Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CJ0472

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 7ης Αυγούστου 2018.
    Jorge Luís Colino Sigüenza κατά Ayuntamiento de Valladolid κ.λπ.
    Αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου – Παύση της δραστηριότητας του πρώτου αναδόχου πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους και ορισμός νέου αναδόχου κατά την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Απαγόρευση απολύσεων λόγω μεταβιβάσεως – Εξαίρεση – Απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47.
    Υπόθεση C-472/16.

    Court reports – general

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:646

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 7ης Αυγούστου 2018 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Μεταβιβάσεις επιχειρήσεων – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Σύμβαση παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου – Παύση της δραστηριότητας του πρώτου αναδόχου πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους και ορισμός νέου αναδόχου κατά την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους – Άρθρο 4, παράγραφος 1 – Απαγόρευση απολύσεων λόγω μεταβιβάσεως – Εξαίρεση – Απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 47»

    Στην υπόθεση C-472/16,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο της Castilla y León, Ισπανία) με απόφαση της 12ης Μαΐου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Αυγούστου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

    Jorge Luís Colino Sigüenza

    κατά

    Ayuntamiento de Valladolid,

    In-Pulso Musical SC,

    Miguel del Real Llorente, Administrador Concursal de Músicos y Escuela SL,

    Músicos y Escuela SL,

    Fondo de Garantía Salarial (Fogasa),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet (εισηγητή), M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

    γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 2017,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο J. L. Colino Sigüenza, εκπροσωπούμενος από J. M. Blanco Martín, abogado,

    η In-Pulso Musical SC, εκπροσωπούμενη από τον J. Lozano Blanco, abogado,

    η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Gavela Llopis,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Rius και M. Kellerbauer,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Δεκεμβρίου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16), καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Jorge Luís Colino Sigüenza και, αφετέρου, του Ayuntamiento de Valladolid (Δήμου του Valladolid, Ισπανία), της In-pulso Musical SC, του Miguel del Real Llorente, Administrador Concursal de Músicos y Escuela SL (υπό την ιδιότητα του συνδίκου της πτωχεύσεως της Músicos y Escuela), της Músicos y Escuela και του Fondo de Garantía Salarial (Fogasa) [ταμείου εγγυήσεως αποδοχών (Fogasa), Ισπανία] σχετικά με τη νομιμότητα της απολύσεως του J. L. Colino Sigüenza, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο διαδικασίας ομαδικής απολύσεως.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η οδηγία 2001/23 αποτελεί κωδικοποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ 1998, L 201, σ. 88).

    4

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

    «α)

    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

    β)

    Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

    γ)

    Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, οι οποίες ασκούν κερδοσκοπικές ή μη οικονομικές δραστηριότητες. Η διοικητική αναδιοργάνωση δημοσίων διοικητικών αρχών ή η μεταβίβαση διοικητικών καθηκόντων μεταξύ δημοσίων διοικητικών αρχών δεν θεωρείται ως μεταβίβαση κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας.»

    5

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

    «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»

    6

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:

    «Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.»

    Το ισπανικό δίκαιο

    7

    Οι κανόνες που ισχύουν για τους μισθωτούς σε περίπτωση μεταβιβάσεως οικονομικών οντοτήτων καθορίζονται από το Real Decreto Legislativo 1/1995 por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικό διάταγμα 1/1995 περί εγκρίσεως του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα), της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 12/2001, της 9ης Ιουλίου 2001 (BOE αριθ. 164, της 10ης Ιουλίου 2001, σ. 24890) (στο εξής: Εργατικός Κώδικας).

    8

    Το άρθρο 44, παράγραφοι 1 και 2, του Εργατικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

    «1.   Η μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή αυτόνομης παραγωγικής μονάδας της ιδίας επιχειρήσεως δεν συνεπάγεται, αφ’ εαυτής, τη λύση της εργασιακής σχέσεως· ο νέος εργοδότης υποκαθίσταται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις του προηγούμενου εργοδότη που απέρρεαν από τη σύμβαση εργασίας και από την κοινωνική ασφάλιση, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που αφορούν τις συντάξεις, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από την εφαρμοστέα ειδική ρύθμιση και, γενικώς, σε όλες τις υποχρεώσεις σε θέματα συμπληρωματικής κοινωνικής προστασίας τις οποίες είχε αναλάβει ο μεταβιβάζων.

