This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62019CJ0862
Judgment of the Court (Fifth Chamber) of 17 June 2021.#Czech Republic v European Commission.#Appeal – European Social Fund (ESF) – European Regional Development Fund (ERDF) – Partial cancellation of assistance for operational programmes in the Czech Republic – Directive 2004/18/EC – Article 16(b) – Specific exclusion – Public service contracts relating to programme material intended for broadcasting.#Case C-862/19 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 2021.
Τσεχική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Μερική ακύρωση των ενισχύσεων για επιχειρησιακά προγράμματα στην Τσεχική Δημοκρατία – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 16, στοιχείο βʹ – Ειδική εξαίρεση – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών με αντικείμενο προγράμματα που προορίζονται για μετάδοση.
Υπόθεση C-862/19 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 17ης Ιουνίου 2021.
Τσεχική Δημοκρατία κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Μερική ακύρωση των ενισχύσεων για επιχειρησιακά προγράμματα στην Τσεχική Δημοκρατία – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 16, στοιχείο βʹ – Ειδική εξαίρεση – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών με αντικείμενο προγράμματα που προορίζονται για μετάδοση.
Υπόθεση C-862/19 P.
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2021:493
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 17ης Ιουνίου 2021 ( *1 )
«Αίτηση αναιρέσεως – Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) – Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) – Μερική ακύρωση των ενισχύσεων για επιχειρησιακά προγράμματα στην Τσεχική Δημοκρατία – Οδηγία 2004/18/ΕΚ – Άρθρο 16, στοιχείο βʹ – Ειδική εξαίρεση – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών με αντικείμενο προγράμματα που προορίζονται για μετάδοση»
Στην υπόθεση C‑862/19 P,
με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2019,
Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, O. Serdula και J. Vláčil, καθώς και από την I. Gavrilová,
προσφεύγουσα,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Ondrůšek και P. Arenas,
καθής πρωτοδίκως,
Δημοκρατία της Πολωνίας,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič, E. Juhász (εισηγητή), Κ. Λυκούργο και I. Jarukaitis, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 29ης Οκτωβρίου 2020,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
|
1 |
Με την αίτηση αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (T‑629/17, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2019:596), η οποία απέρριψε την προσφυγή της για την ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης C(2017) 4682 τελικό της Επιτροπής, της 6ης Ιουλίου 2017, με την οποία ακυρώθηκαν εν μέρει τόσο η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου για το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Εκπαίδευση για την Ανταγωνιστικότητα» στο πλαίσιο των στόχων «Σύγκλιση» και «Περιφερειακή Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση» στην Τσεχική Δημοκρατία όσο και η ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης για τα επιχειρησιακά προγράμματα «Έρευνα και Ανάπτυξη για την καινοτομία» στο πλαίσιο των στόχων «Σύγκλιση» στην Τσεχική Δημοκρατία και «Τεχνική Υποστήριξη Εφαρμογής» στο πλαίσιο των στόχων «Σύγκλιση» και «Περιφερειακή Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση» στην Τσεχική Δημοκρατία (στο εξής: επίδικη απόφαση). |
Το νομικό πλαίσιο
H οδηγία 92/50/ΕΟΚ
|
2 |
Το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iv, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ 1992, L 209, σ. 1), η οποία καταργήθηκε από την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114), προέβλεπε τα εξής: «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας:
|
Η οδηγία 2004/18
|
3 |
Η αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2004/18, η οποία καταργήθηκε από την οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18 (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65), αλλά έχει εν προκειμένω εφαρμογή ratione temporis, είχε ως εξής: «Η σύναψη των δημόσιων συμβάσεων για ορισμένες οπτικοακουστικές υπηρεσίες στον τομέα της ραδιοφωνίας θα πρέπει να μπορεί να λαμβάνει υπόψη προβληματισμούς που έχουν πολιτιστική και κοινωνική σημασία, οι οποίοι καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή των κανόνων σύναψης των συμβάσεων. Για τους λόγους αυτούς, πρέπει συνεπώς, να προβλεφθεί εξαίρεση για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που αφορούν την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων έτοιμων προς χρησιμοποίηση και άλλων προπαρασκευαστικών υπηρεσιών, όπως οι συμβάσεις που αφορούν σενάρια ή καλλιτεχνικές επιδόσεις αναγκαίες για την παραγωγή του προγράμματος καθώς και οι συμβάσεις που αφορούν τον χρόνο μετάδοσης εκπομπών. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στην προμήθεια του τεχνικού υλικού που είναι αναγκαίο για την παραγωγή, τη συμπαραγωγή και την εκπομπή αυτών των προγραμμάτων. Ως εκπομπή θα πρέπει να νοείται η μετάδοση και διανομή μέσω κάθε είδους ηλεκτρονικού δικτύου.» |
