Valige katsefunktsioonid, mida soovite proovida

See dokument on väljavõte EUR-Lexi veebisaidilt.

Dokument 62005CJ0417

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2006.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Maria Dolores Fernández Gómez.
Υπόθεση C-417/05 P.

Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2006 II-B-2-00091
Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-08481;FP-I-B-2-00013

Euroopa kohtulahendite tunnus (ECLI): ECLI:EU:C:2006:582

Υπόθεση C-417/05 P

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

κατά

Maria Dolores Fernández Gómez

«Αίτηση αναιρέσεως — Έκτακτος υπάλληλος — Άρθρο 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ — Περίοδος διανυθείσα στην υπηρεσία της Επιτροπής με την ιδιότητα αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα — Παραδεκτό — Αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Έννοια — Βλαπτική πράξη»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 1)

2.        Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2)

1.        Αίτημα παρατάσεως της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, υποβληθέν από τον προϊστάμενο της μονάδας όπου υπηρετεί ο εν λόγω υπάλληλος, δεν συνιστά αίτημα εκ μέρους του εκτάκτου αυτού υπαλλήλου κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Πράγματι, από τη σαφή διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι μόνον τα πρόσωπα που αφορά ο εν λόγω κανονισμός μπορούν να υποβάλουν τέτοιο αίτημα. Υπηρεσιακό σημείωμα απευθυνθέν από υπηρεσία της Επιτροπής προς έτερη υπηρεσία δεν εμπίπτει κατά συνέπεια στο πλαίσιο που καθορίζεται με τη διάταξη αυτή και δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αίτημα το οποίο αφορά η εν λόγω διάταξη, ειδάλλως παρακάμπτεται η θεσπιζόμενη με τη διάταξη αυτή διαδικασία.

Ούτε η ηλεκτρονική επιστολή που απηύθυνε ο έκτακτος αυτός υπάλληλος στην αρμόδια υπηρεσία, με την οποία ζήτησε ορισμένες πληροφορίες σχετικά με τη σύμβασή του, χωρίς όμως να καλέσει την υπηρεσία αυτή να λάβει συναφώς απόφαση, εμπίπτει στο κατά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ αίτημα.

(βλ. σκέψεις 37-39)

2.        Κατά το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, βλαπτικές είναι μόνον οι πράξεις ή τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος τροποποιώντας, προδήλως, τη νομική του κατάσταση.

Δεν πρόκειται, προδήλως, περί αυτού στην περίπτωση ηλεκτρονικής επιστολής της αρμόδιας υπηρεσίας που πληροφορεί τον προϊστάμενο της μονάδας όπου εργάζεται ο έκτακτος υπάλληλος ότι είναι αδύνατο να παραταθεί η σύμβασή του και δεν περιλαμβάνει κανένα νέο στοιχείο ως προς τις διατάξεις της συμβάσεως, η οποία αποτελεί τη μόνη πηγή εννόμων αποτελεσμάτων για τα πρόσωπα που αφορά ο ΚΥΚ. Τέτοιου είδους κοινοποίηση αποτελεί αμιγώς βεβαιωτική πράξη της συμβάσεως και δεν μπορεί εξ αυτού του λόγου να έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου έναρξη προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 42-46)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2006 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Έκτακτος υπάλληλος – Άρθρο 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ – Περίοδος διανυθείσα στην υπηρεσία της Επιτροπής με την ιδιότητα αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα – Παραδεκτό – Αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ – Έννοια – Βλαπτική πράξη»

Στην υπόθεση C-417/05 P,

με αντικείμενο αναίρεση βάσει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2005,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον D. Martin και τη L. Lozano Palacios, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Maria Dolores Fernández Gómez, εκπροσωπούμενη από τον J. R. Iturriagagoitia, abogado,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen, P. Kūris, Γ. Αρέστη (εισηγητή) και J. Klučka, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ' ακροατηρίου συζητήσεως της 17ης Μαΐου 2006,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως που εξέδωσε στις 13 Σεπτεμβρίου 2005 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην υπόθεση T-272/03, Fernández Gómez κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο, αφενός, ακύρωσε την απόφαση της εξουσιοδοτημένης για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής, της 12ης Μαΐου 2003, περί απορρίψεως της αιτήσεως παρατάσεως της συμβάσεως της M. Fernández Gómez (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση) και, αφετέρου, υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει στην αναιρεσείουσα στο ποσόν των 50 000 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη εξαιτίας της αποφάσεως αυτής και την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

 Το νομικό πλαίσιο, το ιστορικό της διαφοράς και η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία

2        Tα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων και του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/01, σ. 10), όπως ίσχυαν μέχρι τις 30 Απριλίου 2004, καθορίζουν αντίστοιχα τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) και το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΛΠ).

