Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62023CJ0014

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 29ης Ιουλίου 2024.
XXX κατά État belge.
Αίτηση του Conseil d'État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 – Προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές – Άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ – Αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές – Άλλοι σκοποί – Απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου – Λόγοι απόρριψης της αιτήσεως – Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο – Γενική αρχή της απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών – Άρθρο 34, παράγραφος 5 – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Υπόθεση C-14/23.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2024:647

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 29ης Ιουλίου 2024 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Μεταναστευτική πολιτική – Οδηγία (ΕΕ) 2016/801 – Προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές – Άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ – Αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές – Άλλοι σκοποί – Απόρριψη αιτήσεως για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου – Λόγοι απόρριψης της αιτήσεως – Μη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο – Γενική αρχή της απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών – Άρθρο 34, παράγραφος 5 – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Θεμελιώδες δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑14/23 [Perle] ( i ),

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

XXX

κατά

État belge, εκπροσωπούμενου από την secrétaire d’État à l’Asile et la Migration,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi και I. Jarukaitis, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Οκτωβρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η XXX, εκπροσωπούμενη από τον D. Andrien, avocat,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs, C. Pochet και M. Van Regemorter, επικουρούμενες από τους E. Derriks και K. de Haes, avocats,

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek, την J. Očková και τον J. Vláčil,

η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Kurelaitytė,

η Λουξεμβουργιανή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Germeaux και T. Schell,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Z. Fehér,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. M. M. Besselink,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Hottiaux και Α. Κατσιμέρου,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) (ΕΕ 2016, L 132, σ. 21, και διορθωτικό ΕΕ 2021, L 40, σ. 23), και ιδίως του άρθρου 3, σημείο 3, του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 34, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της XXX και του État belge (Βελγικού Δημοσίου), εκπροσωπούμενου από την secrétaire d’État à l’Asile et la Migration (Υφυπουργό Ασύλου και Μετανάστευσης), σχετικά με την άρνησή του να χορηγήσει στην XXX την άδεια διαμονής την οποία ζήτησε προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 3, 14, 41 και 60 της οδηγίας 2016/801 διαλαμβάνουν τα εξής:

«(2)

Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ανταποκριθεί στην ανάγκη που εντοπίστηκε στις εκθέσεις εφαρμογής για τις οδηγίες 2004/114/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό τις σπουδές, την ανταλλαγή μαθητών, την άμισθη πρακτική άσκηση ή την εθελοντική υπηρεσία (ΕΕ 2004, L 375, σ. 12),] και 2005/71/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με ειδική διαδικασία εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών για σκοπούς επιστημονικής έρευνας (ΕΕ 2005, L 289, σ. 15),] για την αντιμετώπιση των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν, τη διασφάλιση περισσότερης διαφάνειας και ασφάλειας δικαίου και την παροχή συνεκτικού νομικού πλαισίου για τις διάφορες κατηγορίες υπηκόων τρίτων χωρών που έρχονται στην [Ευρωπαϊκή] Ένωση. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απλουστεύσει και να εξορθολογήσει τις ισχύουσες διατάξεις για τις εν λόγω κατηγορίες σε μία ενιαία πράξη. Παρ’ όλο που οι κατηγορίες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία παρουσιάζουν διαφορές, εμφανίζουν και ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, γεγονός που καθιστά δυνατή την εξέτασή τους μέσω ενός κοινού νομικού πλαισίου στο επίπεδο της Ένωσης.

(3)

Η παρούσα οδηγία αναμένεται να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου του προγράμματος της Στοκχόλμης για προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών που αφορούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας εισόδου και διαμονής σε υπηκόους τρίτων χωρών. Η μετανάστευση από χώρες εκτός της Ένωσης αποτελεί μια πηγή εισροής ατόμων υψηλής ειδίκευσης, και ειδικότερα οι σπουδαστές και οι ερευνητές αποτελούν όλο και πιο περιζήτητες ομάδες. Διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην κατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, κύριου πλεονεκτήματος της Ένωσης, και στη διασφάλιση έξυπνης, βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”.

[…]

(14)

Προκειμένου να προωθηθεί η Ευρώπη στο σύνολό της ως παγκόσμιο κέντρο αριστείας για σπουδές και κατάρτιση, πρέπει να βελτιωθούν και να απλουστευτούν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των ατόμων που επιθυμούν να έλθουν στην Ένωση για τους σκοπούς αυτούς. […]

[…]

(41)

Σε περίπτωση αμφιβολιών για τους λόγους υποβολής της αίτησης εισδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διενεργούν κατάλληλους ελέγχους ή να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αξιολογούν, κατά περίπτωση, τη σκοπούμενη από τον αιτούντα έρευνα, σπουδές, πρακτική άσκηση, εθελοντική υπηρεσία, πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών ή εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή απασχόληση ως εσωτερικού άμισθου βοηθού (au pair) και να καταπολεμάται η κατάχρηση ή η κακή χρήση της διαδικασίας που ορίζεται στην παρούσα οδηγία.

[…]

(60)

Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι διατίθενται στο κοινό, ιδίως μέσω του διαδικτύου, κατάλληλες πληροφορίες, που επικαιροποιούνται τακτικά, όσον αφορά τους φορείς υποδοχής που εγκρίνονται για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, καθώς και τους όρους και τις διαδικασίες εισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος των κρατών μελών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.»

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

3)

“σπουδαστής”, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στον οποίον επετράπη η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους για να έχει ως κύρια δραστηριότητα την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος, ήτοι διπλώματος, πιστοποιητικού ή διδακτορικού σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ενδεχομένως συμπεριλαμβάνει προπαιδευτικό κύκλο για τις εν λόγω σπουδές βάσει του εθνικού δικαίου ή υποχρεωτική πρακτική άσκηση·

[…].»

