Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0322

Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2013.
État belge κατά GIMLE SA.
Αίτηση του Cour de cassation (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ — Άρθρο 2, παράγραφος 3 — Αρχή της πραγματικής εικόνας — Άρθρο 2, παράγραφος 5 — Υποχρέωση παρεκκλίσεως — Άρθρο 32 — Μέθοδος αποτιμήσεως βάσει του ιστορικού κόστους — Τιμή κτήσεως προδήλως χαμηλότερη από την πραγματική αξία.
Υπόθεση C‑322/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:632

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 3ης Οκτωβρίου 2013 ( *1 )

«Τέταρτη οδηγία 78/660/ΕΟΚ — Άρθρο 2, παράγραφος 3 — Αρχή της πραγματικής εικόνας — Άρθρο 2, παράγραφος 5 — Υποχρέωση παρεκκλίσεως — Άρθρο 32 — Μέθοδος αποτιμήσεως βάσει του ιστορικού κόστους — Τιμή κτήσεως προδήλως χαμηλότερη από την πραγματική αξία»

Στην υπόθεση C‑322/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Βέλγιο) με απόφαση της 1ης Ιουνίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Ιουλίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

État belge

κατά

GIMLE SA,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και C. Vajda (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η GIMLE SA, εκπροσωπούμενη από τους R. Tournicourt και F. Lettany, avocats,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jacobs και τον J.‑C. Halleux,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και τη J. Kemper,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braun και τη J. Hottiaux,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αρχής της πραγματικής εικόνας του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως των εταιριών, η οποία περιέχεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένης στο άρθρο [44, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΕΚ] περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (EE L 222, σ. 11, στο εξής: τέταρτη οδηγία).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του État belge και της GIMLE SA (στο εξής: GIMLE), σχετικά με τον χειρισμό, από λογιστικής απόψεως, της κτήσεως εταιρικών μετοχών που μεταπωλήθηκαν, ένα μήνα μετά την κτήση τους, σε τιμή 3400 φορές μεγαλύτερη από την τιμή κτήσεώς τους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας ορίζει τα εξής:

«3.   Οι ετήσιοι λογαριασμοί πρέπει να δίδουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως της εταιρίας.

4.   Όπου η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας δεν αρκεί για τη διαμόρφωση της πραγματικής εικόνας σύμφωνα με την έννοια της παραγράφου 3, πρέπει να παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες.

5.   Όπου σε εξαιρετικές περιπτώσεις η εφαρμογή μιας διατάξεως της οδηγίας έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωση της παραγράφου 3, επιβάλλεται η παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή προκειμένου να αποδοθεί η πραγματική εικόνα κατά την έννοια της παραγράφου 3. Κάθε τέτοια παρέκκλιση πρέπει να αναφέρεται στο παράρτημα και να δικαιολογείται επαρκώς. Πρέπει να παρατίθενται οι επιδράσεις της στο ενεργητικό και παθητικό, την οικονομική θέση και τα αποτελέσματα. Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν τις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις και να θεσπίσουν τους σχετικούς κανόνες εξαιρέσεως.»

4

Το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα ποσά που εμφανίζονται στους ετήσιους λογαριασμούς προκύπτουν από περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποτιμηθεί σύμφωνα με τις κατωτέρω γενικές αρχές:

[...]

γ)

Η αποτίμηση πρέπει να γίνεται με σύνεση και ιδιαίτερα :

αα)

στη χρήση πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν,

[...]».

5

Το άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Τα στοιχεία που εμφανίζονται στους ετήσιους λογαριασμούς θα αποτιμώνται σύμφωνα με τα άρθρα 34 μέχρι 42, τα οποία βασίζονται στη μέθοδο της τιμής κτήσεως ή του κόστους παραγωγής.»

Το βελγικό δίκαιο

6

Κατά το αιτούν δικαστήριο, τα άρθρα 3, πρώτο εδάφιο, 4 και 16, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος της 8ης Οκτωβρίου 1976, σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς των επιχειρήσεων, όπως εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: βασιλικό διάταγμα), συνιστούν τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας.

