This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61993CJ0360
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 7 March 1996. # European Parliament v Council of the European Union. # Common commercial policy - Services - Government procurement. # Case C-360/93.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 1996.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Κοινή εμπορική πολιτική - Υπηρεσίες - Δημόσιες συμβάσεις.
Υπόθεση C-360/93.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 1996.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Κοινή εμπορική πολιτική - Υπηρεσίες - Δημόσιες συμβάσεις.
Υπόθεση C-360/93.
Συλλογή της Νομολογίας 1996 I-01195
ECLI identifier: ECLI:EU:C:1996:84
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 7ης Μαρτίου 1996. - Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Κοινή εμπορική πολιτική - Υπηρεσίες - Δημόσιες συμβάσεις. - Υπόθεση C-360/93.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1996 σελίδα I-01195
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
++++
1. Προσφυγή ακυρώσεως * Δικαίωμα του Κοινοβουλίου προς άσκηση προσφυγής * Προϋποθέσεις του παραδεκτού * Προάσπιση των προνομιών του * Συμμετοχή στη νομοθετική λειτουργία * Προσβολή λόγω επιλογής, από το Συμβούλιο, της νομικής βάσεως πράξεως παραγώγου δικαίου * Παραδεκτή
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 173)
2. Πράξεις των οργάνων * Επιλογή νομικής βάσεως * Κριτήρια
3. Διεθνείς συμφωνίες * Συμφωνίες της Κοινότητας * Σύναψη * Συμφωνία ΕΟΚ-Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων * Συμφωνίες περί υπηρεσιών που δεν περιορίζονται μόνο στην πέραν των συνόρων παροχή τους * Συμφωνία βαίνουσα πέραν του πλαισίου της κοινής εμπορικής πολιτικής * Σύναψη και εφαρμογή βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης και μόνο * Παράνομη
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 113 αποφάσεις 93/323 και 93/324 του Συμβουλίου)
4. Προσφυγή ακυρώσεως * Απόφαση του Δικαστηρίου περί ακυρώσεως * Αποτελέσματα * Περιορισμός από το Δικαστήριο * Περίπτωση αποφάσεως περί εγκρίσεως διεθνούς συμφωνίας
(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 174, εδ. 2)
1. Το Κοινοβούλιο νομιμοποιείται να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφυγή αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά στη διαφύλαξη των προνομιών του και στηρίζεται σε λόγους αντλούμενους από την προσβολή των προνομιών αυτών. Κατά συνέπεια, είναι παραδεκτή μια προσφυγή στηριζόμενη στον λόγο ότι κακώς ελήφθη ως μόνη νομική βάση των προσβαλλομένων πράξεων ένα άρθρο το οποίο δεν επιβάλλει την κίνηση της διαδικασίας συνεργασίας με το Κοινοβούλιο, μη συνοδευόμενο από άλλα άρθρα που την επιβάλλουν.
2. Στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία που να επιδέχονται δικαστικό έλεγχο. Μεταξύ των στοιχείων αυτών συγκαταλέγονται ιδίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως.
3. Η απόφαση 93/323 εγκρίνει την υπό μορφή κοινής δηλώσεως προθέσεων συμφωνία μεταξύ της Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων, η οποία προβλέπει άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων μη περιοριζόμενο πλέον μόνο στην αγορά προϊόντων και των υπηρεσιών που ενδεχομένως συνοδεύουν την προμήθειά τους, όπως προέβλεπε η πολυμερής συμφωνία της GATT περί των δημοσίων συμβάσεων, και εφαρμόζεται ιδίως στις συμβάσεις που έχουν ως κύριο αντικείμενο την παροχή μιας ή περισσοτέρων υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων οι υπηρεσίες συντηρήσεως και επισκευής, μεταφοράς, πληροφορικής, διαφημίσεως και λογιστικής. Η δε απόφαση 93/324 έχει ως σκοπό την επέκταση των ευεργετικών διατάξεων της οδηγίας 90/531, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Οι δύο αυτές αποφάσεις, οι οποίες αφορούν την παροχή υπηρεσιών που δεν περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών πέραν των συνόρων μη συνεπαγόμενες μετακίνηση προσώπων, αλλά αφορούν εξ ίσου την παροχή την πραγματοποιούμενη χάρη στην εμπορική παρουσία ή την παρουσία φυσικών προσώπων στο έδαφος του ετέρου των συμβαλλομένων μερών, έχουν αντικείμενο το οποίο βαίνει πέραν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 113 της Συνθήκης. Επειδή δε, παρά ταύτα, εκδόθηκαν βάσει αυτού μόνο του άρθρου, πρέπει να ακυρωθούν.
