Agħżel il-karatteristiċi sperimentali li tixtieq tipprova

Dan id-dokument hu mislut mis-sit web tal-EUR-Lex

Dokument 62010CO0272

Διάταξη του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2011.
Σουζάνα Βερκίζη-Νικολακάκη κατά Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) και Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης - Ελλάς.
Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας - Κοινωνική πολιτική - Άρθρο 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ - Οδηγία 1999/70/ΕΚ- Ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου - Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα - Διαδοχικές συμβάσεις - Κατάχρηση - Κυρώσεις - Μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου - Δικονομικοί κανόνες - Αποκλειστική προθεσμία - Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας - Υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων.
Υπόθεση C-272/10.

Συλλογή της Νομολογίας 2011 I-00003*

IdentifikaturECLI: ECLI:EU:C:2011:19

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 18ης Ιανουαρίου 2011 (*)

«Άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας – Κοινωνική πολιτική – Άρθρο 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Οδηγία 1999/70/ΕΚ– Ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Διαδοχικές συμβάσεις – Κατάχρηση – Κυρώσεις – Μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου – Δικονομικοί κανόνες – Αποκλειστική προθεσμία – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων»

Στην υπόθεση C‑272/10,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης (Ελλάδα) με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Μαΐου 2010, στο πλαίσιο της δίκης

Σουζάνα Βερκίζη-Νικολακάκη

κατά

Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ),

Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus και A. Ò Caoimh (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

κρίνοντας ότι πρέπει να αποφανθεί μέσω αιτιολογημένης διατάξεως, κατά το άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας,

αφού άκουσε την γενική εισαγγελέα,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς επίσης και των διατάξεων της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43) (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο), και ειδικότερα της ρήτρας 8, σημείο 3, αυτής.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Σ. Βερκίζη-Νικολακάκη και, αφετέρου, του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (στο εξής: ΑΣΕΠ) και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (στο εξής: ΑΠΘ), όσον αφορά την απόρριψη, λόγω του εκπροθέσμου χαρακτήρα της, της αιτήσεως που υπέβαλε η Σ. Βερκίζη-Νικολακάκη προκειμένου να μετατραπούν σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που τη συνέδεαν με τον εργοδότη της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ένωσης

3        Η οδηγία 1999/70 στηρίζεται στο άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρο 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ) και αποσκοπεί, κατά το άρθρο 1 αυτής, «στην υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου […], που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη […] μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP)».

4        Η ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«Σκοπός της […] συμφωνίας-πλαισίου είναι:

α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

5        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας,

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”,

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

6        Η ρήτρα 8 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα εξής:

«[...]

3.      H εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία.

[...]

5.      Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.

[...]»

7        Κατά το άρθρο 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ’ ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.»

8        Δυνάμει του άρθρου 3, η οδηγία αυτή τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 10 Ιουλίου 1999.

 Η εθνική νομοθεσία

 Η νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας 1999/70 στο ελληνικό δίκαιο

9        Η Ελληνική Κυβέρνηση ενημέρωσε την Επιτροπή ότι σκόπευε να κάνει χρήση της ευχέρειας που προβλέπει το άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70, ώστε να έχει στη διάθεσή της πρόσθετη προθεσμία για τη λήψη των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας αυτής, προθεσμία η οποία έληξε στις 10 Ιουλίου 2002.

10      Το προεδρικό διάταγμα 164/2004, περί ρυθμίσεων για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα (ΦΕΚ A΄ 134/19.7.2004), μετέφερε την οδηγία 1999/70 και τη συμφωνία-πλαίσιο στην ελληνική νομοθεσία που εφαρμόζεται στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Το εν λόγω διάταγμα τέθηκε σε ισχύ την 19η Ιουλίου 2004.

11      Τα άρθρα 5 και 6 του προεδρικού αυτού διατάγματος περιέχουν τις διατάξεις που εφαρμόζονται όσον αφορά τους αντικειμενικούς λόγους, την ανανέωση και τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

12      Το άρθρο 7 του προαναφερθέντος προεδρικού διατάγματος ορίζει:

«Συνέπειες παραβάσεων

1.      Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη.

2.      Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο.

3.      Όποιος παραβαίνει τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση […]. Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.»

13      Το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 περιέχει τις ακόλουθες μεταβατικές διατάξεις:

«1.      Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)      Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων, ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης 18 μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση.

β)      Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α΄ να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. […]

γ)      Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός.

δ)      Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. [...]

2.      Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος [διατάγματος], αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και, όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι σε κάθε περίπτωση το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου ΟΤΑ, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος.

3.      Οι κατά την παράγραφο 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως [στο ΑΣΕΠ], το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων.

4.      Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα [...] καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις […].

5.      Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης.

[...]»

 Οι λοιπές εθνικές ρυθμίσεις που αφορούν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου

14      Κατά το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Ελληνικού Συντάγματος, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 7 Απριλίου 2001, απαγορεύεται, στο δημόσιο τομέα, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

15      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 περί υποχρεωτικής καταγγελίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων (ΦΕΚ Β΄ 11/18.3.1920) ορίζει:

«Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου.»

