EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62017CC0070

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Szpunar της 13ης Σεπτεμβρίου 2018.
Abanca Corporación Bancaria SA και Bankia SA κατά Alberto García Salamanca Santos κ.λπ.
Αιτήσεις του Tribunal Supremo και Juzgado de Primera Instancia de Barcelona για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Άρθρα 6 και 7 – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Κήρυξη της ρήτρας εν μέρει καταχρηστικής – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου σε περίπτωση ρήτρας που χαρακτηρίζεται ως “καταχρηστική” – Υποκατάσταση της καταχρηστικής ρήτρας από διάταξη του εθνικού δικαίου.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-70/17 και C-179/17.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:724

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑70/17

Abanca Corporación Bancaria SA

κατά

Alberto García Salamanca Santos

[αίτηση του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Αναγνώριση εν μέρει καταχρηστικού χαρακτήρα – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου – Εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου»

και

Υπόθεση C‑179/17

Bankia SA

κατά

Alfonso Antonio Lau Mendoza,

Verónica Yuliana Rodriguez Ramirez

[αίτηση του Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona
(πρωτοδικείου υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 93/13/ΕΟΚ – Προστασία των καταναλωτών – Καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές – Ρήτρα πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου – Άρθρο 6, παράγραφος 1 – Εξουσίες του εθνικού δικαστηρίου – Εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου»

Περιεχόμενα

 

I. Εισαγωγή

 

II. Το νομικό πλαίσιο

 

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

 

Β. Το ισπανικό δίκαιο

 

III. Το ιστορικό των διαφορών των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 

Α. Η υπόθεση C‑70/17

 

Β. Η υπόθεση C‑179/17

 

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 

V. Ανάλυση

 

Α. Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C‑179/17

 

Β. Επί της ουσίας στις υποθέσεις C‑70/17 και C‑179/17

 

1. Γενικές παρατηρήσεις

 

2. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 

3. Υπόμνηση της σχετικής νομολογίας

 

α) Επί του χαρακτηρισμού από το εθνικό δικαστήριο της συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής

 

β) Επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας

 

1) Ο γενικός κανόνας της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου: ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να αφήνει ανεφάρμοστη την καταχρηστική ρήτρα χωρίς να έχει την εξουσία αναθεωρήσεως του περιεχομένου αυτής

 

2) Η εξαίρεση στον κανόνα: η απόφαση Kásler και Káslerné Rábai

 

4. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑70/17: η εμβέλεια της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας νομολογίας

 

α) Η νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) σχετικά με τον κανόνα της διαιρετότητας της ρήτρας

 

1) Η ερμηνεία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου)

 

2) Η σύμφωνη θέση της κρατούσας απόψεως στη γερμανική θεωρία

 

β) Η επίμαχη ρήτρα

 

1) Διαιρετότητα της ρήτρας ή τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση αυτής

 

2) Διατηρείται, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο σκοπός της επίμαχης ρήτρας, χωρίς μνεία του πλήθους των μη καταβληθεισών μηνιαίων δόσεων που καθιστούν εφικτή την εφαρμογή της;

 

5. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑70/17 και του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑179/17: δυνατότητα συνεχίσεως της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως μέσω της επικουρικής εφαρμογής εθνικής διατάξεως, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC

 

α) Μπορούν οι επίμαχες συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου να διατηρηθούν σε ισχύ, από νομική άποψη, μετά την απαλοιφή των επίμαχων καταχρηστικών ρητρών;

 

β) Επί της επικουρικής εφαρμογής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC

 

γ) Δικαιολογούν τα πλεονεκτήματα της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως τη συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως μετά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως;

 

δ) Επί της δυνατότητας ενημερώσεως του καταναλωτή για τα σχετικά με τη συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως πλεονεκτήματα: η απόφαση Pannon GSM

 

6. Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑179/17

 

Γ. Τελική παρατήρηση

 

VI. Πρόταση

I. Εισαγωγή

1.

Στις προτάσεις του, της 16ης Δεκεμβρίου 1999, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Océano Grupo Editorial και Salvat Editores ( 2 ), ο γενικός εισαγγελέας A. Saggio επισήμανε ότι το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί για πρώτη φορά, στις υποθέσεις αυτές, σχετικά με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 3 ). Το Δικαστήριο είχε επιληφθεί τότε προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από ισπανικό δικαστήριο σχετικά με την εξουσία του δικαστή να ελέγχει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών. Εξ όσων γνωρίζω, έκτοτε το Δικαστήριο έχει αποφανθεί 26 φορές σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας αυτής κατόπιν υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων από ισπανικά δικαστήρια. Μεγάλο μέρος των σχετικών αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως είναι μεταγενέστερες της αποφάσεως Aziz ( 4 ), η οποία εκδόθηκε στις 14 Μαρτίου 2013, εν μέσω της οικονομικής κρίσεως.

2.

Η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την οδηγία 93/13 διαδραμάτισε σημαντικό, ακόμη και καθοριστικό, ρόλο στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και της προστασίας των καταναλωτών, στην οποία σκοπεί η εν λόγω οδηγία, η οποία συνιστά πλέον απαραίτητο στοιχείο της καθημερινής προστασίας των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το νομολογιακό αυτό έργο συντελέστηκε, και εξακολουθεί να συντελείται, σε στενή συνεργασία όχι μόνο με τους Ισπανούς δικαστές, αλλά και με τα δικαστήρια πολλών άλλων κρατών μελών.

3.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως έχουν εκ νέου ως αντικείμενο την ερμηνεία της οδηγίας 93/13. Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) και το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης, Ισπανία) τρέφουν, μεταξύ άλλων, αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) σχετικά με την ερμηνεία των ρητρών πρόωρης λύσεως της συμβάσεως με το σύστημα προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία.

4.

Με τα ερωτήματά του, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική νομολογία η οποία επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να θεραπεύσει την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως τροποποιώντας την εν λόγω ρήτρα και αντικαθιστώντας το τροποποιηθέν μέρος αυτής με διάταξη του εθνικού δικαίου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να συνεχίσουν την ειδική διαδικασία κατασχέσεως βεβαρημένου με υποθήκη ακινήτου (στο εξής: διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως), στο μέτρο που η εν λόγω διαδικασία θα είναι επωφελέστερη για τον οφειλέτη καταναλωτή από την εκτέλεση καταψηφιστικής αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της αναγνωριστικής αγωγής.

5.

Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επανειλημμένως επί των ζητημάτων αυτών και η σχετική νομολογία του όχι μόνο είναι παγιωμένη και εφαρμόζεται εδώ και αρκετά χρόνια στα κράτη μέλη, αλλά είναι επίσης γνωστή στους καταναλωτές της Ένωσης. Επομένως, απόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει αν επιθυμεί να αποκλίνει από τη νομολογία του ή να την επιβεβαιώσει. ( 5 ).

II. Το νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13 προκύπτει ότι «εναπόκειται στα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές να μην περιλαμβάνονται καταχρηστικές ρήτρες».

7.

Το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Οι ρήτρες της σύμβασης που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου […] δεν υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

8.

Το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.   Ρήτρα σύμβασης που δεν απ[ο]τέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν[,] παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση.

2.   Θεωρείται πάντοτε ότι η ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και όταν ο καταναλωτής, εκ των πραγμάτων, δε μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό της, ιδίως στα πλαίσια μιας σύμβασης προσχωρήσεως.»

9.

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«1.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, ο καταχρηστικός χαρακτήρας μιας συμβατικής ρήτρας κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση και όλες οι κατά τον χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιέβαλαν την εν λόγω σύναψη, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

2.   Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα των ρητρών δεν αφορά ούτε τον καθορισμό του κυρίου αντικειμένου της συμβάσεως ούτε το ανάλογο ή μη μεταξύ της τιμής και της αμοιβής, αφενός, και των υπηρεσιών ή αγαθών που θα παρασχεθούν ως αντάλλαγμα, αφετέρου, εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.»

10.

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, τηρουμένων των σχετικών όρων της εθνικής νομοθεσίας, δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ενώ η σύμβαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

11.

Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, προς το συμφέρον των καταναλωτών, καθώς και των ανταγωνιζόμενων επαγγελματιών, να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές.»

Β. Το ισπανικό δίκαιο

12.

Το άρθρο 1011 του Código Civil (αστικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Όποιος, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ενεργεί με δόλο, αμέλεια ή προκαλεί καθυστέρηση ή δεν τηρεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τους όρους των εν λόγω υποχρεώσεων, οφείλει να αποκαθιστά την προκύπτουσα ζημία.»

13.

Το άρθρο 1124 του αστικού κώδικα προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η δυνατότητα λύσεως των ενοχών νοείται ως ενυπάρχουσα στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, για την περίπτωση που ο ένας εκ των συμβαλλομένων δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του.

Το θιγόμενο μέρος μπορεί να επιλέξει μεταξύ του να αξιώσει την εκπλήρωση ή τη λύση της ενοχικής σχέσεως, δικαιούται δε, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, αποζημίωση. Δύναται να ζητήσει τη λύση ακόμη και αφού έχει επιλέξει την εκπλήρωση, αν η εκπλήρωση αποδειχθεί αδύνατη.

Το δικαστήριο διατάσσει τη ζητούμενη λύση της ενοχής, εκτός αν υπάρχουν δικαιολογητικοί λόγοι που του παρέχουν τη δυνατότητα να ορίσει προθεσμία περί εκτελέσεως.»

14.

Δυνάμει του άρθρου 552, παράγραφος 1, του Ley 1/2000 de Enjuiciamiento Civil (νόμου 1/2000 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000 ( 6 ), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων των κυρίων δικών (στο εξής: LEC), σχετικά με τον αυτεπάγγελτο έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών:

«Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ρήτρα ενός εκ των μνημονευόμενων στο άρθρο 557, παράγραφος 1, εκτελεστών τίτλων μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική. Εάν εκτιμά ότι οιαδήποτε από τις ρήτρες αυτές μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική, καλεί τους διαδίκους σε ακρόαση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών. Αφού τους ακούσει, αποφαίνεται εντός πέντε εργάσιμων ημερών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 561, παράγραφος 1, σημείο 3.»

15.

Το άρθρο 557 του LEC ορίζει τα εξής:

«1.   Οσάκις διατάσσεται η εκτέλεση βάσει των τίτλων που προβλέπονται στο άρθρο 517, παράγραφος 2, σημεία 4, 5, 6 και 7, καθώς και των κατά το άρθρο 517, παράγραφος 2, σημείο 9, λοιπών εγγράφων που αποτελούν εκτελεστούς τίτλους, ο καθού η εκτέλεση μπορεί να αντιταχθεί σε αυτήν, εντός της προθεσμίας και με τον τρόπο που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο, μόνο για κάποιον από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

7ον Ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στον τίτλο.

2.   Αν ασκηθεί η ανακοπή της προηγούμενης παραγράφου, ο γραμματέας του δικαστηρίου αναστέλλει την εκτέλεση με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας.»

16.

Το άρθρο 561, παράγραφος 1, σημείο 3, του LEC προβλέπει τα εξής:

«Σε περίπτωση που κρίνει καταχρηστική μία ή περισσότερες ρήτρες, η εκδιδόμενη διάταξη προσδιορίζει και τις συνέπειες της καταχρηστικότητας αυτής, διατάσσοντας είτε την κατάργηση της εκτελέσεως είτε την πραγματοποίησή της χωρίς την εφαρμογή των ρητρών που κρίνονται καταχρηστικές.»

17.

Κατά το άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC, σχετικά με την πρόωρη λήξη των εξοφλητέων σε δόσεις οφειλών:

«Ο δανειστής δύναται να αξιώσει το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και των οφειλομένων τόκων αν έχει συνομολογηθεί ότι το δάνειο καθίσταται ληξιπρόθεσμο στο σύνολό του σε περίπτωση μη καταβολής από τον οφειλέτη τουλάχιστον τριών μηνιαίων δόσεων ή τέτοιου αριθμού δόσεων ώστε να συνάγεται ότι ο οφειλέτης δεν έχει εκπληρώσει την υποχρέωσή του για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, και εφόσον η συμφωνία αυτή αναγράφεται στη δανειακή σύμβαση και έχει καταχωρισθεί στο αντίστοιχο αρχείο.»

18.

Το άρθρο 695 του LEC, το οποίο αφορά την ανακοπή κατά της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, έχει ως εξής:

«1.   Στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου, η ανακοπή που ασκείται από τον καθού η εκτέλεση μπορεί να γίνει δεκτή μόνον εφόσον στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:

[…]

4ον

Τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί τη βάση της εκτελέσεως ή βάσει της οποίας καθορίσθηκε το απαιτητό ποσό.

2.   Όταν ασκείται ανακοπή κατά την προηγουμένη παράγραφο, ο δικαστικός γραμματέας αναστέλλει την εκτέλεση και καλεί τους διαδίκους να παραστούν σε ορισμένη δικάσιμο ενώπιον του δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε τη διαταγή περί κατασχέσεως. Μεταξύ της κλητεύσεως και της εν λόγω δικασίμου πρέπει να μεσολαβούν τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες. Κατά τη δικάσιμο αυτή, το δικαστήριο ακούει τους διαδίκους, εξετάζει τα προσκομισθέντα έγγραφα και εντός δύο ημερών εκδίδει τη σχετική απόφασή του υπό μορφή διατάξεως.

3.   […]

Εάν γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος [της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου], διατάσσεται η κατάργηση της διαδικασίας εκτελέσεως, εφόσον η εκτέλεση βασίζεται στη συμβατική ρήτρα. Ειδάλλως, η εκτέλεση συνεχίζεται χωρίς την εφαρμογή της καταχρηστικής ρήτρας.

[…]»

19.

Η οδηγία 93/13 μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη με τον Ley 7/1998 sobre condiciones generales de la contratación (νόμο 7/1998 περί των γενικών όρων των συμβάσεων), της 13ης Απριλίου 1998 ( 7 ), και με το Real Decreto Legislativo 1/2007 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley General para la Defensa de los Consumidores y Usuarios y otras leyes complementarias (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/2007 περί εγκρίσεως του αναθεωρημένου κειμένου του γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων), της 16ης Νοεμβρίου 2007 ( 8 ).]

20.

Κατά το άρθρο 83 του νομοθετικού βασιλικού διατάγματος 1/2007, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 3/2014, της 27ης Μαρτίου 2014 ( 9 ):

«Οι καταχρηστικές ρήτρες είναι αυτοδικαίως άκυρες και λογίζονται ως μη τεθείσες. Για τον σκοπό αυτό, το δικαστήριο, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, κηρύσσει άκυρες τις καταχρηστικές ρήτρες που έχουν ενσωματωθεί στη σύμβαση, η οποία συνεχίζει ωστόσο να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη υπό τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να εξακολουθήσει να ισχύει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες.»

III. Το ιστορικό των διαφορών των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

21.

Τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων των κύριων δικών, όπως προκύπτουν από τις αποφάσεις περί παραπομπής, μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.

Α. Η υπόθεση C‑70/17

22.

Στις 30 Μαΐου 2008, η Abanca Corporación Bancaria SA (στο εξής: Abanca) χορήγησε στον A. García Salamanca Santos και στη V. Varela δάνειο εξασφαλισμένο με υποθήκη επί της κατοικίας τους. Το δάνειο αυτό, ύψους 100000 ευρώ και διάρκειας 30 ετών, θα εξοφλούνταν σε 360 μηνιαίες δόσεις.

23.

Βάσει της ρήτρας 6bis της συμβάσεως δανείου, σχετικά με την πρόωρη λύση της συμβάσεως, σε περίπτωση μη καταβολής οποιωνδήποτε ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου, ο ενυπόθηκος δανειστής μπορούσε να καταστήσει ληξιπρόθεσμο το δάνειο και να αξιώσει δικαστικώς το σύνολο του κεφαλαίου, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας, δαπάνες και έξοδα.

24.

Ο A. García Salamanca Santos άσκησε αγωγή με αίτημα την ακύρωση αρκετών ρητρών της συμβάσεως δανείου, περιλαμβανομένης της ρήτρας 6bis, λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή αυτή και ακύρωσε, μεταξύ άλλων, την επίμαχη ρήτρα. Την απόφαση επικύρωσε σε δεύτερο βαθμό το Audiencia Provincial de Pontevedra (εφετείο Pontevedra, Ισπανία).

25.

Επιληφθέν της αιτήσεως αναιρέσεως που κατέθεσε η Abanca, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι τα επίμαχα ζητήματα αφορούν τον ενδεχόμενο καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως που περιέχεται στις συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου που συνήφθηκαν με καταναλωτές και την έκταση της ακυρότητας που προκύπτει από την ενδεχόμενη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο τρέφει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα διαπιστώσεως του εν μέρει καταχρηστικού χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας. Οι αμφιβολίες αυτές απορρέουν, μεταξύ άλλων, από την ερμηνεία των ρητρών πρόωρης λύσεως της συμβάσεως στην ίδια τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου), η οποία επιτρέπει τη συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεως του εθνικού δικαίου, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, προκειμένου να συνεχιστεί η εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως.

26.

Συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με την απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015 ( 10 ), η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016 ( 11 ), το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι, για να είναι ισχυρές ρήτρες πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, πρέπει να διαμορφώνουν τη σοβαρότητα της αθετήσεως ανάλογα με τη διάρκεια και το ποσό του δανείου και να επιτρέπουν στον καταναλωτή να αποφύγει την εφαρμογή τους μέσω επιμελούς συμπεριφοράς επανορθώσεως. Εντούτοις, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διευκρίνισε ότι η εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως μπορεί να συνεχισθεί εάν η δυνατότητα αναγνωρίσεως της πρόωρης λύσεως της συμβάσεως δεν ασκήθηκε καταχρηστικά, λόγω των πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται η ειδική διαδικασία για τον καταναλωτή.

27.

Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο ισπανικό δίκαιο, όταν, σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου, ο οφειλέτης αθετεί την υποχρέωση αποπληρωμής του χορηγηθέντος ποσού, ο δανειστής δύναται είτε να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή ( 12 ) είτε να κινήσει ειδική διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως ( 13 ). Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως είναι επωφελέστερη για τον οφειλέτη καταναλωτή από εκείνη που συνίσταται στη διαταγή καταργήσεως της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως ( 14 ). Όταν διαταχθεί η κατάργηση της εκτελέσεως, ο καταναλωτής υποχρεούται να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, η κίνηση της διαδικασίας αυτής για την αναγνώριση της λύσεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου λόγω αθετήσεως του οφειλέτη, βάσει του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα (νομική, και όχι συμβατική, δυνατότητα), θα έχει για τον καταναλωτή δυσμενείς συνέπειες, και συγκεκριμένα «τη σώρευση καταδικών πληρωμής δικαστικών εξόδων, τόσο στην αναγνωριστική φάση όσο και στη φάση εκτελέσεως, και την αύξηση των τόκων υπερημερίας για όσο διάστημα διαρκεί η διαδικασία».

28.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, αποφάσισε, στις 8 Φεβρουαρίου 2017, με απόφαση που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Φεβρουαρίου 2017, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 την έννοια ότι αναγνωρίζει τη δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου, το οποίο εξετάζει τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως περιληφθείσας σε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα με καταναλωτή, η οποία προβλέπει, εκτός από άλλες περιπτώσεις καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μη καταβολής πλειόνων δόσεων, την καταγγελία λόγω μη καταβολής μίας δόσεως, να κρίνει καταχρηστικό μόνο το τμήμα της ρήτρας ή την περίπτωση που αφορά την καταγγελία λόγω μη καταβολής μιας δόσεως και να διατηρήσει σε ισχύ το τμήμα περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως λόγω μη καταβολής περισσότερων δόσεων, λύσεως που προβλέπεται επίσης με τρόπο γενικό στη ρήτρα, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το κύρος ή ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας πρέπει να εκτιμάται κατά τον χρόνο ασκήσεως της δυνατότητας;

2)

Έχει εθνικό δικαστήριο, βάσει της οδηγίας 93/13, την εξουσία –αφού κηρύξει καταχρηστική ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως περιληφθείσα σε σύμβαση δανείου ή πιστώσεως εξασφαλισμένη με υποθήκη– να κρίνει ότι η συμπληρωματική εφαρμογή εθνικής διατάξεως, καίτοι συνεπάγεται την κίνηση ή τη συνέχιση της διαδικασίας εκτελέσεως κατά του καταναλωτή, είναι ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή από την κατάργηση της εν λόγω ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυποθήκου ακινήτου και την παροχή στον πιστωτή της δυνατότητας να ζητήσει τη λύση της συμβάσεως δανείου ή πιστώσεως, ή να απαιτήσει τα οφειλόμενα ποσά, με επακόλουθη εκτέλεση της καταψηφιστικής αποφάσεως, χωρίς τα πλεονεκτήματα που προβλέπει για τον καταναλωτή η ειδική εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως σε βάρος του ενυποθήκου;»

Β. Η υπόθεση C‑179/17

29.