|
4 |
Το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 προέβλεπε τα εξής: «Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, οι οποίες: […]
|
Η οδηγία 2014/24
|
5 |
Το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/24 ορίζει τα εξής: «Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών για: […]
|
Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση
|
6 |
Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 6 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. Για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας μπορεί να συνοψιστεί ως ακολούθως. |
|
7 |
Με τις αποφάσεις C(2007) 5113, της 12ης Οκτωβρίου 2007, C(2007) 6920, της 27ης Δεκεμβρίου 2007, και C(2008) 5344, της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε, αντιστοίχως, το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Εκπαίδευση για την ανταγωνιστικότητα», το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Έρευνα και ανάπτυξη για την καινοτομία» και το επιχειρησιακό πρόγραμμα «Τεχνική Υποστήριξη Εφαρμογής», τα οποία υπέβαλε προς έγκριση η Τσεχική Δημοκρατία βάσει του άρθρου 32 του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (ΕΕ 2006, L 210, σ. 25). |
|
8 |
Από τις 14 έως τις 16 Απριλίου 2014, η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο των δημοσίων συμβάσεων που αφορούσαν υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων οι οποίες συγχρηματοδοτούνταν από την Τσεχική Δημοκρατία μέσω πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ) και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (ΕΚΤ), στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, των εν λόγω λειτουργικών προγραμμάτων. Στην έκθεση ελέγχου, η Επιτροπή ανέφερε ότι τέσσερις από τις εν λόγω δημόσιες συμβάσεις είχαν ανατεθεί απευθείας, χωρίς να δημοσιευθεί προκήρυξη διαγωνισμού. Η Επιτροπή έκρινε ότι τέτοια απευθείας ανάθεση δεν μπορούσε να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι οι σχετικές συμβάσεις δεν ενέπιπταν στην εξαίρεση που αφορά «την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων που προορίζονται για μετάδοση από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς», η οποία προβλέπεται από το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 (στο εξής: επίδικη εξαίρεση). Ειδικότερα, οι τέσσερις επίμαχες συμβάσεις είχαν συναφθεί από το Υπουργείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και από το Υπουργείο Παιδείας, Νεότητας και Αθλητισμού, ενώ, κατά την Επιτροπή, η εξαίρεση αυτή ίσχυε μόνον για αναθέτουσες αρχές που ήταν ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί. |
|
9 |
Κατόπιν διαδικασίας δημοσιονομικής διόρθωσης την οποία κίνησε η Επιτροπή στις 17 Ιουνίου 2016 και στο πλαίσιο της οποίας η Τσεχική Δημοκρατία υποστήριξε ότι η επίδικη εξαίρεση είχε εφαρμογή όχι μόνον στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, αλλά και σε κάθε αναθέτουσα αρχή, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, ακυρώνοντας μέρος της ενίσχυσης του ΕΚΤ στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Εκπαίδευση για την ανταγωνιστικότητα» στο πλαίσιο των στόχων «Σύγκλιση» και «Περιφερειακή ανταγωνιστικότητα και απασχόληση» στην Τσεχική Δημοκρατία και μέρος της ενίσχυσης του ΕΤΠΑ στα επιχειρησιακά προγράμματα «Έρευνα και Ανάπτυξη για την καινοτομία» στο πλαίσιο των στόχων «Σύγκλιση» στην Τσεχική Δημοκρατία και «Τεχνική Υποστήριξη Εφαρμογής» στο πλαίσιο των στόχων «Σύγκλιση» και «Περιφερειακή Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση» στην Τσεχική Δημοκρατία. Με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε δημοσιονομικές διορθώσεις στην Τσεχική Δημοκρατία. |
Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
|
10 |
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου 2017, η Τσεχική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Η Επιτροπή ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη. Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, παρενέβη υπέρ της Τσεχικής Δημοκρατίας η Δημοκρατία της Πολωνίας. |
|
11 |
Προς στήριξη της προσφυγής της στον πρώτο βαθμό, η Τσεχική Δημοκρατία προέβαλε έναν και μόνο λόγο, ο οποίος αφορούσε παράβαση του άρθρου 99, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ. Ειδικότερα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστήριξε ότι η απευθείας ανάθεση των επίδικων δημόσιων συμβάσεων ήταν σύμφωνη προς το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 και ότι, κατά συνέπεια, οι δημοσιονομικές διορθώσεις στις οποίες είχε προβεί η Επιτροπή ήταν αδικαιολόγητες. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον μοναδικό λόγο ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, την προσφυγή. |
Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου
|
12 |
Η Τσεχική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο:
|
|
13 |
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
|
Επί της αιτήσεως αναιρέσεως
Επιχειρήματα των διαδίκων
|
14 |
Στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία προβάλλει έναν και μόνο λόγο, ο οποίος αφορά παράβαση του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18. Με τον λόγο αυτόν επιδιώκει να αποδείξει ότι η εφαρμογή της επίδικης εξαίρεσης που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή δεν περιορίζεται στις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών που συνάπτουν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί ως αναθέτουσες αρχές. |
|
15 |
Ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η Τσεχική Δημοκρατία περιλαμβάνει τέσσερις ομάδες επιχειρημάτων που αφορούν, αντιστοίχως, το ιστορικό θέσπισης της διάταξης αυτής και τη γραμματική, τελολογική και συστηματική ερμηνεία της. |
|
16 |
Με την ομάδα επιχειρημάτων που αφορούν το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται καταρχάς ότι, καίτοι η πρόταση οδηγίας της Επιτροπής για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, της 13ης Δεκεμβρίου 1990 [COM(1990) 372 τελικό], η οποία κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 92/50, είχε ως σκοπό την εξαίρεση μόνον της αγοράς προγραμμάτων από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, ωστόσο κατά τη νομοθετική διαδικασία το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης αυτής διευρύνθηκε ώστε να περιλάβει και την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. Στις περιπτώσεις αυτές, όμως, ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός είναι ο πάροχος των υπηρεσιών ανάπτυξης, παραγωγής ή συμπαραγωγής προγραμμάτων. Κατά συνέπεια, το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, σημείο iv, της οδηγίας 92/50 προοριζόταν να έχει εφαρμογή και στις δημόσιες συμβάσεις στις οποίες ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός δεν ήταν η αναθέτουσα αρχή, αλλά ο αντισυμβαλλόμενος της αρχής αυτής. |
|
17 |
Εν συνεχεία, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η νομοθετική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας 2004/18, η οποία κινήθηκε όταν η Επιτροπή υπέβαλε την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, της 11ης Ιουλίου 2000 [COM(2000) 275 τελικό], καταδεικνύει ότι, κατά τον ορισμό της επίδικης εξαίρεσης, ο νομοθέτης της Ένωσης εισήγαγε την έννοια των προγραμμάτων «που προορίζονται για μετάδοση». Έτσι, στο επίκεντρο τέθηκε το αντικείμενο της σύμβασης και η χρησιμοποίησή του και όχι το πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα αναθέτουσας αρχής στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης. |
|
18 |
Τέλος, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, της 20ής Δεκεμβρίου 2011 [COM(2011) 896 τελικό], η οποία κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2014/24, η Επιτροπή πρότεινε τον περιορισμό της επίδικης εξαίρεσης στις αναθέτουσες αρχές που είναι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η Επιτροπή απέτυχε εκ νέου ως προς το σημείο αυτό, καθώς το άρθρο 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/24, όπως θεσπίστηκε από τον νομοθέτη της Ένωσης, προβλέπει ευρύτερη εξαίρεση από εκείνη που είχε προτείνει η Επιτροπή, η οποία δεν συνδέεται με το πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα αναθέτουσας αρχής. Επιπλέον, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η ερμηνεία του άρθρου 10, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2014/24 την οποία προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. |
|
19 |
Η Τσεχική Δημοκρατία συνάγει από τα ανωτέρω ότι η εξαίρεση του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, η οποία ισχύει σχεδόν επί 30ετία, ουδέποτε περιορίστηκε μόνον στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς υπό την ιδιότητά τους ως αναθετουσών αρχών. Συνεπώς, κατά το ίδιο κράτος μέλος, η ερμηνεία του εν λόγω άρθρου 16, στοιχείο βʹ, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς όσα απορρέουν από τη νομοθετική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας αυτής και από τις λοιπές συναφείς νομοθετικές διαδικασίες, καθώς και από την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης στο πλαίσιο των εν λόγω διαδικασιών. |
|
20 |
Με την ομάδα επιχειρημάτων που αφορούν τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο να δεχθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής δεν περιορίζεται στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι ενεργούν ως αναθέτουσες αρχές. |
