EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document E2010C0034

Απόφαση της Εποπτεύουσας Αρχής της ΕΖΕΣ αριθ. 34/10/COL, της 3ης Φεβρουαρίου 2010 , που τροποποιεί για 79η φορά τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μέσω της θέσπισης νέου Χάρτη σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων

ΕΕ L 325 της 8.12.2011, p. 46–62 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2010/34(1)/oj

8.12.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 325/46


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΫΟΥΣΑΣ ΑΡΧΉΣ ΤΗΣ ΕΖΕΣ

αριθ. 34/10/COL

της 3ης Φεβρουαρίου 2010

που τροποποιεί για 79η φορά τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μέσω της θέσπισης νέου Χάρτη σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων

Η ΕΠΟΠΤΕΥΟΥΣΑ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΖΕΣ (1),

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (2), και ιδίως τα άρθρα 61 έως 63 και το πρωτόκολλο 26,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ για τη σύσταση Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (3), και ιδίως το άρθρο 24 και το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Βάσει του άρθρου 24 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή θέτει σε εφαρμογή τις διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, η Αρχή εκδίδει ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές για θέματα τα οποία άπτονται της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, εάν αυτό προβλέπεται ρητά από την εν λόγω συμφωνία ή από τη συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου ή εφόσον το κρίνει αναγκαίο η Αρχή.

Οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί κανόνες στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων εκδόθηκαν από την Αρχή στις 19 Ιανουαρίου 1994 (4).

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής η Επιτροπή) εξέδωσε Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων (5).

Η Ανακοίνωση της Επιτροπής παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Πρέπει να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων του ΕΟΧ για τις κρατικές ενισχύσεις σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

Σύμφωνα με το σημείο ΙΙ του τμήματος «ΓΕΝΙΚΑ» στο τέλος του παραρτήματος ΧV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Αρχή εκδίδει, κατόπιν διαβουλεύσεων με την Επιτροπή, πράξεις αντίστοιχες με αυτές που εκδίδει η Επιτροπή.

Η Αρχή διεξήγαγε διαβουλεύσεις με την Επιτροπή και με τα κράτη ΕΖΕΣ με επιστολές σχετικά με το εξεταζόμενο θέμα της 22ας Ιανουαρίου 2010 (Αριθμοί αναφοράς 543740, 543741 και 543742),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις τροποποιούνται με την εισαγωγή ενός νέου κεφαλαίου σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων. Το νέο κεφάλαιο περιέχεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Το κείμενο στην αγγλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό.

Βρυξέλλες, 3 Φεβρουαρίου 2010.

Για την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ

Per SANDERUD

Πρόεδρος

Kurt JÄGER

Μέλος του Σώματος


(1)  Στο εξής «η Αρχή»

(2)  Στο εξής «η συμφωνία για τον ΕΟΧ»

(3)  Στο εξής «η συμφωνία περί Εποπτείας και Δικαστηρίου»

(4)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία των άρθρων 61 και 62 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, οι οποίες εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν από την Αρχή στις 19 Ιανουαρίου 1994, δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 231 της 3.9.1994, σ. 1 και στο συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 32 της 3.9.1994, σ. 1 (στο εξής θα αναφέρονται ως κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις). Η επίκαιρη έκδοση των κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις είναι δημοσιευμένη στο διαδικτυακό τόπο της Αρχής: http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/state_aid_guidelines.

(5)  ΕΕ C 235 της 30.9.2009, σ. 7.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΤΑΧΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΩΝ ΔΙΚΤΥΩΝ  (1)

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(1)

Η ευρυζωνική συνδετικότητα αποτελεί βασική συνιστώσα για την ανάπτυξη, την υιοθέτηση και τη χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) στην οικονομία και την κοινωνία. Τα ευρυζωνικά δίκτυα έχουν στρατηγική σημασία λόγω της ικανότητάς τους να επιταχύνουν τη συμβολή των τεχνολογιών αυτών στην ανάπτυξη και την καινοτομία σε όλους τους τομείς της οικονομίας καθώς και στην κοινωνική και την εδαφική συνοχή. Σύμφωνα με τη στρατηγική της Λισαβόνας και τις μετέπειτα ανακοινώσεις (2) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (στο εξής η Επιτροπή), η Αρχή υποστηρίζει επίσης την ευρεία διαθεσιμότητα ευρυζωνικών υπηρεσιών για όλους τους Ευρωπαίους πολίτες.

(2)

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο Σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις - Λιγότερες και καλύτερα στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις: οδικός χάρτης για τη μεταρρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων 2005-2009  (3), η Επιτροπή επισήμαινε ότι τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να καταστούν αποτελεσματικά μέσα για την επίτευξη στόχων κοινού συμφέροντος. Ειδικότερα, οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να διορθώσουν αδυναμίες της αγοράς, βελτιώνοντας έτσι την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών και ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα. Ακόμη, στις περιπτώσεις που οι αγορές παρέχουν θετικά αποτελέσματα τα οποία όμως δεν κρίνονται ικανοποιητικά από άποψη πολιτικής της συνοχής, οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη πιο επιθυμητών, δίκαιων αποτελεσμάτων στην αγορά. Ειδικότερα, μια καλά στοχευμένη κρατική παρέμβαση στον τομέα των ευρυζωνικών συνδέσεων μπορεί να συμβάλει στη μείωση του «ψηφιακού χάσματος» (4) που διαχωρίζει τις περιφέρειες ή περιοχές μιας χώρας στις οποίες προσφέρονται οικονομικά προσιτές και ανταγωνιστικές ευρυζωνικές υπηρεσίες από τις περιοχές που στερούνται αυτής της δυνατότητας.

(3)

Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι κρατικές ενισχύσεις δεν αποκλείουν πρωτοβουλίες της αγοράς στον τομέα των ευρυζωνικών συνδέσεων. Αν οι κρατικές ενισχύσεις για ευρυζωνικές συνδέσεις χρησιμοποιούνταν σε τομείς στους οποίους οι φορείς της αγοράς θα επέλεγαν φυσιολογικά να επενδύσουν ή έχουν ήδη επενδύσει, αυτό θα επηρέαζε ενδεχομένως τις επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιήσει οι φορείς εκμετάλλευσης ευρυζωνικών συνδέσεων υπό όρους αγοράς και πιθανόν να υπονόμευε σημαντικά τα κίνητρα των φορέων της αγοράς να επενδύσουν στις ευρυζωνικές συνδέσεις. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για ευρυζωνικές συνδέσεις θα μπορούσε να καταστεί αντιπαραγωγική σε σχέση με τον επιδιωκόμενο στόχο. Πρωταρχικός στόχος του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα των ευρυζωνικών συνδέσεων είναι να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων θα οδηγήσουν σε υψηλότερο επίπεδο ευρυζωνικής κάλυψης και διείσδυσης, ή στην επίτευξή τους με ταχύτερους ρυθμούς, από ό,τι θα συνέβαινε χωρίς την ενίσχυση, και επίσης να διασφαλιστεί ότι οι θετικές επιπτώσεις των ενισχύσεων αντισταθμίζουν τις αρνητικές όσον αφορά τη νόθευση του ανταγωνισμού.

(4)

Πρέπει να επισημανθεί ότι το κανονιστικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες θίγει και θέματα που άπτονται της ευρυζωνικής πρόσβασης (5). Επομένως, οι αγορές χονδρικής παροχής ευρυζωνικών επικοινωνιών υπόκεινται σε εκ των προτέρων ρυθμίσεις σε όλα τα κράτη ΕΖΕΣ (6). Σχετικά με αυτό το θέμα, έχουν ήδη αναληφθεί ορισμένες πρωτοβουλίες με σκοπό την αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που θέτουν από κανονιστική άποψη τα δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς (στο εξής ΠΝΓ) (7), ιδίως όσον αφορά τα θέματα πρόσβασης (8).

(5)

Το παρόν κεφάλαιο παρουσιάζει την πολιτική της Αρχής κατά την εφαρμογή των κανόνων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ για τις κρατικές ενισχύσεις σε κρατικά μέτρα που στηρίζουν τη χρήση παραδοσιακών ευρυζωνικών δικτύων, με βάση την υφιστάμενη πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής (τμήμα 2). Πραγματεύεται επίσης σειρά θεμάτων σχετικών με την αξιολόγηση μέτρων που έχουν σκοπό να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν την ταχεία ανάπτυξη των δικτύων πρόσβασης νέας γενιάς (τμήμα 3).

(6)

Η Αρχή θα εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές που παρουσιάζονται στο παρόν κεφάλαιο κατά την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων για τις ευρυζωνικές υπηρεσίες, αυξάνοντας έτσι την ασφάλεια δικαίου και τη διαφάνεια της πρακτικής της στον τομέα της λήψης αποφάσεων.

2.   Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΣΕ ΕΥΡΥΖΩΝΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ

2.1.   Η εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις

(7)

Σύμφωνα με την πρακτική της κατά τη λήψη αποφάσεων, η Επιτροπή υιοθετεί ευνοϊκή στάση για τα κρατικά μέτρα που αφορούν την εγκατάσταση ευρυζωνικών συνδέσεων σε αγροτικές και υποεξυπηρετούμενες περιοχές, ενώ είναι σχετικά επιφυλακτική όσον αφορά τα μέτρα ενίσχυσης σε περιοχές που διαθέτουν ήδη ευρυζωνική υποδομή και όπου υπάρχει ανταγωνισμός. Όταν η κρατική παρέμβαση για τη στήριξη της εγκατάστασης ευρυζωνικών συνδέσεων ικανοποιεί τους όρους των κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΣΛΕΕ), που αντιστοιχεί στο άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, το συμβιβάσιμο του μέτρου αξιολογείται μέχρι σήμερα βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ που αντιστοιχεί στο άρθρο 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Η πολιτική κρατικών ενισχύσεων της Επιτροπής έναντι των κρατικών μέτρων στήριξης της ανάπτυξης ευρυζωνικών δικτύων συνοψίζεται στα μέρη 2.2 και 2.3 κατωτέρω.

2.2.   Άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ: Παρουσία ενίσχυσης

(8)

Σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη της ΕΚ, τα κράτη ΕΖΕΣ ή με κρατικούς πόρους και νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με τη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών συναλλαγές». Από αυτό συνάγεται ότι για να χαρακτηρισθεί ένα μέτρο ενίσχυση πρέπει να πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

να χορηγείται με κρατικούς πόρους,

β)

να παρέχει στις επιχειρήσεις οικονομικό πλεονέκτημα,

γ)

το πλεονέκτημα να είναι επιλεκτικό και να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό,

δ)

το μέτρο να επηρεάζει το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

(9)

Η κρατική στήριξη σε ευρυζωνικά σχέδια συνεπάγεται συχνά την παρουσία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (9).

(10)

Πρώτον, τα μέτρα περιλαμβάνουν συνήθως κρατικούς πόρους (για παράδειγμα, όταν το κράτος στηρίζει ευρυζωνικά σχέδια μέσω επιδοτήσεων, φορολογικών εκπτώσεων ή προτιμησιακών όρων χρηματοδότησης άλλου είδους) (10).

(11)

Δεύτερον, όσον αφορά τη χορήγηση ενίσχυσης για οικονομική δραστηριότητα, τα κρατικά μέτρα στήριξης επενδυτικών σχεδίων ανάπτυξης ευρυζωνικών δικτύων αφορούν συνήθως την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας (όπως δημιουργία, λειτουργία και δυνατότητα πρόσβασης σε ευρυζωνική υποδομή, που περιλαμβάνει ευκολίες οπισθόζευξης και εγκαταστάσεις εδάφους, για παράδειγμα σταθερή, επίγεια ασύρματη, δορυφορική ή συνδυασμό τεχνολογιών). Ωστόσο, σε έκτακτες περιπτώσεις όπου το δίκτυο που έχει χρηματοδοτηθεί με αυτό τον τρόπο δεν χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς (π.χ. το δίκτυο παρέχει ευρυζωνική πρόσβαση μόνο σε μη εμπορικούς δικτυακούς τόπους, υπηρεσίες και πληροφορίες) (11), η εν λόγω κρατική παρέμβαση δεν συνεπάγεται χορήγηση οικονομικού ευεργετήματος σε επιχειρήσεις και, συνεπώς, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(12)

Τρίτον, όσον αφορά τη χορήγηση πλεονεκτήματος, η ενίσχυση χορηγείται συνήθως απευθείας στους επενδυτές του δικτύου (12), οι οποίοι στις περισσότερες περιπτώσεις επιλέγονται μέσω ανοικτού διαγωνισμού (13). Ενώ η προκήρυξη διαγωνισμού διασφαλίζει ότι κάθε ενίσχυση περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο ποσό για το συγκεκριμένο σχέδιο, η χρηματοδοτική στήριξη μπορεί να επιτρέψει στον υπερθεματιστή να ασκήσει εμπορική δραστηριότητα με όρους που δεν θα του παρέχονταν σε διαφορετική περίπτωση στην αγορά. Στους έμμεσους δικαιούχους περιλαμβάνονται ενδεχομένως τρίτοι φορείς που αποκτούν πρόσβαση στην υποδομή που δημιουργήθηκε με αυτό τον τρόπο για να παρέχουν χονδρικές υπηρεσίες, καθώς και επαγγελματικοί χρήστες που αποκτούν ευρυζωνική συνδετικότητα με ευνοϊκότερους όρους και προϋποθέσεις που δεν ισχύουν χωρίς κρατική παρέμβαση (14).

(13)

Τέταρτον, όσον αφορά το κριτήριο επιλεκτικότητας, τα κρατικά μέτρα στήριξης της χρήσης ευρυζωνικών δικτύων έχουν επιλεκτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι στοχεύουν σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται μόνο σε ορισμένες περιοχές ή σε ορισμένα τμήματα της συνολικής αγοράς ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Εξάλλου, σχετικά με τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η κρατική παρέμβαση τείνει να μεταβάλλει τους υφιστάμενους όρους αγοράς, εφόσον ορισμένες επιχειρήσεις θα επιλέξουν πλέον να εγγραφούν στις υπηρεσίες που παρέχουν οι επιλεγμένοι προμηθευτές και όχι στις υφιστάμενες, πιθανόν ακριβότερες, εναλλακτικές επιλογές που έχουν ως βάση την αγορά (15). Συνεπώς, το γεγονός ότι μια ευρυζωνική υπηρεσία διατίθεται, είτε σε κανονική τιμή, είτε σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που θα ίσχυε σε αντίθετη περίπτωση, έχει ως συνέπεια τη νόθευση του ανταγωνισμού. Επίσης, η κρατική στήριξη προς τις ευρυζωνικές συνδέσεις ενδέχεται να μειώσει την κερδοφορία και να αποκλείσει το ενδεχόμενο επενδύσεων από φορείς της αγοράς, οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν πρόθυμοι να επενδύσουν στον στοχευμένο τομέα ή σε τμήματά του.

(14)

Τέλος, εφόσον μπορεί να επηρεάσει τους παρόχους υπηρεσιών σε άλλα κράτη μέλη, η κρατική παρέμβαση έχει επίσης επίπτωση και στο εμπόριο, δεδομένου ότι οι αγορές υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (συμπεριλαμβανομένων των αγορών των χονδρικών και λιανικών ευρυζωνικών υπηρεσιών), είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό μεταξύ επιχειρήσεων και παρόχων υπηρεσιών (16).

2.2.1.   Απουσία ενίσχυσης: η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς

(15)

Στις περιπτώσεις που το κράτος στηρίζει την ανάπτυξη ευρυζωνικών συνδέσεων μέσω συμμετοχής στο κεφάλαιο ή μέσω εισφοράς κεφαλαίου στην εταιρεία που πρόκειται να εκτελέσει το σχέδιο, είναι απαραίτητο να εκτιμηθεί κατά πόσο η επένδυση συνεπάγεται κρατική ενίσχυση. Από την αρχή της ίσης μεταχείρισης συνάγεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση κεφάλαιο το οποίο έχει θέσει, άμεσα ή έμμεσα, το κράτος στη διάθεση μιας επιχείρησης σε περιστάσεις αντίστοιχες με τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

(16)

Όταν η συμμετοχή στο κεφάλαιο ή οι εισφορές κεφαλαίου από δημόσιο επενδυτή δεν εμφανίζουν επαρκείς προοπτικές έστω και μακροπρόθεσμης κερδοφορίας, η παρέμβαση αυτή πρέπει να θεωρείται ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και το συμβιβάσιμό της με την κοινή αγορά πρέπει να αξιολογείται αποκλειστικά βάσει των κριτηρίων που θεσπίζει η εν λόγω διάταξη (17).