    2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ως μεταβίβαση επιχειρήσεως θεωρείται η μεταβίβαση οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»

    9

    Το άρθρο 51 του ως άνω κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Ομαδική απόλυση», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως “ομαδική απόλυση” νοείται η λύση συμβάσεων εργασίας για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους που αφορούν την οργάνωση ή την παραγωγή, όταν, εντός περιόδου ενενήντα ημερών, η λύση αφορά τουλάχιστον:

    a)

    10 εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 100 εργαζομένους·

    b)

    10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν από 100 έως 300 εργαζομένους·

    c)

    30 εργαζομένους, σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 300 εργαζομένους.

    Θεωρείται ότι συντρέχουν οικονομικοί λόγοι όταν η δυσμενής οικονομική κατάσταση συνάγεται από τις οικονομικές επιδόσεις της επιχειρήσεως, όπως, παραδείγματος χάρη, από υφιστάμενες ή προβλεπόμενες ζημίες ή από τη συνεχή μείωση των τακτικών εσόδων ή πωλήσεων. Εν πάση περιπτώσει, η μείωση θεωρείται συνεχής στην περίπτωση που, επί τρία διαδοχικά τρίμηνα αναφοράς, το σύνολο των αντιστοιχούντων σε κάθε τρίμηνο τακτικών εσόδων ή πωλήσεων είναι μικρότερο από το σύνολο του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους.

    […]

    Νοείται επίσης ως ομαδική απόλυση η λύση των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της επιχειρήσεως, υπό την προϋπόθεση ότι ο αριθμός των εργαζομένων που θίγονται είναι μεγαλύτερος από πέντε, όταν η λήξη επέρχεται συνεπεία της πλήρους παύσεως της επιχειρηματικής δραστηριότητας η οποία οφείλεται στους ίδιους ως άνω λόγους.

    […]

    2.   Πριν τις ομαδικές απολύσεις πρέπει να προηγείται περίοδος διαβουλεύσεων με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων μέγιστης διάρκειας 30 ημερολογιακών ημερών ή 15 ημερών για τις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους.

    […]

    Η επιθεώρηση εργασίας μεριμνά για την αποτελεσματικότητα της περιόδου διαβουλεύσεων. Εάν παρίσταται ανάγκη, η εν λόγω αρχή δύναται να απευθύνει στα μέρη προειδοποιήσεις και συστάσεις που δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να διακόψουν ή να αναστείλουν τη διαδικασία. Επιπλέον, με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, κατά την περίοδο διαβουλεύσεων, η επιθεώρηση εργασίας μπορεί, κατόπιν κοινής αιτήσεως των μερών, να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα διαμεσολάβησης για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που δημιουργούνται από την ομαδική απόλυση. Για τους ίδιους σκοπούς, η εν λόγω αρχή μπορεί επίσης να παρέχει αρωγή κατόπιν αιτήματος ενός μέρους ή με δική της πρωτοβουλία.

    Μετά το πέρας της περιόδου διαβουλεύσεων, ο εργοδότης γνωστοποιεί το αποτέλεσμα των εν λόγω διαβουλεύσεων στην επιθεώρηση εργασίας. Εάν έχει επιτευχθεί συμφωνία, διαβιβάζει πλήρες αντίγραφό της. Σε αντίθετη περίπτωση, υποβάλλει στους εκπροσώπους των εργαζομένων και στην επιθεώρηση εργασίας την τελική απόφασή του για τις ομαδικές απολύσεις, με τους όρους των απολύσεων.

    […]

    4.   Μετά τη γνωστοποίηση της αποφάσεως στους εκπροσώπους των εργαζομένων, ο εργοδότης δύναται να προβεί σε κοινοποίηση των απολύσεων σε έκαστο των οικείων εργαζομένων υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 53, παράγραφος 1, του παρόντος νόμου. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να έχουν παρέλθει τουλάχιστον τριάντα ημέρες μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η έναρξη της περιόδου διαβουλεύσεων γνωστοποιείται στην επιθεώρηση εργασίας και εκείνης κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η απόλυση.