16      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, από το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, όπως έχει ερμηνευθεί από τα ελληνικά δικαστήρια, συνάγεται ότι όταν ο ορισμένος χρόνος των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας δεν δικαιολογείται από τη φύση, τη μορφή ή τον σκοπό της προς εκτέλεση εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο, ο όρος περί ορισμένου χρόνου εργασίας είναι άκυρος και, ως εκ τούτου, οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις θεωρούνται ότι συνήφθησαν ως αορίστου χρόνου. Εντούτοις, κατόπιν της έναρξης ισχύος του άρθρου 103, παράγραφος 8, του Ελληνικού Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει, σύμφωνα με την απόφαση 20/2007 του Αρείου Πάγου, ότι αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920 όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Η αιτούσα της κύριας δίκης συνήψε με το ΑΠΘ, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, πέντε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνολικής διάρκειας 27 μηνών, ως μικροβιολόγος εργαζόμενη με πλήρες ωράριο. Οι συμβάσεις αυτές αφορούσαν, αντιστοίχως, τα χρονικά διαστήματα από 1ης Απριλίου 2002 έως 30ής Απριλίου 2002, από 1ης Μαΐου 2002 έως 30ής Ιουλίου 2002, από 1ης Αυγούστου 2002 έως 31ης Δεκεμβρίου 2002, από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως 30ής Ιουνίου 2003 και από 1ης Ιουλίου 2003 έως 31ης Δεκεμβρίου 2004.

18      Δεν αμφισβητείται ότι η δραστηριότητα της ενδιαφερόμενης κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη της, καθόσον είχε ως αντικείμενο εργασίας την επιστημονική έρευνα.

19      Στις 15 Οκτωβρίου 2004, η αιτούσα της κύριας δίκης υπέβαλε στο ΑΠΘ, βάσει του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, αίτηση μετατροπής των διαδοχικών της συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

20      Με απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2005, το ΑΣΕΠ έκρινε ότι το Κοινό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, που εκπροσωπεί το προσωπικό του ΑΠΘ, το προσωπικό της Πανεπιστημιακής Φοιτητικής Λέσχης και το προσωπικό των Ταμείων του Πανεπιστημίου, ορθώς έκρινε στο πρακτικό της συνεδριάσεως της 2ας Νοεμβρίου 2004 ότι, παρότι η αιτούσα της κύριας δίκης πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 για τη μετατροπή των διαδοχικών της συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, η αίτησή της έπρεπε να απορριφθεί διότι δεν είχε υποβληθεί εντός της τασσόμενης στην παράγραφο 2 της εν λόγω διατάξεως προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του ως άνω διατάγματος, η οποία είχε εκπνεύσει στις 20 Σεπτεμβρίου 2004.

21      Στις 24 Ιανουαρίου 2006, η αιτούσα της κύριας δίκης άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης αίτηση ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως.

22      Στην απόφαση περί παραπομπής, το ως άνω δικαστήριο εκθέτει ότι αντικείμενο του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, το οποίο καθιερώνει μία διαδικασία με την οποία οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται καταχρηστικώς στον δημόσιο τομέα μπορούν να μετατραπούν από το ΑΣΕΠ σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, είναι να «τακτοποιήσει» μεταβατικώς τις σχέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν προτού τεθεί αυτό σε ισχύ, στις 19 Ιουλίου 2004, λαμβανομένης υπόψη της εκπρόθεσμης μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου, μεταφορά που έπρεπε να είχε συντελεσθεί το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2002.

23      Εντούτοις, το προαναφερθέν δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο αποκλειστικός χαρακτήρας της δίμηνης προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 για την υποβολή αιτήσεως προς το ΑΣΕΠ βάσει της διατάξεως αυτής έχει ως αποτέλεσμα να στερούνται οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι, οι οποίοι δεν υπέβαλαν την αίτησή τους εντός της ως άνω προθεσμίας, κάθε δυνατότητας να επιτύχουν τη μετατροπή των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι αυτοί δεν επωφελούνται κάποιου άλλου μέτρου που να τους παρέχει αποτελεσματικές και ισοδύναμες εγγυήσεις για την προστασία τους, ικανών να οδηγήσουν σε κυρώσεις σε περίπτωση καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Πράγματι, το άρθρο 7 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, το οποίο προβλέπει αυστηρές ποινικές, πειθαρχικές και αστικές κυρώσεις για τον εργοδότη που παραβαίνει το διάταγμα αυτό, καθώς και πλήρη αποζημίωση του εργαζομένου, εφαρμόζεται μόνον στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του. Επιπροσθέτως, οι ως άνω εργαζόμενοι δεν θα μπορούσαν να επικαλεστούν το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920, το οποίο, όπως έχει ερμηνευθεί στην εθνική νομολογία, επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών καταχρηστικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, καθότι το άρθρο 103, παράγραφος 8, του Ελληνικού Συντάγματος απαγορεύει εφεξής την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως στις εργασιακές σχέσεις με το Δημόσιο ή με άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Εξάλλου, στην ελληνική έννομη τάξη δεν υφίσταται άλλο ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο.

