Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62019CJ0133

Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020.
B. M. M. κ.λπ. κατά État belge.
Αιτήσεις του Conseil d'État (Βέλγιο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “ανήλικο τέκνο” – Άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υπέρτατο συμφέρον του παιδιού – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής – Τέκνα του συντηρούντος τα οποία ενηλικιώνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεως ή της ένδικης διαδικασίας κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί της αίτησης οικογενειακής επανένωσης.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-133/19, C-136/19 και C-137/19.

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2020:577

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 16ης Ιουλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Μεταναστευτική πολιτική – Δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης – Οδηγία 2003/86/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “ανήλικο τέκνο” – Άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υπέρτατο συμφέρον του παιδιού – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής – Τέκνα του συντηρούντος τα οποία ενηλικιώνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεως ή της ένδικης διαδικασίας κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί της αίτησης οικογενειακής επανένωσης»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Βέλγιο) με αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2019, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 19 Φεβρουαρίου 2019 (C‑133/19) και στις 20 Φεβρουαρίου 2019 (C‑136/19 και C‑137/19), στο πλαίσιο των δικών

B. M. M. (C‑133-19 και C‑136/19),

B. S. (C‑133/19),

B. M. (C‑136/19),

B. M. O. (C‑137/19)

κατά

État belge,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi (εισηγήτρια), J. Malenovský, F. Biltgen και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Hogan

γραμματέας: M. Krausenböck, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι B. M. M., B. S., B. M. και B. M. O., εκπροσωπούμενοι από την A. Van Vyve, avocate,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον P. Cottin καθώς και τις C. Pochet και C. Van Lul, με τη συνδρομή των E. Derriks, G. van Witzenburg και M. de Sousa Marques E Silva, avocats,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους R. Kanitz και J. Möller,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll,

η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Cattabriga και M. Κοντού-Durande,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Μαρτίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης (ΕΕ 2003, L 251, σ. 12), και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, των B. M. M. (C‑133/19 και C‑136/19), B. S. (C‑133/19), B. M. (C‑136/19) και B. M. O. (C‑137/19), υπηκόων Γουινέας, και, αφετέρου, του État belge (Βελγικού Δημοσίου), με αντικείμενο την απόρριψη αιτήσεων περί εκδόσεως θεωρήσεως για οικογενειακή επανένωση.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 6, 9 και 13 της οδηγίας 2003/86:

«(2)

Τα μέτρα που αφορούν την οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να θεσπίζονται σύμφωνα με την υποχρέωση προστασίας της οικογένειας και σεβασμού της οικογενειακής ζωής που αναφέρεται σε πολλές πράξεις διεθνούς δικαίου. Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από το άρθρο 8 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών[, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950,] και από το[ν Χάρτη].

[…]

(4)

Η οικογενειακή επανένωση αποτελεί απαραίτητο μέσο προκειμένου να καταστεί δυνατός ο οικογενειακός βίος. Συμβάλλει στη δημιουργία κοινωνικοπολιτιστικής σταθερότητας που διευκολύνει την ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών στα κράτη μέλη, γεγονός που επιτρέπει εξάλλου την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής που αποτελεί θεμελιώδη στόχο της Κοινότητας, όπως αναφέρεται στη συνθήκη.

[…]

(6)

Για την προστασία της οικογένειας και τη δημιουργία ή διατήρηση οικογενειακού βίου, θα πρέπει να καθορισθούν τα υλικά κριτήρια για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης βάσει κοινών κριτηρίων.

[…]

(9)

Η οικογενειακή επανένωση θα πρέπει να ισχύει εν πάση περιπτώσει για τα μέλη του πυρήνα της οικογένειας, ήτοι τον/τη σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα.

[…]

(13)

Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα κανόνων που να διέπει την εξέταση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης, καθώς και την είσοδο και τη διαμονή των μελών της οικογένειας. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές και διαχειρίσιμες, λαμβάνοντας υπόψη το συνήθη φόρτο εργασίας των διοικήσεων των κρατών μελών, καθώς και διαφανείς και δίκαιες, προκειμένου να προσφέρουν το κατάλληλο επίπεδο ασφάλειας του δικαίου στους ενδιαφερομένους.»

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/86 ορίζει τα εξής:

«Ο σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών.»

5

Το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο και τη διαμονή, δυνάμει της παρούσας οδηγίας και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV, καθώς και στο άρθρο 16, των ακόλουθων μελών της οικογένειας:

α)

του/της συζύγου του συντηρούντος·

β)

των ανήλικων τέκνων του συντηρούντος και του/της συζύγου του, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με απόφαση που ελήφθη από την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή με απόφαση αυτοδικαίως εκτελεστή δυνάμει διεθνών υποχρεώσεων του εν λόγω κράτους μέλους ή η οποία πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις·

γ)

των ανήλικων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του συντηρούντος, όταν ο συντηρών έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την επανένωση των τέκνων των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, εφόσον συναινεί ο έτερος δικαιούχος της επιμέλειας·

δ)

των ανήλικων τέκνων, συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του/της συζύγου όταν ο/η σύζυγος έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την επανένωση των τέκνων των οποίων η επιμέλεια είναι επιμερισμένη, εφόσον συναινεί ο έτερος δικαιούχος της επιμέλειας.

