Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62022CC0536

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona της 28ης Σεπτεμβρίου 2023.


ECLI identifier: ECLI:EU:C:2023:721

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ‑BORDONA

της 28ης Σεπτεμβρίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑536/22

MW,

CY

κατά

VR Bank Ravensburg-Weingarten eG

[αίτηση του Landgericht Ravensburg
(πρωτοδικείου Ravensburg, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία – Οδηγία 2014/17/ΕΕ – Πρόωρη αποπληρωμή της πιστώσεως – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα αποζημίωση η οποία καλύπτει και το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα – Μέθοδος υπολογισμού του διαφυγόντος κέρδους – Καταγγελία της συμβάσεως πριν από την αποπληρωμή»

1.

Σύμφωνα με το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17/ΕΕ ( 2 ), οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα να εκπληρώσουν πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από σύμβαση πιστώσεως για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, πριν από τη λήξη της εν λόγω συμβάσεως.

2.

Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο έχει κληθεί να αποφανθεί σχετικά με την έκταση της μειώσεως (υπέρ του καταναλωτή) του συνολικού κόστους της πιστώσεως, που συνεπάγεται η πρόωρη εξόφληση των υποχρεώσεών του ( 3 ).

3.

Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εστιάσει για πρώτη (αν δεν απατώμαι) φορά στην άλλη πλευρά της εξίσωσης: στο δικαίωμα του πιστωτικού φορέα να λάβει «εύλογη και αντικειμενική αποζημίωση, εφόσον αυτό δικαιολογείται», για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πιστώσεως.

I. Εφαρμοστέο δίκαιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης. Η οδηγία 2014/17

4.

Η αιτιολογική σκέψη 66 διαλαμβάνει τα εξής:

«Η δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, καθώς και να βοηθήσει στην παροχή της ευελιξίας καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης που είναι απαραίτητη για την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. […] Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να εξασφαλίσουν, είτε μέσω νομοθεσίας είτε με άλλα μέσα όπως οι συμβατικές ρήτρες, ότι οι καταναλωτές έχουν το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης του δανείου. […] Οι όροι που θέτουν τα κράτη μέλη μπορεί να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης. Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση, η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να είναι εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη για ενδεχόμενα έξοδα που συνδέονται άμεσα με την πρόωρη αποπληρωμή της πίστωσης σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες για την αποζημίωση. Η αποζημίωση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα.»

5.

Κατά το άρθρο 25:

«1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης, πριν από τη λήξη της εν λόγω σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης προς αυτόν, μείωση που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.

2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος της παραγράφου 1 υπόκειται σε ορισμένους όρους. Στους όρους αυτούς είναι δυνατόν να συγκαταλέγονται χρονικοί περιορισμοί της άσκησης του δικαιώματος, διαφορετική μεταχείριση ανάλογα με το είδος του χρεωστικού επιτοκίου ή τη στιγμή που ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα ή περιορισμοί όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να ασκηθεί το δικαίωμα.

3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται εύλογη και αντικειμενική αποζημίωση, εφόσον αυτό δικαιολογείται, για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση αλλά δεν επιβάλλουν κυρώσεις στον καταναλωτή. Εν προκειμένω, η αποζημίωση δεν υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβεί συγκεκριμένο επίπεδο ή ότι επιτρέπεται μόνον για ορισμένο χρονικό διάστημα.

4.   Όταν ένας καταναλωτής ζητεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης πριν από τη λήξη της σύμβασης, μετά την παραλαβή του σχετικού αιτήματος ο πιστωτικός φορέας παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέταση της επιλογής αυτής. Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν τουλάχιστον ποσοτικά τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του πριν από τη λήξη της σύμβασης και αναφέρουν σαφώς ενδεχόμενες παραδοχές που χρησιμοποιούνται. Οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται είναι λογικές και αιτιολογημένες.

5.   Σε περίπτωση που η πρόωρη αποπληρωμή πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο το χρεωστικό επιτόκιο είναι σταθερό, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εξαρτάται από την ύπαρξη νόμιμου συμφέροντος από πλευράς καταναλωτή.»

Β.   Το εθνικό δίκαιο

6.

Κρίσιμες για την υπό κρίση υπόθεση είναι διάφορες διατάξεις του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα· στο εξής: BGB), ιδίως το άρθρο 252 («Διαφυγόν κέρδος»), το άρθρο 490 («Δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας της συμβάσεως»), παράγραφος 2, το άρθρο 500 («Δικαίωμα καταγγελίας του δανειολήπτη· πρόωρη εξόφληση»), παράγραφος 2, το άρθρο 502 («Αποζημίωση πρόωρης εξοφλήσεως») και το άρθρο 812 («Αξίωση απόδοσης»).

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η ένδικη διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.

Στις 11 Ιανουαρίου 2019, οι MW και CY συνήψαν με τη VR Bank Ravensburg-Weingarten eG (στο εξής: VR Bank) σύμβαση καταναλωτικής πίστης που συνδέεται με ακίνητο, για την απόκτηση διαμερίσματος. Το επιτόκιο του δανείου συμφωνήθηκε σταθερό μέχρι τις 30 Ιανουαρίου 2029.

8.

Σύμφωνα με τη σύμβαση, κατά το χρονικό διάστημα ισχύος του σταθερού επιτοκίου, ο δανειολήπτης μπορούσε να εκπληρώσει πρόωρα τις υποχρεώσεις του μόνο αν αποδείκνυε ότι είχε έννομο συμφέρον.

9.

Μεταξύ των όρων της συμβάσεως συγκαταλέγονταν οι εξής:

Η VR Bank δικαιούται αποζημίωση της ζημίας που υπέστη σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής του δανείου. Ο υπολογισμός της εν λόγω ζημίας γίνεται βάσει της μεθόδου ενεργητικού – παθητικού, η οποία έχει κριθεί από το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία) ότι είναι νόμιμη ( 4 ).

Οι δανειολήπτες οφείλουν εύλογη αποζημίωση για τα διοικητικά έξοδα που συνδέονται με την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου.

10.

Στις 19 Μαΐου 2020, οι MW και CY πώλησαν το ακίνητο (που είχε αγορασθεί κατά το προηγούμενο έτος) ( 5 ) και κατήγγειλαν τη σύμβαση δανείου με ισχύ από τις 30 Ιουνίου 2020.

11.

Στις 9 Ιουνίου 2020, η VR Bank ζήτησε από τους MW και CY αποζημίωση πρόωρης εξοφλήσεως, την οποία και κατέβαλαν.

12.

Στις 19 Απριλίου 2021, οι MW και CY ζήτησαν από τη VR Bank την επιστροφή της αποζημιώσεως πρόωρης εξοφλήσεως. Αυτό είναι και το αίτημα που προβάλλουν στην εκκρεμή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία.

13.

Κατά τους ενάγοντες, η VR Bank δεν δικαιούτο την εν λόγω αποζημίωση, διότι η σύμβαση δανείου δεν παρείχε επαρκή στοιχεία για τον υπολογισμό της. Πέραν αυτού, προβάλλουν ότι, σύμφωνα με την οδηγία 2014/17, η αποζημίωση πρόωρης εξοφλήσεως μπορεί να καλύψει μόνο τα έξοδα που πράγματι προέκυψαν, όχι τους απολεσθέντες τόκους ή το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα. Επιπροσθέτως, θεωρούν ότι ένας υποθετικός υπολογισμός βάσει χρηματοοικονομικών μαθηματικών τύπων δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμος.

14.

Η VR Bank αντέκρουσε την αγωγή προβάλλοντας τα εξής:

Η σύμβαση παρέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπει ο νόμος.

Το ποσό της αποζημιώσεως συνάδει με την πάγια νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) όσον αφορά τις περιπτώσεις δικαιολογημένης εξοφλήσεως ενυπόθηκου δανείου. Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποκατάσταση της ζημίας που έχει άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση εάν, κατά το χρονικό αυτό σημείο, ο δανειολήπτης οφείλει τόκους που προκύπτουν από σταθερό χρεωστικό επιτόκιο.

Κατά τη χορήγηση δανείων οι τράπεζες κατά κανόνα αναχρηματοδοτούνται και, για τον λόγο αυτό, αναλαμβάνουν μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Το να μπορεί ο δανειολήπτης να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή, χωρίς να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από την καταγγελία της, θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του κόστους των ενυπόθηκων δανείων, δεδομένου ότι ο ως άνω κίνδυνος θα ενσωματωνόταν στην τιμή του δανείου.

15.

Στο πλαίσιο αυτό, το Landgericht Ravensburg (πρωτοδικείο Ravensburg, Γερμανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει η “εύλογη και αντικειμενική αποζημίωση […] για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση” κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ την έννοια ότι στην αποζημίωση περιλαμβάνεται και το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα, ιδίως οι μελλοντικές πληρωμές τόκων που αυτός χάνει εξαιτίας της πρόωρης εξοφλήσεως;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Περιλαμβάνονται στο δίκαιο της Ένωσης και συγκεκριμένα στο άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ κανόνες για τον υπολογισμό των εσόδων του πιστωτικού φορέα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του διαφυγόντος κέρδους και τα οποία προκύπτουν από την επανεπένδυση προώρως εξοφληθέντος καταναλωτικού δανείου που συνδέεται με ακίνητο και, εφόσον τούτο συμβαίνει, ποιοι είναι οι κανόνες αυτοί;

Ειδικότερα:

α)

Πρέπει η εθνική ρύθμιση για τον εν λόγω υπολογισμό να χρησιμοποιεί ως κριτήριο τον τρόπο με τον οποίο ο πιστωτικός φορέας πράγματι χρησιμοποιεί το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα;

β)

Μπορεί εθνική ρύθμιση να επιτρέπει στον πιστωτικό φορέα να υπολογίζει την αποζημίωση για την πρόωρη εξόφληση βάσει πλασματικής επανεπενδύσεως σε ασφαλείς τίτλους της κεφαλαιαγοράς αντίστοιχης διάρκειας (λεγόμενη μέθοδος ενεργητικού – παθητικού);

3)

Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17/ΕΕ και η περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής προβαίνει πρώτα σε καταγγελία της συμβάσεως καταναλωτικής πίστης που συνδέεται με ακίνητο, βάσει δικαιώματος καταγγελίας που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, πριν εξοφλήσει πρόωρα την πίστωση στον πιστωτικό φορέα;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

16.

Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Αυγούστου 2022.

17.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η VR Bank, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

IV. Ανάλυση

18.

Η οδηγία 2014/17 θεσπίζει «κοινό πλαίσιο για ορισμένες πτυχές των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με τις συμβάσεις που καλύπτουν τις πιστώσεις σε καταναλωτές οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλο τρόπο και αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία […]» ( 6 ).

19.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, η εναρμόνιση που επιφέρει η οδηγία 2014/17 είναι πολύ περιορισμένη. Στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας:

όσον αφορά ομοιόμορφα ρυθμιζόμενα ζητήματα, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις που παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους καταναλωτές ( 7

όσον αφορά λοιπά ζητήματα, αναγνωρίζει τις κανονιστικές εξουσίες του εθνικού νομοθέτη, αποδεχόμενη εκ των προτέρων τις συνέπειες της απουσίας ενιαίων κανόνων.

20.

Το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17, το οποίο τιτλοφορείται «Πρόωρη αποπληρωμή», διασφαλίζει τη δυνατότητα του καταναλωτή να αποδεσμευθεί από τη συμβατική υποχρέωση πριν από τη συμπλήρωση της συμφωνηθείσας διάρκειας. Εντούτοις, η εν λόγω δυνατότητα τελεί υπό όρους και υπόκειται σε αντισταθμίσματα: μεταξύ των τελευταίων συγκαταλέγεται η αποζημίωση του πιστωτικού φορέα για ενδεχόμενα έξοδά του που απορρέουν άμεσα από την πρόωρη αποπληρωμή του δανείου.

21.

Τα κράτη μέλη δεσμεύονται να θεσπίσουν το δικαίωμα του καταναλωτή να εξοφλεί πρόωρα πίστωση για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, με επακόλουθη μείωση (υπέρ του) του συνολικού κόστους της εν λόγω πιστώσεως. Η οδηγία 2014/17 καθορίζει τις έννοιες βάσει των οποίων λειτουργεί η ως άνω μείωση.

22.

Αντιθέτως, η οδηγία 2014/17 αυτή καθεαυτήν δεν εγγυάται το δικαίωμα του πιστωτικού φορέα να λάβει αποζημίωση για τη ζημία που τυχόν υπέστη εξαιτίας της πρόωρης εξοφλήσεως. Επιτρέπει απλώς στον εκάστοτε εθνικό νομοθέτη να κατοχυρώσει το εν λόγω δικαίωμα και να το ρυθμίσει, διασφαλίζοντας τις προϋποθέσεις του ( 8 ). Ωστόσο, εφόσον βάσει της εθνικής ρυθμίσεως προβλέπεται αποζημίωση, η τελευταία θα πρέπει να πληροί ορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις που θέτει η ίδια η οδηγία 2014/17.

Α.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

23.

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να μάθει αν η εύλογη και αντικειμενική αποζημίωση για ενδεχόμενα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση περιλαμβάνει και το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα ( 9 ). Ειδικότερα, εντάσσει στην εν λόγω έννοια τους τόκους που ο πιστωτικός φορέας προσδοκούσε να λάβει στο μέλλον και τους οποίους δεν πρόκειται πλέον να εισπράξει ( 10 ).

24.

Κατά τη γνώμη μου, η οδηγία 2014/17 δεν αποκλείει τον υπολογισμό της αποζημιώσεως λαμβανομένων υπόψη των ως άνω τόκων, γεγονός που συνεπάγεται ότι η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να είναι καταφατική. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα ερμηνεύσω, στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 25, παράγραφος 3, της ως άνω οδηγίας σύμφωνα με τα συνήθη ερμηνευτικά κριτήρια.

1. Γραμματική ερμηνεία

25.

Από μια πρώτη προσέγγιση του γράμματος του κειμένου ( 11 ) θα μπορούσαν να προκύψουν ορισμένες αμφιβολίες:

Το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 αναφέρεται στην αποζημίωση για τα έξοδα. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου (η οποία χρησιμοποιεί τον σύνδεσμο «και» μεταξύ της αναφοράς σε «τόκους» και «επιβαρύνσεις»), η έννοια των εξόδων ή επιβαρύνσεων περιλαμβάνει κάτι διαφορετικό από τους τόκους.

Η ως άνω διάταξη αναφέρεται στα ενδεχόμενα έξοδα που έχουν σχέση με την πρόωρη εξόφληση. Οι τόκοι που θα οφείλονταν ελλείψει αποπληρωμής κατά τα ανωτέρω δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν έξοδα, διότι η απώλειά τους επέρχεται κατ’ ανάγκη συνεπεία της αποπληρωμής.

Το εν λόγω άρθρο καταλαμβάνει τα έξοδα που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τέτοια έξοδα είναι μόνον εκείνα που αφορούν συγκεκριμένες συναλλαγές, οι οποίες πραγματοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα για τη διαχείριση της κατά τα ανωτέρω αποπληρωμής ( 12 ).

26.

Δεν πιστεύω, ωστόσο, ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 αποκλείει την προσέγγιση που προτείνω.

27.

Η έννοια των «εξόδων» ή «επιβαρύνσεων» που χρησιμοποιεί η εν λόγω οδηγία ( 13 ) δεν είναι ούτε συγκεκριμένη ούτε σαφής ως προς το περιεχόμενό της ( 14 ). Το ίδιο το γράμμα της οδηγίας φτάνει στο σημείο να παρουσιάζει τους τόκους ως «έξοδα», όπως επί παραδείγματι στο άρθρο 14, σχετικά με τις προσυμβατικές πληροφορίες ( 15 ).

28.

Εξάλλου, αν στο άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 οι «επιβαρύνσεις» [ή έξοδα] αποτελούν μέρος του «συνολικού κόστους της πίστωσης» για τον καταναλωτή και, ως εκ τούτου, «επιβαρύνσεις» του καταναλωτή ( 16 ), τότε οι «τόκοι» αποτελούν και αυτοί «έξοδα» κατά την έννοια του ορισμού του «συνολικού κόστους της πίστωσης» ( 17 ).

29.

Περαιτέρω, το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 ορίζει ότι η αποζημίωση «δεν υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα» ( 18 ). Η εν λόγω διατύπωση υποδηλώνει ότι η απώλεια μελλοντικών τόκων θεωρείται ως έξοδο που βαρύνει (ή θα μπορούσε να βαρύνει, κατά περίπτωση) τον πιστωτικό φορέα εξαιτίας της πρόωρης εξοφλήσεως και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποζημιώσεως, εάν το αποφασίσει ο εθνικός νομοθέτης.

30.

Περαιτέρω, η χρήση της φράσης «ενδεχόμενα έξοδα» δεν αποκλείει τη θεώρηση του διαφυγόντος κέρδους ως μέρους της οφειλόμενης στον πιστωτικό φορέα αποζημιώσεως. Ο τελευταίος παύει να εισπράττει τους συμφωνηθέντες τόκους (ήτοι, τους τόκους που, σύμφωνα με τη σύμβαση, θα εισέπραττε καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της τελευταίας), εξαιτίας της πρόωρης αποπληρωμής του δανείου. Ακριβώς για τον ως άνω λόγο, η απώλεια τόκων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως οικονομική συνέπεια που συνδέεται άμεσα με την αποπληρωμή.

31.

Υπό αυτή την οπτική, η παραδοχή ότι η απώλεια τόκων είναι αναπόφευκτη και όχι μόνον ενδεχόμενη είναι, σε γενικές γραμμές, ορθή. Ωστόσο, δεν αποκλείεται η τοκοφορία πίστωσης με κυμαινόμενο επιτόκιο να παύσει πριν από την αποπληρωμή και ανεξαρτήτως αυτής (σε ορισμένες συγκυρίες της αγοράς) ( 19 ).

32.

Στην πράξη, εξάλλου, η πρόωρη εξόφληση του κεφαλαίου ενδέχεται να μην οδηγήσει σε ζημία του πιστωτικού φορέα υπό τη μορφή απολεσθέντων τόκων, εφόσον ο εν λόγω φορέας επανεπενδύσει το σχετικό ποσό εφαρμόζοντας, στο πλαίσιο της επανεπενδύσεως, επιτόκιο ευνοϊκότερο για εκείνον. Σε αυτό το σενάριο, δεν μπορεί να ειπωθεί εκ των προτέρων αν θα επέλθει ή δεν θα επέλθει ζημία.

33.