24      Το ίδιο όμως δικαστήριο σημειώνει ότι η τασσόμενη στο άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 δίμηνη προθεσμία είναι συντομότερη σε σύγκριση με τις ταχθείσες από προγενέστερες εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις αποκλειστικές προθεσμίες που αποσκοπούσαν στην τακτοποίηση εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα, οι οποίες παρατάθηκαν κατά συστηματικό τρόπο προκειμένου να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι να επωφεληθούν των ευεργετικών αυτών ρυθμίσεων και να καταστεί δυνατή η μετατροπή των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Επιπλέον, παρότι δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, το προαναφερθέν άρθρο 11 δεν προβλήθηκε επαρκώς, ώστε να ενημερωθεί ο ευρύτατος κύκλος προσώπων, τα οποία αυτό αφορούσε. Εξάλλου, ορισμένοι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου δεν υπέβαλαν αιτήσεις βάσει του άρθρου 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004, αλλά προσέφυγαν στα πολιτικά δικαστήρια επικαλούμενοι το άρθρο 8, παράγραφος 3, του νόμου 2112/1920.

25      Επομένως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η τασσόμενη στο άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αποκλειστική προθεσμία εξασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου. Διερωτάται, επίσης, κατά πόσον η προθεσμία αυτή μπορεί να εκληφθεί ως «υποβάθμιση» του επιπέδου της συνδεόμενης με την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων, η οποία απαγορεύεται δυνάμει της ρήτρας 8, παράγραφος 3, αυτής, καθότι το εν λόγω διάταγμα αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου και τάσσει συντομότερες προθεσμίες από εκείνες τις οποίες τάσσουν προγενέστερες εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις περί «τακτοποίησης».

26      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει με τον κατά το άρθρο [155], παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] σκοπό και την κατά το άρθρο [288], τρίτο εδάφιο, [ΣΛΕΕ], πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας [1999/70], η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 11 του ΠΔ 16412004 με την οποία προβλέπεται ότι για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, ενόψει του ότι ο αποκλειστικός χαρακτήρας της προθεσμίας έχει ως συνέπεια να χάσει ο εργαζόμενος το δικαίωμα μετατροπής των συμβάσεων εάν δεν υποβάλει την αίτηση εντός της δίμηνης προθεσμίας;

2)       Εν όψει του κατά το άρθρο [155], παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] σκοπού της οδηγίας [1999/70], είναι επαρκής η δίμηνη προθεσμία προς εξυπηρέτηση του αριθμού των υπαγόμενων στις διατάξεις του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 εργαζομένων προς εκπλήρωση της κατά το άρθρο [288], τρίτο εδάφιο, [ΣΛΕΕ] πρακτικής αποτελεσματικότητας των σκοπών της εν λόγω οδηγίας με μόνη τη δημοσιοποίηση των διατάξεων του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [της Ελληνικής Δημοκρατίας];

3)       Η παράλειψη της παρατάσεως της δίμηνης προθεσμίας συνιστά υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζόμενων σε σύγκριση με τις παρατάσεις αντίστοιχων προθεσμιών που χορηγήθηκαν με τις προγενέστερες του ΠΔ 164/2004 όμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις κατά παράβαση της ρήτρας 8, σημείο 3, οδηγίας [1999/70];»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

27      Κατά το άρθρο 104, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως ταυτίζεται με ερώτημα επί του οποίου το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ή όταν η απάντηση σε τέτοιο ερώτημα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία, το Δικαστήριο, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

28      Στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει να γίνει εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, η υπόθεση αυτή εντάσσεται στο ίδιο νομικό και πραγματικό πλαίσιο με τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, C‑212/04, Αδενέλερ κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I‑6057), και της 23ης Απριλίου 2009, C‑378/07 έως C‑380/07, Αγγελιδάκη κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑3071), καθώς και οι διατάξεις της 12ης Ιουνίου 2008, Βασιλάκης κ.λπ. (C‑364/07) και της 24 Απριλίου 2009, Κούκου (C‑519/08).

 Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος

29      Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί στην ουσία να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν ρύθμιση εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, που προβλέπει ότι η αίτηση εργαζόμενου για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση, πρέπει να υποβληθεί στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος διατάγματος.

30      Διαπιστώνεται ότι η απάντηση στα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία, ιδίως από την προαναφερθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ. (σκέψεις 168 έως 176), καθώς και από τις προαναφερθείσες διατάξεις Βασιλάκης (σκέψεις 138 έως 150) και Κούκου (σκέψεις 73 έως 81 και 92 έως 102), στις οποίες το Δικαστήριο ερμήνευσε ήδη τις διατάξεις της συμφωνίας-πλαισίου σε σχέση με το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004.

31      Πρέπει, συναφώς, να υπομνησθεί ότι το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ορίζει, ως μεταβατική διάταξη, δεδομένου ότι οι διατάξεις της οδηγίας 1999/70, περιλαμβανομένων αυτών της συμφωνίας-πλαισίου που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εν λόγω οδηγίας, έπρεπε να μεταφερθούν στην ελληνική έννομη τάξη το αργότερο έως τις 10 Ιουλίου 2002, ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που ίσχυαν κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω διατάγματος, ήτοι στις 19 Ιουλίου 2004, ή έπαυσαν να ισχύουν εντός του τελευταίου τριμήνου πριν από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή μετά τις 19 Απριλίου 2004, μπορούν να μετατραπούν σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (βλ. προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψη 74).