Στις 22 Ιουνίου 2005, το τραπεζικό ίδρυμα Bankia SA, επισπεύδων την εκτέλεση στην κύρια δίκη, αφενός, και ο A. A. Lau Mendoza και η V. Y. Rodríguez Ramírez, καθών η εκτέλεση, αφετέρου, συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ύψους 188000 ευρώ για την αγορά ακινήτου που συνιστά την κύρια κατοικία τους, διάρκειας 37 ετών, κατόπιν ανανεώσεως της συμβάσεως.

30.

Βάσει της ρήτρας 6bis της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, με τίτλο «Πρόωρη λύση από το πιστωτικό ίδρυμα»:

«Ανεξάρτητα από την ορισθείσα διάρκεια της παρούσας συμβάσεως, η δανείστρια τράπεζα δύναται να κηρύξει το δάνειο ληξιπρόθεσμο, θεωρώντας τη σύμβαση λυθείσα και κηρύσσοντας την οφειλή πρόωρα ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής μίας, περισσότερων ή όλων των καθοριζόμενων στη δεύτερη ρήτρα [περί αποπληρωμής] δόσεων.»

31.

Κατόπιν αθετήσεως πληρωμής 36 μηνιαίων δόσεων εκ μέρους των οφειλετών, η Bankia κίνησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως εις βάρος του βεβαρημένου με υποθήκη αγαθού, το οποίο συνιστούσε την εγγύηση αποπληρωμής του χορηγηθέντος δανείου.

32.

Το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης) διερωτάται σχετικά με τις συνέπειες της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, ειδικότερα, υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου). Συγκεκριμένα, η εν λόγω νομολογία παρέχει τη δυνατότητα συνεχίσεως της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως, παρά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως στην οποία βασίζεται η διαδικασία αυτή. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οφείλει να εφαρμόσει τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου), η οποία συμπληρώνει την ισπανική έννομη τάξη, αλλά υποχρεούται ταυτόχρονα να συμμορφωθεί προς το δίκαιο της Ένωσης, όπως ερμηνεύτηκε από το Δικαστήριο.

33.

Στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ορισμένα νομικά ζητήματα τα οποία μπορούν, κατ’ αυτό, να είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τις απαντήσεις που πρόκειται να δοθούν στα ερωτήματα που εγείρονται στις υπό κρίση υποθέσεις. Τα νομικά αυτά ζητήματα αφορούν, αφενός, την αβεβαιότητα όσον αφορά τη θετική έκβαση της θεμελιωμένης στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα αναγνωριστικής αγωγής ( 15 ). Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, έως τώρα, κατά σταθερή και παγιωμένη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) το άρθρο 1124 του αστικού κώδικα –το οποίο εφαρμόζεται μόνο σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις– δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου (εμπράγματες μονομερείς συμβάσεις). Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το εθνικό δικαστήριο οφείλει να απορρίψει τη θεμελιωμένη στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα αναγνωριστική αγωγή με αντικείμενο σύμβαση ενυπόθηκου δανείου ( 16 ). Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, έστω και αν το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφασίσει να διευκρινίσει τη νομολογία αυτή και να κάνει δεκτή την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου στα ενυπόθηκα δάνεια ( 17 ), δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο απορρίψεως της αγωγής λύσεως της συμβάσεως, εάν το δικαστήριο εκτιμά ότι δικαιολογείται η χορήγηση προθεσμίας στον οφειλέτη για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του, δυνατότητα η οποία προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα ( 18 ).

34.

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επικουρική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC αντιβαίνει στη νομολογία του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, είναι πρόδηλο ότι η σύμβαση δανείου μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ χωρίς τη ρήτρα πρόωρης λύσεως και ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να εφαρμοστεί επικουρικώς, δεδομένου ότι «δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεση εφαρμογής της», ήτοι «η ύπαρξη στη σύμβαση έγκυρης και ισχυρής συμφωνίας των μερών περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, η οποία κηρύχθηκε ακριβώς καταχρηστική» ( 19 ). Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, εάν τα ζητήματα αυτά δεν εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, οι αμφιβολίες που τρέφει όσον αφορά τη δυνατότητα συνεχίσεως της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης θα παραμείνουν και ενδέχεται να υποβληθούν νέα προδικαστικά ερωτήματα.

35.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης), αποφάσισε, στις 30 Μαρτίου 2017, με απόφαση που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 10 Απριλίου 2017, να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, νομολογία (απόφαση του Tribunal Supremo [Ανώτατου Δικαστηρίου] της 18ης Φεβρουαρίου 2016) κατά την οποία, παρά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως με καταγγελία και παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τη ρήτρα στην οποία βασίζεται η αίτηση εκτελέσεως, η εκτέλεση βάσει υποθήκης δεν πρέπει να σταματήσει, καθόσον η συνέχισή της είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή, δεδομένου ότι, σε περίπτωση ενδεχόμενης εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας σε αναγνωριστική δίκη βάσει του άρθρου 1124 του Código civil (αστικού κώδικα), ο καταναλωτής δεν μπορεί να επωφεληθεί των δικονομικών προνομίων της εκτελέσεως βάσει υποθήκης, χωρίς ωστόσο η εν λόγω νομολογία να λαμβάνει υπόψη ότι, κατά σταθερή και παγιωμένη νομολογία του ίδιου του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου), το προμνησθέν άρθρο 1124 του Αστικού Κώδικα (το οποίο έχει προβλεφθεί για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις) δεν εφαρμόζεται σε σύμβαση δανείου, η οποία είναι re καταρτιζόμενη και ετεροβαρής σύμβαση που συνάπτεται το πρώτον με την παράδοση του χρηματικού ποσού και που, για τον λόγο αυτό, παράγει υποχρεώσεις μόνον για τον δανειολήπτη και όχι για τον δανειστή (πιστωτή), με αποτέλεσμα, εάν ακολουθηθεί η τελευταία αυτή νομολογία του Tribunal Supremo στην αναγνωριστική δίκη, να εκδοθεί ενδεχομένως απόφαση με την οποία να απορρίπτεται το αίτημα περί λύσεως της συμβάσεως και καταβολής αποζημιώσεως και να μην μπορεί πλέον να υποστηριχθεί ότι η συνέχιση της εκτελέσεως βάσει υποθήκης είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή;

2)

Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η εφαρμογή του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα στις συμβάσεις δανείου ή σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων πιστώσεως, αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, νομολογία όπως η προμνησθείσα η οποία δεν λαμβάνει υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή η συνέχιση της εκτελέσεως βάσει υποθήκης ή δυσμενέστερη η διεξαγωγή αναγνωριστικής δίκης βάσει του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα, ότι στο πλαίσιο αυτής της δίκης μπορεί να απορριφθούν τα αιτήματα περί λύσεως της συμβάσεως και αποζημιώσεως, εάν το δικαστήριο εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα, κατά την οποία “το δικαστήριο διατάσσει τη ζητούμενη λύση της ενοχής, εκτός αν υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την παροχή προθεσμίας για την εκπλήρωση της ενοχής”, λαμβανομένου υπόψη ότι στο πλαίσιο ακριβώς των ενυπόθηκων δανείων και πιστώσεων μεγάλης διάρκειας (20 ή 30 χρόνια) για την αγορά κατοικιών είναι σχετικά πιθανό να εφαρμόσουν τα δικαστήρια τον συγκεκριμένο λόγο απορρίψεως, ιδίως όταν η πραγματική αθέτηση της υποχρεώσεως καταβολής δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή;

3)

Στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι είναι επωφελέστερη για τον καταναλωτή η συνέχιση της εκτελέσεως βάσει υποθήκης με τα αποτελέσματα που συνδέονται με την πρόωρη λύση με καταγγελία, αντιβαίνει στα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, νομολογία όπως η προμνησθείσα η οποία εφαρμόζει διάταξη ενδοτικού δικαίου [άρθρο 693, παράγραφος 2, του Ley de Enjuiciamiento Civil (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)], παρά το ότι η σύμβαση μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ρήτρα πρόωρης λύσεως με καταγγελία, και εφαρμόζει το εν λόγω άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC καίτοι δεν συντρέχει η βασική προϋπόθεσή του, ήτοι η ύπαρξη στη σύμβαση έγκυρης και ισχυρής συμφωνίας πρόωρης λύσεως με καταγγελία, η οποία κηρύχθηκε ακριβώς καταχρηστική, άκυρη και ανίσχυρη;»

IV. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

36.

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2017, το αίτημα του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) περί υπαγωγής της υποθέσεως C‑70/17 στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου απορρίφθηκε. Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2017 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑92/16, C‑167/16, C‑486/16, C‑70/17 και C‑179/17.

37.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Abanca, η Ισπανική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην υπόθεση C‑70/17, και η Bankia, η Ισπανική και η Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή στην υπόθεση C‑179/17.

38.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2018, το Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 29, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει τις υποθέσεις ενώπιον του τμήματος μείζονος συνθέσεως με τον ίδιο σχηματισμό και, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 77 του Κανονισμού Διαδικασίας, να οργανώσει κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση για τις δύο υποθέσεις.

39.

Η Abanca, η Bankia, η Ισπανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν και προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Μαΐου 2018.

V. Ανάλυση

Α. Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C‑179/17

40.

Πριν από την ανάλυση της υποθέσεως επί της ουσίας, επισημαίνεται ότι η Ισπανική Κυβέρνηση αμφισβητεί, στις γραπτές παρατηρήσεις της, το παραδεκτό της προδικαστικής παραπομπής στην υπόθεση C‑179/17. Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, σκοπός της εν λόγω παραπομπής είναι η συμπλήρωση του νομικού πλαισίου που εκθέτει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην υπόθεση C‑70/17. Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρώτον, ότι αντικείμενο προδικαστικού ερωτήματος είναι η ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Τα ερωτήματα που υπέβαλε, όμως, το αιτούν δικαστήριο αφορούν μόνο την ερμηνεία κανόνων του εθνικού δικαίου. Δεύτερον, η Ισπανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι το αιτούν δικαστήριο θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομική εκτίμηση των κανόνων του εθνικού δικαίου από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), ενώ το δικαστήριο αυτό είναι το ανώτατο δικαιοδοτικό όργανο μεταξύ των δικαστηρίων όλων των δικαιοδοσιών, επιφορτισμένο με την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, με αποτέλεσμα, βάσει του άρθρου 123, παράγραφος 1, του ισπανικού Συντάγματος και του άρθρου 1, παράγραφος 6, του αστικού κώδικα, η νομολογία του να συμπληρώνει την ισπανική έννομη τάξη. Τέλος, τρίτον, η Ισπανική Κυβέρνηση δεν αντιλαμβάνεται σε ποιο μέτρο τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 93/13 μπορούν να τύχουν εφαρμογής για την εξέταση τυχόν σφάλματος στο οποίο ενδέχεται να υπέπεσε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) κατά την ανάλυση και την ερμηνεία του ισπανικού εθνικού νομικού πλαισίου.

41.

Συναφώς, εκτιμώ σκόπιμο να υπομνησθούν οι αρχές που διέπουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων που υποβάλλονται βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

42.

Πρώτον, κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, με το οποίο το Δικαστήριο τους παρέχει τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν ( 20 ). Σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι να συμβάλει άμεσα και αμοιβαία στην επεξεργασία αποφάσεως ώστε να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στο σύνολο των κρατών μελών ( 21 ).

43.

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της δικαστικής αυτής συνεργασίας, μόνο στα εθνικά δικαστήρια, στην κρίση των οποίων υποβάλλεται η διαφορά και τα οποία πρέπει να αναλαμβάνουν την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, απόκειται να εκτιμούν, ενόψει των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κάθε υποθέσεως, τόσο το αν είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, προκειμένου να είναι σε θέση να αποφανθούν, όσο και τη λυσιτέλεια των υποβαλλομένων στο Δικαστήριο ερωτημάτων ( 22 ). Επομένως, το Δικαστήριο είναι καταρχήν υποχρεωμένο να απαντά στα ερωτήματα που του υποβάλλονται σε σχέση με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ( 23 ).

44.

Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο ουδόλως σχετίζεται με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα σε αυτό ερωτήματα ( 24 ).

45.

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, όπως έχει κρίνει κατ’ επανάληψη το Δικαστήριο, τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλλουν στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ( 25 ) και ότι κανόνας του εθνικού δικαίου δεν μπορεί να εμποδίζει εθνικό δικαστήριο να κάνει χρήση της ευχέρειας αυτής ( 26 ), η δε ευχέρεια αυτή μετατρέπεται σε υποχρέωση για τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου ( 27 ). Συγκεκριμένα, τόσο η ευχέρεια όσο και η υποχρέωση αυτή είναι συμφυείς με το σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, και με τα καθήκοντα του επιφορτισμένου με την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης δικαστή, τα οποία αναθέτει η εν λόγω διάταξη στα εθνικά δικαστήρια ( 28 ).

46.

Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως αποφάνθηκε επανειλημμένως το Δικαστήριο, η ύπαρξη κανόνα του εσωτερικού δικαίου κατά τον οποίο τα δικαστήρια που δεν αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό δεσμεύονται από τις νομικές εκτιμήσεις των ανώτερων δικαστηρίων δεν μπορεί να τους στερεί, για τον λόγο αυτό και μόνο, την ως άνω ευχέρεια ( 29 ). Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι το εθνικό δικαστήριο που δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να έχει τη δυνατότητα, ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία εκτιμά ότι η εκ μέρους ανωτέρου δικαστηρίου νομική εκτίμηση ενδέχεται να το υποχρεώσει στην έκδοση αποφάσεως αντίθετης προς το δίκαιο της Ένωσης, να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα τα οποία το απασχολούν ( 30 ). Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται ορισμένης διαφοράς, όταν εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της διαφοράς αυτής, ανακύπτει ζήτημα που αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, έχει, ανάλογα με την περίπτωση, την ευχέρεια ή την υποχρέωση να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, χωρίς η άσκηση της ευχέρειας ή η εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής να μπορούν να εμποδιστούν από εθνικούς κανόνες νομοθετικής ή νομολογιακής φύσεως ( 31 ).

47.

Εν προκειμένω, εκτιμώ ότι τα τρία ερωτήματα, όπως διατυπώνονται, αφορούν σαφώς την ερμηνεία των άρθρων 6 και 7 της οδηγίας 93/13. Επομένως, το τεκμήριο λυσιτέλειας της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑179/17 δεν ανατρέπεται από τις αντιρρήσεις που διατύπωσε η Ισπανική Κυβέρνηση. Επιπλέον, δεδομένου ότι τρέφει αμφιβολίες όσον αφορά τη νομική εκτίμηση από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) η οποία θα μπορούσε να το οδηγήσει να εκδώσει απόφαση αντιβαίνουσα στο δίκαιο της Ένωσης, το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης) έχει τη δυνατότητα να απευθύνει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα που εκτιμά κρίσιμα.

48.

Υπό τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που διέπουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, οι οποίες υπενθυμίζονται στα προηγούμενα σημεία και έχουν μνημονευθεί κατ’ επανάληψη από το Δικαστήριο από τη θέσπιση της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο ουδόλως εμποδίζεται να εκδώσει απόφαση στην υπό κρίση υπόθεση ερμηνεύοντας τις διατάξεις της οδηγίας 93/13. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑179/17 είναι παραδεκτή.

Β. Επί της ουσίας στις υποθέσεις C‑70/17 και C‑179/17

49.

Καίτοι τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν τα αιτούντα δικαστήρια στις υπό κρίση υποθέσεις ανέκυψαν σε δύο διαφορετικές εθνικές διαδικασίες ( 32 ), οι δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, τις οποίες κατέθεσαν το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) (υπόθεση C‑70/17) και το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης) (υπόθεση C‑179/17) αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία της οδηγίας 93/13 και τη συμβατότητα της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) σχετικά με τις ρήτρες πρόωρης λύσεως της συμβάσεως με το σύστημα προστασίας των καταναλωτών που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία, και ιδίως τα άρθρα της 6 και 7, καθώς και με τη νομολογία του Δικαστηρίου ( 33 ).

50.

Στο μέτρο που οι δύο υποθέσεις εγείρουν κατ’ ουσίαν τα ίδια ζητήματα ως προς το δίκαιο της Ένωσης, προτείνω κοινές προτάσεις.

1.   Γενικές παρατηρήσεις

51.

Προκαταρκτικώς, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να διατυπωθούν μερικές παρατηρήσεις οι οποίες θα καταστήσουν εφικτό τον προσδιορισμό του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η οδηγία 93/13 και την εξέταση του τρόπου με τον οποίο το δίκαιο της Ένωσης έθεσε, ιδίως με την οδηγία αυτή, την προστασία του καταναλωτή στο επίκεντρο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως.

52.

Από την ιστορική αναδρομή διαπιστώνεται ότι, κατά τα πρώτα έτη οικοδομήσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η προστασία του καταναλωτή θεωρούνταν «υποπροϊόν» της κοινής αγοράς ( 34 ). Συγκεκριμένα, κατά τη διάσκεψη κορυφής, η οποία διεξήχθη στο Παρίσι στις 19 και 20 Οκτωβρίου 1972, οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων ενέκριναν καταρχήν, για πρώτη φορά, πολιτική προστασίας και ενημερώσεως των καταναλωτών. Παρ’ όλα αυτά, χρειάστηκε να παρέλθουν άλλα τρία χρόνια για να δρομολογηθεί επίσημα η πολιτική προστασίας των καταναλωτών ( 35 ) και είκοσι χρόνια για να καταστεί αυτή«κοινοτική» πολιτική, όταν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ θεσπίστηκε το 1992 το άρθρο 129 ΕΚ, μετέπειτα άρθρο 153 ΕΚ και νυν άρθρο 169 ΣΛΕΕ, με το οποίο κατοχυρώθηκε στο πρωτογενές δίκαιο η ειδικότητα της πολιτικής προστασίας των καταναλωτών, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη και την αυτοτέλειά της ( 36 ).

53.

Επομένως, από τις απαρχές της ( 37 ), η πολιτική προστασίας του καταναλωτή υπαγορεύεται από τη βούληση ποιοτικής βελτιώσεως των συνθηκών ζωής στην Ένωση ( 38 ). Σχεδόν 46 χρόνια αργότερα, ο σκοπός, ήτοι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή, παραμένει αμετάβλητος ( 39 ). Επομένως, η προστασία του καταναλωτή κατέστη ένα από τα βασικά κεφάλαια του δικαίου της Ένωσης, το οποίο, υπό τη διττή του διάσταση –τόσο οικονομική όσο και κοινωνική–, άπτεται της καθημερινής ζωής των καταναλωτών της Ένωσης. Αυστηροί κανόνες διασφαλίζουν την προστασία των συμφερόντων τους σε πολλούς τομείς ( 40 ), περιλαμβανομένου εκείνου των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών. Από το κεφάλαιο της προστασίας του καταναλωτή συνάγεται ότι, χάρη στην οδηγία 93/13, ο βαθμός προστασίας που παρέχεται στον καταναλωτή της Ένωσης είναι αρκετά υψηλός, ο δε καταναλωτής διαθέτει πιο δίκαιη πρόσβαση στον δανεισμό, εν γένει, και στον ενυπόθηκο δανεισμό, ειδικότερα, καθώς και δικαιώματα, τα οποία απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να προστατεύσουν ( 41 ).

54.

Υπενθυμίζεται, εντούτοις, μια βασική πτυχή της οδηγίας αυτής: η εναρμόνιση της προστασίας του καταναλωτή κρίνεται αναγκαία για την ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς και, επομένως, για την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης εκτίμησε ότι, δεδομένου ότι οι νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται μεταξύ του πωλητή αγαθών ή του παρέχοντος υπηρεσίες, αφενός, και του καταναλωτή, αφετέρου, διέφεραν πολύ με αποτέλεσμα να διαφέρουν οι εθνικές αγορές πωλήσεως αγαθών και προσφοράς υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και ότι ήταν δυνατό να εμφανιστούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ των πωλητών και των παρεχόντων υπηρεσίες, ιδίως κατά την εμπορία σε άλλα κράτη μέλη, ήταν αναγκαία η κατάρτιση νομοθεσίας στον τομέα αυτό ( 42 ).