7

Κατά το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος, οι ετήσιοι λογαριασμοί πρέπει να δίδουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής θέσεως, καθώς και των αποτελεσμάτων χρήσεως της επιχειρήσεως.

8

Το άρθρο 4 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει ότι οι ετήσιοι λογαριασμοί καταρτίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του διατάγματος αυτού και ότι, αν η εφαρμογή των διατάξεων αυτών δεν αρκεί για την τήρηση του άρθρου 3 του εν λόγω διατάγματος, πρέπει να παρέχονται συμπληρωματικές πληροφορίες στο παράρτημα των ετήσιων λογαριασμών.

9

Κατά το άρθρο 16, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω διατάγματος, στην εξαιρετική περίπτωση κατά την οποία η εφαρμογή των κανόνων αποτιμήσεως του κεφαλαίου που περιέχει το άρθρο αυτό δεν έχει ως αποτέλεσμα την τήρηση του άρθρου 3 του διατάγματος αυτού, επιβάλλεται παρέκκλιση από τους κανόνες αυτούς προς εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 3.

10

Το άρθρο 20 του βασιλικού διατάγματος προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη των άρθρων 16, 27, 27bis και 34, τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στην αξία κτήσεώς τους και εγγράφονται στον ισολογισμό στην αξία αυτή, αφαιρουμένων των σχετικών αποσβέσεων και μειώσεων της αξίας, και ότι ως αξία κτήσεως νοείται είτε η τιμή κτήσεως όπως ορίζεται στο άρθρο 21 είτε το κόστος παραγωγής όπως ορίζεται στο άρθρο 22 είτε η αξία εισφοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 23 του εν λόγω διατάγματος.

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

11

Τα πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

12

Η GIMLE, ανώνυμη εταιρία βελγικού δικαίου, συστάθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1998 από τον A. Sjôwall και την B. Larsson, οι οποίοι είναι αμφότεροι Σουηδοί υπήκοοι και κάτοικοι Ηνωμένου Βασιλείου. Η GIMLE έχει ως εταιρικό σκοπό, μεταξύ άλλων, την κτήση συμμετοχών σε κάθε είδους εταιρίες και τη διαχείριση αυτών.

13

Στις 27 Νοεμβρίου 1998, η GIMLE αγόρασε 50 μετοχές της TV Shop Europe AB, εταιρίας σουηδικού δικαίου, η οποία συστάθηκε επίσης από τον A. Sjôwall, αντί τιμήματος 5000 σουηδικών κορωνών (SEK), ήτοι 100 SEK ανά μετοχή. Στις 4 Ιανουαρίου 1999, ήτοι 38 ημέρες μετά την κτήση τους, η GIMLE επώλησε τις μετοχές αυτές στη σουηδικού δικαίου εταιρία Electronic Retailing AB, αντί τιμήματος 17000000 SEK, ήτοι 340000 SEK ανά μετοχή. Κατόπιν της πωλήσεως αυτής, η GIMLE κατέγραψε λογιστικώς υπεραξία ύψους 74776696 βελγικών φράγκων (1853668 ευρώ), που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της τιμής πωλήσεως και της τιμής κτήσεως των εν λόγω μετοχών.

14

Ωστόσο, από φορολογικής απόψεως, για αυτό το είδος υπεραξίας αποκομισθείσας κατόπιν πωλήσεως μετοχών ίσχυε στο Βέλγιο απαλλαγή, οπότε η GIMLE δεν δήλωσε την υπεραξία αυτή ως φορολογητέο εισόδημα στη σχετική με τον φόρο εταιριών δήλωσή της για το φορολογικό έτος 2000 (έσοδα του 1999).