3        Κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ θεωρείται έκτακτος υπάλληλος «ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει προσωρινά μόνιμη θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο».

4        Το άρθρο 8 του ΚΛΠ διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου που αφορά το άρθρο 2, περίπτωση α΄, γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η δε σύμβαση του υπαλλήλου αυτού δύναται να ανανεωθεί μόνο μία φορά με συγκεκριμένη διάρκεια.

5        Στις 18 Οκτωβρίου 1994, η Επιτροπή εξέδωσε έναν κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς, σχετικά με το σύνολο των διατάξεων που διέπουν τη σχέση μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και ορισμένων κατηγοριών προσωπικού (στο εξής: κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς).

6        Οι διάφορες κατηγορίες προσωπικού που αφορά ο κώδικας αυτός είναι το «μη καταστατικό προσωπικό» και «ορισμένες συγκεκριμένες κατηγορίες [προσωπικού]». Κατά το σημείο I B του κώδικα αυτού, ως «ορισμένες συγκεκριμένες κατηγορίες [προσωπικού]» πρέπει να νοηθούν «ορισμένοι πόροι που εμπίπτουν στον ΚΥΚ, στο ΚΛΠ ή στο δημόσιο δίκαιο». Η τελευταία αυτή διατύπωση αφορά τους επικουρικούς υπαλλήλους, τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες (στο εξής: ΑΕΕ), τους υπαλλήλους ή εκτάκτους υπαλλήλους που βρίσκονται σε άδεια για προσωπικούς λόγους ή εργάζονται με μερική απασχόληση, τους πρώην υπαλλήλους και τους εκτάκτους υπαλλήλους καθώς και το «λοιπό προσωπικό των κοινοτήτων».

7        Στις 13 Νοεμβρίου 1996, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση με τίτλο «Πολιτική για τους εκτάκτους υπαλλήλους που εμπίπτουν στο άρθρο 2, περίπτωση α΄, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΚΛΠ)» (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής της 13ης Νοεμβρίου 1996). Με την απόφαση αυτή θεσπίζονται, ως νέοι προσανατολισμοί, «λειτουργικές διατάξεις» που αφορούν την πρόσληψη και την επιλογή των εκτάκτων υπαλλήλων που εμπίπτουν στο άρθρο 2, περίπτωση α΄, του ΚΛΠ, τη διάρκεια των συμβάσεών τους, τον περιορισμό της χρονικής σωρεύσεως με άλλες διοικητικές θέσεις ή συμβάσεις με την Επιτροπή καθώς και τους εσωτερικούς και εξωτερικούς διαγωνισμούς που μπορεί να τους ενδιαφέρουν.

8        Το σημείο 6, στοιχεία β΄ και γ΄, της εν λόγω αποφάσεως καθορίζει τη διάρκεια των συμβάσεων καθώς και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανόνα απαγορεύσεως των σωρεύσεων που τυγχάνει εφαρμογής στους εκτάκτους υπαλλήλους, οι οποίοι εμπίπτουν στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ, στους οποίους έγινε πρόταση συμβάσεως από την 1η Δεκεμβρίου 1996 (στο εξής: κανόνας περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων). Το σημείο 6, στοιχείο γ΄, διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η συνολική διάρκεια της υπηρεσίας προσωπικού, που δεν είναι μόνιμοι υπάλληλοι, στην Επιτροπή δεν πρέπει να υπερβεί σύνολο έξι ετών. Για τον υπολογισμό αυτών των έξι ετών, λαμβάνονται υπόψη οι περίοδοι που διανύθηκαν με την ιδιότητα του εκτάκτου υπαλλήλου, που εμπίπτουν στο άρθρου 2, περίπτωση α΄ ή στο άρθρο 2, περίπτωση β΄, επικουρικού υπαλλήλου ή ως προσωπικό που δεν εμπίπτει στον ΚΥΚ. […] Θα απευθυνθούν συστάσεις προς τις γενικές διευθύνσεις βάσει των οποίων μπορούν να εφαρμόζουν αυτόν τον περιορισμό των σωρεύσεων όταν προβαίνουν σε προτάσεις προσλήψεων.»