55.

Ειδικότερα, ο νομοθέτης της Ένωσης εκτίμησε ότι οι νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές παρουσίαζαν έντονες διαφορές και ότι, «προκειμένου να διευκολυνθεί η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίζεται η προστασία του πολίτη ως καταναλωτή κατά την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών με συμβάσεις που διέπονται από την νομοθεσία κρατών μελών διάφορων του κράτους του καταναλωτή»,ήταν ουσιώδους σημασίας να καταργηθούν οι καταχρηστικές ρήτρες. Ο νομοθέτης της Ένωσης επισήμανε ότι, με τον τρόπο αυτό, οι πωλητές αγαθών και οι παρέχοντες υπηρεσίες πρόκειται να διευκολυνθούν τόσο στη δική τους χώρα όσο και στην εσωτερική αγορά, και ότι, ως εκ τούτου, θα τονωθεί ο ανταγωνισμός και θα υπάρξει έτσι αύξηση των δυνατοτήτων επιλογής για τους πολίτες της Ένωσης ως καταναλωτές ( 43 ).

56.

Αυτό είναι, επομένως, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, εν γένει, το δίκαιο της Ένωσης για την προστασία του καταναλωτή και, ειδικότερα, η οδηγία 93/13.

57.

Στο πλαίσιο αυτό πρόκειται επίσης να ενταχθεί η απάντηση που θα προτείνω εν συνεχεία στα προδικαστικά ερωτήματα.

2.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

58.

Εξαρχής επιβάλλεται μια πρώτη παρατήρηση σχετικά με τις δύο υπό κρίση υποθέσεις: από τα σημεία 27, 33 και 34 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης) εξέθεσε, στην απόφαση περί παραπομπής (υπόθεση C‑179/17), ερμηνεία του επίμαχου εθνικού νομικού πλαισίου διαφορετική εκείνης που εξέθεσε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στη δική του απόφαση περί παραπομπής (υπόθεση C‑70/17).

59.

Στο πλαίσιο αυτό, σπεύδω να επισημάνω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εξακριβώσουν, στις υποθέσεις που έχουν υποβληθεί στην κρίση τους, ποια είναι η ορθή ερμηνεία του εθνικού δικαίου ( 44 ).

60.

Επομένως, το γεγονός ότι τα δύο δικαστήρια εξέθεσαν διαφορετική ερμηνεία του εθνικού νομικού πλαισίου δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει χρήσιμη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, οι αποκλίνουσες αυτές ερμηνείες του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος συνεργασίας του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια που θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, όπως αυτά απορρέουν από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου ( 45 ).

61.

Εξάλλου, η συνεργασία αυτή βασίζεται στην ισότητα των δικαστηρίων που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό και των ιεραρχικά κατώτερων δικαστηρίων. Επομένως, ανεξάρτητα από την ερμηνεία τους του εθνικού δικαίου, σε περίπτωση αποκλίσεως όσον αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, κάθε δικαστήριο μπορεί –ή, ενδεχομένως, πρέπει να μπορεί– να υποβάλει ερωτήματα στο Δικαστήριο ( 46 ).

62.

Στόχος της δεύτερης παρατηρήσεως, η οποία αφορά μόνο την υπόθεση C‑70/17, είναι να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου), το δικαστήριο αυτό ανάδειξε δύο διακριτά προβλήματα. Το πρώτο πρόβλημα είναι νομικής φύσεως και αφορά τις συνέπειες της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία επιτρέπει στα τραπεζικά ιδρύματα να προβαίνουν σε καταγγελία της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου λόγω αθετήσεως των υποχρεώσεων του οφειλέτη, από την οποία εξαρτάται η κίνηση ή η συνέχιση της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ζήτημα αν τα ισπανικά δικαστήρια μπορούν να τροποποιήσουν το συγκεκριμένο είδος ρήτρας ώστε να παράσχουν τη δυνατότητα στα τραπεζικά ιδρύματα να συνεχίσουν τη διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως. Αυτό το ζήτημα θα εξετάσω εν συνεχεία.

63.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι οικονομικής φύσεως και αφορά το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο του ενυπόθηκου δανεισμού για την αγορά κατοικίας στην Ισπανία. Κατά το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), το ισπανικό τραπεζικό σύστημα θα μπορούσε να υποστεί σοβαρές και συστημικές διαταραχές εάν οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να καταφύγουν στην εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι το ίδιο είδος (καταχρηστικών) ρητρών οι οποίες προβλέπουν την καταγγελία της συμβάσεως χρησιμοποιήθηκε σε όλες σχεδόν τις συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου και, αφετέρου, ότι, λόγω του συνδέσμου μεταξύ της μαζικής χορηγήσεως ενυπόθηκων δανείων στα νοικοκυριά με σκοπό την απόκτηση κατοικίας και των εγγυήσεων υπέρ του δανειστή με σκοπό την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων, η αδυναμία εξασφαλίσεως της αποπληρωμής του δανείου μέσω της κινήσεως της ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων του οφειλέτη, θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια πιστωτική στενότητα στο μέλλον, η οποία θα καταστήσει εξαιρετικά δυσχερή την πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία.

64.

Για να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες που τρέφουν τα αιτούντα δικαστήρια στις υπό κρίση υποθέσεις, εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο, πρώτον, να υπομνησθεί η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου και, δεύτερον, να εξεταστεί η εμβέλεια της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, όπως προκύπτει από την εν λόγω νομολογία. Συναφώς, προκειμένου να γίνει καλύτερα κατανοητή η ερμηνεία που προτείνει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όσον αφορά τη δυνατότητα περιορισμού της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας σε ένα μόνο εκ των μερών της, θα μνημονεύσω καταρχάς τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία) σχετικά με τον κανόνα Teilbarkeit der Klausel (διαιρετότητα της ρήτρας) στον οποίο παραπέμπει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο. Εν συνεχεία, θα συναγάγω τα επιβεβλημένα συμπεράσματα για την εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου σε υποθέσεις όπως αυτές των κύριων δικών. Τέλος, θα διατυπώσω μερικές συμπερασματικές παρατηρήσεις σχετικά με τη σκοπιμότητα της θέσεως υπό αμφισβήτηση της ισχύουσας νομολογίας του Δικαστηρίου.

3.   Υπόμνηση της σχετικής νομολογίας

65.

Εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι η διαδικασία ελέγχου των καταχρηστικών ρητρών από το εθνικό δικαστήριο περιλαμβάνει δύο διαδοχικά και διαφορετικά στάδια, τα οποία συνεπάγονται δύο διακριτές πράξεις ή ενέργειες. Το πρώτο στάδιο είναι αυτό του χαρακτηρισμού, από το εθνικό δικαστήριο, της συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τις συνέπειες που αυτό οφείλει να συναγάγει από τον χαρακτηρισμό της ρήτρας ως καταχρηστικής. Η ενέργεια του εθνικού δικαστηρίου που συνίσταται στην άντληση όλων των συνεπειών από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας διακρίνεται, από άποψη τόσο χρονική όσο και ουσιαστική, από την προγενέστερη ενέργεια του χαρακτηρισμού. Το γεγονός ότι οι δύο ενέργειες διαδέχονται η μια την άλλη χρονικά δεν πρέπει να οδηγεί σε σύγχυση αυτών. Εξάλλου, οι διαφορές τους προκύπτουν σαφώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου, όπως επισημαίνεται εν συνεχεία.

α)   Επί του χαρακτηρισμού από το εθνικό δικαστήριο της συμβατικής ρήτρας ως καταχρηστικής

66.

Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην απόφαση Océano Grupo Editorial και Salvat Editores ( 47 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, για πρώτη φορά, ότι «το σύστημα προστασίας που εγκαθιδρύει η οδηγία 93/13 στηρίζεται στην ιδέα ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία, όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο της πληροφορήσεως, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους». Η ιδέα αυτή στην οποία στηρίζεται η εν λόγω οδηγία συνεπάγεται ότι το επιληφθέν δικαστήριο καλείται να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης με τις διατάξεις της οδηγίας προστασίας ( 48 ) και, ως εκ τούτου, οφείλει να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 ( 49 ).

67.

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση VB Pénzügyi Lízing, η οποία αφορούσε την υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί παρεκτάσεως δικαιοδοσίας στο πλαίσιο ανακοπής ασκηθείσας από καταναλωτή κατά διαταγής πληρωμής, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί επί του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας ( 50 ). Αυτό επιβεβαιώθηκε στην απόφαση Invitel, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι παρέχει στο αιτούν δικαστήριο απλώς και μόνο στοιχεία τα οποία το τελευταίο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν η οικεία ρήτρα είναι καταχρηστική ( 51 ).

68.

Τρίτον, επισημαίνεται ότι, για να θεωρηθεί καταχρηστική ρήτρα συμβάσεως η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 παραπέμπει στη σημαντική ανισορροπία που δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή μεταξύ των απορρεόντων από τη σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών ( 52 ). Επομένως, όταν το εν λόγω άρθρο παραπέμπει στην έννοια της «εις βάρος του καταναλωτή σημαντικής ανισορροπίας» μεταξύ των απορρεόντων από τη σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, ορίζει μόνο κατά τρόπο αφηρημένο τα στοιχεία που καθιστούν εφικτό να θεωρηθεί καταχρηστική συμβατική ρήτρα η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγματεύσεως ( 53 ). Για τον λόγο αυτό, το Δικαστήριο, αποδεχόμενο τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott ( 54 ), διευκρίνισε ότι το αν μια ρήτρα δημιουργεί εις βάρος του καταναλωτή «σημαντική ανισορροπία» μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών από τη σύμβαση μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σύγκριση προς το νομικό καθεστώς το οποίο ισχύει κατά το εθνικό δίκαιο σε περίπτωση που οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν προβλέψει κανένα σχετικό συμβατικό όρο. Κατά το Δικαστήριο, μέσω της συγκριτικής αυτής αναλύσεως θα μπορέσει ο εθνικός δικαστής να εκτιμήσει αν, και, ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό, η σύμβαση περιάγει τον καταναλωτή σε δυσμενέστερη νομική θέση από εκείνη την οποία προβλέπει η ισχύουσα εθνική νομοθεσία ( 55 ).

69.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τη σχετική με την πρόωρη λύση της συμβάσεως ρήτρα, το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας την ίδια συλλογιστική με εκείνη που εφάρμοσε στην απόφαση Aziz ( 56 ), υπενθύμισε, στην απόφαση Banco Primus ( 57 ), τα στοιχεία τα οποία οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εθνικό δικαστήριο κατά την εξέταση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας αυτής. Από τις ως άνω αποφάσεις προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, i) αν η ευχέρεια που παρέχεται στον επαγγελματία να απαιτήσει ολόκληρο το ποσό του δανείου προϋποθέτει τη μη εκπλήρωση από τον καταναλωτή υποχρεώσεως έχουσας ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο της επίμαχης συμβατικής σχέσεως· ii) αν η ευχέρεια αυτή προβλέπεται για τις περιπτώσεις στις οποίες η ως άνω μη εκπλήρωση έχει αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα δεδομένης της διάρκειας και του ύψους του δανείου· iii) αν η εν λόγω ευχέρεια παρεκκλίνει από τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν συναφώς εφαρμογή ελλείψει ειδικών συμβατικών ρυθμίσεων και, τέλος, iv) αν το εθνικό δίκαιο απονέμει στον καταναλωτή κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία του παρέχουν τη δυνατότητα, όταν εφαρμόζεται εις βάρος του τέτοια ρήτρα, να άρει τις συνέπειες που απορρέουν από την κατ’ αυτόν τον τρόπο πρόωρη λήξη του δανείου ( 58 ). Τα στοιχεία αυτά παρέχουν τη δυνατότητα στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν συμβατική ρήτρα είναι καταχρηστική.

70.

Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ζήτημα του χρονικού σημείο αναφοράς το οποίο οφείλει να λαμβάνει υπόψη το εθνικό δικαστήριο, κατά την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας, προκειμένου να ελέγξει τα ως άνω στοιχεία εκτιμήσεως και να μπορέσει να αποφανθεί επί του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας. Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του κρίσιμου αυτού ζητήματος. Στην απόφαση Aziz, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 «προβλέπει ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της συμβάσεως και με αναφορά, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, σε όλες τις περιστάσεις που ανάγονται στη σύναψή της» ( 59 ). Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει επίσης να εκτιμώνται οι συνέπειες που μπορεί να έχει η εν λόγω ρήτρα στο πλαίσιο της εφαρμοστέας νομοθεσίας, εκτίμηση η οποία προϋποθέτει την εξέταση του εθνικού νομικού συστήματος ( 60 ). Επομένως, προκειμένου να εκτιμήσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας, ο εθνικός δικαστής οφείλει να τοποθετηθεί όχι στον χρόνο εκτελέσεως της συμβάσεως, αλλά στον χρόνο συνάψεως ή υπογραφής αυτής ( 61 ).

71.

Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, αφού διαπιστώσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, όπως εν προκειμένω, ο εθνικός δικαστής οφείλει να συναγάγει όλες τις συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής.

β)   Επί των συνεπειών που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας

72.

Όσον αφορά τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο γενικός κανόνας που έχει καθιερωθεί στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και απορρέει από το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 είναι ότι ο εθνικός δικαστής έχει την υποχρέωση να αφήνει ανεφάρμοστη την καταχρηστική ρήτρα. Έως σήμερα, υπάρχει μόνο μία εξαίρεση στον κανόνα αυτό: η προβλεπόμενη στην απόφαση Kásler και Káslerné Rábai ( 62 ). Εντούτοις, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, για να μπορεί ο εθνικός δικαστής να εφαρμόσει την εξαίρεση που προβλέπεται στην εν λόγω απόφαση κατά τρόπο που συνάδει με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έθεσε ορισμένες προϋποθέσεις. Τούτου λεχθέντος, θα εξετάσω εν συνεχεία τον γενικό κανόνα.

1) Ο γενικός κανόνας της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου: ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να αφήνει ανεφάρμοστη την καταχρηστική ρήτρα χωρίς να έχει την εξουσία αναθεωρήσεως του περιεχομένου αυτής

73.

Προτού εξετάσω τη γένεση της υποχρεώσεως του εθνικού δικαστή να αφήσει ανεφάρμοστη την καταχρηστική ρήτρα στη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει σύντομη μνεία στην προέλευση της νομολογίας αυτής και, επομένως, της υποχρεώσεως αυτής: την απόφαση Banco Español de Crédito ( 63 ).

74.

Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, η οποία αφορούσε διαδικασία διαταγής πληρωμής, το Δικαστήριο κλήθηκε, για πρώτη φορά, να διευκρινίσει αν αντιβαίνει στην οδηγία 93/13 εθνική νομοθετική ρύθμιση ( 64 ) η οποία επέτρεπε στον εθνικό δικαστή, οσάκις αυτός διαπίστωνε την ακυρότητα καταχρηστικής ρήτρας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, να συμπληρώνει την εν λόγω σύμβαση τροποποιώντας το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ρήτρας. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθύμισε, καταρχάς, ότι το γράμμα του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, καίτοι αναγνωρίζει στα κράτη μέλη κάποιο περιθώριο αυτονομίας ως προς τον καθορισμό των νομικών καθεστώτων που έχουν εφαρμογή στις καταχρηστικές ρήτρες, εντούτοις, τους επιβάλλει ρητώς την υποχρέωση να προβλέπουν ότι οι εν λόγω ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές» ( 65 ).

75.

Εκκινώντας από την παραδοχή αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε, εν συνεχεία, αφενός, την πάγια νομολογία κατά την οποία, δυνάμει της διατάξεως αυτής, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο που διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικών ρητρών να συναγάγει όλες τις εξ αυτού απορρέουσες συνέπειες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται από τις εν λόγω ρήτρες ( 66 ).Αφετέρου, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ρητώς, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, δεύτερη ημιπερίοδος, της οδηγίας 93/13, καθώς και στην εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, ότι η σύμβαση μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή θα εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους «σύμφωνα με τους ίδιους όρους», «εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες» ( 67 ). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «η μόνη υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων είναι να αφήνουν ανεφάρμοστες τις καταχρηστικές ρήτρες ώστε να μην παράγουν δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των καταναλωτών, χωρίς ωστόσο τα δικαστήρια αυτά να έχουν την εξουσία να αναθεωρούν το περιεχόμενο των ρητρών αυτών» ( 68 ). Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, και υπενθύμισε επανειλημμένως μεταγενέστερα, ότι η οικεία σύμβαση πρέπει καταρχήν να εξακολουθεί να υφίσταται, δίχως άλλη τροποποίηση πλην της προκύπτουσας από την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών, στο μέτρο που, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, η συνέχιση της ισχύος της συμβάσεως είναι νομικώς εφικτή ( 69 ).

76.

Συγκεκριμένα, τυχόν ευχέρεια του εθνικού δικαστηρίου να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών, θα συνέτεινε στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που έχει έναντι των επαγγελματιών η απλή και απόλυτη μη εφαρμογή τέτοιων ρητρών επί των καταναλωτών, στον βαθμό κατά τον οποίο θα εξακολουθούσε να εμβάλλει τους επαγγελματίες αυτούς στον πειρασμό να χρησιμοποιούν τέτοιες ρήτρες, αφού αυτοί θα γνώριζαν ότι, ακόμα και αν αυτές κηρυχθούν άκυρες, η σύμβαση θα μπορεί να συμπληρωθεί, κατά το αναγκαίο μέτρο, από το εθνικό δικαστήριο ώστε να εξασφαλίζεται το συμφέρον τους ( 70 ).

77.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής ανισορροπίας που δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή μεταξύ των απορρεόντων από τη σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, όταν αυτή περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να τις αφήνουν ανεφάρμοστες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

78.

Αναμφίβολα, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η διάταξη αυτή είναι επιτακτικής φύσεως διάταξη, η οποία, λαμβανομένης υπόψη της υποδεέστερης καταστάσεως ενός εκ των συμβαλλομένων μερών [του καταναλωτή], τείνει να αναπληρώσει την τυπική ισορροπία που εγκαθιδρύει η σύμβαση μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία ικανή να αποκαταστήσει τη μεταξύ τους ισότητα ( 71 ). Φρονώ ότι είναι πρόδηλο ότι, με τη διαπίστωση αυτή, το Δικαστήριο παραπέμπει στον σκοπό του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 χωρίς να επιδιώκει να θεσπίσει οποιεσδήποτε προϋποθέσεις για την εφαρμογή του σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ( 72 ).

79.

Δεν χωρεί εξάλλου αμφιβολία ότι η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία δεν μπορεί να έχει την έννοια της δυνατότητας τροποποιήσεως των καταχρηστικών συμβατικών ρητρών. Συγκεκριμένα, αφενός, τέτοια δυνατότητα θα αντιβαίνει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, το οποίο θα καταστεί κενό περιεχομένου, και, κατά συνέπεια, στην επιδιωκόμενη από την οδηγία πρακτική αποτελεσματικότητα της προστασίας ( 73 ). Αφετέρου, τέτοια δυνατότητα δεν θα καθιστά εφικτή τη διατήρηση του αποτρεπτικού αποτελέσματος που έχει έναντι των επαγγελματιών η αδυναμία εφαρμογής τέτοιων ρητρών επί των καταναλωτών.

2) Η εξαίρεση στον κανόνα: η απόφαση Kásler και Káslerné Rábai

80.

Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Kásler και Káslerné Rábai ( 74 ) αφορούσε σύμβαση ενυπόθηκου δανείου συναφθείσα μεταξύ τραπεζικού ιδρύματος και καταναλωτή, σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο), του οποίου το ποσό υπολογίστηκε, κατά την ημερομηνία χορηγήσεως, σε ουγγρικά φιορίνια, βάσει της τιμής αγοράς του ξένου νομίσματος. Ο οφειλέτης όφειλε, εντούτοις, να αποπληρώσει το δάνειο σε ουγγρικά φιορίνια βάσει της τιμής πωλήσεως του ίδιου ξένου νομίσματος. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί αν, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται μετά την κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να θεραπεύει την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας διά της εφαρμογής αντ’ αυτής εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου.

81.