32      Όσον αφορά τις προϋποθέσεις από τις οποίες το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος εξαρτά μια τέτοια δυνατότητα μετατροπής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει κατ’ ουσίαν ότι οι προϋποθέσεις αυτές που, κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, αφορούν ιδίως τη μέγιστη διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και τον αριθμό των ανανεώσεών τους δεν είναι καταρχήν αντίθετες προς τη συμφωνία αυτή, δεδομένου ότι είναι κατάλληλες να διασφαλίζουν –η δε σχετική εξέταση απόκειται στις εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια που έχουν αρμοδιότητα για την εφαρμογή των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου– ότι επιβάλλονται οι προσήκουσες κυρώσεις για ενδεχόμενες καταχρηστικές προσφυγές σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος και ότι εξαλείφονται, επομένως, οι επιπτώσεις από την παράβαση του κοινοτικού δικαίου (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψεις 168 έως 171, και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψεις 77 και 79 έως 81).

33      Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, στο μέτρο που κατά την περίοδο μεταξύ 10ης Ιουλίου 2002 –καταληκτική ημερομηνία για τη μεταφορά από την Ελληνική Δημοκρατία της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου– και 19ης Ιουλίου 2004 –ημερομηνία έναρξης ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004 που εκδόθηκε για τον σκοπό της ως άνω μεταφοράς ως προς τον δημόσιο τομέα– δεν υπήρχαν στην εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους άλλα αποτελεσματικά προς τούτο μέτρα, για παράδειγμα, επειδή, όπως εκθέτει το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, οι κυρώσεις του άρθρου 7 του εν λόγω διατάγματος δεν είχαν εφαρμογή rationae temporis, η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου θα μπορούσε να συνιστά τέτοιο μέτρο (προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 170, και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψη 79· βλ., επίσης, συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Αδενέλερ κ.λπ.., σκέψεις 98 έως 105, καθώς και προπαρατεθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψεις 129 έως 137).

34      Εξάλλου, όσον αφορά τη διαδικασία που προβλέπει σχετικώς η εθνική νομοθεσία, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι, δυνάμει της ρήτρας 8, σημείο 5, της συμφωνίας-πλαισίου, η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές (προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 172, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 140, και Κούκου, σκέψη 95).

35      Κατά πάγια νομολογία, εάν δεν υπάρχει σχετική νομοθεσία της Ένωσης, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους εναπόκειται, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας, ο καθορισμός των αρμόδιων δικαστηρίων και η θέσπιση των λεπτομερών δικονομικών κανόνων για τις ένδικες προσφυγές που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει στους πολίτες το δίκαιο της Ένωσης (αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, C‑268/06, Impact, Συλλογή 2008, σ. I‑2483, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 173, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 141, και Κούκου, σκέψη 96).

36      Πάντως, τα κράτη μέλη υπέχουν την ευθύνη διασφαλίσεως, κατά περίπτωση, της αποτελεσματικής προστασίας αυτών των δικαιωμάτων (προπαρατεθείσα απόφαση Impact, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Προς τούτο, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, οι δικονομικές λεπτομέρειες σχετικά με ένδικες προσφυγές που αποσκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από αυτές που αφορούν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Αδενέλερ κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψη 95· της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, C-53/04, Marrosu και Sardino, Συλλογή 2006, σ. I-7213, σκέψη 52· Vassallo, C-180/04, Συλλογή 2006, σ. I-7251, σκέψη 37, και Αγγελιδάκη κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 159 και 174, καθώς και διατάξεις Βασιλάκης κ.λπ., προπαρατεθείσα, σκέψεις 126 και 142· Κούκου, προπαρατεθείσα, σκέψεις 65 και 97, και της 1ης Οκτωβρίου 2010, C-3/10, Affatato, σκέψη 46).

38      Το Δικαστήριο πάντως έχει ήδη κρίνει ότι εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία ορίζει ότι μια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, όπως το ΑΣΕΠ, είναι αρμόδια για την ενδεχόμενη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου φαίνεται να ικανοποιεί εκ πρώτης όψεως, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων, τις ως άνω απαιτήσεις ισοδυναμίας και αποτελεσματικότητας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψεις 175 και 175, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Βασιλάκης κ.λπ., σκέψεις 144 και 149, και Κούκου, σκέψεις 99 και 101).

39      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται πάντως κατά πόσον η αποκλειστική προθεσμία των δύο μηνών, την οποία τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 για την εκ μέρους των ενδιαφερόμενων εργαζομένων υποβολή αιτήσεως μετατροπής των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί να διακυβεύσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/70 και της συμφωνίας-πλαισίου.