9        Στις 14 Νοεμβρίου 1996, ο Γενικός Διευθυντής της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικό και διοίκηση» (στο εξής: ΓΔ ΙΧ) απηύθυνε πληροφοριακό έγγραφο στο προσωπικό σχετικό με τη «Νέα πολιτική για τους έκτακτους υπαλλήλους, οι οποίοι εμπίπτουν στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ». Όσον αφορά συγκεκριμένα τον κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων, ο οποίος περιορίζει τη μέγιστη συνολική διάρκεια εργασίας του μη μόνιμου προσωπικού σε έξι έτη, το έγγραφο αυτό εκθέτει ότι, για τον υπολογισμό αυτής της μέγιστης διάρκειας, πρέπει, μεταξύ άλλων, να ληφθούν υπόψη «οι περίοδοι που διανύθηκαν […] ως ΑΕΕ ή ως οποιοσδήποτε υπάλληλος που δεν εμπίπτει στον ΚΥΚ» εντός της Επιτροπής.

10      Η M. Fernández Gómez εργάστηκε στην Επιτροπή ως ΑΕΕ κατά τη διάρκεια τριών ετών, από την 1η Δεκεμβρίου 1997 ως τις 30 Νοεμβρίου 2000. Στη συνέχεια, προσλήφθηκε, ως επικουρικός υπάλληλος, για διάρκεια δυόμισι ετών, από την 1η Δεκεμβρίου 2000 ως τις 15 Φεβρουαρίου 2001.

11      Στη συνέχεια, η M. Fernádez Gómez υπέβαλε υποψηφιότητα για θέση εργασίας δημοσιευθείσα στην προκήρυξη κενής θέσεως 13T/TRADE/2000 με σκοπό να πληρωθούν τέσσερις προσωρινές θέσεις εργασίες εντός της Γενικής Διευθύνσεως «Εμπόριο». Όσον αφορά τη διάρκεια της συμβάσεως, η προκήρυξη αυτή έλεγε:

«Κατά τον διορισμό ενός υποψηφίου [...], η Επιτροπή πρέπει να εφαρμόσει τους κανόνες που περιλαμβάνονται στην από 13 Νοεμβρίου 1996 απόφασή της με σκοπό τον περιορισμό της διάρκειας των συμβάσεων που συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο α΄, του [ΚΛΠ] για μέγιστη περίοδο τριών ετών, με μοναδική δυνατότητα ανανεώσεως για μέγιστη περίοδο ενός έτους.»

12      Αφού η υποψηφιότητά της ευδοκίμησε, η M. Fernández Gómez συνήψε με την Επιτροπή σύμβαση εκτάκτου υπαλλήλου κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο α΄, του ΚΛΠ. Η σύμβαση αυτή, με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 2001, άρχισε να ισχύει στις 16 Φεβρουαρίου 2001. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της συμβάσεως αυτής, η διάρκειά της είχε καθοριστεί σε δύο έτη και εννιάμισι μήνες, οπότε έπρεπε να λήξει στις 30 Νοεμβρίου 2003.

13      Η σύμβαση αυτή κοινοποιήθηκε στην καθής πρωτοδίκως με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2001, με το οποίο η αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής επέστησε την προσοχή της M. Fernández Gómez στο γεγονός ότι «η σύμβαση [έχει] συναφθεί για ορισμένο χρόνο δύο ετών και εννιάμισι μηνών και δεν [μπορεί] να ανανεωθεί σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Νοεμβρίου 1996, περί καθορισμού της μέγιστης διάρκειας των διαφόρων ειδών συμβάσεων».

14      Στις 13 Φεβρουαρίου 2003, η M. Fernández Gómez απέστειλε ηλεκτρονική επιστολή στον έκτακτο υπάλληλο της ΓΔ IX, M. Daum. Η επιστολή, με τίτλο «Ερωτήματα περί της αποσπάσεως των ΑΕΕ», είχε ως εξής:

«[…] θα σας ήμουν ευγνώμων αν μπορούσατε να με πληροφορήσετε τα εξής:

–        εφαρμόζεται ο “κανόνας περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων” (απόφαση της Επιτροπής της 13ης Νοεμβρίου 1996) στις αποσπάσεις των ΑΕΕ που άρχισαν και τελείωσαν πριν από τις 5 Ιανουαρίου 2002; Σε καταφατική περίπτωση,