Από άλλα σημεία του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17 επιβεβαιώνεται ότι οι απολεσθέντες τόκοι ορθώς θα θεωρηθούν ως αναπόσπαστο μέρος της αποζημιώσεως του πιστωτικού φορέα, καθώς αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα διαχειριστικά έξοδα:

Η αποζημίωση, η οποία θα πρέπει να είναι «εύλογη και αντικειμενική», πρέπει να «δικαιολογείται» ( 20 ): η διευκρίνιση αυτή δεν θα ήταν αναγκαία αν η αποζημίωση αφορούσε μόνο την πληρωμή για υπηρεσίες (όπως οι υπηρεσίες διαχείρισης της αποπληρωμής) οι οποίες δικαιολογούνται πάντοτε αντικειμενικώς.

Ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί και η καταληκτική φράση «[η αποζημίωση] επιτρέπεται μόνον για ορισμένο χρονικό διάστημα», καθώς τα σχετικά με την αποπληρωμή διαχειριστικά έξοδα έχουν περιορισμένη χρονική εμβέλεια.

34.

Τέλος, το παράρτημα ΙΙ, μέρος Β, τμήμα 9 («Πρόωρη αποπληρωμή»), του τυποποιημένου ευρωπαϊκού δελτίου πληροφοριών (ESIS) της οδηγίας 2014/17, σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στο εν λόγω δελτίο, προβλέπει ότι «[…] το ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως […] το ισχύον επιτόκιο κατά τη στιγμή της πρόωρης αποπληρωμής […]». Τονίζεται έτσι ότι οι απολεσθέντες τόκοι είναι ένα από τα νόμιμα στοιχεία για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως.

2. Προπαρασκευαστικές εργασίες

35.

Κατά την εξέταση των προπαρασκευαστικών εργασιών της οδηγίας 2014/17, δεν εντόπισα καμία αναφορά στην αποζημίωση πρόωρης εξοφλήσεως που να τείνει στην εναρμόνιση του τρόπου υπολογισμού της ή των στοιχείων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποζημιώσεως. Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις ότι εξετάσθηκε το ενδεχόμενο συμπεριλήψεως στην εν λόγω αποζημίωση του διαφυγόντος κέρδους του πιστωτικού φορέα.

36.

Στην έκθεσή του επί της προτάσεως της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο πρότεινε κατά τον καθορισμό της αποζημιώσεως να λαμβάνονται υπόψη τόσο τα έξοδα του πιστωτικού φορέα όσο και η πιθανή εξοικονόμηση πόρων που του αποφέρει η εξόφληση ( 21 ). Περαιτέρω, εισήγαγε στα προτεινόμενα άρθρα περιορισμό της αποζημιώσεως με ανώτατο όριο την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα ( 22 ).

37.

Σε ορισμένα έγγραφα του Συμβουλίου η αποζημίωση εμφανίζεται ως κάτι διακριτό από τα «λοιπά πρόσθετα έξοδα», στα οποία συγκαταλέγονται, παραδείγματος χάριν, τα διοικητικά έξοδα ή τα έξοδα κλεισίματος του φακέλου ( 23 ).

38.

Επιπλέον, πέραν της ενδεχόμενης ρυθμίσεως από τα κράτη μέλη της πρόωρης αποπληρωμής με αποζημίωση του δανειστή για τα απορρέοντα από την εν λόγω αποπληρωμή έξοδα, το Συμβούλιο προέβλεπε περιπτώσεις εξοφλήσεως άνευ αντισταθμίσματος («free of charge for the consumer»), παραθέτοντας το παράδειγμα των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο ( 24 ). Η εν λόγω πρόβλεψη είναι, κατά τη γνώμη μου, ενδεικτική του ότι, για το Συμβούλιο, η αποζημίωση θα μπορούσε να καταλαμβάνει τους απολεσθέντες λόγω πρόωρης αποπληρωμής τόκους.

3. Τελολογική ερμηνεία

39.

Όπως προανέφερα, η οδηγία 2014/17 αυτή καθεαυτήν δεν παρέχει στον πιστωτή δικαίωμα να λάβει αποζημίωση για την πρόωρη εξόφληση της πιστώσεως. Η απόφαση σχετικά με τη θέσπιση σχετικής πρόβλεψης εναπόκειται σε κάθε εθνικό νομοθέτη, ο οποίος οφείλει, ωστόσο, να συμμορφώνεται προς τον σκοπό του άρθρου 25.

40.

Εθνικό σύστημα το οποίο λαμβάνει υπόψη το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα κατά την εκτίμηση της αποζημιώσεως πρόωρης εξοφλήσεως μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να συνάδει με τον σκοπό αυτό.

41.

Στην απόφαση UniCredit Bank Austria, το Δικαστήριο, αφού συνέδεσε το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής με το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/17, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 15 αυτής, υπενθύμισε ότι η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στο να «διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας» σχετικά με τις συμβάσεις πιστώσεων για καταναλωτές οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλο τρόπο και αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ( 25 ).

42.

Έχει υποστηριχθεί ότι η εξαίρεση του διαφυγόντος κέρδους του πιστωτικού φορέα από τα έξοδα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποζημιώσεως θα ήταν η λύση που παρέχει τη βέλτιστη προστασία στον καταναλωτή (δεδομένου ότι αίρει εμπόδια για την άσκηση του δικαιώματός του πρόωρης αποπληρωμής) ( 26 ). Από την άποψη αυτή, η μείωση των τόκων και των εξόδων που συνεπάγεται το δικαίωμα αποπληρωμής κατά την έννοια του άρθρου 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17 αποκλείει τον συνυπολογισμό στην αποζημίωση των μελλοντικών τόκων που δεν πρόκειται πλέον να εισπραχθούν ( 27 ).

43.

Σύμφωνα με την ως άνω θέση, η ταύτιση του διαφυγόντος κέρδους του πιστωτικού φορέα με την απόδοση που θα είχε λάβει ο τελευταίος εάν η σύμβαση είχε παραμείνει σε ισχύ θα ακύρωνε ένα από τα πλεονεκτήματα του δικαιώματος πρόωρης αποπληρωμής, που είναι η εξοικονόμηση οικονομικών πόρων, και θα κλόνιζε τον λόγο ύπαρξης του δικαιώματος αυτού. Χωρίς ειδική αιτιολόγηση ή κάποιου είδους προϋποθέσεις, η ως άνω ταύτιση δεν θα ήταν συμβατή με την οδηγία 2014/17.

44.

Πιστεύω, ωστόσο, ότι η θέση αυτή δεν είναι η απορρέουσα από την οδηγία 2014/17. Η εν λόγω οδηγία επέβαλε μεν το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής (από το οποίο, ως εκ τούτου, δεν χωρεί παρέκκλιση), εντούτοις επέτρεψε σε κάθε κράτος μέλος να ενσωματώσει το δικαίωμα αυτό στο νομικό του σύστημα διατηρώντας τις ιδιαιτερότητες του εν λόγω συστήματος και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της δικής του αγοράς ενυπόθηκης πίστης ( 28 ).

45.

Όταν, ασκώντας την κατά τα ανωτέρω ελευθερία του, ένα κράτος μέλος αναγνωρίζει το δικαίωμα αποζημιώσεως υπέρ του πιστωτικού φορέα, υποχρεούται να τηρεί ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις ( 29 ), χωρίς όμως ουδόλως να εμποδίζεται να λάβει υπόψη, για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα.

46.

Η οδηγία 2014/17 δεν παρέχει ορισμό της «εύλογης αποζημιώσεως» ( 30 ), όρου που πρέπει να ερμηνεύεται ενιαία και ο οποίος αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και το ύψος της αποζημιώσεως. Όπως και σε άλλους τομείς του δικαίου της Ένωσης ( 31 ), ο χαρακτηρισμός «εύλογη», όσον αφορά την αποζημίωση πρόωρης εξοφλήσεως της πιστώσεως, αναφέρεται τόσο στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο ένας συμβαλλόμενος όσο και στην εξισορρόπηση μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων του καταναλωτή και του πιστωτικού φορέα:

Για τον καταναλωτή, η αποπληρωμή συνεπάγεται πλεονεκτήματα, καθώς τούτος απαλλάσσεται από τη συμβατική του υποχρέωση με μείωση του συμφωνηθέντος τιμήματος.

Για τον πιστωτικό φορέα, η πρόωρη αποπληρωμή μπορεί να συνεπάγεται μειονεκτήματα, καθώς τούτος θα κληθεί όχι μόνο να αναλάβει τη διαχείρισή της, αλλά και να επανεπενδύσει το κεφάλαιο σύμφωνα με τις νέες τιμές της αγοράς (ή απλώς να επωμιστεί την απώλεια των τόκων) ( 32 ).

47.

Στο πλαίσιο αυτό, η συμπερίληψη του διαφυγόντος κέρδους μεταξύ των στοιχείων της αποζημιώσεως δύναται να προωθήσει τους στόχους της οδηγίας 2014/17, που δεν περιορίζονται μόνο στην επιθυμία παροχής υψηλού επιπέδου προστασίας στους καταναλωτές. Ένας ακόμη ρητός στόχος της εν λόγω οδηγίας είναι η δημιουργία μιας αποτελεσματικής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των συμβάσεων πίστωσης που αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία ( 33 ), στο πλαίσιο της γενικότερης ανησυχίας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ( 34 ). Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 66 της εν λόγω οδηγίας, το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής αποτελεί μέσο που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των ως άνω σκοπών ( 35 ).

48.