|
21 |
Αφενός, το εν λόγω κράτος μέλος υπενθυμίζει ότι με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έγινε δεκτό ότι η φράση «από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς» μπορεί να αφορά τόσο την αναθέτουσα αρχή όσο και το αντικείμενο της σύμβασης και τη μετάδοση και προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε με τις σκέψεις 55 και 56 της απόφασης αυτής ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του όρου «ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός» και του όρου «προγράμματα που προορίζονται για τη μετάδοση» μόνο στη γερμανική γλωσσική απόδοση, ενώ οι λοιπές γλωσσικές αποδόσεις είναι διφορούμενες, καθώς και ότι μία μόνον γλωσσική απόδοση δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την ερμηνεία μιας διάταξης. Κατά το ίδιο κράτος μέλος, οι αποδόσεις σε άλλες γλώσσες, ήτοι στην τσεχική, την ελληνική, την αγγλική, τη γαλλική, την κροατική, τη λιθουανική, την ουγγρική, την ολλανδική, την πολωνική, τη ρουμανική και τη σλοβακική, επιβεβαιώνουν επίσης την ύπαρξη τέτοιου συνδέσμου. |
|
22 |
Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 η φράση «από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς» συνδεόταν πράγματι με τη φράση «την αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων», η επίδικη εξαίρεση δεν θα περιοριζόταν στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίοι ενεργούν ως αναθέτουσες αρχές. Ειδικότερα, στη διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ρητώς ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να είναι η αναθέτουσα αρχή στην αντίστοιχη δημόσια σύμβαση. Όταν, όμως, ένας ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός αναπτύσσει, παράγει ή συμπαράγει τα προγράμματα και, ως εκ τούτου, παρέχει την υπηρεσία, δεν μπορεί, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, να είναι η αναθέτουσα αρχή της δημόσιας σύμβασης. Κατά συνέπεια, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι εσφαλμένως το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης την επιχειρηματολογία της, στην οποία αναφέρεται η σκέψη αυτή. |
|
23 |
Με την ομάδα επιχειρημάτων που αναφέρεται στην τελολογική ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει, πρώτον, ότι, με τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένως ότι η επιχειρηματολογία της, σύμφωνα με την οποία η επίδικη εξαίρεση αφορά μόνον τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών οι οποίες αφορούν προγράμματα που προορίζονται για μετάδοση από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, όποια και αν είναι η αναθέτουσα αρχή, δεν βρίσκει έρεισμα στην αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2004/18. Το ίδιο κράτος μέλος υπογραμμίζει ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη οριοθετεί το πεδίο της επίδικης εξαίρεσης με γνώμονα όχι την ταυτότητα της αναθέτουσας αρχής, αλλά το αντικείμενο της αγοράς, και θεωρεί ότι η διαπίστωση αυτή επιβάλλεται από το γεγονός ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί δεν μνημονεύονται στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη. |
|
24 |
Δεύτερον, κατά την Τσεχική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως συνήγαγε, στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η προσθήκη της φράσης «που προορίζονται για μετάδοση» στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 ανταποκρίνεται στη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης «να αναφερθεί ρητώς στις δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που αναθέτουν ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί σχετικά με προγράμματα προοριζόμενα για μετάδοση σε κάθε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών, περιλαμβανομένου του διαδικτύου». Υποστηρίζει δε ότι, ακόμη και χωρίς την προσθήκη της φράσης «που προορίζονται για μετάδοση», η διάταξη αυτή δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς το ότι τα προγράμματα μπορούν να μεταδίδονται μέσω οποιουδήποτε ηλεκτρονικού δικτύου και ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε ότι το συμπέρασμα αυτό συνάδει με το πνεύμα της τελευταίας περιόδου της αιτιολογικής σκέψης 25 της οδηγίας 2004/18, κατά την οποία «[ω]ς εκπομπή θα πρέπει να νοείται η μετάδοση και διανομή μέσω κάθε είδους ηλεκτρονικού δικτύου». |
|
25 |