4. Επειδή η άνευ ετέρου ακύρωση των αποφάσεων 93/323, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή κοινής δήλωσης προθέσεων μεταξύ της Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, και 93/324, όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 90/531 σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, θα ηδύνατο να πλήξει την άσκηση των απορρεόντων από αυτές δικαιωμάτων, η δε ισχύς της συμφωνίας έληξε, σοβαροί λόγοι ασφάλειας δικαίου, ανάλογοι με εκείνους που συντρέχουν σε περίπτωση ακυρώσεως ορισμένων κανονισμών, δικαιολογούν την υπό του Δικαστηρίου άσκηση της εξουσίας που του απονέμει το άρθρο 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης σε περίπτωση ακυρώσεως κανονισμού και τη διατήρηση του συνόλου των αποτελεσμάτων των ακυρουμένων αποφάσεων.
Στην υπόθεση C-360/93,
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους Johann Schoo και Jose Luis Rufas Quintana, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Kirchberg,
προσφεύγον,
κατά
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τους Ramon Torrent και Amadeu Lopes Sabino, νομικούς συμβούλους, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Bruno Eynard, διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,
καθού,
υποστηριζομένου από την
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Joern Sack, νομικό σύμβουλο, και Partick Hetsch, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Carlos Gomez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,
και το
Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον John E. Collins, του Treasury Solicitor' s Department, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργου την Πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, 14, boulevard Roosevelt,
παρεμβαίνoντες,
που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση των αποφάσεων 93/323/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή κοινής δήλωσης προθέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων (ΕΕ 1993, L 125, σ. 1), και 93/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 90/531/ΕΟΚ σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΕΕ 1993, L 125, σ. 54),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, πρόεδρο τμήματος, G. F. Mancini, F. A. Schockweiler, P. J. G. Kapteyn (εισηγητή) και J. L. Murray, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: G. Tesauro
γραμματέας: R. Grass
έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 1995,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 1993, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, την ακύρωση των αποφάσεων 93/323/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή κοινής δήλωσης προθέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων (ΕΕ 1993, L 125, σ. 1, στο εξής: απόφαση 93/323), και 93/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 90/531/ΕΟΚ σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΕΕ 1993, L 125, σ. 54, στο εξής: απόφαση 93/324).
2 Η οδηγία 90/531/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1990, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1990, L 297, σ. 1, στο εξής: οδηγία 90/531), εκδόθηκε με βάση τα άρθρα 57, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, 66, 100 Α και 113 της Συνθήκης ΕΟΚ.
3 Το άρθρο 29 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:
"1. Το παρόν άρθρο ισχύει για τις προσφορές που περιέχουν προϊόντα καταγόμενα από τις τρίτες χώρες με τις οποίες η Κοινότητα δεν έχει συνάψει, σε πολυμερή ή διμερή πλαίσια, συμφωνία που εξασφαλίζει πρόσβαση των κοινοτικών επιχειρήσεων συγκρίσιμη και ουσιαστική στις αγορές των εν λόγω τρίτων χωρών, εφαρμόζεται δε με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της έναντι των τρίτων χωρών.
2. Κάθε προσφορά που υποβάλλεται για την ανάθεση σύμβασης προμηθειών μπορεί να απορριφθεί, όταν το μέρος των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών, της καταγωγής καθοριζομένης από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 802/68 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1968, περί κοινού ορισμού της έννοιας της καταγωγής των προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3860/87, υπερβαίνει το 50 % της ολικής αξίας των προϊόντων που συνιστούν την εν λόγω προσφορά. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, τα λογισμικά που χρησιμοποιούνται στον εξοπλισμό δικτύων τηλεπικοινωνίας θεωρούνται ως προϊόντα.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσφορών που είναι ισοδύναμες σύμφωνα με τα κριτήρια κατακύρωσης που καθορίζονται στο άρθρο 27, προτιμάται η προσφορά που δεν μπορεί να απορριφθεί κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2. Το ύψος των προσφορών αυτών θεωρείται ισοδύναμο, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, εφόσον η διαφορά των τιμών δεν υπερβαίνει το 3 %.