(17)

Στην απόφασή της στην υπόθεση Amsterdam (18), η Επιτροπή εξέτασε την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς στον τομέα των ευρυζωνικών υπηρεσιών. Όπως επισημαίνει η εν λόγω απόφαση, η συμμόρφωση μιας δημόσιας επένδυσης με τους όρους της αγοράς πρέπει να αποδεικνύεται διεξοδικά και συνολικά, είτε με τη σημαντική συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών είτε με την ύπαρξη υγιούς επιχειρηματικού σχεδίου που παρουσιάζει ικανοποιητική απόδοση της επένδυσης. Εάν στο σχέδιο συμμετέχουν ιδιώτες επενδυτές, είναι απαράβατος όρος το ότι θα πρέπει να αναλάβουν τον εμπορικό κίνδυνο που συνδέεται με την επένδυση με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως και ο δημόσιος επενδυτής.

2.2.2.   Απουσία ενίσχυσης: Αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και τα κριτήρια Altmark

(18)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα κράτη ΕΖΕΣ μπορεί να κρίνουν ότι η παροχή ευρυζωνικού δικτύου πρέπει να θεωρείται υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ) κατά την έννοια του άρθρου 59 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (19).

(19)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, και υπό τον όρο ότι πληρούνται τέσσερις βασικές προϋποθέσεις (που συνήθως αναφέρονται ως τα «κριτήρια Altmark»), η κρατική χρηματοδότηση για την παροχή ΥΓΟΣ ενδέχεται να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (20). Οι τέσσερις προϋποθέσεις είναι: α) η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής ΥΓΟΣ, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη· β) οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων θα υπολογιστεί η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια· γ) η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την παροχή της ΥΓΟΣ, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων· και δ) όταν η επιλογή του δικαιούχου δεν γίνεται με τη διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού, το επίπεδο της παρεχόμενης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση για την εκπλήρωση αυτών των υποχρεώσεων. λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός εύλογου κέρδους.

(20)

Σε δύο αποφάσεις (21) σχετικές με μέτρα που έλαβαν περιφερειακές αρχές για την ανάθεση (επιδοτούμενης) παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας (22) σε ιδιωτικούς φορείς για την εγκατάσταση βασικών ευρυζωνικών δικτύων σε περιοχές με ελλείψεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κοινοποιηθέντα καθεστώτα ενισχύσεων ήταν σύμφωνα με τα τέσσερα κριτήρια της απόφασης Altmark, και κατά συνέπεια δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (23). Ειδικότερα, σε δύο περιπτώσεις, ο υπερθεματιστής επελέγη με βάση το χαμηλότερο ποσό ζητούμενης ενίσχυσης και το ποσό της χορηγηθείσας αντιστάθμισης ορίστηκε βάσει προκαθορισμένων και διαφανών κριτηρίων. Ακόμη, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων ή κινδύνου υπεραντιστάθμισης.

(21)

Αντιθέτως, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η έννοια μιας ΥΓΟΣ και η συνακόλουθη υπαγωγή στη νομολογία Altmark δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή, όταν ο πάροχος δεν διαθέτει ούτε σαφή εντολή ούτε έχει αναλάβει καμία υποχρέωση να παρέχει ευρυζωνική πρόσβαση και να συνδέει όλους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές, αλλά ασχολείται κυρίως με τη σύνδεση επιχειρήσεων (24).

(22)

Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία, παρά το γεγονός ότι τα κράτη ΕΖΕΣ διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν τι θεωρούν υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος, η Αρχή μπορεί να αμφισβητήσει τον ορισμό αυτών των υπηρεσιών ή των καθηκόντων από ένα κράτος ΕΖΕΣ σε περίπτωση προδήλου σφάλματος (25). Δηλαδή, αν και ο καθορισμός της φύσης και του πεδίου εφαρμογής της αποστολής μιας ΥΓΟΣ εμπίπτει στην αρμοδιότητα και τη διακριτική ευχέρεια των κρατών ΕΖΕΣ, η αρμοδιότητα αυτή ούτε είναι απεριόριστη ούτε μπορεί να ασκείται αυθαίρετα (26). Ειδικότερα, για να θεωρηθεί μια δραστηριότητα ως ΥΓΟΣ, πρέπει να εμφανίζει ειδικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με τις συνήθεις οικονομικές δραστηριότητες (27). Σχετικά με το θέμα αυτό, η Αρχή θα θεωρεί ότι η δημιουργία μιας παράλληλης ανταγωνιστικής και δημόσια χρηματοδοτούμενης ευρυζωνικής υποδομής δεν πρέπει να θεωρείται ΥΓΟΣ κατά την έννοια του άρθρου 59 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (28) σε περιοχές στις οποίες ιδιώτες επενδυτές έχουν ήδη πραγματοποιήσει επενδύσεις σε υποδομή ευρυζωνικού δικτύου (ή είναι σε διαδικασία επέκτασης της υποδομής του δικτύου τους). Όταν, όμως, μπορεί να αποδειχθεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές ίσως δεν είναι σε θέση να παράσχουν στο εγγύς μέλλον (29) επαρκή ευρυζωνική κάλυψη σε όλους τους πολίτες ή χρήστες, αφήνοντας έτσι σημαντικό τμήμα του πληθυσμού χωρίς σύνδεση, η αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να χορηγηθεί σε επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η λειτουργία μιας ΥΓΟΣ, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 23 έως 27. Θα πρέπει σε πρώτη φάση να τονιστεί ότι οι εκτιμήσεις που εκτίθενται σε αυτές τις παραγράφους βασίζονται στις ιδιομορφίες του τομέα των ευρυζωνικών υπηρεσιών και αντικατοπτρίζουν τη μέχρι σήμερα εμπειρία της Επιτροπής σε αυτό τον τομέα. Συνεπώς, αν και οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις εν λόγω παραγράφους δεν είναι πλήρεις, είναι ωστόσο ενδεικτικές της προσέγγισης που ακολουθεί η Αρχή όταν αξιολογεί αν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες μπορούν να χαρακτηριστούν ως ΥΓΟΣ και αν η χορηγούμενη κρατική χρηματοδότηση είναι συμβατή με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(23)

Όσον αφορά τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της αποστολής μιας ΥΓΟΣ για να εξασφαλιστεί η εκτενής εγκατάσταση υποδομής ευρυζωνικού δικτύου, ζητείται από τα κράτη μέλη να περιγράψουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η συγκεκριμένη υπηρεσία, λόγω της ειδικής της φύσης, θα πρέπει να θεωρείται ΥΓΟΣ και να διαχωρίζεται από άλλες οικονομικές δραστηριότητες (30). Θα πρέπει εξάλλου να εξασφαλίσουν ότι η αποστολή της ΥΓΟΣ πληροί ορισμένα ελάχιστα κριτήρια κοινά σε κάθε αποστολή ΥΓΟΣ και να αποδείξουν ότι αυτά τα κριτήρια όντως πληρούνται στη συγκεκριμένη περίπτωση.

(24)

Στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται τουλάχιστον, α) η ύπαρξη πράξης της δημόσιας αρχής με την οποία ανατίθεται στους εν λόγω φορείς η αποστολή ΥΓΟΣ, και β) ο καθολικός και υποχρεωτικός χαρακτήρας της αποστολής. Έτσι, αξιολογώντας κατά πόσον ο ορισμός μιας ΥΓΟΣ για την ανάπτυξη ευρυζωνικών συνδέσεων δεν εγείρει έρεισμα προδήλου σφάλματος, τα κράτη της ΕΖΕΣ πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η ευρυζωνική υποδομή που θα δημιουργηθεί πρέπει να παρέχει καθολική δυνατότητα σύνδεσης σε όλους τους χρήστες μιας δεδομένης περιοχής, και για οικιακή χρήση όσο και για τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της αποστολής ΥΓΟΣ συνεπάγεται ότι ο πάροχος του υπό δημιουργία δικτύου δεν θα έχει τη διακριτική ευχέρεια να αρνείται την πρόσβαση στην υποδομή ενεργώντας μεροληπτικά (επειδή λόγου χάρη δεν είναι ενδεχομένως οικονομικά συμφέρουσα η παροχή υπηρεσιών πρόσβασης σε μια συγκεκριμένη περιοχή).

(25)

Δεδομένου του επιπέδου του ανταγωνισμού που έχει επιτευχθεί από την ελευθέρωση του τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα, και ειδικότερα του ανταγωνισμού που υφίσταται σήμερα στη λιανική αγορά ευρυζωνικών συνδέσεων, θα πρέπει να υπάρχει στη διάθεση όλων των ενδιαφερόμενων φορέων ένα κρατικά χρηματοδοτούμενο δίκτυο στο πλαίσιο της ΥΓΟΣ. Συνεπώς, η αναγνώριση της αποστολής μιας ΥΓΟΣ για την ανάπτυξη ευρυζωνικών συνδέσεων θα πρέπει να στηρίζεται στην παροχή υποδομής παθητικής, ουδέτερης (31) και ανοικτής πρόσβασης. Αυτό το δίκτυο θα παρέχει στους αιτούντες πρόσβαση κάθε δυνατή μορφή πρόσβασης σε δίκτυο και θα καθιστά δυνατό τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό σε επίπεδο λιανικής, διασφαλίζοντας την παροχή ανταγωνιστικών και οικονομικά προσιτών υπηρεσιών στους τελικούς χρήστες (32). Ως εκ τούτου, η αποστολή παροχής ΥΓΟΣ πρέπει να καλύπτει μόνο την ανάπτυξη ευρυζωνικού δικτύου που θα εξασφαλίζει καθολική δυνατότητα σύνδεσης και την παροχή των σχετικών υπηρεσιών πρόσβασης χονδρικής, χωρίς να περιλαμβάνει λιανικές υπηρεσίες επικοινωνιών (33). Σε περίπτωση που ο πάροχος της αποστολής ΥΓΟΣ είναι ταυτόχρονα κάθετα ολοκληρωμένος φορέας ευρυζωνικών συνδέσεων, θα πρέπει να τεθούν επαρκείς διασφαλίσεις, ώστε να αποφευχθούν συγκρούσεις συμφερόντων, αδικαιολόγητες διακρίσεις και κάθε άλλο άδηλο έμμεσο πλεονέκτημα (34).

(26)

Δεδομένης της πλήρους ελευθέρωσης της αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εξυπακούεται ότι μια ΥΓΟΣ για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων δεν μπορεί να βασιστεί στη χορήγηση αποκλειστικού ή ειδικού δικαιώματος στον πάροχο της ΥΓΟΣ κατά την έννοια του άρθρου 59 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(27)

Συμμορφούμενος προς την αποστολή καθολικής κάλυψης, ένας πάροχος ΥΓΟΣ ενδέχεται να χρειαστεί να χρησιμοποιήσει δίκτυο υποδομής όχι μόνο σε μη συμφέρουσες οικονομικά περιοχές αλλά και σε οικονομικά συμφέρουσες, δηλαδή σε περιοχές στις οποίες άλλοι φορείς μπορεί να έχουν ήδη χρησιμοποιήσει δική τους υποδομή δικτύου ή να σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν στο εγγύς μέλλον. Εντούτοις, στην περίπτωση αυτή κάθε χορηγούμενη αντιστάθμιση θα πρέπει να καλύπτει μόνο το κόστος της επέκτασης της υποδομής σε περιοχές που δεν είναι οικονομικά συμφέρουσες (35). Όταν μια ΥΓΟΣ για την ανάπτυξη ευρυζωνικού δικτύου δεν στηρίζεται στη χρήση υποδομής κρατικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει να θεσπίζονται επαρκείς μηχανισμοί επανεξέτασης και επανάκτησης μέσω της διατήρησης της κυριότητας του δικτύου που χρηματοδοτήθηκε με δημόσια κονδύλια μετά τη λήξη της παραχώρησης της παροχής της ΥΓΟΣ, έτσι ώστε να αποφεύγεται αδικαιολόγητο πλεονέκτημα για τον πάροχο της ΥΓΟΣ. Τέλος, η αντιστάθμιση της ΥΓΟΣ θα πρέπει καταρχήν να χορηγείται με ανοικτή, διαφανή, αμερόληπτη διαδικασία διαγωνισμού, η οποία θα απαιτεί από όλους τους υποψήφιους φορείς να ορίζουν με διαφανή τρόπο τις συμφέρουσες και μη συμφέρουσες από οικονομική άποψη περιοχές, να υπολογίζουν τα αναμενόμενα έσοδα και να ζητούν το αντίστοιχο ποσό αντιστάθμισης που θεωρούν απολύτως αναγκαίο, αποφεύγοντας κάθε κίνδυνο υπεραντιστάθμισης. Ένας διαγωνισμός που οργανώνεται με αυτούς τους όρους θα πρέπει να εγγυάται την εκπλήρωση του τέταρτου κριτηρίου της απόφασης Altmark (βλέπε παράγραφο 19).

(28)

Εάν δεν πληρούνται τα τέσσερα κριτήρια της απόφασης Altmark και εφόσον πληρούνται τα γενικά κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας για την ανάπτυξη ευρυζωνικής υποδομής θα συνιστά κρατική ενίσχυση και θα υπάγεται στα άρθρα 49, 59, 61 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και στο άρθρο 1 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας μεταξύ των κρατών ΕΖΕΣ περί της δημιουργίας Εποπτεύουσας Αρχής και Δικαστηρίου (στο εξής πρωτόκολλο 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου). Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί ότι η χορήγηση κρατικής ενίσχυσης υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 23-27 ανωτέρω) είναι συμβατή με την κοινή αγορά και εξαιρείται από την απαίτηση κοινοποίησης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου, εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται στην Πράξη που αναφέρεται στο σημείο 1 η) του παραρτήματος XV της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 86 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος) (36), όπως προσαρμόστηκαν με το πρωτόκολλο 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (37).

2.3.   Η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου της ενίσχυσης βάσει του άρθρου 61 παράγραφος 3 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

(29)

Όταν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ένα κοινοποιηθέν μέτρο στον τομέα των ευρυζωνικών συνδέσεων συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου του μέτρου βασίζεται απευθείας στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ (38).

(30)

Οι περιοχές που καλύπτονται από σχέδιο χορήγησης κρατικής ενίσχυσης για ευρυζωνικά δίκτυα μπορεί να είναι επίσης ενισχυόμενες περιοχές κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ) και του κεφαλαίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα για την περίοδο 2007–2013 των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής για τις κρατικές ενισχύσεις (στο εξής κεφάλαιο για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα) (39). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση για ευρυζωνικά δίκτυα μπορεί επίσης να χαρακτηριστεί ενίσχυση για αρχική επένδυση κατά την έννοια του κεφαλαίου για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα. Ωστόσο, σε πολλές από τις περιπτώσεις που εξετάστηκαν μέχρι σήμερα από την Επιτροπή υπήρχαν και άλλες περιοχές που αποτελούσαν στόχο των κοινοποιηθέντων μέτρων και δεν ήταν «ενισχυόμενες», και κατά συνέπεια η αξιολόγηση της Επιτροπής δεν μπορούσε να βασιστεί στις κατευθυντήριες γραμμές για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (40).