40      Ως προς τούτο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σε ό,τι αφορά την τήρηση της αρχής της ισοδυναμίας, η εν λόγω αρχή προϋποθέτει ότι ο επίμαχος εθνικός κανόνας εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στις ένδικες προσφυγές που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, όσο και σε εκείνες που στηρίζονται σε μη τήρηση του εσωτερικού δικαίου, εφόσον έχουν παρόμοιο αντικείμενο και παρόμοια αιτία. Η αρχή αυτή δεν μπορεί πάντως να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι υποχρεώνει το κράτος μέλος να επεκτείνει το πλέον ευνοϊκό εσωτερικό καθεστώς στο σύνολο των ενδίκων προσφυγών που ασκούνται στον τομέα του εργατικού δικαίου. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρείται η αρχή της ισοδυναμίας, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο το οποίο έχει άμεση γνώση των δικονομικών προϋποθέσεων που ισχύουν για τις ένδικες προσφυγές του εσωτερικού δικαίου, να εξακριβώσει κατά πόσον οι δικονομικές προϋποθέσεις που θέτει το εσωτερικό δίκαιο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων που παρέχει στους ιδιώτες το δίκαιο της Ένωσης είναι σύμφωνες προς την αρχή αυτή και να εξετάσει τόσο το αντικείμενο όσο και τα ουσιώδη στοιχεία των ενδίκων προσφυγών του εσωτερικού δικαίου που φέρονται ως παρόμοιες. Προς τούτο, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει την ομοιότητα των εν λόγω ενδίκων προσφυγών από την άποψη του αντικειμένου τους, της αιτίας τους και των ουσιωδών χαρακτηριστικών τους (αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, C‑63/08, Pontin, Συλλογή 2009, σ. I‑10467, σκέψη 45, καθώς και της 8ης Ιουλίου 2010, C‑246/09, Bulicke, μη δημοσιευθείσα ακόμα στη Συλλογή, σκέψεις 26 έως 28).

41      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί ως προς το ισοδύναμο των δικονομικών κανόνων, οφείλει να εξετάσει κατά τρόπο αντικειμενικό και αφηρημένο την ομοιότητα των εν λόγω κανόνων από την άποψη της θέσης που έχουν στην όλη διαδικασία, της εξέλιξης της εν λόγω διαδικασίας και των ιδιομορφιών των κανόνων αυτών (προπαρατεθείσες αποφάσεις Pontin, σκέψη 46, και Bulicke, σκέψη 29).

42      Στην προκειμένη περίπτωση, το αιτούν δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του ότι, στο πλαίσιο των προγενέστερων της ενάρξεως ισχύος του προεδρικού διατάγματος 164/2004 νομοθετικών ρυθμίσεων περί τακτοποιήσεως των εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα, οι αποκλειστικές προθεσμίες παρατάθηκαν κατά συστηματικό τρόπο από τον εθνικό νομοθέτη προκειμένου να μην αποκλεισθούν οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι από το ευεργέτημα των νομοθετικών αυτών ρυθμίσεων και να διευκολυνθεί συνεπώς η μετατροπή των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τρίμηνη προθεσμία που έτασσε ο νόμος 2738/1999 παρατάθηκε με τον νόμο 2768/1999 για τρεις ακόμη μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, για δε ορισμένες κατηγορίες παρατάθηκε για έξι ακόμα μήνες με τον νόμο 3050/2002. Εξάλλου, η «ανάλογη» προθεσμία του νόμου 2839/2000 παρατάθηκε επίσης, κατά τη λήξη της, με τον νόμο 3051/2002.

43      Εντούτοις, οι προθεσμίες αυτές προφανώς δεν είναι πλέον σε ισχύ. Το δε αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει κάποια άλλη ακόμα ισχύουσα εσωτερική προθεσμία στον τομέα του εργατικού δικαίου, η οποία να αφορά συναφείς εθνικές διαδικασίες, παραδείγματος χάρη, τον επαναχαρακτηρισμό ή την τακτοποίηση συμβάσεων εργασίας.

44      Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι, από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι η αποκλειστική προθεσμία των δύο μηνών που τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αντιβαίνει στην αρχή της ισοδυναμίας, γεγονός που οφείλει όμως να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.

45      Ως προς τούτο, απόκειται στο εν λόγω δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει στον τομέα του εργατικού δικαίου μέσα παροχής ένδικης προστασίας της εσωτερικής έννομης τάξεως παρόμοια με αυτό του άρθρου 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004. Αν αποδειχθεί ότι κάποιο ή κάποια από τα μέσα παροχής ένδικης προστασίας περί των οποίων δεν έγινε μνεία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι παρόμοια με τη διαδικασία που καθιερώνει η εν λόγω διάταξη, εναπόκειται και πάλι στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει κατά πόσον οι δικονομικές προϋποθέσεις, κυρίως οι προθεσμίες, που προβλέπονται για αυτά τα μέσα ένδικης προστασίας, είναι ευνοϊκότερες (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Pontin, σκέψη 56, και Bulicke, σκέψη 34).

46      Στις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η αιτούσα της κύριας δίκης υπογράμμισε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, και συγκεκριμένα μεταξύ Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2004, έπασχε από μερική αναπηρία –η οποία βεβαιώνεται με ιατρικό πιστοποιητικό– με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να προετοιμάσει την αίτησή της για τη μετατροπή των διαδοχικών της συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

47      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της ισοδυναμίας, κατά πόσον μία τέτοια περίσταση στο πλαίσιο ενδεχόμενων παρόμοιων μέσων παροχής ένδικης προστασίας της εσωτερικής έννομης τάξεως στον τομέα του εργατικού δικαίου, συνιστά περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλη αιτία δικαιολογούσα την, κατ’ εξαίρεση, απόκλιση από αποκλειστική προθεσμία.