    […]

    6.   Κατά της αποφάσεως του εργοδότη είναι δυνατόν να ασκηθούν τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπονται όσον αφορά την απόλυση αυτή. Η άσκηση ενδίκου βοηθήματος από τους εκπροσώπους των εργαζομένων αναστέλλει τη διαδικασία εκδικάσεως των ατομικών αγωγών μέχρις ότου εκδοθεί απόφαση επί του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος.»

    10

    Η ομαδική απόλυση διέπεται από το άρθρο 124 του Ley 36/2011 reguladora de la jurisdicción social (νόμου 36/2011 περί εργατοδικείων), της 10ης Οκτωβρίου 2011 (BOE αριθ. 245, της 11ης Οκτωβρίου 2011, σ. 106584). Το εν λόγω άρθρο, όπως αυτό ισχύει από τις 15 Ιουλίου 2012, το οποίο τιτλοφορείται «Ομαδικές απολύσεις για οικονομικούς, οργανωτικούς ή τεχνικούς λόγους ή για λόγους συνδεόμενους με την παραγωγή ή με ανωτέρα βία», ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι νόμιμοι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να βάλουν κατά της αποφάσεως του εργοδότη σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στις ακόλουθες παραγράφους. Όταν η αγωγή ασκείται από τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους, αυτοί θα πρέπει να έχουν μετάσχει, σε επαρκή βαθμό, στη διαδικασία σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις.

    2.   Η αγωγή μπορεί να στηρίζεται στους ακόλουθους λόγους:

    a)

    ο εκ του νόμου προβλεπόμενος λόγος του οποίου έγινε μνεία στην έγγραφη ανακοίνωση δεν συντρέχει·

    b)

    η περίοδος διαβουλεύσεων δεν έλαβε χώρα, τα έγγραφα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 51, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα δεν υποβλήθηκαν ή η προβλεπόμενη στο άρθρο 51, παράγραφος 7, του εν λόγω κώδικα διαδικασία δεν τηρήθηκε·

    c)

    η απόφαση σχετικά με την απόλυση ελήφθη εξαιτίας απάτης, δόλου, ασκήσεως πιέσεως ή καταχρήσεως δικαιώματος·

    d)

    η απόφαση σχετικά με την απόλυση ελήφθη κατά προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών.

    Τα αιτήματα σχετικά με τη μη εφαρμογή των προβλεπομένων στη νομοθεσία κανόνων προτεραιότητας ως προς τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, οι συλλογικές συμφωνίες ή η συμφωνία που εγκρίθηκε κατά την περίοδο διαβουλεύσεων δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν αντικείμενο αυτής της διαδικασίας. Τα εν λόγω αιτήματα πρέπει να υποβάλλονται στο πλαίσιο της ατομικής διαδικασίας περί της οποίας γίνεται λόγος στην παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου.

    […]

    6.   Η αγωγή πρέπει να ασκείται εντός αποσβεστικής προθεσμίας 20 ημερών από την ημερομηνία της συμφωνίας που συνήφθη κατά την περίοδο διαβουλεύσεων ή της κοινοποιήσεως στους εκπροσώπους των εργαζομένων της ληφθείσας από τον εργοδότη αποφάσεως σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις.

    […]

    9.   Άπαξ και η αγωγή κριθεί παραδεκτή, η γραμματεία του επιληφθέντος της σχετικής υποθέσεως δικαστηρίου κοινοποιεί την εν λόγω αγωγή στον εναγόμενο εργοδότη και απευθύνει σ’ αυτόν διαταγή να προσκομίσει, εντός προθεσμίας 5 ημερών και κατά προτίμηση σε ηλεκτρονικό υπόθεμα, τα έγγραφα και τα πρακτικά της περιόδου διαβουλεύσεων καθώς και την ανακοίνωση του αποτελέσματος της εν λόγω περιόδου στην επιθεώρηση εργασίας.

