται η απόφαση αυτή. Εάν το σκεπτικό πάσχει σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της αποφάσεως, αλλά όχι αυτή καθεαυτήν την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής, μολονότι προβάλλει εσφαλμένους λόγους. Επομένως, οι αιτιάσεις και τα επιχειρήματα που σκοπούν την αμφισβήτηση του βασίμου μιας πράξης είναι αλυσιτελή στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογίας (βλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2022, Paesen κατά ΕΥΕΔ, T‑88/21, EU:T:2022:631, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει, στο πλαίσιο του παρόντος λόγου ακυρώσεως, το βάσιμο του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθεται στη σελίδα 2, στοιχεία c, e, και g, στη σελίδα 3, στοιχεία b και e, στη σελίδα 4, στοιχείο i, και στη σελίδα 5, στοιχείο d, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016.

54

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

[παραλειπόμενα]

2.   Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά πλάνη περί το δίκαιο σχετικά με το δικαίωμα γονικής άδειας και το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση

73

Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη.

74

Το πρώτο σκέλος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων που περιέχονται στη ρήτρα 5, παράγραφος 4, της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 18 Ιουνίου 2009 από τις ευρωπαϊκές διακλαδικές οργανώσεις των κοινωνικών εταίρων (BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC) (στο έξης: συμφωνία-πλαίσιο), όπως εφαρμόζεται με την οδηγία 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 2010, σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC και με την κατάργηση της οδηγίας 96/34/ΕΚ (ΕΕ 2010, L 68, σ. 13).

75

Το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως αφορά, κατ’ ουσίαν, αφενός, πλάνη περί το δίκαιο που προκύπτει από την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, για τη θέσπιση γενικού πλαισίου ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εργαζομένους στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ 2002, L 80, σ. 29), και, αφετέρου, παραβίαση της απαγόρευσης του αδικήματος της παρακωλύσεως.

α)   Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά παράβαση του άρθρου 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου

76

Στο σκέλος αυτό προβάλλονται δύο αιτιάσεις με τις οποίες υποστηρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παρέβη τις σχετικές διατάξεις, αφενός, λόγω της απολύσεως της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της γονικής άδειας και, αφετέρου, λόγω της αιτήσεώς της για γονική άδεια.

1) Επί της συνεκτιμήσεως των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου κατά την ερμηνεία του άρθρου 42α του ΚΥΚ

77

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 42α, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, κατά τη διάρκεια της γονικής άδειας, ο υπάλληλος «διατηρεί τη θέση του».

78

Επιπλέον, το άρθρο 16 του ΚΛΠ προβλέπει ότι το άρθρο 42α του ΚΥΚ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους έκτακτους υπαλλήλους και ότι η γονική άδεια δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τη διάρκεια της σύμβασης. Το άρθρο 91 του ΚΛΠ προβλέπει ότι το άρθρο 16 του ΚΛΠ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

79

Εξάλλου, ο σκοπός της οδηγίας 2010/18, όπως μνημονεύεται στο άρθρο 1, είναι η εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου.

80

Πράγματι, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δεσμευτικός χαρακτήρας οδηγίας, όπως η οδηγία 2010/18, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επικλήσεώς της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υφίσταται μόνον έναντι «κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται» (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Portgás, C‑425/12, EU:C:2013:829, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81

Ωστόσο, αφενός, το άρθρο 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφος 4, του ΚΛΠ, προβλέπει ότι «[σ]τους εν ενεργεία υπαλλήλους παρέχονται συνθήκες εργασίας, οι οποίες πληρούν κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας, ισοδύναμα τουλάχιστον με τις ελάχιστες απαιτήσεις που εφαρμόζονται στο πλαίσιο μέτρων που έχουν θεσπισθεί στους τομείς αυτούς σύμφωνα με τις Συνθήκες». Αφετέρου, σύμφωνα με γενική ερμηνευτική αρχή, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου και, μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις του Χάρτη (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, C‑358/16, UBS Europe κ.λπ., EU:C:2018:715, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ευνοήσει μια ερμηνεία των διατάξεων του ΚΥΚ που να τις καθιστά σύμφωνες προς το δικαίωμα ετήσιας άδειας το οποίο αποτελεί αρχή του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης κατοχυρωμένη ρητώς στον Χάρτη και να επιτρέπει την ενσωμάτωση στον ΚΥΚ της ουσίας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ως κανόνων ελάχιστης προστασίας οι οποίοι, εν ανάγκη, συμπληρώνουν άλλες διατάξεις του ΚΥΚ (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Επανεξέταση Επιτροπή κατά Strack, C‑579/12 RX-II, EU:C:2013:570, σκέψη 46).

83

Αφενός, άλλωστε, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις του απευθύνονται, μεταξύ άλλων, στα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα οποία υποχρεούνται κατά συνέπεια να σέβονται τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από αυτόν. Αφετέρου, δεδομένου ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη έχει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ, την ίδια νομική αξία με τις διατάξεις των Συνθηκών, η τήρησή του επιβάλλεται στον νομοθέτη της Ένωσης ιδίως όταν αυτός εκδίδει πράξη όπως ο ΚΥΚ, δυνάμει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 110 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84

Ωστόσο, με σκοπό τη διευκόλυνση του συμβιβασμού των επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων των εργαζόμενων γονέων, το δικαίωμα στη γονική άδεια συμπεριλήφθηκε στο άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη, μεταξύ των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων που ομαδοποιούνται στον τίτλο IV αυτού που επιγράφεται «Αλληλεγγύη». Η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι, για να μπορεί να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή, κάθε πρόσωπο δικαιούται, μεταξύ άλλων, γονική άδεια μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Μαϊστρέλλης,C‑222/14, EU:C:2015:473, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

85

Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17, στο εξής: επεξηγήσεις), οι οποίες, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και του άρθρου 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία του τελευταίου, το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την ETUC (ΕΕ 1996, L 145, σ. 4), η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2010/18.

86

Συνεπώς, από τις επεξηγήσεις προκύπτει, όσον αφορά το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Χάρτη, ότι η παραπομπή τους στην οδηγία 96/34 και, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οδηγία 2010/18, αφορά τις διατάξεις της οδηγίας που αντικατοπτρίζουν και εξειδικεύουν το θεμελιώδες δικαίωμα γονικής άδειας που κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη του Χάρτη.

87

Τούτο ισχύει στην περίπτωση της διατάξεως που σκοπεί την προστασία των εργαζομένων από την απόλυση λόγω αιτήσεως ή λήψεως γονικής άδειας, η οποία πρέπει, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, να νοηθεί ως απηχούσα το ιδιαίτερης σημασίας κοινωνικό δίκαιο της Ένωσης [πρβλ. αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Lyreco Belgium, C‑588/12, EU:C:2014:99, σκέψη 36, και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Caisse pour l’avenir des enfants (Απασχόληση κατά τη γέννηση), C‑129/20, EU:C:2021:140, σκέψη 44].

88

Συνεπώς, οι ελάχιστες απαιτήσεις της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου, στο μέτρο που εγγυώνται σε κάθε εργαζόμενο προστασία έναντι δυσμενέστερης μεταχείρισης ή απολύσεως λόγω αίτησης ή λήψης γονικής άδειας, πρέπει να θεωρηθούν αναπόσπαστο μέρος του ΚΥΚ και, με την επιφύλαξη των ευνοϊκότερων διατάξεων που περιέχονται σε αυτόν, πρέπει να εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2020, Επιτροπή και Συμβούλιο κατά Carreras Sequeros κ.λπ., C‑119/19 P και C‑126/19 P, EU:C:2020:676, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89

Η προσφεύγουσα, λοιπόν, μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη τη ρήτρα 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας‑πλαισίου, όπως εφαρμόζεται με την οδηγία 2010/18, κατά την ερμηνεία του άρθρου 42α του ΚΥΚ στο πλαίσιο εξέτασης των δύο αιτιάσεων του παρόντος σκέλους.

2) Επί του βασίμου της πρώτης αιτιάσεως

90

Η προσφεύγουσα διατείνεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, απολύοντάς την κατά τη διάρκεια της γονικής της άδειας, παρέβη το άρθρο 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου.

91

Η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας και υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η εν λόγω αιτίαση είναι απαράδεκτη.

92

Προκαταρκτικώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου, για τον λόγο ότι η AHCC εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη διάρκεια της γονικής της άδειας, και όχι για τον λόγο ότι η απόφαση αυτή τέθηκε σε ισχύ κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η προσφεύγουσα βρισκόταν σε γονική άδεια, καθόσον, στην τελευταία περίπτωση, η έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της άδειας αυτής.

93

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει μόνο να εξακριβώσει κατά πόσον η AHCC μπορούσε, χωρίς να παραβεί το άρθρο 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου, να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση σε χρόνο κατά τον οποίο η προσφεύγουσα βρισκόταν ήδη σε γονική άδεια, χωρίς να περιμένει την επάνοδό της στην ενεργό υπηρεσία. Προς τούτο, πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το γράμμα του άρθρου 42α του ΚΥΚ, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (πρβλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, TC Medical Air Ambulance Agency, C‑633/20, EU:C:2022:733, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94

Κατά πρώτον, πράγματι το γράμμα του άρθρου 42α του ΚΥΚ επιβάλλει στην AHCC να διατηρεί τη θέση του υπαλλήλου που βρίσκεται σε γονική άδεια κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής.

95

Σύμφωνα δε με το άρθρο 1α του ΚΥΚ, οι υπάλληλοι διορίζονται σε μόνιμη θέση σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτως ώστε, μετά το πέρας της περιόδου γονικής άδειας, ο υπάλληλος που λαμβάνει την άδεια αυτή να δικαιούται, κατ’ αρχήν, να επιστρέψει στη θέση του.

96

Ωστόσο, στην περίπτωση της γονικής άδειας που χορηγείται σε συμβασιούχο υπάλληλο ο οποίος, βάσει του άρθρου 3α του ΚΛΠ, δεν καταλαμβάνει θέση που προβλέπεται στον πίνακα προσωπικού που επισυνάπτεται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αφορά το οικείο όργανο, ο όρος «θέση» του άρθρου 42α του ΚΥΚ αναφέρεται αναγκαστικά στα καθήκοντα μερικής ή πλήρους απασχόλησης για τα οποία είχε προσληφθεί ο εν λόγω υπάλληλος.

97

Πάντως, το γράμμα του άρθρου 42α του ΚΥΚ δεν κωλύει την αρμόδια αρχή να εκδώσει απόφαση απολύσεως υπαλλήλου ή καταγγελίας της συμβάσεως συμβασιούχου ή έκτακτου υπαλλήλου, μολονότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος, κατά την ημερομηνία της σχετικής αποφάσεως, βρίσκεται σε γονική άδεια και θα επέστρεφε, κατ’ αρχήν, στη θέση ή στα καθήκοντά του κατά τη λήξη της άδειας αυτής.

98

Κατά δεύτερον, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 42α του ΚΥΚ, και ιδίως από τις διατάξεις του ΚΥΚ και του ΚΛΠ σχετικά με τον τρόπο οριστικής λήξης των καθηκόντων.

99

Πρώτον, το άρθρο 47 του ΚΥΚ, το οποίο καθορίζει τις διάφορες περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να λήξουν τα καθήκοντα των υπαλλήλων, δεν προβλέπει καμία επιφύλαξη ή παρέκκλιση σχετικά με την τοποθέτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου σε γονική άδεια. Το ίδιο ισχύει για το άρθρο 51, σχετικά με την αντιμετώπιση της επαγγελματικής ανεπάρκειας, και για το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ του παραρτήματος ΙΧ του ΚΥΚ, σχετικά με την απόλυση για πειθαρχικούς λόγους.

100

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 47 του ΚΛΠ, το οποίο αφορά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης των εκτάκτων υπαλλήλων και εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει του άρθρου 119, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ.

101

Κατ’ αρχάς, το άρθρο 47 του ΚΛΠ δεν προβλέπει καμία επιφύλαξη ή παρέκκλιση σχετικά με την τοποθέτηση του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου σε γονική άδεια.

102

Ακολούθως, τόσο το άρθρο 47, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του ΚΛΠ, όσον αφορά την καταγγελία συμβάσεων ορισμένου χρόνου, όσο και το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ, που αφορά την καταγγελία συμβάσεων αορίστου χρόνου, προβλέπουν ότι η προθεσμία προειδοποίησης δεν μπορεί να αρχίσει και αναστέλλεται κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης που βεβαιώνεται με ιατρικό πιστοποιητικό ή κατά τη διάρκεια άδειας μητρότητας ή αναρρωτικής άδειας, υπό την προϋπόθεση ότι η τελευταία δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες.

103

Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές δεν απαγορεύουν την έκδοση αποφάσεως καταγγελίας της συμβάσεως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας ή της αναρρωτικής άδειας, αλλά καθορίζουν τους όρους της προειδοποίησης στους οποίους υπόκειται η καταγγελία αυτή (πρβλ. απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2019, WN κατά Κοινοβουλίου, T‑431/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:781, σκέψη 114).

104

Η γονική άδεια όμως δεν αποτελεί έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 47 του ΚΛΠ για την αναστολή της προβλεπόμενης στη σύμβαση προθεσμίας προειδοποίησης, κατά τη λήξη της οποίας ο έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να απολυθεί.

105

Ως εκ τούτου, αφενός, η AHCC μπορεί να εκδώσει απόφαση καταγγελίας της συμβάσεως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της γονικής άδειας την οποία λαμβάνει ο εν λόγω υπάλληλος, ιδίως για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας και, αφετέρου, η προβλεπόμενη στη σύμβαση προθεσμία προειδοποίησης δεν εμποδίζεται ούτε αναστέλλεται από το γεγονός ότι ο υπάλληλος βρίσκεται σε γονική άδεια.

106

Κατά τρίτον, η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τον σκοπό του άρθρου 42α του ΚΥΚ, όπως αυτός απορρέει από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1).

107

Με την έκδοση του κανονισμού 723/2004, με τον οποίο επεκτείνεται το θεμελιώδες δικαίωμα γονικής άδειας στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, ο νομοθέτης της Ένωσης επεδίωξε να προσαρμόσει τον ΚΥΚ στις σημαντικές προόδους και τις καινοτομίες στην κοινωνία από την αρχική έκδοση του ΚΥΚ και του ΚΛΠ το 1962, σεβόμενος παράλληλα τη διοικητική φιλοσοφία και παράδοση της Ένωσης που στηρίζεται στην αρχή της παροχής υπηρεσιών στον πολίτη (αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 723/2004).

108

Επομένως, κατά την αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 723/2004, η Ένωση θα πρέπει να διαθέτει υψηλής ποιότητας ευρωπαϊκή δημόσια διοίκηση, η οποία να είναι ικανή να επιτελεί τα καθήκοντά της με βάση τα υψηλότερα δυνατά πρότυπα σύμφωνα με τις Συνθήκες. Το θεμελιώδες δικαίωμα γονικής άδειας που απολαμβάνουν οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης πρέπει να συμβιβάζεται με τον εν λόγω στόχο.

109

Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών αυτών, το θεμελιώδες δικαίωμα γονικής άδειας που μπορεί να απολαμβάνει ένας υπάλληλος ή άλλο μέλος του προσωπικού δεν μπορεί να καθυστερήσει την απόφαση απολύσεως του εν λόγω υπαλλήλου ή άλλου μέλους του προσωπικού, όταν η αρμόδια αρχή διαθέτει επαρκή στοιχεία για την επαγγελματική του ανεπάρκεια ή για σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα εκ μέρους του.

110

Κατά τέταρτον και τελευταίο, σύμφωνα με τις σκέψεις 79 έως 89 ανωτέρω, το άρθρο 42α του ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου, όπως κατέστη εφαρμοστέα με την οδηγία 2010/18.

111

Συναφώς, από τη νομολογία σχετικά με τη ρήτρα 2, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη στις 14 Δεκεμβρίου 1995 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 96/34, η οποία αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στη ρήτρα 5, σημείο 4, της συμφωνίας-πλαισίου, προκύπτει ότι για να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι θα μπορούν πράγματι να ασκούν αυτό το δικαίωμα γονικής άδειας, η εν λόγω ρήτρα επιβάλλει τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία των εργαζομένων από τις απολύσεις εξαιτίας της αίτησης ή της λήψης γονικής άδειας (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Lyreco Belgium, C‑588/12, EU:C:2014:99, σκέψη 34).

112

Κατά συνέπεια, η ρήτρα 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου δεν έχει ούτε ως σκοπό ούτε ως αποτέλεσμα να απαγορεύει στον εργοδότη να αποφασίσει την απόλυση εργαζομένου, μολονότι, κατά την ημερομηνία της εν λόγω αποφάσεως, ο εργαζόμενος βρίσκεται σε γονική άδεια, υπό την προϋπόθεση ότι η απόλυση δεν οφείλεται στην αίτηση ή τη λήψη της εν λόγω άδειας και ότι τηρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται από το εφαρμοστέο δίκαιο ή κανονισμό.

113

Επομένως, από τις σκέψεις 93 έως 112 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλλει παράβαση του άρθρου 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου, για τον λόγο ότι η AHCC εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση σε χρόνο κατά τον οποίο η ίδια βρισκόταν σε γονική άδεια.

114

Ως εκ τούτου, παρέλκει η εξέταση του λόγου απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή και η πρώτη αιτίαση του σκέλους αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαΐου 2022, TK κατά Επιτροπής, T‑435/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:303, σκέψη 42).

3) Επί του βασίμου της δεύτερης αιτιάσεως

115

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, απολύοντάς την λόγω της αιτήσεώς της για γονική άδεια, παρέβη το άρθρο 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου.