(31)

Όταν ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και εφόσον προβλέπεται η χορήγηση ατομικών ενισχύσεων ad hoc σε μεμονωμένη επιχείρηση ή ενισχύσεων που περιορίζονται σε ένα μόνο τομέα δραστηριότητας, το κράτος ΕΖΕΣ οφείλει να αποδείξει ότι πληρούνται οι όροι του κεφαλαίου για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα. Στους όρους αυτούς περιλαμβάνεται ειδικότερα ο όρος ότι το εν λόγω σχέδιο συμβάλλει σε μια συνεκτική περιφερειακή αναπτυξιακή στρατηγική και ότι, όσον αφορά τον χαρακτήρα και το μέγεθός του, δεν θα προκαλέσει αθέμιτες νοθεύσεις του ανταγωνισμού.

2.3.1.   Το κριτήριο της εξισορρόπησης και η εφαρμογή του στις ενισχύσεις για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων

(32)

Όταν εξετάζει αν ένα μέτρο ενίσχυσης συμβιβάζεται με τη λειτουργία της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, η Αρχή σταθμίζει τον θετικό αντίκτυπο του μέτρου για την επίτευξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος έναντι των ενδεχόμενων αρνητικών παρενεργειών, όπως νοθεύσεων του εμπορίου και του ανταγωνισμού.

(33)

Κατά την εφαρμογή αυτού του κριτηρίου εξισορρόπησης, η Επιτροπή θα αξιολογεί τα ακόλουθα ερωτήματα:

α)

Αποβλέπει το μέτρο ενίσχυσης στην εξυπηρέτηση ενός σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού συμφέροντος, ήτοι αντιμετωπίζεται με την προτεινόμενη ενίσχυση κάποια αδυναμία της αγοράς ή άλλος στόχος; (41)

β)

Είναι η ενίσχυση κατάλληλα σχεδιασμένη ώστε να οδηγήσει στην επίτευξη του στόχου κοινού συμφέροντος; Ειδικότερα:

i)

Αποτελεί η κρατική ενίσχυση ενδεδειγμένο μέσο πολιτικής, δηλαδή υπάρχουν άλλα πιο πρόσφορα μέσα;

ii)

Λειτουργεί ως κίνητρο, δηλαδή αλλάζει η ενίσχυση τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων;

iii)

Είναι το μέτρο ενίσχυσης αναλογικό, δηλαδή θα μπορούσε η ίδια αλλαγή συμπεριφοράς να επιτευχθεί με μικρότερη ενίσχυση;

γ)

Μήπως οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και οι συνέπειες για τις συναλλαγές είναι περιορισμένες, με αποτέλεσμα η συνολική επίδραση του μέτρου να είναι θετική;

(34)

Τα επιμέρους στάδια του κριτηρίου εξισορρόπησης στον τομέα των ευρυζωνικών συνδέσεων εκτίθενται αναλυτικότερα στα τμήματα 2.3.2 και 2.3.3.

2.3.2.   Στόχος του μέτρου

(35)

Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, η ευρεία και οικονομικά προσιτή πρόσβαση στις ευρυζωνικές συνδέσεις έχει μεγάλη σημασία λόγω της ικανότητάς της να επιταχύνει τη συμβολή των τεχνολογιών αυτών στην ανάπτυξη και την καινοτομία σε όλους τους τομείς της οικονομίας, καθώς και στην κοινωνική και εδαφική συνοχή.

(36)

Η οικονομική διάσταση της παροχής ευρυζωνικής σύνδεσης είναι τέτοια που η αγορά δεν θα τη θεωρεί πάντοτε αποδοτική για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Λόγω των οικονομικών παραμέτρων της πυκνότητας, η ανάπτυξη και εγκατάσταση ευρυζωνικών δικτύων είναι γενικά πιο αποδοτική εκεί όπου η δυνητική ζήτηση είναι υψηλότερη και συγκεντρωμένη, δηλαδή σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Εξαιτίας των υψηλών πάγιων εξόδων, το κόστος ανά μονάδα διογκώνεται σημαντικά με τη μείωση της πληθυσμιακής πυκνότητας. Κατά συνέπεια, τα ευρυζωνικά δίκτυα έχουν την τάση να καλύπτουν επικερδώς μέρος μόνο του πληθυσμού. Ομοίως, σε ορισμένες περιοχές, η δημιουργία δικτύου είναι ενδεχομένως αποδοτική μόνο για ένα πάροχο, και όχι για δύο ή περισσότερους.

(37)

Σε περίπτωση που η αγορά δεν παρέχει επαρκή ευρυζωνική κάλυψη ή οι συνθήκες πρόσβασης δεν είναι ικανοποιητικές, οι κρατικές ενισχύσεις μπορούν να διαδραματίσουν χρήσιμο ρόλο. Συγκεκριμένα, οι κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των ευρυζωνικών συνδέσεων μπορεί να διορθώσουν μια αδυναμία της αγοράς, δηλαδή καταστάσεις κατά τις οποίες μεμονωμένοι επενδυτές δεν επενδύουν, έστω και αν αυτό θα ήταν αποδοτικό από ευρύτερη οικονομική σκοπιά, δηλαδή λόγω των θετικών δευτερογενών αποτελεσμάτων. Εναλλακτικά, οι κρατικές ενισχύσεις για τις ευρυζωνικές συνδέσεις μπορούν επίσης να εκληφθούν ως μέσο επίτευξης στόχων ισότητας, δηλαδή ως μέσο για να βελτιωθεί η πρόσβαση σε ένα ουσιώδες μέσο επικοινωνίας και συμμετοχής στην κοινωνία, καθώς επίσης και ελευθερίας της έκφρασης προς όλους τους φορείς της κοινωνίας, βελτιώνοντας έτσι την κοινωνική και εδαφική συνοχή.

(38)

Είναι σκόπιμο να γίνει εξαρχής μια θεμελιώδης διάκριση ανάμεσα στους τύπους των περιοχών στόχου, ανάλογα με το επίπεδο της ήδη διαθέσιμης ευρυζωνικής κάλυψης. Κατά πάγια πρακτική της, η Επιτροπή κάνει διάκριση ανάμεσα στις περιοχές στις οποίες δεν υφίσταται ευρυζωνική υποδομή ή είναι απίθανο να αναπτυχθεί στο άμεσο μέλλον (λευκές περιοχές), στις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιείται ένας μόνο φορέας ευρυζωνικού δικτύου (γκρίζες περιοχές) και στις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται τουλάχιστον δύο ή περισσότεροι πάροχοι ευρυζωνικών δικτύων (μαύρες περιοχές) (42).

2.3.2.1.   «Λευκές περιοχές»: προώθηση στόχων εδαφικής συνοχής και οικονομικής ανάπτυξης

(39)

Η Αρχή θεωρεί ότι η στήριξη της ανάπτυξης ευρυζωνικών δικτύων σε αγροτικές και υποεξυπηρετούμενες λευκές περιοχές προωθεί την εδαφική κοινωνική και οικονομική συνοχή και αντιμετωπίζει αδυναμίες της αγοράς. Τα ευρυζωνικά δίκτυα έχουν την τάση να καλύπτουν αποδοτικά μέρος μόνο του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία η κρατική στήριξη για να επιτευχθεί η πλήρης κάλυψη.

(40)

Η Αρχή αποδέχεται το γεγονός ότι, με τη χορήγηση χρηματοδοτικής στήριξης για την παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει σήμερα ευρυζωνική σύνδεση ούτε υπάρχουν σχετικά σχέδια από ιδιώτες επενδυτές να επεκτείνουν αυτή την υποδομή στο εγγύς μέλλον, τα κράτη ΕΖΕΣ επιδιώκουν στόχους πραγματικής συνοχής και οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, η παρέμβασή τους είναι πιθανό να εξυπηρετεί το κοινό συμφέρον (43). Ο όρος «εγγύς μέλλον» πρέπει να νοείται ως περίοδος τριών ετών. Από αυτή την άποψη, επενδύσεις που σχεδιάζονται από ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να εγγυώνται ότι εντός της τριετίας θα έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον σημαντική πρόοδος ως προς την κάλυψη, ενώ η ολοκλήρωση της σχεδιαζόμενης επένδυσης θα προβλέπεται εντός εύλογου χρονικού πλαισίου (ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε έργου και κάθε περιοχής). Οι δημόσιες αρχές μπορεί να απαιτήσουν την υποβολή επιχειρησιακού σχεδίου μαζί με λεπτομερές χρονοδιάγραμμα του σχεδίου ανάπτυξης, καθώς και αποδείξεις επαρκούς χρηματοδότησης ή στοιχείων άλλου τύπου που θα αποδεικνύουν την αξιοπιστία και τον εύλογο χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης επένδυσης από τους ιδιωτικούς φορείς του δικτύου.

2.3.2.2.   «Μαύρες περιοχές»: δεν απαιτείται κρατική παρέμβαση

(41)

Όταν σε μια δεδομένη γεωγραφική ζώνη δραστηριοποιούνται τουλάχιστον δύο πάροχοι ευρυζωνικών δικτύων και οι ευρυζωνικές υπηρεσίες παρέχονται με ανταγωνιστικούς όρους (ανταγωνισμός στον τομέα του εξοπλισμού), δεν υπάρχει αδυναμία της αγοράς. Ως εκ τούτου, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να επιφέρει η κρατική παρέμβαση περισσότερα οφέλη. Αντιθέτως, η κρατική στήριξη για τη χρηματοδότηση της κατασκευής ενός πρόσθετου ευρυζωνικού δικτύου θα οδηγήσει, καταρχήν, σε απαράδεκτη νόθευση του ανταγωνισμού και σε παραγκωνισμό ιδιωτών επενδυτών. Εφόσον λοιπόν δεν αποδεικνύεται σαφώς αδυναμία της αγοράς, η Αρχή θα αξιολογεί αρνητικά τα μέτρα χρηματοδότησης της ανάπτυξης πρόσθετης ευρυζωνικής υποδομής σε «μαύρες ζώνες» (44).

2.3.2.3.   «Γκρίζες περιοχές»: απαιτείται αναλυτικότερη αξιολόγηση

(42)

Η ύπαρξη ενός φορέα εκμετάλλευσης δικτύου σε μια συγκεκριμένη περιοχή δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι δεν υφίσταται αδυναμία αγοράς ή πρόβλημα συνοχής. Η μονοπωλιακή παροχή ενδέχεται να επηρεάζει την ποιότητα των υπηρεσιών ή την τιμή της παροχής των υπηρεσιών στους πολίτες. Εξάλλου, σε περιοχές στις οποίες δραστηριοποιείται μόνο ένας φορέας εκμετάλλευσης δικτύου, οι επιδοτήσεις για την κατασκευή εναλλακτικού δικτύου μπορούν, εξ ορισμού, να νοθεύσουν τη δυναμική της αγοράς. Συνεπώς η κρατική στήριξη της εγκατάστασης ευρυζωνικών δικτύων σε «γκρίζες» περιοχές απαιτεί διεξοδικότερη ανάλυση και προσεκτική αξιολόγηση της συμβατότητας.

(43)

Μολονότι είναι πιθανό στη ζώνη που αποτελεί στόχο της κρατικής παρέμβασης να δραστηριοποιείται ένας φορέας εκμετάλλευσης δικτύου, ορισμένες κατηγορίες χρηστών μπορεί να μην εξυπηρετούνται ακόμη ικανοποιητικά, από την άποψη ότι είτε δεν είναι διαθέσιμες μερικές ευρυζωνικές υπηρεσίες που ζητούν οι χρήστες είτε, επειδή δεν ρυθμίζονται οι τιμές χονδρικής πρόσβασης, οι λιανικές τιμές δεν είναι οικονομικά προσιτές σε σύγκριση με την παροχή των ίδιων υπηρεσιών σε άλλες πιο ανταγωνιστικές περιοχές ή περιφέρειες της χώρας (45). Επιπροσθέτως, αν οι προοπτικές της δημιουργίας εναλλακτικής υποδομής από τρίτους είναι περιορισμένες, η χρηματοδότηση μιας εναλλακτικής υποδομής θα μπορούσε να θεωρηθεί ενδεδειγμένο μέτρο. Αυτό θα μπορούσε να διορθώσει την απουσία ανταγωνισμού στον τομέα των υποδομών και, κατά συνέπεια, να μειώσει τα προβλήματα που ανακύπτουν από την εκ των πραγμάτων μονοπωλιακή θέση του εγκατεστημένου φορέα (46). Ωστόσο, η χορήγηση ενισχύσεων υπό τις συνθήκες αυτές υπόκειται σε ορισμένους όρους τους οποίους θα πρέπει να πληροί το συγκεκριμένο κράτος ΕΖΕΣ.

(44)

Συνεπώς, η Αρχή μπορεί, υπό ορισμένους όρους, να κρίνει ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά μέτρα κρατικής ενίσχυσης που αφορούν περιοχές στις οποίες η παροχή ευρυζωνικής υποδομής εξακολουθεί να είναι εκ των πραγμάτων μονοπωλιακή, με την προϋπόθεση ότι: i) δεν παρέχονται οικονομικά προσιτές ή επαρκείς υπηρεσίες που να ικανοποιούν τις ανάγκες των πολιτών ή των επαγγελματικών χρηστών και ii) δεν υπάρχουν διαθέσιμα μέτρα που να νοθεύουν λιγότερο τον ανταγωνισμό (όπως η εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση) για να επιτευχθούν οι ίδιοι στόχοι. Για να διαπιστώσει τα προαναφερθέντα, η Αρχή αξιολογεί ειδικότερα αν:

α)

οι συνολικές συνθήκες της αγοράς δεν είναι ικανοποιητικές εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, το επίπεδο των τρεχουσών τιμών των ευρυζωνικών υπηρεσιών, το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών στους τελικούς χρήστες (οικιακοί και επαγγελματικοί χρήστες) καθώς και τους σχετικούς όρους,

β)

δεν υπάρχει εκ των προτέρων ρύθμιση επιβαλλόμενη από εθνική ρυθμιστική αρχή, δεν παρέχεται αποτελεσματική πρόσβαση δικτύου σε τρίτα μέρη ή οι όροι πρόσβασης δεν συμβάλλουν στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό,

γ)

οι συνολικοί φραγμοί εισόδου αποκλείουν τη δυνητική είσοδο στην αγορά και άλλων επιχειρήσεων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και

δ)

τα μέτρα που έχει λάβει ή τα διορθωτικά μέτρα που έχει επιβάλει η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή ή η αρχή ανταγωνισμού όσον αφορά τον υφιστάμενο πάροχο υπηρεσιών δικτύου δεν μπόρεσαν να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα.

2.3.3.   Σχεδιασμός του μέτρου και ανάγκη περιορισμού των νοθεύσεων του ανταγωνισμού

(45)

Όταν η ευρυζωνική κάλυψη κρίνεται ανεπαρκής, η κρατική παρέμβαση ενδέχεται να είναι αναγκαία. Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί είναι αν η κρατική ενίσχυση αποτελεί ενδεδειγμένο μέσο πολιτικής για την αντιμετώπιση του προβλήματος ή αν υπάρχουν άλλα, πιο πρόσφορα μέσα.

(46)

Από την άποψη αυτή, η Επιτροπή σε προηγούμενες αποφάσεις της επεσήμανε ότι, παρά το γεγονός ότι η εκ των προτέρων ρύθμιση έχει διευκολύνει σε πολλές περιπτώσεις την εγκατάσταση ευρυζωνικών δικτύων σε αστικές και πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, δεν μπορεί να αποτελεί επαρκές μέτρο που θα επιτρέπει την παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών, ιδίως σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές όπου η εγγενής αποδοτικότητα της επένδυσης είναι χαμηλή (47).

(47)

Παρομοίως, μέτρα που αφορούν τη ζήτηση υπέρ των ευρυζωνικών συνδέσεων (όπως εγγυήσεις για τους τελικούς χρήστες), μολονότι μπορεί να συμβάλουν θετικά στη διείσδυση των ευρυζωνικών συνδέσεων και θα πρέπει να προωθούνται ως εναλλακτικά ή συμπληρωματικά προς άλλα δημόσια μέσα, δεν μπορούν πάντοτε να επιλύσουν την έλλειψη παροχής ευρυζωνικών υπηρεσιών (48). Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις αυτές δεν υπάρχει ενδεχομένως άλλη λύση από τη χορήγηση κρατικής χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της έλλειψης ευρυζωνικής συνδετικότητας.