–        από ποια ημερομηνία τυγχάνει εφαρμογής, και

–        για ποιο λόγο ο περιορισμός αυτός δεν περιλαμβάνεται στην απόφαση της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2001 (που διέπει τις προϋποθέσεις απασχολήσεως των ΑΕΕ) και για ποιο λόγο οι χρονικές περίοδοι αποσπάσεως των ΑΕΕ δεν αναφέρονται στην απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1996;

[…]»

15      Με το υπηρεσιακό σημείωμα της 3ης Απριλίου 2003, που απηύθυνε στη ΓΔ IX, ο προϊστάμενος της μονάδας εντός της οποίας εργαζόταν η M. Fernández Gómez ζήτησε την παράταση της συμβάσεώς της ως εκτάκτου υπαλλήλου ώστε να φθάσει τη συνολική διάρκεια τεσσάρων ετών την οποία θεωρούσε ως μέγιστη διάρκεια αυτής. Στην αίτηση αυτή παρατάσεως εκτίθεντο οι λόγοι για τους οποίους ήταν «ευκταία» η διατήρηση του συγκεκριμένου προσώπου εντός της μονάδας. Εξάλλου, στο εν λόγω σημείωμα επισημαινόταν ότι η απόφαση της Επιτροπής της 13ης Νοεμβρίου 1996 δεν προβλέπει ότι η περίοδος αποσπάσεως ως ΑΕΕ λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της περιόδου των έξι ετών που προβλέπεται στον κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων. Στο ίδιο αυτό σημείωμα επισημαινόταν επίσης ότι οι ΑΕΕ δεν περιλαμβάνονται στο «προσωπικό που δεν διέπεται από τον ΚΥΚ» στον κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς.

16      Στις 12 Μαΐου 2003, υπάλληλος της ΓΔ IX απηύθυνε ηλεκτρονική επιστολή σε υπάλληλο της μονάδας όπου εργαζόταν η M. Fernández Gómez. Η εν λόγω επιστολή (στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση) είχε ως εξής:

«Μου ζητήθηκε να απαντήσω [στο] μήνυμα περί των παρατάσεων που ζητήθηκαν με το από 3 Απριλίου 2003 υπηρεσιακό σας σημείωμα για δύο [εκτάκτους υπαλλήλους] του άρθρου 2, περίπτωση α΄, την M. Fernández Gómez και τον [...]

Η M. Fernández Gómez επικοινώνησε άμεσα με τον κ. Daum όσον αφορά το ζήτημα της περιόδου ως ΑΕΕ που συνυπολογίζεται στον κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων· ο M. Daum της απάντησε ότι, κατά πάγια πρακτική, η περίοδος αυτή ΑΕΕ συνυπολογίζεται ως περίοδος «προσωπικού που δεν διέπεται από τον ΚΥΚ» […].

Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνω ότι για τους δύο αυτούς εκτάκτους υπαλλήλους, όπως για όλους τους άλλους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, δεν προβλέπεται να μη ληφθεί υπόψη η διανυθείσα ως ΑΕΕ περίοδος ούτε να αναθεωρηθεί η λήξη της συμβάσεώς τους.

[…]»

17      Η επιστολή αυτή διαβιβάστηκε στη M. Fernández Gómez με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της 18ης Ιουνίου 2003.

18      Στις 11 Ιουλίου 2003, η M. Fernádez Gómez υπέβαλε ένσταση βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, η οποία απορρίφθηκε με την από 29 Οκτωβρίου 2003 απόφαση της Επιτροπής.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 4 Αυγούστου 2003, η M. Fernández Gómez άσκησε εν τω μεταξύ προσφυγή διώκουσα, αφενός, να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 101 328,60 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

20      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αυθημερόν, η M. Fernández Gómez υπέβαλε επίσης αίτημα με σκοπό, μεταξύ άλλων, την αναστολή εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

21      Με διάταξη της 16ης Σεπτεμβρίου 2003, στην υπόθεση T-272/03 R, Fernández Gómez κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-197 και II-979), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αυτή και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στις 29 Ιανουαρίου 2004, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου σύμφωνα με το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

23      Με διάταξη της 30ής Απριλίου 2004, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να αποφανθεί ως προς την ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

24      Το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αφού έκρινε την προσφυγή παραδεκτή, ακύρωσε την προσβαλλομένη απόφαση και υποχρέωσε την Επιτροπή να καταβάλει στη M. Fernández Gómez το ποσό των 50 000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.