4. Ωστόσο, δεν προτιμάται προσφορά έναντι άλλης, δυνάμει της παραγράφου 3, όταν η αποδοχή της θα υποχρέωνε τον αναθέτοντα φορέα να αποκτήσει υλικό με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά από εκείνα του ήδη υφισταμένου υλικού, πράγμα που [θα] οδηγούσε σε ασυμβατότητα ή τεχνικές δυσχέρειες κατά τη χρήση ή τη συντήρηση ή σε δυσανάλογες δαπάνες.
5. Για τον καθορισμό, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, του μέρους των προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών που αναφέρεται στην παράγραφο 2, δεν λαμβάνονται υπόψη οι τρίτες χώρες στις οποίες έχει επεκταθεί το ευεργέτημα των διατάξεων της παρούσας οδηγίας με απόφαση του Συμβουλίου σύμφωνα με την παράγραφο 1.
6. Η Επιτροπή διαβιβάζει κατ' έτος στο Συμβούλιο, αρχής γενομένης από το δεύτερο εξάμηνο του 1991, έκθεση σχετικά με τη σημειωθείσα πρόοδο στις πολυμερείς ή διμερείς διαπραγματεύσεις για την πρόσβαση των επιχειρήσεων της Κοινότητας στις αγορές των τρίτων χωρών στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, σχετικά με τα τυχόν αποτελέσματα αυτών των διαπραγματεύσεων καθώς και με την πρακτική εφαρμογή όλων των συναφθεισών συμφωνιών.
Βάσει αυτών των εξελίξεων, το Συμβούλιο μπορεί να τροποποιεί τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής."
4 Στις 10 Μαΐου 1993, το Συμβούλιο εξέδωσε τις αποφάσεις 93/323 και 93/324 βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης.
5 Με την απόφαση 93/323, το Συμβούλιο εκύρωσε, εξ ονόματος της Κοινότητας, τη συμφωνία υπό μορφή κοινής δηλώσεως προθέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Κυβερνήσεως των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων (στο εξής: η συμφωνία).
6 Σύμφωνα με το άρθρο της 1, η συμφωνία εφαρμόζεται στις συμβάσεις προμηθειών, έργων και άλλων υπηρεσιών, τις οποίες συνάπτουν οι αναθέτοντες φορείς που, όσον αφορά την Κοινότητα, απαριθμούνται στο παράρτημα 1, καθώς και στις συμβάσεις προμηθειών και έργων των οποίων οι αναθέτοντες φορείς απαριθμούνται, όσον αφορά την Κοινότητα, στο παράρτημα 3 της συμφωνίας.
7 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της συμφωνίας ορίζει ότι η Κοινότητα * για τη σύναψη, εκ μέρους των φορέων που απαριθμούνται στο παράρτημα 1, συμβάσεων των οποίων η αξία υπερβαίνει ορισμένα κατώτατα όρια * εφαρμόζει στους εγκατεστημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες προμηθευτές, εργολήπτες και παρέχοντες υπηρεσίες, καθώς και στα καταγόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες αγαθά και υπηρεσίες, τις διαδικασίες των οδηγιών του Συμβουλίου 77/62/ΕΟΚ, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 24), 92/50/ΕΟΚ, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ 1992, L 209, σ. 1), και 71/305/ΕΟΚ, της 26ης Ιουλίου 1971, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ ειδ. έκδ. 17/001, σ. 7).
8 Σχετικά με τις προμήθειες και τα έργα τα σχετικά με τον τομέα της παραγωγής, της μεταφοράς και της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της συμφωνίας υποχρεώνει την Κοινότητα, με το μεν πρώτο σκέλος του, να επεκτείνει στα προϊόντα, τους προμηθευτές και τους εργολήπτες των Ηνωμένων Πολιτειών την ισχύ των ευεργετικών διατάξεων της οδηγίας 90/531 κατά την ανάθεση συμβάσεων από τους φορείς που απαριθμούνται στο παράρτημα 3 της συμφωνίας, με το δε δεύτερο σκέλος του, να τους υπαγάγει στις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων στις διαδικασίες σύναψης των συμβάσεων φορέων οι οποίοι λειτουργούν στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1992, L 76, σ. 14).