Στην απάντησή του, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, οσάκις σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει μετά την κατάργηση της καταχρηστικής ρήτρας, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν εθνική ρύθμιση που επιτρέπει στον εθνικό δικαστή να θεραπεύσει την ακυρότητα της καταχρηστικής ρήτρας διά της εφαρμογής αντ’ αυτής εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου.

82.

Όπως ήδη επισημάνθηκε στο σημείο 72 των παρουσών προτάσεων, από την απόφαση αυτή προκύπτει σαφώς ότι πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί ο εθνικός δικαστής να απαλείψει την καταχρηστική ρήτρα αντικαθιστώντας την με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου. Αφενός, η αντικατάσταση αυτή πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα «τη διατήρηση της συμβάσεως παρά την κατάργηση της [καταχρηστικής] ρήτρας» η οποία θα «εξακολουθεί, ως εκ τούτου, να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη» ( 75 ), ώστε ο εθνικός δικαστής να μην υποχρεωθεί να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της. Αφετέρου, στην περίπτωση που ο δικαστής υποχρεούται να ακυρώσει τη σύμβαση στο σύνολό της, η εν λόγω αντικατάσταση πρέπει να αποτρέπει «ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες για τον καταναλωτή, με αποτέλεσμα ο αποτρεπτικός χαρακτήρας που απορρέει από την ακύρωση της συμβάσεως να διακυβε[ύεται]» ( 76 ).

83.

Τα ερωτήματα που υπέβαλαν τα αιτούντα δικαστήρια πρέπει να απαντηθούν λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπενθυμίζεται στα σημεία 65 έως 82 των παρουσών προτάσεων.

4.   Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑70/17: η εμβέλεια της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως λαμβανομένης υπόψη της προμνησθείσας νομολογίας

84.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑70/17, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου το οποίο διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, ιδίως σε περίπτωση αθετήσεως πληρωμής μίας μηνιαίας δόσεως, να διατηρήσει την εν λόγω ρήτρα εν μέρει σε ισχύ, μέσω απλής απαλοιφής του λόγου πρόωρης λύσεως που καθιστά τη ρήτρα καταχρηστική.

85.

Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει στην απόφαση περί παραπομπής ότι ο καταχρηστικός χαρακτήρας συμβατικής ρήτρας ενδέχεται να αφορά όχι το σύνολο της επίμαχης ρήτρας αλλά μόνο μέρος αυτής, εν προκειμένω, το μέρος που αφορά «το πλήθος και τη σημασία των αθετήσεων που επιτρέπουν την πρόωρη λύση της συμβάσεως». Εν προκειμένω, η αθέτηση πληρωμής αφορούσε «μία μηνιαία δόση». Παραπέμποντας στη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι, σε τέτοια περίπτωση, η εν λόγω ρήτρα θα μπορούσε να διατηρηθεί, με τη απλή απαλοιφή του μέρους που την καθιστά καταχρηστική, υπό την προϋπόθεση ότι η τροποποιημένη αυτή ρήτρα είναι γραμματικώς κατανοητή, έχει νομική έννοια και η εν λόγω απαλοιφή δεν απαιτεί την εισαγωγή νέου ή διακριτού κανόνα σε σχέση με εκείνον που περιείχε αρχικά η ρήτρα.

86.

Συναφώς, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) παραπέμπει στη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) σχετικά με τον κανόνα της διαιρετότητας της ρήτρας, και ειδικότερα στην απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013 ( 77 ). Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαιρετότητα της ρήτρας δεν αντιβαίνει αυτομάτως στο δίκαιο της Ένωσης. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτό, η ρήτρα δεν αναθεωρείται, αλλά καθίσταται εν μέρει ανίσχυρη και τούτο είναι χρήσιμο σε περίπτωση ακυρότητας της ρήτρας λόγω του καταχρηστικού χαρακτήρα της, στην οποία, κατόπιν απαλοιφής του μέρους που θεωρείται καταχρηστικό, η σύμβαση διατηρείται σε ισχύ με το εναπομένον μέρος της ρήτρας. Επομένως, εάν από την εκτίμηση του εναπομένοντος μέρους της ρήτρας προκύπτει ότι αυτή είναι εύλογη και διάφανη, το μέρος αυτό πρέπει να θεωρείται ισχυρό και να παράγει αποτελέσματα.

87.

Για την καλύτερη κατανόηση της έννοιας και των συνεπειών του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), θα εκθέσω εν συνεχεία τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) σχετικά με τον κανόνα της διαιρετότητας της ρήτρας καθώς και την εκτίμησή της από τη γερμανική θεωρία.

α)   Η νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) σχετικά με τον κανόνα της διαιρετότητας της ρήτρας

88.

Από τη δεκαετία του 1980, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) ανέπτυξε διαφοροποιημένη νομολογία όσον αφορά την ερμηνεία των εν μέρει καταχρηστικών ρητρών. Η ερμηνεία αυτή ερείδεται νομικά στο άρθρο 306 του Bürgerliches Gesetzbuch (γερμανικού αστικού κώδικα). Η διάταξη αυτή, προγενέστερη της οδηγίας 93/13, θεωρείται σήμερα ότι μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας. Το ερώτημα που διατύπωσε το εν λόγω δικαστήριο στη νομολογία του έχει ως εξής: είναι δυνατή η διαίρεση ρήτρας περιέχουσας καταχρηστικό στοιχείο σε καταχρηστικό μέρος και μη καταχρηστικό μέρος; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες είναι οι συνέπειες τέτοιας διαιρέσεως;

1) Η ερμηνεία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου)

89.

Το 1981, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) έκανε δεκτή, για πρώτη φορά ( 78 ), τη «διάσπαση/διαίρεση» συμβατικής ρήτρας σε περισσότερα μέρη, εκ των οποίων ένα (ή περισσότερα) έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, με σκοπό τη διατήρηση της εναπομένουσας ρήτρας. Η ιδέα είναι πάντοτε ότι i) το μέρος που περιέχει το καταχρηστικό στοιχείο μπορεί να διαγραφεί χωρίς τροποποίηση· ii) η εναπομένουσα φράση εξακολουθεί να έχει νόημα, ακόμη και χωρίς τα διαγραφέντα στοιχεία· και iii) ο αρχικός σκοπός της εναπομένουσας φράσεως διατηρείται, ήτοι η έννοιά της δεν αλλάζει ( 79 ). Εάν οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, και ειδικότερα εάν η επέμβαση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με απλή «διαγραφή με μαρκαδόρο», δεν πρόκειται πλέον για «διαίρεση», αλλά για «μείωση/τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση» (geltungserhaltende Reduktion). Ως εκ τούτου, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) θεωρεί απαράδεκτη τέτοια μείωση ή τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση, τουλάχιστον όσον αφορά τις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 περιπτώσεις ( 80 ). Κατά το δικαστήριο αυτό, τα κύρια επιχειρήματα κατά τέτοιας τροποποιήσεως με σκοπό τη διατήρηση είναι, αφενός, ότι ο χρήστης των ρητρών θα μπορούσε απλώς να περιλάβει καταχρηστικές ρήτρες γνωρίζοντας ότι ο δικαστής θα τις τροποποιήσει κατά τρόπο ώστε να καταστούν αποδεκτές και, αφετέρου, ότι δεν απόκειται στον δικαστή της ουσίας να αναζητήσει αποδεκτή λύση ( 81 ).

90.

Ως παράδειγμα της γερμανικής πρακτικής της διαιρέσεως της ρήτρας, θα μνημονεύσω την απόφαση του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) της 10ης Οκτωβρίου 2013 ( 82 ), στην οποία παραπέμπει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφαση περί παραπομπής. Η οικεία υπόθεση αφορούσε τη συγκατάθεση που έδωσε ασθενής στον θεράποντα οδοντίατρό του ως προς τρία σημεία, και συγκεκριμένα: 1) επέτρεψε την κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα· 2) επέτρεψε την εκχώρηση απαιτήσεως σε εταιρία εισπράξεως· 3) επέτρεψε τη μεταγενέστερη εκχώρηση της ίδιας αυτής απαιτήσεως από τον αρχικό εκδοχέα σε τραπεζικό ίδρυμα, για σκοπούς αναχρηματοδοτήσεως. Το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) έκρινε ότι, έστω και αν το τρίτο σημείο, περί «μεταγενέστερης εκχωρήσεως», δεν ήταν συμβατό με τη νομοθεσία περί καταχρηστικών ρητρών, η υπόλοιπη σύμβαση παρέμενε ισχυρή, δεδομένου ότι η ρήτρα μπορούσε να διαιρεθεί. Συγκεκριμένα, η ρήτρα ήταν διατυπωμένη ως ακολούθως (τα μέρη που επρόκειτο να απαλειφθούν τίθενται εντός αγκυλών με πλάγιους χαρακτήρες):

«Συγκατάθεση εν όψει εκχωρήσεως

i) Δηλώνω τη συμφωνία μου στην κοινοποίηση, από τον μνημονευόμενο στο οπισθόφυλλο οδοντίατρο, στην εταιρία ZA Zahnärtzliche Abrechnungsgesellschaft (στο εξής: ZAAG) όλων των εγγράφων που είναι αναγκαία για την κατάρτιση του τιμολογίου και την είσπραξη της απαιτήσεως –εν ανάγκη, δικαστικώς–, και ειδικότερα του ονοματεπωνύμου, της διευθύνσεως, της ημερομηνίας γεννήσεώς μου, του κωδικού που αντιστοιχεί στις παροχές, του τιμολογηθέντος ποσού, των σχετικών με τη θεραπεία σημειωμάτων, των τιμολογίων αναλύσεως, των εντύπων κ.λπ.

ii) Για τον σκοπό αυτό, εξουσιοδοτώ ρητώς τον οδοντίατρο να μην επικαλεστεί το ιατρικό απόρρητο και δηλώνω ρητώς τη συμφωνία μου στην εκχώρηση, από τον οδοντίατρο, της προκύπτουσας από τη θεραπεία απαιτήσεως στη ZAAG, [η οποία θα μπορεί, ενδεχομένως, να την εκχωρήσει στην D. Bank e.G. για σκοπούς αναχρηματοδοτήσεως].

iii) Γνωρίζω ότι, μετά την εκχώρηση της προκύπτουσας από τη θεραπεία απαιτήσεως, η ZAAG θα έχει έναντι εμού την ιδιότητα του δανειστή και, επομένως, σε περίπτωση ένδικης διαφοράς, κάθε ένσταση σε σχέση με την απαίτηση θα πρέπει να εγερθεί και να προβληθεί έναντι αυτής, έστω και αν αντλείται από τη θεραπεία και το ιατρικό ιστορικό, και ότι ο θεράπων οδοντίατρος θα μπορεί να κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας. […]» ( 83 )

91.

Από το γράμμα της ρήτρας προκύπτει σαφώς ότι αυτή μπορούσε να διαιρεθεί σε τρία διακριτά μέρη. Ως εκ τούτου, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) απάλειψε απλώς το μέρος που θεώρησε ότι πληροί τα κριτήρια της καταχρηστικής ρήτρας ή του καταχρηστικού στοιχείου, χωρίς να τροποποιήσει κατά τα λοιπά το κείμενο και χωρίς να εφαρμόσει καμία εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου με σκοπό τη διατήρηση της ρήτρας μετά την προσαρμογή της. Από τη νομολογία προκύπτει ότι κατά τα λοιπά η έννοια της φράσεως δεν πρέπει να αλλάζει.

2) Η σύμφωνη θέση της κρατούσας απόψεως στη γερμανική θεωρία

92.

Το 1988, με σκοπό να περιγράψει αυτή τη μέθοδο «διαιρέσεως», η γερμανική θεωρία εισήγαγε τον όρο «blue pencil test» ( 84 ), ο οποίος χρησιμοποιούνταν αρχικά στο δίκαιο του ανταγωνισμού ( 85 ). Ο όρος αυτός, τον οποίο δεν χρησιμοποίησε αρχικά το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο), έχει υποδηλωτικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, παραπέμπει στη διαγραφή με μπλε μαρκαδόρο του στοιχείου που θεωρείται ότι πληροί τα κριτήρια του καταχρηστικού χαρακτήρα.

93.

Η ιδέα στην οποία στηρίζεται ο κανόνας blue pencil, ήτοι η διαίρεση των ρητρών σε καταχρηστικό μέρος και μη καταχρηστικό μέρος, έτυχε γενικά θετικής υποδοχής στη Γερμανία ( 86 ). Το επιχείρημα που πρόβαλε η γερμανική θεωρία είναι το ίδιο με εκείνο που υιοθέτησε η νομολογία: η αποδοχή της λύσεως της μειώσεως/τροποποιήσεως με σκοπό τη διατήρηση θα σήμαινε ότι ο χρήστης των ρητρών θα μπορούσε, χωρίς να διατρέχει κανέναν κίνδυνο, να καταρτίζει καταχρηστικές ρήτρες γνωρίζοντας ότι το δικαστήριο θα τις τροποποιήσει σε αποδεκτό επίπεδο. Με άλλα λόγια, τέτοια μείωση/τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση δεν θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα ( 87 ) και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ( 88 ).

94.

Κατόπιν εκθέσεως του νομολογιακού και θεωρητικού πλαισίου του κανόνα της διαιρετότητας της ρήτρας, ή κανόνα blue pencil, και χωρίς πρόθεση να εκφέρω άποψη σχετικά με τη συμβατότητα αυτού με το δίκαιο της Ένωσης, εκτιμώ ήδη ότι η προτεινόμενη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επέμβαση δεν συνιστά διαίρεση της ρήτρας, ή εφαρμογή του κανόνα blue pencil, αλλά τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση αυτής. Επομένως, θα επεξηγήσω την επέμβαση αυτή στις παρατηρήσεις που ακολουθούν.

β)   Η επίμαχη ρήτρα

1) Διαιρετότητα της ρήτρας ή τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση αυτής

95.

Από το σημείο 84 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι η πρόταση του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) συνίσταται στη διατήρηση της επίμαχης ρήτρας απαλείφοντας μόνο το μέρος που την καθιστά καταχρηστική, ήτοι, την αθέτηση πληρωμής οποιασδήποτε δόσεως. Για την καλύτερη κατανόηση της ερμηνείας που προτείνει το εν λόγω δικαστήριο στο Δικαστήριο, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να παρατεθεί κατωτέρω η επίμαχη ρήτρα, όπως προκύπτει από το νομικό πλαίσιο που εκτέθηκε στην υπόθεση C‑70/17, περιλαμβάνοντας την προτεινόμενη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διάσπαση, προκειμένου να εξεταστεί, αν, υπό το πρίσμα του κανόνα blue pencil τον οποίο μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στην απόφαση περί παραπομπής, η εν λόγω ρήτρα μπορεί ή δεν μπορεί να διαιρεθεί (τα προς απαλοιφή μέρη τίθενται εντός αγκυλών με πλάγιους χαρακτήρες):

«Η τράπεζα δύναται, χωρίς προηγούμενη όχληση, να καταστήσει ληξιπρόθεσμο το δάνειο και να αξιώσει δικαστικώς το σύνολο της οφειλής, τόσο των ληξιπρόθεσμων όσο και των μη ληξιπρόθεσμων ποσών, καθώς και τόκους, τόκους υπερημερίας, δαπάνες και έξοδα, στις ακόλουθες περιπτώσεις: a) Μη καταβολή [οποιωνδήποτε] ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου, περιλαμβανομένων όλων των στοιχείων που την αποτελούν, τα δε μέρη ζητούν ρητώς την καταχώριση της συμφωνίας αυτής στα αρχεία του κτηματολογίου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 693 του LEC» ( 89 ).

96.

Μπορεί να θεωρηθεί ότι η ρήτρα πληροί τις απαιτήσεις του κανόνα blue pencil και ότι μπορεί, επομένως, να διαιρεθεί σε περισσότερα διαφοροποιημένα μέρη;

97.

Φρονώ πως όχι.

98.

Πρώτον, από την εφαρμογή του κανόνα blue pencil, όπως εκτίθεται στο σημείο 90 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση C‑70/17 ρήτρα ( 90 )δεν μπορεί να διαιρεθεί. Συγκεκριμένα, η συμβατική ρήτρα που εξετάστηκε στην απόφαση του Bundesgerishof, την οποία παραθέτει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφαση περί παραπομπής, αφορά τρία είδη δικαιωμάτων: μία άδεια κοινοποιήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δύο συμφωνίες εκχωρήσεως, εκ των οποίων η πρώτη σε εταιρία εισπράξεως και η δεύτερη σε τραπεζικό ίδρυμα. Η διαγραφή του μέρους της ρήτρας που κάνει λόγο για την εκχώρηση απαιτήσεως σε τραπεζικό ίδρυμα δεν επηρεάζει, καταρχήν, τα άλλα μέρη της ρήτρας, στο μέτρο που τα τρία μέρη είναι ανεξάρτητα.

99.

Αντιθέτως, η κατάσταση διαφέρει όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση C‑70/17 ρήτρα. Συγκεκριμένα, το μέρος που περιλαμβάνει καταχρηστικό στοιχείο αφορά μόνο το στοιχείο a της ρήτρας, ήτοι το δικαίωμα της τράπεζας να κηρύξει το δάνειο ληξιπρόθεσμο σε περίπτωση «μη καταβολής [οποιωνδήποτε] ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου […]». Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογή του κανόνα blue pencil, η επίμαχη ρήτρα θα πληροί την πρώτη προϋπόθεση της διαιρετότητας, ήτοι να μπορεί να διαγραφεί χωρίς άλλη τροποποίηση το μέρος που περιέχει καταχρηστικό στοιχείο, μόνο σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία η επίμαχη ρήτρα θα περιλαμβάνει περισσότερους λόγους πρόωρης λύσεως της συμβάσεως και θα είναι διατυπωμένη, για παράδειγμα, ως εξής: «[…] στις ακόλουθες περιπτώσεις: a) Μη καταβολή μίας, περισσότερων ή όλων των δόσεων […]». Ο όρος «μίας» θα είναι τότε ο μόνος λόγος που θα πρέπει να διαγραφεί, χωρίς άλλη επέμβαση στα λοιπά στοιχεία του στοιχείου a. Στην περίπτωση αυτή, η ίδια ρήτρα, υπό την τυπική του όρου έννοια, θα αφορά περισσότερες προσδιορίσιμες και διαφοροποιήσιμες καταστάσεις. Εντούτοις, κατά την άποψή μου, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο στην επίμαχη στην υπόθεση C‑70/17 ( 91 ) ρήτρα. Η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη στην οποία το καταχρηστικό στοιχείο συνίσταται στο σύνολο του στοιχείου a. Το στοιχείο a θα μπορεί τότε να διαγραφεί χωρίς επέμβαση στα άλλα στοιχεία b, c ή d της ρήτρας ( 92 ).

100.

Δεύτερον, έστω και αν γίνει δεκτό ότι το μέρος της επίμαχης στην υπόθεση C‑70/17 ρήτρας που περιέχει το καταχρηστικό στοιχείο μπορεί να διαγραφεί χωρίς άλλη τροποποίηση ( 93 ) –κάτι το οποίο δεν μπορώ να δεχθώ βάσει των πληροφοριών που διαθέτω– η αφαίρεση του μέρους που περιέχει το καταχρηστικό στοιχείο θα πρέπει να καθιστά εφικτή την ορθή ερμηνεία της ρήτρας. Το αποτέλεσμα θα είναι το ακόλουθο: «[μ]η καταβολή ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου». Είναι πολύ πιθανό να διίστανται οι απόψεις όσον αφορά το αν η προκύπτουσα από τη διάσπαση αυτή ρήτρα είναι γραμματικώς κατανοητή ή μη. Μπορεί να συναχθεί με σαφήνεια από την ανάγνωση της διασπασθείσας ρήτρας πόσες μηνιαίες δόσεις πρέπει να μην έχουν καταβληθεί προκειμένου ο δανειστής να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως δανείου; Είναι πρόδηλο πως όχι.

101.

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη αν ήθελε θεωρηθεί ότι, μετά τη διάσπαση, η επίμαχη ρήτρα είναι γραμματικώς σαφής και κατανοητή, κάτι το οποίο θα είναι, κατά την άποψή μου, αμφισβητήσιμο από την άποψη της ασφάλειας δικαίου, είμαι πεπεισμένος ότι, μετά τη διαγραφή του καταχρηστικού μέρους, ο αρχικός σκοπός της ρήτρας αυτής θα τεθεί υπό αμφισβήτηση, στο μέτρο που αυτή, παραπέμποντας γενικά στη «μη καταβολή ληξιπρόθεσμων […]», θα έχει νέα μη αναστρέψιμη νομική έννοια. Εντούτοις, όπως επισημαίνεται στα σημεία 89 έως 93 των παρουσών προτάσεων, ο κανόνας blue pencil, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) και προβάλλεται από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), δεν επιτρέπει τέτοιο αποτέλεσμα. Επομένως, δεδομένου ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες από τον κανόνα αυτό προϋποθέσεις, οφείλω να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση που προτείνει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν συνιστά «διαίρεση» της επίμαχης ρήτρας, αλλά «μείωση/τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση» αυτής, η οποία συνεπάγεται την εκ νέου σύνταξή της.