48      Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά την ανάλυση των περιπτώσεων στις οποίες τίθεται το ζήτημα κατά πόσον εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει στους ιδιώτες η έννομη τάξη της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η θέση της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, η εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών και οι ιδιαιτερότητές της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ενδεχομένως, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Pontin, σκέψη 47, και Bulicke, σκέψη 35).

49      Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει συναφώς ότι συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης ο καθορισμός εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση αγωγής ή προσφυγής προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι οι προθεσμίες αυτές δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης. Όσον αφορά τις αποκλειστικές προθεσμίες, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι, για τις εθνικές ρυθμίσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίζουν προθεσμίες συναρτώμενες, μεταξύ άλλων, προς τη σημασία που έχουν για τους ενδιαφερόμενους οι αποφάσεις που πρόκειται να ληφθούν, προς τον περίπλοκο χαρακτήρα των εφαρμοστέων διαδικασιών και της εφαρμοστέας νομοθεσίας, προς τον αριθμό των προσώπων που μπορούν να αφορούν οι αποφάσεις ή προς τα άλλα δημόσια ή ιδιωτικά συμφέροντα που πρέπει να ληφθούν υπόψη (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Pontin, σκέψη 48, και Bulicke, σκέψη 36).

50      Στην προκειμένη περίπτωση, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 τάσσει αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, στις 19 Ιουλίου 2004, προς υποβολή στο οικείο φορέα αιτήσεως για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες είτε ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος είτε είχαν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος, εφόσον συνήφθησαν κατά καταχρηστικό τρόπο.

51      Σημειωτέον ότι το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η θεσμοθέτηση δίμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της οποίας επελήφθη, μάλλον δεν ήταν ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Bulicke, σκέψη 39).

52      Ασφαλώς, η εκπνοή της αποκλειστικής αυτής προθεσμίας έχει ως συνέπεια, όπως υπογραμμίζουν το αιτούν δικαστήριο και η αιτούσα της κύριας δίκης, να στερούνται οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι της δυνατότητας μετατροπής των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, σε περίπτωση καταχρηστικής προσφυγής σε τέτοιες συμβάσεις σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

53      Πάντως, η συνέπεια αυτή είναι συμφυής προς κάθε αποκλειστική προθεσμία και, επομένως, δεν μπορεί, ως τέτοια, να αποδείξει ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την έννομη τάξη της Ένωσης καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής.

54      Δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός, το οποίο υπογραμμίζει η αιτούσα της κύριας δίκης, ότι το εσωτερικό δίκαιο δεν προέβλεπε, όσον αφορά τους ευρισκόμενους στην ίδια με τη δική της κατάσταση εργαζόμενους, άλλο μέσο προστασίας έναντι της καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

55      Πράγματι, η προβλεπόμενη στο άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά, όπως ήδη προκύπτει από τις σκέψεις 32 και 33 της παρούσας διατάξεως, αποτελεσματικό μέτρο για την επιβολή προσηκουσών κυρώσεων σε περιπτώσεις καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

56      Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο προβάλλει ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 δεν δημοσιοποιήθηκε επαρκώς. Συγκεκριμένα, η δημοσίευση της διατάξεως αυτής μόνον στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας είχε ως αποτέλεσμα να μην ενημερωθεί ο ευρύτατος κύκλος προσώπων, τα οποία αυτή αφορούσε.

57      Πάντως, το αιτούν δικαστήριο ουδόλως διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους ήταν ανεπαρκής ένας τέτοιος τρόπος δημοσιοποιήσεως, προκειμένου περί νομοθετικού μέτρου γενικής ισχύος, όπως το προεδρικό διάταγμα 164/2004. Επιπλέον, η Ελληνική Κυβέρνηση επισήμανε στις γραπτές της παρατηρήσεις ότι το άρθρο 11 του εν λόγω διατάγματος προβλήθηκε με διάφορα άλλα πρόσθετα μέσα, τόσο στα εθνικά μέσα μαζικής επικοινωνίας, όσο και εντός της ίδια της διοικήσεως. Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκομίζει το αιτούν δικαστήριο προκύπτει, πρωτίστως, ότι λιγότερες του 2 % των αιτήσεων που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 11 του διατάγματος αυτού απορρίφθηκαν εξαιτίας του εκπρόθεσμου χαρακτήρα τους.

58      Υπό τις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η αποκλειστική προθεσμία των δύο μηνών που τάσσει το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 ήταν ικανή να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η συμφωνία-πλαίσιο.

59      Κατόπιν της ως άνω διαπιστώσεως, κατά πάγια νομολογία, το αιτούν δικαστήριο, και όχι το Δικαστήριο, οφείλει να εξακριβώσει κατά πόσον το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος έχει θεσπίσει όλες τις αναγκαίες διατάξεις προκειμένου, αφενός, να είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να εγγυηθεί τα αποτελέσματα που επιβάλλει η οδηγία 1999/70, αφετέρου, να προβλέψει στο πλαίσιο της εσωτερικής έννομης τάξης του, βάσει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, τρόπους εφαρμογής των κανόνων που έχει θεσπίσει κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου που να διασφαλίζουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, με παράλληλη τήρηση της αρχής της αποτελεσματικότητας (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 176, καθώς και προπαρατεθείσα διάταξη Βασιλάκης κ.λπ., σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

60      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να κρίνει κατά πόσον η ταχθείσα στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 δίμηνη προθεσμία ήταν επαρκής, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αποτελεσματικότητας, ώστε να δοθεί στους ενδιαφερόμενους η δυνατότητα μετατροπής των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, οσάκις είχαν συναφθεί κατά καταχρηστικό τρόπο.