9 Εις εφαρμογή αυτών των υποχρεώσεων, το άρθρο 1 της αποφάσεως 93/324 επεκτείνει τις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 90/531 στις προσφορές που περιλαμβάνουν προϊόντα προερχόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κατατίθενται για την ανάθεση συμβάσεως προμηθείας από τους αναθέτοντες οργανισμούς που κατονομάζονται στο παράρτημα 3 της συμφωνίας.
10 Προς στήριξη της προσφυγής του, το Κοινοβούλιο επικαλείται παράβαση της Συνθήκης και παράβαση ουσιώδους τύπου, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις 93/323 και 93/324 ερείδονται μόνο στο άρθρο 113 της Συνθήκης, παραβλέποντας τα ειδικώς προβλεπόμενα στους οικείους τομείς άρθρα. Ειδικότερα, η απόφαση 93/324 τροποποιεί τα αποτελέσματα της οδηγίας 90/531, η οποία είχε εκδοθεί σε συνεργασία με το Κοινοβούλιο, με βάση τα άρθρα 57, 66 και 100 Α, καθώς και το άρθρο 113, το οποίο, στην παρούσα περίπτωση, είναι το μόνο που χρησιμεύει ως νομική βάση της εν λόγω αποφάσεως.
11 Το Συμβούλιο φρονεί ότι το άρθρο 113 της Συνθήκης αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση των αποφάσεων 93/323 και 93/324, διότι οι υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και στο άρθρο 3, παράγραφος 1, δεύτερο σκέλος, της συμφωνίας είναι επικουρικές έναντι της υποχρεώσεως που περιγράφονται στο πρώτο σκέλος της τελευταίας διατάξεως, που έχει απλώς ως αντικείμενο τη ρύθμιση του εξωτερικού εμπορίου της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 113.
12 Το δε ζήτημα αν οι αποφάσεις 93/323 και 93/324 συνιστούν τροποποίηση της οδηγίας 90/531, όπως ισχυρίζεται το Κοινοβούλιο, ή απλή επέκταση των ευεργετικών της διατάξεων σε τρίτη χώρα, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 29, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, δεν ασκεί επιρροή, κατά το Συμβούλιο, στο κύρος των εν λόγω αποφάσεων.
13 Άπαξ, δηλαδή, βασικό τους αντικείμενο είναι να αδρανοποιήσουν απλώς την σκοπούμενη στο άρθρο 29, παράγραφος 3, κοινοτική προτίμηση έναντι ορισμένων προσφορών που περιλαμβάνουν αγαθά προελεύσεως Ηνωμένων Πολιτειών, η διαδικασία εκδόσεως αυτών των αποφάσεων πρέπει να είναι η ίδια, είτε ερμηνευθούν ως τροποποίηση του άρθρου 29 της οδηγίας, είτε ως επέκταση των ευεργετικών της αποτελεσμάτων.
14 Το Συμβούλιο παρατηρεί ότι, στη μεν πρώτη περίπτωση, νομική βάση αποτελεί το άρθρο 29, παράγραφος 6, της οδηγίας, στη δε δεύτερη, το άρθρο 113 της Συνθήκης. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποχρεούται να αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής, χωρίς να προβλέπεται μεσολάβηση του Κοινοβουλίου.
15 Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο ενδεχόμενος παράνομος χαρακτήρας της επιλογής την οποία πραγματοποίησε μεταξύ των δύο αυτών νομικών βάσεων θα συνιστούσε τυπικό απλώς ελάττωμα, μη συνεπαγόμενο ακυρότητα των αποφάσεων. Το Συμβούλιο παραπέμπει σχετικώς στην απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, υπόθεση 165/87, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1988, σ. 5545, σκέψη 19).
16 Η Επιτροπή, παρεμβαίνουσα υπέρ του Συμβουλίου, υπενθυμίζει ότι είχε προτείνει το άρθρο 113 ως νομική βάση της αποφάσεως 93/323, θεωρώντας ότι, για τους λόγους που αναπτύσσει με το υπόμνημα παρεμβάσεως, η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή εμπορική πολιτική περικλείει τις ανταλλαγές και εμπορευμάτων και υπηρεσιών.