102.

Προκειμένου να διατηρηθεί ο σκοπός της ρήτρας αυτής, θα πρέπει να θεσπισθεί νέος ή διακριτός σε σχέση με τον αρχικό κανόνα κανόνας, κάτι το οποίο δεν επιτρέπεται βάσει του κανόνα blue pencil, όπως αναγνωρίζει το ίδιο το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στην απόφαση περί παραπομπής. Δεδομένου ότι η ρήτρα δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς την εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, εκτιμώ ότι είναι πρόδηλο ότι η προτεινόμενη από το αιτούν δικαστήριο τροποποίηση δεν μπορεί να περιοριστεί σε «απλή διαγραφή με μαρκαδόρο», όπως επιτάσσει ο κανόνας blue pencil.

103.

Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, εντός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 93/13, η νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) ( 94 ), στην οποία παραπέμπει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), δεν επιτρέπει την τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση της ρήτρας. Από το σημείο 93 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι το συγκεκριμένο είδος τροποποιήσεως δεν θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα και ότι δεν απόκειται στον δικαστή της ουσίας να αναζητήσει αποδεκτή λύση ( 95 ).

104.

Μετά τη διαπίστωση ότι η προτεινόμενη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επέμβαση στην υπόθεση C‑70/17 δεν συνιστά «διαίρεση» της επίμαχης ρήτρας, αλλά «τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση» αυτής, πρέπει να εξεταστεί εν συνεχεία, στο πλαίσιο του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, το ουσιώδες ζήτημα του αν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η προτεινόμενη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) τροποποίηση ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως της οποίας τον καταχρηστικό χαρακτήρα διαπίστωσε το εθνικό δικαστήριο.

2) Διατηρείται, υπό το πρίσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο σκοπός της επίμαχης ρήτρας, χωρίς μνεία του πλήθους των μη καταβληθεισών μηνιαίων δόσεων που καθιστούν εφικτή την εφαρμογή της;

105.

Πρώτον, βάσει της νομολογίας που υπενθυμίζεται στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, απόκειται στον εθνικό δικαστή να αποφανθεί επί του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας ( 96 ). Στο πλαίσιο της εξετάσεως του εν λόγω καταχρηστικού χαρακτήρα, ο εθνικός δικαστής οφείλει να καθορίσει, καταρχάς, τι μπορεί να θεωρηθεί ρήτρα ( 97 ), ήτοι συμβατική υποχρέωση διακριτή από τις λοιπές διατάξεις της συμβάσεως, η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης εξετάσεως του ενδεχόμενου καταχρηστικού χαρακτήρα της. Η προηγούμενη αυτή εξέταση είναι απαραίτητη στο μέτρο που, βάσει της παρατιθέμενης στο σημείο 75 των παρουσών προτάσεων νομολογίας του Δικαστηρίου, αφού διαπιστώσει και αναγνωρίσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας (στάδιο του ελέγχου που αφορά την εκτίμηση ή τον χαρακτηρισμό της ρήτρας) ( 98 ), το εθνικό δικαστήριο οφείλει να αφήσει ανεφάρμοστη την καταχρηστική συμβατική ρήτρα ώστε αυτή να μην παραγάγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή, χωρίς να έχει την εξουσία να αναθεωρήσει το περιεχόμενο αυτής (στάδιο του ελέγχου των συνεπειών της αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας) ( 99 ). Συγκεκριμένα, η οικεία σύμβαση πρέπει καταρχήν να εξακολουθεί να υφίσταται, δίχως άλλη τροποποίηση πλην της προκύπτουσας από την απαλοιφή των καταχρηστικών ρητρών, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, η συνέχιση της συμβάσεως είναι νομικώς εφικτή ( 100 ).

106.

Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, από την απόφαση περί παραπομπής του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου), προκύπτει ότι η παραπομπή σε «οποιουσδήποτε ληξιπρόθεσμους» τόκους ή δόσεις συνιστά ουσιώδη και απαραίτητη προϋπόθεση για τους σκοπούς της εφαρμογής της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι ο σκοπός της ρήτρας δεν διατηρείται χωρίς ακριβή μνεία στο πλήθος των μη καταβληθεισών μηνιαίων δόσεων που καθιστούν εφικτή την εφαρμογή της, κάτι το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει ( 101 ). Επιπλέον, εάν, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, απλώς και μόνο, να μην εφαρμόζουν τις ρήτρες που θεωρούν καταχρηστικές, η προϋπόθεση η οποία μπορεί να προκαλέσει την πρόωρη λύση της συμβάσεως ως προς το σύνολο του δανείου καθίσταται, κατά την άποψή μου, αλυσιτελής. Επομένως, κατ’ ανάγκη, η ρήτρα στο σύνολό της δεν θα παράγει αποτελέσματα.

107.

Τρίτον, επισημαίνεται ότι τέτοια ρήτρα, η οποία προβλέπει την πρόωρη λύση της συμβάσεως ως προς το σύνολο του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου σε περίπτωση μη καταβολής οποιασδήποτε δόσεως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στις αποφάσεις Aziz και Banco Primus ( 102 ), δεδομένου ότι η αθέτηση της επίμαχης ρήτρας δεν συνιστά αρκούντως σοβαρή αθέτηση σε σχέση με τη διάρκεια και το ποσό του δανείου. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί, όπως δικαίως έπραξε η Επιτροπή, ότι εάν, βάσει της νομολογίας αυτής, η προμνησθείσα προϋπόθεση (η παραπομπή σε «οποιαδήποτε δόση») κηρυχθεί καταχρηστική και, επομένως, δεν εφαρμοστεί, το εναπομένον στοιχείο, ήτοι, η απλή δυνατότητα κηρύξεως ληξιπρόθεσμου του συνόλου του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου ( 103 ), όχι μόνο θα στερείται κάθε πρακτικού αποτελέσματος, αλλά θα είναι επίσης τόσο αόριστο που δεν θα παρέχει τη δυνατότητα στον εθνικό δικαστή να εξετάσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμεί το Δικαστήριο στην απόφαση Banco Primus ( 104 ) οι οποίες υπενθυμίζονται στο σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.

108.

Υπενθυμίζεται επίσης ότι ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο το τραπεζικό ίδρυμα ασκεί τη δυνατότητα πρόωρης καταγγελίας είναι πραγματικό ζήτημα το οποίο είναι αλυσιτελές για τους σκοπούς της εξετάσεως ρήτρας που μνημονεύει τη μη καταβολή μίας μηνιαίας δόσεως. Εν προκειμένω, πρέπει να καθοριστεί όχι αν η εμπορική συμπεριφορά της τράπεζας υπήρξε καταχρηστική, αλλά αν είναι καταχρηστική η συμβατική ρήτρα. Εν αντιθέσει προς τα όσα προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑70/17 ( 105 ), εύλογη εμπορική συμπεριφορά σε καταχρηστικό συμβατικό πλαίσιο δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαπίστωση του δικαστή όσον αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα των ρητρών συμβάσεως ( 106 ). Αυτό ισχύει a fortiori όταν είναι ακριβώς η επίμαχη ρήτρα αυτή που επιτρέπει στην τράπεζα να αξιώσει το σύνολο του εναπομένοντος οφειλόμενου ποσού στο πλαίσιο εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως κατόπιν μη καταβολής μίας δόσεως του κεφαλαίου και των τόκων.

109.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου το οποίο διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, ιδίως σε περίπτωση αθετήσεως πληρωμής μίας μηνιαίας δόσεως, να διατηρήσει την εν λόγω ρήτρα εν μέρει σε ισχύ, μέσω απλής απαλοιφής του λόγου πρόωρης λύσεως που καθιστά τη ρήτρα καταχρηστική.

5.   Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑70/17 και του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑179/17: δυνατότητα συνεχίσεως της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως μέσω της επικουρικής εφαρμογής εθνικής διατάξεως, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC

110.

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑70/17 και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑179/17, τα οποία προσήκει να εξεταστούν από κοινού, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική νομολογία κατά την οποία, οσάκις ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως διαπιστώθηκε από εθνικό δικαστήριο, η ειδική διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως η οποία κινείται με την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας μπορεί, εντούτοις, να συνεχιστεί με την επικουρική εφαρμογή εθνικής διατάξεως, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, στο μέτρο που η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι επωφελέστερη για τους καταναλωτές από ό,τι η εκτέλεση καταψηφιστικής αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της αναγνωριστικής διαδικασίας.

111.

Προτού εξετάσω το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, από την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑70/17, προκύπτει ότι, έστω και αν το μέρος της επίμαχης ρήτρας που περιέχει το καταχρηστικό στοιχείο στην υπόθεση C‑179/17 μπορεί να διαγραφεί χωρίς άλλη τροποποίηση και το αποτέλεσμα είναι κατανοητό, η ρήτρα αυτή παραμένει μη διαιρετή λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων του κανόνα blue pencil που εκθέτει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ( 107 ). Συγκεκριμένα, μετά την αφαίρεση του καταχρηστικού μέρους, η ρήτρα αυτή δεν διατηρεί την αρχική νομική της έννοια. Ειδικότερα, όταν γίνεται λόγος, γενικώς, σε «[…] μη εμπρόθεσμη καταβολή [μίας], περισσότερων ή όλων των καθοριζόμενων δόσεων», η νομική έννοια της ρήτρας αλλάζει κατά τρόπο μη αναστρέψιμο. Μπορεί, επομένως, να συναχθεί από την ανάγνωση της ούτως διασπασθείσας/τροποποιηθείσας ρήτρας ο ακριβής αριθμός μηνιαίων δόσεων οι οποίες πρέπει να μην έχουν καταβληθεί προκειμένου να μπορεί ο δανειστής να ασκήσει το δικαίωμα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου; Κατά την άποψή μου, η μόνη δυνατή απάντηση είναι η ακόλουθη: «τουλάχιστον δύο δόσεις», καίτοι η ρήτρα θα καταστεί καταχρηστική λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποφάσεως Aziz που υπενθυμίζονται στο σημείο 107 ανωτέρω. Επομένως, σε περίπτωση διασπάσεως, ο σκοπός της επίμαχης στην υπόθεση C‑179/17 ρήτρας αναιρείται και αυτή καθίσταται αλυσιτελής, εάν η προϋπόθεση από την οποία εξαρτάται η εφαρμογή της (η συμφωνία και η μνεία σε «μία» δόση που έχουν καταχωριστεί στα αρχεία του κτηματολογίου) η οποία επιτρέπει, εν προκειμένω, τη συνέχιση –και, ενδεχομένως, την κίνηση– της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως δεν παράγει πλέον αποτελέσματα. Από νομική άποψη, δεν θα είχε νόημα να προβλεφθεί υπέρ του δανειστή αμιγώς υποθετική δυνατότητα («περισσότερες δόσεις») η οποία δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη ( 108 ).

112.

Συγκεκριμένα, προκειμένου να συναχθεί το πλήθος των απαιτούμενων μη καταβληθεισών μηνιαίων δόσεων για τον σκοπό της πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, θα πρέπει, όπως προτείνει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) στη νομολογία του, να εφαρμοστεί διάταξη του εθνικού δικαίου. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όμως, αυτό επιτρέπεται καταρχήν μόνο υπό τις προβλεπόμενες στην απόφαση Kásler και Káslerné Rábai προϋποθέσεις ( 109 ), ήτοι να μην μπορεί να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ μετά την απαλοιφή της καταχρηστικής ρήτρας και να είναι διάταξη ενδοτικού δικαίου ο κανόνας του εθνικού δικαίου που αντικαθιστά την καταχρηστική ρήτρα.

α)   Μπορούν οι επίμαχες συμβάσεις ενυπόθηκου δανείου να διατηρηθούν σε ισχύ, από νομική άποψη, μετά την απαλοιφή των επίμαχων καταχρηστικών ρητρών;

113.

Όσον αφορά το καθοριστικό ζήτημα για την επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης, το οποίο εξετάστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατόπιν ερωτήσεως για προφορική απάντηση που έθεσε το Δικαστήριο και αφορά τις συνέπειες, στο ισπανικό δίκαιο, της απαλοιφής της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως επί του υποστατού και της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως, η Abanca υποστήριξε ότι, γενικώς, η σύμβαση δανείου διατηρείται σε ισχύ, καθόσον η απλή απαλοιφή της καταχρηστικής ρήτρας δεν μπορεί να επιφέρει την ακυρότητά της. Εντούτοις, όπως υποστήριξαν τόσο η Abanca όσο και η Bankia, η ενυπόθηκη απαίτηση μπορεί να επηρεαστεί ουσιωδώς, στο μέτρο που ο δανειστής χάνει το ευεργέτημα της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως με σκοπό να ενεργοποιήσει την εξασφάλιση του δανείου.

114.

Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστήριξε, αφενός, ότι, εάν θεωρηθεί ότι η αιτία της συμβάσεως δανείου έγκειται στη σύσταση εμπράγματου δικαιώματος υποθήκης και ότι το εν λόγω εμπράγματο δικαίωμα θίγεται από την απαλοιφή της ρήτρας, η ίδια η σύμβαση δανείου δεν μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ. Αφετέρου, πρόσθεσε ότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η σύμβαση δανείου μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ, μετά την απαλοιφή της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τέτοια απαλοιφή «καθιστά τη σύμβαση δανείου υπερβολικά επαχθή για το τραπεζικό ίδρυμα», στο μέτρο που «το υποχρεώνει να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή για την καταγγελία της συμβάσεως και, εν συνεχεία, να κινήσει γενική διαδικασία εκτελέσεως για την είσπραξη της οφειλής». Επομένως, η Ισπανική Κυβέρνηση διερωτάται αν, υπό τις συνθήκες αυτές, το τραπεζικό ίδρυμα θα είχε χορηγήσει το δάνειο χωρίς την εξασφάλιση μέσω της υποθήκης.

115.

Επισημαίνεται ότι, στην απόφαση περί παραπομπής, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) διευκρινίζει ότι, στην ισπανική έννομη τάξη, το δικαίωμα υποθήκης παρέχει στον δικαιούχο του όχι μόνο τη δυνατότητα να ζητήσει την αναγκαστική πώληση του βεβαρημένου με υποθήκη αγαθού στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας εκτελέσεως, αλλά επίσης δικαίωμα προτιμήσεως επί του αγαθού αυτού (άρθρα 1923 και 1927 του αστικού κώδικα) και διακριτό δικαίωμα εκτελέσεως σε περίπτωση (δικαστικώς διαπιστωθείσας) αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) προσθέτει επίσης ότι η ακυρότητα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως δεν επιφέρει την πλήρη κατάργηση των δικαιωμάτων του ενυπόθηκου δανειστή, αλλά περιορίζει τη βασική δυνατότητα που παρέχει το δικαίωμα υποθήκης, ήτοι την παροχή στον δανειστή της δυνατότητας αναγκαστικής πωλήσεως του βεβαρημένου με υποθήκη αγαθού για την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού από το πλειστηρίασμα (άρθρο 1858 του αστικού κώδικα). Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, παρά τον συνεπαγόμενο περιορισμό όσον αφορά την εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη διατήρηση της συμβάσεως δανείου σε ισχύ μετά την απαλοιφή της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως ( 110 ). Εξάλλου, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) δεν επισημαίνει επίσης, στην απόφαση περί παραπομπής, ότι θα υποχρεωθεί να ακυρώσει τη σύμβαση δανείου στο σύνολό της. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑179/17 εκτιμά ότι «είναι πρόδηλο ότι σύμβαση δανείου ή πιστώσεως μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ χωρίς τη ρήτρα πρόωρης λύσεως αυτής».

116.

Πρώτον, πρέπει να υπενθυμιστεί, ότι, όπως προκύπτει από την παρατιθέμενη στο σημείο 75 των παρουσών προτάσεων νομολογία, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 προβλέπει δύο υποχρεώσεις προς επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος: η πρώτη επιβάλλει να μην παράγουν οι καταχρηστικές ρήτρες κανένα δεσμευτικό αποτέλεσμα έναντι του καταναλωτή, λόγος για τον οποίο «τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να [τις] αφήνουν ανεφάρμοστες», και, η δεύτερη, επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η συναφθείσα μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή σύμβαση παραμένει δεσμευτική για τους συμβαλλομένους «σύμφωνα με τους ίδιους όρους», εάν μπορεί να διατηρηθεί σε ισχύ«χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες» ( 111 ). Ως εκ τούτου, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι το κριτήριο της διατηρήσεως της συμβάσεως σε ισχύ πρέπει να εκτιμάται μόνο από νομική άποψη, «στο μέτρο που, κατά τους κανόνες του εσωτερικού δικαίου, η συνέχιση της ισχύος της συμβάσεως είναι νομικώς εφικτή» ( 112 ).

117.

Στο πλαίσιο αυτό, καίτοι κατανοώ τις ανησυχίες στις οποίες ερείδεται η προτεινόμενη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ερμηνεία, οφείλω να επισημάνω ότι το ζήτημα δεν είναι να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως το αν η τράπεζα θα είχε χορηγήσει ή όχι δάνειο χωρίς την εξασφάλιση της υποθήκης ή ποιες θα είναι οι συνέπειες της απαλοιφής καταχρηστικής ρήτρας για τον δανειστή ( 113 ), αλλά να διαπιστωθεί αν η σύμβαση ακυρώνεται ή όχι κατά το εθνικό δίκαιο.

118.

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, στην απόφαση Banco Primus ( 114 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτρεπτική λειτουργία του άρθρου 7 της οδηγίας 93/13, οι εξουσίες του εθνικού δικαστή ο οποίος διαπιστώνει την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας δεν μπορούν να εξαρτώνται από την εν τοις πράγμασι εφαρμογή ή μη της ρήτρας αυτής. Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αν η ρήτρα εφαρμόστηκε όντως ή όχι ήταν αλυσιτελές για τους σκοπούς της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της. Εν προκειμένω, το γεγονός ότι το όριο καθορίζεται σε τρεις μηνιαίες δόσεις, αντί μίας, είναι επίσης αλυσιτελές.

119.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση Banco Primus, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι, «[υ]π’ αυτές τις συνθήκες […], το γεγονός ότι, εν προκειμένω, ο επαγγελματίας συμμορφώθηκε στην πράξη προς τα οριζόμενα στο άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC και δεν επίσπευσε διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως παρά μόνο μετά τη μη καταβολή επτά μηνιαίων δόσεων, και όχι, όπως προβλέπει η ρήτρα 6bis της επίδικης στην κύρια δίκη συμβάσεως, κατόπιν οποιασδήποτε αθετήσεως πληρωμής, δεν απαλλάσσει τον εθνικό δικαστή από την υποχρέωσή του να αντλήσει όλα τα κατάλληλα συμπεράσματα από τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής» ( 115 ). Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «η οδηγία 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομολογιακή ερμηνεία διατάξεως του εθνικού δικαίου η οποία διέπει τις ρήτρες περί καταγγελίας των συμβάσεων δανείου, όπως αυτή του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, κατά την οποία απαγορεύεται στον εθνικό δικαστή ο οποίος διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας τέτοιας συμβατικής ρήτρας να κρίνει άκυρη και να αφήσει ανεφάρμοστη τη ρήτρα αυτή όταν, στην πράξη, ο επαγγελματίας δεν εφάρμοσε την εν λόγω ρήτρα, αλλά τήρησε τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει η ως άνω διάταξη του εθνικού δικαίου» ( 116 ). Ως εκ τούτου, η τήρηση του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC στην εμπορική πρακτική των τραπεζών δεν μπορεί να θεραπεύσει την ακυρότητα της ρήτρας αυτής, αντικαθιστώντας την, κατά την έννοια των σκέψεων 80 έως 84 της αποφάσεως Kásler και Káslerné Rábai ( 117 ).