(48)

Όσον αφορά τον χαρακτήρα κινήτρου του μέτρου, πρέπει να εξεταστεί αν η συγκεκριμένη επένδυση για τη δημιουργία ευρυζωνικών δικτύων δεν θα είχε αναληφθεί στο ίδιο χρονοδιάγραμμα χωρίς κρατική ενίσχυση.

(49)

Κατά την αξιολόγηση του αναλογικού χαρακτήρα των κοινοποιηθέντων μέτρων σε «λευκές» ή «γκρίζες» περιοχές, εάν δεν ικανοποιείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους όρους α) έως η), απαιτείται εμπεριστατωμένη αξιολόγηση (49) η οποία πιθανότατα θα κατέληγε σε αρνητικό συμπέρασμα όσον αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με τη συμφωνία ΕΟΧ:

α)

Λεπτομερής χαρτογράφηση και ανάλυση κάλυψης: τα κράτη ΕΖΕΣ θα πρέπει να προσδιορίσουν σαφώς ποιες γεωγραφικές περιοχές θα καλυφθούν από το συγκεκριμένο μέτρο στήριξης. Τα κράτη ΕΖΕΣ, αναλύοντας παράλληλα τις συνθήκες του ανταγωνισμού και τη δομή που επικρατεί στη συγκεκριμένη περιοχή και σε διαβούλευση με όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς που θίγονται από το επίμαχο μέτρο, ελαχιστοποιούν τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού για τους υφιστάμενους παρόχους υπηρεσιών και εκείνους που έχουν ήδη επενδυτικά σχέδια για το εγγύς μέλλον και επιτρέπουν στους εν λόγω επενδυτές να προγραμματίσουν τις δραστηριότητές τους (50). Η λεπτομερής χαρτογράφηση και η διεξοδική διαβούλευση δεν εξασφαλίζει απλώς υψηλό βαθμό διαφάνειας, αλλά χρησιμεύει και ως ουσιαστικό εργαλείο για τον καθορισμό της ύπαρξης «λευκών», «γκρίζων» και «μαύρων» περιοχών (51).

β)

Διαδικασία ανοικτού διαγωνισμού: Η μέθοδος του ανοικτού διαγωνισμού διασφαλίζει την ύπαρξη διαφάνειας για όλους τους επενδυτές που επιθυμούν να υποβάλουν προσφορά για την υλοποίηση του επιδοτούμενου σχεδίου. Η ίση και χωρίς διακρίσεις μεταχείριση όλων των υποψηφίων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ανοικτό διαγωνισμό. Η διαδικασία ανοικτού διαγωνισμού είναι μέθοδος που ελαχιστοποιεί το δυνητικό πλεονέκτημα της κρατικής ενίσχυσης και ταυτόχρονα μειώνει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του μέτρου, στο βαθμό που η επιλογή του δικαιούχου δεν είναι εκ των προτέρων γνωστή (52).

γ)

Πλέον συμφέρουσα προσφορά: Στο πλαίσιο διαδικασίας ανοικτού διαγωνισμού, για να μειωθεί το ποσό της χορηγούμενης ενίσχυσης με παρόμοιες, αν όχι ταυτόσημες, από ποιοτική άποψη συνθήκες, ο υποψήφιος που ζητεί το χαμηλότερο ποσό ενίσχυσης πρέπει καταρχήν να λαμβάνει περισσότερα μόρια προτεραιότητας κατά τη συνολική αξιολόγηση της προσφοράς του (53). Με τον τρόπο αυτό, τα κράτη ΕΖΕΣ μπορούν να μεταθέσουν στην αγορά το βάρος της ενίσχυσης που είναι όντως αναγκαία και να μειώσουν έτσι την ασυμμετρία της πληροφόρησης που τις περισσότερες φορές ευνοεί τους ιδιώτες επενδυτές.

δ)

Τεχνολογική ουδετερότητα: Δεδομένου ότι οι ευρυζωνικές υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται σε σειρά υποδομών δικτύου που βασίζονται σε ενσύρματη γραμμή (xDSL, καλωδιακή), ασύρματη (Wi-Fi, WiMAX), σε δορυφόρο και κινητές τεχνολογίες, τα κράτη ΕΖΕΣ δεν πρέπει να ευνοούν καμία ιδιαίτερη τεχνολογία ή πλατφόρμα δικτύου, εκτός αν μπορούν να αποδείξουν ότι υπάρχει αντικειμενικός λόγος γι’ αυτή την επιλογή (54). Οι προσφέροντες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν την παροχή των ζητούμενων ευρυζωνικών υπηρεσιών χρησιμοποιώντας ή συνδυάζοντας οποιαδήποτε τεχνολογία κρίνουν καταλληλότερη.

ε)

Χρήση υφιστάμενων υποδομών: όποτε είναι δυνατό, τα κράτη μέλη πρέπει να ενθαρρύνουν τους προσφέροντες να προσφεύγουν σε τυχόν διαθέσιμες υφιστάμενες υποδομές ώστε να αποφεύγουν την άσκοπη και περιττή σπατάλη πόρων. Για τον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων στους υφιστάμενους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου, πρέπει να παρέχεται στους φορείς αυτούς η δυνατότητα να συνεισφέρουν την υποδομή τους σε ένα κοινοποιηθέν σχέδιο. Παράλληλα, ο όρος αυτός δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την ευνοϊκή μεταχείριση υφιστάμενων εγκατεστημένων φορέων, ιδίως σε περίπτωση που τα τρίτα μέρη δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στην εν λόγω υποδομή ή στους αναγκαίους πόρους ώστε να ασκήσουν ανταγωνισμό σε εγκατεστημένο φορέα. Παρομοίως, στην περίπτωση «γκρίζων περιοχών», όταν αποδεικνύεται ότι η εξάρτηση από τον εγκατεστημένο φορέα αποτελεί μέρος του προβλήματος, μπορεί να κριθεί αναγκαίο να επιτραπεί η άσκηση μεγαλύτερου ανταγωνισμού στον τομέα του εξοπλισμού.

στ)

Χονδρική πρόσβαση: Η επιβολή αποτελεσματικής χονδρικής πρόσβασης τρίτων σε επιδοτούμενη ευρυζωνική υποδομή αποτελεί αναγκαία συνιστώσα κάθε κρατικού μέτρου χρηματοδότησης της κατασκευής νέας ευρυζωνικής υποδομής. Ειδικότερα, η χονδρική πρόσβαση επιτρέπει σε τρίτους φορείς να ανταγωνίζονται με τον επιλεγέντα υποψήφιο (όταν ο τελευταίος δραστηριοποιείται και στο λιανικό επίπεδο), ενισχύοντας έτσι την επιλογή και τον ανταγωνισμό στους τομείς τους οποίους αφορά το μέτρο, ενώ παράλληλα αποφεύγεται η δημιουργία περιφερειακών μονοπωλίων παροχής υπηρεσιών. Η αποτελεσματική χονδρική πρόσβαση στην επιδοτούμενη υποδομή θα πρέπει να παρέχεται για χρονικό διάστημα τουλάχιστον 7 ετών. Ο όρος αυτός δεν υπόκειται σε καμία προηγούμενη ανάλυση της αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ (οδηγία-πλαίσιο) (55). Αν, ωστόσο, στο τέλος της επταετούς περιόδου η εθνική ρυθμιστική αρχή (ΕΡΑ) κρίνει με βάση το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο ότι ο φορέας της συγκεκριμένης υποδομής διαθέτει σημαντική ισχύ στη συγκεκριμένη αγορά (56), πρέπει να επεκταθεί αντίστοιχα και η υποχρέωση πρόσβασης.

ζ)

Θέσπιση κριτηρίων αξιολόγησης κατά την επιβολή των τιμών: Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική χονδρική πρόσβαση και για να περιοριστεί στο ελάχιστο η δυνητική νόθευση του ανταγωνισμού, ο υπερθεματιστής πρέπει ανυπερθέτως να αποφεύγει τις υπερβολικές τιμές χονδρικής ή, αντίθετα, την επιθετική τιμολογιακή πολιτική ή τη συμπίεση των τιμών. Οι χονδρικές τιμές πρόσβασης πρέπει να βασίζονται στις μέσες δημοσιευμένες (ρυθμισμένες) τιμές χονδρικής που ισχύουν σε άλλες συγκρίσιμες, πιο ανταγωνιστικές περιοχές της χώρας ή της Κοινότητας ή, ελλείψει ανάλογων δημοσιευμένων τιμών, στις τιμές που έχει ήδη θεσπίσει ή εγκρίνει η ΕΡΑ για τις οικείες αγορές και υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, όπου υφίσταται ήδη εκ των προτέρων ρύθμιση (δηλαδή στις γκρίζες ζώνες), οι χονδρικές τιμές για πρόσβαση σε επιδοτούμενη υποδομή δεν πρέπει να είναι χαμηλότερες από την τιμή πρόσβασης που έχει ορίσει η ΕΡΑ για την ίδια περιοχή. Η θέσπιση κριτηρίων αξιολόγησης αποτελεί σημαντική διασφάλιση, διότι επιτρέπει στα κράτη ΕΖΕΣ να αποφεύγουν την υποχρέωση να καθορίζουν εκ των προτέρων αναλυτικές τιμές λιανικής ή χονδρικής πρόσβασης και να εξασφαλίζουν ότι η χορηγούμενη ενίσχυση θα συμβάλει στη δημιουργία συνθηκών στην αγορά όμοιων με εκείνες που επικρατούν σε άλλες ανταγωνιστικές αγορές ευρυζωνικών υπηρεσιών. Τα τεύχη δημοπράτησης πρέπει να αναγράφουν σαφώς τα κριτήρια αξιολόγησης.

η)

Μηχανισμός ανάκτησης για την αποφυγή υπεραντιστάθμισης: Στη σύμβαση με τον επιτυχόντα υποψήφιο τα κράτη ΕΖΕΣ πρέπει να περιλάβουν ένα μηχανισμό ανάκτησης, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι ο επιλεγείς υποψήφιος δεν θα λάβει υπερβολική αντιστάθμιση, αν η ζήτηση ευρυζωνικών συνδέσεων στην περιοχή στόχου υπερβεί τα προβλεπόμενα επίπεδα (57). Η πρόβλεψη ενός τέτοιου μηχανισμού μπορεί να μειώσει εκ των υστέρων και αναδρομικά το ποσό της ενίσχυσης που είχε αρχικά κριθεί αναγκαίο.

3.   ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΣΕ ΔΙΚΤΥΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΙΑΣ (ΠΝΓ)

3.1.   Στήριξη της ταχείας ανάπτυξης των δικτύων ΠΝΓ

(50)

Σήμερα ορισμένα κράτη ΕΖΕΣ στρέφουν την προσοχή τους στην ενίσχυση ευρυζωνικών δικτύων που μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες σε πολύ υψηλές ταχύτητες, καθώς και στη στήριξη πληθώρας προηγμένων ψηφιακών υπηρεσιών. Τα δίκτυα αυτά βασίζονται κυρίως σε οπτικές ίνες ή είναι προηγμένα αναβαθμισμένα καλωδιακά δίκτυα που προορίζονται να αντικαταστήσουν πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό τα υφιστάμενα ευρυζωνικά δίκτυα χαλκού ή τα τρέχοντα καλωδιακά δίκτυα.

(51)

Τα δίκτυα ΠΝΓ είναι ενσύρματα δίκτυα που αποτελούνται στο σύνολό τους ή εν μέρει από οπτικά στοιχεία και είναι ικανά να παρέχουν ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης με βελτιωμένα χαρακτηριστικά (όπως υψηλότερη απόδοση) σε σύγκριση με τις υπηρεσίες που παρέχουν τα υφιστάμενα δίκτυα χαλκού (58).

(52)

Γενικά, τα δίκτυα ΠΝΓ θα διαθέτουν στο μέλλον την ταχύτητα και την ικανότητα να παρέχουν περιεχόμενο υψηλής ευκρίνειας, να στηρίζουν κατ’ αίτηση εφαρμογές που απαιτούν μεγάλο εύρος ζώνης, και επίσης να παρέχουν στις επιχειρήσεις προσιτές οικονομικά συμμετρικές ευρυζωνικές συνδέσεις οι οποίες σήμερα διατίθενται μόνο στις μεγάλες επιχειρήσεις. Γενικά, τα δίκτυα ΠΝΓ θα συμβάλουν στη βελτίωση όλων των πτυχών της ευρυζωνικής τεχνολογίας και των ευρυζωνικών υπηρεσιών.

(53)

Η Επιτροπή έχει ήδη ασχοληθεί με ορισμένες κοινοποιήσεις κρατικών ενισχύσεων που περιλάμβαναν ενίσχυση για την ανάπτυξη δικτύων με βάση τις οπτικές ίνες. Οι περιπτώσεις αυτές αφορούσαν είτε την κατασκευή ενός περιφερειακού «κεντρικού» δικτύου ΠΝΓ (59) είτε την παροχή συνδετικότητας μέσω οπτικών ινών μόνο για περιορισμένο αριθμό επαγγελματιών χρηστών (60).

(54)

Όπως και στην περίπτωση της ανάπτυξης των βασικών ευρυζωνικών δικτύων της αποκαλούμενης «πρώτης γενιάς», οι κρατικές, δημοτικές και περιφερειακές αρχές μπορούν να αποδώσουν τη στήριξή τους για ταχεία ανάπτυξη δικτύων με οπτικές ίνες στην αδυναμία της αγοράς ή σε στόχο συνοχής. Αν για την ανάπτυξη βασικής ευρυζωνικής υποδομής τα παραδείγματα κρατικής παρέμβασης αφορούσαν κυρίως αγροτικές κοινότητες/περιοχές (αραιοκατοικημένες περιοχές, υψηλό κεφαλαιουχικό κόστος) ή περιοχές με χαμηλή οικονομική ανάπτυξη (περιορισμένη ικανότητα πληρωμής υπηρεσιών), στην προκειμένη περίπτωση η οικονομική διάσταση του μοντέλου των δικτύων ΠΝΓ θεωρείται ότι αποθαρρύνει τη χρήση δικτύων ΠΝΓ, όχι μόνο σε αραιοκατοικημένες περιοχές αλλά και σε ορισμένες αστικές ζώνες. Ειδικότερα, το κύριο θέμα που επηρεάζει την ταχεία και ευρεία χρήση των δικτύων ΠΝΓ, είναι, όπως φαίνεται, το κόστος και σε μικρότερο βαθμό η πληθυσμιακή πυκνότητα (61).

(55)

Με αυτό τον τρόπο, μπορεί να εξασφαλιστεί η άμεση παρέμβαση των δημόσιων αρχών, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι περιοχές τις οποίες οι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου θεωρούν μη αποδοτικές θα εξακολουθήσουν να επωφελούνται από τα σημαντικά θετικά αποτελέσματα που μπορεί να επιφέρουν τα δίκτυα ΠΝΓ στην οικονομία και ότι δεν θα υποστούν ένα νέο ψηφιακό «χάσμα ΠΝΓ». Συνεπώς, τα κράτη ΕΖΕΣ μπορούν να αποφασίσουν να ενισχύσουν την ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ σε περιοχές όπου οι επενδύσεις των υφιστάμενων φορέων εκμετάλλευσης ευρυζωνικών δικτύων σε παρόμοια δίκτυα θα απαιτούσαν πολλά χρόνια, διότι είναι λιγότερο ελκυστικές από οικονομική άποψη σε σχέση με ορισμένες μεγάλες αστικές ζώνες. Για να αποκτήσουν συνδετικότητα δικτύου ΠΝΓ ή να εξασφαλίσουν τη σύνδεση νωρίτερα από το αναμενόμενο, τα κράτη ΕΖΕΣ μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποφασίσουν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις ή να χορηγήσουν χρηματοδοτική ενίσχυση σε ιδιωτικούς φορείς εκμετάλλευσης, ώστε να διασφαλίσουν την ταχύτερη δυνατή προώθηση της εγκατάστασης, καθώς και άλλων οικονομικών παραμέτρων.