Τα ανήλικα τέκνα που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που προσδιορίζεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους και να μην είναι έγγαμα.

[…]»

6

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν εάν, για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, υποβάλλεται αίτηση εισόδου και διαμονής στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους είτε από τον συντηρούντα είτε από το/τα μέλος/μέλη της οικογένειας.

2.   Η αίτηση συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την οικογενειακή σχέση και την τήρηση των όρων που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 6 και, όπου χωρεί η εφαρμογή τους, στα άρθρα 7 και 8, και από ακριβή αντίγραφα των ταξιδιωτικών εγγράφων του μέλους ή των μελών της οικογένειας.

Εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, τα κράτη μέλη μπορούν να πραγματοποιούν συνεντεύξεις με τον συντηρούντα και το μέλος ή τα μέλη της οικογένειάς του και να διενεργούν οποιαδήποτε άλλη έρευνα που κρίνουν αναγκαία.

[…]

4.   Μόλις καταστεί δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους κοινοποιούν γραπτώς την απόφαση στο πρόσωπο, το οποίο υπέβαλε την αίτηση.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με το σύνθετο χαρακτήρα της εξέτασης της αίτησης, η προθεσμία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να παρατείνεται.

Η απόφαση απόρριψης της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ενδεχόμενες συνέπειες από το γεγονός ότι δεν έχει ληφθεί απόφαση έως το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

5.   Κατά την εξέταση μιας αίτησης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το μείζον συμφέρον των ανηλίκων τέκνων.»

7

Κατά το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ή, ενδεχομένως, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής μέλους της οικογένειας, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον οι όροι που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

[…]

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απορρίπτουν αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης, να ανακαλούν ή να αρνούνται να ανανεώσουν την άδεια διαμονής των μελών της οικογένειας, εφόσον καταδεικνύεται:

α)

ότι χρησιμοποιήθηκαν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες, πλαστά ή παραποιημένα έγγραφα, ότι διαπράχθηκε με οποιοδήποτε τρόπο απάτη ή χρησιμοποιήθηκαν άλλα παράνομα μέσα·

[…]».

8

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/86 έχει ως εξής:

«Στις περιπτώσεις απόρριψης αίτησης οικογενειακής επανένωσης, μη ανανέωσης ή ανάκλησης της άδειας διαμονής ή λήψης μέτρου απομάκρυνσης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν στο συντηρούντα ή/και στα μέλη της οικογένειας το δικαίωμα άσκησης προσφυγής.

Η διαδικασία και η αρμοδιότητα για την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο [καθορίζονται] από τα οικεία κράτη μέλη.»

Το βελγικό δίκαιο

9

Το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του loi du 15 décembre 1980 sur l’accès au territoire, le séjour, l’établissement et l’éloignement des étrangers (νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, σχετικά με την είσοδο των αλλοδαπών στην εθνική επικράτεια, τη διαμονή, την εγκατάσταση και την απομάκρυνσή τους) (Moniteur belge της 31ης Δεκεμβρίου 1980, σ. 14584), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων των κύριων δικών (στο εξής: νόμος της 15ης Δεκεμβρίου 1980), προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 9 και 12, επιτρέπεται αυτοδικαίως να διαμένουν για χρονικό διάστημα πλέον των τριών μηνών στο Βασίλειο [του Βελγίου]:

[…]

4) τα ακόλουθα μέλη της οικογένειας αλλοδαπού στον οποίο έχει επιτραπεί η διαμονή ή έχει χορηγηθεί, τουλάχιστον δώδεκα μήνες νωρίτερα, άδεια διαμονής στο Βέλγιο για αόριστη διάρκεια, ή του έχει επιτραπεί, τουλάχιστον δώδεκα μήνες νωρίτερα, να εγκατασταθεί στο Βέλγιο. Η εν λόγω προθεσμία των δώδεκα μηνών παύει να ισχύει εάν ο συζυγικός δεσμός ή η καταχωρισθείσα σχέση συμβίωσης προϋπήρχε κατά την άφιξη του συντηρούντος αλλοδαπού στο Βέλγιο ή εάν έχουν αποκτήσει από κοινού ανήλικο τέκνο, ή εάν πρόκειται για μέλη οικογενείας αλλοδαπού ή πρόκειται για μέλη οικογενείας αλλοδαπού για τον οποίο έχει αναγνωρισθεί ότι διαθέτει την ιδιότητα του πρόσφυγα ή ο οποίος έχει υπαχθεί στο καθεστώς επικουρικής προστασίας:

ο αλλοδαπός σύζυγός του ή ο αλλοδαπός με τον οποίο έχει συνάψει καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης η οποία θεωρείται ισοδύναμη με γάμο στο Βέλγιο, που έρχεται στη χώρα προκειμένου να ζήσει με αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι και τα δύο πρόσωπα έχουν υπερβεί την ηλικία των είκοσι ενός ετών. Η ελάχιστη αυτή ηλικία μειώνεται, ωστόσο, στα δεκαοκτώ έτη, σε περίπτωση κατά την οποία ο συζυγικός δεσμός ή η καταχωρισμένη σχέση συμβίωσης, αναλόγως της περιπτώσεως, προϋπήρχε της άφιξης στο Βέλγιο του αλλοδαπού με τον οποίο ζητείται η επανένωση·

τα τέκνα τους, που έρχονται στη χώρα για να ζήσουν μαζί τους πριν συμπληρώσουν την ηλικία των δεκαοκτώ ετών και είναι άγαμα·

τα τέκνα του αλλοδαπού με τον οποίο γίνεται επανένωση, του συζύγου του ή του καταχωρισμένου συντρόφου του για τον οποίο γίνεται λόγος στην πρώτη περίπτωση, που έρχονται στη χώρα για να ζήσουν με αυτούς πριν συμπληρώσουν την ηλικία των δεκαοκτώ ετών και είναι άγαμα, εφόσον ο αλλοδαπός με τον οποίο γίνεται η επανένωση, ο σύζυγός του ή ο καταχωρισμένος αυτός σύντροφος έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων και, σε περίπτωση κοινής επιμέλειας, υπό τον όρο ότι ο έτερος δικαιούχος του δικαιώματος επιμέλειας έχει δώσει τη συναίνεσή του·

[…]».

10

Το άρθρο 10 ter, παράγραφος 3, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«Ο Υπουργός ή ο αναπληρωτής του δύναται να αποφασίσει να απορρίψει την αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής διάρκειας μεγαλύτερης του τριμήνου, […] είτε όταν ο αλλοδαπός […] έκανε χρήση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων ή κατέφυγε στην απάτη ή χρησιμοποίησε άλλα παράνομα μέσα καθοριστικής σημασίας, προκειμένου να του χορηγηθεί η εν λόγω άδεια […]».

11

Το άρθρο 12 bis του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«1.   Αλλοδαπός ο οποίος δηλώνει ότι εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 10 πρέπει να υποβάλει την αίτησή του ενώπιον του Βέλγου διπλωματικού ή προξενικού αντιπροσώπου που είναι αρμόδιος για τον τόπο διαμονής ή παραμονής του στο εξωτερικό.

[…]

2.   […]

Ως ημερομηνία υποβολής της αίτησης νοείται η ημερομηνία κατά την οποία προσκομίζεται το σύνολο των εν λόγω εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου της 16ης Ιουλίου 2004 περί Κώδικα Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου ή σύμφωνα με διεθνείς συμβάσεις επί του ιδίου ζητήματος.

Η απόφαση επί της χορηγήσεως άδειας διαμονής λαμβάνεται και κοινοποιείται το συντομότερο δυνατόν, το αργότερο δε εντός έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. […]

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που έχουν σχέση με τον σύνθετο χαρακτήρα της αίτησης […], ο Υπουργός ή ο αναπληρωτής του, με αιτιολογημένη απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον αιτούντα, μπορούν να παρατείνουν μέχρι και δύο φορές την προθεσμία εξέτασης για διάστημα τριών μηνών.

Εάν, μετά την παρέλευση της εννιάμηνης προθεσμίας από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως, η οποία δύναται να παραταθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5, δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση, πρέπει να χορηγηθεί άδεια διαμονής.

[…]

7.   Κατά την εξέταση της αίτησης λαμβάνεται δεόντως υπόψη το υπέρτερο συμφέρον των ανήλικων τέκνων.»

12

Το άρθρο 39/56, πρώτο εδάφιο, του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής:

«Οι αναφερόμενες στο άρθρο 39/2 προσφυγές δύνανται να ασκηθούν ενώπιον του [Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών, Βέλγιο)] από αλλοδαπό ο οποίος αποδεικνύει βλάβη ή έννομο συμφέρον.»

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Από τις αποφάσεις περί παραπομπής προκύπτει ότι, στις 20 Μαρτίου 2012, ο B. M. M., υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίο έχει αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα στο Βέλγιο, υπέβαλε εξ ονόματος και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων του, B. S., B. M. και B. M. O., στην πρεσβεία του Βελγίου στο Κόνακρι (Γουινέα), αιτήσεις χορήγησης άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής επανένωσης, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, σημείο 4, τρίτη περίπτωση, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν στις 2 Ιουλίου 2012.

14

Στις 9 Δεκεμβρίου 2013 ο B. M. M. υπέβαλε, στην πρεσβεία του Βελγίου στο Ντακάρ (Σενεγάλη), εξ ονόματος και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων του, B. S., B. M. και B. M. O., νέες αιτήσεις χορήγησης άδειας διαμονής, στηριζόμενες στις ίδιες διατάξεις του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.