120.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η εξαίρεση από τον γενικό κανόνα που θεσπίζεται στην εν λόγω απόφαση Kásler και Káslerné Rábai, κατά την οποία το Δικαστήριο επιτρέπει τη συμπλήρωση της συμβάσεως μέσω της αντικαταστάσεως της καταχρηστικής ρήτρας με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου, προκειμένου να μπορεί να διατηρηθεί η σύμβαση σε ισχύ, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι επίμαχες ρήτρες δεν επιφέρουν την ακυρότητα των συμβάσεων δανείου στο σύνολό τους. Συγκεκριμένα, εν αντιθέσει προς την επίμαχη κατάσταση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση Kásler και Káslerné Rábai, εάν, στις υπό κρίση υποθέσεις, οι συμβάσεις δανείου μπορούν να διατηρηθούν σε ισχύ χωρίς τη ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως και, ως εκ τούτου, ο εθνικός δικαστής δεν υποχρεούται να κηρύξει την ακυρότητα της συμβάσεως στο σύνολό της, δεν είναι αναγκαία η εφαρμογή εθνικής διατάξεως ενδοτικού δικαίου ώστε να αποτραπούν «ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες» για τον καταναλωτή.

β)   Επί της επικουρικής εφαρμογής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC

121.

Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, από την απόφαση περί παραπομπής του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) δεν προκύπτει ότι αυτή είναι διάταξη ενδοτικού δικαίου. Συγκεκριμένα, από την απλή ανάγνωση της διατάξεως αυτής διαπιστώνεται ότι, για την εφαρμογή της, απαιτείται ρητή συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών και, ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί ελλείψει τέτοιας συμφωνίας. Εντούτοις, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) παραπέμπει στη δυνατότητα «επικουρικής» εφαρμογής της διατάξεως αυτής χωρίς να αποφανθεί σχετικά με τον ενδοτικό ή μη χαρακτήρα αυτής. Εν πάση περιπτώσει, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει τον χαρακτήρα ενδοτικού δικαίου ή μη τέτοιας διατάξεως.

122.

Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, η απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Gutiérrez Naranjo κ.λπ. ( 118 ), οι οποίες αφορούσαν τις «ρήτρες κατώτατου επιτοκίου» που χρησιμοποιούσαν οι τράπεζες στο πλαίσιο συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου που συνήπταν με τους καταναλωτές. Το ίδιο το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) είχε αναγνωρίσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών καθώς και την ακυρότητά τους λόγω της ελλείψεως διαφάνειάς τους η οποία οφειλόταν σε ανεπαρκή πληροφόρηση των δανειοληπτών σχετικά με τις συγκεκριμένες συνέπειες της πρακτικής εφαρμογής τους. Εντούτοις, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) είχε κρίνει ότι οι ρήτρες κατώτατου επιτοκίου ήταν αφ’ εαυτών νόμιμες και είχε περιορίσει την αναδρομικότητα των αποτελεσμάτων της κηρύξεως της ακυρότητας των εν λόγω ρητρών ( 119 ). Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε στο Δικαστήριο άλλο ισπανικό δικαστήριο αφορούσαν το αν ο χρονικός περιορισμός των αποτελεσμάτων επιστροφής που σχετίζονται με τη δικαστική αναγνώριση του καταχρηστικού χαρακτήρα των εν λόγω ρητρών μόνο στα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως μετά την έκδοση της αποφάσεως περί αναγνωρίσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ήταν συμβατός με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13. Το Δικαστήριο απάντησε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι συμβατική ρήτρα η οποία κρίνεται καταχρηστική πρέπει καταρχήν να θεωρείται ως ουδέποτε υπάρξασα, οπότε δεν δύναται να παράγει αποτελέσματα έναντι του καταναλωτή.

123.

Ως εκ τούτου, η διαπίστωση με δικαστική απόφαση της καταχρηστικότητας τέτοιας ρήτρας πρέπει καταρχήν να συνεπάγεται την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν υπήρχε η εν λόγω ρήτρα. Ομοίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι απόκειται στα κράτη μέλη, βάσει του εθνικού δικαίου τους, να καθορίζουν το λεπτομερές πλαίσιο για τη διαπίστωση της καταχρηστικότητας ρήτρας περιεχόμενης σε σύμβαση και για την υλοποίηση των συγκεκριμένων έννομων αποτελεσμάτων της διαπιστώσεως αυτής, γεγονός παραμένει ότι η εν λόγω διαπίστωση πρέπει να καθιστά δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής ελλείψει της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας, ιδίως επί τη βάσει του δικαιώματος για επιστροφή του οφέλους που αποκόμισε αχρεωστήτως, εις βάρος του, ο επαγγελματίας κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω καταχρηστικής ρήτρας ( 120 ).

124.

Οφείλω να συμπεράνω ότι από την ως άνω νομολογία προκύπτει ότι καταχρηστική ρήτρα κηρυχθείσα άκυρη θεωρείται ότι δεν υπήρξε ποτέ και δεν παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα. Επομένως, η εφαρμογή, εν προκειμένω, του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 θα έχει ως πρακτική συνέπεια, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, οσάκις ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει την ακυρότητα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, να μην μπορεί να κινηθεί η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως ή, εάν έχει κινηθεί, να μην μπορεί να συνεχιστεί, δεδομένου ότι η συμφωνία των συμβαλλομένων και η μνεία δόσεως που καταχωρίστηκαν στα αρχεία του κτηματολογίου κηρύχθηκαν καταχρηστικές και, επομένως, άκυρες και μη παράγουσες αποτελέσματα. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, εάν ήταν εφικτή η θεραπεία της ακυρότητας της ρήτρας μέσω της εφαρμογής του ελάχιστου αριθμού τριών μηνιαίων δόσεων που καθορίζεται στο άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC, αυτό θα ισοδυναμούσε με την εκ των πραγμάτων αναγνώριση στα εθνικά δικαστήρια της εξουσίας να τροποποιούν την εν λόγω ρήτρα ( 121 ). Εντούτοις, όπως υπενθύμισε το Δικαστήριο στην απόφαση Gutiérrez Naranjo κ.λπ., «ο εθνικός δικαστής δεν έχει την εξουσία να αναθεωρεί το περιεχόμενο των καταχρηστικών ρητρών, διότι άλλως θα συνέβαλλε στην εξάλειψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος που ασκεί στους επαγγελματίες ο πλήρης αποκλεισμός της εφαρμογής τέτοιων καταχρηστικών ρητρών έναντι των καταναλωτών» ( 122 ).

125.

Επομένως, η προτεινόμενη από το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) τροποποίηση είναι επέμβαση η οποία συνεπάγεται αναπόφευκτα τη συμπλήρωση, την εκ νέου σύνταξη, την τροποποίηση ή την αναδιατύπωση της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως. Αυτή η τροποποίηση της ρήτρας, αφενός, δεν συνάδει προς τις απαιτήσεις του κανόνα blue pencil που μνημονεύει το ίδιο το αιτούν δικαστήριο, καθόσον θεωρείται «τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση» της ρήτρας η οποία είναι απαράδεκτη στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13. Αφετέρου, η τροποποίηση αυτή απαγορεύεται ρητώς από τη σταθερή και παγιωμένη έως τώρα νομολογία του Δικαστηρίου και τούτο έχει καθοριστική σημασία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα ερωτήματα που υποβάλλονται στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων.

126.

Τέλος, τίθεται το ζήτημα αν ορθώς το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι το γεγονός και μόνο ότι οι οφειλέτες καταναλωτές δεν θα μπορούν να επωφεληθούν των δικονομικών πλεονεκτημάτων της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως δικαιολογεί, υπό το πρίσμα της εκτιθέμενης στα σημεία 80 έως 82 των παρουσών προτάσεων νομολογίας του Δικαστηρίου, την απαλοιφή των επίμαχων ρητρών μέσω της αντικαταστάσεως αυτών με εθνική διάταξη ενδοτικού δικαίου ή, ενδεχομένως, μέσω της επικουρικής εφαρμογής διατάξεως που δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα ( 123 ).

γ)   Δικαιολογούν τα πλεονεκτήματα της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως τη συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως μετά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως;

127.

Υπενθυμίζεται ότι από τον πέμπτο λόγο της αποφάσεως περί παραπομπής του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) προκύπτει ότι τα δικονομικά πλεονεκτήματα της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως των οποίων επωφελούνται οι οφειλέτες καταναλωτές παρέχουν τη δυνατότητα στα εθνικά δικαστήρια να δικαιολογούν τη συνέχιση της διαδικασίας αυτής μετά τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως.

128.

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει στις γραπτές παρατηρήσεις της ότι το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επισήμανε, στην απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, η οποία παρατίθεται επίσης στην απόφαση περί παραπομπής, ότι «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ανεπιφύλακτα και σε όλες τις περιπτώσεις ότι η απόφαση συνεχίσεως της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως είναι δυσμενέστερη για τον καταναλωτή» ( 124 ). Η Επιτροπή συνήγαγε ότι το γεγονός ότι «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ανεπιφύλακτα» ότι η συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως είναι δυσμενής για τον καταναλωτή δεν ισοδυναμεί, όσον αφορά τον βαθμό βεβαιότητας, με τη διαβεβαίωση ότι η συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως είναι σαφώς επωφελέστερη για τον καταναλωτή σε κάθε περίπτωση. Επομένως, η διαβεβαίωση ότι η συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως είναι προς το συμφέρον του καταναλωτή πρέπει να αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με επιφύλαξη και εξαρτάται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε περιπτώσεως. Η Επιτροπή πρόσθεσε ότι, στο μέτρο που οι καταναλωτές είναι αυτοί που προσέβαλαν τις ρήτρες πρόωρης λύσεως της συμβάσεως οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα στις τράπεζες να καταφεύγουν στην εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως, μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι οι καταναλωτές που ασκούν τέτοια αγωγή τυγχάνουν νομικής συνδρομής και επιδιώκουν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους και όχι να τα θίξουν.

129.

Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής. Καίτοι, από την ερμηνεία του νομικού πλαισίου που εκθέτει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο), διαπιστώνω ο ίδιος τα δικονομικά πλεονεκτήματα που συνεπάγεται η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, τρέφω μερικές αμφιβολίες για το κατά πόσον τα πλεονεκτήματα αυτά ωφελούν «όλους» ανεξαιρέτως τους καταναλωτές ( 125 ). Αναμφίβολα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό το οποίο αφορά μόνο το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, εκτιμώ ότι είναι σκόπιμο να υποστηρίξω με δύο παραδείγματα τις αμφιβολίες μου όσον αφορά την κατάσταση που εκθέτει το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) ( 126 ).

130.

Ας εξετάσουμε καταρχάς την περίπτωση νεαρού ζεύγους, χωρίς τέκνα, των «P και M». Αμφότεροι έχουν ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σπουδές. Το 2000, λαμβάνουν από τράπεζα ενυπόθηκο δάνειο με σκοπό την αγορά της κατοικίας τους. Το δάνειο αυτό, ύψους 180000 ευρώ, έχει διάρκεια 30 ετών. Το 2007, αποφασίζουν να αγοράσουν δευτερεύουσα κατοικία και λαμβάνουν δεύτερο ενυπόθηκο δάνειο ύψους 80000 ευρώ και διάρκειας 15 ετών. Το 2012, εν μέσω οικονομικής κρίσεως, η M απολύεται από την εργασία της και το ζεύγος δεν είναι πλέον σε θέση να αποπληρώσει τα δύο ενυπόθηκα δάνεια. Μερικούς μήνες αργότερα, κατόπιν μη καταβολής επτά μηνιαίων δόσεων του πρώτου δανείου, η τράπεζα ασκεί αγωγή για την εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως. Κατά τον έλεγχο των καταχρηστικών ρητρών, ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως. Εντούτοις, χάρη στη βοήθεια των γονέων τους και στην πώληση της δευτερεύουσας κατοικίας, το ζεύγος καταφέρνει να εξοφλήσει, πριν από την ημερομηνία του πλειστηριασμού, την κύρια κατοικία του με την καταβολή του συνολικού οφειλόμενου στην τράπεζα ποσού. Το ζεύγος αυτό θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει την ομάδα καταναλωτών που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τα δικονομικά πλεονεκτήματα της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως.

131.

Ας εξετάσουμε τώρα την περίπτωση νεαρού ζεύγους, των «J και L», ο J εργάζεται στον κατασκευαστικό κλάδο και η L κατέχει θέση στον τομέα των υπηρεσιών. Το 2000, παρά τις περιορισμένες δυνατότητες πληρωμής, εξασφαλίζουν ενυπόθηκο δάνειο από τράπεζα, ύψους 100000 ευρώ, με σκοπό τη χρηματοδότηση της αγοράς κατοικίας. Το εν λόγω δάνειο χορηγείται για 26 έτη και η δόση της αποπληρωμής τους αντιπροσωπεύει άνω του ημίσεος των μηνιαίων εισοδημάτων τους. Το 2004 και το 2007 γεννιούνται τα δύο τέκνα τους. Το 2012, εν μέσω οικονομικής κρίσεως, ο J απολύεται από την εργασία του. Λαμβάνει για κάποιο διάστημα επίδομα ανεργίας, αλλά, μετά το πέρας της περιόδου αποζημιώσεως και με έναν μόνο μισθό, το ζεύγος δεν καταφέρνει πλέον να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις αποπληρωμής. Κατόπιν μη καταβολής δέκα μηνιαίων δόσεων, η τράπεζα ασκεί αγωγή για την εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως. Κατά τον έλεγχο των ρητρών, ο δικαστής της εκτελέσεως διαπιστώνει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως. Το ζεύγος δεν διαθέτει οικονομίες οι οποίες θα του επέτρεπαν να εξοφλήσει το ακίνητό του καταβάλλοντας το οφειλόμενο ποσό έως την ημερομηνία του πλειστηριασμού. Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου, ο εθνικός δικαστής αποφασίζει να αναστείλει τη διαδικασία εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως και να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο.

132.

Πρέπει να θεωρηθεί, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ότι το ζεύγος μπορεί να επωφεληθεί από τα πλεονεκτήματα της εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως; Η καταφατική απάντηση θα βασίζεται στην ιδέα ότι το ζεύγος είναι σε θέση να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες μηνιαίες δόσεις και, επομένως, να εξοφλήσει το ακίνητό του, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Πέραν των δικονομικών πλεονεκτημάτων, από τα οποία, δεδομένης της αβέβαιης οικονομικής του καταστάσεως, το ζεύγος δεν θα μπορέσει πιθανώς να επωφεληθεί, έχει το ζεύγος, για παράδειγμα, τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί εκ νέου την οφειλή του στο στάδιο της διαδικασίας εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως; Φρονώ πως όχι.

133.

Εν πάση περιπτώσει, και ανεξάρτητα από τη δυνατότητα των καταναλωτών να επωφεληθούν, ενδεχομένως, των πλεονεκτημάτων της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, δεν χωρεί, κατά την άποψή μου, αμφιβολία ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την εμβέλεια της διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, η οποία υπενθυμίζεται στα σημεία 65 έως 82 των παρουσών προτάσεων, ο αντίκτυπος τέτοιων πλεονεκτημάτων στην απάντηση που πρέπει να δοθεί στα υπό κρίση ερωτήματα, τα οποία αφορούν τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από τη διαπίστωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας, φαίνεται τουλάχιστον αβέβαιος. Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, εκτιμώ ότι το εθνικό δικαστήριο που διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως δεν μπορεί να κινήσει ούτε, ενδεχομένως, να συνεχίσει, παραβλέποντας τη διαπίστωση αυτή, εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως κατά του οφειλέτη καταναλωτή, έστω και αν εκτιμά ότι η διαδικασία αυτή είναι επωφελέστερη για αυτόν.

δ)   Επί της δυνατότητας ενημερώσεως του καταναλωτή για τα σχετικά με τη συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως πλεονεκτήματα: η απόφαση Pannon GSM

134.

Όπως επισημαίνεται στο σημείο 128 των παρουσών προτάσεων, από την απόφαση περί παραπομπής του Tribunal Supremo (Ανώτατου Δικαστηρίου) δεν προκύπτει ότι η συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως που ξεκίνησε βασισμένη σε καταχρηστική ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως παρουσιάζει, σε κάθε περίπτωση, πλεονεκτήματα για τον οφειλέτη καταναλωτή. Εάν, εντούτοις, εκτιμά ότι ο καταναλωτής μπορεί να επωφεληθεί των εν λόγω πλεονεκτημάτων, το εθνικό δικαστήριο θα οφείλει να τον ενημερώσει σχετικά. Ο καταναλωτής, αφού συμβουλευτεί τον δικηγόρο του, θα μπορεί να δηλώσει την πρόθεσή του να μην επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της εν λόγω ρήτρας, όπως στο πρώτο προεκτεθέν παράδειγμα που αφορά το ζεύγος «P και M».

135.

Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφαση Pannon GSM, αφού επισήμανε ότι ο εθνικός δικαστής καλείται να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα της επιδιωκόμενης με τις διατάξεις της οδηγίας 93/13 προστασίας, ότι, κατά την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτεπάγγελτης εξετάσεως των καταχρηστικών ρητρών, «ο εθνικός δικαστής δεν οφείλει, πάντως, δυνάμει της [εν λόγω] οδηγίας, να μην εφαρμόσει την επίδικη ρήτρα αν ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε προηγουμένως από τον δικαστή, δεν προτίθεται να επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα της» ( 127 ). Στην απόφαση Banif Plus Bank, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την απόφαση αυτή και διευκρίνισε ότι η δυνατότητα που έχει ο καταναλωτής να εκφέρει την άποψή του σχετικώς ανταποκρίνεται, επίσης, στην υποχρέωση που υπέχει ο εθνικός δικαστής να λάβει ενδεχομένως υπόψη την πρόθεση που εκφράζει ο καταναλωτής όταν, όντας ενήμερος περί του μη δεσμευτικού χαρακτήρα καταχρηστικής ρήτρας, δηλώνει εντούτοις ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή της, δίνοντας επομένως ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση για την επίμαχη ρήτρα ( 128 ).

136.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑70/17 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑179/17 η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική νομολογία κατά την οποία, οσάκις ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως διαπιστώθηκε από εθνικό δικαστήριο, η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως η οποία κινείται με την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας μπορεί, εντούτοις, να συνεχιστεί με την επικουρική εφαρμογή εθνικής διατάξεως, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του LEC, στο μέτρο που η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι επωφελέστερη για τους καταναλωτές από ό,τι η εκτέλεση καταψηφιστικής αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της αναγνωριστικής διαδικασίας, εκτός εάν ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε δεόντως από τον εθνικό δικαστή για τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της ρήτρας, παρέχει την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του και δηλώνει την πρόθεσή του να μην επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας.

6.   Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑179/17

137.

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, εκτιμώ ότι παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία του ισπανικού δικαίου, στην οποία θα προβεί ο εθνικός δικαστής.

Γ. Τελική παρατήρηση

138.

Επιθυμώ να διατυπώσω μια τελευταία παρατήρηση. Όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, «προκειμένου να διευκολυνθεί η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίζεται η προστασία του πολίτη ως καταναλωτή κατά την απόκτηση αγαθών και υπηρεσιών με συμβάσεις που διέπονται από τη νομοθεσία κρατών μελών διάφορων του κράτους του καταναλωτή, είναι ουσιώδους σημασίας να καταργηθούν οι καταχρηστικές ρήτρες». Είμαι πεπεισμένος ότι η προτεινόμενη λύση συμβάλλει στη διατήρηση του στερεού και συνεκτικού πλέον οικοδομήματος της προστασίας των καταναλωτών και, ως εκ τούτου, στην ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς. Για τον λόγο αυτό, καθώς και για το σύνολο των προεκτεθέντων λόγων, καλώ το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει τη νομολογία του.

VI. Πρόταση

139.

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθεισών παρατηρήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλαν το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) και το Juzgado de Primera Instancia no 1 de Barcelona (πρωτοδικείο υπ’ αριθ. 1 Βαρκελώνης, Ισπανία) ως εξής:

1)

Στην υπόθεση C‑70/17:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η δυνατότητα εθνικού δικαστηρίου το οποίο διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας περί πρόωρης λύσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, ιδίως σε περίπτωση αθετήσεως πληρωμής μίας μηνιαίας δόσεως, να διατηρήσει την εν λόγω ρήτρα εν μέρει σε ισχύ, μέσω απλής απαλοιφής του λόγου πρόωρης λύσεως που καθιστά τη ρήτρα καταχρηστική.