Τρίτον, η Τσεχική Δημοκρατία φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως συνήγαγε τον σκοπό της επίδικης εξαίρεσης από την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Bayerischer Rundfunk κ.λπ. (C‑337/06, EU:C:2007:786). Ειδικότερα, αφενός, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 2, 23 και 29 αυτής, αφορούσε το ζήτημα αν οι γερμανικοί δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί, δεδομένου του τρόπου χρηματοδότησής τους, αποτελούσαν αναθέτουσες αρχές κατά την έννοια της οδηγίας 2004/18, καθώς και αν η εξαίρεση που αφορούσε τα προγράμματα κάλυπτε και τις υπηρεσίες καθαρισμού. Το εν λόγω κράτος μέλος υποστηρίζει ότι οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 62 της εν λόγω απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες η επίδικη εξαίρεση αφορούσε τις δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο υπηρεσίες που εμπίπτουν στην ιδιαίτερη λειτουργία των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, απέρρεαν λογικά από το γεγονός ότι το Δικαστήριο διέκρινε τις εργασίες καθαρισμού από τη δημιουργία προγραμμάτων και ότι το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην έκφραση «δημόσιος χαρακτήρας» χωρίς την πρόθεση να δημιουργήσει νέα προϋπόθεση για την εφαρμογή της εξαίρεσης αυτής. |
|
26 |
Αφετέρου, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι οι αναπτύξεις του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 38 και 39 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με τις οποίες η επίδικη εξαίρεση στηρίζεται στην αποστολή δημόσιας υπηρεσίας των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και οι αναθέτουσες αρχές που δεν εκπληρώνουν τέτοια αποστολή δημόσιας υπηρεσίας δεν καλύπτονται από την επίδικη εξαίρεση, δεν συνάδουν με την απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Bayerischer Rundfunk κ.λπ. (C‑337/06, EU:C:2007:786), μολονότι στηρίζονται σε αυτήν. Ειδικότερα, δεν προκύπτει από την εν λόγω απόφαση ότι η αποστολή δημόσιας υπηρεσίας των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, η οποία δικαιολογεί την επίδικη εξαίρεση, πρέπει να προστατεύεται μόνον όταν ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός είναι η αναθέτουσα αρχή. Επομένως, η επίδικη εξαίρεση έχει εφαρμογή και στην περίπτωση πράξης ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού ο οποίος ενεργεί ως προμηθευτής προγραμμάτων, χωρίς να είναι η αναθέτουσα αρχή στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας. |
|
27 |
Με την ομάδα επιχειρημάτων που αφορούν τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο είναι εσφαλμένη διότι η εν λόγω διάταξη προβλέπει και άλλη εξαίρεση για τις συμβάσεις που αφορούν τον χρόνο μετάδοσης. Όσον αφορά όμως τις συμβάσεις αυτές, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός πρέπει να έχει την ιδιότητα όχι της αναθέτουσας αρχής, αλλά του προμηθευτή της χαρακτηριστικής παροχής, δηλαδή του δικού του χρόνου μετάδοσης. Το εν λόγω κράτος μέλος υπογραμμίζει ότι το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται από το Γενικό Δικαστήριο και παραπέμπει συναφώς στη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. |
|
28 |
Κατά την Επιτροπή, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους τα επιχειρήματα και η αίτηση αναιρέσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας. |
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
|
29 |
Με την ομάδα επιχειρημάτων που αφορούν τη γραμματική ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, τα οποία πρέπει να εξεταστούν πρώτα, η Τσεχική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο να δεχθεί ότι το γράμμα της διάταξης αυτής δεν περιορίζει την επίδικη εξαίρεση στις δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς οι οποίες ενεργούν ως αναθέτουσες αρχές. |
|
30 |
Όσον αφορά, αφενός, τα επιχειρήματα που εκτέθηκαν στη σκέψη 21 της παρούσας απόφασης, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, στις οποίες αναφέρεται η Τσεχική Δημοκρατία, συνηγορούν υπέρ της γραμματικής ερμηνείας της διάταξης την οποία προτείνει, γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν κατορθώνει να αποδείξει ότι δεν υφίστανται αποκλίσεις μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της εν λόγω διάταξης ούτε να ανατρέψει τη διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η έκφραση «από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς» μπορεί να αναφέρεται τόσο στην «αγορά, την ανάπτυξη, την παραγωγή ή τη συμπαραγωγή προγραμμάτων» όσο και στη «μετάδοση». |
|
31 |
Ομοίως, η προσθήκη της φράσης «που προορίζονται για μετάδοση» από τον νομοθέτη της Ένωσης στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, η οποία αποτελεί πηγή γραμματικής αμφισημίας, οδήγησε σε αποκλίνουσες γλωσσικές αποδόσεις της διάταξης αυτής. Κανένα επιχείρημα που προέβαλε συναφώς η Τσεχική Δημοκρατία δεν αναιρεί το γεγονός ότι η χρήση της έκφρασης αυτής δεν κατέστησε μονοσήμαντη, από γραμματικής απόψεως, την πλειονότητα των γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 41 και 52 έως 54 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης. |
|
32 |