116

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

117

Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η διατύπωση του άρθρου 42α του ΚΥΚ δεν απαγορεύει στην αρμόδια αρχή να απολύσει υπάλληλο ή λοιπό προσωπικό με την αιτιολογία ότι έχει ζητηθεί ή ληφθεί γονική άδεια. Ωστόσο, από τις σκέψεις 79 έως 89 ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων που προβλέπει η ρήτρα 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου.

118

Όπως προκύπτει από το πρώτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου και από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2010/18, η εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο αποτελεί δέσμευση των κοινωνικών εταίρων, εκπροσωπούμενων από τις διακλαδικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα, να θεσπίσουν, μέσω ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με τη γονική άδεια, μέτρα που σκοπούν τον αρμονικό συνδυασμό επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων και την προώθηση της ισότητας ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών (πρβλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, H., C‑174/16, EU:C:2017:637, σκέψεις 29 και 30).

119

Συνεπώς, οι σκοποί που επιδιώκει η συμφωνία-πλαίσιο συνδέονται με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και την ύπαρξη επαρκούς κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων, οι οποίοι, όπως προκύπτει από το άρθρο 151 ΣΛΕΕ, συγκαταλέγονται στους σκοπούς που επιδιώκει η κοινωνική πολιτική της Ένωσης (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, H., C‑174/16, EU:C:2017:637, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120

Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμά τους στη γονική άδεια, η ρήτρα 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου απαιτεί να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για την προστασία των εργαζομένων, ιδίως από την απόλυση λόγω αίτησης ή λήψης γονικής άδειας, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Lyreco Belgium,C‑588/12, EU:C:2014:99, σκέψη 34).

121

Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει η συμφωνία-πλαίσιο, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 118 ανωτέρω, η ρήτρα 5, παράγραφος 4, έχει την έννοια ότι αποτυπώνει ένα κοινωνικό δικαίωμα της Ένωσης ιδιαίτερης σημασίας, οπότε η ρήτρα αυτή δεν μπορεί να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, C‑588/12, Lyreco Belgium,EU:C:2014:99, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122

Κατά δεύτερον, οι διατάξεις του άρθρου 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων απαιτήσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας‑πλαισίου, απαγορεύουν στην αρμόδια αρχή να απολύει για λόγους ανεπάρκειας υπάλληλο ή λοιπό προσωπικό λόγω αιτήσεως για γονική άδεια, ιδίως για λόγους που άπτονται των ημερομηνιών έναρξης και λήξης της περιόδου της άδειας αυτής ή της διάρκειας της άδειας που ζητείται με την εν λόγω αίτηση.

123

Πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατ’ εφαρμογή τόσο των διατάξεων της συμφωνίας-πλαισίου όσο και των διατάξεων του άρθρου 42α του ΚΥΚ, το δικαίωμα γονικής άδειας καθορίζεται από ελάχιστη διάρκεια και από χρονικό όριο που συνδέεται με την ηλικία του παιδιού για το οποίο ζητείται η άδεια. Επομένως, αίτηση για τη χορήγηση τέτοιας άδειας περιλαμβάνει οπωσδήποτε λεπτομέρειες σχετικά με τις ημερομηνίες και τη διάρκεια της άδειας που επιθυμεί ο αιτών.

124

Εξάλλου, οι λεπτομέρειες αυτές όσον αφορά τις ημερομηνίες και τη διάρκεια της γονικής άδειας παρέχουν τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διαπιστώσει κατά πόσον η λήψη της συγκεκριμένης άδειας συμβιβάζεται με τις ανάγκες του οργανισμού στον οποίο απασχολείται ο αιτών.

125

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τη ρήτρα 3, παράγραφος 2, της συμφωνίας-πλαισίου, σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος έχει προθεσμία να ενημερώσει τον εργοδότη όχι μόνο για την πρόθεσή του να ασκήσει το δικαίωμά του για γονική άδεια, αλλά και για τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της άδειας, ενώ η διάρκεια της εν λόγω προθεσμίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα τόσο των εργαζομένων όσο και των εργοδοτών.

126

Τρίτον, πρακτική βάσει της οποίας εργαζόμενος θα μπορούσε να απολυθεί, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιμετώπισης της επαγγελματικής ανεπάρκειας, με την αιτιολογία ότι η αίτηση για γονική άδεια που υπέβαλε δεν ανταποκρίνεται στις υποδείξεις που είχε προηγουμένως καθορίσει ο εργοδότης, θα ήταν πιθανό να αποθαρρύνει τον εργαζόμενο να ζητήσει τέτοια άδεια και θα ήταν ευθέως αντίθετη προς τον σκοπό της συμφωνίας-πλαισίου, ένας από τους στόχους της οποίας είναι ο καλύτερος συνδυασμός της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC, C‑486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

127

Εν προκειμένω, επιβάλλεται να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην αίτηση γονικής άδειας που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 25 Απριλίου 2016.

128

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επαναλαμβάνει όλο το σκεπτικό που αναπτύσσεται στο έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, συμπεριλαμβανομένου του λόγου που αναφέρεται στη σελίδα 4, στοιχείο c, του εγγράφου αυτού, όπου η AHCC διαπίστωσε, όσον αφορά την εξακολούθηση των δυσχερειών που μνημονεύονται, μεταξύ άλλων, στην έκθεση αξιολόγησης του 2015, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε λάβει υπόψη, στην από 25 Απριλίου 2016 αίτησή της για γονική άδεια, τις υποδείξεις του προϊσταμένου της μονάδας της με ημερομηνίες 18 Φεβρουαρίου και 21 Μαρτίου 2016. Σύμφωνα με τις υποδείξεις αυτές, αφενός, η άδεια κατά τον μήνα Σεπτέμβριο δεν ήταν επιθυμητή και, αφετέρου, η γονική άδεια κατά την έναρξη του σχολικού έτους ήταν δυνατή μόνο για δύο ή τρεις μήνες.

129

Βεβαίως, στην έκθεση αξιολόγησης του 2015, η AHCC έθεσε στην προσφεύγουσα ως στόχο, για το 2016, να προγραμματίσει τη γονική της άδεια αρκετά νωρίτερα, ώστε να διευκολυνθεί η αντικατάστασή της και η ομαλή οργάνωση της έναρξης του σχολικού έτους 2016/2017.

130

Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 34 της αναιρετικής αποφάσεως, από το έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει σαφώς ότι η κριτική της AHCC για τη γονική άδεια της προσφεύγουσας δεν αφορούσε την απουσία επαρκούς προηγούμενου προγραμματισμού της εν λόγω άδειας, αλλά τις ημερομηνίες που επιλέχθηκαν για αυτήν.

131

Από το σκεπτικό του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ότι, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στη συνολική διαπίστωση της επαγγελματικής ανεπάρκειας της προσφεύγουσας, η ίδια η διαπίστωση στηρίζεται σε σειρά λόγων, μεταξύ των οποίων, στη σελίδα 4, στοιχείο c, του εγγράφου, το γεγονός ότι οι ημερομηνίες της γονικής άδειας που αναφέρονται στην αίτηση της προσφεύγουσας της 25ης Απριλίου 2016 δεν ήταν σύμφωνες με τις γενόμενες υποδείξεις της προϊσταμένης της μονάδας της στις 18 Φεβρουαρίου και στις 21 Μαρτίου 2016.

132

Συνεπώς, φαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται εν μέρει στην αίτηση γονικής άδειας που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 25 Απριλίου 2016.

133

Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο λόγος που μνημονεύεται στη σελίδα 4, στοιχείο c, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 πρέπει να εκληφθεί ως μομφή προς την προσφεύγουσα λόγω ανεπαρκούς επικοινωνίας εκ μέρους της όσον αφορά ζήτημα σημαντικό για τους ανωτέρους της.

134

Συναφώς, πρώτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ενημέρωσε τον προϊστάμενό της, ήδη από τις 21 Μαρτίου 2016, κατά τη συζήτηση που προηγήθηκε της εγκρίσεως της έκθεσης αξιολόγησης του 2015, για την πρόθεσή της να υποβάλει αίτηση γονικής άδειας εντός του 2016.

135

Πράγματι, από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προϊσταμένης της μονάδας με ημερομηνία 26 Μαΐου 2016 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της ετήσιας αυτής συζήτησης, τέθηκε το ενδεχόμενο να λάβει η προσφεύγουσα ολιγόμηνη γονική άδεια κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2016/2017 και η προϊσταμένη της μονάδας διευκρίνισε ότι ήταν προτιμότερο, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, η γονική άδεια της προσφεύγουσας να εκτείνεται σε διάστημα δύο έως τριών μηνών, εάν αφορούσε την έναρξη του σχολικού έτους. Τέτοια προσέγγιση θα επέτρεπε σε έναν αναπληρωτή εκπαιδευτικό να εμπεδώσει τη σταθερότητα και την ταχύτητα στην ομάδα, προκειμένου να διευκολύνει την επανένταξη της προσφεύγουσας στα καθήκοντά της αργότερα κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους.

136

Στη συνέχεια, στις 25 Απριλίου 2016, λιγότερο από ένα μήνα μετά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης του 2015, στην οποία η προσφεύγουσα κλήθηκε να προγραμματίσει τη γονική της άδεια αρκετά νωρίτερα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για γονική άδεια για το διάστημα από 15 Ιουνίου έως 15 Σεπτεμβρίου 2016.

137

Δεύτερον, δεν αμφισβητείται ότι στις 20 Μαΐου 2016, σχεδόν ένα μήνα μετά την υποβολή της αίτησης της προσφεύγουσας για γονική άδεια, η προϊσταμένη της μονάδας απέρριψε εν μέρει την εν λόγω αίτηση, κατά το μέρος που αφορούσε την περίοδο από 15 Ιουνίου έως 14 Ιουλίου 2016.

138

Στις 25 Μαΐου 2016, η προσφεύγουσα, η οποία στο μεταξύ είχε ζητήσει παράταση της γονικής της άδειας, επανέλαβε το αίτημά της για τη χορήγηση γονικής άδειας για την περίοδο από 1 έως 15 Ιουλίου 2016.

139

Τέλος, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 26ης Μαΐου 2016, η ιεραρχικά ανώτερη της προσφεύγουσας δέχθηκε την παράταση της γονικής άδειας της προσφεύγουσας έως τις 14 Νοεμβρίου 2016, επιμένοντας στην άρνησή της να της χορηγήσει γονική άδεια για το χρονικό διάστημα από 1 έως 15 Ιουλίου 2016, με την αιτιολογία, πρώτον, της καθυστερημένης υποβολής της αιτήσεώς της και, δεύτερον, του προγραμματισμού των αδειών των συναδέλφων της. Πιο συγκεκριμένα, η ιεραρχικά ανώτερη της προσφεύγουσας διευκρίνισε ότι θα έπρεπε να απορρίψει άλλες αιτήσεις για χορήγηση άδειας για το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου του 2016, διότι η περίοδος αυτή ήταν επιβαρυμένη όσον αφορά τον αριθμό των εγγεγραμμένων παιδιών και δεν υπήρχε αρκετό μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό για να διασφαλιστεί η φροντίδα των παιδιών υπό καθεστώς πλήρους ασφάλειας.

140

Επομένως, μολονότι από τις περιστάσεις της υποθέσεως, όπως αναφέρονται στις σκέψεις 134 έως 139 ανωτέρω, προκύπτει ότι η αρχική αίτηση γονικής άδειας που υπέβαλε η προσφεύγουσα συνεπαγόταν την απουσία της από την υπηρεσία κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου και όχι για περίοδο δύο ή τριών μηνών από την έναρξη του σχολικού έτους, όπως επιθυμούσε η προϊσταμένη της μονάδας, δεν προκύπτει, παρ’ όλα αυτά, ότι εξαιτίας της προσφεύγουσας υπήρξε ελλιπή επικοινωνία με την προϊσταμένη της μονάδας της κατά την υποβολή της αιτήσεώς της για γονική άδεια.

141

Εντούτοις, από τις περιστάσεις αυτές και τη χρονολογική τους σειρά προκύπτει ότι η AHCC έκρινε ότι η μη συμμόρφωση προς τις υποδείξεις της προϊσταμένης της μονάδας σχετικά με τη γονική άδεια της προσφεύγουσας ήταν ενδεικτική της μη συνεκτιμήσεως εκ μέρους της των αναγκών της υπηρεσίας και συνιστούσε συμπεριφορά που μπορούσε να ληφθεί υπόψη, από κοινού με άλλους παράγοντες, και να οδηγήσει σε απόλυση λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας.

142

Μολονότι η AHCC μπορούσε να απορρίψει την αίτηση της προσφεύγουσας για γονική άδεια με την αιτιολογία ότι οι ζητούμενες ημερομηνίες για τη διάρκεια της άδειας αυτής δεν συμβιβάζονταν με τις ανάγκες της υπηρεσίας, η AHCC δεν ήταν δυνατόν να επικαλεστεί τις ημερομηνίες της γονικής άδειας που ζήτησε η προσφεύγουσα στις 25 Απριλίου 2016 ως έναν από τους λόγους απολύσεως λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, χωρίς να παραβεί τις διατάξεις του άρθρου 42α του ΚΥΚ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των ελάχιστων προϋποθέσεων της ρήτρας 5, παράγραφος 4, της συμφωνίας-πλαισίου, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα του υπαλλήλου ή του λοιπού προσωπικού να ζητήσει γονική άδεια.

143

Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση του σκέλους αυτού πρέπει να γίνει δεκτή.

144

Ωστόσο, η έλλειψη νομιμότητας που διαπιστώνεται στη σκέψη 142 ανωτέρω δεν μπορεί, από μόνη της, να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

145

Κατά τη νομολογία, όταν συντρέχουν πλείονες λόγοι, ακόμη και αν ένας ή περισσότεροι λόγοι της προσβαλλομένης πράξεως είναι αβάσιμοι, η πλημμέλεια αυτή δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση της πράξεως, εφόσον ένας ή περισσότεροι άλλοι λόγοι αρκούν για να δικαιολογήσουν, από νομικής απόψεως, την πράξη αυτή, ανεξαρτήτως των λόγων που ενέχουν έλλειψη νομιμότητας (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2019, Pethke κατά EUIPO, T‑169/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:135, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, VE κατά ΕΑΚΑΑ, T‑77/18 και T‑567/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:420, σκέψη 213 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

146

Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η συνολική διαπίστωση της επαγγελματικής ανεπάρκειας της προσφεύγουσας στηρίζεται σε διάφορους λόγους, οι οποίοι είναι διαφορετικοί από τον λόγο που αφορά τις ημερομηνίες που επέλεξε στην αίτησή της για γονική άδεια της 25ης Απριλίου 2016, επιβάλλεται να εξεταστούν το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως και οι λοιποί προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως.

β)   Επί του δεύτερου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως που αφορά πλάνη περί το δίκαιο αναγόμενη στη μη συνεκτίμηση των ελάχιστων απαιτήσεων του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/14/ΕΚ και παραβίαση της απαγόρευσης του αδικήματος της παρακωλύσεως

147

Το σκέλος αυτό περιέχει δύο αιτιάσεις, εκ των οποίων η πρώτη αφορά πλάνη περί το δίκαιο, η οποία ανάγεται στην παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2002, περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΕ 2002, L 80, σ. 29), και η δεύτερη αφορά παράβαση του κανόνα που απαγορεύει το αδίκημα της παρακωλύσεως.

1) Επί της συνεκτίμησης των ελάχιστων απαιτήσεων που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/14 όταν η αρμόδια αρχή εκδίδει απόφαση απολύσεως λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας βάσει του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ

148

Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ, υπέπεσε σε νομική πλάνη, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/14, δεδομένου ότι αυτή απολύθηκε ενώ ασκούσε συνδικαλιστικά καθήκοντα στην CLP.

149

Η Επιτροπή αντικρούει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

150

Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 80 και 81 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ευνοήσει μια ερμηνεία των διατάξεων του ΚΥΚ και του ΚΛΠ που να τις καθιστά σύμφωνες προς τις αρχές του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης όπως κατοχυρώνονται ρητώς στον Χάρτη και να επιτρέπει την ενσωμάτωση στον ΚΥΚ και στο ΚΛΠ της ουσίας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ως κανόνων ελάχιστης προστασίας οι οποίοι, εν ανάγκη, συμπληρώνουν άλλες διατάξεις του ΚΥΚ.

151

Το άρθρο 27 του Χάρτη, που επιγράφεται «Δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και τη διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης», προβλέπει ότι εξασφαλίζεται στους εργαζομένους, στα ενδεδειγμένα επίπεδα, εγκαίρως ενημέρωση και διαβούλευση, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.

152

Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις, όσον αφορά το άρθρο 27 του Χάρτη, η διάταξη αυτή διευκρινίστηκε με την οδηγία 2002/14.

153

Από τη νομολογία, λοιπόν, προκύπτει ότι ο καθορισμός από την οδηγία 2002/14 ενός γενικού πλαισίου σχετικά με την ενημέρωση και τη διαβούλευση των εργαζομένων αποτελεί έκφραση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες εξαγγέλλονται στο άρθρο 27 του Χάρτη και δεσμεύουν τα θεσμικά όργανα (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, TAO-AFI και SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑456/14, EU:T:2016:493, σκέψη 76).

154

Πιο συγκεκριμένα, από το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 2, στοιχεία στʹ και ζʹ, και από το άρθρο 4 της οδηγίας 2002/14 προκύπτει, αφενός, ότι οι διατάξεις αυτές καθορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την ενημέρωση των εργαζομένων και τη διαβούλευση με αυτούς, με την επιφύλαξη τυχόν ευνοϊκότερων διατάξεων για τους εργαζομένους, και, αφετέρου, ότι η ενημέρωση των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς πραγματοποιούνται μέσω των εκπροσώπων του προσωπικού όπως αυτοί ορίζονται κατά τη νομοθεσία, τους κανονισμού ή τις εφαρμοστέες πρακτικές (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, TAO-AFI και SFIE-PE κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, T‑456/14, EU:T:2016:493, σκέψη 80).