15

Με τρεις αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2014, οι αρμόδιες βελγικές αρχές απέρριψαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 ter, παράγραφος 3, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980, αυτές τις αιτήσεις χορήγησης άδειας διαμονής, με την αιτιολογία ότι οι B. S., B. M. και B. M. O. είχαν κάνει χρήση ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων ή είχαν καταφύγει στην απάτη ή χρησιμοποιήσει άλλα παράνομα μέσα, προκειμένου να τους χορηγηθούν οι άδειες που ζητήθηκαν. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την B. S. και τον B. M. O., οι εν λόγω αρχές επισήμαναν ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν δηλώσει, στην αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής, ως ημερομηνία γέννησης την 16η Μαρτίου 1999 και την 20ή Ιανουαρίου 1996 αντιστοίχως, ενώ ο B. M. M. είχε δηλώσει στην αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει ότι είχαν γεννηθεί στις 16 Μαρτίου 1997 και στις 20 Ιανουαρίου 1994, αντιστοίχως. Όσον αφορά τον B. M. O., οι βελγικές αρχές υπογράμμισαν ότι ο B. M. M. δεν είχε δηλώσει την ύπαρξη του τέκνου αυτού στην αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει.

16

Κατά την ημερομηνία έκδοσης των απορριπτικών αποφάσεων της 25ης Μαρτίου 2014, η B. S. και ο B. M. ήταν, σύμφωνα με τις δηλώσεις των αναιρεσειόντων των κύριων δικών, ακόμη ανήλικοι, ενώ ο B. M. O. είχε ενηλικιωθεί.

17

Στις 25 Απριλίου 2014 οι B. M. M. και B. S. (υπόθεση C‑133/19), οι B. M. M. και B. M. (υπόθεση C‑136/19), και ο B. M. O. (υπόθεση C‑137/19) άσκησαν ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) προσφυγές, προβάλλοντας ως αιτήματα την αναστολή εκτελέσεως και την ακύρωση των ως άνω απορριπτικών αποφάσεων. Με επιστολές της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, της 7ης Ιανουαρίου 2016 και της 24ης Οκτωβρίου 2017, οι ενδιαφερόμενοι ζήτησαν από το δικαστήριο αυτό να αποφανθεί επί των προσφυγών τους.

18

Με αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2018, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Αφού υπενθύμισε ότι, κατά πάγια εθνική νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος και να εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) παρατήρησε ότι, εν προκειμένω, σε περίπτωση ακυρώσεως των επίμαχων στις κύριες δίκες απορριπτικών αποφάσεων και επιβολής στις αρμόδιες βελγικές αρχές της υποχρέωσης επανεξέτασης των αιτήσεων χορήγησης άδειας διαμονής, οι αιτήσεις αυτές δεν θα ήταν δυνατόν, εν πάση περιπτώσει, να γίνουν δεκτές, διότι, εν τω μεταξύ, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη οι ημερομηνίες γέννησης που μνημονεύονταν στις αιτήσεις αυτές, οι B. S., B. M. και B. M. O. είχαν ενηλικιωθεί και, επομένως, δεν πληρούσαν πλέον τις προϋποθέσεις οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις που ρυθμίζουν την οικογενειακή επανένωση των ανήλικων τέκνων.

19

Οι αναιρεσείοντες των κύριων δικών άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας). Υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η ερμηνεία του Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών), αφενός, παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που εμποδίζει τους B. S., B. M. και B. M. O. να ασκήσουν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2003/86, και, αφετέρου, θίγει το δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής, καθόσον τους στερεί τη δυνατότητα να ασκήσουν προσφυγή κατά των επίμαχων στις κύριες δίκες απορριπτικών αποφάσεων, παρότι αυτές –όσον αφορά τις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19– όχι μόνον εκδόθηκαν; αλλά και προσβλήθηκαν ενώ οι αναιρεσείοντες ήταν ακόμη ανήλικοι.

20

Συναφώς, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) επισημαίνει ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στην απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S (C‑550/16, EU:C:2018:248), ότι το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, έχει την έννοια ότι πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «ανήλικος», κατά την ίδια διάταξη, υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής ο οποίος ήταν ηλικίας μικρότερης των δεκαοκτώ ετών κατά την είσοδό του στο έδαφος κράτους μέλους και κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης ασύλου εντός του κράτους αυτού, πλην όμως, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παροχής ασύλου ενηλικιώθηκε και υπήχθη, εν συνεχεία, στο καθεστώς του πρόσφυγα.