Επιπλέον, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 77 έως 79 των προτάσεών του, η εν λόγω φράση δεν περιλαμβάνεται στο κείμενο της διάταξης αυτής στη βουλγαρική και στη σλοβενική γλώσσα και η παράλειψη αυτή εντείνει τις διαφορές μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της εν λόγω διάταξης. |
|
33 |
Ορθώς, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο, υπό το πρίσμα της απόδοσής τους σε όλες τις γλώσσες της Ένωσης (απόφαση της 6ης Ιουνίου 2018, Tarragó da Silveira, C‑250/17, EU:C:2018:398, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και ότι, σε περίπτωση διάστασης μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων μιας πράξης του δικαίου της Ένωσης, αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρύθμισης της οποίας αποτελεί στοιχείο (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Ambisig, C‑46/15, EU:C:2016:530, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
|
34 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε αναγκαίο για την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, να ληφθούν υπόψη οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος η διάταξη αυτή, καθώς και το πλαίσιό της, ούτε ότι, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένου υπόψη του διφορούμενου χαρακτήρα των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της επίμαχης διάταξης, τα επιχειρήματα της Τσεχικής Δημοκρατίας που στηρίζονται στο γράμμα της έπρεπε να απορριφθούν ως αβάσιμα. |
|
35 |
Αφετέρου, για τους ίδιους λόγους, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας που παρατίθεται στη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης, καθόσον στηρίζεται σε μία από τις πιθανές ερμηνείες του γράμματος του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να θέσει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 64 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και οι οποίες το οδήγησαν να απορρίψει την ερμηνεία της διάταξης αυτής που προτείνει το εν λόγω κράτος μέλος. |
|
36 |
Εν πάση περιπτώσει, το ενδεχόμενο να αναλαμβάνουν οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί τον ρόλο του παρόχου ουδόλως επηρεάζει το ζήτημα αν, όσον αφορά τις αναθέτουσες αρχές, η επίδικη εξαίρεση ισχύει μόνον για τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. |
|
37 |
Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η ομάδα επιχειρημάτων της Τσεχικής Δημοκρατίας που αφορούν το ιστορικό θέσπισης του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18. |
|
38 |
Όσον αφορά το επιχείρημα για το οποίο γίνεται λόγος στη σκέψη 16 της παρούσας απόφασης, η Τσεχική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι η αρχική πρόταση της Επιτροπής που κατέληξε στην οδηγία 92/50, η οποία προέβλεπε εξαίρεση της αγοράς προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, προέβλεπε και περιορισμό της εξαίρεσης αυτής μόνον στις συμβάσεις των οποίων η αναθέτουσα αρχή είναι ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός. |
|
39 |
Όπως, όμως, ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, οι τροπολογίες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτής της νομοθετικής διαδικασίας προκειμένου να τροποποιηθεί η αρχική πρόταση της Επιτροπής, τις οποίες επικαλείται το εν λόγω κράτος μέλος, διευκρίνισαν και συμπλήρωσαν τα είδη των υπηρεσιών που εμπίπτουν στην επίδικη εξαίρεση. Ωστόσο, από μια τέτοια τροποποίηση του καθ’ ύλην πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης αυτής δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τροποποιήσεις διεύρυναν την κατηγορία των οντοτήτων που ωφελούνται από την εξαίρεση. |
|
40 |
Όσον αφορά το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 17 της παρούσας απόφασης, σχετικά με τη νομοθετική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της οδηγίας 2004/18, επισημαίνεται ότι οι τροποποιήσεις του ορισμού της επίδικης εξαίρεσης δεν πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να δοθεί έμφαση στο κριτήριο του αντικειμένου της σύμβασης εις βάρος του κριτηρίου της ταυτότητας της αναθέτουσας αρχής. Ειδικότερα, η εισαγωγή από τον νομοθέτη της Ένωσης της φράσης «που προορίζονται για μετάδοση» στη διατύπωση της εξαίρεσης αυτής υπαγορεύθηκε από την ανάγκη προσαρμογής στις τεχνολογικές εξελίξεις, δηλαδή την εξάπλωση της μετάδοσης μέσω διαδικτύου, την οποία μαρτυρεί, μεταξύ άλλων, η τελευταία περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 25 της οδηγίας 2004/18. |
|
41 |