Αφ’ ης στιγμής ένα κράτος μέλος θεσπίσει δικαίωμα αποζημιώσεως, όπως εξήγησα, η οδηγία 2014/17 παρέχει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη ρύθμιση της άσκησης του εν λόγω δικαιώματος. Επιτρέπει έτσι στο οικείο κράτος μέλος να λάβει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πιστωτικής του αγοράς χωρίς να αντιστρατεύεται τους στόχους της ίδιας της οδηγίας.

49.

Το αν θα προβλεφθεί αποζημίωση υπέρ του πιστωτικού φορέα σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής και, εφόσον προβλεφθεί, ποια θα είναι η έκτασή της συνιστά απόφαση ικανή να επισύρει, κατά περίπτωση, σημαντικές συνέπειες. Στον, κατά βάση εγχώριο, τομέα των ενυπόθηκων δανείων, οι συνέπειες αυτές θα επηρεάσουν κυρίως την τοπική αγορά και την τοπική οικονομία, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ευρύτερης εξάπλωσής τους.

50.

Αντιμέτωποι με ένα καθεστώς που δεν τους επιτρέπει να αποζημιωθούν για την απώλεια των τόκων που προσδοκούσαν να λάβουν, οι πιστωτικοί φορείς ενδέχεται να καταφύγουν στην εφαρμογή στρατηγικών με δυνητικά ανεπιθύμητες συνέπειες για τους στόχους της οδηγίας 2014/17 ( 36 ): τέτοιες συνέπειες θα μπορούσαν να είναι ο περιορισμός του φάσματος των προσφερόμενων πιστωτικών προϊόντων ή η επιβολή υψηλότερων επιτοκίων σε όλους τους καταναλωτές ( 37 ).

51.

Το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 αφήνει στα κράτη μέλη τη λήψη αποφάσεως για τον καθορισμό της αποζημιώσεως, χωρίς να περιορίζει εκ των προτέρων την εν λόγω απόφαση στο διαχειριστικό κόστος που σχετίζεται με την αποπληρωμή ή σε άλλα διοικητικά έξοδα που απορρέουν από αυτήν. Συνεπώς, ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο δράσεως και, ως εκ τούτου, δύναται να ενσωματώσει στην αποζημίωση το διαφυγόν κέρδος του πιστωτικού φορέα, εφόσον κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο για την προώθηση, εν τέλει, των στόχων της οδηγίας 2014/17 στη δική του αγορά κατοικιών.

4. Συστηματική ερμηνεία. Η οδηγία 2008/48

52.

Στο προοίμιό της, η οδηγία 2014/17 υπενθυμίζει την ανάγκη για μια ερμηνεία συνεπή και συμπληρωματική προς άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης, ιδίως την οδηγία 2008/48 ( 38 ). Μολονότι η οδηγία θέτει και κάποια όρια όσον αφορά το κριτήριο της συστηματικής ερμηνείας, κανέναν εξ αυτών δεν αφορά το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής ( 39 ).

53.

Η οδηγία 2008/48 αναγνωρίζει (αιτιολογική σκέψη 39) τη διαφορά μεταξύ της καταναλωτικής πίστης και «άλλ[ων] προϊόντ[ων], τα οποία χρηματοδοτούνται από μηχανισμούς μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, όπως τα ενυπόθηκα δάνεια σταθερού επιτοκίου». Ακριβώς επειδή το τελευταίο αυτό μοντέλο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης δεν είναι το σύνηθες στην περίπτωση της καταναλωτικής πίστης, η μέγιστη αποζημίωση του πιστωτικού φορέα σε περίπτωση πρόωρης εξοφλήσεως των πιστώσεων αυτών πρέπει κατά κανόνα να καθορίζεται ως κατ’ αποκοπήν ποσό.

54.

Στην οδηγία 2008/48, η εξαίρεση από τον εν λόγω κανόνα επιβεβαιώνει το ότι οι τόκοι που παύουν να εισπράττονται εξαιτίας της πρόωρης εξοφλήσεως αποτελούν (ή δύνανται να αποτελέσουν) αντικείμενο αποζημιώσεως:

Με την επιφύλαξη της τήρησης ανωτάτου ορίου, το άρθρο 16, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, επιτρέπει στα κράτη να προβλέπουν διαφορετική αποζημίωση λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική προκληθείσα ζημία ( 40 ).

Όσον αφορά το κριτήριο για τον προσδιορισμό της ζημίας, στην ίδια διάταξη ορίζεται ότι η ζημία «συνίσταται στη διαφορά μεταξύ του αρχικώς συμφωνηθέντος επιτοκίου με το επιτόκιο κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας είναι σε θέση να δανείσει στην αγορά το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα».

55.

Κατά συνέπεια, εφόσον τούτο ισχύει στην περίπτωση της οδηγίας 2008/48, μπορεί κατά μείζονα λόγο να ισχύσει, στο πλαίσιο δανείου που συνδέεται με ακίνητο (που εξασφαλίζεται με υποθήκη ή με άλλον ισοδύναμο τρόπο), και για την ερμηνεία του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17 ( 41 ). Ως εκ τούτου, επιβεβαιώνεται ότι η οικονομική ζημία που συνίσταται στους τόκους μπορεί να συμπεριληφθεί στα ενδεχόμενα έξοδα που έχουν σχέση με την πρόωρη αποπληρωμή της πιστώσεως, σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί αποζημιώσεως.

56.

Εν κατακλείδι, είμαι της γνώμης ότι ουδόλως αποκλείεται η προβλεπόμενη στη νομοθεσία κράτους μέλους ρύθμιση σύμφωνα με την οποία για την αποζημίωση βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 λαμβάνονται υπόψη ζημίες που συνδέονται με την απώλεια των τόκων οι οποίοι δεν πρόκειται πλέον να εισπραχθούν εξαιτίας της πρόωρης εξοφλήσεως.

Β.   Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

57.

Εάν η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι (όπως εικάζω) καταφατική, το αιτούν δικαστήριο θα ήθελε να μάθει αν το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17 περιέχει «κανόνες για τον υπολογισμό των εσόδων του πιστωτικού φορέα τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του διαφυγόντος κέρδους και τα οποία προκύπτουν από την επανεπένδυση προώρως εξοφληθέντος καταναλωτικού δανείου που συνδέεται με ακίνητο».

1. Σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού, εν γένει

58.

Η οδηγία 2014/17 δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο τρόπο υπολογισμού της αποζημιώσεως που οφείλεται στον πιστωτικό φορέα ( 42 ). Η μέθοδος υπολογισμού (καθώς και άλλες πτυχές της αποζημιώσεως, με λίγες μόνο προϋποθέσεις στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί και τις οποίες θα επαναλάβω κατωτέρω) αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

59.

Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και η αιτιολογική σκέψη 66 της οδηγίας 2014/17, η οποία διαλαμβάνει ότι η αποζημίωση καθορίζεται «σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες».

60.

Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως, η οδηγία 2014/17 δεν επιβάλλει ούτε απαγορεύει να λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος με τον οποίο ο πιστωτικός φορέας αξιοποιεί στην πράξη το ποσό της πρόωρης εξοφλήσεως ( 43 ) ή την εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης αντίστοιχης μεθόδου, πράγμα που εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να αποφασίσει.

61.

Οι προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία 2014/17 όσον αφορά την αποζημίωση περιορίζονται στην πρόβλεψη ότι η τελευταία δεν πρέπει να συνιστά κύρωση για τον καταναλωτή ούτε να υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα, πρέπει δε να είναι «εύλογη» ( 44 ) και «αντικειμενική».

62.

Η απαίτηση περί «αντικειμενικού» χαρακτήρα της αποζημιώσεως υποδηλώνει την ύπαρξη μιας αφηρημένης και προκαθορισμένης μεθόδου υπολογισμού, οι παράμετροι της οποίας δεν μπορεί να καθορίζονται κατά τη διακριτική ευχέρεια κάποιου εκ των συμβαλλομένων. Η μέθοδος αυτή πρέπει, εξάλλου, να χρησιμεύει για τον εντοπισμό των περιπτώσεων στις οποίες η αποζημίωση δεν δικαιολογείται ( 45 ). Ωστόσο, εφόσον γίνονται σεβαστά τα ως άνω χαρακτηριστικά, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως μέσω μεθόδου η οποία εμπεριέχει ένα υποθετικό στοιχείο μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει επιλογή που δεν αντίκειται στην οδηγία 2014/17.

2. Η μέθοδος ενεργητικού – παθητικού κατά τη γερμανική νομολογία

63.

Κατά τα εκτιθέμενα στη διάταξη περί παραπομπής, η οποία παραπέμπει στην εθνική νομολογία ( 46 ), σύμφωνα με τη μέθοδο του ενεργητικού – παθητικού η οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των εξής δύο μεγεθών:

των τόκων που θα πλήρωνε ο δανειολήπτης εάν η σύμβαση είχε εκτελεστεί κατά τα συμφωνηθέντα και

της αποδόσεως που θα επιτύγχανε ο πιστωτικός φορέας εάν επένδυε το ποσό που εισέπραξε πρόωρα σε κεφαλαιαγορά, σε ασφαλείς τίτλους διάρκειας αντίστοιχης με τη διάρκεια του δανείου.

64.

Ο υπολογισμός αυτός δεν προϋποθέτει την προηγούμενη υλοποίηση της επανεπένδυσης αυτής καθεαυτήν. Το μέτρο σύγκρισης λαμβάνεται με την αξιολόγηση της αποδόσεως μιας επενδύσεως με την ίδια διάρκεια ( 47 ).

65.