    Με την ίδια διαταγή, η γραμματεία του δικαστηρίου τάσσει στον εργοδότη προθεσμία 5 ημερών για να καταστήσει την ύπαρξη της ασκηθείσας από τους εκπροσώπους των εργαζομένων αγωγής γνωστή στους εργαζομένους τους οποίους αφορά η ομαδική απόλυση ώστε αυτοί να γνωστοποιήσουν στο δικαστήριο εντός προθεσμίας 15 ημερών τη διεύθυνσή τους, προκειμένου στη διεύθυνση αυτή να γίνει η επίδοση της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως.

    […]

    11.   Η δικαστική απόφαση εκδίδεται εντός των 5 ημερών που έπονται της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και είναι δεκτική αιτήσεως αναιρέσεως.

    Η απόφαση σχετικά με την απόλυση κηρύσσεται έγκυρη σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 2 ή 7, του Εργατικού Κώδικα, ο εργοδότης στοιχειοθετεί την ύπαρξη του εκ του νόμου προβλεπόμενου λόγου του οποίου έγινε επίκληση.

    Η δικαστική απόφαση διαπιστώνει το ανίσχυρο της αποφάσεως σχετικά με την απόλυση σε περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης δεν στοιχειοθετεί την ύπαρξη του εκ του νόμου προβλεπόμενου λόγου του οποίου έγινε μνεία στο έγγραφο σχετικά με την απόλυση.

    […]

    12.   Όταν τελεσιδικήσει, η δικαστική απόφαση κοινοποιείται στους διαδίκους και στους εργαζομένους τους οποίους αφορά η ομαδική απόλυση και οι οποίοι έχουν γνωστοποιήσει στο δικαστήριο τη διεύθυνσή τους, προκειμένου στη διεύθυνση αυτή να γίνονται οι επιδόσεις, για τους σκοπούς που προβλέπονται στην παράγραφο 13, στοιχείο b, του παρόντος άρθρου.

    Η τελεσίδικη απόφαση επιδίδεται προς ενημέρωση στην επιθεώρηση εργασίας, στο ταμείο ανεργίας καθώς και στη Διοίκηση της κοινωνικής ασφαλίσεως, σε περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω φορείς δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία.

    13.   Όταν η δίκη αφορά αγωγή ασκηθείσα από ιδιώτη ενώπιον του Juzgado de lo Social [(εργατοδικείου, Ισπανία)] κατά απολύσεως, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 120 έως 123 του παρόντος νόμου, υπό την επιφύλαξη των ακολούθων ειδικών ρυθμίσεων:

    a)

    σε περίπτωση κατά την οποία η κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση αφορά την προτεραιότητα που αποδίδεται σε ορισμένους εργαζομένους, η αγωγή πρέπει επίσης να στρέφεται κατ’ αυτών.

    Η αγωγή πρέπει επίσης να στρέφεται κατά των εκπροσώπων των εργαζομένων σε περίπτωση κατά την οποία το μέτρο έχει ληφθεί με τη συγκατάθεσή τους, εφόσον αυτοί που δεν έχουν υπογράψει τη συμφωνία δεν έχουν προσβάλει ενδίκως την απόφαση σχετικά με την απόλυση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους·

    b)

    εάν, σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ασκήσουν αγωγή κατά της αποφάσεως του εργοδότη μετά την έναρξη της κινηθείσας από ιδιώτη δίκης, η δίκη αυτή αναστέλλεται μέχρι να εκδοθεί δικαστική απόφαση επί της αγωγής των εκπροσώπων των εργαζομένων, η οποία όταν τελεσιδικήσει, θα έχει ισχύ δεδικασμένου σε σχέση με την ατομική αγωγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 160, παράγραφος 5, του παρόντος νόμου·

    c)

    επιπλέον των λόγων που μνημονεύονται στο άρθρο 122, παράγραφος 2, του παρόντος νόμου, η απόλυση είναι άκυρη εφόσον ο εργοδότης δεν έχει προβεί σε έναρξη της περιόδου διαβουλεύσεων, εφόσον δεν έχει υποβάλει τα έγγραφα που μνημονεύονται στο άρθρο 51, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα, εφόσον δεν έχει τηρήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 51, παράγραφος 7, του εν λόγω Κώδικα ή εφόσον δεν έχει λάβει δικαστική άδεια εκ μέρους του πτωχευτικού δικαστηρίου σε περιπτώσεις στις οποίες η ως άνω άδεια απαιτείται από τον νόμο.