5

Το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές», έχει ως ακολούθως:

«1.   Η εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε έλεγχο δικαιολογητικών που αποδεικνύουν ότι ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας πληροί:

α)

τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 7· και

β)

τις σχετικές ειδικές προϋποθέσεις των άρθρων 8, 11, 12, 13, 14 ή 16.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον αιτούντα να παρέχει τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 δικαιολογητικά σε μία από τις επίσημες γλώσσες του οικείου κράτους μέλους ή σε οποιαδήποτε επίσημη γλώσσα της Ένωσης που ορίζεται από το εν λόγω κράτος μέλος.

3.   Όταν πληρούνται όλες οι γενικές και ειδικές προϋποθέσεις, οι υπήκοοι τρίτων χωρών δικαιούνται να λάβουν άδεια.

Όταν ένα κράτος μέλος εκδίδει άδεια διαμονής μόνο στο έδαφός του και πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις εισδοχής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος χορηγεί στον υπήκοο τρίτης χώρας την απαιτούμενη θεώρηση.»

6

Το άρθρο 7 της οδηγίας 2016/801, το οποίο τιτλοφορείται «Γενικές προϋποθέσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ο αιτών:

α)

προσκομίζει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο, και, εφόσον απαιτείται, αίτηση θεώρησης ή ισχύουσα θεώρηση ή, κατά περίπτωση, ισχύουσα άδεια διαμονής ή ισχύουσα θεώρηση μακράς διαμονής· τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν η διάρκεια ισχύος του ταξιδιωτικού εγγράφου να καλύπτει τουλάχιστον τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·

β)

προσκομίζει γονική άδεια ή ισοδύναμο έγγραφο για την προβλεπόμενη διαμονή σε περίπτωση που ο υπήκοος τρίτης χώρας είναι ανήλικος(-η) σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του αντίστοιχου κράτους μέλους·

γ)

προσκομίζει τα αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος της τρίτης χώρας διαθέτει ή, εφόσον προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, ότι έχει υποβάλει αίτηση για ασφάλιση ασθένειας για όλους τους κινδύνους που καλύπτονται συνήθως για τους πολίτες του αντίστοιχου κράτους μέλους. Η ασφάλιση πρέπει να ισχύει για τη διάρκεια της προβλεπόμενης διαμονής·

δ)

προσκομίζει, αν το ζητήσει το κράτος μέλος, την απόδειξη πληρωμής του τέλους για τη διεκπεραίωση της αίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 36·

ε)

προσκομίζει τα ζητούμενα από το οικείο κράτος μέλος αποδεικτικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι κατά την προβλεπόμενη διαμονή του ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσής του χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του συγκεκριμένου κράτους μέλους, καθώς και για την κάλυψη των εξόδων ταξιδίου επιστροφής. Η αξιολόγηση των επαρκών πόρων πρέπει να βασίζεται σε εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης και να λαμβάνει υπόψη τους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από επιχορήγηση, υποτροφία για σπουδαστές ή άλλη υποτροφία, έγκυρη σύμβαση εργασίας ή δεσμευτική προσφορά εργασίας ή χρηματοδοτική δέσμευση από οργανισμό διαχείρισης προγράμματος ανταλλαγής μαθητών, φορέα υποδοχής ασκουμένων, οργανισμό αρμόδιο για πρόγραμμα εθελοντικής υπηρεσίας, οικογένεια υποδοχής ή οργανισμό που μεσιτεύει εσωτερικούς άμισθους βοηθούς (au pair).»

7

Το άρθρο 11 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ειδικές προϋποθέσεις για τους σπουδαστές», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 7 όσον αφορά την εισδοχή υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό τις σπουδές, ο αιτών προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία:

α)

ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να παρακολουθήσει πρόγραμμα σπουδών·

β)

σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι έχει καταβάλει τα τέλη εγγραφής που χρεώνει το ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης·

γ)

σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι έχει επαρκή γνώση της γλώσσας του προγράμματος σπουδών το οποίο θα παρακολουθήσει·

δ)

σε περίπτωση που το απαιτεί το κράτος μέλος, ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει επαρκείς πόρους για την κάλυψη των εξόδων σπουδών.»

8

Το άρθρο 20 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Λόγοι απόρριψης», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη απορρίπτουν αίτηση όταν:

α)

δεν πληρούνται οι γενικοί όροι που προβλέπει το άρθρο 7 ή οι σχετικοί ειδικοί όροι που προβλέπονται στα άρθρα 8, 11, 12, 13, 14 ή 16·

β)

τα προσκομισθέντα έγγραφα έχουν αποκτηθεί δολίως ή έχουν πλαστογραφηθεί ή άλλως νοθευτεί·

γ)

το οικείο κράτος μέλος επιτρέπει την εισδοχή μόνο μέσω εγκεκριμένου φορέα υποδοχής και ο φορέας υποδοχής δεν είναι εγκεκριμένος.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να απορρίπτουν αίτηση όταν:

[…]

στ)

το κράτος μέλος έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής.»

9

Το άρθρο 21 της οδηγίας 2016/801, το οποίο τιτλοφορείται «Λόγοι ανάκλησης ή μη ανανέωσης της άδειας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη ανακαλούν ή, κατά περίπτωση, αρνούνται να ανανεώσουν άδεια όταν:

[…]

δ)

ο υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους του έχει επιτραπεί να διαμένει.»

10

Κατά το άρθρο 24 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Οικονομικές δραστηριότητες σπουδαστών»:

«1.   Εκτός ωραρίου σπουδών και με την επιφύλαξη των κανονισμών και προϋποθέσεων που εφαρμόζονται στη σχετική δραστηριότητα εντός του οικείου κράτους μέλους, επιτρέπεται στους σπουδαστές να ασκούν έμμισθη δραστηριότητα, ενδέχεται δε επίσης να τους επιτρέπεται η άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπει η παράγραφος 3.

2.   Εφόσον παρίσταται ανάγκη, τα κράτη μέλη χορηγούν στους σπουδαστές και/ή στους εργοδότες εκ των προτέρων άδεια κατά τα οριζόμενα στο εθνικό δίκαιο.