Περαιτέρω, από το ποσό της διαφοράς θα πρέπει να αφαιρεθεί το κόστος του κινδύνου καθώς και τα διοικητικά έξοδα που εξοικονομήθηκαν μέχρι την ημερομηνία καταβολής της αποζημιώσεως πρόωρης εξοφλήσεως· το ποσό της διαφοράς επικαιροποιείται με βάση την ως άνω ημερομηνία καταβολής.

66.

Με τη μέθοδο αυτή:

Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται με βάση τους όρους της κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι καθορίζονται κατά τρόπο διαφανή και επί των οποίων ουδεμία επιρροή ασκεί ο πιστωτικός φορέας.

Ο τύπος υπολογισμού δεν περιλαμβάνει ποσά που επιβάλλονται στον δανειολήπτη ως κυρώσεις για την πρόωρη αποπληρωμή.

Η αποζημίωση που υπολογίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της οικονομικής ζημίας και, ως εκ τούτου, εκ των πραγμάτων δεν συνιστά επιβολή κυρώσεως στον καταναλωτή που προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση. Εάν τα επιτόκια που εφαρμόζονται στην επανεπένδυση είναι υψηλότερα από εκείνα που είχαν συμφωνηθεί στην αρχική σύμβαση πιστώσεως, ο πιστωτικός φορέας δεν θα δικαιούται αποζημίωση.

67.

Όπως όλοι οι παρεμβαίνοντες στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, και με την επιφύλαξη της τελικής εκτιμήσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου επί του σημείου αυτού, θεωρώ ότι η μέθοδος «ενεργητικού – παθητικού» πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που θέτει η οδηγία 2014/17 όσον αφορά την αποζημίωση.

68.

Εξάλλου, η εν λόγω μέθοδος προσομοιάζει με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται στην οδηγία 2008/48, στο άρθρο 16, παράγραφος 4, in fine, για τον υπολογισμό της πραγματικής οικονομικής ζημίας του πιστωτικού φορέα, όταν τα κράτη μέλη προβλέπουν, κατ’ εξαίρεση, παρέκκλιση από τον κανόνα του κατ’ αποκοπήν ανωτάτου ορίου (άρθρο 16, παράγραφος 2).

69.

Πράγματι, ο υπολογισμός της αποζημιώσεως του πιστωτικού φορέα που προβλέπεται στην οδηγία 2008/48 για την καταναλωτική πίστη ενσωματώνει, όπως και η μέθοδος «ενεργητικού – παθητικού», το στοιχείο της υποθετικής (και όχι κατ’ ανάγκη πραγματικής) επενδύσεως του ποσού της αποπληρωμής ( 48 ). Το γεγονός ότι ο εν λόγω υπολογισμός είναι νόμιμος στον τομέα της καταναλωτικής πίστης διευκολύνει τη θεώρησή του ως νόμιμου και στην περίπτωση των ενυπόθηκων δανείων ή δανείων με ισοδύναμη εξασφάλιση.

Γ.   Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

70.

Το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να μάθει αν το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως της υπό κρίση υποθέσεως, όπου ο καταναλωτής, πριν εξοφλήσει την πίστωση, προβαίνει σε καταγγελία της συμβάσεώς του ασκώντας το δικαίωμα καταγγελίας που του απονέμει η εθνική έννομη τάξη.

71.

Το ερώτημα τίθεται σε σχέση με το γερμανικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει δύο περιπτώσεις πρόωρης αποπληρωμής της πιστώσεως σε δάνεια με σταθερό επιτόκιο:

Στην πρώτη περίπτωση, η εξόφληση επέρχεται ως επακόλουθο της καταγγελίας της συμβάσεως από τον δανειολήπτη και υπόκειται στους όρους της τελευταίας. Επ’ αυτής εφαρμόζεται το άρθρο 490, παράγραφος 2, του BGB, το οποίο παρέχει στον καταναλωτή το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας της συμβάσεως ( 49 ). Η εν λόγω διάταξη, υπό την τρέχουσα διατύπωσή της, προϋπήρχε της οδηγίας 2014/17 και δεν συνιστά ρύθμιση για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη.

Στη δεύτερη περίπτωση, η αποπληρωμή δεν συντελείται συνεπεία της καταγγελίας της συμβάσεως· λειτουργεί ανεξαρτήτως του αν θα λάβει χώρα η τελευταία. Ρυθμίζεται, κατ’ ουσίαν, από τα άρθρα 500 και 502 του BGB, όπως τροποποιήθηκαν το 2016 στο πλαίσιο της μεταφοράς της οδηγίας 2014/17 στην εθνική έννομη τάξη ( 50 ). Ο καταναλωτής είναι ελεύθερος να προβεί σε πρόωρη αποπληρωμή ανά πάσα στιγμή, εάν αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον ( 51 ).

72.

Η εφαρμογή εκάστου εκ των ως άνω κανόνων επισύρει διαφορετικές συνέπειες όσον αφορά την αποζημίωση του πιστωτικού φορέα:

Το άρθρο 490, παράγραφος 2, του BGB προβλέπει ότι ο δανειολήπτης υποχρεούται να αποζημιώσει τον δανειστή για τη ζημία που υπέστη ο τελευταίος λόγω της πρόωρης καταγγελίας της συμβάσεως. Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως εφαρμόζονται οι γενικές αρχές περί αποκαταστάσεως της ζημίας και, ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 252 του BGB, η αποζημίωση καταλαμβάνει και το διαφυγόν κέρδος.

Σύμφωνα με το άρθρο 502, παράγραφος 1, του BGB, σε περίπτωση πρόωρης εξοφλήσεως, ο δανειστής μπορεί να αξιώσει εύλογη αποζημίωση για τη ζημία που έχει άμεση σχέση με την εν λόγω εξόφληση. Το ποια στοιχεία περιλαμβάνει η εν λόγω αποζημίωση καθώς και ο τρόπος υπολογισμού της αποτελούν ζητήματα που ρυθμίζονται με απόφαση του εθνικού νομοθέτη, με την επιφύλαξη των περιορισμών και των προϋποθέσεων που θέτει η οδηγία 2014/17.

73.

Λόγω της υπάρξεως διαφορετικών απόψεων στη θεωρία, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17 εφαρμόζεται και στην απόσβεση του δανείου κατόπιν καταγγελίας της συμβάσεως, που διέπεται από το άρθρο 490, παράγραφος 2, του BGB.

74.

Κατά το αιτούν δικαστήριο, «πολλά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της εφαρμογής του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17 και στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής προβαίνει σε καταγγελία της συμβάσεως […] σύμφωνα με το άρθρο 490, παράγραφος 2, του BGB, προτού προβεί σε πρόωρη εξόφληση της πιστώσεως».

75.

Προσθέτει ότι τυχόν παραδοχή περί του αντιθέτου «θα στερούσε πολλούς καταναλωτές από το δικαίωμά τους να προβούν σε […] εξόφληση […]. Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως πρόωρης εξοφλήσεως κατά την άσκηση του δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 490, παράγραφος 2, του BGB με τρόπο διαφορετικό από εκείνον που χρησιμοποιείται […] σύμφωνα με τα άρθρα 500 και 502 του BGB, θα είχε ως αποτέλεσμα ότι ο καταναλωτής που καταγγέλλει πρόωρα την πίστωσή του θα περιερχόταν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, σε δυσμενέστερη θέση από εκείνον που ασκεί το δικαίωμά του για πρόωρη εξόφληση χωρίς να προβεί σε καταγγελία».

76.

Επομένως, καταλήγει το αιτούν δικαστήριο, «από τον σκοπό προστασίας του καταναλωτή που υπηρετεί το εν λόγω δικαίωμα προκύπτει ότι είναι αναγκαία η εφαρμογή του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17 και στην περίπτωση που έχει μεσολαβήσει καταγγελία της συμβάσεως πιστώσεως πριν από την εξόφληση της πιστώσεως».

77.

Συμμερίζομαι τη θέση του αιτούντος δικαστηρίου όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/17. Διατηρώ, ωστόσο, επιφυλάξεις σχετικά με κάποια σημεία της συλλογιστικής στην οποία στηρίζεται η εν λόγω θέση.

78.

Σε αφηρημένο επίπεδο, το ερώτημα είναι αν κάθε κράτος μέλος μπορεί να διαμορφώσει με διαφορετικό τρόπο το δικαίωμα αποζημιώσεως του πιστωτικού φορέα ( 52 ), ανάλογα με το αν το συνδέει ή όχι με την εκ μέρους του καταναλωτή άσκηση του δικαιώματός του να προβεί σε έκτακτη καταγγελίας της συμβάσεως.

79.

Κατά τη γνώμη μου, δεν μπορεί να αποκλειστεί καταφατική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Με άλλα λόγια, επιχειρήματα όπως το ότι ένας καταναλωτής μπορεί να περιέλθει σε «δυσμενέστερη θέση» ( 53 ) από έναν άλλο συνεπεία της αξιοποιήσεως συγκεκριμένης εκ των δυνατοτήτων που προσφέρει το εθνικό δίκαιο, αντί της εναλλακτικής της, δεν μου φαίνονται επαρκή για να δικαιολογήσουν τον περιορισμό του περιθωρίου κανονιστικής ελευθερίας που διαθέτουν τα κράτη μέλη.

80.

Αυτό που απαιτείται, εν πάση περιπτώσει, είναι η εκάστοτε πρόβλεψη της εθνικής νομοθεσίας να συνάδει όχι μόνο με τη γενική διάταξη του άρθρου 2 της οδηγίας 2014/17, αλλά επιπλέον και με το άρθρο 25 της εν λόγω οδηγίας.