15

Με διορθωτική πράξη επιβολής φόρου της 19ης Νοεμβρίου 2002, η φορολογική υπηρεσία έκρινε ωστόσο ότι η GIMLE είχε αποκτήσει φορολογητέα εισοδήματα λόγω της υπεραξίας που αποκόμισε στο πλαίσιο της επίμαχης στην κύρια δίκη αγοράς των μετοχών, ήτοι «κατόπιν εκταμιεύσεως χρηματικών διαθεσίμων που αντικαταστάθηκαν από τις μετοχές των οποίων η πραγματική αξία είναι υψηλότερη από το καταβληθέν τίμημα». Ως εκ τούτου, η υπηρεσία αυτή συνήγαγε ότι η πραγματική αξία των μετοχών, κατά τον χρόνο της κτήσεώς τους στις 27 Νοεμβρίου 1998, δεν αντιστοιχούσε στην τιμή κτήσεώς τους (100 SEK ανά μετοχή), αλλά στην τιμή μεταπωλήσεως της 4ης Ιανουαρίου 1999 (340000 SEK ανά μετοχή). Κατά συνέπεια, η εν λόγω υπηρεσία επέβαλε φόρο εισοδήματος στην αντίστοιχη υπεραξία των 74776696 BEF (1853668 ευρώ).

16

Επιληφθέν προσφυγής την οποία άσκησε η GIMLE κατά της αποφάσεως της 18ης Ιουλίου 2003, με την οποία η φορολογική υπηρεσία είχε απορρίψει την ένστασή της, το tribunal de première instance de Bruxelles έκρινε την προσφυγή αυτή παραδεκτή και βάσιμη. Κατά συνέπεια, το δικαστήριο αυτό διέταξε την απαλλαγή από τον επίδικο φόρο και υποχρέωσε το État belge να επιστρέψει όλα τα ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως, πλέον τόκων υπερημερίας.

17

Η έφεση που άσκησε κατά της πρωτοδίκως εκδοθείσας αποφάσεως το État belge ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles απορρίφθηκε. Το δικαστήριο αυτό δεν έθεσε εν αμφιβόλω το κύρος της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το État belge και κατά την οποία η τιμή κτήσεως των επίμαχων στην κύρια δίκη μετοχών ήταν προδήλως χαμηλότερη από την πραγματική τους αξία, η οποία αντιστοιχούσε στην τιμή πωλήσεως που επετεύχθη 38 ημέρες αργότερα. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο έκρινε ότι η εκτίμηση αυτή δεν ήταν λυσιτελής, διότι, δυνάμει των άρθρων 3, πρώτο εδάφιο, 4 και 16, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος, η GIMLE είχε την υποχρέωση να καταχωρίσει λογιστικώς τις μετοχές αυτές όχι στην πραγματική τους αξία, αλλά στο ιστορικό κόστος κτήσεώς τους. Ειδικότερα, το ίδιο δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 16 του διατάγματος αυτού επιβάλλει τον αποκλεισμό του ιστορικού κόστους κτήσεως υπέρ της πραγματικής αξίας μόνο σε περιπτώσεις που χαρακτηρίζονται ως «εξαιρετικές» και ότι το άρθρο 4, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω διατάγματος παρέχει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να αποδώσουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού τους παρέχοντας στο παράρτημα των ετησίων λογαριασμών τους «συμπληρωματικές πληροφορίες», χωρίς εντούτοις να παρεκκλίνει από τον ενιαίο κανόνα της αποτιμήσεως βάσει του ιστορικού κόστους. Κατά συνέπεια, το cour d’appel de Bruxelles επικύρωσε την πρωτοδίκως εκδοθείσα απόφαση, κρίνοντας ότι κακώς το État belge είχε λάβει υπόψη την υπεραξία των 74776696 BEF για τον υπολογισμό του φόρου που οφείλει η GIMLE.

18

Το État belge άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το cour d’appel de Bruxelles, ισχυριζόμενο ότι τα άρθρα 3, πρώτο εδάφιο, 4 και 16, πρώτο εδάφιο, του βασιλικού διατάγματος δεν προβλέπουν μόνον τη μνεία συμπληρωματικών πληροφοριών στο παράρτημα των ετησίων λογαριασμών, αλλά επιβάλλουν παρέκκλιση από την αρχή της λογιστικής εγγραφής των στοιχείων του ενεργητικού στην τιμή κτήσεως οσάκις, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, το καταβληθέν τίμημα προδήλως δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα να δίδεται ψευδής εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως της επιχειρήσεως.