155

Με βάση το άρθρο 9, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, η επιτροπή προσωπικού «αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα του προσωπικού στο όργανο και διασφαλίζει τη διαρκή επαφή μεταξύ του τελευταίου και του προσωπικού». Επίσης «συνεργάζεται για την καλή λειτουργία των υπηρεσιών και επιτρέπει την εκδήλωση και την έκφραση της γνώμης του προσωπικού».

156

Συνεπώς, η Επιτροπή οφείλει να εφαρμόσει στην επιτροπή προσωπικού της και στα μέλη του εν λόγω αντιπροσωπευτικού οργάνου τις ελάχιστες απαιτήσεις για την ενημέρωση και τη διαβούλευση με τους εργαζομένους που προβλέπει η οδηγία 2002/14.

157

Στην προκειμένη περίπτωση, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία της απόλυσής της, η προσφεύγουσα δεν ήταν πλέον μέλος του CLP και του CCP. Επομένως, η προσφεύγουσα μπορεί να υποστηρίξει βασίμως, στο πλαίσιο της πρώτης αιτιάσεως του παρόντος σκέλους, ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία ελήφθη βάσει του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του ΚΛΠ, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/14.

2) Επί του βασίμου της πρώτης αιτιάσεως

158

Κατά τη νομολογία, η απόλυση εκπροσώπου των εργαζομένων λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων που ασκεί υπό την ιδιότητα αυτή του εκπροσώπου δεν συμβιβάζεται με την προστασία που επιτάσσει το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/14 (απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Ingeniørforeningen i Danmark, C‑405/08, EU:C:2010:69, σκέψη 58).

159

Συνεπώς, εκπρόσωπος εργαζομένων ο οποίος απολύεται με σχετική απόφαση πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώσει, στο πλαίσιο κατάλληλων διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών, ότι η απόφαση αυτή δεν λαμβάνεται λόγω της ιδιότητάς του ή της υπ’ αυτού ασκήσεως των καθηκόντων του εκπροσώπου και, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι μεταξύ της εν λόγω ιδιότητας ή των καθηκόντων και του μέτρου της απολύσεως του εκπροσώπου υπάρχει σχέση, πρέπει να επιβάλλονται κατάλληλες κυρώσεις (απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2010, Ingeniørforeningen i Danmark, C‑405/08, EU:C:2010:69, σκέψη 59).

160

Όσον αφορά, ειδικότερα, τους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη το άρθρο 24β του ΚΥΚ, κατά το οποίο «οι υπάλληλοι απολαύουν του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι· δύνανται ιδίως να είναι μέλη συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων των υπαλλήλων που εργάζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Στα θεσμικά όργανα της Ένωσης εναπόκειται να μην πράττουν τίποτε που θα μπορούσε να εμποδίσει την άσκηση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, την οποία αναγνωρίζουν οι διατάξεις του άρθρου 24β του ΚΥΚ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1990, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, C‑193/87 και C‑194/87, EU:C:1990:18, σκέψη 12).

161

Η συνδικαλιστική ελευθερία που αναγνωρίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης συνεπάγεται το δικαίωμα των συνδικαλιστικών ή επαγγελματικών οργανώσεων (στο εξής: ΣΕΟ) να ασκούν κάθε νόμιμη δραστηριότητα για την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους (βλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1990, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, C‑193/87 και C‑194/87, EU:C:1990:18, σκέψη 13 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

162

Από αυτό έπεται ότι τα όργανα της Ένωσης πρέπει να αποδέχονται, αφενός, τη δυνατότητα των ΣΕΟ να ασκούν τα καθήκοντά τους της εκπροσώπησης και της διαβούλευσης επί όλων των θεμάτων που ενδιαφέρουν το προσωπικό και αφετέρου, ότι δεν μπορούν να επιβάλλουν στους υπαλλήλους ή στο λοιπό προσωπικό κυρώσεις με οποιονδήποτε τρόπο λόγω της συνδικαλιστικής τους δραστηριότητας (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 1990, Maurissen και Union syndicale κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, C‑193/87 και C‑194/87, EU:C:1990:18, σκέψεις 14 και 15).

163

Υπό το πρίσμα των εν λόγω διατάξεων και αρχών πρέπει να εκτιμηθεί το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως του παρόντος σκέλους.

164

Κατά πρώτον, ούτε από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε αποκλειστικά στην ιδιότητα της προσφεύγουσας ως μέλους του CCP και του CLP από τις 13 Μαΐου 2014, ανεξαρτήτως της ασκήσεως των εν λόγω καθηκόντων εκπροσώπησης του προσωπικού ή, γενικότερα, της συνδικαλιστικής δραστηριότητάς της.

165

Κατά δεύτερον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κανέναν λόγο με τον οποίο η AHCC να έκρινε ότι ο τρόπος που η προσφεύγουσα ασκούσε τα καθήκοντά της ως εκπρόσωπος του προσωπικού ή, γενικότερα, τη συνδικαλιστική της δραστηριότητα κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, ήταν τέτοιος που να δικαιολογεί την καταγγελία της συμβάσεώς της για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας.

166

Εξάλλου, όπως προέκυψε από τη διαδικασία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η προσφεύγουσα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε ότι έπαψε να συμμετέχει στις δραστηριότητες του CLP και του CCP από τον χρόνο αποχώρησής της με γονική άδεια στις 15 Ιουλίου 2016 και ότι έπρεπε να αντικατασταθεί στο CCP και στο CLP από αναπληρωματικό μέλος.

167

Επομένως, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ασκούσε πλέον πράγματι τα καθήκοντά της ως εκπρόσωπος του προσωπικού κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστά ένδειξη ότι η εν λόγω απόφαση δεν στηρίζεται στην άσκηση των καθηκόντων της κατά τον χρόνο αυτόν.

168

Κατά τρίτον, πράγματι, ένας από τους λόγους για τους οποίους η AHCC απέλυσε την προσφεύγουσα λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας ήταν η μη συνεκτίμηση των συμφερόντων της υπηρεσίας κατά τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων που συνδέονταν με την εντολή της ως εκπροσώπου του προσωπικού κατά τη διάρκεια των ετών 2014 και 2016.

169

Πιο συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω προκύπτει ότι η AHCC προσήψε στην προσφεύγουσα, όσον αφορά το 2014, ότι ενημέρωνε καθυστερημένα τους ανωτέρους της για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις του CCP και του CLP και, ενίοτε, δεν ενημέρωνε ούτε τους συναδέλφους της για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις αυτές. Επίσης, από τη σκέψη 47 ανωτέρω προκύπτει ότι η AHCC προσήψε στην προσφεύγουσα, όσον αφορά το 2016, ότι ενημέρωνε καθυστερημένα τους ιεραρχικά ανωτέρους της για τη συμμετοχή της σε ορισμένες συνεδριάσεις του CCP και, ενίοτε, δεν ενημέρωνε ούτε τους συναδέλφους της ή τους ενημέρωνε καθυστερημένα.

170

Επομένως, πρέπει να προσδιοριστεί αν η αρμόδια αρχή μπορούσε να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση σε έναν τέτοιο λόγο χωρίς να παραβεί την υποχρέωσή της να λαμβάνει υπόψη τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 7 της οδηγίας 2002/14.

171

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙ του ΚΥΚ ορίζει ότι τα καθήκοντα που ασκούν ιδίως τα μέλη της επιτροπής προσωπικού θεωρούνται ως μέρος των υπηρεσιών που οφείλουν να παρέχουν στο θεσμικό τους όργανο. Συνεπώς, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες συνθήκες για την άσκηση των καθηκόντων εκπροσώπησης του προσωπικού και, στο πλαίσιο αυτό, ο υπάλληλος δεν μπορεί να υποστεί ζημία λόγω της άσκησης καθηκόντων σε όργανα εκπροσώπησης του προσωπικού (βλ. απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑192/94, EU:T:1996:133, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

172

Ομοίως, η δεύτερη περίοδος του άρθρου 1, έκτο εδάφιο, του παραρτήματος ΙΙ του ΚΥΚ σκοπεί την προστασία των δικαιωμάτων, ιδίως των μελών της επιτροπής προσωπικού, προστατεύοντάς τα από κάθε ζημία που μπορεί να υποστούν λόγω της δραστηριότητάς τους ως εκπρόσωποι του προσωπικού δυνάμει του ΚΥΚ. Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι δραστηριότητες εκπροσώπησης του προσωπικού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, Maurissen κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου,T‑192/94, EU:T:1996:133, σκέψη 41, και της 5ης Νοεμβρίου 2003, Lebedef κατά Επιτροπής, T‑326/01, EU:T:2003:291, σκέψη 49). Η πρώτη περίοδος της διατάξεως αυτής σκοπεί, επίσης, τη διευκόλυνση της συμμετοχής των υπαλλήλων στην εκπροσώπηση του προσωπικού του οργάνου τους, επιτρέποντάς τους, ιδίως, να συμμετέχουν στην εκπροσώπηση αυτή εντός του χρόνου εργασίας που διατίθεται κανονικά για τις υπηρεσίες που οφείλουν να παρέχουν στο όργανό τους χωρίς να απαιτείται να διαθέσουν επιπλέον χρόνο (απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Lebedef κατά Επιτροπής, T‑364/09 P, EU:T:2010:539, σκέψη 23), ή στο πλαίσιο της διάθεσής τους σε ΣΕΟ που συνεπάγεται μερική ή ολική απαλλαγή από την εργασία στις υπηρεσίες του οργάνου.

173

Εντούτοις, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που έχει αποσπαστεί σε συνδικαλιστική οργάνωση κατά το 50 % οφείλει, βάσει του άρθρου 60 του ΚΥΚ, να λάβει προηγουμένως την άδεια του ιεραρχικά ανωτέρου του, προκειμένου να απουσιάσει από την εργασία του και να παραστεί σε συνεδριάσεις στις οποίες έχει προσκληθεί στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής του αποστολής ή της εντολής του ως εκπροσώπου του προσωπικού. Η υποχρέωση προηγούμενης άδειας που προβλέπει το άρθρο 60 του ΚΥΚ υπόκειται σε παρέκκλιση μόνο σε περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος, και όχι σε περίπτωση συμμετοχής στη συνδικαλιστική εκπροσώπηση του προσωπικού ή σε συνεδριάσεις αντιπροσωπευτικού οργάνου, όπως το CCP ή το CLP (πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Lebedef κατά Επιτροπής, T‑52/10 P, EU:T:2010:543, σκέψη 30).

174

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7, σημείο 3.1, της αποφάσεως C(2011) 3588 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Μαΐου 2011 [στο εξής: απόφαση C(2011) 3588], απαιτούσε από την προσφεύγουσα να ενημερώνει «εγκαίρως» τους ανωτέρους της για τις προσκλήσεις της να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις του CCP και του CLP και ο ιεραρχικά ανώτερός της μπορούσε, κατά περίπτωση, να αρνηθεί να επιτρέψει τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις αυτές με γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση.

175

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε, χωρίς να παραβιάζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/14, να στηριχθεί στο ότι η προσφεύγουσα δεν τήρησε την υποχρέωση να ενημερώνει εγκαίρως τους ανωτέρους της πριν από τις συνεδριάσεις του CLP και του CCP στα οποία ήταν μέλος, για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις αυτές, δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν βασίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων της ως εκπροσώπου του προσωπικού, αλλά στη μη τήρηση από την προσφεύγουσα των όρων οργανώσεως της υπηρεσίας που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της εντολής που της έχει ανατεθεί.

176

Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του σκέλους αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

3) Επί της δεύτερης αιτιάσεως

177

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή παρέβη τον κανόνα που απαγορεύει το αδίκημα της παρακωλύσεως.

[παραλειπόμενα]

3.   Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως και πλάνη περί τα πράγματα

[παραλειπόμενα]

α)   Επί του βαθμού ελέγχου εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης

184

Προκαταρκτικώς, επιβάλλεται να διευκρινισθεί ο βαθμός ελέγχου που οφείλει να ασκεί το Γενικό Δικαστήριο όταν κρίνει τη νομιμότητα αποφάσεως περί απολύσεως συμβασιούχου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας.

185

Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πάγια νομολογία, κατά την οποία ο έλεγχος της νομιμότητας των αποφάσεων περί απολύσεως υπαλλήλων ή μελών του λοιπού προσωπικού λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας από τον δικαστή της Ένωσης περιορίζεται σε πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως, αντιβαίνει στο άρθρο 30 του Χάρτη που αφορά την προστασία από αδικαιολόγητη απόλυση. Εξάλλου, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι το βάρος αποδείξεως της νομιμότητας μιας αποφάσεως όπως η προσβαλλόμενη πρέπει να φέρει ο εργοδότης, ειδάλλως το άρθρο 30 του Χάρτη καθίσταται κενό περιεχομένου. Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση του βάρους αποδείξεως, την ασυνήθιστα μακρά διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 6 της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

186

Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό και το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας.

187

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, όσον αφορά τη λύση της συμβάσεως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου, η AHCC διαθέτει, με βάση το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ και τηρουμένης της προβλεπόμενης από τη σύμβαση προθεσμίας καταγγελίας, ευρεία διακριτική ευχέρεια, ο δε έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει, επομένως, να περιορίζεται στην εξακρίβωση της απουσίας πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 1981, de Briey κατά Επιτροπής, 25/80, EU:C:1981:56, σκέψη 7· πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, YF κατά AECP, T‑664/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:425, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

188

Η εκτίμηση της επαγγελματικής επάρκειας των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης απόκειται πρωτίστως στα όργανα αυτά (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουλίου 1955, Kergall κατά Κοινής Συνελεύσεως,1/55, EU:C:1955:9, σ. 23.)

189

Στο πλαίσιο αυτό, η πλάνη μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόδηλη μόνον όταν δύναται να γίνει αντιληπτή ευχερώς με γνώμονα τα κριτήρια από τα οποία ο νομοθέτης έχει εξαρτήσει την άσκηση από τη Διοίκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει. Δηλαδή, ο λόγος ακυρώσεως που αφορά πρόδηλη πλάνη είναι απορριπτέος εάν, παρά τα στοιχεία που προσκομίζει ο προσφεύγων, η αμφισβητούμενη εκτίμηση εξακολουθεί να μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη και συνεπής [βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2019, Fleig κατά ΕΥΕΔ,T‑492/17, EU:T:2019:211, σκέψη 55 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

190

Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι υπέρ των πράξεων των οργάνων της Ένωσης υφίσταται, κατ’ αρχήν, τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ένστασης έλλειψης νομιμότητας (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 100 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

191

Κατά συνέπεια, από την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των οργάνων της Ένωσης προκύπτει ότι ο έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος που αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως απολύσεως και προσφεύγει ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης οφείλει να αποδείξει ότι η απόφαση αυτή είναι παράνομη.

192

Το άρθρο 30 του Χάρτη δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τις αρχές και τη νομολογία που παρατίθενται στις σκέψεις 187 έως 191 ανωτέρω.

193

Πρώτον, από το άρθρο 30 του Χάρτη, κατά το οποίο «[κ]άθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας έναντι κάθε αδικαιολόγητης απόλυσης, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές», προκύπτει ότι το γράμμα του δεν ορίζει ακριβείς υποχρεώσεις (απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψη 100). Επομένως, το άρθρο 30 του Χάρτη δεν θεσπίζει κανέναν κανόνα που να θέτει εν αμφιβόλω τον περιοριζόμενο σε πρόδηλες πλάνες εκτιμήσεως έλεγχο που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο όταν κρίνει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί καταγγελίας συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου ή συμβασιούχου υπαλλήλου αορίστου χρόνου.

194

Δεύτερον, το ίδιο ισχύει και για το σημείο 24 του μέρους Ι του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961, όπως αναθεωρήθηκε, από το οποίο, σύμφωνα με τις επεξηγήσεις, προκύπτει το άρθρο 30 του Χάρτη, κατά το οποίο «κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα προστασίας σε περίπτωση απολύσεως».

195

Τρίτον, οι επεξηγήσεις, όσον αφορά το άρθρο 30 του Χάρτη, παραπέμπουν συγκεκριμένα στην οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16), και στην οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35). Ωστόσο, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 30 του Χάρτη μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει ειδική προστασία στους εργαζομένους που απολύονται δυνάμει των συγκεκριμένων διατάξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι η περίπτωση της προσφεύγουσας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

196

Συνεπώς, από το άρθρο 30 του Χάρτη δεν συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας μιας αποφάσεως περί απολύσεως υπαλλήλου ή έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, να ασκεί έλεγχο ακριβέστερο από εκείνον της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, ούτε ότι υποχρεούται να μεταθέτει στο οικείο όργανο το βάρος αποδείξεως της νομιμότητας τέτοιας αποφάσεως.