    Η καταγγελία της συμβάσεως, την οποία αποφάσισε ο εργοδότης, χωρίς αυτός να τηρήσει τις σχετικές με τη διατήρηση θέσεων εργασίας προτεραιότητες που απορρέουν από τους νόμους, τις συλλογικές συμφωνίες ή τη συμφωνία που συνήφθη κατά την περίοδο διαβουλεύσεων είναι επίσης άκυρη. Η ακυρότητα αυτή δεν επεκτείνεται στις καταγγελίες συμβάσεων που έλαβαν χώρα κατά την ίδια ομαδική απόλυση με τρόπο σύμφωνο προς τις σχετικές με τη διατήρηση θέσεων εργασίας προτεραιότητες.»

    11

    Το άρθρο 160, παράγραφος 5, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

    «Η τελεσίδικη απόφαση έχει ισχύ δεδικασμένου σε σχέση με τις ατομικές αγωγές οι οποίες αφορούν το ίδιο ή άμεσα συναφές αντικείμενο, οι οποίες εκκρεμούν ή είναι δυνατόν να ασκηθούν τόσο ενώπιον των εργατοδικείων όσο και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και των οποίων η εκδίκαση αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της δίκης στην οποία μετέχουν οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων. Η αναστολή διατάσσεται ακόμη και αν έχει ήδη εκδοθεί πρωτόδικη απόφαση και εκκρεμεί η εκδίκαση εφέσεως ή αιτήσεως αναιρέσεως. Το επιληφθέν δικαστήριο δεσμεύεται από την τελεσίδικη απόφαση που έχει εκδοθεί στο πλαίσιο της δίκης στην οποία μετέχουν οι κατά νόμο εκπρόσωποι των εργαζομένων, επίσης όταν η τελεσίδικη απόφαση δεν έχει προβληθεί ως απόφαση έχουσα αντίθετο ή αντιφατικό περιεχόμενο στο πλαίσιο του ενδίκου μέσου το οποίο έχει ασκηθεί ενώπιον του Tribunal Supremo [(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία)] προς τον σκοπό της διατηρήσεως της συνοχής της νομολογίας.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    12

    Ο J. L. Colino Sigüenza απασχολήθηκε ως δάσκαλος μουσικής στο δημοτικό ωδείο του Valladolid (Ισπανία) από τις 11 Νοεμβρίου 1996. Κατ’ αρχάς, ο Δήμος του Valladolid είχε απευθείας την ευθύνη για τη διαχείριση του εν λόγω ωδείου, ο δε J. L. Colino Sigüenza είχε αρχικά προσληφθεί από τον τελευταίο.

    13

    Από το 1997, ο Δήμος του Valladolid έπαυσε να διαχειρίζεται απευθείας το εν λόγω ωδείο και προκήρυξε διαδοχικούς δημόσιους διαγωνισμούς για την ανάθεση της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας. Ο ανάδοχος που επελέγη κατά το πέρας των εν λόγω διαδοχικών διαδικασιών διαγωνισμού ήταν, αδιαλείπτως από το συγκεκριμένο χρονικό σημείο και μέχρι τις 31 Αυγούστου 2013, η Músicos y Escuela, η οποία συνέχισε τη δραστηριότητα του ωδείου αναλαμβάνοντας τη διαχείριση των χώρων, των επίπλων και των αναγκαίων για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας οργάνων. Η Músicos y Escuela προσέλαβε επίσης μέρος των εργαζομένων που είχαν προσληφθεί από τον εν λόγω Δήμο, συμπεριλαμβανομένου του J. L. Colino Sigüenza. Η δραστηριότητα αυτή εξακολούθησε να θεωρείται ως υπηρεσία παρεχόμενη στους πολίτες από τον Δήμο του Valladolid, υπό μορφή δημοτικού ωδείου.