19

Θεωρώντας ότι για την εκδίκαση της αναιρέσεως του État belge ήταν αναγκαία η ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας, το Cour de cassation αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 2, παράγραφοι [3 έως 5], της τέταρτης οδηγίας […] την έννοια ότι δεν προβλέπει μόνον τη μνεία συμπληρωματικών πληροφοριών στο παράρτημα των ετησίων λογαριασμών, αλλά επιβάλλει, οσάκις η τιμή κτήσεως προδήλως δεν αντιστοιχεί στην πραγματική αξία των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων με αποτέλεσμα να δίδεται εσφαλμένη και ψευδής εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως της επιχειρήσεως, να εφαρμόζεται παρέκκλιση από την αρχή της λογιστικής εγγραφής των στοιχείων του ενεργητικού στην τιμή κτήσεως και αυτά να εγγράφονται λογιστικώς αμέσως στην αξία μεταπωλήσεώς τους, εάν αυτή αποτελεί εμφανώς την πραγματική τους αξία;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

20

Η GIMLE, η Βελγική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο. Η GIMLE, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η Βελγική Κυβέρνηση είναι η μόνη η οποία υποστηρίζει αντίθετη άποψη.

21

Η GIMLE και η Γερμανική Κυβέρνηση υπογραμμίζουν ότι η μέθοδος αποτιμήσεως που προβλέπει το άρθρο 32 της τέταρτης οδηγίας στηρίζεται στο ιστορικό κόστος των στοιχείων του ενεργητικού το οποίο αντιπροσωπεύεται από την τιμή κτήσεως ή το κόστος παραγωγής αυτών. Προσθέτουν ότι από τη μέθοδο αυτή μπορεί να υπάρχει παρέκκλιση μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 33 της οδηγίας αυτής.

22

Η Επιτροπή, αναφερόμενη στις αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 1996, C-234/94, Tomberger (Συλλογή 1996, σ. I-3133, σκέψη 17), και της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C-275/97, DE + ES Bauunternehmung (Συλλογή 1999, σ. I-5331, σκέψη 26), υπενθυμίζει ότι η αρχή της πραγματικής εικόνας, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, της τέταρτης οδηγίας, αντιπροσωπεύει τον πρωταρχικό σκοπό της οδηγίας αυτής. Οι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο διαφωνούν ωστόσο όσον αφορά το περιεχόμενο του άρθρου 2, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει υποχρέωση παρεκκλίσεως από διάταξη της εν λόγω οδηγίας αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εφαρμογή της μπορεί να αποβεί αντίθετη προς την αρχή της πραγματικής εικόνας.

23

Η GIMLE, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι η κτήση ενός στοιχείου του ενεργητικού σε τιμή χαμηλότερη από την πραγματική του αξία δεν μπορεί να συνιστά «εξαιρετική περίπτωση», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της τέταρτης οδηγίας, η οποία να δικαιολογεί παρέκκλιση από την αρχή της αποτιμήσεως βάσει του ιστορικού κόστους που διαλαμβάνεται στο άρθρο 32 της οδηγίας αυτής. Συναφώς, η GIMLE υπογραμμίζει ότι η επιλογή του νομοθέτη της Ένωσης υπέρ της μεθόδου που στηρίζεται στο ιστορικό κόστος συνεπάγεται ότι στους λογαριασμούς που τηρούν οι επιχειρήσεις εμφανίζονται αποτιμήσεις που σπανίως αντιστοιχούν στην πραγματική αξία των στοιχείων του ενεργητικού. Η Γερμανική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η μέθοδος αυτή οδηγεί αναπόφευκτα στην εμφάνιση αφανών αποθεματικών που ενίοτε είναι σημαντικά, όταν η τιμή κτήσεως είναι χαμηλότερη από την πραγματική αξία του στοιχείου του ενεργητικού, αλλά ότι αυτά τα αφανή αποθεματικά είναι σύμφωνα προς την αρχή της σύνεσης που διαλαμβάνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας.