3.   Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τον ανώτατο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών ή ετήσιο αριθμό ημερών ή μηνών κατά τις οποίες επιτρέπεται η δραστηριότητα αυτή και οι οποίες δεν είναι λιγότερες από 15 ώρες την εβδομάδα, ή το αντίστοιχό τους σε ημέρες ή μήνες κατ’ έτος. Η κατάσταση της αγοράς εργασίας στο οικείο κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνεται υπόψη.»

11

Το άρθρο 34 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις και διαφάνεια», έχει ως ακολούθως:

«1.   Οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους εκδίδουν απόφαση σχετικά με την αίτηση χορήγησης ή ανανέωσης άδειας και κοινοποιούν την απόφασή τους γραπτώς στον αιτούντα, σύμφωνα με τις διαδικασίες κοινοποίησης που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία, το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της πλήρους αίτησης.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στην περίπτωση που η διαδικασία εισδοχής αφορά εγκεκριμένο φορέα υποδοχής, σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 15, η απόφαση επί της πλήρους αιτήσεως λαμβάνεται το συντομότερο δυνατόν και το αργότερο εντός 60 ημερών.

3.   Εάν οι πληροφορίες ή τα δικαιολογητικά που παρέχονται προς υποστήριξη της αίτησης είναι ελλιπή, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον αιτούντα, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, για τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται και ορίζουν εύλογη προθεσμία υποβολής τους. Η περίοδος που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2 αναστέλλεται μέχρις ότου οι αρμόδιες αρχές λάβουν τις απαιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες. Εάν οι συμπληρωματικές πληροφορίες ή τα συμπληρωματικά έγγραφα δεν προσκομισθούν εντός της προθεσμίας αυτής, η αίτηση μπορεί να απορριφθεί.

4.   Οι λόγοι της απόφασης με την οποία κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται αίτηση ή με την οποία δεν ανανεώνεται άδεια παρέχονται γραπτώς στον αιτούντα. Οι λόγοι για την απόφαση ανάκλησης αδείας παρέχονται γραπτώς στον υπήκοο τρίτης χώρας. Οι λόγοι για την απόφαση ανάκλησης αδείας μπορούν επίσης να παρέχονται γραπτώς στον φορέα υποδοχής.

5.   Κάθε απόφαση με την οποία κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται αίτηση ή με την οποία δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται άδεια υπόκειται σε ένδικα μέσα στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η γραπτή κοινοποίηση προσδιορίζει το δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή ενώπιον των οποίων ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει, καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκήσει την προσφυγή.»

12

Το άρθρο 35 της οδηγίας 2016/801, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαφάνεια και πρόσβαση σε πληροφορίες», ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα κράτη μέλη καθιστούν εύκολα διαθέσιμες στους αιτούντες τις πληροφορίες σχετικά με όλα τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την υποβολή της αίτησης και πληροφορίες σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και των διαδικαστικών εγγυήσεων για τους υπηκόους τρίτων χωρών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και, κατά περίπτωση, των μελών της οικογένειάς τους. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, το επίπεδο των επαρκών μηνιαίων πόρων, συμπεριλαμβανομένων των πόρων που απαιτούνται για την κάλυψη του κόστους των σπουδών ή της πρακτικής άσκησης –χωρίς να θίγεται η εξατομικευμένη εξέταση κάθε περίπτωσης– και των σχετικών τελών.

Οι αρμόδιες αρχές σε κάθε κράτος μέλος δημοσιεύουν καταλόγους των εγκεκριμένων φορέων υποδοχής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Επικαιροποιημένες εκδόσεις των εν λόγω καταλόγων πρέπει να δημοσιεύονται το συντομότερο δυνατόν μετά από κάθε μεταβολή τους.»

13

Το άρθρο 40 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Μεταφορά», προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο 23 Μαΐου 2018. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι παραπομπές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της αναφοράς και η διατύπωση της δήλωσης αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.»

Το βελγικό δίκαιο

14

Κατά το άρθρο 58 του loi du 15 décembre 1980 sur l’accès au territoire, le séjour, l’établissement et l’éloignement des étrangers (νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 περί της εισόδου στην επικράτεια, της διαμονής, της εγκαταστάσεως και της απομάκρυνσης των αλλοδαπών) (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980):

«Όταν αλλοδαπός ο οποίος επιθυμεί να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή να παρακολουθήσει εκεί ένα προπαρασκευαστικό έτος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση υποβάλλει σε βελγική διπλωματική ή προξενική αρχή αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής στο Βασίλειο του Βελγίου για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, η άδεια αυτή πρέπει να χορηγείται εφόσον ο ενδιαφερόμενος δεν εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, πρώτο και πέμπτο έως όγδοο εδάφιο, και εφόσον προσκομίζει τα ακόλουθα έγγραφα:

1)

βεβαίωση που χορηγείται από εκπαιδευτικό ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 59·

2)

αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει επαρκή μέσα διαβίωσης·

3)

ιατρική βεβαίωση από την οποία προκύπτει ότι δεν έχει προσβληθεί από κάποια από τις ασθένειες ή ότι δεν πάσχει από κάποια από τις αναπηρίες που απαριθμούνται στο παράρτημα του παρόντος νόμου·

4)

πιστοποιητικό που πιστοποιεί την απουσία καταδικών του για κακουργήματα ή πλημμελήματα του κοινού δικαίου, εάν ο ενδιαφερόμενος είναι άνω των 21 ετών.

[…]»

15

Το άρθρο 39/2, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Το Conseil [du contentieux des étrangers] (Συμβούλιο [επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών]) εκδίδει αποφάσεις επί των λοιπών προσφυγών ακυρώσεως λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου ή τύπου του οποίου η μη τήρηση επισύρει ακυρότητα, καθώς και λόγω υπερβάσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Στις 6 Αυγούστου 2020 η πρωτοδίκως προσφεύγουσα και αναιρεσείουσα της κύριας δίκης (στο εξής: αναιρεσείουσα της κύριας δίκης), υπήκοος τρίτης χώρας, υπέβαλε, επί τη βάσει του άρθρου 58 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου προκειμένου να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο.