2)

Στις υποθέσεις C‑70/17 και C‑179/17:

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική νομολογία κατά την οποία, οσάκις ο καταχρηστικός χαρακτήρας της ρήτρας περί πρόωρης λύσεως της συμβάσεως διαπιστώθηκε από εθνικό δικαστήριο, η διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως η οποία κινείται με την εφαρμογή της εν λόγω ρήτρας μπορεί, εντούτοις, να συνεχιστεί με την επικουρική εφαρμογή εθνικής διατάξεως, όπως αυτής του άρθρου 693, παράγραφος 2, του Ley 1/2000 de Enjuiciamiento Civil (νόμου 1/2000 περί κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 7ης Ιανουαρίου 2000, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων των κυρίων δικών, στο μέτρο που η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι επωφελέστερη για τους καταναλωτές από ό,τι η εκτέλεση καταψηφιστικής αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της αναγνωριστικής διαδικασίας, εκτός εάν ο καταναλωτής, αφού ενημερώθηκε δεόντως από τον εθνικό δικαστή για τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα της ρήτρας, παρέχει την ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεσή του και δηλώνει την πρόθεσή του να μην επικαλεστεί τον καταχρηστικό και μη δεσμευτικό χαρακτήρα τέτοιας ρήτρας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) C‑240/98 έως C‑244/98 (EU:C:1999:620, σημείο 1).

( 3 ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές (ΕΕ 1993, L 95, σ. 29).

( 4 ) C‑415/11, EU:C:2013:164.

( 5 ) Για συνολική θεώρηση του νομικού προβλήματος το οποίο θέτουν οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις C‑92/16, C‑167/16, C‑486/16, C‑70/17 και C‑179/17, παραπέμπω στις προτάσεις μου στην υπόθεση C‑486/16 καθώς και στις υποθέσεις C‑92/16 και C‑167/16.

( 6 ) BOE αριθ. 7, της 8ης Ιανουαρίου 2000, σ. 575.

( 7 ) BOE αριθ. 89, της 14ης Απριλίου 1998, σ. 12304.

( 8 ) BOE αριθ. 287, της 30ής Νοεμβρίου 2007, σ. 49181.

( 9 ) BOE αριθ. 76, της 28ης Μαρτίου 2014, σ. 26967.

( 10 ) Απόφαση αριθ. 705/2015 (ES:TS:2015:5618).

( 11 ) Απόφαση αριθ. 79/2016 (ES:TS:2016:626).

( 12 ) Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της αναγνωριστικής αγωγής, βάσει του άρθρου 1124 του αστικού κώδικα, ο δανειστής δύναται να ζητήσει τη λύση της συμβάσεως λόγω αθετήσεως του οφειλέτη. Η λύση αυτή επιφέρει την αμοιβαία επιστροφή των παροχών ή την αναγκαστική εκπλήρωση της συμβάσεως, η οποία καθιστά ληξιπρόθεσμες όλες τις ανεξόφλητες πληρωμές προσαυξημένες με τους αντίστοιχους τόκους. Η τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αναγνωριστικής αγωγής μπορεί να αποτελέσει τίτλο εκτελέσεως, στο πλαίσιο της οποίας μπορούν να δεσμευθούν και να πωληθούν σε πλειστηριασμό όλα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, περιλαμβανομένης της κύριας κατοικίας του.

( 13 ) Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι τράπεζες προτιμούν τη διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως καθόσον είναι ταχύτερη και τις αποδεσμεύει από την υποχρέωση σχηματισμού προβλέψεων, για μεγάλο χρονικό διάστημα, για το μη εξυπηρετούμενο δάνειο.

( 14 ) Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) εκθέτει ότι τα πλεονεκτήματα αυτά για τον οφειλέτη καταναλωτή, στο πλαίσιο της διαδικασίας κατασχέσεως της βεβαρημένης με υποθήκη κύριας κατοικίας του, προβλέπονται στο άρθρο 693, παράγραφος 3, στο άρθρο 579, παράγραφος 2, και στο άρθρο 682, παράγραφος 2, του LEC. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εκτέλεση της ενυπόθηκης απαιτήσεως παρέχει τη δυνατότητα στοχεύσεως και πωλήσεως σε πλειστηριασμό του βεβαρημένου με υποθήκη αγαθού, το οποίο συνιστά την εγγύηση αποπληρωμής του δανείου. Εάν το εν λόγω βεβαρημένο με υποθήκη αγαθό είναι η κύρια κατοικία του οφειλέτη καταναλωτή, οι κανόνες που ρυθμίζουν την εκτέλεση ενυπόθηκης απαιτήσεως προβλέπουν ορισμένα ευεργετήματα ή πλεονεκτήματα, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στον οφειλέτη να διατηρήσει την κατοικία του ή, τουλάχιστον, να μειωθεί η σχετική με την πώληση της εν λόγω κατοικίας ζημία για τον οφειλέτη. Τα πλεονεκτήματα αυτά, τα οποία προβλέπονται προς όφελος του οφειλέτη καταναλωτή όταν η εκτέλεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, δεν ισχύουν στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας εκτελέσεως (μη αφορώσας ενυπόθηκη απαίτηση) κατόπιν αποφάσεως εκδοθείσας επί αναγνωριστικής αγωγής.

( 15 ) Πάντως, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, αναμφίβολα, δεν ζητεί από το Δικαστήριο να αναλύσει τον δίκαιο ή ορθό χαρακτήρα της νομολογίας του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) όσον αφορά τις συμβάσεις [ενυπόθηκου] δανείου ούτε να καθορίσει αν η προβλεπόμενη στο άρθρο 1124 του αστικού κώδικα δυνατότητα λύσεως της συμβάσεως εφαρμόζεται ή όχι στις εν λόγω συμβάσεις: το αιτούν δικαστήριο παρέχει απλώς πληροφορίες σχετικά με τη θέση του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) στο ζήτημα αυτό και ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει αν η επίμαχη νομολογία (σχετικά με τη συνέχιση της εκτελέσεως της ενυπόθηκης απαιτήσεως, παρά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας πρόωρης λύσεως της συμβάσεως) αντιβαίνει στην οδηγία 93/13, στο μέτρο που δεν αξιολογεί κατάλληλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνεπάγονται για τον καταναλωτή η παύση της εκτελέσεως, η συνέχιση αυτής ή η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής.

( 16 ) Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

( 17 ) Παρ’ όλα αυτά, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι πρόκειται για ενδεχόμενο για το οποίο δεν υπάρχουν επί του παρόντος νομολογιακές ενδείξεις πέραν της προδικαστικής παραπομπής του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), το οποίο δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αυτού.

( 18 ) Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι θα μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 1101 του αστικού κώδικα, το οποίο αφορά την αξίωση αποζημιώσεως λόγω υπερημερίας ή αθετήσεως, αλλά δεν προβλέπει τη λύση της συμβάσεως. Στη διάταξη αυτή θα μπορούσαν να θεμελιωθούν μόνο η αναγνώριση ή η διαπίστωση της αθετήσεως της υποχρεώσεως πληρωμής και η καταδίκη στην πληρωμή των ζημιών που όντως προκλήθηκαν από την εν λόγω αθέτηση, οι οποίες θα αντιστοιχούσαν, επομένως, όχι στις μελλοντικές δόσεις, αλλά μόνο στις μη καταβληθείσες και όντως ληξιπρόθεσμες δόσεις.

( 19 ) Βλ. υποσημείωση 21 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑486/16.

( 20 ) Βλ. διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 1990, Falciola (C‑286/88, EU:C:1990:33, σκέψη 7), αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, Meilicke (C‑83/91, EU:C:1992:332, σκέψη 22), της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 83), καθώς και της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C‑322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 65).

( 21 ) Βλ. απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 1965, Schwarze (16/65, EU:C:1965:117), και διάταξη της 5ης Μαρτίου 1986, Wünsche (69/85, EU:C:1986:104, σκέψη 12).

( 22 ) Βλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, Redmond (83/78, EU:C:1978:214, σκέψη 25), της 21ης Απριλίου 1988, Pardini (338/85, EU:C:1988:194), της 4ης Ιουλίου 2006, Αδενέλερ κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443, σκέψη 41), καθώς και της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro (C‑494/16, EU:C:2018:166, σκέψη 20).

( 23 ) Βλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C‑297/88 και C‑197/89, EU:C:1990:360, σκέψη 35), της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman (C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 59), της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold (C‑144/04, EU:C:2005:709, σκέψη 35), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 42).

( 24 ) Βλ. διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 1990, Falciola (C‑286/88, EU:C:1990:33, σκέψη 8), αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 2006, Cipolla κ.λπ. (C‑94/04 και C‑202/04, EU:C:2006:758, σκέψη 25), της 28ης Φεβρουαρίου 2012, Inter-Environnement Wallonie και Terre wallonne (C‑41/11, EU:C:2012:103, σκέψη 35), καθώς και της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 35).

( 25 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 1974, Rheinmühlen-Düsseldorf (166/73, EU:C:1974:3, σκέψη 3), της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Cartesio (C‑210/06, EU:C:2008:723, σκέψη 88), της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 41), καθώς και της 5ης Απριλίου 2016, PFE (C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψη 32).

( 26 ) Βλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, PFE (C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψη 32). Η υπόθεση αυτή αφορούσε, ειδικότερα, διάταξη του εθνικού δικαίου η οποία εμπόδιζε το τμήμα δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, όταν δεν συντασσόταν με την κατεύθυνση που έχει καθορίσει ορισμένη απόφαση της ολομέλειας του εν λόγω δικαστηρίου.

( 27 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335, σκέψη 21), της 27ης Ιουνίου 1991, Mecanarte (C‑348/89, EU:C:1991:278, σκέψη 42), καθώς και της 5ης Απριλίου 2016, PFE (C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψη 32).

( 28 ) Βλ. αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, PFE (C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψη 33), και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 48).

( 29 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 1974, Rheinmühlen-Düsseldorf (166/73, EU:C:1974:3, σκέψη 4), της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 42), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 48). Στην τελευταία αυτή υπόθεση, η Ουγγρική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το αιτούν δικαστήριο αμφισβήτησε ορισμένα από τα συμπεράσματα αποφάσεως του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενώ, βάσει του ουγγρικού συνταγματικού δικαίου, οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεσμεύουν τα κατώτερα δικαστήρια.

( 30 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 1974, Rheinmühlen-Düsseldorf (166/73, EU:C:1974:3, σκέψη 4), της 9ης Μαρτίου 2010, ERG κ.λπ. (C‑378/08, EU:C:2010:126, σκέψη 32), της 15ης Νοεμβρίου 2012, Bericap Záródástechnikai (C‑180/11, EU:C:2012:717, σκέψη 55), καθώς και της 6ης Νοεμβρίου 2014, Cartiera dell’Adda (C‑42/13, EU:C:2014:2345, σκέψη 27).

( 31 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, PFE (C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψη 34).

( 32 ) Στην υπόθεση C‑70/17, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά διαδικασία με σκοπό να διαπιστωθεί ο καταχρηστικός χαρακτήρας αρκετών διατάξεων της συμβάσεως δανείου, περιλαμβανομένης της επίμαχης ρήτρας, ενώ, στην υπόθεση C‑179/17, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά διαδικασία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως στο πλαίσιο της οποίας το δικαστήριο της εκτελέσεως διαπίστωσε τον καταχρηστικό χαρακτήρα της επίμαχης ρήτρας. Βλ. σημεία 24, 31 και 32 των παρουσών προτάσεων.

( 33 ) Όσον αφορά τις επίμαχες ρήτρες στις υποθέσεις των κύριων δικών, διευκρινίζεται ότι είναι σχεδόν ταυτόσημες. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πρόκειται για τη σχετική με την πρόωρη λύση της συμβάσεως ρήτρα, ήτοι τη «ρήτρα 6bis» των επίμαχων συμβάσεων δανείου. Η ρήτρα αυτή επιτρέπει στο τραπεζικό ίδρυμα να απαιτήσει το δάνειο και να αξιώσει δικαστικώς την πρόωρη αποπληρωμή του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, αθετήσεως καταβολής μίας μηνιαίας δόσεως.

( 34 ) Σχετικά με την προέλευση της προστασίας του καταναλωτή, βλ., μεταξύ άλλων, Stuyck, J., «European Consumer Law after the Treaty of Amsterdam: Consumer Policy In or Beyond the Internal Market?», Common Market Law Review, τόμος 37, 2000, σ. 367 έως 400.

( 35 ) Ψήφισμα του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 1975, περί προκαταρκτικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος για πολιτική προστασίας και ενημερώσεως των καταναλωτών (JO 1975, C 92, σ. 1). Κατά το εν λόγω ψήφισμα, «[ο] καταναλωτής δεν θεωρείται πλέον απλώς ότι αγοράζει και χρησιμοποιεί αγαθά και υπηρεσίες για ατομικούς, οικογενειακούς και ομαδικούς σκοπούς αλλά επίσης ότι είναι άτομο, το οποίο ενδιαφέρεται για τις διάφορες μορφές της κοινωνικής ζωής οι οποίες μπορούν να τον επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα [ως] καταναλωτή». Το ψήφισμα περιείχε προκαταρκτικό πρόγραμμα, το οποίο κατέτασσε τα συμφέροντα του καταναλωτή σε πέντε κατηγορίες θεμελιωδών δικαιωμάτων: «α) το δικαίωμα προστασίας της υγείας και της ασφαλείας του· β) το δικαίωμα προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του· γ) το δικαίωμα αποκαταστάσεως των ζημιών· δ) το δικαίωμα ενημερώσεως και εκπαιδεύσεως· ε) το δικαίωμα αντιπροσωπεύσεως (δικαίωμα λόγου)».

( 36 ) Βλ. Bourgoignie, T., «Vers un droit européen de la consommation: unifié, harmonisé, codifié ou fragmenté?», Les Cahiers de droit, τόμος 46, αριθ. 1-2, 2005, σ. 153 έως 174.

( 37 ) Στο ψήφισμα του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1981, σχετικά με το δεύτερο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος για πολιτική προστασίας και ενημερώσεως των καταναλωτών (ΕΕ 1981, C 133, σ. 1), επαναλαμβάνονται τα πέντε θεμελιώδη δικαιώματα του καταναλωτή, τα οποία απαριθμούνταν στο πρώτο πρόγραμμα του 1975, με την προσθήκη, ειδικότερα, ότι ο καταναλωτής πρέπει να μπορεί να τα ασκήσει. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, τα δύο αυτά κοινοτικά προγράμματα ανέδειξαν τη «σημασία της προστασίας και ενημέρωσης των καταναλωτών από την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις· […] η προστασία αυτή πρέπει να εξασφαλίζεται μέσω νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, είτε εναρμονισμένων στο κοινοτικό επίπεδο είτε θεσπιζόμενων απευθείας σ’ αυτό το επίπεδο».

( 38 ) Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η οδηγία 93/13, «η οποία σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, συνιστά […] απαραίτητο μέτρο για την εκπλήρωση των αποστολών που ανατέθηκαν στην Κοινότητα και, ειδικότερα, για την ανύψωση του επιπέδου και της ποιότητας ζωής στο σύνολο αυτής». Βλ. αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 37), και της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 26).

( 39 ) Βλ., συναφώς, δεύτερη αιτιολογική σκέψη των ψηφισμάτων του Συμβουλίου της 14ης Απριλίου 1975 και της 19ης Μαΐου 1981, καθώς και άρθρο 169 ΣΛΕΕ.

( 40 ) Όπως τα οργανωμένα ταξίδια, οι αγορές υπό καθεστώς χρονομεριστικής μισθώσεως, η παραπλανητική και συγκριτική διαφήμιση, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, η πώληση εξ αποστάσεως και οι πωλήσεις κατ’ οίκον ή ακόμη τα δικαιώματα των ταξιδιωτών (ταξίδια αναψυχής και επαγγελματικά ταξίδια).

( 41 ) Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας N. Wahl στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Unicaja Banco και Caixabank, «[ε]ίναι πιθανόν ότι κατά τον χρόνο θεσπίσεως της οδηγίας [93/13] τα περισσότερα κράτη μέλη δεν είχαν προβλέψει τις συνέπειες που έμελλε να έχει αυτή επί των εννόμων τάξεών τους περίπου 20 χρόνια αργότερα». Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Unicaja Banco και Caixabank (C‑482/13, C‑484/13, C‑485/13 και C‑487/13, EU:C:2014:2299, σημείο 1). Συμμερίζομαι αναμφίβολα την ανάλυση αυτή και εκτιμώ, επίσης, ότι είναι βέβαιο ότι οι περισσότεροι καταναλωτές της Ένωσης δεν είχαν προβλέψει ότι η οδηγία 93/13 θα είχε ως συνέπεια την ενίσχυση των δικαιωμάτων τους έναντι των τραπεζικών ιδρυμάτων.

( 42 ) Βλ. πρώτη και δεύτερη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13.

( 43 ) Βλ. πέμπτη, έκτη και έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13. Η υπογράμμιση δική μου.

( 44 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2010, Melki και Abdeli (C‑188/10 και C‑189/10, EU:C:2010:363, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 45 ) Βλ. σημεία 42 έως 46 των παρουσών προτάσεων.

( 46 ) Δεν πρέπει να λησμονείται η προέλευση της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής. Θα ήθελα να υπενθυμίσω τα όσα έγραψε συναφώς ο δικαστής Pierre Pescatore το 1981: «Στο σημείο αυτό, πρέπει να γίνει μια υπόμνηση σχετικά με το άρθρο στο οποίο έχει την προέλευσή της μια πραγματικά σπουδαία δικαστική εξέλιξη: πρόκειται για την προδικαστική παραπομπή του άρθρου 177. Ποιος επινόησε το καταπληκτικό αυτό δικαστικό “τέχνασμα”; Μπόρεσαν οι διαπραγματευτές να προβλέψουν τις συνέπειες της διατάξεως αυτής στην ανάπτυξη του κοινοτικού δικαίου; Καταρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προδικαστική παραπομπή υπήρχε ήδη στη Συνθήκη ΕΚΑΧ. Πρόκειται για το άρθρο 41, το οποίο παρέμεινε, εντούτοις, νεκρό γράμμα, καθόσον αφορά μόνο ζητήματα “κύρους”. Αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για τις συζητήσεις. Δεν θα έπρεπε να επεκταθεί η παραπομπή αυτή και στα ζητήματα ερμηνείας; […] Εξ όσων ενθυμούμαι, η αποδοχή της ιδέας αυτής, καταρχήν, δεν αντιμετώπισε δυσκολίες· τείνω να πιστεύω ότι, ενδεχομένως, δεν είχαν όλοι επίγνωση της σημασίας της καινοτομίας αυτής. Αντιθέτως, οι συζητήσεις υπήρξαν πιο έντονες σχετικά με τον τρόπο της παραπομπής, ιδίως όσον αφορά τα εθνικά δικαστήρια που θα υποχρεούνταν ή δικαιούνταν να υποβάλλουν ερωτήματα στο Δικαστήριο. Δεδομένου ότι η υποχρέωση παραπομπής για όλα τα δικαστήρια κινδύνευε να δημιουργήσει υπερβολικό φόρτο στο Δικαστήριο, λόγω του πλήθους των παραπομπών, επιλέχθηκε, για πρακτικούς λόγους, η λύση που αποτυπώνεται στο άρθρο 177: προαιρετική παραπομπή για όλα τα δικαστήρια, εξαιρουμένων των ανωτάτων δικαστηρίων τα οποία υποχρεούνται να κάνουν χρήση της προδικαστικής παραπομπής προκειμένου να αποφευχθεί η παγίωση στα κράτη μέλη νομολογιών που θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα ή την ενότητα του κοινοτικού δικαίου». Pescatore, P., «Les travaux du “groupe juridique” dans la négociation des traités de Rome», Revue d’histoire luxembourgeoise, αριθ. 2, Hémecht, 1982, 34, σ. 145 έως 161. Η υπογράμμιση δική μου.

( 47 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000 (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346).

( 48 ) Βλ., ιδίως, απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψεις 32 και 33). Βλ., επίσης, απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψεις 54 έως 60). Βλ. έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5 Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, COM(2000) 248 final: «[π]ροκειμένου να διατηρηθεί η εμβέλεια και να διασωθεί η χρήσιμη επίδραση της οδηγίας, τα νομικά συστήματα πρέπει να τηρήσουν σειρά αρχών προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι μια καταχρηστική ρήτρα όντως δεν δεσμεύει τον καταναλωτή».