Επί του παραδεκτού
17 Υπενθυμίζεται, προεισαγωγικώς, ότι, κατά πάγια νομολογία (βλ. ιδίως απόφαση της 28ης Ιουνίου 1994, υπόθεση C-187/93, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. I-2857, σκέψη 14), το Κοινοβούλιο νομιμοποιείται να ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως του Συμβουλίου ή της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι η προσφυγή αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά στη διαφύλαξη των προνομιών του και στηρίζεται σε λόγους αντλούμενους από την προσβολή των προνομιών αυτών.
18 Στην προκειμένη περίπτωση, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις 93/323 και 93/324 έπρεπε να εκδοθούν όχι μόνο βάσει του άρθρου 113, αλλά και βάσει των άρθρων 57, παράγραφος 2, 66 και 100 Α της Συνθήκης, τα οποία, πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, επέβαλλαν * αντίθετα απ' ό,τι πράττει το άρθρο 113 * τη διαδικασία συνεργασίας με αυτό. Εκδίδοντας τις αποφάσεις βάσει του άρθρου 113 και μόνο, το Συμβούλιο προσέβαλε αυτή την προνομία.
19 Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η προσφυγή του Κοινοβουλίου είναι παραδεκτή.
20 Το Κοινοβούλιο ζητεί, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 37, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση παρεμβάσεως της Επιτροπής, η οποία έγινε δεκτή με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 1993, καθ' όσον αυτή υποστηρίζει μια ερμηνεία του άρθρου 113 της Συνθήκης ριζικά αντίθετη από εκείνη του Συμβουλίου.
21 Αυτή η ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί.
22 Και τούτο διότι, έστω και αν είναι αληθές ότι τα προβαλλόμενα από την Επιτροπή επιχειρήματα υπέρ της επιλογής του άρθρου 113 της Συνθήκης ως νομικής βάσεως της αποφάσεως 93/323 διαφέρουν αισθητά από εκείνα που προβάλλει σχετικώς το Συμβούλιο, παραμένει γεγονός ότι τα αιτήματα του δικογράφου παρεμβάσεως είναι σύμφωνα προς το γράμμα του άρθρου 37, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εφόσον έχουν απλώς ως αντικείμενο την υποστήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.
Επί της ουσίας
23 Κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία που να επιδέχονται δικαστικό έλεγχο. Μεταξύ των στοιχείων αυτών συγκαταλέγονται ιδίως ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ. ιδίως προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, σκέψη 17).
24 Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, όπως προκύπτει, κατ' αρχάς, από το προοίμιο της συμφωνίας που κυρώθηκε με την απόφαση 93/323, με τη συμφωνία αυτή, τα συμβαλλόμενα μέρη * σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν ήδη αναλάβει στο πλαίσιο της πολυμερούς συμφωνίας της GATT περί των δημοσίων συμβάσεων και χάριν διευκολύνσεως της συνάψεως νέας σχετικής πολυμερούς συμφωνίας * αποδέχονται, σε διμερές επίπεδο και με βάση την αμοιβαιότητα, ορισμένες υποχρεώσεις στην κατεύθυνση του ανοίγματος των δημοσίων συμβάσεών τους.
25 Προς τούτο, η συμφωνία προβλέπει άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων των δύο συμβαλλομένων μερών, το οποίο δεν περιορίζεται πλέον μόνο στην αγορά προϊόντων και των υπηρεσιών που ενδεχομένως συνοδεύουν την προμήθειά τους, όπως προέβλεπε η πολυμερής συμφωνία της GATT περί των δημοσίων συμβάσεων, που κυρώθηκε με την απόφαση 80/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1979, περί συνάψεως των πολυμερών συμφωνιών που προκύπτουν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις (1973-1979) (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/019, σ. 3), βάσει του άρθρου 113 της Συνθήκης.