17

Αφ’ ης στιγμής, με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2020, η αρμόδια αρχή αρνήθηκε να της χορηγήσει τη ζητηθείσα θεώρηση με την αιτιολογία ότι από τις ανακολουθίες του σχεδίου σπουδών της προέκυπτε ότι δεν είχε πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης ζήτησε στις 28 Σεπτεμβρίου 2020 την ακύρωση της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών), το οποίο απέρριψε την προσφυγή της με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2020.

18

Το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) επισήμανε στην απόφασή του ότι, κατά το άρθρο 58 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, η αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος «επιθυμεί να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ή να παρακολουθήσει εκεί ένα προπαρασκευαστικό έτος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση». Εξ αυτού συνήγαγε ότι η προμνησθείσα διάταξη επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να εξακριβώνουν την πραγματική βούληση του αιτούντος να πραγματοποιήσει σπουδές στο Βέλγιο.

19

Το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) θεώρησε επίσης ως δυνατή την άρνηση χορήγησης της ζητηθείσας θεώρησης επί τη βάσει του άρθρου 58 σε περίπτωση που η πρόθεση του αιτούντος δεν συνίσταται στο να πραγματοποιήσει σπουδές, έστω και αν το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801 δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στη βελγική έννομη τάξη παρά τη λήξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 40, παράγραφος 1, αυτής προθεσμίας για τη μεταφορά της, αφού η κατ’ άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, δυνατότητα απόρριψης απέρρεε επίσης από το άρθρο 58. Συνακόλουθα, έκρινε ότι η εφαρμογή του άρθρου 58 ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ.

20

Με δικόγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2021, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Βέλγιο), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αναίρεση κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

21

Στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, προέβαλε, πρώτον, ότι το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) κακώς έκρινε ότι, υπό τις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης περιστάσεις, η εφαρμογή του άρθρου 58 του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980 ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801, ενώ η τελευταία ως άνω διάταξη δεν είχε μεταφερθεί στο βελγικό δίκαιο, το δε εθνικό δίκαιο δεν προσδιορίζει τους σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους βάσει των οποίων καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί ότι υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής στη βελγική επικράτεια.

22

Η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται επίσης ότι, λαμβανομένου υπόψη του ορισμού της έννοιας του «σπουδαστή» που δίδεται στο άρθρο 3, σημείο 3, της οδηγίας, στην αρμόδια αρχή επιτρέπεται μόνο να βεβαιωθεί ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου με σκοπό τις σπουδές έχει γίνει δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και όχι να εξακριβώσει ότι ο αιτών θέλει πράγματι να σπουδάσει.

23

Το Βελγικό Δημόσιο υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι το άρθρο 58 αναγνωρίζει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να εξακριβώνουν την πρόθεση του αιτούντος να σπουδάσει, συμφώνως προς την αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας, και δη ανεξαρτήτως του αν έχει μεταφερθεί το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, οπότε τα κράτη μέλη μπορούν να ζητούν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να αξιολογήσουν τον συνεπή χαρακτήρα της αιτήσεως εισδοχής.

24

Το αιτούν δικαστήριο είναι της γνώμης ότι, αφ’ ης στιγμής το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801 επιτρέπει την απόρριψη της αιτήσεως που έχει υποβληθεί βάσει της οδηγίας οσάκις διαπιστώνεται ότι η βούληση του υπηκόου τρίτης χώρας είναι να διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής, τα κράτη μέλη κατ’ ανάγκην δικαιούνται να εξακριβώνουν ότι η πρόθεση του συγκεκριμένου υπηκόου συνίσταται πράγματι στο να παρακολουθήσει σπουδές στο κράτος μέλος υποδοχής. Ωστόσο, εκτιμά ότι προσήκει η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού, λαμβανομένων υπόψη των αμφιβολιών που διατηρεί καθώς και του γεγονότος ότι θα αποφανθεί σε τελευταίο βαθμό.

25

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει επίσης να υποβάλει στο Δικαστήριο ερώτημα προκειμένου να διαπιστωθεί εάν, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, η εφαρμογή του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας απαιτεί, προς δικαιολόγηση της απόρριψης αιτήσεως διαμονής, αφενός, να προβλέπει η εθνική νομοθεσία ρητώς ότι η εν λόγω αίτηση μπορεί να απορριφθεί όταν το κράτος μέλος υποδοχής έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει την πρόθεση να διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής και, αφετέρου, να διευκρινίζει η εθνική νομοθεσία ποιες είναι οι αποδείξεις ή οι σοβαροί και αντικειμενικοί λόγοι βάσει των οποίων καθίσταται δυνατόν να διαπιστωθεί ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση.

26

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι ο τρόπος με τον οποίο ασκείται ο σχετικός έλεγχος από το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών), το οποίο ασκεί απλώς και μόνον έλεγχο νομιμότητας, δεν είναι σύμφωνος προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801 επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι αποφάσεις οι οποίες απορρίπτουν τις αιτήσεις διαμονής υπόκεινται σε μέσα έννομης προστασίας και εκτιμά ότι οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που διέπουν την άσκηση των εν λόγω μέσων έννομης προστασίας πρέπει να συνάδουν προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

27

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το μέσο έννομης προστασίας που προβλέπεται στο βελγικό δίκαιο, και δη στο άρθρο 39/2, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, είναι προσφυγή ακυρώσεως, και ότι ο έλεγχος που ασκείται σχετικώς είναι έλεγχος νομιμότητας που δεν απονέμει εξουσία μεταρρύθμισης στο αρμόδιο δικαστήριο, ήτοι στο Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών), και, κατά συνέπεια, δεν του επιτρέπει να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση εκείνη των αρμόδιων διοικητικών αρχών ούτε να λάβει νέα απόφαση στη θέση των εν λόγω αρχών. Ωστόσο, σε περίπτωση ακύρωσης μιας τέτοιας αποφάσεως, οι εν λόγω αρχές δεσμεύονται από το δεδικασμένο που περιβάλλει το διατακτικό της αποφάσεως και το σκεπτικό της που αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα.