(56)

Κάθε κρατική παρέμβαση που επιδιώκει τη στήριξη της παροχής ή της επιτάχυνσης της ανάπτυξης δικτύου ΠΝΓ πρέπει να συμβιβάζεται με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

3.2.   Είδη κρατικής παρέμβασης

(57)

Τα κράτη ΕΖΕΣ μπορούν να επιλέξουν διάφορους βαθμούς παρέμβασης στην αγορά για να ενισχύσουν ή να επιταχύνουν την ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ. Στο πλαίσιο αυτό, οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στα τμήματα 2.2.1 και 2.2.2 ανωτέρω (εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς, αντιστάθμιση δημόσιας υπηρεσίας και κριτήρια Altmark) ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τις κρατικές παρεμβάσεις στον τομέα της ανάπτυξης δικτύων ΠΝΓ. Ανάλογα με το χαρακτήρα και τις επιπτώσεις της επιλεγείσας παρέμβασης, μπορεί να εξασφαλίζεται διαφορετική αναλυτική προσέγγιση βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(58)

Σε περιοχές στις οποίες ιδιώτες επενδυτές αναμένεται να αναπτύξουν στο μέλλον δίκτυα ΠΝΓ, τα κράτη ΕΖΕΣ μπορεί να αποφασίσουν να υιοθετήσουν σειρά μέτρων για να επιταχύνουν τον επενδυτικό κύκλο και να ενθαρρύνουν έτσι τους επενδυτές να προωθήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Τα μέτρα αυτά δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνουν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος τους κόστους εγκατάστασης δικτύων με βάση τις οπτικές ίνες συνίσταται σε έργα υποδομής (όπως η εκσκαφή, η τοποθέτηση καλωδίων, εσωτερικές καλωδιώσεις κτηρίων κ.λπ.), τα κράτη ΕΖΕΣ μπορεί να αποφασίσουν, σύμφωνα, παραδείγματος χάρη, με το κανονιστικό πλαίσιο του ΕΟΧ για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες, να διευκολύνουν τη διαδικασία απόκτησης δικαιωμάτων, να απαιτήσουν από τους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου να συντονίσουν τα έργα υποδομής και/ή να μοιραστούν μέρος της υποδομής τους (62). Παρομοίως, τα κράτη μέλη μπορεί να ορίσουν ότι σε κάθε νέα κατασκευή (περιλαμβανομένων των νέων δικτύων ύδρευσης, ενέργειας, μεταφορών ή αποχέτευσης) και/ή κτήριο θα πρέπει να υπάρχουν συνδέσεις με βάση τις ίνες.

(59)

Επίσης, οι δημόσιες αρχές μπορεί να αποφασίσουν την εκτέλεση έργων πολιτικού μηχανικού (όπως εκσκαφή σε δημόσια ιδιοκτησία, κατασκευή αγωγών κ.λπ.) ώστε να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί η εγκατάσταση των ιδίων στοιχείων δικτύου από τους σχετικούς φορείς. Οι εργασίες αυτές δεν πρέπει, ωστόσο, να αφορούν μόνον ένα συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο ή τομέα, αλλά θα πρέπει καταρχήν να είναι ανοικτές σε όλους τους δυνητικούς χρήστες και όχι μόνο στους φορείς εκμετάλλευσης ηλεκτρονικών επικοινωνιών (δηλαδή και στις υπηρεσίες ηλεκτρισμού, αερίου, υδροδότησης κ.λπ.). Εφόσον οι κρατικές παρεμβάσεις αποσκοπούν στη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ανάπτυξη από τους φορείς κοινής ωφέλειας της δικής τους υποδομής χωρίς την άσκηση διακρίσεων υπέρ ενός συγκεκριμένου τομέα ή επιχείρησης (μειώνοντας κυρίως το κεφαλαιουχικό κόστος τους), δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(60)

Ανάλογα μέτρα μπορεί επίσης να υιοθετήσουν οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές για να παρέχουν ίση και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στους πυλώνες ή από κοινού χρήση των αγωγών που ανήκουν στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ή σε υφιστάμενους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου.

(61)

Από την πρακτική της Επιτροπής σε θέματα λήψης αποφάσεων στον τομέα των βασικών ευρυζωνικών συνδέσεων συνάγεται ότι, κατά κανόνα, οι κρατικές ενισχύσεις για την κατασκευή ευρυζωνικών δικτύων χορηγούνται από τοπικές ή περιφερειακές αρχές με στόχο είτε να διορθωθεί η έλλειψη ευρυζωνικής συνδετικότητας της περιφέρειας είτε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της περιφέρειας μέσω της περαιτέρω βελτίωσης της υφιστάμενης ευρυζωνικής κάλυψης και συνδετικότητας δικτύου. Για να επιτευχθούν αυτοί οι δύο στόχοι, μέχρι σήμερα οι δημόσιες αρχές είτε ανέθεταν μέσω διαγωνισμού σε τρίτο την κατασκευή και τη διαχείριση ευρυζωνικών υποδομών κρατικής ιδιοκτησίας ή χρηματοδοτούσαν την κατασκευή ιδιωτικών ευρυζωνικών δικτύων (63).

(62)

Αν οι δημόσιες παρεμβάσεις συνιστούν κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, πρέπει να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, η οποία θα αξιολογεί το συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εκτίθενται στα τμήματα 3.3 και 3.4 (64).

3.3.   Η διάκριση μεταξύ λευκών, γκρίζων και μαύρων περιοχών όσον αφορά τα δίκτυα ΠΝΓ

(63)

Όπως αναφέρθηκε στην παράγραφο 38, η Επιτροπή αξιολογεί το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων για την ανάπτυξη παραδοσιακών ευρυζωνικών συνδέσεων κάνοντας διάκριση ανάμεσα σε «λευκές», «γκρίζες» και «μαύρες» περιοχές. Εκτιμά ότι η διάκριση αυτή παραμένει σημαντική για την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των κρατικών ενισχύσεων στα δίκτυα ΠΝΓ με το άρθρο 61 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, αλλά ότι απαιτείται ακριβέστερος ορισμός που να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των δικτύων ΠΝΓ.

(64)

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα δίκτυα ΠΝΓ αναμένεται να εκτοπίσουν τα υφιστάμενα βασικά ευρυζωνικά δίκτυα. Στο μέτρο που τα δίκτυα ΠΝΓ συνεπάγονται διαφορετική αρχιτεκτονική δικτύου, παρέχοντας ευρυζωνικές υπηρεσίες σημαντικά καλύτερης ποιότητας από τις σημερινές, ενώ επίσης συνεπάγονται την παροχή υπηρεσιών που δεν θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από τα τρέχοντα ευρυζωνικά δίκτυα, είναι πιθανό να ανακύψουν στο μέλλον σημαντικές διαφορές μεταξύ των περιοχών που θα καλύπτονται και εκείνων που δεν θα καλύπτονται από τα δίκτυα ΠΝΓ (65).

(65)

Επί του παρόντος, ορισμένα προηγμένα βασικά ευρυζωνικά δίκτυα (όπως το ADSL 2+) (66) μπορούν, μέχρις ενός σημείου, να στηρίξουν και ορισμένα από τα είδη ευρυζωνικών υπηρεσιών οι οποίες στο εγγύς μέλλον ενδέχεται να παρέχονται από δίκτυα ΠΝΓ (όπως ένα βασικό τριπλό πακέτο υπηρεσιών). Ωστόσο, και με την επιφύλαξη της επιβολής εκ των προτέρων ρύθμισης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μπορεί να εμφανισθούν νέα προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν θα είναι δυνατό να υποκατασταθούν ούτε από πλευράς ζήτησης ούτε από πλευράς προσφοράς και θα απαιτούν ευρυζωνικές ταχύτητες που θα υπερβαίνουν τα υψηλότερα φυσικά όρια της βασικής ευρυζωνικής υποδομής.

(66)

Συνεπώς, για την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων στα δίκτυα ΠΝΓ, θα πρέπει να θεωρείται περιοχή «λευκής πρόσβασης νέας γενιάς» (67) η περιοχή στην οποία δεν υπάρχουν σήμερα ανάλογα δίκτυα ούτε υπάρχει στο εγγύς μέλλον πιθανότητα να δημιουργηθούν δίκτυα και να τεθούν σε πλήρη λειτουργία από ιδιώτες επενδυτές. Στην περίπτωση αυτή, ο όρος «στο εγγύς μέλλον» πρέπει να αντιστοιχεί σε περίοδο τριών ετών (68). Οι δημόσιες αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, για την αντιμετώπιση θεμάτων κοινωνικής συνοχής, περιφερειακής ανάπτυξης ή αδυναμίας της αγοράς, όταν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές δεν έχουν την πρόθεση να εγκαταστήσουν δίκτυα ΠΝΓ κατά τα προσεχή 3 έτη. Οι επενδύσεις που σχεδιάζονται από ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να εγγυώνται ότι εντός της τριετίας θα έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον σημαντική πρόοδος ως προς την κάλυψη, ενώ η ολοκλήρωση της σχεδιαζόμενης επένδυσης θα προβλέπεται σε εύλογο χρονικό πλαίσιο (ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε περιοχής και κάθε έργου). Δεν κρίνεται σωστός ο καθορισμός μεγαλύτερου χρονικού ορίου, διότι μπορεί να υπάρξει ο κίνδυνος να ζημιωθούν τα συμφέροντα των υποεξυπηρετούμενων περιοχών σε σχέση με άλλα τμήματα της χώρας που εξυπηρετούνται ικανοποιητικά από αυτά τα προηγμένα ευρυζωνικά δίκτυα. Οι δημόσιες αρχές μπορεί να απαιτήσουν την επιβολή επιχειρησιακού σχεδίου μαζί με λεπτομερές χρονοδιάγραμμα του σχεδίου ανάπτυξης και αποδείξεις επαρκούς χρηματοδότησης ή άλλου τύπου στοιχεία που θα αποδεικνύουν την αξιοπιστία και τον εύλογο χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης επένδυσης από τους ιδιωτικούς φορείς του δικτύου.

(67)

Υπό αυτό το πρίσμα, μια περιοχή θα πρέπει να θεωρείται «γκρίζα περιοχή ΠΝΓ» όταν υπάρχει ήδη ή θα αναπτυχθεί κατά τα προσεχή πέντε έτη ένα μόνο δίκτυο ΠΝΓ και κανένας φορέας εκμετάλλευσης δεν σχεδιάζει την ανάπτυξη δικτύου ΠΝΓ κατά τα προσεχή τρία έτη (69). Όταν εκτιμάται αν και άλλοι επενδυτές σε υπηρεσίες δικτύου θα μπορούσαν να αναπτύξουν πρόσθετα δίκτυα ΠΝΓ σε μια δεδομένη περιοχή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη αν εφαρμόζονται κανονιστικά ή νομοθετικά μέτρα που έχουν ενδεχομένως μειώσει τους φραγμούς εγκατάστασης ανάλογων δικτύων (πρόσβαση σε αγωγούς, κοινή χρήση υποδομής κ.λπ.).

(68)

Αν σε μια συγκεκριμένη περιοχή υπάρχουν ή πρόκειται να αναπτυχθούν κατά τα προσεχή τρία έτη περισσότερα του ενός δίκτυα ΠΝΓ, η περιοχή θα πρέπει καταρχήν να θεωρείται «μαύρη περιοχή πρόσβασης νέας γενιάς» (70).

3.4.   Η αξιολόγηση του συμβιβάσιμου

(69)

Όπως προαναφέρθηκε στις παραγράφους 64 και 65, μολονότι τα δίκτυα ΠΝΓ είναι από ποιοτική άποψη πολύ πιο προηγμένα από τα υφιστάμενα παραδοσιακά ευρυζωνικά δίκτυα χαλκού, κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου μιας κρατικής ενίσχυσης για την ανάπτυξη ενός δικτύου ΠΝΓ με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, η Αρχή θα εξετάζει και τις επιπτώσεις κάθε ενίσχυσης στα υφιστάμενα ευρυζωνικά δίκτυα λόγω του βαθμού υποκατάστασης που φαίνεται να υπάρχει σήμερα όσον αφορά τις παρεχόμενες ευρυζωνικές υπηρεσίες από τα ευρυζωνικά δίκτυα και τα δίκτυα ΠΝΓ. Εξάλλου, κατά την αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των κρατικών ενισχύσεων σε δίκτυα ΠΝΓ, η Αρχή θα εφαρμόζει επίσης το κριτήριο εξισορρόπησης (βλέπε παράγραφο 33). Ειδικότερα, κατά την αξιολόγηση του αναλογικού χαρακτήρα ενός κοινοποιηθέντος μέτρου, η Αρχή θα εξετάζει αν πληρούνται οι όροι της παραγράφου 49 (λεπτομερής χαρτογράφηση και ανάλυση κάλυψης, διαδικασία ανοικτού διαγωνισμού, πλέον συμφέρουσα προσφορά, τεχνολογική ουδετερότητα, χρήση υφιστάμενης υποδομής, εντεταλμένη χονδρική ανοικτή πρόσβαση, κριτήρια αξιολόγησης και μηχανισμός ανάκτησης). Ωστόσο, τα ακόλουθα σημεία έχουν ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της αξιολόγησης των δικτύων πρόσβασης νέας γενιάς.

3.4.1.   Λευκές περιοχές πρόσβασης νέας γενιάς: παροχή στήριξης για την ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές

(70)

Όπως ισχύει με τις βασικές ευρυζωνικές υπηρεσίες, βάσει ορισμένων όρων που θα πρέπει να πληρούν τα κράτη ΕΖΕΣ (βλέπε παραγράφους 49 και 69), η Αρχή θα θεωρεί ότι συμβιβάζονται με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ μέτρα που στηρίζουν την ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ σε περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει σήμερα ευρυζωνική υποδομή ή σε περιοχές στις οποίες η ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ κρίνεται μη αποδοτική από τους υφιστάμενους φορείς εκμετάλλευσης ευρυζωνικών δικτύων.

(71)

Σε λευκές περιοχές πρόσβασης νέας γενιάς όπου υπάρχει ήδη ένα βασικό ευρυζωνικό δίκτυο (παραδοσιακά γκρίζα περιοχή), για να λάβει ενίσχυση για την κατασκευή δικτύων ΠΝΓ, το ενδιαφερόμενο κράτος ΕΖΕΣ πρέπει να αποδείξει: i) ότι οι ευρυζωνικές υπηρεσίες που παρέχουν τα εν λόγω δίκτυα δεν είναι επαρκείς για την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών και των επαγγελματιών χρηστών στη συγκεκριμένη περιοχή (συνεκτιμώντας και μια πιθανή μελλοντική αναβάθμισή τους), και ότι ii) δεν υπάρχουν λιγότερο νοθευτικά μέσα (περιλαμβανομένης της εκ των προτέρων ρύθμισης) για την επίτευξη των δεδηλωμένων στόχων.

3.4.2.   Γκρίζες περιοχές πρόσβασης νέας γενιάς: Ανάγκη διεξοδικότερης ανάλυσης

(72)

Σε περιοχές στις οποίες ένας ιδιώτης επενδυτής έχει ήδη εγκαταστήσει δίκτυο ΠΝΓ ή θα μπορούσε να το εγκαταστήσει κατά τα προσεχή τρία έτη (βλέπε επίσης παράγραφο 66) και δεν υπάρχουν σχέδια από οποιονδήποτε ιδιώτη επενδυτή για την εγκατάσταση δεύτερου δικτύου ΠΝΓ κατά τα προσεχή τρία έτη, η Αρχή θα πρέπει να διενεργήσει διεξοδικότερη ανάλυση για να διαπιστώσει αν η κρατική παρέμβαση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Στην πραγματικότητα, η κρατική παρέμβαση στις περιοχές αυτές εμπεριέχει τον κίνδυνο αποκλεισμού των υφιστάμενων επενδυτών και νόθευσης του ανταγωνισμού.