24

Η Βελγική Κυβέρνηση φρονεί, αντιθέτως, ότι η έννοια της «εξαιρετικής περιπτώσεως», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, της τέταρτης οδηγίας, καλύπτει την περίπτωση όπου η τιμή κτήσεως στοιχείου του ενεργητικού είναι, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, προδήλως χαμηλότερη από την πραγματική του αξία, εφόσον η χρησιμοποίηση της αξίας κτήσεως θα παρείχε ψευδή εικόνα της οικονομικής καταστάσεως της επιχειρήσεως. Συναφώς, η Βελγική Κυβέρνηση αναφέρεται, κατ’ αναλογία, στη σκέψη 32 της προπαρατεθείσας αποφάσεως DE + ES Bauunternehmung, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι οι «εξαιρετικές περιπτώσεις», που διαλαμβάνονται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, της οδηγίας, είναι εκείνες στις οποίες μια χωριστή αποτίμηση δεν θα παρείχε την πιστότερη δυνατή εικόνα της πραγματικής οικονομικής θέσεως της οικείας εταιρίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

25

Με το προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η αρχή της πραγματικής εικόνας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχή της αποτιμήσεως των στοιχείων του ενεργητικού βάσει της τιμής κτήσεώς τους ή του κόστους παραγωγής τους, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας, υπέρ της αποτιμήσεως βάσει της πραγματικής τους αξίας, οσάκις η τιμή κτήσεως ή το κόστος παραγωγής των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού είναι προδήλως κατώτερο της πραγματικής τους αξίας.

26

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τον λογιστικό χειρισμό της κτήσεως μετοχών εταιρίας που μεταπωλήθηκαν, ένα μήνα μετά την κτήση τους, σε τιμή 3400 φορές υψηλότερη της τιμής κτήσεώς τους.

27

Από την απόφαση αυτή προκύπτει επίσης ότι η προέλευση της διαφοράς της κύριας δίκης είναι φορολογικής φύσεως, στον βαθμό που η λογιστική εγγραφή των μετοχών στην πραγματική τους αξία θα παρείχε στις βελγικές αρχές τη δυνατότητα να επιβάλουν φόρο στην οικεία εταιρία που να αναλογεί στην υπεραξία που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των μετοχών αυτών και της τιμής κτήσεώς τους.

28

Συναφώς, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι σκοπός της τετάρτης οδηγίας δεν είναι να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι ετήσιοι λογαριασμοί των εταιριών μπορούν ή πρέπει να χρησιμεύουν ως βάση για τον καθορισμό, εκ μέρους των φορολογικών αρχών των κρατών μελών, της βάσεως επιβολής και του ύψους των φόρων, όπως είναι ο επίμαχος στην κύρια δίκη φόρος επί των εταιριών. Αντίθετα, ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα των κρατών μελών να χρησιμοποιούν τους ετησίους λογαριασμούς ως βάση αναφοράς για φορολογικούς σκοπούς (απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2003, C-306/99, BIAO, Συλλογή 2003, σ. I-1, σκέψη 70), και καμία διάταξη της τέταρτης οδηγίας δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να διορθώνουν, από φορολογικής απόψεως, τα αποτελέσματα των λογιστικών κανόνων που προβλέπονται στην οδηγία αυτή, προκειμένου να καθορίζουν ένα φορολογητέο κέρδος που να είναι εγγύτερα στην οικονομική πραγματικότητα.