197

Άλλωστε, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ, τα κατοχυρωμένα στην ΕΣΔΑ θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν τμήμα των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και μολονότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη ορίζει ότι τα περιεχόμενα στον Χάρτη δικαιώματα τα οποία αντιστοιχούν σε δικαιώματα διασφαλιζόμενα από την ΕΣΔΑ έχουν την ίδια έννοια και την ίδια εμβέλεια με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση, εντούτοις η ΕΣΔΑ δεν συνιστά, ενόσω η Ένωση δεν έχει προσχωρήσει σε αυτή, νομική πράξη τυπικώς ενταγμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, Silver Plastics και Johannes Reifenhäuser κατά Επιτροπής, C‑702/19 P, EU:C:2020:857, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

198

Συναφώς, καθόσον ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ του Χάρτη και των αντίστοιχων δικαιωμάτων τα οποία κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, «χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Κατά τις επεξηγήσεις, το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ (βλ. απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, Silver Plastics και Johannes Reifenhäuser κατά Επιτροπής, C‑702/19 P, EU:C:2020:857, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

199

Ως εκ τούτου, το επιχείρημα περί παραβάσεως του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ πρέπει να θεωρηθεί ότι επιχειρεί να προβάλει, κατ’ ουσίαν, ότι, με την εφαρμογή περιορισμένου ελέγχου για πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά την αναπομπή της υποθέσεως από το Δικαστήριο, μολονότι η ένδικη διαδικασία, λόγω της ασυνήθιστα μακράς διάρκειάς της, δεν είχε τηρήσει τον κανόνα της εύλογης διάρκειας της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε το δικαίωμα δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

200

Από τη νομολογία προκύπτει ότι η εκ μέρους δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης παράβαση της υποχρεώσεως που υπέχει από το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη να εκδικάζει τις υποθέσεις που υποβάλλονται στην κρίση του εντός εύλογης προθεσμίας πρέπει να έχει ως συνέπεια την παροχή δικαιώματος ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι τέτοια αγωγή αποτελεί αποτελεσματικό μέσο επανορθώσεως (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion,C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

201

Εξάλλου, σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο δυνάμει του άρθρου 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επιληφθεί αιτήματος αποζημιώσεως, οφείλει να αποφανθεί επί του αιτήματος αυτού σε δικαστικό σχηματισμό διαφορετικό από εκείνον που επιλήφθηκε της ένδικης διαφοράς η διάρκεια της διαδικασίας επί της οποίας επικρίνεται (βλ. απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trafilerie Meridionali κατά Επιτροπής, C‑519/15 P, EU:C:2016:682, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

202

Επομένως, από τη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 200 και 201 ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την εξέταση αιτημάτων ακυρώσεως συνοδευόμενων, κατά περίπτωση, από αιτήματα αποζημιώσεως, μετά την αναπομπή μιας υποθέσεως από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο σχηματισμός του Γενικού Δικαστηρίου που είναι επιφορτισμένος να αποφανθεί επί των αιτημάτων αυτών δεν είναι αρμόδιος να εκτιμήσει την ενδεχόμενη υπερβολική διάρκεια της ένδικης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιδιώξει την αντιμετώπισή της, ιδίως μεταβάλλοντας την έκταση του ελέγχου νομιμότητας της αιτιολογίας της αποφάσεως της οποίας ζητείται η ακύρωση.

203

Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αναπτύσσεται στη σκέψη 185 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί και παρέλκει η εξέταση του λόγου απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

β)   Επί του πρώτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το σκεπτικό που στηρίχθηκε στο εσπευσμένο αίτημα της προσφεύγουσας για ανάκληση της άδειας ασκήσεως καθηκόντων μερικής απασχόλησης

204

Με το παρόν σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι τα στοιχεία της σελίδας 2, στοιχείο a, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 δεν μπορούσαν να στηρίξουν σοβαρά τη διαπίστωση της Επιτροπής περί ενδεχόμενης επαγγελματικής ανεπάρκειας της, στο μέτρο που αντιμετώπιζε δυσκολίες ως προς τον αρμονικό συνδυασμό της επαγγελματικής και της οικογενειακής της ζωής.

205

Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι τον Απρίλιο του 2014 βρέθηκε, κατόπιν διαδικασίας διαζυγίου, στη θέση του μονογονέα με τρία εξαρτώμενα τέκνα, οπότε ήταν θεμιτό να επιδιώξει να εργαστεί περισσότερο για να καλύψει τα οικογενειακά της έξοδα. Υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η ανάκληση της αιτήσεώς της να εκτελεί τα καθήκοντά της με μερική απασχόληση διατάραξε την υπηρεσία.

206

Συναφώς, στη σελίδα 2, στοιχείο a, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC σημείωσε ότι, τον Ιανουάριο του 2014, είχε γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας να ασκεί τα καθήκοντά της με καθεστώς ημιαπασχόλησης για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2014 μέχρι το τέλος του σχολικού έτους, αλλά, στις 24 Απριλίου 2014, η προσφεύγουσα υπέβαλε επείγον αίτημα, για οικογενειακούς λόγους, ζητώντας να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρες ωράριο και ο διευθυντής κατέβαλε τις αναγκαίες προσπάθειες για να βοηθήσει την προσφεύγουσα και να προσαρμόσει την οργάνωση της υπηρεσίας, με αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να είναι σε θέση να εργαστεί με πλήρες ωράριο από τις 15 Μαΐου 2014.

207

Επιπλέον, η AHCC δήλωσε ότι, λόγω της καθυστερημένης άφιξης στη Μονάδα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της πληροφορίας ότι η προσφεύγουσα θα εργαζόταν με πλήρες ωράριο από τις 15 Μαΐου 2014, χρειάστηκε να καταβληθούν ασυνήθιστες προσπάθειες για την προσαρμογή των απαιτήσεων της υπηρεσίας στις προσωπικές ανάγκες της προσφεύγουσας.

208

Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την παραπομπή της AHCC, στη σελίδα 2 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, στην εκτίμηση που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014, σύμφωνα με την οποία αντιμετώπισε, κατά τη διάρκεια του 2014, δυσχέρειες όσον αφορά τον αρμονικό συνδυασμό της επαγγελματικής και της προσωπικής της ζωής, αλλά μόνον το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 2, στοιχείο a, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016. Το σκεπτικό αυτό δεν επαναλαμβάνει εκτίμηση περιλαμβανόμενη στην έκθεση αξιολόγησης του 2014.

209

Συνεπώς, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα στο παρόν σκέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει υπό αμφισβήτηση μια εκτίμηση που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014 η οποία έχει καταστεί οριστική, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

210

Όσον αφορά το βάσιμο των επιχειρημάτων που προβάλλονται στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το άρθρο 55α του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 16 και 91 του ΚΛΠ, καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι συμβασιούχοι υπάλληλοι μπορούν να εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Οι ρυθμίσεις για τη μερική απασχόληση και η διαδικασία χορήγησης άδειας καθορίζονται στο παράρτημα IVα του ΚΥΚ και, κατά περίπτωση, στους κανόνες εφαρμογής που θεσπίζει η αρμόδια αρχή.

211

Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 2 του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, να ανακαλεί την άδεια πριν από τη λήξη του χρονικού διαστήματος για το οποίο αυτή είχε χορηγηθεί. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας δεν μπορεί να είναι πλέον των δύο μηνών μεταγενέστερη της ημερομηνίας που προτείνεται από τον υπάλληλο ή πλέον των τεσσάρων μηνών στην περίπτωση που η άδεια για εργασία με μειωμένο ωράριο είχε χορηγηθεί για περίοδο άνω του ενός έτους.»

212

Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, ζητώντας την ανάκληση της άδειας ασκήσεως των καθηκόντων της με καθεστώς μερικής απασχόλησης πριν από τη λήξη της περιόδου για την οποία είχε χορηγηθεί η άδεια αυτή, άσκησε την ευχέρεια που της παρέχει ρητώς ο ΚΥΚ.

213

Δεύτερον, ούτε από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά την περίοδο μεταξύ της υποβολής, στις 24 Απριλίου 2014, της αιτήσεως της προσφεύγουσας για την ανάκληση της άδειας ασκήσεως των καθηκόντων της με καθεστώς μερικής απασχόλησης και της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της εν λόγω άδειας, την 1η Μαΐου 2014, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 55α και του παραρτήματος IVα του ΚΥΚ ή οι εκτελεστικές διατάξεις που θέσπισε η Επιτροπή για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

214

Τρίτον, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει άδεια να επιστρέψει στα καθήκοντά της με πλήρη απασχόληση από τις 15 Μαΐου 2014, δεν προκύπτει ότι η πρόωρη επάνοδός στα καθήκοντά της με πλήρη απασχόληση ήταν ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις της υπηρεσίας. Επίσης, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επεξεργασία της αιτήσεως της προσφεύγουσας απαιτούσε οποιαδήποτε ασυνήθιστη προσπάθεια εκ μέρους των αρμόδιων υπηρεσιών.

215

Τέταρτον, δεν αμφισβητείται ότι η αίτηση της προσφεύγουσας της 24ης Απριλίου 2014 για την άσκηση των καθηκόντων της με πλήρη απασχόληση ακολούθησε τη διαδικασία διαζυγίου η οποία είχε κινηθεί τον ίδιο μήνα και είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί στη θέση του μονογονέα με τρία εξαρτώμενα τέκνα. Συνεπώς, μολονότι η εν λόγω εσπευσμένη αίτηση στηριζόταν σε λόγους που ανάγονται στην ιδιωτική σφαίρα, οι λόγοι αυτοί εξακολουθούσαν να είναι σοβαροί και θεμιτοί.

216

Πέμπτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή, απαντώντας στα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, περιορίστηκε να επισημάνει ότι, προκειμένου να διευκολυνθεί ο αρμονικός συνδυασμός της επαγγελματικής και της προσωπικής ζωής της προσφεύγουσας, αυτή έλαβε γονική άδεια και επωφελήθηκε από το ευέλικτο ωράριο εργασίας όταν άσκησε τα καθήκοντά της με καθεστώς μερικής απασχόλησης για ιατρικούς λόγους τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2014. Εξάλλου, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Διοίκηση δεν είχε επικρίνει την προσφεύγουσα επειδή ζήτησε να προσαρμοστεί ο χρόνος εργασίας της ανάλογα με τις ανάγκες της.

217

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή παρέλειψε να αποδείξει τον δικαιολογημένο και συνεπή χαρακτήρα της εκτιμήσεως που αναπτύσσεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι ότι το αίτημα της προσφεύγουσας της 24ης Απριλίου 2014 για την ανάκληση της άδειας ασκήσεως των καθηκόντων της με καθεστώς μερικής απασχόλησης επιβεβαίωνε τη δυσκολία της να συμβιβάσει αρμονικά την προσωπική και την επαγγελματική της ζωή, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, που μνημονεύονται στις σκέψεις 210 έως 215 ανωτέρω, υπό τις οποίες υποβλήθηκε η εν λόγω αίτηση.

218

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η Επιτροπή, προβάλλοντας τον λόγο που μνημονεύεται στη σελίδα 2, στοιχείο a, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, προκειμένου να θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα αντιμετωπίζει δυσχέρειες ως προς τον αρμονικό συνδυασμό της επαγγελματικής και της οικογενειακής της ζωής, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση.

γ)   Επί του δεύτερου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το σκεπτικό σχετικά με τις φερόμενες ως παράτυπες απουσίες της προσφεύγουσας

219

Στο σκέλος αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις που αφορούν, η πρώτη, το ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως που στηρίχθηκε στις δήθεν παράτυπες απουσίες της το 2014 ήταν όψιμη και ανακριβής, και η δεύτερη, το ότι η αιτιολογία αυτή ήταν αβάσιμη όσον αφορά τις απουσίες της στις 7 Μαΐου 2014, στις 16 και 18 Ιουνίου 2014 και στις 30 και 31 Μαΐου 2016.

220

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το σκέλος αυτό είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να το αναπτύξει στην προγενέστερη διοικητική ένσταση και να προσβάλει τις αποφάσεις που διαπιστώνουν τον παράτυπο χαρακτήρα των απουσιών της εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στον ΚΥΚ και στο ΚΛΠ.

221

Συναφώς, η AHCC σημείωσε ότι η προσφεύγουσα απουσίαζε αδικαιολόγητα στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014, όπως προκύπτει από τη σελίδα 2, στοιχείο b, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, και στις 18 Ιουνίου 2014, όπως προκύπτει από τη σελίδα 2, στοιχείο d, του ίδιου εγγράφου. Τέλος, στη σελίδα 5, στοιχείο e, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC προέβαλε επίσης την αδικαιολόγητη απουσία της προσφεύγουσας στις 30 και 31 Μαΐου 2016.

222

Κατά πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση περί απολύσεως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου βάσει του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ, η οποία είναι, κατ’ ουσίαν, συνέπεια της επαγγελματικής ανεπάρκειας που καταλογίζεται στον ενδιαφερόμενο, μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση ένα σύνολο συγκεκριμένων και συγκλινόντων πραγματικών περιστατικών, τα οποία στηρίζονται, ενδεχομένως, σε διάφορες ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης που μαρτυρούν μη ικανοποιητική απόδοση, ακόμη και αν, μεμονωμένα, τα περιστατικά αυτά δεν φαίνονται αρκετά σοβαρά για να δικαιολογήσουν τέτοιο μέτρο (πρβλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, YF κατά ΕΥΕΑ, T‑664/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:425, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

223

Η επαγγελματική ανεπάρκεια υπαλλήλου ή έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου πρέπει να εκτιμάται ιδίως σε σχέση με την ικανότητα, την απόδοση και τη συμπεριφορά του στην υπηρεσία (πρβλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1980, Vecchioli κατά Επιτροπής, 101/79, EU:C:1980:243, σκέψη 7).

224

Όσον αφορά, ειδικότερα, τους υπαλλήλους, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του ΚΥΚ προβλέπει ότι ο υπάλληλος απολύεται εάν από πέντε διαδοχικές ετήσιες εκθέσεις προκύπτει ότι δεν έχει ικανοποιητική απόδοση.

225

Από τη διάταξη αυτή απορρέει ότι, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αποφασίζει να απολύσει δημόσιο υπάλληλο λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, μπορεί να στηρίξει την απόφασή της σε πραγματικά περιστατικά που ενδέχεται να στοιχειοθετούν την ανεπάρκεια αυτή κατά την πενταετία που προηγείται της αποφάσεως περί απολύσεως.

226

Μολονότι πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 51 του ΚΥΚ δεν εφαρμόζεται, ούτε κατ’ αναλογίαν, στους συμβασιούχους ή έκτακτους υπαλλήλους, αυτοί δεν μπορούν να βρεθούν, όσον αφορά τις διαδικασίες αντιμετώπισης της επαγγελματικής ανεπάρκειας που προβλέπονται στον ΚΥΚ και στο ΚΛΠ, σε ευνοϊκότερη θέση από εκείνη των υπαλλήλων.

227

Ακόμη και αν οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου διακρίνονται από τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου από απόψεως ασφάλειας της εργασίας, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι υπάλληλοι των δημόσιων υπηρεσιών της Ένωσης που απασχολούνται με σύμβαση αορίστου χρόνου δεν μπορούν να αγνοούν τον προσωρινό χαρακτήρα του διορισμού τους και το γεγονός ότι αυτός δεν παρέχει εγγύηση απασχόλησης (βλ. απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, YF κατά ΕΥΕΑ, T‑664/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:425, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

228

Ως εκ τούτου, η νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 222 και 227 ανωτέρω μαρτυρά ότι η AHCC έχει τη δυνατότητα να στηρίξει την απόφαση απολύσεως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας σε πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη διάρκεια της τριετίας που προηγείται της έκδοσης τέτοιας αποφάσεως.

229

Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση του σκέλους αυτού πρέπει να απορριφθεί και παρέλκει η εξέταση των δύο λόγων απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή και μνημονεύονται στη σκέψη 220 ανωτέρω.

230

Κατά δεύτερον, πρέπει να εξεταστούν οι δύο λόγοι απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή σε σχέση με τη δεύτερη αιτίαση του παρόντος σκέλους.

231

Πρώτον, κατά τη νομολογία, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ της ενστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, και της μεταγενέστερης προσφυγής απαιτεί, επί ποινή απαραδέκτου, ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης να έχει ήδη προβληθεί κατά τη διαδικασία που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, ώστε η αρμόδια αρχή να έχει τη δυνατότητα να διαπιστώσει τις αιτιάσεις που ο ενδιαφερόμενος εγείρει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως της προσφυγής, ο οποίος είναι να καταστεί δυνατή η φιλική επίλυση των διαφορών που προκύπτουν μεταξύ των εν λόγω υπαλλήλων ή έκτακτων ή συμβασιούχων υπαλλήλων, αφενός, και της Διοίκησης, αφετέρου. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, τα αιτήματα που υποβάλλονται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης μπορούν να περιέχουν μόνον αιτιάσεις που στηρίζονται στην ίδια αιτία με εκείνη στην οποία στηρίζονται οι αιτιάσεις που προβάλλονται στη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι εν λόγω αιτιάσεις μπορούν να αναπτυχθούν, ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, με την προβολή λόγων και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκη στην ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτήν (πρβλ. απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2022, Zegers κατά Επιτροπής, T‑663/21, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:589, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

232

Ωστόσο, με την προγενέστερη διοικητική ένσταση της 17ης Ιανουαρίου 2017, η προσφεύγουσα είχε αμφισβητήσει «κατηγορηματικά» τις «προβαλλόμενες αδικαιολόγητες απουσίες» που της αποδόθηκαν όσον αφορά το 2014 και υποστήριξε ότι, εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα αυτά δεν είχαν επαρκή βαρύτητα. Επίσης, είχε επισημάνει ότι η προβαλλόμενη ως αδικαιολόγητη απουσία από τις 30 Μαΐου έως την 1η Ιουνίου 2016 δεν είχε αποδειχθεί και διαψεύστηκε από ιατρικά πιστοποιητικά.

233

Επομένως, η Επιτροπή αβασίμως υποστηρίζει ότι η δεύτερη αιτίαση τους παρόντος σκέλους δεν συμμορφώνεται με τον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ενστάσεως και της προσφυγής, όπως επισημαίνεται στη σκέψη 231 ανωτέρω.