81.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο ερώτημα αν οι αρχές που διέπουν την αποζημίωση στο πλαίσιο του άρθρου 490, παράγραφος 2, του BGB (και επιτρέπουν τον συνυπολογισμό του διαφυγόντος κέρδους υπέρ του δανειστή) υπόκεινται ή όχι στην υποχρέωση συμμορφώσεως προς το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17, πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση ( 54 ).

82.

Το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17 παρέχει στους καταναλωτές το δικαίωμα να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, πλήρως ή εν μέρει, χωρίς να πρέπει να περιμένουν να καταστούν ληξιπρόθεσμες. Η διάταξη σιωπά ως προς τις λεπτομέρειες ασκήσεως του δικαιώματος αυτού: μπορεί να πρόκειται για μια καθαρά υλική πράξη εξοφλήσεως ή για μια συνέπεια της δυνατότητας καταγγελίας της συμβάσεως πιστώσεως.

83.

Η προστασία που παρέχεται στον καταναλωτή από την οδηγία 2014/17 πρέπει να υφίσταται πάντοτε, ανεξαρτήτως του ποιον από τους δύο ως άνω τρόπους θα επιλέξει ο καταναλωτής για να ασκήσει το δικαίωμα πρόωρης εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του. Οποιαδήποτε ρύθμιση και αν θεσπίσει το κράτος μέλος κατά την άσκηση της ελευθερίας που του παρέχει η οδηγία 2014/17, η διακριτική του ευχέρεια υπόκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 25, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, οι προϋποθέσεις αυτές ισχύουν είτε η πρόωρη εξόφληση λαμβάνει χώρα ως επακόλουθο της καταγγελίας της συμβάσεως είτε ανεξαρτήτως αυτής.

84.

Δεν νομίζω ότι η αναφορά του άρθρου 25, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2014/17 στο δικαίωμα αποπληρωμής «πριν από τη λήξη» της συμβάσεως μπορεί να θεμελιώσει το επιχείρημα που προβάλλει η VR Bank ( 55 ). Το άρθρο 25 της οδηγίας 2014/17 δεν σκοπεί την επιβολή χρονικών περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος του καταναλωτή να εκπληρώνει πρόωρα τις υποχρεώσεις του. Αντιθέτως, χρησιμεύει προκειμένου να υπογραμμισθεί ότι το εν λόγω δικαίωμα υπερισχύει του συνήθους καθεστώτος των ιδιωτικών συμβάσεων, που επιτάσσει ότι αμφότερα τα μέρη υποχρεούνται να εκπληρώσουν τα συμφωνηθέντα, και μάλιστα υπό τους (επίσης χρονικής φύσεως) συμφωνηθέντες όρους.

V. Πρόταση

85.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο Landgericht Ravensburg (πρωτοδικείο Ravensburg, Γερμανία) ως εξής:

«Το άρθρο 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, κατά τον καθορισμό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον πιστωτικό φορέα, λαμβάνει υπόψη τη ζημία που συνδέεται με την απώλεια τόκων οι οποίοι έπαυσαν να οφείλονται εξαιτίας της πρόωρης εξοφλήσεως της πιστώσεως από τον καταναλωτή.

Δεν αντιτίθεται σε μέθοδο υπολογισμού της αποζημιώσεως του πιστωτικού φορέα λόγω της πρόωρης εξοφλήσεως της πιστώσεως η οποία βασίζεται στην υποθετική επανεπένδυση του εξοφληθέντος ποσού σε ασφαλείς τίτλους της κεφαλαιαγοράς διάρκειας αντίστοιχης με τη διάρκεια του δανείου.

Εφαρμόζεται όταν ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμά του να εκπληρώσει πρόωρα της υποχρεώσεις του αφού έχει προβεί πρώτα σε καταγγελία της συμβάσεως πιστώσεως που συνδέεται με ακίνητο».


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 60, σ. 34).

( 3 ) Απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2023, UniCredit Bank Austria (C‑555/21, EU:C:2023:78· στο εξής: απόφαση UniCredit Bank Austria).

( 4 ) Η εν λόγω μέθοδος συνίσταται στην παραδοχή ότι τα κεφάλαια που απελευθερώνονται μέσω της εξοφλήσεως επενδύονται σε ενυπόθηκες ομολογίες αντίστοιχης διάρκειας. Στο πλαίσιο του εν λόγω υπολογισμού, η ζημία που προκύπτει από τη χειροτέρευση του επιτοκίου λαμβάνεται υπόψη ως οικονομική επιβάρυνση λόγω της πρόωρης εξοφλήσεως του δανείου. Ισοδυναμεί με τη διαφορά μεταξύ του συμβατικού επιτοκίου και της αποδόσεως των ενυπόθηκων ομολογιών των οποίων η διάρκεια αντιστοιχεί στην εναπομένουσα διάρκεια του εξοφληθέντος δανείου.

( 5 ) Ο ένας εξ αυτών, που υπηρετούσε στον στρατό, μετατέθηκε.

( 6 ) Άρθρο 1.

( 7 ) Με την προϋπόθεση οι εν λόγω διατάξεις να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17).

( 8 ) Η δυσκολία επίτευξης περαιτέρω εναρμόνισης εξηγείται πιθανότατα από την προϋπάρχουσα της οδηγίας ποικιλομορφία επί του εν λόγω σημείου. Βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει τη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση των αγορών ενυπόθηκης πίστης, SEC(2007) 1683, σ. 56. Σύμφωνα με την έκθεση Evaluation of the Mortgage Credit Directive (Directive 2014/17/EU), των Risk & Policy Analysts (RPA), 2021, παράρτημα I, πίνακας 163, τον Οκτώβριο του 2020 είκοσι κράτη μέλη είχαν θεσπίσει διατάξεις περί αποζημιώσεως του πιστωτικού φορέα σε περίπτωση πρόωρης αποπληρωμής· τέσσερα κράτη μέλη δεν είχαν θεσπίσει σχετικές διατάξεις, σχετικά δε με τα λοιπά κράτη μέλη δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία.

( 9 ) Τούτο φαίνεται να αποτελεί κοινή πρακτική στη Γερμανία, η νομολογία της οποίας δέχεται ότι η ζημία του πιστωτικού φορέα προσδιορίζεται σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου της αδικοπραξίας. Κατά συνέπεια, η αποζημίωση μπορεί να καλύπτει τους μη εισπραχθέντες τόκους υπό τη μορφή του διαφυγόντος κέρδους (άρθρο 252 BGB), κατ’ εφαρμογήν των εθνικών κανόνων περί μεταφοράς του άρθρου 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17.

( 10 ) Η διατύπωση του ερωτήματος ενδέχεται να δημιουργήσει σύγχυση. Στο μέτρο που εξομοιώνει το διαφυγόν κέρδος με τους μελλοντικούς αυτούς τόκους, τυχόν καταφατική απάντηση χωρίς την παροχή περαιτέρω διευκρινίσεων θα σήμαινε ότι ο πιστωτικός φορέας θα μπορούσε να αξιώσει από τον καταναλωτή, ως αποζημίωση βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17, το σύνολο των τόκων που θα είχαν προκύψει από το δάνειο εάν η συμβατική σχέση είχε εξακολουθήσει να υφίσταται μέχρι την αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία, έστω και αν επί των εν λόγω τόκων εφαρμόζεται η προβλεπόμενη στο άρθρο 25, παράγραφος 1, μείωση. Το δεύτερο ερώτημα, σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του διαφυγόντος κέρδους προκειμένου αυτό να αποτελέσει αντικείμενο αποζημιώσεως, παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με την προσέγγιση που υιοθετείται και, κατ’ επέκταση, σε σχέση με την ως άνω παραδοχή.

( 11 ) Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ορισμένες ερμηνείες που έχει εισφέρει η θεωρία βάσει του γράμματος του κειμένου. Η σύγκριση των διαφορετικών γλωσσικών αποδόσεων επιτάσσει να είναι κανείς προσεκτικός στη χρήση του συγκεκριμένου ερμηνευτικού κριτηρίου.

( 12 ) Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Hogan στην υπόθεση Lexitor (C‑383/18, EU:C:2019:451, σημείο 49), σχετικά με το άρθρο 16, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66). Κατά τη γνώμη μου, η παράγραφος αυτή σκοπεί την αποζημίωση του πιστωτικού φορέα για την απόδοση που θα μπορούσε να έχει επιτύχει εάν το δάνειο δεν είχε εξοφληθεί πρόωρα (μολονότι, ανάλογα με το χρονικό διάστημα που παρήλθε, τίθεται ποσοστιαίο όριο στην αποζημίωση, για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 39 της οδηγίας 2008/48).

( 13 ) Η οδηγία 2014/17, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, μνημονεύει ετερογενείς κατηγορίες εξόδων και επιβαρύνσεων, ήτοι: τα έξοδα αποτίμησης της αξίας του ακινήτου, τα έξοδα για το άνοιγμα και τη διαχείριση τραπεζικού λογαριασμού, την εγγραφή στο υποθηκοφυλακείο ή κτηματολόγιο, την πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων καταναλωτικής πίστης, τα απορρέοντα από την εξόφληση, τα σχετικά με την εγγύηση της πιστώσεως, τα έξοδα των συμβάσεων πιστώσεως, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, παράγραφος 2, εκείνα που δεν περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πιστώσεως, που σχετίζονται με την εκτίμηση του ακινήτου, που ισχύουν όσον αφορά την προσφορά της σύμβασης πιστώσεως, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει καταβολές στον λογαριασμό και αναλήψεις από αυτόν, τα λοιπά έξοδα τα σχετικά με καταβολές, οι επιβαρύνσεις που αφορούν ζημία που προκλήθηκε λόγω της αθέτησης υποχρεώσεως προς πληρωμή, εκείνα που καταβάλλονται εφάπαξ, εκείνα που καταβάλλονται περιοδικά, τα σχετικά με το δάνειο, τα απορρέοντα από τη μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων, οι επιβαρύνσεις που δεν είναι γνωστές στον πιστωτικό φορέα, καθώς και εκείνες που περιλαμβάνονται στη δόση.