 Αιτήματα των διαδίκων

25      Με την αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση·

–        κρίνοντας επί της διαφοράς, να δεχθεί τα προβληθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου αιτήματά της και να απορρίψει την προσφυγή·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου·

–        να καταδικάσει τη M. Fernández Gómez στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

26      Η πρωτοδίκως καθής ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα ενώπιον του Πρωτοδικείου δικαστικά έξοδα και στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

27      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 117 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, να της επιτραπεί να καταθέσει υπόμνημα απαντήσεως. Με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2006, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση αυτή.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

28      Η Επιτροπή, προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως. Ο πρώτος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο κρίνοντας παραδεκτή την προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο ως προς το άρθρο 8 του ΚΛΠ και του κανόνα απαγορεύσεως των σωρεύσεων. Ο τρίτος λόγος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καθορισμό και την εκτίμηση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η πρωτοδίκως καθής.

 Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

29      Καταρχάς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή η ηλεκτρονική επιστολή της 12ης Μαΐου 2003, περιλαμβάνει την απάντηση που έδωσε η Διοίκηση στο αίτημα παρατάσεως της συμβάσεως της M. Fernández Gómez, που υποβλήθηκε από τον προϊστάμενο της μονάδας της στις 3 Απριλίου 2003.

30      Σύμφωνα με τη σκέψη 38 της ιδίας αποφάσεως, η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι η περίοδος των τριών ετών που η πρωτοδίκως καθής είχε διανύσει στην υπηρεσία της Επιτροπής ως ΑΕΕ πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη θέση σε εφαρμογή του κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων, η δε εν λόγω περίοδος προστίθεται στις περιόδους, αφενός, δυόμισι μηνών που είχε διανύσει ως επικουρικός υπάλληλος και, αφετέρου, δύο ετών και εννιάμισι μηνών που είχε διανύσει ως έκτακτος υπάλληλος, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί, συνολικά, στη μέγιστη περίοδο έξι ετών υπηρεσίας εντός του οργάνου, η οποία προβλέπεται από τον κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων.

31      Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο, απαντώντας στην προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου, σύμφωνα με την οποία η προσβαλλομένη απόφαση απλώς επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου της πρωτοδίκως καθής, έκρινε, στη σκέψη 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από τη σύγκριση της προσβαλλομένης αποφάσεως με τη σύμβαση και την επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2001 περί διαβιβάσεως της εν λόγω συμβάσεως, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω απόφαση περιλαμβάνει ένα νέο στοιχείο καθόσον απορρίπτει την αίτηση παρατάσεως της συμβάσεως αυτής για τον λόγο ότι η διανυθείσα εντός της Επιτροπής ως ΑΕΕ περίοδος πρέπει να ληφθεί υπόψη για τη θέση σε εφαρμογή του κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων, ενώ οι προγενέστερες πράξεις λαμβάνουν απλώς θέση μόνον ως προς το ζήτημα της διάρκειας της συμβάσεως χωρίς να αποφαίνονται ως προς το ζήτημα της ενδεχομένης παρατάσεώς της μετά τη λήξη της συμβάσεως αυτής, παραπέμποντας συναφώς στους εφαρμοστέους κανόνες.

32      Συνεπώς, το Πρωτοδικείο, αφού έκρινε, με τη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν είναι επιβεβαιωτική προγενέστερης αποφάσεως πράξη, αλλά βλαπτική για την πρωτοδίκως καθής πράξη, έκρινε τέλος, στις σκέψεις 45 και 46 της ιδίας αποφάσεως, ότι τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στον ΚΥΚ προθεσμίες για να καταλήξει, με τη σκέψη 47 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή στο σύνολό της.

33      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας τοιουτοτρόπως, υπέπεσε πολλαπλώς σε πλάνη περί το δίκαιο. Συναφώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η πρωτοδίκως καθής δεν διατύπωσε αίτημα, κατά την έννοια του ΚΥΚ, περί παρατάσεως της συμβάσεώς της ως εκτάκτου υπαλλήλου, οπότε η προσφυγή είναι απαράδεκτη για τον λόγο αυτόν και μόνον. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσβαλλομένη απόφαση, ως απλό έγγραφο παροχής πληροφοριών χωρίς χαρακτήρα αποφάσεως, δεν συνιστά βλαπτική πράξη.