21

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη διαφέρει από τις υποθέσεις των κύριων δικών, στο μέτρο που αυτές δεν αφορούν ανήλικο ο οποίος υπήχθη στο καθεστώς πρόσφυγα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η οδηγία 2003/86 προβλέπει προθεσμία για την έκδοση αποφάσεως επί αίτησης οικογενειακής επανένωσης, το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης δεν εξαρτάται από την ταχύτητα διεξαγωγής της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης αυτής. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, οι επίμαχες στις κύριες δίκες απορριπτικές αποφάσεις εκδόθηκαν εντός της προθεσμίας που τάσσει για τον σκοπό αυτό το άρθρο 12 bis, παράγραφος 2, του νόμου της 15ης Δεκεμβρίου 1980.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

Στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19:

«1)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να μην καταστεί αδύνατη η άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης το οποίο, κατά [τη δεύτερη αναιρεσείουσα, της] παρέχει το άρθρο 4 της οδηγίας [2003/86], έχει η διάταξη αυτή την έννοια ότι το τέκνο του συντηρούντος δύναται να απολαύει του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης αν ενηλικιωθεί κατά τη διάρκεια ένδικης διαδικασίας προσβολής της απόφασης που του αρνείται το δικαίωμα αυτό και που εκδόθηκε ενόσω ήταν ακόμη ανήλικο;

2)

Έχουν το άρθρο 47 του [Χάρτη] και το άρθρο 18 της οδηγίας [2003/86] την έννοια ότι δεν επιτρέπουν να απορρίπτεται ως απαράδεκτη αίτηση ακυρώσεως που έχει ασκηθεί κατά απόφασης περί μη αναγνώρισης του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης ανήλικου τέκνου με την αιτιολογία ότι το τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας, εφόσον, κατά τον τρόπο αυτό, το τέκνο θα στερούνταν τη δυνατότητα να εκδοθεί απόφαση επί της εν λόγω αιτήσεως ακυρώσεως και θα θιγόταν το δικαίωμά του σε αποτελεσματική προσφυγή;»

Στην υπόθεση C‑137/19:

«Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο], στοιχείο γʹ, της οδηγίας [2003/86], ερμηνευόμενο ενδεχομένως σε συνδυασμό με το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, την έννοια ότι επιτάσσει οι υπήκοοι τρίτων χωρών, προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως “ανήλικα τέκνα”, κατά τη διάταξη αυτή, να είναι “ανήλικοι” όχι μόνο κατά τον χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως για τη χορήγηση άδειας διαμονής αλλά και κατά τον χρόνο εκδόσεως της οριστικής αποφάσεως της διοικήσεως επί της εν λόγω αιτήσεως;»

23

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 12ης Μαρτίου 2019, οι υποθέσεις C‑133/19, C‑136/19 και C‑137/19 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19 και επί του προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑137/19

24

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19 καθώς και με το προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑137/19, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κριθεί αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι «ανήλικο τέκνο», κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα ή η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.

25

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 είναι να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση και, επιπλέον, η οδηγία αυτή έχει ως αντικείμενο την παροχή προστασίας στους υπηκόους τρίτων χωρών, ιδίως στους ανηλίκους (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E., C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26

Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη συγκεκριμένες θετικές υποχρεώσεις, στις οποίες αντιστοιχούν σαφώς καθορισμένα δικαιώματα. Ειδικότερα, τους επιβάλλει την υποχρέωση, στις περιπτώσεις που ορίζονται στην ίδια οδηγία, να επιτρέπουν την οικογενειακή επανένωση ορισμένων μελών της οικογένειας του συντηρούντος, χωρίς να μπορούν να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E., C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27

Μεταξύ των μελών της οικογένειας του συντηρούντος των οποίων την είσοδο και τη διαμονή υποχρεούται να επιτρέπει το οικείο κράτος μέλος περιλαμβάνονται, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86, «[τα] ανήλικ[α] τέκν[α], συμπεριλαμβανομένων των θετών τέκνων του συντηρούντος, όταν ο συντηρών έχει την επιμέλεια και την ευθύνη συντήρησης των τέκνων».

28

Συναφώς, καίτοι στο άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/86 επισημαίνεται ότι τα ανήλικα τέκνα πρέπει να είναι νεότερα από την ηλικία ενηλικίωσης που ορίζει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, δεν διευκρινίζεται το χρονικό σημείο αναφοράς για την εκτίμηση της πλήρωσης της προϋπόθεσης αυτής ούτε γίνεται, ως προς το ζήτημα αυτό, παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών.

29

Μολονότι, κατά την εν λόγω διάταξη, ο προσδιορισμός της ηλικίας ενηλικίωσης στο δίκαιο των κρατών μελών επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια αυτών, δεν είναι, αντιθέτως, δυνατόν να αναγνωριστεί στα κράτη μέλη οποιοδήποτε περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου αναφοράς βάσει του οποίου διαπιστώνεται η ηλικία του αιτούντος για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86.

30

Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας, διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο, με βάση ιδίως το πλαίσιο της διάταξης και τον σκοπό της σχετικής κανονιστικής ρύθμισης (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Ouhrami, C‑225/16, EU:C:2017:590, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως, ο σκοπός που επιδιώκεται με την οδηγία 2003/86 είναι να ευνοηθεί η οικογενειακή επανένωση. Προς τούτο, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο της 1, η οδηγία αυτή καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια των κρατών μελών μπορούν να ασκούν το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης.