234

Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προθεσμίες για τις αιτήσεις, τις ενστάσεις και τις προσφυγές που προβλέπονται στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημόσιας τάξης και δεν είναι στη διάθεση των διαδίκων ή του δικαστηρίου, αφού θεσπίστηκαν για να διασφαλιστεί η σαφήνεια και η ασφάλεια των νομικών καταστάσεων. Τυχόν εξαιρέσεις ή παρεκκλίσεις από τις προθεσμίες αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, XH κατά Επιτροπής, T‑511/18, EU:T:2020:291, σκέψη 74 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

235

Μολονότι, λοιπόν, κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κάθε υπάλληλος ή έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτημα κατά πράξεως που τον θίγει, το δικαίωμα αυτό δεν επιτρέπει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού να αγνοήσει τις προθεσμίες που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ για την υποβολή ενστάσεως και προσφυγής, προσβάλλοντας εμμέσως, με την υποβολή αιτήσεως, προηγούμενη απόφαση που δεν είχε προσβληθεί εμπροθέσμως. Μόνον η ύπαρξη ουσιώδους νέου πραγματικού περιστατικού μπορεί να δικαιολογήσει την υποβολή αιτήσεως επανεξέτασης αποφάσεως η οποία δεν προσβλήθηκε εμπροθέσμως [πρβλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, V κατά Επιτροπής, T‑200/03 και T‑313/03, EU:T:2006:57, σκέψεις 94 και 95 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 25ης Ιουνίου 2020, XH κατά Επιτροπής, T‑511/18, EU:T:2020:291, σκέψη 75 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

236

Ωστόσο, σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξεως που τον θίγει, ο προσφεύγων δικαιούται, ιδίως στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, να αμφισβητήσει τις συνέπειες που το θεσμικό όργανο συνήγαγε από προγενέστερη πράξη που τον θίγει επίσης, ακόμη και αν η πράξη αυτή έχει καταστεί οριστική και το σκεπτικό της δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί (πρβλ. απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, VE κατά ΕΑΚΑΑ, T‑77/18 και T‑567/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:420, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

237

Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, τις φερόμενες ως αδικαιολόγητες απουσίες της 7ης Μαΐου και της 16ης Ιουνίου 2014, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι στην πραγματικότητα της προσάπτεται ότι καθυστέρησε να αποστείλει ιατρικά πιστοποιητικά που να βεβαιώνουν, για τις δύο αυτές ημέρες, τη σοβαρή ασθένεια ενός από τα παιδιά της και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρει καμία χρονική περίσταση που να σχετίζεται με την καθυστέρηση αυτή.

238

Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί επομένως ότι απέστειλε εκπρόθεσμα τα ιατρικά πιστοποιητικά που δικαιολογούν την απουσία της από την υπηρεσία στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014, αλλά υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η AHCC δεν μπορούσε να στηριχθεί στην απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η αδικαιολόγητη απουσία της κατά τις δύο αυτές ημέρες, χωρίς να υποπέσει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

239

Κατά συνέπεια, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας δεν σκοπεί την αμφισβήτηση της αποφάσεως η οποία διαπιστώνει τις αδικαιολόγητες απουσίες της στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014 και έχει καταστεί απρόσβλητη, οπότε ο δεύτερος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με τις απουσίες αυτές.

240

Όσον αφορά, εν συνεχεία, τη φερόμενη ως παράτυπη απουσία της 18ης Ιουνίου 2014, πρέπει να σημειωθεί ότι, ενώ η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι προσκόμιζε πάντοτε ιατρική βεβαίωση σε περίπτωση απουσίας για λόγους υγείας, δεν αναφέρει την αιτία της απουσίας της από την υπηρεσία την ημέρα εκείνη και δεν παραπέμπει σε κανένα έγγραφο που κατατέθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει την απουσία αυτή.

241

Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την απόφαση που διαπιστώνει την παράτυπη απουσία της 18ης Ιουνίου 2014, οπότε η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατά το μέρος που στρέφεται κατά του λόγου που μνημονεύεται στη σελίδα 2, στοιχείο d, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και παρέλκει η εξέταση του δεύτερου λόγου απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

242

Τέλος, όσον αφορά τη φερόμενη ως παράτυπη απουσία της προσφεύγουσας στις 30 και 31 Μαΐου 2016, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι η AHCC δεν μπορούσε να στηριχθεί σε γνωμάτευση του ελεγκτή ιατρού της 27ης Μαΐου 2016, δεδομένου ότι, στο πλαίσιο του εν λόγω ιατρικού ελέγχου, ο ιατρός δεν μπορούσε να προβλέψει την εισαγωγή της στα επείγοντα λόγω παραισθησίας της αριστερής πλευράς από τις 30 Μαΐου 2016. Υποστηρίζει επίσης ότι προσκόμισε δικαιολογητικά για την απουσία αυτή.

243

Με το επιχείρημα αυτό, η προσφεύγουσα επιδιώκει να προσβάλει την απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, με την οποία η AHCC έκρινε ότι οι απουσίες της στις 30 και 31 Μαΐου 2016 ήταν αδικαιολόγητες για τον λόγο ότι δεν επέστρεψε στην εργασία της κατά τις ημέρες αυτές, παρά τη γνωμάτευση του ελεγκτή ιατρού της 27ης Μαΐου 2016, βάσει της οποίας ήταν ικανή να επιστρέψει στην εργασία της.

244

Επιπλέον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την 1η Ιουνίου 2016. Ωστόσο, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 46 της αρχικής αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε διοικητική ένσταση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως αυτής η οποία προφανώς την έθιγε.

245

Τέλος, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα νέο και ουσιώδες πραγματικό περιστατικό που να δικαιολογεί τον επανέλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

246

Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που σκοπεί, παρεμπιπτόντως, την προσβολή της αποφάσεως της 1ης Ιουνίου 2016 είναι απαράδεκτο, καθόσον αμφισβητεί πράξη που έχει καταστεί απρόσβλητη.

247

Κατά τρίτον, πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας σχετικά με το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που στηρίζεται στις προβαλλόμενες αδικαιολόγητες απουσίες της στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014.

248

Συναφώς, από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 2, στοιχείο b, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ότι, στις 7 και 28 Φεβρουαρίου 2014 και στις 7 Μαΐου και 16 Ιουνίου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε ειδική άδεια λόγω σοβαρής ασθενείας ενός από τα παιδιά της. Επίσης, προκύπτει ότι η AHCC έκρινε ότι οι απουσίες της 7ης Μαΐου και της 16ης Ιουνίου 2014 ήταν αδικαιολόγητες, καθόσον η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τα κατάλληλα δικαιολογητικά εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών.

249

Κατ’ αρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 60 του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 16 και 91 του ΚΛΠ, προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από περίπτωση ασθενείας ή ατυχήματος, ο υπάλληλος δεν δύναται να απουσιάσει χωρίς προηγούμενη άδεια από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Με την επιφύλαξη της ενδεχομένης εφαρμογής των προβλεπομένων πειθαρχικών διατάξεων, κάθε παράτυπη απουσία που έχει δεόντως διαπιστωθεί καταλογίζεται στη διάρκεια της ετησίας αδείας του ενδιαφερομένου. Σε περίπτωση εξαντλήσεως της αδείας αυτής ο υπάλληλος στερείται του δικαιώματος επί των αποδοχών του για την αντίστοιχη περίοδο.»

250

Εξάλλου, κατά το άρθρο 57, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 16 και 91 του ΚΛΠ, στους συμβασιούχους υπαλλήλους μπορεί να χορηγηθεί κατ’ εξαίρεση και κατόπιν αιτήσεώς τους ειδική άδεια, οι λεπτομέρειες χορήγησης της οποίας καθορίζονται στο παράρτημα V του ΚΥΚ.

251

Το άρθρο 6 του παραρτήματος V του ΚΥΚ προβλέπει ότι, εκτός από την ετήσια άδεια, είναι δυνατόν να χορηγηθεί στον υπάλληλο, κατόπιν αιτήσεώς του, ειδική άδεια μέχρι δύο ημέρες σε περίπτωση σοβαρής ασθένειας τέκνου και μέχρι πέντε ημέρες σε περίπτωση ιδιαίτερα σοβαρής ασθένειας τέκνου που πιστοποιείται από ιατρό ή σε περίπτωση νοσοκομειακής περίθαλψης τέκνου ηλικίας έως δώδεκα ετών.

252

Εν προκειμένω, από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η διαπίστωση της αδικαιολόγητης απουσίας της προσφεύγουσας στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014 οφείλεται αποκλειστικά στην καθυστέρηση της προσφεύγουσας να διαβιβάσει ιατρικά πιστοποιητικά σχετικά με τη σοβαρή ασθένεια ενός από τα παιδιά της.

253

Πάντως, μολονότι η προθεσμία που απαιτείται για την εν λόγω διαβίβαση και η προθεσμία εντός της οποίας η προσφεύγουσα κοινοποίησε τελικά τα σχετικά δικαιολογητικά στον OIL δεν προκύπτουν ούτε από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ούτε καν ισχυρίζεται ότι προσκόμισε τα απαραίτητα πιστοποιητικά για την εξομάλυνση της διοικητικής της καταστάσεως εντός σύντομης προθεσμίας σε σχέση με την προθεσμία που της είχε τεθεί.

254

Η προσφεύγουσα δεν εκθέτει επίσης λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση της διαβίβασης.

255

Ωστόσο, η μη τήρηση, και δη επανειλημμένως, προθεσμίας που τάσσεται σε υπάλληλο ή έκτακτο ή συμβασιούχο υπάλληλο για τη διαβίβαση δικαιολογητικών απουσίας από τα καθήκοντά του, ενδέχεται να συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού.

256

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η AHCC υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όταν, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρέπεμψε σε προγενέστερη απόφαση που διαπίστωνε τις παράτυπες απουσίες της στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014 λόγω της καθυστερήσεως της διαβιβάσεως των εγγράφων που μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις απουσίες αυτές.

257

Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, όπως και το παρόν σκέλος στο σύνολό του.

δ)   Επί του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που αφορά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και πραγματικές πλάνες στο σκεπτικό σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην εργασία της

258

Με το σκέλος αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει οκτώ αιτιάσεις. Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας κατά το 2014 αναγνωρίστηκε στην έκθεση αξιολόγησής της για το έτος αυτό. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι, το 2015, ασχολήθηκε πλήρως με τα καθήκοντά της ως ευέλικτη παιδαγωγός στο CPE του Mamer και ότι απέστειλε τον πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων σε έναν από τους συναδέλφους της στις 22 Απριλίου 2015. Τρίτον, ισχυρίζεται ότι όντως διοργάνωσε μαθήματα γιόγκα με τα παιδιά, μολονότι η δραστηριότητα αυτή δεν αποτελούσε στόχο που της είχε ανατεθεί επισήμως. Τέταρτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την έλλειψη ενεργητικότητας που της προσάπτεται σε σχέση με τη συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας, ιδίως στην ομάδα εργασίας «Κουζίνα». Πέμπτον, επισήμανε ότι όσον αφορά την ομάδα εργασίας «Αθλητισμός», ήταν μόνον αναπληρώτρια. Έκτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι απέστειλε την εφημερίδα Χριστουγέννων 2015 στους ιεραρχικά ανωτέρους της τον Ιούλιο του 2016. Έβδομον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σχέδιο παιδαγωγικών δράσεων δεν ήταν οπωσδήποτε τυποποιημένο και δεν ήταν σκόπιμο να κοινοποιήσει τέτοιο σχέδιο για την έναρξη της σχολικής χρονιάς τον Σεπτέμβριο του 2016 που βρισκόταν σε γονική άδεια. Όγδοον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η AHCC έκρινε ότι δεν είχε εκπληρώσει τους στόχους που είχαν τεθεί για το 2016 μετά από μόλις δύο μήνες υπηρεσίας.

259

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να ασκήσει κριτική κατά των εκτιμήσεων που περιέχονται στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013, του 2014 και του 2015, στις οποίες στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεδομένου ότι δεν αμφισβήτησε τις εν λόγω εκθέσεις εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο ΚΥΚ. Επιπλέον, η Επιτροπή αμφισβητεί τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

260

Κατά πρώτον, όσον αφορά τον λόγο απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή, επιβάλλεται παραπομπή στη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 235 και 236 ανωτέρω.

261

Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως στηρίζεται σε ορισμένες εκτιμήσεις που περιέχονται, μεταξύ άλλων, στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013, του 2014 και του 2015 σχετικά με την προσφεύγουσα.

262

Πιο συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι το σκεπτικό που αναπτύσσεται στο τελευταίο εδάφιο της σελίδας 1 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 αφορά την έκθεση αξιολόγησης του 2013. Επίσης, το σκεπτικό σχετικά με τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε η προσφεύγουσα να συνδυάσει αρμονικά την προσωπική και την επαγγελματική της ζωή, το οποίο αναπτύσσεται στο δεύτερο εδάφιο της σελίδας 2 του ίδιου εγγράφου, αφορά την έκθεση αξιολόγησης του 2014. Τέλος, το σκεπτικό που εκτίθεται στη σελίδα 3, στοιχεία a έως e του ίδιου εγγράφου επαναλαμβάνει την ποιοτική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της προσφεύγουσας, η οποία αντιστοιχεί στο σημείο 3.1 της έκθεσης αξιολόγησης του 2015.

263

Με τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στο πλαίσιο της δεύτερης έως και πέμπτης αιτιάσεως του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα επιδιώκει να αμφισβητήσει το περιεχόμενο της εν λόγω ποιοτικής αξιολόγησης και, κατ’ επέκταση, της έκθεσης αξιολόγησης του 2015.

264

Πάντως, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η προσφεύγουσα έλαβε γνώση της έκθεσης αξιολόγησης του 2015 που την αφορούσε και δεν την αμφισβήτησε εντός των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, με αποτέλεσμα τόσο η εν λόγω έκθεση όσο και οι εκτιμήσεις που περιέχονται σε αυτή να καταστούν απρόσβλητες.

265

Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα νέο και ουσιώδες στοιχείο που να αποδεικνύει ότι δεν αποκλείεται να προσβάλει την έκθεση αξιολόγησης του 2015.

266

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αμφισβητήσει την έκθεση αξιολόγησης του 2015, παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς την οποία η έκθεση αυτή είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, η δεύτερη έως και πέμπτη αιτίαση του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως είναι απαράδεκτες, καθόσον σκοπούν την αμφισβήτηση πράξεως που έχει καταστεί απρόσβλητη.

267

Αντιθέτως, η πρώτη, η έκτη, η έβδομη και η όγδοη αιτίαση δεν επιδιώκουν να αμφισβητήσουν τις εκτιμήσεις που περιέχονται στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013, του 2014 και του 2015. Επομένως, η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος αυτό.

268

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα επικαλείται τις εκτιμήσεις που περιέχονται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014 σχετικά με τη συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας «Οργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων για τους γονείς» και «Κουζίνα».

269

Ωστόσο, από τις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013 και του 2015, στις οποίες παραπέμπει η προσβαλλόμενη απόφαση, προέκυψε ότι το 2013 η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις ομάδες εργασίας «Κουζίνα» και «Οργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων για τους γονείς» ήταν πολύ περιορισμένη και ότι το 2015 η συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας «Εφημερίδα του CPE», «Κουζίνα» και «Αθλητισμός» ήταν ανεπαρκής ή ανύπαρκτη.

270

Εξάλλου, από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 4 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ότι η έκθεση αξιολόγησης του 2015 έθεσε, μεταξύ άλλων, ως στόχο για την προσφεύγουσα, όσον αφορά το έτος 2016, να επιδείξει μεγαλύτερη προσήλωση στην εκτέλεση των καθηκόντων των διαφόρων ομάδων εργασίας ως υπεύθυνη επικοινωνίας ή αναπληρώτρια, τηρώντας μηνιαίο πίνακα με τις παρατηρήσεις ή τα προβλήματα που ανακύπτουν (κατά τρόπο πρακτικό και ακριβή), διατυπώνοντας προτάσεις ή καταρτίζοντας πρόγραμμα σωματικών δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια των σχολικών διακοπών και συντάσσοντας ετήσια έκθεση της ομάδας εργασίας «Αθλητισμός». Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία ένδειξη βελτίωσης των επιδόσεων της προσφεύγουσας σε σχέση με αυτόν τον στόχο τον οποίο γνώριζε από τις 5 Απριλίου 2016.

271

Πράγματι, στη σελίδα 4, στοιχείο b, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC έκρινε ότι, πριν από την αποχώρηση της προσφεύγουσας με γονική άδεια, στις 15 Ιουλίου 2016, η συμμετοχή της στα καθήκοντα διαφόρων ομάδων εργασίας στις οποίες ανήκε χαρακτηριζόταν από την ίδια έλλειψη ζήλου. Πιο συγκεκριμένα, η AHCC επέκρινε την προσφεύγουσα επειδή δεν είχε αναλάβει πρωτοβουλία για τη δημιουργία του μηνιαίου πίνακα με την καταγραφή των προβλημάτων που ανέκυπταν στην ομάδα «Κουζίνα», επειδή δεν συμμετείχε ενεργά στην ομάδα εργασίας «Αθλητισμός» και επειδή δεν υπέβαλε τις ετήσιες εκθέσεις των ομάδων «Κουζίνα» και «Εφημερίδα του CPE» πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια, παρά το σχετικό αίτημα της προϊσταμένης της μονάδας της με ημερομηνία 26 Μαΐου 2016.

272

Συνεπώς, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα κατέθεσε ότι συμμετείχε, το 2014, στις ομάδες εργασίας, όπως της ζητήθηκε, δεν ασκεί καμία επιρροή σε σχέση με τη διαπίστωση που περιέχεται στη σελίδα 1, στη σελίδα 3, στοιχείο a, και στη σελίδα 4, στοιχείο b, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016. Η διαπίστωση αυτή σχετίζεται με την έλλειψη συμμετοχής της προσφεύγουσας στις ομάδες εργασίας στις οποίες ανήκε κατά τα έτη 2013 και 2015 και για την περίοδο από τις 5 Απριλίου έως τις 15 Ιουλίου 2016.