( 49 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, Océano Grupo Editorial και Salvat Editores (C‑240/98 έως C‑244/98, EU:C:2000:346, σκέψη 25). Όσον αφορά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο του καταχρηστικού χαρακτήρα των συμβατικών ρητρών, η απόφαση Océano Grupo Editorial και Salvat Editores συνιστά το πρώτο βήμα του Δικαστηρίου, με το οποίο έκρινε ότι ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 6 της οδηγίας 93/13 μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν το εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας. Το δεύτερο βήμα έγινε στην απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 25), στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το εθνικό δικαστήριο «οφείλει» να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, πράττοντας τούτο, να αναπληρώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή [και εις βάρος αυτού] και του επαγγελματία ανισότητα. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε μεταγενέστερα τις αποφάσεις αυτές, πρώτα στο πλαίσιο διαδικασιών διαταγής πληρωμής, με τις αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψεις 22 και 32), και της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψεις 39 και 43), εν συνεχεία στο πλαίσιο διαδικασίας αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψεις 19 και 24), και στο πλαίσιο διαδικασιών εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψεις 41, 44 και 46).

( 50 ) Βλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C‑137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 44).

( 51 ) Απόφαση της 26ης Απριλίου 2012, Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 22). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 66), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 57).

( 52 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 69) καθώς και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση αυτή (C‑415/11, EU:C:2012:700, σημείο 74).

( 53 ) Απόφαση της 1ης Απριλίου 2004, Freiburger Kommunalbauten (C‑237/02, EU:C:2004:209).

( 54 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Aziz (C‑415/11, EU:C:2012:700, σημείο 71).

( 55 ) Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 68).

( 56 ) Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013 (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 73). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση αυτή (C‑415/11, EU:C:2012:700, σημεία 77 και 78).

( 57 ) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017 (C‑421/14, EU:C:2017:60).

( 58 ) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 59 ) Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 39), της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C‑137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 42), της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 71), καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 61). Η υπογράμμιση δική μου.

( 60 ) Βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 71).

( 61 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2017, Andriciuc κ.λπ. (C‑186/16, EU:C:2017:703, σκέψη 58).

( 62 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014 (C‑26/13, EU:C:2014:282).

( 63 ) Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012 (C‑618/10, EU:C:2012:349).

( 64 ) Η οικεία εθνική νομοθεσία ήταν το άρθρο 83 του αναθεωρημένου κειμένου του γενικού νόμου για την προστασία των καταναλωτών και των χρηστών και άλλων συμπληρωματικών νόμων. Βλ. σημείο 20 των παρουσών προτάσεων.

( 65 ) Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 62).

( 66 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 58), διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť (C‑76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 62), καθώς και απόφαση της 15ης Μαρτίου 2012, Pereničová και Perenič (C‑453/10, EU:C:2012:144, σκέψη 30).

( 67 ) Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 64). Κατά την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, «τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται η παρουσία καταχρηστικών ρητρών μέσα στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτή και επαγγελματία· […] εάν παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται στις συμβάσεις καταχρηστικές ρήτρες, δεν θα δεσμεύουν τον καταναλωτή, η δε σύμβαση θα εξακολουθεί να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες». Η υπογράμμιση δική μου.

( 68 ) Βλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 65), και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 57).

( 69 ) Η υπογράμμιση δική μου. Αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 65), της 30ής Μαΐου 2013, Asbeek Brusse και de Man Garabito (C‑488/11, EU:C:2013:341, σκέψη 57), της 21ης Ιανουαρίου 2015, Unicaja Banco και Caixabank (C‑482/13, C‑484/13, C‑485/13 και C‑487/13, EU:C:2015:21, σκέψη 28), καθώς και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 71). Σημειωτέον ότι τέτοια νομική δυνατότητα, όσον αφορά τη συνέχιση της συμβάσεως, θα πρέπει να εκτιμάται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων και όχι βάσει των συμφερόντων ενός εκ των συμβαλλομένων στη σύμβαση. Βλ. Mikłaszewicz, P., «Komentarz do art. 3851 k.c.», σε Osajda, K. (επιμ.), Kodeks cywilny. Komentarz, εκδ. 19, 2018, Legalis, σχόλιο επί του άρθρου 3851 του πολωνικού αστικού κώδικα, σημείο 45.

( 70 ) Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 69). Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση αυτή (C‑618/10, EU:C:2012:74, σημεία 86 έως 88).

( 71 ) Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 36). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 40), της 30ής Μαΐου 2013, Jőrös (C‑397/11, EU:C:2013:340, σκέψη 25), καθώς και της 17ης Μαΐου 2018, Karel de Grote – Hogeschool Katholieke Hogeschool Antwerpen (C‑147/16, EU:C:2018:320, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 72 ) «Η σπουδαιότητα της προστασίας των καταναλωτών ώθησε ιδίως τον […] νομοθέτη [της Ένωσης] να προβλέψει στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας ότι οι απαντώσες σε σύμβαση που συνάπτει με καταναλωτή επαγγελματίας καταχρηστικές ρήτρες “δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές”». Βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 36).

( 73 ) Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψεις 32 και 33). Βλ., επίσης, υποσημείωση 48 των παρουσών προτάσεων.

( 74 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014 (C‑26/13, EU:C:2014:282).

( 75 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 81). Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2015, Unicaja Banco και Caixabank (C‑482/13, C‑484/13, C‑485/13 και C‑487/13, EU:C:2015:21, σκέψη 33), καθώς και διάταξη της 11ης Ιουνίου 2015, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑602/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:397, σκέψη 38).

( 76 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Kásler και Káslerné Rábai (C‑26/13, EU:C:2014:282, σκέψη 83). Βλ., επίσης, διάταξη της 11ης Ιουνίου 2015, Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (C‑602/13, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:397, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 77 ) BGH III ZR 325/12 – NJW 2014, 141.

( 78 ) Βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 1981 (VIII ZR 214/80, NJW 1982, 178 [181]).

( 79 ) Βλ. Uffmann, K., Das Verbot der geltungserhaltenden Reduktion, Tübingen, 2010, σ. 157· Basedow, J., σε Krüger, W., Münchener Kommentar zum BGB, 7η έκδ., Μόναχο, 2016 § 306, αριθ. 18· Schlosser, P., Staudinger Kommentar zum BGB, Απρίλιος 2013 § 306, αριθ. 20. Όσον αφορά τη νομολογία, βλ. BGH, αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2013 (III ZR 325/12, αριθ. 14), της 16ης Φεβρουαρίου 2016 (XI ZR 454/14, αριθ. 21), καθώς και της 18ης Ιανουαρίου 2017 (VIII ZR 263/15, αριθ. 38).

( 80 ) Βλ., ιδίως, BGH, αποφάσεις της 17ης Μαΐου 1982 (VII ZR 316/81), της 25ης Ιουνίου 2003 (VIII ZR 344/02), καθώς και της 18ης Ιανουαρίου 2017 (VIIIZR 263/15, αριθ. 38).

( 81 ) Βλ., ιδίως, BGH, απόφαση της 17ης Μαΐου 1982 (VII ZR 316/81).

( 82 ) BGH, απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2013 (III ZR 325/12).

( 83 )

( 84 ) Temming, F., Zeitschrift für das Privatrecht der Europäischen Union, GPR, 2016, σ. 38 έως 46, ειδικότερα, βλ. υποσημείωση 8 η οποία παραπέμπει στην απόφαση Nordenfelt κατά Maxim Nordenfelt Guns and Ammunition Co Ltd [1894] AC 535.

( 85 ) Βλ. Uffmann, K., Das Verbot der geltungserhaltenden Reduktion, Tübingen, 2010, σ. 157.

( 86 ) Βλ. Kollmann, A., σε Dauner-Lieb, B., Langen, W., Nomos-Kommentar zum BGB, τόμος 2, 3η έκδ., 2016 § 306, αριθ. 15 επ.· Schulte-Nölke, H., σε Schulze, R., Handkommentar zum BGB, 9η έκδ., 2017 § 306, αριθ. 4 επ.· Bonin, σε Artz, M., Beck-Online-Großkommentar zum BGB, έκδ. της 1ης Μαρτίου 2018 § 306, αριθ. 38 επ.· Schmidt, H., σε Bamberger/Roth/Hau/Poseck, Beck’scher Online-Kommentar zum BGB, έκδ. της 1ης Νοεμβρίου 2017 § 306, αριθ. 16 επ.· Schmidt, H., σε Ulmer/Brandner/Hensen, AGB-Recht, § 306, αριθ. 14 επ.

( 87 ) Roloff, σε Westermann, H.-P., Erman – Kommentar zum BGB, 15η έκδ., 2017 § 306, αριθ. 8.

( 88 ) Για λόγους πληρότητας, πρέπει να επισημανθεί ότι η μειοψηφούσα στη γερμανική θεωρία άποψη υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι είναι επίπλαστο να προβάλλεται ότι η διαίρεση δεν συνιστά επίσης τροποποίηση. Βλ. Uffmann, K., Das Verbot der geltungserhaltenden Reduktion, Tübingen, 2010, σ. 158 επ.· Uffmann, K., Recht der Arbeit, 2012, σ. 113 έως 120 και, ειδικότερα, σ. 119. Γενικά, συχνά δεν θα είναι εφικτό να γίνει ακριβής διαχωρισμός μεταξύ καταχρηστικών μερών και μη καταχρηστικών μερών. Επομένως, κατά τη μειοψηφούσα αυτή άποψη, θα πρέπει να γίνει δεκτή η τροποποίηση με σκοπό τη διατήρηση της ρήτρας. Uffmann, K., όπ.π., σ. 164 επ.· Schlosser, P., σε Staudinger, «Kommentar zum BGB», έκδ. του Απριλίου του 2013 § 306, αριθ. 25· Basedow, J., σε Krüger, W., Münchener Kommentar zum BGB, 7η έκδ., 2016 § 306, αριθ. 13 επ.

( 89 ) Σε αυτό το είδος συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου, τα επόμενα σημεία (b, c ή d κ.λπ.) δεν αφορούν, καταρχήν, λόγους καταγγελίας αντλούμενους από αθέτηση υποχρεώσεως του οφειλέτη.

( 90 ) Η ρήτρα αυτή παρατίθεται στο σημείο 95 των παρουσών προτάσεων.

( 91 ) Αντιθέτως, αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της επίμαχης στην υπόθεση C‑179/17 ρήτρα, κατά την οποία: «Ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη διάρκεια της παρούσας συμβάσεως, η τράπεζα (δανειστής) δύναται να κηρύξει το δάνειο ληξιπρόθεσμο, θεωρώντας τη σύμβαση λυθείσα και κηρύσσοντας την οφειλή πρόωρα ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής [μίας,] περισσότερων ή όλων των καθοριζόμενων στη δεύτερη ρήτρα (περί αποπληρωμής) δόσεων». Η ρήτρα αυτή πληροί την πρώτη προϋπόθεση του κανόνα blue pencil, δεδομένου ότι κάθε είδος μη καταβολής δόσεων (μία, περισσότερες ή όλες) μπορεί να εξεταστεί χωριστά.

( 92 ) Τούτο θα συμβεί στην εξής περίπτωση: «[…] a) [Μη καταβολή οποιωνδήποτε ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου] […] · b) […] · c) […]».

( 93 ) Όπως συμβαίνει, κατά την άποψή μου, στην περίπτωση της επίμαχης στην υπόθεση C‑179/17 ρήτρας.

( 94 ) Βλ. σημείο 89 των παρουσών προτάσεων.

( 95 ) Οι ίδιες αυτές σκέψεις ισχύουν για την επίμαχη στην υπόθεση C‑179/17 ρήτρα.

( 96 ) Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 2010, VB Pénzügyi Lízing (C‑137/08, EU:C:2010:659, σκέψη 44), και της 26ης Απριλίου 2012, Invitel (C‑472/10, EU:C:2012:242, σκέψη 22). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 66), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 57).

( 97 ) Σχετικά με τη διαφορά μεταξύ της εκτιμήσεως/του χαρακτηρισμού που αφορά τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας και τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την εν λόγω εκτίμηση/τον χαρακτηρισμό, βλ. σημείο 65 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 98 ) Βλ. σημεία 66 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 99 ) Βλ. σημεία 72 επ. των παρουσών προτάσεων.

( 100 ) Ειδικότερα, όσον αφορά τη νομική διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως, βλ. παρατιθέμενη στην υποσημείωση 69 των παρουσών προτάσεων νομολογία.

( 101 ) Συγκεκριμένα, κατά την ημερομηνία συνάψεως των επίμαχων συμβάσεων ενυπόθηκου δανείου (2005 και 2008), το άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC είχε ως εξής: «[ε]άν συνομολογηθεί ότι η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της σε περίπτωση μη καταβολής μίας εκ των συμφωνηθεισών δόσεων και η συμφωνία αυτή καταχωριστεί στα αρχεία του κτηματολογίου, ο δανειστής μπορεί να αξιώσει το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και των οφειλομένων τόκων». Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή προέβλεπε τη δυνατότητα αξιώσεως, μέσω της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, «του συνόλου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των οφειλόμενων τόκων»εφόσον i) η ρήτρα ή η συμφωνία πρόωρης λύσεως της συμβάσεως έχει καταχωριστεί στα αρχεία του κτηματολογίου και ii) η πρόωρη λύση της συμβάσεως εξαρτάται από τη «μη καταβολή μίας εκ των συμφωνηθεισών δόσεων». Βλ., συναφώς, υποσημείωση 21 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑486/16.

( 102 ) Αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 73), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 66). Βλ., επίσης, σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.

( 103 ) Μετά την προτεινόμενη από το αιτούν δικαστήριο διάσπαση, η ρήτρα αυτή έχει ως εξής: «μη καταβολή ληξιπρόθεσμων τόκων ή δόσεως εξοφλήσεως του δανείου […]».

( 104 ) Αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Aziz (C‑415/11, EU:C:2013:164, σκέψη 73), και της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 66).

( 105 ) Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

( 106 ) Συναφώς, βλ. σημείο 118 των παρουσών προτάσεων.

( 107 ) Βλ. υποσημειώσεις 91 και 93 των παρουσών προτάσεων.

( 108 ) Βλ. υποσημείωση 101 των παρουσών προτάσεων.

( 109 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014 (C‑26/13, EU:C:2014:282).

( 110 ) Το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) επισημαίνει ότι η παύση της διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως, πέραν της απώλειας ορισμένων πλεονεκτημάτων για τον οφειλέτη, υποχρεώνει τον δανειστή να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή «προκειμένου να αναγνωριστεί η λύση ή η καταγγελία της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου λόγω αθετήσεως του οφειλέτη». Προσθέτει ότι, «[α]κόμη και στην υποθετική περίπτωση στην οποία ο δανειστής αναμένει καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνηθείσας περιόδου αποπληρωμής και δεν ζητεί την καταγγελία της συμβάσεως, το ποσό των τόκων υπερημερίας του οφειλέτη θα είναι εξαιρετικά υψηλό, λαμβανομένων υπόψη των μεγάλων διαρκειών αποπληρωμής των συμβάσεων αυτών». Ως εκ τούτου, εάν πρέπει να ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή με σκοπό την αναγνώριση της καταγγελίας της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, είναι πρόδηλο ότι η σύμβαση διατηρείται σε ισχύ.

( 111 ) Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/13, «καταχρηστικές ρήτρες […] δεν θα δεσμεύουν τον καταναλωτή, η δε σύμβαση θα εξακολουθεί να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους ίδιους όρους, εάν μπορεί να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες». Βλ., επίσης, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψεις 64 και 65).

( 112 ) Ειδικότερα, όσον αφορά τη νομική διατήρηση σε ισχύ της συμβάσεως, βλ. παρατιθεμένη στην υποσημείωση 69 των παρουσών προτάσεων νομολογία.

( 113 ) Από τις γραπτές παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η απαλοιφή της επίμαχης ρήτρας θα καταστήσει υπερβολικά επαχθή την έννομη σχέση για το τραπεζικό ίδρυμα, καθόσον αυτή θα το υποχρεώσει να ασκήσει καταρχάς αναγνωριστική αγωγή για να καταγγείλει τη σύμβαση και να κινήσει, εν συνεχεία, γενική διαδικασία εκτελέσεως για την είσπραξη της οφειλής. Βλ., συναφώς, σκέψεις στα σημεία 54, 57 και 58 των προτάσεών μου στις υποθέσεις C‑92/16 και C‑167/16.

( 114 ) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017 (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 73).

( 115 ) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 74). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2016:69, σημείο 85).

( 116 ) Απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus (C‑421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 75).

( 117 ) Απόφαση της 30ής Απριλίου 2014 (C‑26/13, EU:C:2014:282).

( 118 ) C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980

( 119 ) Επομένως, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) έκρινε ότι η υποχρέωση επιστροφής των ποσών στους καταναλωτές υφίσταται όχι από την ημερομηνία συνάψεως των επίμαχων συμβάσεων αλλά από την ημερομηνία των δικαστικών αποφάσεων που διαπίστωσαν την ακυρότητα των ρητρών.

( 120 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψεις 61 και 66).

( 121 ) Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑179/17 επισημαίνει ότι, «[α]κόμη και αν η εφαρμογή του άρθρου 693, παράγραφος 2, LEC, ως διατάξεως ενδοτικού δικαίου, θεωρηθεί εφικτή in abstracto, παρά τα όσα εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, ανακύπτει ένα νέο πρόβλημα: κατά τον εν λόγω κανόνα “[ε]άν έχει συνομολογηθεί ότι η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη στο σύνολό της σε περίπτωση μη καταβολής τουλάχιστον τριών μηνιαίων δόσεων […] και εφόσον η συμφωνία αυτή αναγράφεται στο έγγραφο καταρτίσεως του δανείου, ο δανειστής μπορεί να αξιώσει το σύνολο του οφειλομένου κεφαλαίου και των οφειλομένων τόκων”. Αυτό σημαίνει ότι μια από τις βασικές προϋποθέσεις του άρθρου είναι να υπάρχει συμφωνία. Αναμφίβολα υπήρξε συμφωνία κατά την υπογραφή της συμβάσεως, αλλά αυτή κηρύχθηκε καταχρηστική και άκυρη και, ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρη (εξαλείφθηκε από τη σύμβαση και θεωρείται ανυπόστατη). Επομένως, είναι πρόδηλο ότι το άρθρο 693, παράγραφος 2, του LEC κάνει λόγο για την ύπαρξη έγκυρης και ισχυρής συμφωνίας, και όχι καταχρηστικής, άκυρης και ανίσχυρης συμφωνίας. Εάν, αντιθέτως, θεωρηθεί ότι δεν ασκεί επιρροή το κατά πόσον η συμφωνία είναι καταχρηστική ή μη, καταλήγουμε στο παράλογο συμπέρασμα να είναι πάντοτε εφικτή, κατά την επίμαχη νομολογία, η πρόωρη λήξη με καταγγελία, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο (και τον τυχόν καταχρηστικό χαρακτήρα) της συμβατικής ρήτρας. Με τον τρόπο αυτό καθίσταται άνευ περιεχομένου η ρύθμιση για την προστασία των καταναλωτών και η προστασία τους μπορεί να αποδυναμωθεί σοβαρά». Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. σημεία 17, 34, 111 και 121, καθώς και υποσημείωση 101 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, σημείο 55 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑486/16.

( 122 ) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Gutiérrez Naranjo κ.λπ. (C‑154/15, C‑307/15 και C‑308/15, EU:C:2016:980, σκέψη 60).

( 123 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τον χαρακτήρα ενδοτικού δικαίου ή μη εθνικής διατάξεως.

( 124 ) Βλ. σημείο 8 του δεύτερου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως της εν λόγω αποφάσεως.

( 125 ) Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στις προπαρατεθείσες στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων αποφάσεις του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 23ης Δεκεμβρίου 2015 και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, ο δικαστής Francisco Javier Orduña Moreno μειοψήφησε και εκτίμησε ότι οι εν λόγω αποφάσεις του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) δεν συνάδουν με το δίκαιο της Ένωσης. Διατίθεται στη διεύθυνση http://www.poderjudicial.es/search/openDocument/d9586b9875f1d9f4. Βλ. σ. 8 έως 17. Βλ., επίσης, σημείο 26 των προτάσεών μου στις υποθέσεις C‑92/16 και C‑167/16 καθώς και υποσημείωση 21 των προτάσεών μου στην υπόθεση C‑486/16.

( 126 ) Ειδικότερα, το πρώτο παράδειγμα μου ήρθε στον νου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, όταν η Ισπανική Κυβέρνηση, προκειμένου να εκθέσει τα μειονεκτήματα της αναγνωριστικής αγωγής για τον καταναλωτή, έκανε μνεία σε παρεμφερή υποθετική κατάσταση.

( 127 ) Απόφαση της 4ης Ιουνίου 2009, Pannon GSM (C‑243/08, EU:C:2009:350, σκέψη 33).

( 128 ) Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, Banif Plus Bank (C‑472/11, EU:C:2013:88, σκέψεις 27 και 35).

Top