28

Καθόσον η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης προβάλλει ότι η έλλειψη εξουσίας μεταρρύθμισης εκ μέρους του Conseil du contentieux des étrangers (Συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) αντίκειται στις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801, από την αρχή της αποτελεσματικότητας και από το άρθρο 47 του Χάρτη, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι είναι αναγκαίο να υποβληθεί ερώτημα στο Δικαστήριο επ’ αυτού.

29

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 288 [ΣΛΕΕ], των άρθρων 14 και 52 του [Χάρτη], των άρθρων 3, 5, 7, 11, 20, 34, 35 και 40 και των αιτιολογικών σκέψεων 2 και 60 της [οδηγίας 2016/801], καθώς και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας, πρέπει η δυνατότητα απόρριψης της αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής που παρέχεται στο κράτος μέλος βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας να προβλέπεται ρητώς στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους [μέλους] προκειμένου το τελευταίο να κάνει χρήση της δυνατότητας αυτής; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει οι σοβαροί και αντικειμενικοί λόγοι να προσδιορίζονται από τη νομοθεσία του;

2)

Υποχρεούται το κράτος μέλος, κατά την εξέταση της αίτησης θεώρησης εισόδου για σπουδές, να εξακριβώσει τη βούληση και την πρόθεση του αλλοδαπού να πραγματοποιήσει σπουδές, μολονότι το άρθρο 3 της οδηγίας [2016/801] ορίζει τον σπουδαστή ως εκείνον ο οποίος έγινε δεκτός σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και οι λόγοι απόρριψης της αίτησης που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας είναι προαιρετικοί και όχι δεσμευτικοί όπως οι προβλεπόμενοι στο άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας;

3)

Απαιτείται κατά το άρθρο 47 του [Χάρτη], την αρχή της αποτελεσματικότητας και το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801 η προσφυγή, η οποία προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και ασκείται κατά απόφασης απορρίπτουσας την αίτηση εισδοχής στην επικράτεια για σκοπούς σπουδών, να παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να υποκαταστήσει τη διοικητική αρχή στην εκτίμησή της και να μεταρρυθμίσει την απόφασή της ή αρκεί έλεγχος νομιμότητας ο οποίος παρέχει στον δικαστή τη δυνατότητα να διαπιστώσει την οικεία έλλειψη νομιμότητας, μεταξύ άλλων το πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, και να ακυρώσει την απόφαση της διοικητικής αρχής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων

30

Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι τόσο από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως όσο και από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801, το οποίο προβλέπει ότι το οικείο κράτος μέλος δύναται να απορρίπτει αίτηση όταν έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής, μεταφέρθηκε ρητώς στο βελγικό δίκαιο το πρώτον σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης.

31

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην από 23 Δεκεμβρίου 2020 απόφασή του, το Conseil du contentieux des étrangers (Συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) έκρινε ότι, ακόμη και ελλείψει μεταφοράς της διάταξης αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα, συμφώνως προς το δίκαιο της Ένωσης, να απορρίπτουν αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου με σκοπό τις σπουδές στο Βέλγιο, όταν η πραγματική πρόθεση του αιτούντος δεν έγκειται στο να σπουδάσει.

32

Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Βελγική Κυβέρνηση, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν είχε μεταφερθεί ακόμη ρητώς στο εθνικό δίκαιο κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο, διευκρίνισε, σε συνέχεια των όσων είχε εκθέσει στις γραπτές παρατηρήσεις της, όπου υποστηρίζει ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα, ανεξαρτήτως του αν έχει μεταφερθεί η εν λόγω διάταξη στο εσωτερικό δίκαιο, να εξακριβώνουν την πρόθεση του υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση για τη χορήγηση θεώρησης εισόδου με σκοπό τις σπουδές, ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά μια τέτοια μεταφορά, αλλά την έννοια του «σπουδαστή», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, σημείο 3, της οδηγίας.

33

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με τα δύο πρώτα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η οδηγία 2016/801, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, σημείο 3, αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να απορρίπτει κράτος μέλος αίτηση εισδοχής στο έδαφός του με σκοπό τις σπουδές με την αιτιολογία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε την αίτηση χωρίς να έχει την πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν έχει μεταφέρει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό του δίκαιο.

34

Δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 3, της οδηγίας, ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε τέτοια αίτηση δικαιούται να λάβει άδεια διαμονής στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους όταν πληροί τις γενικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 7 της οδηγίας 2016/801 και τις ειδικές προϋποθέσεις που ισχύουν ανάλογα με το είδος της υποβληθείσας αιτήσεως, εν προκειμένω τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 της οδηγίας για τις αιτήσεις εισδοχής με σκοπό τις σπουδές.

35

Εξ αυτού συνάγεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 3, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να χορηγούν άδεια διαμονής με σκοπό τις σπουδές στον αιτούντα ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις των άρθρων 7 και 11 της οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Ben Alaya, C‑491/13, EU:C:2014:2187, σκέψη 31).

36

Πλην όμως, σε καμία από τις απαιτήσεις αυτές δεν γίνεται ρητώς μνεία στην ύπαρξη πραγματικής πρόθεσης του αιτούντος να παρακολουθήσει σπουδές στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

37

Τούτου λεχθέντος, σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 96 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38

Εξ αυτού προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να αρνείται το ευεργέτημα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί των εν λόγω διατάξεων, αλλά προκειμένου να αντληθεί κάποιο όφελος από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δεν πληρούνται παρά μόνον τυπικώς οι προϋποθέσεις για την παροχή του οφέλους αυτού (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 98).

39

Κατά συνέπεια, η γενική αρχή της απαγορεύσεως των καταχρηστικών πρακτικών πρέπει να αντιτάσσεται σε όποιον επικαλείται ορισμένους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που προβλέπουν κάποιο όφελος κατά τρόπο που δεν συνάδει με τους σκοπούς που επιδιώκουν οι κανόνες αυτοί (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 102).