( 14 ) Τούτο καταδεικνύεται από την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως UniCredit Bank Austria σε σχέση με το άρθρο 25, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/17. Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Lexitor (C‑383/18, EU:C:2019:702), όσον αφορά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, το οποίο έχει πανομοιότυπη, κατ’ ουσίαν, διατύπωση με το ως άνω άρθρο.

( 15 ) Η ακριβής διατύπωση που χρησιμοποιείται αναφέρεται στο «χρεωστικό επιτόκιο ή τα λοιπά έξοδα που συνδέονται με την προσφορά». Ένα πρόσθετο παράδειγμα «εξόδων» που καλύπτει και τους τόκους περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/17, σε σχέση με το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, αυτής.

( 16 ) Άρθρο 4, παράγραφος 13, της οδηγίας 2014/17, το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48.

( 17 ) Όπ.π. Σύμφωνα με το άρθρο 3, στοιχείο ζʹ, της οδηγίας 2008/48, το συνολικό κόστος της πιστώσεως ισοδυναμεί με «το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων […]» (η υπογράμμιση δική μου). Από τη σκοπιά του καταναλωτή, η απαρίθμηση των «τόκων» και των «επιβαρύνσεων» ως διακριτών εννοιών σε σχέση με το δικαίωμα μείωσης που συνοδεύει την πρόωρη εξόφληση εξυπηρετεί τον σκοπό της αποσαφήνισης: εξαλείφει εκ προοιμίου τις αμφιβολίες ως προς το αν η εν λόγω μείωση περιορίζεται στη μία ή την άλλη κατηγορία (καθώς και τον ενδεχόμενο πειρασμό περιορισμού της). Από τη σκοπιά του πιστωτικού φορέα, η ερμηνεία των εν λόγω εννοιών ως αλληλοαποκλειόμενων δεν συνάδει με άλλες αναφορές του άρθρου 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17: βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.

( 18 ) Ομοίως και η αιτιολογική σκέψη 66 («οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα»).

( 19 ) Υπενθυμίζω ότι κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Συμβουλίου για την ισχύουσα οδηγία συμπεριλήφθηκε, στη μελλοντική αιτιολογική σκέψη 50, αναφορά στην πρόωρη αποπληρωμή χωρίς αντιστάθμισμα («free of charge for the consumer»), η οποία αφορούσε, ακριβώς, τις πιστώσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο: βλ. υποσημείωση 24 των παρουσών προτάσεων. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση που η αποζημίωση πρόωρης εξοφλήσεως αφορά μόνο πιστώσεις με σταθερό επιτόκιο, όπως στην υπό κρίση υπόθεση.

( 20 ) Η αιτιολογική σκέψη 66 της οδηγίας 2014/17 χρησιμοποιεί ελαφρώς διαφορετική διατύπωση: «Στην περίπτωση που τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση, η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να είναι εύλογη και αντικειμενικώς δικαιολογημένη για […] έξοδα […]» (η υπογράμμιση δική μου). Η διατύπωση αυτή καθιστά σαφέστερο, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι τα έξοδα είναι ο λόγος ύπαρξης της αποζημιώσεως, καθώς επίσης και το κριτήριο υπολογισμού της.

( 21 ) Έκθεση σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, COM(2011)0142 – C7-0085/2011 – 2011/0062(COD), της 11ης Οκτωβρίου 2012, τροπολογία 35. Δεν συγκαταλέγεται σε εκείνες που εγκρίθηκαν: βλ. έγγραφο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με την εν λόγω πρόταση, P7_TA(2013) 0341 (ΕΕ 2016, C 93, σ. 295).

( 22 ) Έκθεση σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας, COM(2011)0142 – C7-0085/2011 – 2011/0062(COD), της 11ης Οκτωβρίου 2012. Τροπολογία 87 που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 10 Σεπτεμβρίου 2013, έγγραφο P7_TA(2013) 0341 (ΕΕ 2016, C 93, σ. 295). Υπενθυμίζω ότι οι τροπολογίες αυτές αντικαταστάθηκαν από τη θέση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, έγγραφο P7_TC1-COD(2011) 0062, η διατύπωση της οποίας ταυτίζεται με την τελική νομοθετική πράξη, ήτοι την οδηγία 2014/17.

( 23 ) Από το έγγραφο της 3ης Νοεμβρίου 2011, 16325/11. Η εν λόγω διάκριση είχε συμπεριληφθεί στο (τότε) τμήμα 8 των οδηγιών για τη συμπλήρωση του ESIS.

( 24 ) Με βάση το σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες (Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας – Συμβιβαστική πρόταση της Προεδρίας), της 15ης Νοεμβρίου 2011, έγγραφο 16948/11, αιτιολογική σκέψη 50. Δεν περιελήφθησαν καν στο κείμενο που συμφωνήθηκε προσωρινά με το Κοινοβούλιο στις 22 Απριλίου 2013, μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων: βλ. σημείωμα της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προς τις αντιπροσωπείες (Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα κατοικίας – Συμβιβαστική πρόταση της Προεδρίας), της 3ης Μαΐου 2013, έγγραφο 8895/13.

( 25 ) Απόφαση UniCredit Bank Austria (σκέψη 29).

( 26 ) Η μελέτη του 2019 με τίτλο Study on switching of financial services and products, την εκπόνηση της οποίας παρήγγειλε η Επιτροπή, αναφέρεται στο ποσό της αποζημιώσεως που οφείλεται στον δανειστή, ιδίως στην περίπτωση ενυπόθηκου δανείου με σταθερό επιτόκιο, ως έναν από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να αποθαρρύνουν τους καταναλωτές και να τους αποτρέψουν από την άσκηση του δικαιώματος [πρόωρης] αποπληρωμής. Βλ., επίσης, την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την επανεξέταση της οδηγίας 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, COM(2021) 229 final.

( 27 ) Διάταξη περί παραπομπής, τμήμα Δ, σκέψη I.2.β), υπό ββ), και I.3.α), με αναφορά στις απόψεις της θεωρίας.

( 28 ) Με την αιτιολογική της σκέψη 66, η οδηγία 2014/17 αναγνωρίζει και αποδέχεται την προκύπτουσα ποικιλομορφία.

( 29 ) Η αποζημίωση καλύπτει μόνο τα έξοδα «που έχουν άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση» και δικαιολογείται βάσει αυτών, δεν «υπερβαίνει την οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα», δεν συνιστά κύρωση για τον καταναλωτή και πρέπει να είναι «αντικειμενική» και «εύλογη».

( 30 ) Ούτε, άλλωστε, της «αντικειμενικής». Κατά τη γνώμη μου, το επίθετο αυτό αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού του ποσού της αποζημιώσεως: βλ. σημείο 62 των παρουσών προτάσεων.

( 31 ) Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, θεωρώ ότι ως ένδειξη μιας κάποιας σύγκλισης απόψεων μπορεί να αναφερθεί η δίκαιη αποζημίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για την απώλεια πελατείας, η οποία δεν αποκλείει την πρόσθετη αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2, της οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) (ΕΕ 1986, L 382, σ. 17)· συναφώς, βλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2023, 02 Czech Republic (C‑574/21, EU:C:2023:233), καθώς και της 13ης Οκτωβρίου 2022, Herios (C‑593/21, EU:C:2022:784). Ένα άλλο παράδειγμα είναι η οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10), το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οποίας προβλέπει την υποχρέωση καταβολής «δίκαιης αποζημίωσης» υπέρ των δημιουργών σε ορισμένες περιπτώσεις. Το Δικαστήριο έχει παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της εν λόγω έννοιας και της ανάγκης εξεύρεσης της «δέουσας ισορροπίας» μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερομένων, η οποία αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 31: βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan (C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψεις 38 επ.), καθώς επίσης τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην ίδια υπόθεση (C‑467/08, EU:C:2010:264, σημεία 73 επ.). Τέλος, αξίζει να αναφερθεί η ανάλογη αποζημίωση την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της (ήδη καταργηθείσας) οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19): βλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Messner (C‑489/07, EU:C:2009:502, σκέψη 26).

( 32 ) Αυτή ήταν η εξήγηση που δόθηκε για τον όρο «εύλογη» στο πλαίσιο της πρώτης πρότασης της Επιτροπής για την οδηγία για την καταναλωτική πίστη, όπου αναφέρεται ρητά η αποζημίωση του πιστωτικού φορέα: Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM(2002) 443 τελικό, υπό 3 (Εξέταση των διατάξεων, άρθρο 16).

( 33 ) Αιτιολογική σκέψη 82.

( 34 ) Αιτιολογικές σκέψεις 3, 66, 67 και 75, μεταξύ άλλων.