273

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που στηρίζεται στην έλλειψη συμμετοχής της στις ομάδες εργασίας των οποίων ήταν μέλος το 2013, το 2015 και για μια περίοδο του 2016 πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και, ως εκ τούτου, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

274

Κατά τρίτον, με την έκτη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον η ίδια απέστειλε το σχέδιο της Εφημερίδας Χριστουγέννων 2015 στους υπευθύνους για την επικύρωση του σχεδίου αυτού στις 22 Ιανουαρίου 2016 και όχι τον Ιούλιο του 2016. Δήλωσε ότι η καθυστέρηση διαβιβάσεως του ηλεκτρονικού μηνύματός της στο οποίο επισυναπτόταν το σχέδιο της εφημερίδας αναγόταν σε μια δυσλειτουργία πληροφορικής φύσεως και ότι η καθυστέρηση στη δημοσίευσή του οφειλόταν σε δύο συναδέλφους της και στην ιεραρχικά ανώτερή της.

275

Συναφώς, από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 4 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ότι η έκθεση αξιολόγησης του 2015 έθεσε ως στόχο για την προσφεύγουσα, όσον αφορά το έτος 2016, να επιδείξει μεγαλύτερη προσήλωση στην εκτέλεση των καθηκόντων των διαφόρων ομάδων εργασίας ως υπεύθυνη επικοινωνίας ή αναπληρώτρια, συντάσσοντας και διανέμοντας τρεις εφημερίδες του CPE. Κατά το σκεπτικό αυτό, δεν υπήρξε καμία ένδειξη βελτίωσης των επιδόσεων της προσφεύγουσας σε σχέση με τον εν λόγω στόχο τον οποίο γνώριζε από τις 5 Απριλίου 2016.

276

Πιο συγκεκριμένα, στη σελίδα 4, στοιχείο b, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC επέκρινε την προσφεύγουσα για την αποστολή της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015 στις 18 Ιουλίου 2016, ως προς την οποία οι ανώτεροί της έκριναν ότι δεν ήταν πλέον σημαντική.

277

Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα παραπέμπει σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στις 22 Ιανουαρίου 2016, αντίγραφο του οποίου επισύναψε στην προσφυγή της.

278

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, το έγγραφο αυτό δεν είναι αρκούντως πειστικό, δεδομένου ότι, μολονότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου περιέχει το μήνυμα «σας αποστέλλω προς εκτύπωση το σχέδιό μας για την ειδική χριστουγεννιάτικη έκδοση της εφημερίδας» και παραπομπή σε συνημμένο αρχείο με τίτλο «Le petit journal garderie NOEL.edition specialdocx», σημειώνει επίσης ότι η εφημερίδα «για το καρναβάλι θα ακολουθήσει το συντομότερο δυνατό», μολονότι η σχετική γιορτή έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους.

279

Δεύτερον, η Επιτροπή προσκόμισε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία αποστολής την 18η Ιουλίου 2016, το οποίο προερχόταν από την προσφεύγουσα και απευθυνόταν στους ίδιους αποδέκτες και περιείχε ακριβώς το ίδιο μήνυμα με εκείνο που περιείχε το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

280

Τρίτον, αν και η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο φέρεται να απέστειλε το σχέδιο της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015 στους συναδέλφους της δεν έφθασε στους αποδέκτες του λόγω δυσλειτουργίας πληροφορικής φύσεως, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού.

281

Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η δημοσίευση της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015, μετά την αποστολή της, στις 22 Ιανουαρίου 2016, καθυστέρησε με ευθύνη δύο συναδέλφων της και στη συνέχεια της υπεύθυνης του CPE του Kirchberg στο Λουξεμβούργο, όπερ εξηγεί για ποιον λόγο έστειλε το σχέδιο της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015 δύο φορές στους ανωτέρους της.

282

Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη των ισχυρισμών της, οι οποίοι, εξάλλου, αντικρούονται εν μέρει από τα έγγραφα της δικογραφίας.

283

Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί ότι το όνομα του ενός εκ των δύο συναδέλφων που μνημονεύονται στη σκέψη 281 ανωτέρω δεν εμφανίζεται ούτε στον κατάλογο των αποδεκτών του ηλεκτρονικού μηνύματος της 22ας Ιανουαρίου 2016, το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, ούτε στη σύνθεση της ομάδας εργασίας «Εφημερίδα του CPE» που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

284

Εξάλλου, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το σχέδιο της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015 έπρεπε να εγκριθεί από την προϊσταμένη του CPE του Kirchberg, τόσο το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 22ας Ιανουαρίου 2016, το οποίο επικαλείται, όσο και το μήνυμα της 18ης Ιουλίου 2016, που προσκομίζει η Επιτροπή, αναφέρουν το πρόσωπο αυτό μόνον ως παραλήπτη αντιγράφου των εν λόγω μηνυμάτων, τα οποία απεστάλησαν σε τρία άλλα πρόσωπα που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι ήταν μέλη της ομάδας εργασίας «Εφημερίδα του CPE».

285

Συνεπώς, οι περιστάσεις αυτές δύνανται να επιβεβαιώσουν τους ισχυρισμούς της Επιτροπής ότι το σχέδιο της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015 δεν έπρεπε να εγκριθεί από την προϊσταμένη του CPE του Kirchberg, αλλά μόνον από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας εργασίας «Εφημερίδα του CPE».

286

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο για να καταρρίψει όσα προέβαλε η Επιτροπή, σύμφωνα με τα οποία αυτή απέστειλε στα μέλη της ομάδας εργασίας «Εφημερίδα του CPE» το σχέδιο της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015, με σκοπό την έγκρισή του, μόλις στις 18 Ιουλίου 2016.

287

Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

288

Κατά τέταρτον, με την έβδομη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μη διαβίβαση του σχεδίου παιδαγωγικών δράσεων που της προσάπτεται, όσον αφορά το 2016, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχε τέτοιο σχέδιο, ακόμη και αν το σχέδιο παιδαγωγικών δράσεων δεν είχε επισημοποιηθεί προηγουμένως. Επιπλέον, θεωρεί ότι πρέπει να εξετασθεί το ζήτημα αν το μέλος του προσωπικού που βρίσκεται σε γονική άδεια οφείλει να καταρτίσει σχέδιο παιδαγωγικών δράσεων για την περίοδο απουσίας του από την υπηρεσία, στο μέτρο που το σχέδιο αυτό πρέπει να είναι προσαρμοσμένο στα παιδιά που του ανατίθενται και να είναι εξατομικευμένο.

289

Από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 4 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ότι η έκθεση αξιολόγησης του 2015 ανέθεσε στην προσφεύγουσα, για το έτος 2016, μεταξύ άλλων, τον στόχο της καταρτίσεως πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων. Στη σελίδα 4, στοιχείο a, του ίδιου εγγράφου, η AHCC επέκρινε την προσφεύγουσα επειδή δεν παρέδωσε τον εν λόγω πίνακα πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια στις 15 Ιουλίου 2016, μολονότι, πρώτον, προηγήθηκε σχετική υπενθύμιση στις 26 Μαΐου 2016 και, δεύτερον, η προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της 112,5 ευέλικτες ώρες για την κατάρτιση του πίνακα που αντιστοιχούν σε δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες.

290

Οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας, αφενός, ότι η κατάρτιση πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων δεν συνιστούσε, προηγουμένως, επίσημη πρακτική και, αφετέρου, ότι ο πίνακας αυτός δεν ήταν ούτε αναγκαίος ούτε ενδεδειγμένος στο μέτρο που είχε προγραμματίσει να λάβει γονική άδεια, δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τον υποχρεωτικό χαρακτήρα του στόχου της κατάρτισης του εν λόγω πίνακα, ο οποίος της είχε ανατεθεί στην έκθεση αξιολόγησης του 2015 και για τον οποίο δεν αμφισβητείται ότι ήταν ενήμερη από τις 5 Απριλίου 2016.

291

Εξάλλου, από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε στην προσφεύγουσα η προϊσταμένη της μονάδας, στις 26 Μαΐου 2016, προκύπτει ότι η τελευταία της ζήτησε να καταρτίσει τον πίνακα των εκπαιδευτικών δράσεων για την προετοιμασία του σχολικού έτους 2016/2017, ακολουθώντας υπόδειγμα που επισυναπτόταν στο εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Επιπλέον, η προϊσταμένη της μονάδας της υπενθύμισε ότι ο προγραμματισμός αυτός έπρεπε να πραγματοποιείται κάθε σχολικό έτος, σύμφωνα με οδηγία που εφαρμόζεται από το 2014. Τέλος, ο εν λόγω πίνακας εκπαιδευτικών δράσεων προοριζόταν να χρησιμεύσει ως βάση εργασίας για το πρόσωπο το οποίο επρόκειτο να αναλάβει, τον Σεπτέμβριο του 2016, την ομάδα παιδιών που είχε ανατεθεί στην προσφεύγουσα για το σχολικό έτος 2016/2017, εν αναμονή της επιστροφής της από τη γονική άδεια.

292

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 11 και 81 του ΚΛΠ, προβλέπει ότι «[ο] υπάλληλος, ανεξάρτητα από τη θέση του στην ιεραρχία, έχει την υποχρέωση να επικουρεί και να συμβουλεύει τους ανωτέρους του. Είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί».

293

Σύμφωνα με το άρθρο 21α του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν και στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 11 και 81 του ΚΛΠ, ο υπάλληλος μπορεί να αποφύγει την υποχρέωση υπακοής που προβλέπει το άρθρο 21 του ΚΥΚ μόνον εφόσον η εντολή που του απευθύνει η ανώτερη ιεραρχικά αρχή είναι προδήλως παράνομη ή αντίθετη προς τους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

294

Εν προκειμένω, ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ούτε καν ισχυρίζεται ότι η οδηγία που της δόθηκε να καταρτίσει πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια ήταν προδήλως παράνομη ή αντίθετη προς τους εφαρμοστέους κανόνες ασφαλείας.

295

Υπό τις συνθήκες αυτές, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η AHCC έκρινε ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν διαβίβασε στην ιεραρχικά ανώτερή της, πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια, τον πίνακα των εκπαιδευτικών δράσεων που της ζήτησε η τελευταία, συνιστούσε ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους της προσφεύγουσας και μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.

296

Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

297

Κατά πέμπτον και τελευταίον, με την όγδοη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η AHCC δεν ήταν δυνατόν, χωρίς να υποπέσει σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, να αξιολογήσει την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί για το 2016 μόνο με βάση την παρουσία δύο μηνών.

298

Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 28 της αναιρετικής αποφάσεως, από το έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ρητώς ότι, κατά τη γενική εκτίμηση του τρόπου με τον οποίο η προσφεύγουσα είχε λάβει υπόψη τους στόχους αυτούς, η AHCC περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι δεν υπήρξε, συναφώς, καμία ένδειξη βελτίωσης του επιπέδου των επιδόσεών της.

299

Μολονότι η AHCC επέκρινε την προσφεύγουσα ότι δεν είχε εκπληρώσει πλήρως τον πρώτο στόχο που της είχε ανατεθεί στην έκθεση αξιολόγησης του 2015, ήτοι την κατάρτιση πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων, δεν μπορούσε να λεχθεί το ίδιο για τους άλλους δύο στόχους, οι οποίοι συνίσταντο, αφενός, στην επίδειξη μεγαλύτερης προσήλωσης στην εκτέλεση των καθηκόντων των διαφόρων ομάδων εργασίας στις οποίες συμμετείχε και, αφετέρου, στον επαρκή προγραμματισμό της γονικής της άδειας (πρβλ. αναιρετική απόφαση, σκέψη 29).

300

Εξάλλου, όσον αφορά, πιο συγκεκριμένα, τον πρώτο στόχο σχετικά με την κατάρτιση του πίνακα των εκπαιδευτικών δράσεων, ως προς τον οποίο δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση στις 5 Απριλίου 2016, αυτή δεν αποδεικνύει ούτε καν ισχυρίζεται ότι δεν είχε τον χρόνο να τον ολοκληρώσει πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια στις 15 Ιουλίου 2016, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση επισημαίνει ότι είχε στη διάθεσή της για τον σκοπό αυτόν χρόνο που αντιστοιχεί σε δεκατέσσερις εργάσιμες ημέρες.

301

Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η AHCC υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν διαπίστωσε, κατά τη λήξη περιόδου περίπου τριών μηνών, ότι δεν είχε εκπληρώσει τον πρώτο στόχο που της είχε ανατεθεί στην έκθεση αξιολόγησης του 2015, ο οποίος αφορούσε την κατάρτιση του πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων.

302

Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, όπως και το παρόν σκέλος στο σύνολό του.

ε)   Επί του τέταρτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το σκεπτικό που στηρίζεται στη μη ενημέρωση των ιεραρχικά ανωτέρων και των συναδέλφων της προσφεύγουσας για τη συμμετοχή της σε ορισμένες συνεδριάσεις του CCP και του CLP

303

Στο σκέλος αυτό, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις. Πρώτον, υποστηρίζει ότι καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν την υποχρέωνε να γνωστοποιήσει στους συναδέλφους της τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις του CCP και του CLP στις οποίες είχε προσκληθεί. Δεύτερον, διατείνεται ότι ενημέρωνε πάντοτε εκ των προτέρων τους ιεραρχικά ανωτέρους της για τις συνεδριάσεις στις οποίες έπρεπε να παρίσταται λόγω της εντολής της ως αντιπροσώπου των εργαζομένων, ότι οι ανώτεροί της είχαν στη διάθεσή τους το ημερολόγιο των συνεδριάσεων του CCP και του CLP και ότι κλήθηκε την τελευταία στιγμή να παραστεί στη συνεδρίαση του CCP στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2014.

304

Η Επιτροπή αντικρούει τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας.

305

Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η συνολική διαπίστωση της επαγγελματικής ανεπάρκειας στην οποία προέβη η AHCC με την προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο ότι η προσφεύγουσα δεν λάμβανε πάντοτε υπόψη τα συμφέροντα της υπηρεσίας κατά τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων της σχετικά με την εντολή της ως εκπροσώπου του προσωπικού.

306

Πιο συγκεκριμένα, στη σελίδα 2, στοιχείο e, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC επέκρινε την προσφεύγουσα, διότι ενημέρωσε τους ιεραρχικά ανωτέρους της για την παρουσία της, στις 26 Φεβρουαρίου 2014, σε συνεδρίαση σχετική με τη συνδικαλιστική της εντολή, μόλις την προηγούμενη ημέρα στις 17:26.

307

Επιπλέον, στη σελίδα 2, στοιχείο f, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC προσήψε στην προσφεύγουσα ότι δεν ενημέρωσε τους συναδέλφους της για τη συμμετοχή της σε συνεδρίαση του CCP στις 9 Δεκεμβρίου 2014.

308

Ακολούθως, στη σελίδα 2, στοιχείο g, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC επέκρινε την προσφεύγουσα, αφενός, επειδή ενημέρωσε τους ιεραρχικά ανωτέρους της για τη συμμετοχή της, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2014, σε συνεδρίαση της ολομέλειας του CCP μόλις την προηγούμενη ημέρα και, αφετέρου, επειδή δεν ενημέρωσε τους συναδέλφους της.

309

Τέλος, στη σελίδα 5, στοιχείο d, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC προσήψε στην προσφεύγουσα ότι ενημέρωσε τους ιεραρχικά ανωτέρους και τους συναδέλφους της για την παρουσία της στις συνεδριάσεις της CCP της 28ης Ιανουαρίου και της 24ης Μαΐου 2016 την ίδια ημέρα των συνεδριάσεων αυτών.

310

Προκαταρκτικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την παραπομπή της AHCC, στη σελίδα 2 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, στην εκτίμηση που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014 σύμφωνα με την οποία η προσφεύγουσα δεν λάμβανε πάντοτε υπόψη τα συμφέροντα της υπηρεσίας κατά τον προγραμματισμό των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων της, αλλά μόνον το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 2, υπό στοιχεία e έως g, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, και το οποίο δεν επαναλαμβάνει εκτίμηση που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014.

311

Συνεπώς, η επιχειρηματολογία που προβάλλει η προσφεύγουσα στο παρόν σκέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θέτει υπό αμφισβήτηση εκτίμηση που περιέχεται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014 η οποία έχει καταστεί οριστική, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

312

Κατά πρώτον, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, και όπως επισημαίνεται στη σκέψη 173 ανωτέρω, υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που έχει αποσπαστεί λόγω της συνδικαλιστικής του εντολής ή ως εκπρόσωπος του προσωπικού πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ΚΥΚ, να λάβει προηγουμένως την άδεια του ιεραρχικά ανωτέρου του προκειμένου να απουσιάζει από την υπηρεσία και να παρίσταται στις συνεδριάσεις στις οποίες καλείται βάσει της εντολής αυτής. Η απαίτηση προηγούμενης άδειας που προβλέπει το άρθρο 60 του ΚΥΚ υπόκειται σε παρέκκλιση μόνο σε περίπτωση ασθένειας ή ατυχήματος και όχι σε περίπτωση συμμετοχής σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες ή σε συνεδριάσεις οργάνου εκπροσώπησης του προσωπικού, όπως το CLP ή το CCP.

313

Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 174 ανωτέρω, το άρθρο 7, σημείο 3.1, της αποφάσεως C(2011) 3588 υποχρέωνε την προσφεύγουσα να ενημερώνει εγκαίρως τους ιεραρχικά ανωτέρους της για τις προσκλήσεις της να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις του CLP και του CCP, και η ιεραρχικά ανώτερη αρχή μπορούσε, εφόσον παρίστατο ανάγκη, να αρνηθεί να επιτρέψει τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις αυτές με γραπτή και αιτιολογημένη απόφαση.

314

Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι ούτε το άρθρο 60 του ΚΥΚ ούτε η απόφαση C(2011) 3588 επιβάλλουν σε υπάλληλο με συνδικαλιστική εντολή ή εντολή εκπροσώπησης του προσωπικού να ενημερώνει τους συναδέλφους του για τη συμμετοχή του σε συνεδριάσεις που συνδέονται με την άσκηση της εντολής του.