40

Διευκρινίζεται ακόμη ότι, στο μέτρο που συνιστώντα απάτη ή κατάχρηση πραγματικά περιστατικά δεν είναι δυνατό να θεμελιώσουν δικαίωμα προβλεπόμενο από την έννομη τάξη της Ένωσης, η άρνηση παροχής πλεονεκτήματος βάσει οδηγίας, και εν προκειμένω της οδηγίας 2016/801, δεν ισοδυναμεί με επιβολή υποχρεώσεως στον οικείο ιδιώτη δυνάμει της οδηγίας αυτής, αλλά αποτελεί απλώς τη συνέπεια της διαπιστώσεως ότι οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να παρασχεθεί το επιδιωκόμενο πλεονέκτημα, οι οποίες προβλέπονται από την εν λόγω οδηγία όσον αφορά το δικαίωμα αυτό, πληρούνται μόνον τυπικώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 119 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41

Συνακόλουθα, μολονότι το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2016/801 προβλέπει ότι το οικείο κράτος μέλος μπορεί να απορρίπτει αίτηση εισδοχής στην επικράτεια υποβληθείσα επί τη βάσει της οδηγίας αυτής όταν έχει αποδείξεις ή σοβαρούς και αντικειμενικούς λόγους που καταδεικνύουν ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας θα διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει αίτηση εισδοχής, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει την εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί απαγορεύσεως των καταχρηστικών πρακτικών, καθόσον η εφαρμογή της εν λόγω αρχής δεν υπόκειται σε απαίτηση μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη, όπως οι διατάξεις μιας οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42

Η αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας 2016/801 διαλαμβάνει, κατά τα λοιπά, ότι, σε περίπτωση αμφιβολιών για τους λόγους υποβολής της αίτησης εισδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διενεργούν κατάλληλους ελέγχους ή να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ άλλων, προκειμένου να καταπολεμάται η κατάχρηση ή η κακή χρήση της διαδικασίας που ορίζεται στην οδηγία.

43

Εκ των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι στις εθνικές αρχές και στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να αρνούνται το ευεργέτημα των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία όταν γίνεται επίκλησή τους καταχρηστικώς ή δολίως, και δη ακόμη και αν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει μεταφέρει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, στο εσωτερικό του δίκαιο.

44

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται, αφενός μεν, η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου δε, η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, The International Protection Appeals Tribunal κ.λπ., C‑322/19 και C‑385/19, EU:C:2021:11, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Εν προκειμένω, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο με την οδηγία 2016/801 σκοπό, οι αιτιολογικές της σκέψεις 3 και 14 διαλαμβάνουν, αφενός, ότι η μετανάστευση από χώρες εκτός της Ένωσης αποτελεί μια πηγή εισροής ατόμων υψηλής ειδίκευσης, ειδικότερα δε ότι οι σπουδαστές καθώς και οι ερευνητές αποτελούν όλο και πιο περιζήτητες ομάδες, και, αφετέρου, ότι, προκειμένου να προωθηθεί η Ευρώπη στο σύνολό της ως παγκόσμιο κέντρο αριστείας για σπουδές και κατάρτιση, η οδηγία αποσκοπεί στο να βελτιωθούν και να απλουστευτούν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής των ατόμων που επιθυμούν να έλθουν στην Ένωση για τους σκοπούς αυτούς.

46

Υπ’ αυτή την έννοια, η οδηγία αποσκοπεί, ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, σημείο 3, και το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, αυτής, στο να επιτραπεί στους υπηκόους τρίτων χωρών να διαμείνουν στο έδαφος κράτους μέλους όταν έχουν γίνει δεκτοί σε ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του οικείου κράτους μέλους, τούτο δε για να έχουν ως κύρια δραστηριότητα την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος.

47

Επομένως, όταν πρόκειται περί αίτησης εισδοχής με σκοπό τις σπουδές, για τη διαπίστωση της ύπαρξης καταχρηστικής πρακτικής απαιτείται να αποδεικνύεται, υπό το πρίσμα όλων των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ότι, παρά την τυπική τήρηση των γενικών και ειδικών προϋποθέσεων που καθορίζονται αντιστοίχως στα άρθρα 7 και 11 της οδηγίας 2016/801, τα οποία παρέχουν δικαίωμα στη λήψη άδειας διαμονής με σκοπό τις σπουδές, ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε την αίτησή του εισδοχής χωρίς να έχει πραγματικά την πρόθεση να παρακολουθήσει, ως κύρια δραστηριότητα, πρόγραμμα σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος.

48

Όσον αφορά τις περιστάσεις βάσει των οποίων καθίσταται δυνατόν να αποδειχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας αιτήσεως εισδοχής, υπογραμμίζεται ότι, στο μέτρο που, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν έχει ακόμη, εξ ορισμού, ξεκινήσει να παρακολουθεί το πρόγραμμα σπουδών που προσδιόρισε στην αίτησή του και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιήσει την πρόθεσή του να έχει, ως κύρια δραστηριότητα, την παρακολούθηση προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος, η απόρριψη αιτήσεως εισδοχής είναι δυνατή μόνον εφόσον ο καταχρηστικός χαρακτήρας της συνάγεται κατά αρκούντως πρόδηλο τρόπο από το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές προκειμένου να αξιολογήσουν την υποβληθείσα αίτηση.

49

Στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και να εφαρμόσει τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης σε συγκεκριμένη υπόθεση. Συνεπώς, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στους απαραίτητους νομικούς χαρακτηρισμούς για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Αντιθέτως, στο Δικαστήριο εναπόκειται να του παράσχει όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να το καθοδηγήσει στην εκτίμηση αυτή (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2023, Lufthansa CityLine, C‑660/20, EU:C:2023:789, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50

Συναφώς, επισημαίνεται, αφενός, ότι από το άρθρο 24 της οδηγίας 2016/801 προκύπτει ότι αυτή δεν αντιτίθεται στο να δύνανται οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν υποβάλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής με σκοπό τις σπουδές, εκτός ωραρίου σπουδών και με την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που μνημονεύονται στη διάταξη αυτή, να ασκούν έμμισθη ή ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα στο εν λόγω κράτος μέλος. Επομένως, το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε την αίτηση εισδοχής με σκοπό τις σπουδές έχει επίσης την πρόθεση να ασκήσει μια άλλη δραστηριότητα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ανάγκην ως ένδειξη για την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, ιδίως εάν η τελευταία αυτή δραστηριότητα δεν επηρεάζει την παρακολούθηση, ως κύριας δραστηριότητας, των σπουδών που δικαιολογούν την υποβολή της αιτήσεως.