34      Υπενθυμίζεται το περιεχόμενο του άρθρου 90, παράγραφοι 1 και 2, του ΚΥΚ, το οποίο έχει ως εξής:

«1. Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον παρόντα κανονισμό δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή [στο εξής: ΑΔΑ] ζητώντας της να λάβει απόφαση περί αυτού. Η αρχή κοινοποιεί την αιτιολογημένη απόφασή της στον ενδιαφερόμενο εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών από την ημέρα υποβολής της αιτήσεως. Μετά τη λήξη της προθεσμίας αυτής η έλλειψη απαντήσεως στην αίτηση σημαίνει σιωπηρή απορριπτική απόφαση, κατά της οποίας δύναται να υποβληθεί αίτημα κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου.

2. Κάθε πρόσωπο που υπόκειται στον παρόντα κανονισμό δύναται να υποβάλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αίτημα κατά οιασδήποτε πράξεως η οποία θίγει τα συμφέροντά του, τόσο στην περίπτωση που η εν λόγω αρχή έχει ήδη λάβει απόφαση όσο και όταν παρέλειψε να λάβει μέτρο που επιβάλλεται από τον κανονισμό. […]

[…]»

35      Διαπιστώνεται ότι από το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προκύπτει ότι η αίτηση μπορεί να απευθυνθεί στην ΑΔΑ μόνον από πρόσωπο το οποίο αφορά ο ΚΥΚ.

36      Ως έκτακτος υπάλληλος, η πρωτοδίκως καθής αποτελεί μέρος των προσώπων τα οποία αφορά το άρθρο 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και, επομένως, μπορεί, βάσει αυτού, να υποβάλει προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή αίτημα. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξετασθεί αν η πρωτοδίκως καθής υπέβαλε πράγματι τέτοιο αίτημα.

37      Όπως προκύπτει από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, η πρωτοδίκως καθής επικοινώνησε με τη ΓΔ IX όσον αφορά τη σύμβασή της με την ηλεκτρονική επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2003, αναφερθείσα στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως. Η καθής πρωτοδίκως, χωρίς να εμμένει ιδιαίτερα επί του γεγονότος ότι η επιστολή αυτή συνιστά αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, ισχυρίζεται ότι η αίτηση παρατάσεως της συμβάσεώς της υποβλήθηκε, κατόπιν των προσωπικών της διαβημάτων, από τον προϊστάμενο της μονάδας εντός της οποίας εργαζόταν.

38      Είναι ασφαλώς αληθές ότι, με το υπηρεσιακό σημείωμα της 3ης Απριλίου 2003, ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας ζήτησε την παράταση της συμβάσεως της καθής πρωτοδίκως. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και επαναλαμβάνεται στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, μόνον τα πρόσωπα που αφορά ο εν λόγω κανονισμός μπορούν να υποβάλουν τέτοιο αίτημα. Υπηρεσιακό σημείωμα απευθυνθέν από υπηρεσία της Επιτροπής προς έτερη υπηρεσία δεν εμπίπτει κατά συνέπεια στο πλαίσιο που καθορίζεται με τη διάταξη αυτή. Εξάλλου, είναι προφανές ότι το σημείωμα αυτό δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αίτημα το οποίο αφορά η εν λόγω διάταξη, ειδάλλως παρακάμπτεται η θεσπιζόμενη με τη διάταξη αυτή διαδικασία.

39      Περαιτέρω, από την προαναφερθείσα ηλεκτρονική επιστολή της 13ης Φεβρουαρίου 2003 προκύπτει επίσης ότι η πρωτοδίκως καθής δεν κάλεσε την ΑΔΑ να λάβει συναφώς απόφαση. Πράγματι, με την εν λόγω επιστολή, η οποία φέρει τον τίτλο «Ερωτήματα αφορώντα την απόσπαση των ΑΕΕ», η πρωτοδίκως καθής ζήτησε μόνον πληροφορίες ως προς την εφαρμογή, στην περίπτωσή της, του κανόνα περί απαγορεύσεως των σωρεύσεων.

40      Επομένως, η πρωτοδίκως καθής δεν διατύπωσε κανένα αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει ακόμη να εξετασθεί αν, ελλείψει τέτοιου αιτήματος, η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά βλαπτική πράξη, δεδομένου ότι η πρωτοδίκως καθής προέβαλε, εν πάση περιπτώσει, κατά της πράξεως αυτής, ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι βλαπτικές είναι μόνον οι πράξεις ή τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν απευθείας και άμεσα τα συμφέροντα του προσφεύγοντος τροποποιώντας, προδήλως, τη νομική του κατάσταση.