Υπενθυμίζεται συναφώς ότι αναφορά στην προσθήκη της φράσης «που προορίζονται για μετάδοση» στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 περιέχεται στη σύσταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Ιουνίου 2003, για τη δεύτερη ανάγνωση σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων προμηθειών, υπηρεσιών και έργων (A5-0242/2003 τελικό). Στις σελίδες 24 και 25 του εγγράφου αυτού παρατίθεται, όσον αφορά την τροπολογία 25, η «[α]ιτιολόγηση» της προσθήκης αυτής ως εξής: «[η] κοινή θέση αποκλείει ήδη από το πεδίο αναφοράς της οδηγίας την απόκτηση, ανάπτυξη, παραγωγή ή συμπαραγωγή προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς καθώς και συμβάσεις για το χρόνο μετάδοσης εκπομπών για εκδοτικούς ή δημιουργικούς σκοπούς. Η τροπολογία αυτή αποσκοπεί στο να αποσαφηνίσει ότι η εξαίρεση αυτή θα επεκταθεί επίσης και στις δραστηριότητες εκπομπών μέσω Διαδικτύου για εκδοτικούς και δημιουργικούς σκοπούς». |
|
42 |
Ομοίως, αναφορά στην προσθήκη αυτή περιέχεται και στη γνωμοδότηση της Επιτροπής επί των τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην κοινή θέση του Συμβουλίου, της 14ης Αυγούστου 2003 [COM(2003) 503 τελικό]. Στη σελίδα 4 του εγγράφου αυτού αναφέρεται, όσον αφορά την τροπολογία 25, ότι, «σύμφωνα με την αιτιολογία της, η τροπολογία τροποποιεί το άρθρο 16, [στοιχείο βʹ,] για να διευκρινίσει ότι η εξαίρεση πρέπει να εφαρμόζεται επίσης στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς στον τομέα του διαδικτύου». |
|
43 |
Κατά συνέπεια, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 49 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η προσθήκη της φράσης «που προορίζονται για μετάδοση» στο άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 δεν αποτυπώνει την πρόθεση επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της επίδικης εξαίρεσης στις συμβάσεις που συνάπτει κάθε αναθέτουσα αρχή με αντικείμενο προγράμματα προοριζόμενα να μεταδοθούν από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. |
|
44 |
Τρίτον, όσον αφορά την ομάδα επιχειρημάτων που αφορούν την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 40 έως 43 της παρούσας απόφασης, η επιχειρηματολογία της Τσεχικής Δημοκρατίας που εκτίθεται στη σκέψη 24 της παρούσας απόφασης πρέπει να απορριφθεί. |
|
45 |
Τα επιχειρήματα του εν λόγω κράτους μέλους που παρατίθενται στις σκέψεις 23, 25 και 26 της παρούσας απόφασης επίσης δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. |
|
46 |
Πράγματι, διαπιστώνεται ότι, στη σκέψη 31 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τη σύναψη συμβάσεων για ορισμένες οπτικοακουστικές υπηρεσίες στον τομέα των ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων, προκειμένου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας αυτής, να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες πολιτιστικής και κοινωνικής σημασίας, οι οποίοι καθιστούν απρόσφορη την εφαρμογή των σχετικών κανόνων. Καίτοι είναι αληθές, όπως επισημαίνει η Τσεχική Δημοκρατία, ότι η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 25 δεν μνημονεύει τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, εντούτοις το γεγονός αυτό δεν μπορεί ούτε να αναιρέσει ούτε να επιβεβαιώσει την ερμηνεία του Γενικού Δικαστηρίου. |
|
47 |
Εξάλλου, έστω και αν οι περιστάσεις στην κρινόμενη υπόθεση διαφέρουν από εκείνες που οδήγησαν στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Bayerischer Rundfunk κ.λπ. (C‑337/06, EU:C:2007:786), το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε με τις σκέψεις 35 έως 38 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι από την απόφαση εκείνη, ιδίως από τις σκέψεις 62 και 64, προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως 25, ότι η εξαίρεση από την εφαρμογή της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών αφορά αποκλειστικά τις δημόσιες συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τις υπηρεσίες που άπτονται της λειτουργίας των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών καθεαυτήν. Αντιθέτως, υπόκεινται πλήρως στους κανόνες του δικαίου της Ένωσης οι δημόσιες συμβάσεις για υπηρεσίες οι οποίες δεν σχετίζονται με τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στην εκπλήρωση της υπό στενή εννοία αποστολής των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών. |
|
48 |
Επισημαίνεται ότι το άρθρο 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 εισάγει εξαίρεση και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2017, Compania Naţională de Administrare a Infrastructurii Rutiere, C‑408/16, EU:C:2017:940, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, η επίδικη εξαίρεση πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικά τις συμβάσεις που συνάπτονται από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, υπό την ιδιότητά τους ως αναθετουσών αρχών, προς εκπλήρωση της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας που τους έχει ανατεθεί. |
|
49 |
Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όταν έκρινε με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η επίδικη εξαίρεση αφορά μόνον τις αναθέτουσες αρχές που είναι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί και απέρριψε το αντίθετο επιχείρημα της Τσεχικής Δημοκρατίας με τη σκέψη 57 της απόφασης αυτής. |