51

Αντιθέτως, στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών έχει δεσμευθεί να ασκήσει μια δραστηριότητα, ιδίως επαγγελματικής φύσεως, η πραγματοποίηση της οποίας φαίνεται προδήλως ασυμβίβαστη με την παρακολούθηση, ως κύριας δραστηριότητας, προγράμματος σπουδών πλήρους φοίτησης, με σκοπό την απόκτηση τίτλου τριτοβάθμιων σπουδών αναγνωρισμένου από το εν λόγω κράτος μέλος, η δέσμευση αυτή θα μπορούσε να συνιστά στοιχείο ικανό να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τους πραγματικούς λόγους της αιτήσεως εισδοχής και, ενδεχομένως, υπό το πρίσμα του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, να θεωρηθεί ως ένδειξη περί του ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει την πρόθεση να διαμείνει για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους έχει υποβάλει την αίτηση εισδοχής του.

52

Αφετέρου, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, η αιτιολογική σκέψη 41 της οδηγίας 2016/801 διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση αμφιβολιών για τους λόγους της αίτησης εισδοχής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να διενεργούν κατάλληλους ελέγχους ή να ζητούν αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αξιολογούν κατά περίπτωση, μεταξύ άλλων, τις σπουδές που προτίθεται να πραγματοποιήσει ο υπήκοος τρίτης χώρας.

53

Επομένως, οι ανακολουθίες στο σχέδιο σπουδών του αιτούντος μπορεί επίσης να συνιστούν μία από τις αντικειμενικές περιστάσεις που συμβάλλουν στη διαπίστωση περί της ύπαρξης καταχρηστικής πρακτικής, για τον λόγο ότι η αίτησή του αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, σε άλλους σκοπούς και όχι στην πραγματοποίηση σπουδών, υπό την προϋπόθεση ότι οι ανακολουθίες αυτές είναι αρκούντως πρόδηλες και ότι εκτιμώνται υπό το πρίσμα όλων των ειδικών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Συνακόλουθα, μια περίσταση η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθης κατά τη διάρκεια των τριτοβάθμιων σπουδών, όπως ένας ενδεχόμενος αναπροσανατολισμός, δεν αρκεί από μόνη της για να αποδειχθεί ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση εισδοχής με σκοπό τις σπουδές δεν έχει πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους. Ομοίως, το γεγονός και μόνον ότι οι σπουδές που πρόκειται να πραγματοποιήσει δεν συνδέονται άμεσα με τους επιδιωκόμενους επαγγελματικούς στόχους δεν είναι κατ’ ανάγκην ενδεικτικό του ότι ελλείπει η βούληση για την πραγματική παρακολούθηση των σπουδών που δικαιολογούν την αίτηση εισδοχής.

54

Τούτου δοθέντος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, αφ’ ης στιγμής οι περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας αιτήσεως εισδοχής με σκοπό τις σπουδές είναι κατ’ ανάγκην ιδιαίτερες σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να καταρτιστεί εξαντλητικός κατάλογος των κρίσιμων συναφώς στοιχείων. Ως εκ τούτου, ο τυχόν καταχρηστικός χαρακτήρας μιας αιτήσεως εισδοχής με σκοπό τις σπουδές δεν μπορεί να τεκμαίρεται βάσει ορισμένων στοιχείων, αλλά πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, κατόπιν εξατομικευμένης εκτιμήσεως του συνόλου των ιδιαίτερων περιστάσεων που πλαισιώνουν την εκάστοτε αίτηση.

55

Συναφώς, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 50 έως 53 της παρούσας αποφάσεως, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να διενεργούν όλους τους κατάλληλους ελέγχους και να ζητούν τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για μια εξατομικευμένη αξιολόγηση της αιτήσεως, ενδεχομένως καλώντας τον αιτούντα να παράσχει συναφώς διευκρινίσεις και επεξηγήσεις.

56

Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί, αφενός, ότι, ναι μεν οι σχετικοί λόγοι απορρίψεως πρέπει να συνδέονται με τις ιδιαίτερες περιστάσεις που πλαισιώνουν την επίμαχη αίτηση, πλην όμως τούτο δεν συνεπάγεται ότι οι αρμόδιες αρχές απαλλάσσονται από την υποχρέωση την οποία υπέχουν να κοινοποιούν γραπτώς τους λόγους αυτούς στον αιτούντα, όπως προβλέπει το άρθρο 34, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2016/801.

57

Αφετέρου, οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν θίγουν τη δυνατότητα των κρατών μελών να διαπιστώνουν και να τιμωρούν, διά της ανακλήσεως της άδειας ή της μη ανανέωσής της, τυχόν καταχρηστική πρακτική αφότου έχει επιτραπεί η διαμονή, όπως προβλέπει το άρθρο 21 της ίδιας οδηγίας.

58

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2016/801, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, σημείο 3, αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να απορρίπτει κράτος μέλος αίτηση εισδοχής στο έδαφός του με σκοπό τις σπουδές με την αιτιολογία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε την αίτηση χωρίς να έχει την πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν έχει μεταφέρει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό του δίκαιο, κατ’ εφαρμογήν της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών.

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

59

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο να συνίσταται το μέσο έννομης προστασίας κατά αποφάσεως, ληφθείσας από τις αρμόδιες αρχές, περί απορρίψεως αιτήσεως εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές αποκλειστικώς σε προσφυγή ακυρώσεως, χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής να διαθέτει την εξουσία να υποκαταστήσει, όπου κρίνεται σκόπιμο, με τη δική του εκτίμηση εκείνη των αρμοδίων αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση.