( 35 ) «Η δυνατότητα του καταναλωτή να εξοφλήσει την πίστωση πριν από τη λήξη της σύμβασης πίστωσης μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προώθηση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης, καθώς και να βοηθήσει στην παροχή της ευελιξίας καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης που είναι απαραίτητη για την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σύμφωνα με τις συστάσεις του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας». Όπως εξήγησα με τις προτάσεις μου στην υπόθεση UniCredit Bank Austria (C‑555/21, EU:C:2022:742, σημείο 67), το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής δεν αποσκοπεί στη διόρθωση της ασυμμετρίας που χαρακτηρίζει τη συμβατική σχέση πιστωτικού φορέα-καταναλωτή.

( 36 ) Παρατηρήσεις της Γερμανικής Κυβερνήσεως (σημείο 45) και, αναλυτικά, παρατηρήσεις της VR Bank (σημεία 44 επ.). Το παράρτημα ΙΙΙ του εγγράφου εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει τη Λευκή Βίβλο για την ολοκλήρωση των αγορών ενυπόθηκης πίστης, SEC(2007) 1683, αναφέρεται, στις σελίδες 60 και 61, στις εν λόγω στρατηγικές που συνδέονται με τη ρύθμιση της αποζημιώσεως σε διάφορα κράτη μέλη και εξηγεί, με παραδείγματα, τις επιπτώσεις τους στις επιμέρους αγορές. Βλ. Schäfer, H.B., και Wulf, A.J., «Premature repayment of fixed interest mortgage loans without compensation, a case of misguided consumer protection in the EU», European Journal of Law and Economics, 2022, σ. 175 έως 208.

( 37 ) Κάτι το οποίο θα περιόριζε τελικά τη δυνατότητα των καταναλωτών να αναζητούν τα προϊόντα που ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες τους, πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης πίστωσης για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, ή αργότερα, προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα πρόωρης αποπληρωμής. Η πρόβλεψη ή μη δικαιώματος αποζημιώσεως και η επιβολή ή μη ανωτάτου ορίου όσον αφορά το ύψος αυτής συνδέονται με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη τάση των πιστωτικών φορέων να προσφέρουν μακροπρόθεσμα δάνεια με σταθερό επιτόκιο.

( 38 ) Αιτιολογικές σκέψεις 19 και 20. Βλ., επίσης, απόφαση UniCredit Bank Austria (σκέψη 28): «από τις αιτιολογικές σκέψεις 19 και 20 της οδηγίας 2014/17 προκύπτει ότι, για λόγους ασφάλειας δικαίου, πρέπει να διασφαλισθεί η συνέπεια και ο συμπληρωματικός χαρακτήρας της εν λόγω οδηγίας σε σχέση με άλλες πράξεις που έχουν εκδοθεί στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. […]».

( 39 ) Αιτιολογική σκέψη 22. Προ της εκδόσεως της οδηγίας 2014/17, ορισμένα κράτη μέλη είχαν επεκτείνει την εφαρμογή του άρθρου 16 της οδηγίας 2008/48 στις πιστώσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλον ισοδύναμο τρόπο.

( 40 ) Κάνοντας την παραδοχή ότι η διαφορά μπορεί να ευνοεί οποιονδήποτε από τους συμβαλλομένους: τον πιστωτικό φορέα, εάν αποδείξει ότι η πραγματική ζημία υπερβαίνει το υπολογισθέν κατ’ αποκοπήν ποσό, ή τον καταναλωτή, ο οποίος μπορεί να ζητήσει μείωση του ποσού αυτού, εάν το τελευταίο υπερβαίνει την πραγματική ζημία που υπέστη ο πιστωτικός φορέας.

( 41 ) Υπό τον όρο, όσον αφορά την ενυπόθηκη πίστωση, ότι είναι θεωρητικώς δυνατές και άλλες μέθοδοι υπολογισμού της αποζημιώσεως, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 25, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/17. Υπενθυμίζω ότι το επίπεδο εναρμόνισης της εν λόγω οδηγίας είναι χαμηλότερο από εκείνο της οδηγίας 2008/48.

( 42 ) Οι πιθανές μέθοδοι υπολογισμού δεν εκτίθενται ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας.

( 43 ) Στο σημείο 35 των παρατηρήσεών της, η Επιτροπή προειδοποιεί για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η εν λόγω μέθοδος, η οποία θα καθιστούσε αναγκαίο να προσδιορίζεται επακριβώς, ή ακόμη και να ορίζεται, το πώς θα επενδύεται το εξοφληθέν ποσό από τη στιγμή της εισπράξεώς του μέχρι την αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία καταβολής του.

( 44 ) Όπως προανέφερα, η αποζημίωση θα είναι «εύλογη» εφόσον επιφέρει εξισορρόπηση μεταξύ των πλεονεκτημάτων του δικαιώματος πρόωρης αποπληρωμής για τον καταναλωτή και των μειονεκτημάτων του ίδιου δικαιώματος για τον πιστωτικό φορέα. Βλ. σημείο 46 των παρουσών προτάσεων.

( 45 ) Τούτο θα μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση που, λόγω βελτιώσεως των συνθηκών της αγοράς, η επανεπένδυση θα αποφέρει στον πιστωτικό φορέα κέρδη μεγαλύτερα από αυτά που θα προέκυπταν από την εκτέλεση της συμβάσεως εντός της συμφωνηθείσας διάρκειάς της. Προς αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί η πρώτη πρόταση της Επιτροπής για την οδηγία για την καταναλωτική πίστη, η οποία εισήγαγε ρητά την αποζημίωση του πιστωτικού φορέα: πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εναρμόνιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν τις πιστώσεις που χορηγούνται στους καταναλωτές, COM(2002) 443 τελικό, υπό 3 (Εξέταση των διατάξεων, άρθρο 16).

( 46 ) Απόφαση του Bundesgerichtshof (Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) της 30ής Νοεμβρίου 2004, XI ZR 285/03.

( 47 ) Η απόδοση μπορεί να συναχθεί βάσει των στοιχείων της Deutsche Bundesbank ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την κεφαλαιαγορά.

( 48 ) Σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 4, in fine, της οδηγίας 2008/48, η οικονομική ζημία του πιστωτικού φορέα, ως προς την οποία ο τελευταίος μπορεί να δικαιούται αποζημίωση, εφόσον το οικείο κράτος μέλος το προβλέπει, συνίσταται «στη διαφορά μεταξύ του αρχικώς συμφωνηθέντος επιτοκίου με το επιτόκιο κατά το οποίο ο πιστωτικός φορέας είναι σε θέση να δανείσει στην αγορά το ποσό που εξοφλήθηκε πρόωρα […]». Το υποθετικό στοιχείο γίνεται σαφέστερα αντιληπτό στις γλωσσικές αποδόσεις όπου χρησιμοποιείται η υποτακτική.

( 49 ) Από τεχνικής απόψεως, το άρθρο 490, παράγραφος 2, του BGB παρέχει στον καταναλωτή το δικαίωμα να μεταβάλει τη συμβατική σχέση («Gestaltungsrecht») υπό αυστηρές χρονικές προϋποθέσεις και εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον, ερμηνευόμενο συσταλτικά. Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, το συμφέρον αυτό συνδέεται με την οικονομική ελευθερία του δανειολήπτη όσον αφορά το ακίνητο, υφίσταται δε, ιδίως, όταν ο δανειολήπτης έχει την ανάγκη να αξιοποιήσει το ακίνητο με διαφορετικό τρόπο.

( 50 ) Gesetz zur Umsetzung der Wohnimmobilienkreditrichtlinie und zur Änderung handelsrechtlicher Vorschriften, 11.03.2016, BGBl I. 2016, αριθ. 12 16.03.2016, σ. 296.

( 51 ) Η κατά τα ανωτέρω έννοια του «έννομου συμφέροντος» είναι πιο χαλαρή από ό,τι στο πλαίσιο του άρθρου 490, παράγραφος 2, του BGB. Η διάταξη περί παραπομπής εξηγεί ότι το έννομο συμφέρον συντρέχει χαρακτηριστικά σε περίπτωση διαζυγίου ή απώλειας εργασίας.

( 52 ) Με την επιβολή διαφορετικών προϋποθέσεων, για παράδειγμα όσον αφορά το «έννομο συμφέρον» που μπορεί να προβληθεί ή την πρόβλεψη περιόδων αναμονής για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος, όπως συμβαίνει επί του παρόντος στη Γερμανία.

( 53 ) Βλ. σημείο 75 των παρουσών προτάσεων.

( 54 ) Είναι προφανές ότι η απάντηση δεν προδικάζει το ζήτημα του κατά πόσον τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν, προς όφελος των καταναλωτών, το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας της συμβάσεως. Στην αιτιολογική σκέψη 21 της οδηγίας 2014/17, in fine, διευκρινίζεται ότι η εν λόγω οδηγία «[…] δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες σχετικά με το κύρος, την κατάρτιση ή το αποτέλεσμα μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζονται γενικές πτυχές του δικαίου των συμβάσεων». Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, την απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Ηνωμένο Βασίλειο κ.λπ. (C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736, σκέψη 110), σε σχέση με την οδηγία 2008/48.

( 55 ) Παρατηρήσεις της VR Bank (σημεία 16 και 17). Κατά την άποψη της VR Bank, όταν ο καταναλωτής επιλέγει να προβεί σε έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως, η σύμβαση λύεται ex nunc και επομένως η επακόλουθη εξόφληση δεν λαμβάνει χώρα «πριν από την ημερομηνία λήξης» στην οποία αναφέρεται το άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2014/17.

Top