(73)

Για να μπορέσει η Αρχή να διαπιστώσει το συμβιβάσιμο μιας ενίσχυσης, τα κράτη ΕΖΕΣ πρέπει να μπορούν να αποδείξουν, πρώτον, ότι το υφιστάμενο ή το σχεδιαζόμενο δίκτυο πρόσβασης νέας γενιάς δεν είναι ή δεν θα είναι επαρκές για την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών και των επαγγελματιών χρηστών στις εξεταζόμενες περιοχές, και, δεύτερον, ότι δεν υπάρχουν λιγότερο νοθευτικά μέσα (περιλαμβανομένης της εκ των προτέρων ρύθμισης) για την επίτευξη των δεδηλωμένων στόχων. Στο πλαίσιο της διεξοδικής της αξιολόγησης, η Αρχή θα αξιολογεί ειδικότερα κατά πόσο:

α)

οι συνολικές συνθήκες αγοράς δεν είναι κατάλληλες, εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, το ύψος των τρεχουσών τιμών ευρυζωνικών υπηρεσιών πρόσβασης νέας γενιάς, το είδος των υπηρεσιών που παρέχονται σε οικιακούς και επαγγελματικούς χρήστες και τους σχετικούς όρους και αν υπάρχει, ή είναι πιθανό να προκύψει, ζήτηση για νέες υπηρεσίες που δεν μπορεί να ικανοποιήσει ο υφιστάμενος φορέας εκμετάλλευσης δικτύου ΠΝΓ ή αν διατίθενται ήδη βασικά ευρυζωνικά δίκτυα,

β)

αν δεν υπάρχει εκ των προτέρων ρύθμιση επιβαλλόμενη από εθνική ρυθμιστική αρχή, δεν παρέχεται αποτελεσματική πρόσβαση δικτύου σε τρίτους ή οι συνθήκες πρόσβασης δεν οδηγούν σε αποτελεσματικό ανταγωνισμό,

γ)

οι συνολικοί φραγμοί εισόδου αποκλείουν τη δυνητική είσοδο άλλων επενδυτών δικτύων πρόσβασης νέας γενιάς,

δ)

το ήδη υφιστάμενο δίκτυο ΠΝΓ δημιουργήθηκε βάσει προνομιακής χρήσης/πρόσβασης σε αγωγούς στους οποίους δεν έχουν πρόσβαση ή δυνατότητα από κοινού χρήσης άλλοι φορείς εκμετάλλευσης δικτύου,

ε)

τα μέτρα που έχει λάβει ή τα διορθωτικά μέτρα που έχει επιβάλει η αρμόδια εθνική ρυθμιστική αρχή ή η αρχή ανταγωνισμού όσον αφορά τον υφιστάμενο πάροχο υπηρεσιών δικτύου δεν μπόρεσαν να επιλύσουν αυτά τα προβλήματα.

3.4.3.   Μαύρες περιοχές πρόσβασης νέας γενιάς: δεν απαιτείται κρατική παρέμβαση

(74)

Σε περιοχές στις οποίες υπάρχουν ήδη περισσότερα από ένα δίκτυα ΠΝΓ ή στις οποίες ιδιώτες επενδυτές βρίσκονται ενδεχομένως στη διαδικασία ανάπτυξης ανταγωνιστικού δικτύου ΠΝΓ, η Αρχή θα θεωρεί ότι η κρατική στήριξη για ένα πρόσθετο ανταγωνιστικό δίκτυο ΠΝΓ χρηματοδοτούμενο από το κράτος ενδέχεται να νοθεύσει σημαντικά τον ανταγωνισμό και δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις.

3.4.4.   Η ειδική περίπτωση υφιστάμενων (βασικών ευρυζωνικών) μαύρων περιοχών: μερικές ακόμη διασφαλίσεις

(75)

Η Αρχή εκτιμά ότι οι παραδοσιακές μαύρες περιοχές, δηλαδή οι περιοχές στις οποίες οι τρέχουσες ευρυζωνικές περιοχές παρέχονται από ανταγωνιστικές ευρυζωνικές υποδομές (xDSL και καλωδιακά δίκτυα), είναι περιοχές στις οποίες θα πρέπει να παρέχονται στους υφιστάμενους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου τα κίνητρα για αναβάθμιση των σημερινών παραδοσιακών ευρυζωνικών δικτύων σε υψηλής ταχύτητας δίκτυα ΠΝΓ στα οποία θα μπορούσαν να μεταφερθούν οι υφιστάμενοι πελάτες τους. Στις περιοχές αυτές δεν θα πρέπει καταρχήν να απαιτείται περαιτέρω κρατική παρέμβαση.

(76)

Παρ’ όλα αυτά, ένα κράτος ΕΖΕΣ μπορεί να αντικρούσει το επιχείρημα αυτό εάν αποδείξει ότι οι υπάρχοντες φορείς εκμετάλλευσης βασικών ευρυζωνικών συνδέσεων δεν σχεδιάζουν επενδύσεις σε δίκτυα ΠΝΓ κατά τα προσεχή τρία έτη, αποδεικνύοντας για παράδειγμα ότι οι επενδύσεις που πραγματοποίησαν κατά τα τελευταία έτη οι υφιστάμενοι επενδυτές δικτύου για την αναβάθμιση των ευρυζωνικών υποδομών τους δεν ήταν επαρκείς για να παράσχουν υψηλότερες ταχύτητες που να ικανοποιούν τις ανάγκες των χρηστών. Στην περίπτωση αυτή, η κρατική στήριξη για την ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ θα υπόκειται στη διεξοδική ανάλυση της παραγράφου 73 και στην εκπλήρωση σειράς όρων που αναπτύσσονται αναλυτικότερα στο τμήμα 3.4.5.

3.4.5.   Σχεδιασμός του μέτρου και ανάγκη περιορισμού των νοθεύσεων του ανταγωνισμού

(77)

Όπως ισχύει και με την πολιτική που ακολουθείται για την ανάπτυξη βασικών ευρυζωνικών δικτύων, οι κρατικές ενισχύσεις υπέρ της ανάπτυξης δικτύων ΠΝΓ ενδέχεται να συνιστούν ενδεδειγμένο και αιτιολογημένο μέσο, εφόσον πληρούνται ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις. Με εξαίρεση τις λευκές περιοχές πρόσβασης νέας γενιάς οι οποίες είναι επίσης λευκές περιοχές όσον αφορά τη βασική ευρυζωνική σύνδεση (όπου δεν απαιτούνται πρόσθετες προδιαγραφές), η Αρχή θεωρεί ότι, εκτός από τις διασφαλίσεις που αναφέρονται στο τμήμα 2.3.3 και ειδικότερα στην παράγραφο 49 (λεπτομερής χαρτογράφηση και ανάλυση/κάλυψη αγοράς, διαδικασία ανοικτού διαγωνισμού, πλέον συμφέρουσα προσφορά, τεχνολογική ουδετερότητα, χρήση υφιστάμενης υποδομής, εντολή χονδρικής ανοικτής πρόσβασης, κριτήρια αξιολόγησης και μηχανισμός ανάκτησης), πρέπει επίσης να πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

Σε αντιστάθμισμα για τη λήψη κρατικής ενίσχυσης, θα πρέπει να απαιτείται από το δικαιούχο να παρέχει σε τρίτους αποτελεσματική χονδρική πρόσβαση για τουλάχιστον επτά έτη. Ειδικότερα, η επιβαλλόμενη υποχρέωση πρόσβασης θα πρέπει να περιλαμβάνει και το δικαίωμα χρήσης αγωγών και/ή οδικών κυτίων ώστε να επιτρέπει σε τρίτους να έχουν πρόσβαση και σε παθητική υποδομή και όχι μόνο σε ενεργητική. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη κάθε παρόμοιας κανονιστικής υποχρέωσης που μπορεί να επιβληθεί από την ΕΡΑ στην οικεία αγορά για να ενθαρρυνθεί ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός ή μέτρα που θεσπίζονται μετά τη λήξη της περιόδου αυτής (71). Η υποχρέωση «ανοικτής πρόσβασης» είναι καθοριστική για την αντιμετώπιση του προβλήματος της προσωρινής υποκατάστασης μεταξύ των υπηρεσιών που παρέχονται από τους υφιστάμενους φορείς εκμετάλλευσης δικτύου ADSL και εκείνων που παρέχονται από τα μελλοντικά δίκτυα ΠΝΓ. Η υποχρέωση ανοικτής πρόσβασης θα διασφαλίζει ότι, με την εγκατάσταση του επιδοτούμενου δικτύου, οι φορείς ADSL μπορούν να μεταφέρουν τους πελάτες τους σε ένα δίκτυο ΠΝΓ και να αρχίσουν έτσι το σχεδιασμό των δικών τους μελλοντικών επενδύσεων χωρίς να υφίστανται πραγματικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Επίσης, κατά τη θέσπιση των όρων χονδρικής πρόσβασης δικτύου, τα κράτη ΕΖΕΣ θα πρέπει να συμβουλεύονται τις αρμόδιες ΕΡΑ. Οι ΕΡΑ θα πρέπει να συνεχίσουν στο μέλλον είτε να ρυθμίζουν εκ των προτέρων είτε να παρακολουθούν πολύ στενά τις συνθήκες του ανταγωνισμού στη συνολική αγορά των ευρυζωνικών υπηρεσιών και να επιβάλλουν κατά περίπτωση τα προβλεπόμενα από το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο αναγκαία διορθωτικά μέτρα. Ως εκ τούτου, τα κράτη ΕΖΕΣ, απαιτώντας την έγκριση ή τη θέσπιση από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές όρων πρόσβασης βάσει των εφαρμοστέων κοινοτικών κανόνων, θα εξασφαλίζουν την εφαρμογή, αν όχι πανομοιότυπων, τουλάχιστον παρεμφερών όρων πρόσβασης σε όλες τις αγορές ευρυζωνικών υπηρεσιών που προσδιορίζει η αρμόδια ΕΡΑ.

Επιπλέον, ανεξάρτητα από τον τύπο της αρχιτεκτονικής του δικτύου ΠΝΓ που θα λάβει κρατική ενίσχυση, αυτή πρέπει να στηρίζει την αποτελεσματική και πλήρη αποδεσμοποίηση και να ικανοποιεί όλα τα διαφορετικά είδη πρόσβασης δικτύου που επιζητούν ενδεχομένως οι φορείς εκμετάλλευσης (συμπεριλαμβανομένης, αλλά όχι μόνο, της πρόσβασης με αγωγούς, οπτικές ίνες καθώς και τη διφυορευματική πρόσβαση). Πρέπει να επισημανθεί σχετικά ότι η αρχιτεκτονική «πολλαπλών ινών» επιτρέπει πλήρη ανεξαρτησία μεταξύ όσων επιζητούν πρόσβαση για την εξασφάλιση προσφορών ευρυζωνικών υπηρεσιών υψηλής ταχύτητας και οδηγεί συνεπώς σε μακροπρόθεσμο βιώσιμο ανταγωνισμό. Επιπλέον, η ανάπτυξη δικτύων ΠΝΓ βασιζόμενων σε πολλαπλές ίνες στηρίζει τόσο την τοπολογία μεταξύ απλών σημείων όσο και την τοπολογία μεταξύ πολλαπλών σημείων και είναι ως εκ τούτου ουδέτερη από τεχνολογική άποψη.

4.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

(78)

Το παρόν κεφάλαιο τίθεται σε εφαρμογή την πρώτη ημέρα μετά την έγκρισή του.

(79)

Η Αρχή θα επανεξετάζει το παρόν κεφάλαιο σύμφωνα με τις μελλοντικές αναθεωρήσεις από την Επιτροπή της αντίστοιχης Ανακοίνωσης της Επιτροπής – Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων.


(1)  Αυτό το κεφάλαιο αντιστοιχεί στην Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά την ταχεία ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων (ΕΕ C 235 της 30.9.2009, σ. 7).

(2)  Βλέπε παραδείγματος χάρη Η στρατηγική i2010 — Ευρωπαϊκή κοινωνία της πληροφορίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση [COM(2005) 229 τελικό] της 1ης Ιουνίου 2005· eEurope 2005: κοινωνία της πληροφορίας για όλους [COM(2002) 263 τελικό]· Γεφύρωση του ευρυζωνικού χάσματος [COM(2006) 129].

(3)  COM(2006) 107 τελικό.

(4)  Στη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας (ΤΠΕ) κατέστησαν προσβάσιμες και οικονομικά προσιτές για το ευρύ κοινό. Ο όρος «ψηφιακό χάσμα» χρησιμοποιείται συνηθέστερα για να ορίσει το χάσμα μεταξύ των ατόμων και των κοινοτήτων που έχουν πρόσβαση στις τεχνολογίες της πληροφορίας και εκείνων που δεν διαθέτουν σχετική πρόσβαση. Μολονότι υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό το «ψηφιακό χάσμα», ο σημαντικότερος είναι η έλλειψη επαρκούς ευρυζωνικής υποδομής. Σε επίπεδο περιφερειακής διάστασης, ο βαθμός αστικοποίησης αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την πρόσβαση και τη χρήση των ΤΠΕ. Η διείσδυση του Διαδικτύου παραμένει έτσι πολύ χαμηλότερη στις αραιοκατοικημένες περιοχές σε όλο τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

(5)  Βλέπε Πράξη που αναφέρεται στο σημείο 5cl του Παραρτήματος XI της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33)), Πράξη που αναφέρεται στο σημείο 5ck του Παραρτήματος XI της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (οδηγία 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 21) και την Πράξη που αναφέρεται στο σημείο 5cj του Παραρτήματος XI της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (οδηγία 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7), όπως προσαρμόστηκε στη συμφωνία ΕΟΧ με το πρωτόκολλο 1 της συμφωνίας.

(6)  Βλέπε Απόφαση της Νορβηγικής Αρχής Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 3ης Απριλίου 2009 σχετικά με τον καθορισμό των επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά και την επιβολή ειδικών υποχρεώσεων στην αγορά για τη χονδρική ευρυζωνική πρόσβαση (αγορά 5)· απόφαση της Διοίκησης Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών αριθ. 8/2008 της 18ης Απριλίου 2008 σχετικά με τον καθορισμό των επιχειρήσεων με σημαντική ισχύ στην αγορά και την επιβολή ειδικών υποχρεώσεων στην αγορά για τη χονδρική ευρυζωνική πρόσβαση στην Ισλανδία και την απόφαση της Υπηρεσίας Τηλεπικοινωνιών της 16ης Δεκεμβρίου 2009 σχετικά με την τομεακή ειδική ρύθμιση στην αγορά χονδρικών ευρυζωνικών υπηρεσιών του Λιχτενστάιν.

(7)  Για τις ανάγκες του παρόντος εγγράφου, τα δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς είναι καλωδιακά δίκτυα πρόσβασης που αποτελούνται στο σύνολό τους ή εν μέρει από στοιχεία οπτικής και είναι ικανά να παρέχουν ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης με βελτιωμένα χαρακτηριστικά (όπως υψηλότερη απόδοση) σε σύγκριση με τις υπηρεσίες που παρέχουν τα υφιστάμενα δίκτυα χαλκού (βλέπε επίσης κατωτέρω στην υποσημείωση 58).

(8)  Βλέπε σχέδιο Σύστασης της Επιτροπής για την πρόσβαση βάσει ρυθμιστικών διατάξεων στα δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς, στην ηλεκτρονική διεύθυνση:

http://ec.europa.eu/information_society/policy/ecomm/doc/library/public_consult/nga/dr_recomm_nga.pdf και European Regulators Group Statement on the development of NGA Access, ERG (08) 68, στη διεύθυνση http://www.erg.eu.int/doc/publications/erg_08_68_statement_on_nga_devolopment_081211.pdf.

(9)  Για τον κατάλογο όλων των αποφάσεων της Επιτροπής που εκδόθηκαν βάσει των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των ευρυζωνικών δικτύων, βλέπε http://ec.europa.eu/competition/sectors/telecommunications/broadband_decisions.pdf,

(10)  Βλέπε επίσης τμήμα 2.2.1 σχετικά με την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς.

(11)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 30ής Μαΐου 2007 στην υπόθεση NN 24/07 — Τσεχική Δημοκρατία, Prague Municipal Wireless Network.

(12)  Ο όρος «επενδυτές» δηλώνει επιχειρήσεις και/ή φορείς ηλεκτρονικών δικτύων επικοινωνιών που επενδύουν στην κατασκευή και χρήση ευρυζωνικής υποδομής.