315

Δεύτερον, αντιθέτως με όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα έλαβε επίσημη εντολή από τους ιεραρχικά ανωτέρους της που την υποχρέωνε να ενημερώνει τους συναδέλφους της για τις απουσίες της λόγω της συμμετοχής της στις συνεδριάσεις του CLP και του CCP.

316

Κατ’ αρχάς, πράγματι, από ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έστειλε η προσφεύγουσα στην προϊσταμένη της μονάδας της στις 6 Σεπτεμβρίου 2011 προκύπτει ότι η τελευταία έκρινε ότι οι ιδιαίτερες απαιτήσεις του CPE και η φύση των καθηκόντων της προσφεύγουσας δεν της επέτρεπαν να συμμετέχει συστηματικά σε συνεδριάσεις που συνδέονται με την άσκηση της συνδικαλιστικής της εντολής. Με το ηλεκτρονικό αυτό μήνυμα, η προσφεύγουσα είχε λάβει άδεια να συμμετέχει σε συνδικαλιστικές συνεδριάσεις υπό τη διπλή προϋπόθεση, αφενός, να έχει συνεννοηθεί με τη συνάδελφο με την οποία φρόντιζε μια ομάδα παιδιών και, αφετέρου, να έχει ενημερώσει τη γραμματεία της μονάδας και τη διευθύντρια του παιδικού σταθμού.

317

Ωστόσο, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι οδηγίες αυτές ανανεώθηκαν πέραν του σχολικού έτους 2011/2012 και, ειδικότερα, μετά τον διορισμό της προσφεύγουσας ως μέλους του CLP και του CCP κατά τη διάρκεια του έτους 2014.

318

Πιο συγκεκριμένα, μολονότι από σημείωμα της προϊσταμένης της μονάδας της προσφεύγουσας, με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2017, προκύπτει ότι η εκπλήρωση της συνδικαλιστικής εντολής της είχε αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας με τον πρόεδρο της συνδικαλιστικής οργάνωσης στην οποία η προσφεύγουσα ήταν μέλος, δεν προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή, η οποία ίσχυε μεταξύ της 16ης Ιουλίου 2011 και της 1ης Απριλίου 2014, ανανεώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή.

319

Ακολούθως, από το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που μνημονεύεται στη σελίδα 2, στοιχείο f, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 προκύπτει ότι, με το εν λόγω μήνυμα, μια συνάδελφος της προσφεύγουσας ενημέρωσε την προϊσταμένη του παιδικού σταθμού του CPE του Mamer για την έκπληξή της διότι δεν είχε ενημερωθεί από την προσφεύγουσα για την απουσία της στις 9 Δεκεμβρίου 2014. Σύμφωνα με το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα, ρώτησε την εν λόγω προϊσταμένη εάν υφίσταται πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ συναδέλφων.

320

Τέλος, τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει η Επιτροπή δεν στηρίζουν την ύπαρξη επίσημης οδηγίας προς την προσφεύγουσα προκειμένου να ενημερώνει τους συναδέλφους της για τις απουσίες της λόγω της συμμετοχής της στις συνεδριάσεις του CLP και του CCP.

321

Ως προς το ζήτημα αυτό, η έκθεση αξιολόγησης του 2014 περιέχει μόνο μία δήλωση ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να λαμβάνει συστηματικά υπόψη την οργάνωση της υπηρεσίας όταν σκόπευε να συμμετάσχει στις συνδικαλιστικές της δραστηριότητες και ότι έπρεπε να αποφύγει την απουσία της τον Σεπτέμβριο.

322

Ομοίως, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστειλε η προσφεύγουσα στις 27 Απριλίου 2015 στην υπηρεσιακή θυρίδα του CPE του Mamer, κοινοποιώντας το και σε ορισμένους συναδέλφους της, με το οποίο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, τις επικείμενες απουσίες της για τον επόμενο μήνα, δεν αρκούσε για να αποδείξει την ύπαρξη επίσημης οδηγίας που της είχε αποσταλεί προκειμένου να ενημερώνει συστηματικά τους συναδέλφους της για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις του CCP και του CLP.

323

Άλλωστε, με σημείωμα της 15ης Ιουλίου 2016, στο οποίο επίσης παραπέμπει η Επιτροπή, η προϊσταμένη της μονάδας της προσφεύγουσας έκρινε ότι, μολονότι η προσφεύγουσα, υπό την ιδιότητά της ως εκπροσώπου του προσωπικού, είχε το δικαίωμα να συμμετάσχει σε συνεδρίαση της CCP που είχε οριστεί τον Δεκέμβριο του 2014 χωρίς προηγούμενη άδεια, η έγκαιρη ενημέρωση των ιεραρχικά ανωτέρων και των συναδέλφων της συνιστούσε «καλή πρακτική».

324

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα αγνόησε επίσημη οδηγία των ανωτέρων της, βάσει της οποίας όφειλε να ενημερώσει τους συναδέλφους της για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις του CCP και του CLP και, κατά συνέπεια, ότι παρέβη τις υποχρεώσεις πίστης και υπακοής που απορρέουν από τα άρθρα 11 και 21 του ΚΥΚ.

325

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η AHCC υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι η έλλειψη προηγούμενης ενημέρωσης των συναδέλφων της για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις της 9ης, 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 2014 και της 28ης Ιανουαρίου και 24ης Μαΐου 2016 συνιστούσε ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους της.

326

Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση του σκέλους αυτού, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι το γεγονός ότι οι ιεραρχικά ανώτεροι της προσφεύγουσας είχαν πρόσβαση στο πρόγραμμα των συνεδριάσεων του CCP και του CLP δεν την απάλλασσε από την υποχρέωσή της να ζητήσει άδεια απουσίας προκειμένου να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις αυτές, σύμφωνα με το άρθρο 60, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ.

327

Δεύτερον, μολονότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ενημέρωνε πάντοτε εκ των προτέρων τους ιεραρχικά ανωτέρους της για τις συνεδριάσεις στις οποίες συμμετείχε λόγω της ιδιότητάς της ως εκπροσώπου του προσωπικού, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι, μόλις έλαβε τις προσκλήσεις για τις συνεδριάσεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ζήτησε άδεια απουσίας που να επιτρέπει στους ιεραρχικά ανωτέρους της να μεριμνήσουν άμεσα για την αντικατάστασή της και να διασφαλίσουν τη συνέχεια της υπηρεσίας.

328

Πιο συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε καν ισχυρίστηκε ότι είχε κληθεί καθυστερημένα στη συνδικαλιστική συνεδρίαση της 26ης Φεβρουαρίου 2014.

329

Εξάλλου, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι συνεδριάσεις της CCP στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2014 και στις 28 Ιανουαρίου και 24 Μαΐου 2016 πραγματοποιήθηκαν στις Βρυξέλλες, οπότε, δεδομένου του χρόνου που απαιτείται για τη μετακίνηση μεταξύ Λουξεμβούργου και Βρυξελλών, ανάλογα με το μέσο μεταφοράς, είναι απίθανο η προσφεύγουσα να ειδοποιήθηκε μόλις την προηγούμενη ημέρα ή την ημέρα των συνεδριάσεων αυτών.

330

Υπό τις συνθήκες αυτές, η AHCC δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η παράλειψη ενημερώσεως των ιεραρχικά ανωτέρων της προσφεύγουσας για τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2014, της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 2014 και της 28ης Ιανουαρίου και 24ης Μαΐου 2016 συνιστούσε ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους της.

στ)   Επί του πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το σκεπτικό σχετικά με την καθυστέρηση της αιτήσεως επαναφοράς της προσφεύγουσας σε θέση πλήρους απασχόλησης μετά από περίοδο μερικής απασχολήσεως για λόγους υγείας

331

Στο παρόν σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως αναπτύσσεται στη σελίδα 3, στοιχείο h, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον το καθεστώς ημιαπασχόλησης για λόγους υγείας θα μπορούσε να είχε παραταθεί και η επαναφορά της σε πλήρη απασχόληση έγινε με δική της πρωτοβουλία και το σκεπτικό δεν εκφράζει με ακρίβεια αυτό το οποίο της προσάπτεται.

332

Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

333

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σελίδα 3, στοιχείο h, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC διαπίστωσε ότι, αφού η προσφεύγουσα είχε ασκήσει τα καθήκοντά της με καθεστώς ημιαπασχόλησης για λόγους υγείας από τις 17 Νοεμβρίου έως τις 23 Δεκεμβρίου 2014, η ιατρική υπηρεσία τής συνέστησε να συζητήσει με τους ανωτέρους της με σκοπό να οργανωθεί η επαναφορά της σε πλήρη απασχόληση τον Ιανουάριο του 2015. Σημείωσε επίσης ότι η προσφεύγουσα επικοινώνησε με τους ανωτέρους της μόλις στις 22 Δεκεμβρίου 2014.

334

Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το σκεπτικό που αναπτύσσεται στη σελίδα 3, στοιχείο h, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 δεν αναπαράγει εκτίμηση περιλαμβανόμενη στην έκθεση αξιολόγησης του 2014, η οποία, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, έχει καταστεί απρόσβλητη.

335

Όσον αφορά το βάσιμο της επιχειρηματολογίας που προβάλλεται στο σκέλος αυτό, πρώτον, από το τρίτο έως πέμπτο εδάφιο του άρθρου 59 του ΚΥΚ, το οποίο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των άρθρων 16 και 91 του ΚΛΠ, προκύπτει ότι ο υπάλληλος ή ο έκτακτος ή συμβασιούχος υπάλληλος που βρίσκεται σε αναρρωτική άδεια δύναται, ανά πάσα στιγμή, να υποχρεωθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση που διοργανώνεται από το όργανο και εάν από την ιατρική εξέταση διαπιστωθεί ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού είναι σε θέση να ασκήσει τα καθήκοντά του, η απουσία του θεωρείται αδικαιολόγητη από την ημερομηνία της εξέτασης, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού θεωρεί ότι τα πορίσματα της ιατρικής εξέτασης που διοργανώθηκε από την αρμόδια αρχή είναι ιατρικώς αδικαιολόγητα, οπότε μπορεί, είτε ο ίδιος είτε ένας ιατρός που ενεργεί για λογαριασμό του, να υποβάλει, εντός δύο ημερών, στο όργανο αίτηση παραπομπής του θέματος σε ανεξάρτητο ιατρό για γνωμάτευση.

336

Στην προκειμένη περίπτωση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει άδεια να εργάζεται με καθεστώς ημιαπασχόλησης για λόγους υγείας από τις 17 Νοεμβρίου 2014 και ότι, στις 16 Δεκεμβρίου 2014, ο ιατρός που ήταν υπεύθυνος για τον ιατρικό έλεγχο συνέστησε να επανέλθει στην εργασία της με πλήρη απασχόληση από τον Ιανουάριο του 2015.

337

Ωστόσο, ούτε από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, επικοινωνώντας με τον εργοδότη της τη Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014, προκειμένου να οργανώσει τον τρόπο επαναφοράς της σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης τον Ιανουάριο του 2015, η προσφεύγουσα παρέβλεψε προθεσμία που όριζε διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή οδηγία των ιεραρχικά ανωτέρων της.

338

Δεύτερον, μολονότι γίνεται κοινώς δεκτό ότι, στις 22 Δεκεμβρίου 2014, η υπηρεσία του παιδικού σταθμού του CPE ήταν κλειστή λόγω της περιόδου των διακοπών των Χριστουγέννων, η Επιτροπή δεν ισχυρίζεται ότι η Διοίκηση του CPE δεν εξασφάλισε μόνιμη παρουσία κατά την περίοδο αυτή, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια της υπηρεσίας, οπότε δεν προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ότι οι λεπτομέρειες για την επαναφορά της προσφεύγουσας σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης δεν μπορούσαν να καθοριστούν μεταξύ 22 Δεκεμβρίου 2014 και 5 Ιανουαρίου 2015.

339

Τρίτον, δεν προκύπτει επίσης ότι η περίοδος των δύο εβδομάδων δεν ήταν επαρκής για την οργάνωση της επαναφοράς της προσφεύγουσας σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

340

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι, στηριζόμενη στο σκεπτικό που αναπτύσσεται στη σελίδα 3, στοιχείο h, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC υπέπεσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

ζ)   Επί του έκτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το σκεπτικό σχετικά με το συγκρουσιακό κλίμα στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer

341

Με το σκέλος αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το σκεπτικό που αναπτύσσεται στη σελίδα 4, στοιχείο f, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον η AHCC δεν έλαβε υπόψη την ιδιαιτέρως εχθρική υποδοχή που της επιφύλαξαν ορισμένοι συνάδελφοί της κατά την άφιξή της στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer.

342

Συναφώς, στη σελίδα 4, στοιχείο f, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, η AHCC διαπίστωσε ότι οι συνάδελφοι της προσφεύγουσας είχαν εκφράσει τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν στη συνεργασία μαζί της και ότι, ιδίως τον Απρίλιο του 2015, η προϊσταμένη του CPE του Mamer απέστειλε στην προϊσταμένη της μονάδας της προσφεύγουσας μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο οποίο ανέφερε ότι, ευθύς μόλις άρχισε την εργασία της στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer, υπήρχε ήδη «έντονο συγκρουσιακό κλίμα», «τα πράγματα πήγαιναν άσχημα» και «όλη η καλή ατμόσφαιρα του πρωινού είχε εξαφανιστεί».

343

Κατά πρώτον, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, τον Απρίλιο του 2015, η προσφεύγουσα τοποθετήθηκε στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer ως «ευέλικτη παιδαγωγός». Επίσης, σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Απριλίου 2015, το οποίο απευθύνεται στην προϊσταμένη της μονάδας της προσφεύγουσας και φέρει ως θέμα «Σύγκρουση στον παιδικό σταθμό», η προϊσταμένη του CPE του Mamer επισημαίνει ότι, ευθύς μόλις η προσφεύγουσα ανέλαβε τα καθήκοντά της στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer, υπήρχε ήδη έντονο συγκρουσιακό κλίμα, τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, όλη η καλή ατμόσφαιρα του πρωινού στον παιδικό σταθμό είχε εξαφανιστεί και ένας από τους συναδέλφους της προσφεύγουσας έκλαιγε, ενώ ένας άλλος φώναζε στο τηλέφωνο. Επιπλέον, σημειώθηκε ότι η προϊσταμένη του CPE του Mamer και μία από τις συναδέλφους της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ηρεμήσουν την κατάσταση, ότι, ειδικότερα, η πρώτη είχε περάσει πάνω από μία ώρα με την προσφεύγουσα το πρωί, ενώ η δεύτερη είχε μιλήσει με τους άλλους συναδέλφους και ότι ήταν εξαιρετικά επείγον να οργανωθεί συνάντηση με όλους πριν «αλληλοσκοτωθούν».

344

Ωστόσο, ελλείψει ακριβέστερης μνείας της αιτίας του έντονου συγκρουσιακού κλίματος που περιγράφεται στη σελίδα 4, στοιχείο f, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και πιστοποιείται με το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 23ης Απριλίου 2015 που μνημονεύεται στη σκέψη 343 ανωτέρω, από το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η ευθύνη για το συγκρουσιακό κλίμα βαρύνει αποκλειστικώς ή κυρίως την προσφεύγουσα.

345

Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα έγγραφα στα οποία παραπέμπει η Επιτροπή δεν περιέχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να τεκμηριώσουν την πρωταρχική ευθύνη της προσφεύγουσας για την πρόκληση του συγκρουσιακού κλίματος στις 23 Απριλίου 2015 στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer.

346

Πράγματι, το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος ενός συναδέλφου της προσφεύγουσας με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου 2014, το οποίο διαβιβάστηκε από την προϊσταμένη του CPE του Mamer την ίδια ημέρα, δεν διευκρινίζει τα αίτια του συγκρουσιακού κλίματος εντός του παιδικού σταθμού του CPE του Mamer στις 23 Απριλίου 2015.

347

Το ίδιο ισχύει και για την ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 25ης Ιουνίου 2015 μεταξύ της προϊσταμένης της μονάδας της προσφεύγουσας και της προϊσταμένης του CPE του Mamer, η οποία αφορά αποκλειστικά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η τελευταία κατά την αντικατάσταση της προσφεύγουσας στις 24 και 25 Ιουνίου 2015, λόγω της δηλωθείσας απουσίας της μόλις το πρωί της 24ης Ιουνίου 2015.

348

Ομοίως, οι βεβαιώσεις της προϊσταμένης και της διευθύντριας του CPE του Mamer και της προϊσταμένης της μονάδας της προσφεύγουσας, όλες με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2018, επισημαίνουν, σε γενικές γραμμές, ότι ορισμένοι συνάδελφοι τους ανέφεραν ευθέως και επανειλημμένως τις δυσχέρειές τους να συνεργαστούν αρμονικά με την προσφεύγουσα, χωρίς όμως να αναφερθούν στο συγκρουσιακό κλίμα που επικρατούσε εντός του παιδικού σταθμού του CPE του Mamer στις 23 Απριλίου 2015.

349

Τέλος, μολονότι η Επιτροπή παραπέμπει επίσης σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 21ης Οκτωβρίου 2015 προερχόμενο από τον γονέα ενός παιδιού το οποίο είχε φροντίσει η προσφεύγουσα στον «παιδικό σταθμό» του CPE του Kirchberg κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2014/2015, το εν λόγω μήνυμα δεν περιέχει καμία ένδειξη για τα αίτια του συγκρουσιακού κλίματος που επικρατούσε εντός του παιδικού σταθμού του CPE του Mamer στις 23 Απριλίου 2015.