32

Επιπλέον, η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 2, σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις κατοχυρωμένες με τον Χάρτη αρχές.

33

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη, και ειδικότερα τα δικαστήριά τους, δεν οφείλουν απλώς να ερμηνεύουν το εθνικό τους δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης, αλλά οφείλουν επίσης να μεριμνούν ώστε να μην ερμηνεύουν τις διατάξεις του παράγωγου δικαίου κατά τρόπο αντίθετο προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που προασπίζει η έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Δεκεμβρίου 2009, Detiček, C‑403/09 PPU, EU:C:2009:810, σκέψη 34, καθώς και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ., C 356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 78).

34

Ειδικότερα, το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο περιλαμβάνει δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα που διασφαλίζονται με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, αναγνωρίζει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Η διάταξη αυτή του Χάρτη πρέπει να συσχετισθεί με την υποχρέωση να λαμβάνεται υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, η οποία αναγνωρίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, καθώς και με την ανάγκη του τέκνου να διατηρεί τακτικώς προσωπικές σχέσεις με τους γονείς του, για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ., C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 76).

35

Επομένως, οι διατάξεις της οδηγίας 2003/86 πρέπει να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν υπό το πρίσμα του άρθρου 7 και του άρθρου 24, παράγραφοι 2 και 3, του Χάρτη, όπως προκύπτει, εξάλλου, από το γράμμα της αιτιολογικής σκέψης 2 και του άρθρου 5, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, που επιβάλλουν στα κράτη μέλη να εξετάζουν τις αιτήσεις οικογενειακής επανένωσης με τρόπο που να εξυπηρετεί το συμφέρον των τέκνων και να διευκολύνει την οικογενειακή ζωή (απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, E., C‑635/17, EU:C:2019:192, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36

Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η χρήση της ημερομηνίας κατά την οποία η αρμόδια αρχή του σχετικού κράτους μέλους αποφαίνεται επί της αίτησης εισόδου και διαμονής στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους για λόγους οικογενειακής επανένωσης ως ημερομηνίας αναφοράς για τη διαπίστωση της ηλικίας του αιτούντος για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 δεν θα ήταν σύμφωνη ούτε προς τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία αυτή ούτε προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το άρθρο 7 και το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, δεδομένου ότι η τελευταία αυτή διάταξη επιβάλλει να αποδίδεται πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού, σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, περιλαμβανομένων και εκείνων τις οποίες διενεργούν τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας.

37

Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, οι αρμόδιες εθνικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια δεν θα προτρέπονταν έτσι να εξετάζουν κατά προτεραιότητα τις προσφυγές που έχουν υποβάλει ανήλικοι, με την ταχύτητα η οποία είναι απαραίτητη προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ευάλωτη θέση τους, όπερ θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να ενεργούν με τρόπο που θέτει σε κίνδυνο τα νόμιμα δικαιώματα οικογενειακής επανένωσης των ανηλίκων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 58).

38

Εν προκειμένω, από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, στις 9 Δεκεμβρίου 2013, ο B. M. M. υπέβαλε, στην πρεσβεία του Βελγίου στο Ντακάρ, εξ ονόματος και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων του B. S., B. M. και B. M. O., αιτήσεις χορήγησης άδειας διαμονής λόγω οικογενειακής επανένωσης και ότι αυτές απορρίφθηκαν στις 25 Μαρτίου 2014, τηρουμένων των προθεσμιών που προβλέπονται από τη βελγική νομοθεσία.

39

Ενώ όμως, στις 25 Απριλίου 2014, ο B. M. M. καθώς και οι B. S., B. M. και B. M. O. άσκησαν προσφυγές προβάλλοντας ως αιτήματα την αναστολή εκτελέσεως και την ακύρωση των εν λόγω απορριπτικών αποφάσεων ενώπιον του Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) και ενώ ζήτησαν επανειλημμένως από το δικαστήριο αυτό, στο διάστημα από το 2015 έως το 2017, να αποφανθεί επί των προσφυγών τους, δεν αμφισβητείται ότι το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) απέρριψε τις προσφυγές ως απαράδεκτες λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος μόλις στις 31 Ιανουαρίου 2018, ήτοι τρία έτη και εννέα μήνες μετά την κατάθεσή τους, στηριζόμενο στο γεγονός ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του, οι B. S., B. M. και B. M. O. ήταν ενήλικοι και, επομένως, δεν πληρούσαν πλέον τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις διατάξεις οι οποίες ρυθμίζουν την οικογενειακή επανένωση των ανήλικων τέκνων.