    14

    Λόγω της μειώσεως του αριθμού των μαθητών του δημοτικού ωδείου του Valladolid κατά το σχολικό έτος 2012-2013, τα καταβαλλόμενα από τους μαθητές για την εν λόγω υπηρεσία ποσά δεν ήσαν πλέον σε αντιστοιχία με το ύψος της αντιπαροχής με την οποία βαρυνόταν ο Δήμος του Valladolid δυνάμει της συμβάσεως που συνήφθη με τη Músicos y Escuela, πράγμα που οδήγησε την τελευταία στο να αξιώσει από τον εν λόγω Δήμο ποσό ύψους 58403,73 ευρώ για το πρώτο τρίμηνο του ως άνω σχολικού έτους και ποσό ύψους 48592,74 ευρώ για το δεύτερο τρίμηνο του ως άνω σχολικού έτους.

    15

    Δεδομένου ότι ο Δήμος του Valladolid αρνήθηκε να καταβάλει τα ποσά αυτά, η Músicos y Escuela ζήτησε, στις 19 Φεβρουαρίου 2013, τη λύση της συμβάσεως αναθέσεως της υπηρεσίας λόγω παραβάσεως των υποχρεώσεων του εν λόγω δήμου και αξίωσε την καταβολή αντίστοιχης αποζημιώσεως. Σε απάντηση, ο ως άνω δήμος προέβη, τον Αύγουστο του 2013, σε καταγγελία της συμβάσεως εξ υπαιτιότητας της Músicos y Escuela λόγω του ότι η εν λόγω εταιρία έπαυσε τις δραστηριότητές της πριν από το χρονικό σημείο που είχε συμφωνηθεί. Η υπόθεση ήχθη ενώπιον του Sala de lo Contencioso-Administrativo του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (τμήματος διοικητικών διαφορών του ανώτερου δικαστηρίου της Castilla y León, Ισπανία) το οποίο, με σειρά τελεσιδίκων αποφάσεων που εκδόθηκαν τα έτη 2014 και 2015, αποφάσισε, αφενός, ότι ο Δήμος του Valladolid είχε παραβεί τη συναφθείσα με τη Músicos y Escuela σύμβαση, καθόσον η εν λόγω σύμβαση προέβλεπε εγγύηση ως προς τα έσοδα που ήταν ανεξάρτητη από τον αριθμό των εγγεγραμμένων μαθητών, και ότι ο εν λόγω δήμος, μη τηρώντας την εν λόγω εγγύηση, είχε εμποδίσει ο ίδιος τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Músicos y Escuela, πράγμα που δικαιολογούσε, ως εκ τούτου, τη λύση της συμβάσεως αυτής εξ υπαιτιότητας του ίδιου δήμου. Αφετέρου, δεδομένου ότι η Músicos y Escuela δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της καθώς αποφάσισε μονομερώς να παύσει τις δραστηριότητές της από τις 31 Μαρτίου 2013, δεν της χορηγήθηκε η αποζημίωση την οποία είχε ζητήσει.

    16

    Εν τω μεταξύ, από τις 4 Μαρτίου 2013, η Músicos y Escuela είχε προβεί σε έναρξη της περιόδου διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων της οποίας η ύπαρξη ήταν αναγκαία για να λάβει χώρα η ομαδική απόλυση του συνόλου του προσωπικού της λόγω της οικονομικής καταστάσεως που προέκυψε από τη διαφορά με τον Δήμο του Valladolid. Στις 27 Μαρτίου 2013, ελλείψει συμφωνίας με τους εκπροσώπους των μισθωτών, η Músicos y Escuela έλαβε την απόφαση να προβεί σε ομαδική απόλυση του συνόλου του προσωπικού.