29

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η τέταρτη οδηγία επιδιώκει να εξασφαλίσει τον συντονισμό των εθνικών διατάξεων που αφορούν την διάρθρωση και το περιεχόμενο των ετησίων λογαριασμών, καθώς και της εκθέσεως διαχειρίσεως και των μεθόδων αποτιμήσεως, για την προστασία των εταίρων και των τρίτων. Προς τούτο, σύμφωνα με την τρίτη αιτιολογική σκέψη της, η οδηγία επιδιώκει τη θέσπιση ελαχίστων προϋποθέσεων ως προς την έκταση των οικονομικών στοιχείων που πρέπει να δημοσιεύονται ώστε να γίνονται γνωστά στο κοινό (προπαρατεθείσα απόφαση BIAO, σκέψη 69).

30

Η τέταρτη οδηγία βασίζει τον εν λόγω συντονισμό του περιεχομένου των ετήσιων λογαριασμών στην αρχή της «πραγματικής εικόνας», της οποίας η τήρηση συνιστά τον πρωταρχικό σκοπό της (προπαρατεθείσες αποφάσεις Tomberger, σκέψη 17· DE + ES Bauunternehmung, σκέψη 26, και BIAO, σκέψη 72). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της οδηγίας αυτής, οι ετήσιοι λογαριασμοί πρέπει να παρέχουν την πραγματική εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως της εταιρίας.

31

Το άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας, το οποίο προβλέπει την αρχή της πραγματικής εικόνας, βρίσκεται στο τμήμα 1 της οδηγίας αυτής, που φέρει τον τίτλο «Γενικές διατάξεις». Το τμήμα 7 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Κανόνες αποτιμήσεως», ορίζει τους κανόνες αποτιμήσεως των ποσών που εμφανίζονται στους ετήσιους λογαριασμούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι γενικές αρχές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 31 της ίδιας οδηγίας.

32

Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι η εφαρμογή της αρχής της πραγματικής εικόνας πρέπει να βασίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, στις γενικές αρχές που περιέχει το άρθρο 31 της τετάρτης οδηγίας, μεταξύ των οποίων η αρχή της σύνεσης που διαλαμβάνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής έχει ιδιαίτερη σημασία (προπαρατεθείσα απόφαση Tomberger, σκέψη 18).

33

Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της τέταρτης οδηγίας, που προβλέπουν την αρχή της σύνεσης, η συνεκτίμηση του συνόλου των στοιχείων –πραγματοποιηθέντα κέρδη, έξοδα, έσοδα, κίνδυνοι και ζημίες– που όντως αφορούν την οικεία χρήση καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της τηρήσεως της αρχής της πραγματικής εικόνας (προπαρατεθείσες αποφάσεις Tomberger, σκέψη 22, και BIAO, σκέψη 123). Ειδικότερα, η εν λόγω παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση ααʹ, ορίζει ότι στη χρήση πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν.

34

Η αρχή της πραγματικής εικόνας πρέπει επίσης να νοείται υπό το φως της αρχής που διαλαμβάνεται στο άρθρο 32 της τέταρτης οδηγίας, δυνάμει της οποίας η αποτίμηση των στοιχείων που εμφανίζονται στους ετήσιους λογαριασμούς βασίζεται στην τιμή κτήσεως ή στο κόστος παραγωγής.

35

Δυνάμει της διατάξεως αυτής, η πραγματική εικόνα που πρέπει να παρέχουν οι ετήσιοι λογαριασμοί εταιρίας στηρίζεται σε αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού όχι βάσει της πραγματικής τους αξίας, αλλά βάσει του ιστορικού τους κόστους.

36

Είναι γεγονός ότι το άρθρο 2, παράγραφος 5, της τέταρτης οδηγίας προβλέπει ότι, αν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η εφαρμογή μιας διατάξεως της οδηγίας έρχεται σε σύγκρουση με την υποχρέωση της παραγράφου 3, του άρθρου 2 αυτού, επιβάλλεται η παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή προκειμένου να αποδοθεί η πραγματική εικόνα, κατά την έννοια της εν λόγω παραγράφου 3.