40

Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι αυτοί οι χρόνοι εξέτασης αιτήσεων δεν είναι ασυνήθιστοι στο Βέλγιο, δεδομένου ότι, όπως παρατήρησε η Βελγική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο μέσος χρόνος για την έκδοση απόφασης του Conseil du contentieux des étrangers (συμβουλίου επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) επί υποθέσεων σχετικών με οικογενειακή επανένωση είναι τρία έτη. Η Βελγική Κυβέρνηση διευκρίνισε, επιπλέον, ότι το Conseil du contentieux des étrangers (συμβούλιο επιλύσεως ενδίκων διαφορών επί υποθέσεων αλλοδαπών) δεν είχε θεωρήσει ότι έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα στην περίπτωση των αναιρεσειόντων των κύριων δικών.

41

Επομένως, οι περιστάσεις που υπομνήσθηκαν στην προηγούμενη σκέψη καταδεικνύουν ότι τυχόν ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 υπό την έννοια ότι η ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως της αρμόδιας διοικητικής αρχής του σχετικού κράτους μέλους επί της αίτησης εισόδου και διαμονής στο έδαφος του κράτους αυτού είναι η ημερομηνία αναφοράς για τη διαπίστωση της ηλικίας του αιτούντος για τους σκοπούς της διάταξης αυτής δεν θα διασφάλιζε, όπως επιβάλλει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του Χάρτη, ότι τα κράτη μέλη αποδίδουν, σε κάθε περίπτωση, πρωταρχική σημασία στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2003/86.

42

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή δεν θα διασφάλιζε επίσης, όπως επιτάσσουν οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ασφάλειας δικαίου, πανομοιότυπη και προβλέψιμη μεταχείριση όλων των αιτούντων οι οποίοι ευρίσκονται, από χρονικής απόψεως, σε ίδια κατάσταση, στο μέτρο που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται η ευδοκίμηση της αίτησης οικογενειακής επανένωσης κυρίως από περιστάσεις σχετικές με τις εθνικές διοικητικές αρχές ή τα εθνικά δικαστήρια, και ειδικότερα με την κατά το μάλλον ή ήττον μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξετάζεται η αίτηση ή εκδίδεται απόφαση επί προσφυγής ασκηθείσας κατά απορριπτικής αποφάσεως επί τέτοιας αίτησης, και όχι από περιστάσεις σχετικές με τον αιτούντα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψεις 55 και 60).

43

Επιπλέον, στον βαθμό που θα είχε ως αποτέλεσμα να εξαρτάται το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης από τυχαίες και μη προβλέψιμες περιστάσεις, οι οποίες σχετίζονται εξ ολοκλήρου με τις αρμόδιες εθνικές διοικητικές αρχές και τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια του σχετικού κράτους μέλους, η εν λόγω ερμηνεία θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την εμφάνιση σημαντικών διαφορών στην εξέταση των αιτήσεων οικογενειακής επανένωσης, τόσο μεταξύ των κρατών μελών όσο και στο εσωτερικό ενός και μόνον κράτους μέλους.

44

Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να κριθεί αν πληρούται η προϋπόθεση της ηλικίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86, η μόνη ημερομηνία η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να τηρούνται οι σκοποί της οδηγίας αυτής καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από την έννομη τάξη της Ένωσης, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Είναι δε άνευ σημασίας το αν η σχετική απόφαση εκδίδεται απευθείας επί της υποβληθείσας αίτησης ή κατόπιν ακύρωσης αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση.

45

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα που προέβαλαν η Βελγική και η Πολωνική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις τους, ότι, δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/86, όταν «δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον» οι προϋποθέσεις χορήγησης της άδειας, τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν να χορηγήσουν την άδεια εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης. Κατ’ ουσίαν, κατά τη Βελγική και την Πολωνική Κυβέρνηση, προκειμένου να μπορεί να γίνει δεκτή η αίτηση οικογενειακής επανένωσης, το πρόσωπο το οποίο αφορά η αίτηση πρέπει οπωσδήποτε να είναι ανήλικο τόσο κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης όσο και κατά την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως επί της αίτησης αυτής.

46

Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ηλικία του αιτούντος δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως ουσιαστική απαίτηση για την άσκηση του δικαιώματος οικογενειακής επανένωσης, κατά την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 6 και του άρθρου 1 της οδηγίας 2003/86, όπως είναι οι απαιτήσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο του κεφαλαίου IV της ίδιας οδηγίας. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς τις απαιτήσεις αυτές, η προϋπόθεση της ηλικίας συνιστά καθεαυτήν προϋπόθεση παραδεκτού της αίτησης οικογενειακής επανένωσης, της οποίας η εξέλιξη είναι βέβαιη και προβλέψιμη, οπότε πρέπει να εκτιμάται μόνο κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

47

Ως εκ τούτου, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19 καθώς και στο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑137/19, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86 έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κρίνεται αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα και όχι η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.

Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19

48

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι επιτρέπει, όταν ασκείται προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ανήλικου τέκνου, να απορρίπτεται η προσφυγή αυτή με μοναδική αιτιολογία ότι το τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

49

Ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το συγκεκριμένο ερώτημα βασίζεται στην παραδοχή ότι ανήλικο τέκνο το οποίο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας που κινήθηκε κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί της υποβληθείσας αίτησης οικογενειακής επανένωσης δεν έχει πλέον κανένα έννομο συμφέρον να ακυρωθεί η απόφαση αυτή και, επομένως, το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει υποχρεωτικώς να απορρίψει την προσφυγή του.

50

Εντούτοις, όπως συνάγεται από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19 καθώς και στο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑137/19, η παραδοχή αυτή είναι εσφαλμένη και, επομένως, σε μια περίπτωση όπως αυτή που εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, η αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί για τον λόγο και μόνον ότι το ενδιαφερόμενο τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

51

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2003/86, καίτοι προβλέπει, στο άρθρο της 5, παράγραφος 4, καταρχήν προθεσμία εννέα μηνών κατά τη διάρκεια της οποίας οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους οφείλουν να κοινοποιούν την απόφαση στο πρόσωπο το οποίο υπέβαλε την αίτηση οικογενειακής επανένωσης, δεν τάσσει, αντιθέτως, στο δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί της αίτησης αυτής καμία προθεσμία για την έκδοση της αποφάσεώς του.

52

Εντούτοις, το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν στον συντηρούντα ή στα μέλη της οικογένειάς του το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης και επιβάλλει στα κράτη μέλη να καθορίζουν τη διαδικασία και τις σχετικές αρμοδιότητες όσον αφορά την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

53

Μολονότι η ως άνω οδηγία αναγνωρίζει, συνεπώς, στα κράτη μέλη ορισμένο περιθώριο ευελιξίας, μεταξύ άλλων, για τον καθορισμό των κανόνων σχετικά με την εξέταση προσφυγής κατά απορριπτικής αποφάσεως επί αίτησης οικογενειακής επανένωσης, πρέπει να επισημανθεί ότι, παρά το περιθώριο αυτό ευελιξίας, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/86, να τηρούν το άρθρο 47 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, υπέρ κάθε προσώπου του οποίου προσβλήθηκαν τα δικαιώματα και παραβιάσθηκαν οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov, C‑556/17, EU:C:2019:626, σκέψη 55).

54

Πάντως, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 42 και 44 των προτάσεών του, το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, συνεπάγεται ότι τα ένδικα βοηθήματα του εθνικού δικαίου τα οποία παρέχουν στον συντηρούντα και στα μέλη της οικογένειάς του τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά των απορριπτικών αποφάσεων επί αίτησης οικογενειακής επανένωσης πρέπει να υφίστανται πράγματι και να είναι αποτελεσματικά.

55

Ως εκ τούτου, τέτοια προσφυγή δεν είναι δυνατόν να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τον λόγο και μόνον ότι το ενδιαφερόμενο τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

56

Εξάλλου, και εν αντιθέσει προς τα όσα υποστήριξαν ορισμένα κράτη μέλη τα οποία κατέθεσαν παρατηρήσεις, η απόρριψη ως απαράδεκτης προσφυγής ασκηθείσας κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση οικογενειακής επανένωσης δεν είναι δυνατόν να βασίζεται, όπως εν προκειμένω, στη διαπίστωση ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον έκδοσης απόφασης από το επιληφθέν δικαστήριο.

57

Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να διατηρεί ο υπήκοος τρίτης χώρας του οποίου η αίτηση οικογενειακής επανένωσης απορρίφθηκε, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του, έννομο συμφέρον προς έκδοσης αποφάσεως επί της ουσίας από το δικαστήριο που επιλήφθηκε της προσφυγής κατά της απορριπτικής αποφάσεως, στο μέτρο που, σε ορισμένα κράτη μέλη, η δικαστική αυτή απόφαση είναι αναγκαία, μεταξύ άλλων, για να μπορέσει ο αιτών να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως κατά του σχετικού κράτους μέλους.

58

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στις υποθέσεις C‑133/19 και C‑136/19 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει, όταν ασκείται προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ανήλικου τέκνου, να απορρίπτεται η προσφυγή αυτή με μοναδική αιτιολογία ότι το τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

Επί των δικαστικών εξόδων

59

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2003/86/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, σχετικά με το δικαίωμα οικογενειακής επανένωσης, έχει την έννοια ότι η ημερομηνία αναφοράς βάσει της οποίας πρέπει να κρίνεται αν άγαμος υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής είναι ανήλικο τέκνο, κατά τη διάταξη αυτή, είναι η ημερομηνία υποβολής της αίτησης εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης για ανήλικα τέκνα και όχι η ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους αποφαίνονται επί της αίτησης, ενδεχομένως κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση αυτή.

 

2)

Το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/86, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει, όταν ασκείται προσφυγή κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση εισόδου και διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης ανήλικου τέκνου, να απορρίπτεται η προσφυγή αυτή με μοναδική αιτιολογία ότι το τέκνο ενηλικιώθηκε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top