(13)  Η Επιτροπή ενέκρινε μία μόνο περίπτωση μέτρου ενίσχυσης που δεν περιλάβανε ανοικτό διαγωνισμό αλλά περιλάμβανε σύστημα πίστωσης φόρου για να στηριχθεί η ανάπτυξη των ευρυζωνικών συνδέσεων σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές της Ουγγαρίας, βλέπε απόφαση N 398/05 — Ουγγαρία «Development of Tax Benefit for Broadband».

(14)  Βλέπε παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής N 570/07 — Γερμανία Broadband in rural areas of Baden-Württemberg, απόφαση N 157/06 — Ηνωμένο Βασίλειο, South Yorkshire Digital Region Broadband Project, απόφαση N 262/06 – Ιταλία, Broadband for rural Tuscany, απόφαση N 201/06 — Ελλάδα, Broadband access development in underserved territories (Ανάπτυξη ευρυζωνικής πρόσβασης σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές), και απόφαση N 131/05 — Ηνωμένο Βασίλειο, FibreSpeed Broadband Project Wales. Οι οικιακοί χρήστες, μολονότι είναι και αυτοί δικαιούχοι των μέτρων αυτών, δεν υπόκεινται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, διότι δεν είναι ούτε επιχειρήσεις ούτε οικονομικοί φορείς κατά την έννοια του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(15)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 266/08 — Γερμανία, Broadband in rural areas of Bayern.

(16)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 237/08 — Γερμανία, Broadband support in Niedersachsen.

(17)  Υπόθεση C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-1433, σκέψεις 20-22.

(18)  Απόφαση της Επιτροπής της 11ης Δεκεμβρίου 2007 στην υπόθεση C 53/2006 Citynet Amsterdam - investment by the city of Amsterdam in a fibre-to-the home (FTTH) network, ΕΕ L 247 της 16.9.2008, σ. 27. Η υπόθεση αφορούσε την ανάπτυξη δικτύου ευρυζωνικής πρόσβασης FTTH (Fibre-to-the-Home) — ίνες ως το σπίτι του συνδρομητή για τη σύνδεση 37 000 νοικοκυριών στο Άμστερνταμ, τα οποία εξυπηρετούνταν ήδη από διάφορα ανταγωνιστικά ευρυζωνικά δίκτυα. Ο δήμος του Άμστερνταμ αποφάσισε να επενδύσει στο παθητικό επίπεδο του δικτύου από κοινού με δύο ιδιώτες επενδυτές και πέντε εταιρείες στέγασης. Την ιδιοκτησία και διαχείριση της παθητικής υποδομής εξασφάλιζε μια χωριστή οντότητα οι μετοχές της οποίας κατανέμονταν ως εξής: ένα τρίτο κατείχε ο δήμος του Άμστερνταμ, ένα τρίτο δύο άλλοι ιδιώτες επενδυτές (οι ING Real Estate και Reggefiber) και ένα τρίτο οι εταιρείες στέγασης.

(19)  Βάσει της νομολογίας, μια επιχείρηση είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, όταν η διαχείριση της υπηρεσίας αυτής της έχει ανατεθεί με πράξη των κρατικών αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορεί να ανατεθεί στην επιχείρηση με παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας· βλέπε συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-204/97 και T-270/97 EPAC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2267, σκέψη 126 και υπόθεση T- 17/02 Fred Olsen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2031, σκέψεις 186, 188-189.

(20)  Βλέπε υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, Συλλογή 2003, σ. I-7747 (στο εξής «απόφαση Altmark»).

(21)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 381/04 — Γαλλία, Projet de réseau de télécommunications haut débit des Pyrénées- Atlantiques, και απόφαση της Επιτροπής (απόφαση N 382/04 — Γαλλία, Mise en place d’une infrastructure haut débit sur le territoire de la région Limousin (DORSAL).

(22)  Αν και στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές γίνεται μνεία σε «παραχώρηση» δημόσιας υπηρεσίας, η μορφή του συμβατικού μέσου που επιλέγεται για την ανάθεση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας ή ΥΓΟΣ μπορεί να ποικίλλει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εντούτοις, το μέσο πρέπει να ορίζει τουλάχιστον τον ακριβή χαρακτήρα, το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας, την ταυτότητα της συγκεκριμένης επιχείρησης, καθώς και το κόστος που θα βαρύνει την εν λόγω επιχείρηση.

(23)  Ειδικότερα, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, η Επιτροπή αναγνώρισε στις ανωτέρω δύο αποφάσεις ότι, στο μέτρο που η παροχή μιας ευρυζωνικής υποδομής 100 % κάλυψης θα ήταν ανοικτή σε όλους τους άλλους παρόχους δικτύου, θα αποκαθιστούσε κάποια αδυναμία της αγοράς και θα παρείχε συνδετικότητα σε όλους τους χρήστες στις υπό εξέταση περιφέρειες, το συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν είχε διαπράξει πρόδηλο σφάλμα εκτιμώντας ότι η παροχή της υπηρεσίας αυτής ενέπιπτε στην έννοια της ΥΓΟΣ.

(24)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 284/05 — Ιρλανδία, «Regional Broadband Programme: Metropolitan Area Networks («MANs»), phases II and III», αιτιολογικές σκέψεις 23 και 37 έως 40. Στην υπόθεση αυτή η Επιτροπή έκρινε ότι η χορηγηθείσα ενίσχυση για την ανάπτυξη και λειτουργία μητροπολιτικών δικτύων [Metropolitan Area Networks (MANs)] σε ορισμένες πόλεις της Ιρλανδίας δεν αποτελούσε αντιστάθμιση για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος για το λόγο ότι το κοινοποιηθέν μέτρο ομοίαζε περισσότερο με «εταιρική σχέση ιδιωτικού - δημοσίου» παρά με ανάθεση και υλοποίηση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Βλέπε επίσης απόφαση N 890/06 — Γαλλία, «Aide du Sicoval pour un réseau de très haut débit». Στην υπόθεση αυτή, η Επιτροπή επεσήμανε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο αφορούσε τη στήριξη για την παροχή ευρυζωνικής συνδετικότητας μόνο για βιομηχανικά πάρκα και οργανισμούς του δημόσιου τομέα σε τμήμα της Τουλούζης, εξαιρουμένου του οικιστικού τομέα. Εξάλλου, το σχέδιο κάλυπτε μόνο τμήμα της περιοχής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν επρόκειτο για ΥΓΟΣ με το σκεπτικό ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πολιτών, αλλά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του επιχειρηματικού τομέα..

(25)  Βλέπε υπόθεση T-289/03, Bupa και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. ΙΙ-000, σκέψη 165, και υπόθεση T-106/95 FFSA κ.α. κατά Επιτροπής [1997], Συλλογή II-229, σκέψη 99. Βλέπε επίσης παράγραφο 14 της ανακοίνωσης της Επιτροπής. σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη, (ΕΕ C 17 της 19.1.2001, σ. 4).

(26)  Βλέπε υπόθεση T-442/03, SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-000, σκέψη 195, υπόθεση T-289/03, ό.α., σκέψη 166, και υπόθεση T-17/02, ό.α., σκέψη 216. Σύμφωνα με την παράγραφο 22 της Ανακοίνωσης της Επιτροπής για τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη, «η ελευθερία ορισμού [υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος] των κρατών μελών σημαίνει ότι τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για τον ορισμό των υπηρεσιών που θεωρούν ότι είναι κοινής ωφέλειας βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των δραστηριοτήτων. Ο ορισμός αυτός υπόκειται σε έλεγχο μόνο για προφανή λάθη».

(27)  Αυτό υποδηλώνει ότι ο επιδιωκόμενος από τις δημόσιες αρχές στόχος γενικού συμφέροντος δεν μπορεί να είναι απλώς η ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών τομέων, όπως προβλέπει το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 381/04 — Γαλλία, Projet de resea de télécommunicaions hat débit des Pyrénées- Atlqntiques, σκέψη 53, και απόφαση της Επιτροπής N 382/04 — Γαλλία, Mise en place d’une infrastructure hqut débit sur le territoire de la région Limousin (DORSAL).

(28)  Σχετικά, τα δίκτυα που λαμβάνονται υπόψη για την αξιολόγηση της ανάγκης ΥΓΟΣ θα πρέπει να είναι πάντοτε συγκρίσιμης αρχιτεκτονικής, και, συγκεκριμένα είτε βασικά ευρυζωνικά δίκτυα είτε δίκτυα πρόσβασης νέας γενιάς.

(29)  Ο όρος «εγγύς μέλλον» πρέπει να νοείται ως περίοδος τριών ετών. Σχετικά, επενδύσεις που σχεδιάζονται από ιδιώτες επενδυτές θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να εγγυώνται ότι εντός της τριετίας θα έχει πραγματοποιηθεί τουλάχιστον σημαντική πρόοδος ως προς την κάλυψη, και η ολοκλήρωση της σχεδιαζόμενης επένδυσης να προβλέπεται εντός εύλογου χρονικού πλαισίου (ανάλογα με τις ιδιομορφίες κάθε έργου και κάθε περιοχής).

(30)  Αν δεν υπάρχουν σχετικοί λόγοι, δεν είναι δυνατή ούτε καν η περιθωριακή εξέταση από την Αρχή βάσει του πρώτου κριτηρίου Altmark και του άρθρου 59 παράγραφος 2 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ως προς την ύπαρξη πρόδηλου σφάλματος κράτους μέλους στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, Υπόθεση Τ-289/03 Bupa και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. ΙΙ -0000, σκέψη 172.

(31)  Ένα δίκτυο πρέπει να είναι ουδέτερο από τεχνολογική άποψη και με τον τρόπο αυτό να καθιστά δυνατό στους ζητούντες πρόσβαση να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε διαθέσιμη τεχνολογία για να παρέχουν υπηρεσίες στους τελικούς χρήστες. Αν και μια τέτοια απαίτηση μπορεί να είναι περιορισμένης εφαρμογής όσον αφορά την ανάπτυξη υποδομής δικτύου ADSL, μπορεί να μην ισχύει στην περίπτωση δικτύου πρόσβασης νέας γενιάς με βάση τις οπτικές ίνες όπου οι φορείς εκμετάλλευσης μπορούν να χρησιμοποιούν διαφορετικές τεχνολογίες ινών για να παρέχουν υπηρεσίες τους τελικούς χρήστες (π.χ. μεταξύ δύο σημείων ή G-PON).

(32)  Για παράδειγμα, ένα δίκτυο ADSL πρέπει να παρέχει διφυορευματική πρόσβαση και πλήρη αποδεσμοποίηση, ενώ ένα δίκτυο νέας γενιάς με βάση τις οπτικές ίνες πρέπει να παρέχει τουλάχιστον πρόσβαση σε ανενεργές οπτικές ίνες, διφυορευματική πρόσβαση, και αν χρησιμοποιείται δίκτυο FTTC πρόσβαση σε αποδέσμευση υποβρόχου.

(33)  Ο περιορισμός αυτός αιτιολογείται από το γεγονός ότι, αφού αναπτυχθεί ένα δίκτυο ευρυζωνικής σύνδεσης που παρέχει καθολική σύνδεση, οι δυνάμεις της αγοράς επαρκούν συνήθως για την παροχή υπηρεσιών επικοινωνίας σε όλους τους χρήστες σε ανταγωνιστικές τιμές.

(34)  Οι διασφαλίσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση χωριστής λογιστικής, καθώς επίσης και τη σύσταση μιας διαρθρωτικά και νομικά χωριστής οντότητας από τον κάθετα ολοκληρωμένο φορέα εκμετάλλευσης. Αυτή η οντότητα θα πρέπει να έχει την αποκλειστική ευθύνη συμβατότητας και παροχής της ΥΓΟΣ που της έχει ανατεθεί.

(35)  Λόγω της ιδιαιτερότητας κάθε περίπτωσης, εναπόκειται στα κράτη ΕΖΕΣ να εκπονήσουν την κατάλληλη μέθοδο ώστε να εξασφαλίσουν ότι το χορηγούμενο αντιστάθμισμα θα καλύπτει μόνο το κόστος εκπλήρωσης της αποστολής της ΥΓΟΣ στις μη συμφέρουσες οικονομικά περιοχές. Εξάλλου, το χορηγούμενο αντιστάθμισμα μπορεί να βασιστεί σε σύγκριση των εσόδων που προκύπτουν από την εμπορική εκμετάλλευση της υποδομής στις οικονομικά συμφέρουσες περιοχές και των εσόδων που προκύπτουν από την εμπορική εκμετάλλευση της υποδομής στις μη οικονομικά συμφέρουσες περιοχές. Τα πλεονάζοντα κέρδη, δηλαδή κέρδη πέραν της μέσης απόδοσης των επενδυμένων κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκεκριμένη ευρυζωνική υποδομή, θα μπορούσαν να διατεθούν στη χρηματοδότηση της ΥΓΟΣ στις περιοχές που δεν είναι οικονομικά συμφέρουσες, ενώ το υπόλοιπο θα αποτελέσει αντικείμενο της χορηγούμενης χρηματοδότησης.

(36)  ΕΕ L 312 της 29.11.2005, σ. 67.

(37)  Βλέπε επίσης κεφάλαιο για την κρατική ενίσχυση υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας των κατευθυντήριων γραμμών της Αρχής, ΕΕ L 109 της 26.4.2007, σ. 44 και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 20, 26.4.2007, σ. 1, διαθέσιμο επίσης στη διεύθυνση: http://www.eftasurv.int/fieldsofwork/fieldstateaid/state_aid_guidelines/partvi-stateaidintheformofpublicservicecompensation.pdf

(38)  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι «συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση».

(39)  ΕΕ L 54 της 28.2.2008, σ. 1, και συμπλήρωμα ΕΟΧ αριθ. 11 της 28.2.2008, σ. 1.

(40)  Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013, ΕΕ C 54 της 4.3.2006, σ. 13-45. Επίσης, αν και οι χορηγηθείσες ενισχύσεις περιορίζονταν σε ορισμένες περιπτώσεις σε «ενισχυόμενες περιοχές» και θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηρισθούν ενισχύσεις για αρχική επένδυση κατά την έννοια των ανωτέρω κατευθυντηρίων γραμμών, συχνά η ένταση της ενίσχυσης υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο για τις ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα στις περιοχές αυτές.

(41)  Βλέπε, παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής N 508/08 — Ηνωμένο Βασίλειο, Provision of remote Broadband services in Northern Ireland, απόφαση N 201/06 — Ελλάδα, Broadband access development in underserved areas (Ανάπτυξη ευρυζωνικής πρόσβασης σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές), και απόφαση N 118/06 — Λεττονία, Development of broadband communications networks in rural areas.

(42)  Βλέπε, παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής N 201/06 — Ελλάδα «Broadband access development in underserved areas» (Ανάπτυξη ευρυζωνικής πρόσβασης σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές).

(43)  Βλέπε π.χ. απόφαση N 118/06 — Λεττονία, «Development of broadband communication networks in rural areas».

(44)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2006 σχετικά με το μέτρο ενίσχυσης αριθ. C 35/05 (πρώην N 59/05) που προτίθενται να εφαρμόσουν οι Κάτω Χώρες σχετικά με την κατασκευή ευρυζωνικού δικτύου στο Appingedam (ΕΕ L 86 της 27.3.2007, σ. 1). Η υπόθεση αφορούσε την εγκατάσταση ενός παθητικού δικτύου (δηλαδή αγωγούς και οπτικές ίνες) που θα ανήκαν στον δήμο, ενώ το ενεργητικό επίπεδο (δηλαδή η διαχείριση και η λειτουργία του δικτύου) θα ανατίθετο κατόπιν διαγωνισμού σε χονδρικό φορέα του ιδιωτικού τομέα που θα έπρεπε να προσφέρει χονδρικές υπηρεσίες πρόσβασης σε άλλους παρόχους υπηρεσιών. Στην απόφασή της, η Επιτροπή επεσήμανε ότι η ολλανδική αγορά ευρυζωνικών δικτύων ήταν μια ταχέως εξελισσόμενη αγορά στην οποία οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων καλωδιακής τηλεόρασης και των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου, επρόκειτο να εισαγάγουν ευρυζωνικές υπηρεσίες πολύ υψηλής ικανότητας χωρίς καμία κρατική στήριξη. Η κατάσταση που επικρατούσε στο Appingedam δεν διέφερε από την κατάσταση στην υπόλοιπη ολλανδική αγορά ευρυζωνικών υπηρεσιών. Τόσο ο εγκατεστημένος φορέας εκμετάλλευσης στις σταθερές γραμμές όσο και μια επιχείρηση καλωδιακής τηλεόρασης προσέφεραν ήδη τριπλό πακέτο υπηρεσιών στο Appingedam (τηλεφωνία, Διαδίκτυο και ψηφιακή/αναλογική τηλεόραση) και αμφότεροι διέθεταν τις τεχνικές ικανότητες για να αυξήσουν ακόμη περισσότερο την ευρυζωνική ικανότητα των δικτύων τους.