61      Συνεπώς, στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και η συμφωνία-πλαίσιο έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, που προβλέπει ότι η αίτηση εργαζόμενου για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμενων να συνιστούν κατάχρηση, πρέπει να υποβληθεί στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, υπό την επιφύλαξη ότι η προθεσμία αυτή –γεγονός που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει– δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που αφορά παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως στον τομέα του εργατικού δικαίου και δεν καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

62      Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί κατά πόσον η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, η οποία προβλέπει ότι η αίτηση εργαζόμενου για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση, πρέπει να υποβληθεί στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, ενώ οι αντίστοιχες προθεσμίες, τις οποίες έτασσαν προγενέστερες της ως άνω ημερομηνίας ανάλογες ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας, είχαν παραταθεί.

63      Διαπιστώνεται ότι η απάντηση στο ως άνω ερώτημα μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια από τη νομολογία, ιδίως από τις αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold (Συλλογή 2005, σ. Ι-9981, σκέψεις 44 έως 54), Αγγελιδάκη κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψεις 122 έως 146), και της 24ης Ιουνίου 2010, C‑98/09, Sorge (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 27 έως 48), καθώς και από τις διατάξεις Κούκου, προπαρατεθείσα (σκέψεις 103 έως 124), και της 11ης Νοεμβρίου 2010, C‑20/10, Vino (σκέψεις 31 έως 48).

64      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, κατά το γράμμα της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου, η εφαρμογή της συμφωνίας αυτής δεν μπορεί να αποτελεί για τα κράτη μέλη επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων που παρεχόταν προηγουμένως εντός της εσωτερικής έννομης τάξεως στον τομέα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ. προπαραταθείσες αποφάσεις Mangold, σκέψεις 50 και 52· Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψεις 111 έως 121 και 125, και Sorge, σκέψεις 30 έως 35, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Κούκου, σκέψη 113, και Vino, σκέψη 31).

65      Κατά συνέπεια, η συμφωνία-πλαίσιο δεν απαγορεύει αυτή καθ’ εαυτήν την υποβάθμιση της προστασίας που παρέχεται στους εργαζομένους στον τομέα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου αλλά, για να εμπίπτει στην απαγόρευση της ρήτρας 8, σημείο 3, η εν λόγω υποβάθμιση πρέπει, αφενός, να συνδέεται με την «εφαρμογή» της συμφωνίας-πλαισίου, αφετέρου, να αφορά το «γενικό επίπεδο προστασίας» των εργαζομένων ορισμένου χρόνου (προπαρατεθείσα απόφαση Mangold, σκέψη 52· Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 126, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Κούκου, σκέψη 114, και Vino, σκέψη 32).

66      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη σκέψη 42 της παρούσας διατάξεως, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ότι το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004 συνιστά «υποβάθμιση» του γενικού επιπέδου κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, υπό την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου, καθότι τάσσει μια σαφέστατα συντομότερη προθεσμία από τις αποκλειστικές προθεσμίες που έτασσαν προγενέστερες ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας, οι οποίες αποσκοπούσαν στην τακτοποίηση των εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα. Ειδικότερα, οι προθεσμίες αυτές παρατάθηκαν στο παρελθόν κατά συστηματικό τρόπο προκειμένου να μην αποκλεισθούν οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι από τις ευεργετικές αυτές ρυθμίσεις και να διευκολυνθεί, επομένως, η μετατροπή των διαδοχικών τους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

67      Εντούτοις, στις γραπτές της παρατηρήσεις, η Ελληνική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι ένας εκ των νόμων στους οποίους αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο δεν περιείχε πράγματι παράταση προθεσμίας, αλλά προέβλεπε απλώς την επανεκκίνηση μιας προθεσμίας που είχε εκπνεύσει προ δύο ετών. Εξάλλου, η ανωτέρω κυβέρνηση ανέφερε, ενδεικτικώς, ότι στο παρελθόν οι νόμοι 2266/1994 και 1735/1987 είχαν, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, ήδη παράσχει στους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου δίμηνη αποκλειστική προθεσμία για την υποβολή αιτήματος μετατροπής της συμβάσεως τους σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

68      Δεδομένου ότι η ερμηνεία του εθνικού δικαίου εναπόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια, τα ίδια δικαστήρια έχουν σε κάθε περίπτωση την υποχρέωση να εξακριβώσουν κατά πόσον η παραπάνω τροποποίηση που επέφερε το άρθρο 11, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 164/2004 είχε ως αποτέλεσμα, σε σχέση με το προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο, τον περιορισμό της προστασίας των εργαζομένων που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 129, και Sorge, σκέψη 36, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Κούκου, σκέψη 109, και Vino, σκέψη 34).