60

Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας, κάθε απόφαση με την οποία κρίνεται απαράδεκτη ή απορρίπτεται αίτηση ή με την οποία δεν ανανεώνεται ή ανακαλείται άδεια υπόκειται σε μέσα έννομης προστασίας στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

61

Ως εκ τούτου, στην περίπτωση απόφασης με την οποία απορρίπτεται αίτηση εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές, το άρθρο 34, παράγραφος 5, παρέχει ρητώς στον υπήκοο τρίτης χώρας που υπέβαλε τέτοια αίτηση τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους το οποίο έλαβε την απορριπτική απόφαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N., C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 41).

62

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας προσφυγής του άρθρου 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801 πρέπει να καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2021, Konsul Rzeczypospolitej Polskiej w N., C‑949/19, EU:C:2021:186, σκέψη 44).

63

Πάντως, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, θα καθίστατο κενό περιεχομένου εάν η έννομη τάξη κράτους μέλους επέτρεπε να παραμείνει, σε βάρος ενός των διαδίκων, ανεκτέλεστη μια αμετάκλητη και δεσμευτική δικαστική απόφαση (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Deutsche Umwelthilfe, C‑752/18, EU:C:2019:1114, σκέψεις 35 και 36). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν για την ουσιαστική απόλαυση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπως αυτά αναγνωρίζονται με απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου, προϋποτίθεται η τήρηση χρονικών επιταγών.

64

Συνακόλουθα, όταν πρόκειται για εθνική διοικητική απόφαση η οποία, προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρηση της επιταγής περί ουσιαστικής απόλαυσης των δικαιωμάτων του ενδιαφερομένου που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει οπωσδήποτε να εκδίδεται ταχέως, από την απορρέουσα από το άρθρο 47 του Χάρτη ανάγκη να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα της προσφυγής που ασκείται κατά της αρχικής διοικητικής αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η αίτηση του τελευταίου προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να διαμορφώνει την εθνική του νομοθεσία κατά τέτοιον τρόπο ώστε, σε περίπτωση ακυρώσεως της αρχικής αυτής αποφάσεως, να εκδίδεται νέα απόφαση εντός σύντομου χρόνου και η απόφαση αυτή να είναι σύμφωνη με την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην ακυρωτική δικαστική απόφαση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65

Επομένως, όσον αφορά τις αιτήσεις εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές, το γεγονός ότι το επιληφθέν δικαστήριο είναι αρμόδιο μόνο να ακυρώσει την απόφαση των αρμοδίων αρχών με την οποία απορρίφθηκε μια τέτοια αίτηση, χωρίς να δύναται να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση των αρχών αυτών ή να εκδώσει νέα απόφαση, αρκεί, κατ’ αρχήν, για να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά περίπτωση, οι εν λόγω αρχές δεσμεύονται από την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στη δικαστική απόφαση που ακυρώνει τη διοικητική απόφαση.

66

Επιπλέον, μολονότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσφυγής, το επιληφθέν δικαστήριο διαθέτει μόνον εξουσία προς ακύρωση της αποφάσεως των αρμοδίων αρχών με την οποία απορρίπτεται μια τέτοια αίτηση εισδοχής, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες ασκείται η προσφυγή και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, εκτελείται η δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά το πέρας της διαδικασίας προσφυγής προβλέπονται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν, κατ’ αρχήν, την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρόνου, ούτως ώστε ο επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 2016/801.

67

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο να συνίσταται το μέσο έννομης προστασίας κατά αποφάσεως, ληφθείσας από τις αρμόδιες αρχές, περί απορρίψεως αιτήσεως εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές αποκλειστικώς σε προσφυγή ακυρώσεως, χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής να διαθέτει την εξουσία να υποκαταστήσει, όπου κρίνεται σκόπιμο, με τη δική του εκτίμηση εκείνη των αρμοδίων αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση, εφόσον οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται η προσφυγή αυτή και, κατά περίπτωση, εκτελείται η δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά το πέρας της διαδικασίας προσφυγής προβλέπονται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρόνου, σύμφωνης με την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην ακυρωτική δικαστική απόφαση, ούτως ώστε ο επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 2016/801.

Επί των δικαστικών εξόδων

68

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Η οδηγία (ΕΕ) 2016/801 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2016, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό την έρευνα, τις σπουδές, την πρακτική άσκηση, την εθελοντική υπηρεσία, τις ανταλλαγές μαθητών ή τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την απασχόληση των εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair), ιδίως λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 3, σημείο 3, αυτής,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στο να απορρίπτει κράτος μέλος αίτηση εισδοχής στο έδαφός του με σκοπό τις σπουδές με την αιτιολογία ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας υπέβαλε την αίτηση χωρίς να έχει την πραγματική πρόθεση να πραγματοποιήσει σπουδές στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ενώ δεν έχει μεταφέρει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό του δίκαιο, κατ’ εφαρμογήν της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί απαγόρευσης των καταχρηστικών πρακτικών.

 

2)

Το άρθρο 34, παράγραφος 5, της οδηγίας 2016/801, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στο να συνίσταται το μέσο έννομης προστασίας κατά αποφάσεως, ληφθείσας από τις αρμόδιες αρχές, περί απορρίψεως αιτήσεως εισδοχής στο έδαφος κράτους μέλους με σκοπό τις σπουδές αποκλειστικώς σε προσφυγή ακυρώσεως, χωρίς το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της προσφυγής να διαθέτει την εξουσία να υποκαταστήσει, όπου κρίνεται σκόπιμο, με τη δική του εκτίμηση εκείνη των αρμοδίων αρχών ή να εκδώσει νέα απόφαση, εφόσον οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ασκείται η προσφυγή αυτή και, κατά περίπτωση, εκτελείται η δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά το πέρας της διαδικασίας προσφυγής προβλέπονται κατά τρόπον ώστε να επιτρέπουν την έκδοση νέας αποφάσεως εντός σύντομου χρόνου, σύμφωνης με την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην ακυρωτική δικαστική απόφαση, ούτως ώστε ο επαρκώς επιμελής υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επωφεληθεί πλήρως από τα δικαιώματα που αντλεί από την οδηγία 2016/801.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

( i ) Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.

Top