350

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ορθώς υποστηρίζει ότι η AHCC, στηριζόμενη στο σκεπτικό που αναπτύσσεται στη σελίδα 4, στοιχείο f, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, υπέπεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

η)   Επί του έβδομου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά τη συνολική διαπίστωση της επαγγελματικής ανεπάρκειας της προσφεύγουσας

351

Το παρόν σκέλος περιλαμβάνει πέντε αιτιάσεις, με τις οποίες προβάλλεται, πρώτον, ότι οι παραλείψεις που προσάπτονται στην προσφεύγουσα δεν επαναλαμβάνονταν από έτος σε έτος στις εκθέσεις αξιολόγησής της, δεύτερον, ότι οι εκτιμήσεις στην έκθεση αξιολόγησης του 2015 δεν ήταν αντικειμενικές, τρίτον, ότι τα καταγγελλόμενα γεγονότα για τα έτη 2014 και 2015 ήταν πολύ παλαιά, τέταρτον, ότι δεν υφίσταται οποιοδήποτε σφάλμα ή αμέλεια εκ μέρους της προσφεύγουσας κατά τη φροντίδα των παιδιών που της είχαν εμπιστευθεί και, πέμπτον, ότι η Επιτροπή δεν συνεκτίμησε την προϋπηρεσία της προσφεύγουσας και το γεγονός ότι ουδέποτε της επιβλήθηκε επίπληξη ή προειδοποίηση.

352

Κατά πρώτον, πρέπει να προσδιοριστεί, πριν από την εξέταση των αιτιάσεων που μνημονεύονται στη σκέψη 351 ανωτέρω, και λαμβανομένης υπόψη της εξέτασης του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στις σκέψεις 73 έως 350 ανωτέρω, αν οι ελλείψεις νομιμότητας που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων αυτών συνεπάγονται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή αν το σκεπτικό το οποίο η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ή τον παράνομο χαρακτήρα του οποίου δεν απέδειξε αρκεί για να δικαιολογήσει από νομικής απόψεως την απόφαση αυτή, ανεξαρτήτως των στοιχείων της αιτιολογίας τα οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παράνομα.

353

Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά το 2013, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη νομιμότητας του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αναπτύσσεται στη σελίδα 1 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και σύμφωνα με το οποίο η προσφεύγουσα, αφενός, συμμετείχε ελάχιστα στις ομάδες εργασίας «Κουζίνα» και «Οργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων για τους γονείς» και, αφετέρου, είχε αναγκαστεί να προγραμματίσει τις δραστηριότητές της που αφορούσαν τις εν λόγω ομάδες εργασίας κατά τις λεγόμενες «ευέλικτες» ώρες, κατά τις οποίες δεν φρόντιζε τα παιδιά, και ορισμένοι γονείς είχαν παραπονεθεί για την απουσία της προσφεύγουσας από την αίθουσα διδασκαλίας όταν έρχονταν να παραλάβουν τα παιδιά τους.

354

Δεύτερον, όσον αφορά το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως που στηρίζεται στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά το έτος 2014, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επίσης την έλλειψη νομιμότητας των εκτιμήσεων που περιέχονται στην έκθεση αξιολόγησης του 2014, οι οποίες αναπαράγονται στη σελίδα 2 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016 και αφορούν, αφενός, τις δυσχέρειες που φέρεται να αντιμετώπισε η προσφεύγουσα προκειμένου να συμβιβάσει την προσωπική και την επαγγελματική της ζωή και, αφετέρου, τη μη συνεκτίμηση των συμφερόντων της υπηρεσίας κατά τον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την εντολή της ως εκπροσώπου του προσωπικού.

355

Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη νομιμότητας των ακόλουθων λόγων στη σελίδα 2, στοιχεία b έως g, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, που αφορούν, αντιστοίχως, τα εξής: τις παράτυπες απουσίες της στις 7 Μαΐου και στις 16 Ιουνίου 2014· το γεγονός ότι είχε προγραμματίσει την απουσία της στις 2 Μαΐου 2014 και ότι είχε ενημερώσει την υπηρεσία την ίδια ημέρα για την απουσία αυτή· την αδικαιολόγητη απουσία της στις 18 Ιουνίου 2014· το γεγονός ότι ενημέρωσε τους ανωτέρους της για την απουσία της στις 26 Φεβρουαρίου 2014, λόγω της συμμετοχής της σε συνδικαλιστική συνάντηση, μόλις την προηγούμενη ημέρα, στις 17:26· τις περιστάσεις υπό τις οποίες, στις 9 Δεκεμβρίου 2014, είχε αλλάξει τη διαρρύθμιση αίθουσας χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συναδέλφου με τον οποίο εργαζόταν και δεν είχε επαναφέρει την αίθουσα αυτή στην αρχική της διαρρύθμιση και, τέλος, το γεγονός ότι είχε ενημερώσει τους ιεραρχικά ανωτέρους της για την απουσία της στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2014, λόγω της συμμετοχής της σε συνεδρίαση της ολομέλειας του CCP, μόλις την παραμονή της 11ης Δεκεμβρίου 2014.

356

Τρίτον, όσον αφορά τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια του 2015, αυτή δεν αμφισβήτησε το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως στη σελίδα 3 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, σύμφωνα με το οποίο, στην έκθεση αξιολόγησης του 2015, το συνολικό επίπεδο των επιδόσεών της αξιολογήθηκε ως ανεπαρκές το 2015.

357

Επίσης, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη νομιμότητας των ακόλουθων λόγων στη σελίδα 3, στοιχεία a έως e και i, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, που αφορούν, αντιστοίχως, τα εξής: την ανεπαρκή ή ανύπαρκτη συμμετοχή της στις ομάδες εργασίας στις οποίες ήταν μέλος· την έλλειψη ζήλου όταν ασκούσε καθήκοντα «ευέλικτης παιδαγωγού· την έλλειψη ενημέρωσης των ιεραρχικά ανωτέρων της σχετικά με την υλοποίηση του στόχου της οργάνωσης δραστηριοτήτων γιόγκα· τη μη κατάρτιση πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων· το γεγονός ότι η έλλειψη συνέχειας στη φροντίδα της ομάδας παιδιών για την οποία ήταν υπεύθυνη είχε προκαλέσει δύο καταγγελίες από δύο γονείς και, τέλος, την έλλειψη επικοινωνίας σχετικά με ορισμένες από τις απουσίες της τον Ιούνιο του 2015.

358

Τέταρτον, όσον αφορά τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια του 2016, δεν απέδειξε την έλλειψη νομιμότητας του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως στη σελίδα 4 του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, κατά το οποίο δεν υπήρχε καμία ένδειξη βελτίωσης του επιπέδου των επιδόσεών της όσον αφορά τους τρεις στόχους που της είχαν τεθεί για το 2016.

359

Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την έλλειψη νομιμότητας του σκεπτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναπτύσσεται στη σελίδα 4, στοιχεία a και b, και στη σελίδα 5, στοιχεία d και e, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, που αφορά, αντιστοίχως, τα εξής: τη μη διαβίβαση του πίνακα των εκπαιδευτικών δράσεων που της ζητήθηκε, πριν από την αποχώρησή της με γονική άδεια στις 15 Ιουλίου 2016· τη μη διαβίβαση μηνιαίων εκθέσεων για θέματα που αφορούν τη συλλογική τροφοδοσία στο CPE, την απουσία ενεργού συμμετοχής στην ομάδα εργασίας «Αθλητισμός», τη μη σύνταξη των ετήσιων εκθέσεων των ομάδων «Κουζίνα» και «Εφημερίδα του CPE» πριν από την αποχώρησή του με γονική άδεια και την αποστολή, τον Ιούλιο του 2016, του σχεδίου της εφημερίδας των Χριστουγέννων 2015, που οι ανώτεροί της είχαν θεωρήσει ότι δεν ήταν πλέον σημαντική· την ελλιπή επικοινωνία με τους ιεραρχικά ανωτέρους της σχετικά με τις απουσίες της, ιδίως εκείνες της 28ης Ιανουαρίου και της 24ης Μαΐου 2016· και, τέλος, την αδικαιολόγητη απουσία της στις 30 και 31 Μαΐου 2016.

360

Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει πολυάριθμους λόγους των οποίων δεν αποδείχθηκε η έλλειψη νομιμότητας και οι οποίοι είναι αρκούντως σημαντικοί για να στηρίξουν τη συνολική διαπίστωση περί επαγγελματικής ανεπάρκειας στην οποία προέβη η AHCC, λαμβάνοντας υπόψη, κυρίως, την έλλειψη συμμετοχής της προσφεύγουσας στις ομάδες εργασίας των οποίων ήταν μέλος το 2013, το 2015 και το 2016, τις αδικαιολόγητες απουσίες της το 2014 και το 2016, τη μη έγκαιρη ενημέρωση των ιεραρχικά ανωτέρων της σχετικά με τη συμμετοχή της σε ορισμένες συνεδριάσεις που αφορούσαν τη συνδικαλιστική της εντολή ή την εντολή της ως εκπροσώπου του προσωπικού το 2014 και το 2016, καθώς και τη μη συμμόρφωση προς ορισμένες οδηγίες των ιεραρχικά ανωτέρων της το 2015 και το 2016.

361

Υπό τις συνθήκες αυτές, η νομιμότητα της συνολικής διαπιστώσεως περί επαγγελματικής ανεπάρκειας της προσφεύγουσας δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω λόγω πλάνης περί το δίκαιο που επηρεάζει το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως το οποίο αναπτύσσεται στη σελίδα 4, στοιχείο c, του εγγράφου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, σχετικά με τις ημερομηνίες και την περίοδο που ζήτησε η προσφεύγουσα να λάβει γονική άδεια, ούτε λόγω πρόδηλων σφαλμάτων εκτιμήσεως που πλήττουν το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο αναπτύσσεται στη σελίδα 2, στοιχεία a, f και g, στη σελίδα 3, στοιχείο h, στη σελίδα 4, στοιχείο f, και στη σελίδα 5, στοιχείο d, του ίδιου εγγράφου και αφορά, αντιστοίχως, τα εξής: την εσπευσμένη αίτηση της προσφεύγουσας, για οικογενειακούς λόγους, προκειμένου να ανακληθεί η άδεια άσκησης των καθηκόντων της υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης· την έλλειψη ενημέρωσης των συναδέλφων της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμμετοχή της σε συνεδρίαση του CCP στις 9 Δεκεμβρίου 2014· την έλλειψη ενημέρωσης των συναδέλφων της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμμετοχή της σε συνεδρίαση του CCP στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 2014· την αίτηση της προσφεύγουσας για να οργανώσει τον τρόπο επαναφοράς της σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης μετά την ημιαπασχόληση που της είχε εγκριθεί για λόγους υγείας· το συγκρουσιακό κλίμα στον παιδικό σταθμό του CPE του Mamer στις 23 Απριλίου 2015· και, τέλος, την έλλειψη ενημέρωσης των συναδέλφων της προσφεύγουσας σχετικά με τη συμμετοχή της στις συνεδριάσεις του CCP στις 28 Ιανουαρίου και στις 24 Μαΐου 2016.

362

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι ελλείψεις νομιμότητας που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου και του τέταρτου λόγου ακυρώσεως στις σκέψεις 73 έως 350 ανωτέρω δεν είναι τέτοιες ώστε να συνεπάγονται την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

363

Κατά δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον οι ίδιες επικρίσεις δεν επαναλαμβάνονται στις εκθέσεις αξιολόγησης από το ένα έτος στο άλλο, η AHCC δεν μπορούσε να την επικρίνει για την εξακολούθηση των παραλείψεών της επί σειρά ετών.

364

Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ελλείψει εφαρμογής, έστω και κατ’ αναλογίαν, του άρθρου 51 του ΚΥΚ στους συμβασιούχους υπαλλήλους, καμία διάταξη του ΚΛΠ δεν υποχρεώνει την AHCC, όταν εκδίδει απόφαση καταγγελίας της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, να στηρίζεται αποκλειστικά σε επανειλημμένες παραλείψεις που πρέπει να καταγράφονται στις εκθέσεις αξιολόγησης του εν λόγω υπαλλήλου.

365

Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, η AHCC μπορούσε νομίμως να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση όχι μόνο στη συμπεριφορά της προσφεύγουσας η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ορισμένων εκτιμήσεων στις εκθέσεις αξιολόγησης του 2013, 2014 και 2015, αλλά και σε συμπεριφορές που δεν αναφέρονταν στις εν λόγω εκθέσεις.

366

Ακολούθως, πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες συμπεριφορές τις οποίες η AHCC προσήψε στην προσφεύγουσα, ανεξαρτήτως του αν οδήγησαν ή όχι σε εκτιμήσεις στις εκθέσεις αξιολόγησης, αντιστοιχούσαν σε επανάληψη των ίδιων παραλείψεων μεταξύ των ετών 2013 και 2016.

367

Τούτο ισχύει, ιδίως, όσον αφορά τη μη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις ομάδες εργασίας στις οποίες ήταν μέλος, το 2013, το 2015 και το 2016, τις παράτυπες απουσίες της το 2014 και το 2016, τη μη έγκαιρη ενημέρωση των ιεραρχικά ανωτέρων της για τη συμμετοχή της σε συνεδριάσεις που συνδέονταν με τη συνδικαλιστική της εντολή ή την εντολή της ως εκπροσώπου του προσωπικού, το 2014 και το 2016, καθώς και τη μη συμμόρφωση προς ορισμένες οδηγίες, ιδίως την εντολή που της ζητούσε να καταρτίσει πίνακα εκπαιδευτικών δράσεων, το 2015 και το 2016.

368

Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίξει βασίμως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ελλείψει επαναλήψεως των ίδιων παραλείψεων από έτος σε έτος. Ως εκ τούτου, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

369

Κατά τρίτον, όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση του σκέλους αυτού, από τη σκέψη 266 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσβάλει την έκθεση αξιολόγησης του 2015 παρεμπιπτόντως, στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την οποία η έκθεση αυτή είχε προπαρασκευαστικό χαρακτήρα.

370

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με την παρούσα αιτίαση, η προσφεύγουσα επιδιώκει να αμφισβητήσει την αντικειμενικότητα της έκθεσης αξιολόγησής της για το 2015, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων της ad hoc ομάδας αποσπασμένων και εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων της Επιτροπής σχετικά με την άσκηση της εντολής της ως εκπροσώπου του προσωπικού.

371

Συνεπώς, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

372

Κατά τέταρτον, όσον αφορά την τρίτη αιτίαση του παρόντος σκέλους, με την οποία υποστηρίζεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονται στην προσφεύγουσα για τα έτη 2014 και 2015 συνέβησαν προ πολλού, από τη σκέψη 228 ανωτέρω και τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 222 και 227 ανωτέρω προκύπτει ότι η AHCC μπορεί να στηρίξει απόφαση απολύσεως έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας σε πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη διάρκεια της τριετίας που προηγείται της εκδόσεως τέτοιας αποφάσεως.

373

Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

374

Κατά πέμπτον, όσον αφορά την τέταρτη αιτίαση του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε ενδεχόμενο παράπτωμα ή τυχόν αμέλεια εκ μέρους της κατά τη φροντίδα των παιδιών που της εμπιστεύθηκαν.

375

Η εν λόγω αιτίαση στηρίζεται στην παραδοχή ότι η σύμβαση συμβασιούχου ή έκτακτου υπαλλήλου μπορεί να καταγγελθεί λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας μόνον εφόσον ο εν λόγω υπάλληλος υπέπεσε σε παράπτωμα ή αμέλεια κατά την εκτέλεση των κύριων καθηκόντων του.

376

Μολονότι η διάπραξη παραπτώματος ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των κύριων καθηκόντων που έχουν ανατεθεί σε έκτακτο ή συμβασιούχο υπάλληλο μπορεί να οδηγήσει, κατά περίπτωση, σε πειθαρχική δίωξη, ελλείψει τέτοιου παραπτώματος ή αμέλειας, η AHCC μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου λόγω επαγγελματικής ανεπάρκειας, όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η γενική συμπεριφορά του εν λόγω υπαλλήλου, λόγω του ανάρμοστου χαρακτήρα της επί σειρά ετών, έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του οργάνου που τον απασχολεί.

377

Κατά συνέπεια, δεδομένου του εσφαλμένου χαρακτήρα της παραδοχής που μνημονεύεται στη σκέψη 375 ανωτέρω, η παρούσα αιτίαση δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

378

Κατ’ έκτον και τελευταίο, όσον αφορά την πέμπτη αιτίαση του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα προσάπτει στην AHCC ότι δεν έλαβε υπόψη την προϋπηρεσία της και ότι δεν της απηύθυνε επίπληξη ή προειδοποίηση.

379

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 376 ανωτέρω, η AHCC έχει τη δυνατότητα να καταγγείλει τη σύμβαση έκτακτου ή συμβασιούχου υπαλλήλου για λόγους επαγγελματικής ανεπάρκειας, όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η εν γένει συμπεριφορά του εν λόγω υπαλλήλου, λόγω του ανάρμοστου χαρακτήρα της επί σειρά ετών, έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας του οργάνου που τον απασχολεί.

380

Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι, αφενός, η προσφεύγουσα είχε έξι έτη αρχαιότητας στην υπηρεσία πριν επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά το 2013 και ότι, αφετέρου, δεν είχε ποτέ υποστεί πειθαρχική ποινή δεν αποδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προδήλως εσφαλμένη, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι, συνεχώς μεταξύ 2013 και 2016, η ανάρμοστη συμπεριφορά της προσφεύγουσας επηρέαζε αρνητικά την εύρυθμη λειτουργία του CPE στο οποίο είχε τοποθετηθεί.

381

Συνεπώς, από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η παρούσα αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, όπως και το παρόν σκέλος και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό τους.

[παραλειπόμενα]

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

 

2)

Η UG και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στις υποθέσεις T‑571/17 και C‑249/20 P.

 

3)

Στην υπόθεση T‑571/17 RENV, η UG φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και το ένα τρίτο των εξόδων της Επιτροπής.

 

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Ιουνίου 2023.

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

( 1 ) Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις της παρούσας αποφάσεως των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.

Haut