(45)  Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 4, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η ευρυζωνική πρόσβαση υπόκειται μέχρι στιγμής σε εκ των προτέρων ρυθμίσεις σε όλα τα κράτη ΕΖΕΣ.

(46)  Στην απόφασή της N 131/05 — Ηνωμένο Βασίλειο, «FibreSpeed Broadband Project Wales», η Επιτροπή έπρεπε να εκτιμήσει κατά πόσο η χρηματοδοτική στήριξη που χορήγησαν οι ουαλικές αρχές για την κατασκευή ενός δικτύου οπτικών ινών, ανοικτού και ουδέτερου, που θα συνέδεε 14 βιομηχανικά πάρκα θα εξακολουθούσε να θεωρείται συμβιβάσιμη ακόμη και αν οι στοχευόμενες τοποθεσίες εξυπηρετούνταν ήδη από τον εγκατεστημένο φορέα εκμετάλλευσης δικτύου, ο οποίος παρείχε ρυθμιζόμενες από άποψη τιμής μισθωμένες γραμμές. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι μισθωμένες γραμμές που παρείχε ο εγκατεστημένος φορέας ήταν πολύ ακριβές, σχεδόν απρόσιτες από οικονομική άποψη για τις ΜΜΕ. Τα στοχευόμενα βιομηχανικά πάρκα δεν μπορούσαν ούτε να αποκτήσουν συμμετρικές υπηρεσίες ADSL πέραν των 2 Mbps λόγω της απόστασής τους από τα τηλεφωνικά κέντρα του εγκατεστημένου φορέα. Εξάλλου, ο εγκατεστημένος φορέας δεν έθετε στη διάθεση τρίτων τους αγωγούς του και τις σκοτεινές οπτικές ίνες του. Συνεπώς, η παρουσία του εγκατεστημένου φορέα στις στοχευόμενες περιοχές δεν μπορούσε να εγγυηθεί την παροχή προς τις ΜΜΕ προσιτών από οικονομική άποψη υπηρεσιών Διαδικτύου υψηλής ταχύτητας. Δεν υπήρχε καμία προοπτική κατασκευής εναλλακτικής υποδομής από τρίτους για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ταχύτητας στα εν λόγω βιομηχανικά πάρκα. Βλέπε επίσης απόφαση της Επιτροπής N 890/06 — Γαλλία, «Aide du Sicoval pour un réseau de très haut débit» και απόφαση της Επιτροπής N 284/05 — Ιρλανδία, Regional Broadband Programme: Metropolitan Area Networks («MANs»), phases II and III.

(47)  Βλέπε, παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής N 473/07 — Ιταλία, Broadband connection for Alto Adige, απόφαση N 570/07 — Γερμανία, Broadband in rural areas of Baden-Württemberg, απόφαση N 131/05 — Ηνωμένο Βασίλειο FibreSpeed Broadband Project Wales, απόφαση N 284/05 — Ιρλανδία, Regional Broadband Programme: Metropolitan Area Networks («MANs»), phases II and III, απόφαση N 118/06 — Λεττονία, Development of broadband communication networks in rural areas, και απόφαση N 157/06 — Ηνωμένο Βασίλειο, South Yorkshire Digital Region Broadband Project.

(48)  Βλέπε, παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής N 222/06 — Ιταλία, Aid to bridge the digital divide in Sardinia, απόφαση N 398/05 — Ουγγαρία, Development Tax Benefit for Broadband, και απόφαση N 264/06 — Ιταλία, Broadband for rural Tuscany.

(49)  Κατά κανόνα στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 1 παράγραφος 2) του μέρους I του πρωτοκόλλου 3 της συμφωνίας περί Εποπτείας και Δικαστηρίου.

(50)  Σε περίπτωση που μπορεί να αποδειχθεί ότι υφιστάμενοι φορείς δεν παρείχαν χρήσιμες πληροφορίες σε δημόσια αρχή για τους σκοπούς της απαιτούμενης χαρτογράφησης, οι εν λόγω αρχές θα είναι υποχρεωμένες να βασιστούν μόνο στις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους.

(51)  Βλέπε για παράδειγμα απόφαση της Επιτροπής αριθ. 201/06 — Ελλάδα, «Broadband access development in underserved areas» (Ανάπτυξη ευρυζωνικής πρόσβασης σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές), απόφαση αριθ. 264/06 – Ιταλία, «Broadband for rural Tuscany», απόφαση αριθ. 475/07 — Ιρλανδία, «National Broadband Scheme («NBS”)», και απόφαση αριθ. 115/08 — Γερμανία, «Broadband in rural areas of Germany».

(52)  Βλέπε, παραδείγματος χάρη, απόφαση της Επιτροπής N 508/08 — Ηνωμένο Βασίλειο «Provision of Remote Broadband Services in Northern Ireland» απόφαση N 475/07 — Ιρλανδία, «National Broadband Scheme (NBS)», απόφαση N 157/06 — Ηνωμένο Βασίλειο, «South Yorkshire Digital region Broadband Project».

(53)  Για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να ορίζει εκ των προτέρων τη σχετική στάθμιση του καθενός από τα επιλεγέντα (ποιοτικά) κριτήρια.

(54)  Μέχρι σήμερα η Επιτροπή έχει μόνο σε μια περίπτωση αποδεχθεί την αιτιολογημένη χρήση ειδικής τεχνολογικής λύσης: βλέπε απόφαση της Επιτροπής N 222/06 — Ιταλία, «Aid to bridge the digital divide in Sardinia». Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θεώρησε ότι «λόγω των ειδικών συνθηκών που επικρατούσαν, συγκεκριμένα λόγω της τοπογραφίας της περιοχής, της απουσίας καλωδιακών δικτύων και της ανάγκης μεγιστοποίησης των ευεργετημάτων της ενίσχυσης, η χρήση της τεχνολογίας ADSL εμφανίζεται ως η ενδεδειγμένη τεχνολογία για την επίτευξη των στόχων του σχεδίου», παράγραφος 45.

(55)  Εξάλλου, στις περιπτώσεις που τα κράτη ΕΖΕΣ επιλέγουν ένα διαχειριστικό μοντέλο στο οποίο η επιδοτούμενη ευρυζωνική υποδομή παρέχει μόνο χονδρικές, και όχι λιανικές, υπηρεσίες πρόσβασης σε τρίτους, οι ενδεχόμενες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μειώνονται ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι ένα τέτοιο μοντέλο διαχείρισης δικτύου συμβάλλει στην αποφυγή δυνητικά περίπλοκων προβλημάτων επιθετικής τιμολόγησης και συγκαλυμμένων μορφών διακρίσεων όσον αφορά την πρόσβαση.

(56)  Ως προς αυτό, η εθνική ρυθμιστική αρχή (ΕΡΑ) πρέπει να λάβει υπόψη ότι ενδεχομένως εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές περιστάσεις που δικαιολόγησαν αρχικά τη χορήγηση ενίσχυσης στο φορέα της συγκεκριμένης υποδομής.

(57)  Σε εξαιρετικές περιστάσεις που αιτιολογούνται δεόντως από το κοινοποιούν κράτος ΕΖΕΣ, η θέσπιση ανάλογου μηχανισμού για πολύ χαμηλά ή χαμηλά ποσά ενίσχυσης για «έκτακτα» έργα που στηρίζονται σε απλές αρχές συμβάσεων, πιθανόν να επιβάρυνε δυσανάλογα τις χορηγούσες αρχές και συνεπώς δεν θα απαιτείται από την Αρχή.

(58)  Στο παρόν στάδιο εξέλιξης της τεχνολογίας και της αγοράς, ούτε οι δορυφορικές τεχνολογίες ούτε οι τεχνολογίες κινητών δικτύων φαίνονται ικανές να παρέχουν συμμετρικές ευρυζωνικές υπηρεσίες πολύ υψηλής ταχύτητας, αν και στο μέλλον η κατάσταση μπορεί να μεταβληθεί, ιδίως όσον αφορά τις κινητές υπηρεσίες (το επόμενο σημαντικό βήμα στις κινητές ραδιοεπικοινωνίες, η μακροπρόθεσμη εξέλιξη («Long Term Evolution») μπορεί θεωρητικά να επιτύχει, όταν και αν υιοθετηθεί, αυξημένες ανώτατες τιμές 100 Mbps σε καθοδική ζεύξη και 50 Mbps σε ανοδική ζεύξη).

(59)  Βλέπε απόφαση N 157/06 — Ηνωμένο Βασίλειο, «South Yorkshire Digital region Broadband Project» και απόφαση N 284/05 — Ιρλανδία, «Regional Broadband Programme: Metropolitan Area Networks («MANs»), phases II and III».

(60)  Μόνο σε δύο περιπτώσεις μέχρι σήμερα (Appingedam και Amsterdam) έχει χορηγηθεί κρατική ενίσχυση για την ανάπτυξη δικτύου «πρόσβασης» νέας γενιάς που θα παρείχε συνδετικότητα μέσω οπτικών ινών στο οικιστικό τμήμα της αγοράς.

(61)  Οι φορείς εκμετάλλευσης ευρυζωνικών δικτύων υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη ενός δικτύου με βάση της οπτικές ίνες εξακολουθεί να αποτελεί πολύ δαπανηρή και επικίνδυνη επένδυση, με εξαίρεση τις περιοχές υψηλής πληθυσμιακής ή επιχειρηματικής πυκνότητας όπου οι φορείς εκμετάλλευσης διαθέτουν ήδη ουσιαστική βάση πελατών ευρυζωνικών συνδέσεων που μπορούν να μεταβούν σε υψηλότερες ταχύτητες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος ανάπτυξης και διάδοσης δικτύων ΠΝΓ και ινών θεωρείται πολύ υψηλό σε σχέση με τα αναμενόμενα έσοδα ώστε κανένας πάροχος του ιδιωτικού τομέα (ή ελάχιστοι) δεν θα εισερχόταν στην αγορά.

(62)  Τα μέτρα αυτά δεν θα αφορούν ειδικά τους φορείς ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά θα πρέπει να εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις σε όλους τους φορείς και σε όλους τους σχετικούς τομείς (π.χ. σε άλλους φορείς κοινής ωφέλειας όπως οι επιχειρήσεις αερίου, ηλεκτρισμού και/ή ύδρευσης). Μέτρα που θα εφαρμόζονταν μόνο στους φορείς ηλεκτρονικών επικοινωνιών θα συνιστούσαν ενδεχομένως τομεακή ενίσχυση και συνεπώς θα ενέπιπταν στην απαγόρευση του άρθρου 61 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

(63)  Βλέπε π.χ. απόφαση της Επιτροπής N 157/06 — Ηνωμένο Βασίλειο, South Yorkshire Digital Region Broadband Project, απόφαση N 201/06 – Ελλάδα, Broadband access development in underserved territories (Ανάπτυξη ευρυζωνικής πρόσβασης σε υποεξυπηρετούμενες περιοχές), και απόφαση N 131/05 — Ηνωμένο Βασίλειο, FibreSpeed Broadband Project Wales, απόφαση N 284/05 — Ιρλανδία, «Regional Broadband Programme: Metropolitan Area Networks («MANs»), phases II και III», απόφαση N 381/04 — Γαλλία, Projet de réseau de télécommunications haut débit des Pyrénées-Atlantiques, απόφαση N 382/05 — Γαλλία, Mise en place d’une infrastructure haut débit sur le territoire de la région Limousin (DORSAL), απόφαση N 57/05 — Ηνωμένο Βασίσλειο, Regional Innovative Broadband Support in Wales, και απόφαση N 14/08 — Ηνωμένο Βασίλειο, Broadband in Scotland — Extending Broadband Reach.

(64)  Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της ενδεχόμενης εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών για τις περιφερειακές ενισχύσεις, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 31 ανωτέρω.

(65)  Αν σήμερα οι διαφορές μεταξύ μιας περιοχής στην οποία παρέχονται μόνον υπηρεσίες Διαδικτύου στενής ζώνης (με κλήση) και μιας άλλης στην οποία υπάρχει ευρυζωνική σύνδεση δηλώνουν ότι η πρώτη είναι «λευκή» περιοχή, θα πρέπει επίσης να θεωρείται «λευκή» η περιοχή η οποία στερείται ευρυζωνικής υποδομής νέας γενιάς, αλλά παρά ταύτα διαθέτει βασική ευρυζωνική υποδομή.

(66)  Η σύνδεση ADSL 2 + επεκτείνει την ικανότητα του βασικού δικτύου ADSL έως μέγιστο εύρος ζώνης 24 Mbps.

(67)  Μια λευκή περιοχή πρόσβασης νέας γενιάς μπορεί να είναι περιοχή στην οποία δεν υπάρχει βασική ευρυζωνική υποδομή (παραδοσιακά λευκές περιοχές), καθώς και περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται ένας πάροχος βασικής ευρυζωνικής σύνδεσης (π.χ. παραδοσιακά γκρίζα περιοχή) ή υπάρχουν διάφοροι πάροχοι βασικών ευρυζωνικών συνδέσεων (π.χ. παραδοσιακά μαύρη περιοχή). ‘Όπως αναφέρεται στο τμήμα 3.4, στις διαφορετικές αυτές περιστάσεις, διαφορετικές είναι οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων καθορίζεται το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων.

(68)  Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στο μέσο διάστημα που απαιτείται για την εγκατάσταση ενός δικτύου πρόσβασης νέας γενιάς που θα καλύπτει μια κωμόπολη ή μια πόλη. Για τον σκοπό αυτό, ο φορέας θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι εντός των προσεχών 3 ετών θα έχει πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επενδύσεις υποδομής ώστε να έχει μέχρι τότε καλύψει σημαντικό μέρος του εδάφους και του πληθυσμού.

(69)  Γκρίζα περιοχή πρόσβασης νέας γενιάς μπορεί να είναι μια περιοχή στην οποία: α) δεν υπάρχει άλλη βασική ευρυζωνική υποδομή πέραν της πρόσβασης νέας γενιάς, και β) περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται ένας ή περισσότεροι πάροχοι ευρυζωνικών υπηρεσιών (που μπορεί να θεωρηθεί παραδοσιακή γκρίζα ή μαύρη περιοχή). Όπως αναφέρεται στο τμήμα 3.4, στις διαφορετικές αυτές περιστάσεις, διαφορετικές είναι οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων καθορίζεται το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων.

(70)  Μια μαύρη περιοχή πρόσβασης νέας γενιάς μπορεί επίσης να είναι περιοχή στην οποία δραστηριοποιείται ένας πάροχος ευρυζωνικών υπηρεσιών (παραδοσιακά γκρίζα περιοχή) ή περισσότεροι (παραδοσιακή μαύρη περιοχή). Όπως αναφέρεται παρακάτω, στις διαφορετικές αυτές περιστάσεις, διαφορετικές είναι οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων καθορίζεται το συμβιβάσιμο των κρατικών ενισχύσεων για την ανάπτυξη ευρυζωνικών δικτύων.

(71)  Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη διατήρηση των ειδικών συνθηκών αγοράς που δικαιολόγησαν αρχικά τη χορήγηση ενίσχυσης για τη συγκεκριμένη υποδομή.


Top