43      Διαπιστώνεται εκ προοιμίου ότι η ηλεκτρονική επιστολή της ΓΔ IX της 12ης Μαΐου 2003 δεν συνιστά προδήλως τέτοια πράξη.

44      Πράγματι, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι η εν λόγω επιστολή περιλαμβάνει απόφαση, κατά τη νομολογία, μόνον η σύμβαση εργασίας παράγει έννομα αποτελέσματα για τα πρόσωπα που αφορά ο ΚΥΚ (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1987, 329/85, Castagnoli κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 3281, σκέψεις 10 και 11, και διάταξη της 4ης Μαΐου 1988, 95/87, Contini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2537, σκέψη 8). Ωστόσο, συνομολογείται ότι η πρωτοδίκως καθής ουδέποτε αμφισβήτησε τις διατάξεις της συμβάσεώς της, όπως εξηγούνται στην από 19 Ιανουαρίου 2000 συνοδευτική επιστολή, εντός των καταστατικών προθεσμιών.

45      Εξάλλου, όσον αφορά την επιστολή της 12ης Μαΐου 2003, διαπιστώνεται ότι στην επιστολή αυτή δεν περιλαμβάνεται, σε σχέση με τις εν λόγω διατάξεις, κανένα νέο στοιχείο όσον αφορά το ζήτημα της ημερομηνίας λήξεως της συμβάσεως της καθής πρωτοδίκως.

46      Ωστόσο, πράξη η οποία δεν περιέχει κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προηγούμενη πράξη αποτελεί αμιγώς βεβαιωτική πράξη εκείνης και δεν μπορεί εξ αυτού του λόγου να έχει ως αποτέλεσμα την εκ νέου έναρξη προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (βλ., απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1980, 23/80, Grasselli κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 451, σκέψη 18).

47      Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, στη σκέψη 37 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκθέτει την απάντηση που έδωσε η διοίκηση στο αίτημα παρατάσεως της συμβάσεως της M. Fernández Gómez, υποβληθέν από τον προϊστάμενο της μονάδας της στις 3 Απριλίου 2003, κατόπιν στη σκέψη 44 της αποφάσεως εκείνης, ότι η προσβαλλομένη απόφαση αποτελεί βλαπτική πράξη, για να καταλήξει, στη σκέψη 47 της ιδίας αποφάσεως, ότι η προσφυγή της καθής πρωτοδίκως είναι παραδεκτή, παρέβη τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ.

48      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να κριθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως της Επιτροπής. Συνεπώς, πρέπει επίσης να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον υποχρεώθηκε η Επιτροπή να αποκαταστήσει τη ζημία που φέρεται ότι υπέστη η M. Fernández Gómez λόγω της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής

49      Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση. Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω.

50      Από τις σκέψεις 43 έως 47 ανωτέρω, προκύπτει ότι η προβληθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτή. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή της M. Fernández Gómez καθόσον ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

51      Συναφώς, διευκρινίζεται ότι το απαράδεκτο αιτήσεως περί ακυρώσεως πράξεως συνεπάγεται το απαράδεκτο της αιτήσεως αποζημιώσεως όταν, όπως προδήλως πρόκειται εν προκειμένω, υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ των δύο αιτημάτων.

52      Επομένως, η προσφυγή της M. Fernández Gómez πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

53      Σύμφωνα με το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

54      Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το οποίο εφαρμόζεται επί της διαδικασίας αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

55      Πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 70 του εν λόγω κανονισμού, εφαρμοστέου στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται από τα θεσμικά όργανα δυνάμει των άρθρων 118 και 122 του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν, κατ’ αρχήν, τα έξοδά τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, στην υπόθεση Τ-272/03, Fernádez Gómez κατά Επιτροπής.

2)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε η M. Fernández Gómez ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, διώκουσα την ακύρωση της αποφάσεως της εξουσιοδοτημένης για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεων αρχής της 12ης Μαΐου 2003, περί απορρίψεως της αιτήσεως παρατάσεως της συμβάσεως της M. Fernández Gómez, και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ως συνέπεια της εν λόγω αποφάσεως.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του όσον αφορά την πρωτόδικη και την αναιρετική διαδικασία.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Üles