37

Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 5, της εν λόγω οδηγίας, είναι συνεπώς πιθανόν να πρέπει να υπάρξει παρέκκλιση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από το άρθρο 32 της ίδιας οδηγίας, που επιβάλλει αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού βάσει της τιμής κτήσεως ή του κόστους παραγωγής, οσάκις η εφαρμογή της μεθόδου αυτής θα είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί ψευδής εικόνα του ενεργητικού και του παθητικού, της οικονομικής θέσεως και των αποτελεσμάτων χρήσεως της εταιρίας.

38

Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υπογραμμίζουν η GIMLE, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η υποεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού στους λογαριασμούς των εταιριών δεν μπορεί, από μόνη της, να συνιστά «εξαιρετική περίπτωση», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 5, της τέταρτης οδηγίας.

39

Συγκεκριμένα, η δυνατότητα ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού να υποεκτιμηθούν στους λογαριασμούς των εταιριών, σε περίπτωση που η αξία κτήσεώς τους είναι μικρότερη από την πραγματική τους αξία, αποτελεί απλώς το αναγκαίο συνακόλουθο της επιλογής που έκανε ο νομοθέτης της Ένωσης, στο άρθρο 32 της τέταρτης οδηγίας, υπέρ μιας μεθόδου αποτιμήσεως η οποία δεν βασίζεται στην πραγματική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, αλλά στο ιστορικό κόστος τους.

40

Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, η υποεκτίμηση ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού, όπως είναι οι μετοχές εταιρίας, στους λογαριασμούς εταιρίας, λόγω της αποτιμήσεώς τους βάσει της τιμής κτήσεως ή του κόστους παραγωγής, είναι σύμφωνη προς την αρχή της σύνεσης που διαλαμβάνεται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της τέταρτης οδηγίας. Ειδικότερα, η αποτίμηση αυτών των στοιχείων του ενεργητικού στην πραγματική τους αξία θα εμφάνιζε μια υπεραξία στους λογαριασμούς της εταιρίας, η οποία θα αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας και της αξίας κτήσεως αυτών των στοιχείων του ενεργητικού, σε αντίθεση προς το άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, περίπτωση ααʹ, κατά το οποίο στη χρήση πρέπει να περιλαμβάνονται μόνο τα κέρδη που πραγματοποιήθηκαν.

41

Περαιτέρω, η Επιτροπή τονίζει ορθώς ότι το État belge δεν είχε, κατά τον χρόνο των επίμαχων στην κύρια δίκη συναλλαγών, θεσπίσει διατάξεις που να παρέχουν δυνατότητα επιλογής βάσει των άρθρων 2, παράγραφος 5, ή 33 της τέταρτης οδηγίας. Η Επιτροπή υπογραμμίζει επίσης ορθώς ότι μια εταιρία που έχει τη βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιήσει σημαντικό κέρδος λόγω δεσμεύσεων που ανέλαβε όσον αφορά τη μελλοντική μεταπώληση ενός στοιχείου του ενεργητικού οφείλει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, να παράσχει συναφώς πρόσθετες πληροφορίες.

42

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της πραγματικής εικόνας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας δεν επιτρέπει την παρέκκλιση από την αρχή της αποτιμήσεως των στοιχείων του ενεργητικού βάσει της τιμής κτήσεώς τους ή του κόστους παραγωγής τους, που προβλέπεται στο άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας, υπέρ της αποτιμήσεως βάσει της πραγματικής τους αξίας, οσάκις η τιμή κτήσεως ή το κόστος παραγωγής των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού είναι προδήλως κατώτερα της πραγματικής τους αξίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

43

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Η αρχή της πραγματικής εικόνας που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφοι 3 έως 5, της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1978, βασιζομένη στο άρθρο [44, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, ΕΚ] περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών, δεν επιτρέπει την παρέκκλιση από την αρχή της αποτιμήσεως των στοιχείων του ενεργητικού βάσει της τιμής κτήσεώς τους ή του κόστους παραγωγής τους, που προβλέπεται στο άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας, υπέρ της αποτιμήσεως βάσει της πραγματικής τους αξίας, οσάκις η τιμή κτήσεως ή το κόστος παραγωγής των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού είναι προδήλως κατώτερα της πραγματικής τους αξίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top