26 Αντιθέτως, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, η συμφωνία εφαρμόζεται στις συμβάσεις προμηθειών, έργων και άλλων υπηρεσιών, τις οποίες συνάπτουν οι φορείς που κατονομάζονται στα παραρτήματα 1 και 2, και στις συμβάσεις προμηθειών και έργων, τις οποίες συνάπτουν οι φορείς που κατονομάζονται στα παραρτήματα 3 και 4 της συμφωνίας. Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της συμφωνίας, ως "άλλες υπηρεσίες" νοούνται οι συμβάσεις που έχουν ως κύριο αντικείμενο την παροχή μιας ή περισσοτέρων υπηρεσιών από τις απαριθμούμενες στα παραρτήματα 5 και 6 αυτής, μεταξύ των οποίων μνημονεύονται ιδίως οι υπηρεσίες συντηρήσεως και επισκευής, μεταφοράς, πληροφορικής, διαφημίσεως και λογιστικής.
27 Έπεται ότι η συμφωνία καταλαμβάνει και την αυτοτελή παροχή υπηρεσιών.
28 Όσον αφορά την απόφαση 93/324, σκοπός της, σύμφωνα με τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική της σκέψη, είναι η επέκταση των ευεργετικών διατάξεων της οδηγίας 90/531 στις καλυπτόμενες από τη συμφωνία δημόσιες συμβάσεις.
29 Υπενθυμίζεται, έπειτα, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 113 της Συνθήκης εμπίπτουν μόνον οι παρεχόμενες πέραν των συνόρων υπηρεσίες (γνωμοδότηση 1/94, της 15ης Νοεμβρίου 1994, Συλλογή 1994, σ. I-5267, σκέψη 53).
30 Δεδομένου ότι οι μορφές παροχής υπηρεσιών στις οποίες αποβλέπει τόσο η απόφαση 93/323, με την οποία κυρώθηκε η συμφωνία, όσο και η απόφαση 93/324, με την οποία οι ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 90/531 επεκτάθηκαν στις καλυπτόμενες από τη συμφωνία δημόσιες συμβάσεις, δεν περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών πέραν των συνόρων μη συνεπαγόμενες μετακίνηση προσώπων, αλλά αφορούν εξ ίσου την παροχή την πραγματοποιούμενη χάρη στην εμπορική παρουσία ή την παρουσία φυσικών προσώπων στο έδαφος του ετέρου των συμβαλλομένων μερών, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις 93/323 και 93/324 δεν έπρεπε να εκδοθούν με μοναδική βάση το άρθρο 113 της Συνθήκης.
31 Επομένως, οι αποφάσεις 93/323 και 93/324 πρέπει να ακυρωθούν.
Περί του περιορισμού των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως
32 Το Συμβούλιο ζήτησε από το Δικαστήριο να περιορίσει τα αποτελέσματα της ενδεχομένης ακυρώσεως των αποφάσεων, το δε Κοινοβούλιο δεν εναντιώθηκε στο αίτημα αυτό.
33 Σημειώνεται σχετικώς ότι η άνευ ετέρου ακύρωση των αποφάσεων 93/323 και 93/324 θα ηδύνατο να πλήξει την άσκηση των απορρεόντων από αυτές δικαιωμάτων.
34 Πρέπει ακόμη να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η ισχύς της συμφωνίας έληξε στις 30 Μαΐου 1995.
35 Υπ' αυτές τις συνθήκες, σοβαροί λόγοι ασφάλειας δικαίου, ανάλογοι με εκείνους που συντρέχουν σε περίπτωση ακυρώσεως ορισμένων κανονισμών, δικαιολογούν την υπό του Δικαστηρίου άσκηση της εξουσίας που του απονέμει το άρθρο 174, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ σε περίπτωση ακυρώσεως κανονισμού, με ταυτόχρονο προσδιορισμό των αποτελεσμάτων των αποφάσεων που πρέπει να διατηρηθούν.
36 Υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσης υποθέσεως, πρέπει να διατηρηθεί το σύνολο των αποτελεσμάτων των ακυρουμένων αποφάσεων.
Επί των δικαστικών εξόδων
37 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Kανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 4, πρώτο εδάφιο, του ίδιου άρθρου, η Επιτροπή και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, που παρενέβησαν στη δίκη, θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)
αποφασίζει:
1) Ακυρώνει τις αποφάσεις 93/323/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τη σύναψη συμφωνίας υπό μορφή κοινής δήλωσης προθέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων, και 93/324/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, όσον αφορά την επέκταση του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 90/531/ΕΟΚ σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
2) Διατηρεί σε ισχύ τα αποτελέσματα των ακυρουμένων αποφάσεων.
3) Καταδικάζει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.
4) Η Επιτροπή και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.