69      Αντιθέτως, εναπόκειται ενδεχομένως στο Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου αυτό να εκτιμήσει κατά πόσον ο ενδεχόμενος περιορισμός της προστασίας όσων εργαζομένων έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου συνιστά «υποβάθμιση» υπό την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου. Προς τον σκοπό αυτό, πρέπει καταρχήν να εξεταστεί κατά πόσον οι τροποποιήσεις που επέφερε το άρθρο 11 του νομοθετικού διατάγματος 164/2004 μπορούν να λογισθούν, αφενός, ως συνδεόμενες με την «εφαρμογή» της συμφωνίας αυτής, αφετέρου, ως αφορώσες το «γενικό επίπεδο προστασίας» των εργαζομένων υπό την έννοια της ρήτρας 8, σημείο 3, της εν λόγω συμφωνίας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 130, και Sorge, σκέψεις 29 και 37, καθώς και προπαρατεθείσες διατάξεις Κούκου, σκέψη 111, και Vino, σκέψη 35).

70      Όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτή συνεπάγεται ότι στη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου μπορεί να εμπίπτει μόνον περιορισμός με έκταση τέτοια που να επηρεάζει συνολικώς τις εθνικές ρυθμίσεις που διέπουν τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (προπαρατεθείσες αποφάσεις Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 140, και Sorge, σκέψη 40, καθώς και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψη 119).

71      Στην απόφασή του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η διαδικασία που καθιέρωσε το άρθρο 11 του προεδρικού διατάγματος 164/2004 αφορούσε περίπου 75 000 αιτήσεις.

72      Διαπιστώνεται, εντούτοις, ότι η προβαλλόμενη τροποποίηση, την οποία επέφερε η διάταξη αυτή στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο, αφορά αποκλειστικώς την προθεσμία εντός της οποίας οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα βάσει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση μετατροπής των συμβάσεών τους σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ως τέτοια, η εν λόγω τροποποίηση ενός διαδικαστικού κανόνα δεν επηρεάζει, αντιθέτως, το ουσιαστικό επίπεδο κοινωνικής προστασίας που παρέχει το εθνικό δίκαιο στους εργαζομένους αυτούς.

73      Όμως, το Δικαστήριο έχει ήδη συναφώς διαπιστώσει ότι το προεδρικό διάταγμα 164/2004 έθετε σε εφαρμογή στον δημόσιο τομέα, από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του, όλα τα μέτρα για την πρόληψη της καταχρηστικής προσφυγής σε διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, τα οποία απαριθμούνται στην ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία α΄ έως γ΄ της συμφωνίας-πλαισίου σε σχέση με εργαζομένους βάσει διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 152, καθώς και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψεις 56 και 105).

74      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα εν λόγω μέτρα είναι, εκ πρώτης όψεως, ικανά να αντισταθμίσουν κάθε ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, την οποία επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο όσον αφορά τους εργαζόμενους που εμπίπτουν στη διαδικασία που καθιερώνεται στο άρθρο 11 του προαναφερθέντος διατάγματος (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 143, και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψη 122).

75      Εξάλλου, η επίμαχη τροποποίηση δεν επηρεάζει όλους τους εργαζομένους που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά μόνον εκείνους που εμπίπτουν στον δημόσιο τομέα και έχουν συνάψει διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες ήταν ενεργές κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του διατάγματος αυτού, στις 19 Ιουλίου 2004, ή έληξαν κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την ημερομηνία αυτή (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Αγγελιδάκη κ.λπ., σκέψη 141, και προπαρατεθείσα διάταξη Κούκου, σκέψη 120).

76      Συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθεί η προϋπόθεση, κατά την οποία η υποβάθμιση πρέπει να συνδέεται με την «εφαρμογή» της συμφωνίας, φαίνεται ότι, για τους ως άνω λόγους και μόνον, η υποτιθέμενη τροποποίηση, την οποία επέφερε στο προϊσχύσαν εθνικό δίκαιο το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, δεν εμπίπτει στη ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου.

77      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, που προβλέπει ότι η αίτηση εργαζόμενου για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση, πρέπει να υποβληθεί στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, ενώ οι αντίστοιχες προθεσμίες, τις οποίες έτασσαν προγενέστερες της ως άνω ημερομηνίας ανάλογες ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας, είχαν παραταθεί, διότι η ρύθμιση αυτή δεν θίγει το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 155, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP, έχουν την έννοια ότι δεν αποκλείουν εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, που προβλέπει ότι η αίτηση εργαζόμενου για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση, πρέπει να υποβληθεί στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, υπό την επιφύλαξη ότι η προθεσμία αυτή –γεγονός που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει– δεν είναι λιγότερο ευνοϊκή από εκείνη που αφορά παρόμοιες προσφυγές της εσωτερικής έννομης τάξεως στον τομέα του εργατικού δικαίου και δεν καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης.

2)      Η ρήτρα 8, σημείο 3, της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 11, παράγραφος 2, του προεδρικού διατάγματος 164/2004, που προβλέπει ότι η αίτηση εργαζόμενου για τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που θα μπορούσαν να συνιστούν κατάχρηση, πρέπει να υποβληθεί στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος, ενώ οι αντίστοιχες προθεσμίες, τις οποίες έτασσαν προγενέστερες της ως άνω ημερομηνίας ανάλογες ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας, είχαν παραταθεί, διότι η ρύθμιση αυτή δεν θίγει το γενικό επίπεδο προστασίας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

Fuq