|
50 |
Τέλος, τέταρτον, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ομάδα επιχειρημάτων της Τσεχικής Δημοκρατίας η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης και με την οποία αμφισβητείται η συστηματική ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο. |
|
51 |
Πράγματι, καταρχάς, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από την Τσεχική Δημοκρατία, ότι οι εξαιρέσεις που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 16 μπορούσαν να έχουν ως γνώμονα το αντικείμενο των συμβάσεων, την ταυτότητα του παρόχου των υπηρεσιών ή τόσο το αντικείμενό τους όσο και συνθήκες εγγενείς στην αναθέτουσα αρχή τους. Ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε με τη σκέψη 61 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι «τίποτε δεν αποκλείει τη δυνατότητα οι συμβάσεις τις οποίες αφορά το ίδιο στοιχείο του άρθρου 16 της οδηγίας [αυτής] να έχουν διαφορετικό σημείο αναφοράς, αναλόγως του αντικειμένου τους, της αναθέτουσας αρχής ή του παρόχου των υπηρεσιών». Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ότι, βάσει συστηματικής ερμηνείας και για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18, οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τον χρόνο μετάδοσης μπορούν να συνάπτονται τόσο από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς όσο και από άλλες αναθέτουσες αρχές, ενώ οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τα προγράμματα, σύμφωνα με τον σκοπό που επιδιώκεται με την επίδικη εξαίρεση, μπορούν να συνάπτονται μόνον από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. |
|
52 |
Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, όπως διαπιστώνει η Επιτροπή, η Τσεχική Δημοκρατία δεν επικρίνει τις σκέψεις 50 και 51 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αναφέρονται σε ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο μιας συστηματικής ερμηνείας του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18. Από αυτό προκύπτει ότι οι υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο των συμβάσεων στις οποίες αναφέρεται η διάταξη αυτή αποτελούν και το αντικείμενο της εξαίρεσης που περιέχεται στην υποσημείωση 3 του παραρτήματος II B της οδηγίας αυτής, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 213/2008 της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2007 (ΕΕ 2008, L 74, σ. 1), η οποία αφορά τις «συμβάσεις αγοράς, ανάπτυξης, παραγωγής ή συμπαραγωγής υλικού προγραμμάτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς και τις συμβάσεις χρόνου μετάδοσης». Για λόγους εσωτερικής συνοχής της οδηγίας 2004/18, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εξαίρεση που προβλέπεται από το εν λόγω άρθρο 16, στοιχείο βʹ, και η εξαίρεση που προβλέπεται από την υποσημείωση 3 έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Η διατύπωση της εν λόγω υποσημείωσης 3 επιβεβαιώνει ότι, ενώ οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τον χρόνο μετάδοσης μπορούν να συνάπτονται τόσο από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς όσο και από άλλες αναθέτουσες αρχές, οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο τα προγράμματα συνάπτονται μόνον από τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς. |
|
53 |
Τέλος, δεδομένου ότι κανένας από τους διαδίκους δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση που περιέχεται στην τελευταία περίοδο της σκέψης 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, σύμφωνα με την οποία η οδηγία 2014/24 δεν είχε ratione temporis εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όπως υπογράμμισε η ίδια η Τσεχική Δημοκρατία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι επιχειρήματα αντλούμενα από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής και από τη νομοθετική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοσή της, όπως αυτά που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 18 της παρούσας απόφασης, δεν μπορούν να αναιρέσουν την ερμηνεία του άρθρου 16, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/18 που έγινε εν προκειμένω δεκτή από το Γενικό Δικαστήριο. |
|
54 |
Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί επίσης. |
Επί των δικαστικών εξόδων
|
55 |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. |
|
56 |
Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Τσεχικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε όσον αφορά τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, η Τσεχική Δημοκρατία πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα της Επιτροπής. |
|
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
|
(υπογραφές) |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η τσεχική.