    17

    Στις 31 Μαρτίου 2013, ήτοι λίγους μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, η Músicos y Escuela έπαυσε τη δραστηριότητά της και, από την 1η Απριλίου, επέστρεψε στον Δήμο του Valladolid τους χώρους, τα μουσικά όργανα και τον λοιπό εξοπλισμό που προορίζονταν για τη λειτουργία του δημοτικού ωδείου του Valladolid, του οποίου η διαχείριση της είχε ανατεθεί. Στις 4 Απριλίου 2013, η Músicos y Escuela παρέδωσε έγγραφο σχετικά με την απόλυση σε όλο το προσωπικό της, συμπεριλαμβανομένου του J. L. Colino Sigüenza, με έναρξη ισχύος από τις 8 Απριλίου 2013. Η εταιρία αυτή κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 30 Ιουλίου 2013.

    18

    Δεδομένου ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων της Músicos y Escuela είναι οι μόνοι στους οποίους επιτρέπεται, σύμφωνα με τον νόμο περί εργατοδικείων, να ασκήσουν αγωγή στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως, οι εν λόγω εκπρόσωποι άσκησαν αγωγή κατά της αποφάσεως σχετικά με την ομαδική απόλυση ενώπιον του Sala de lo Social de Valladolid του Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (τμήματος εργατικών διαφορών, Valladolid, του ανώτερου δικαστηρίου της Castilla y León, Ισπανία) το οποίο, με απόφαση της 19ης Ιουνίου 2013, απέρριψε την ως άνω αγωγή.

    19

    Οι εκπρόσωποι των εργαζομένων άσκησαν ένδικο μέσο κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου), το οποίο, με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2014, απέρριψε επίσης το ένδικο μέσο που αυτοί άσκησαν. Η ως άνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη.

    20

    Εν τω μεταξύ, τον Αύγουστο του 2013 ο Δήμος του Valladolid ανέθεσε τη διαχείριση του δημοτικού ωδείου του Valladolid στην In-pulso Musical και έθεσε στη διάθεσή της, όπως είχε πράξει και με τη Músicos y Escuela, τους χώρους, τα μουσικά όργανα και τον λοιπό εξοπλισμό που ήταν αναγκαία προς τον σκοπό αυτό. Η In-pulso Musical άρχισε της δραστηριότητές της τον Σεπτέμβριο του 2013, για το σχολικό έτος 2013-2014. Κατόπιν νέας διαδικασίας διαγωνισμού, ο Δήμος του Valladolid, για ακόμη μια φορά, όρισε την In-pulso Musical ως ανάδοχο της συμβάσεως αυτής για τα σχολικά έτη 2014-2015 και 2015-2016. Η εταιρία αυτή δεν προσέλαβε κανέναν από τους μισθωτούς οι οποίοι εργάζονταν προηγουμένως στο εν λόγω δημοτικό ωδείο και οι οποίοι είχαν απολυθεί ομαδικώς από τη Músicos y Escuela.

    21

    Ο J. L. Colino Sigüenza, ενεργώντας ατομικώς, άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Social no 4 de Valladolid (εργατοδικείου αριθ. 4 του Valladolid, Ισπανία) αγωγή κατά της Músicos y Escuela, του Δήμου του Valladolid και της In‑pulso Musical προκειμένου να προσβάλει την απόλυσή του.

    22

    Με απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, το ως άνω δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του J. L. Colino Sigüenza με το σκεπτικό ότι η ισχύς δεδικασμένου της αποφάσεως του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 17ης Νοεμβρίου 2014, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που στρεφόταν κατά της ομαδικής απολύσεως και που είχε ασκηθεί από τους εκπροσώπους των εργαζομένων, είναι δεσμευτική για το ως άνω δικαστήριο όσον αφορά την ατομική αγωγή που ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο κατά της απολύσεώς του, καίτοι ο τελευταίος δεν είχε υπάρξει διάδικος, ατομικώς, στη δίκη που είχε καταλήξει στην έκδοση της αποφάσεως αυτής. Επιπλέον, το Juzgado de lo Social no 4 de Valladolid (εργατοδικείο αριθ. 4 του Valladolid) έκρινε ότι η In-pulso Musical δεν είχε διαδεχθεί τη Músicos y Escuela ως εργοδότης του J. L. Colino Sigüenza, καθόσον είχαν παρέλθει περίπου πέντε μήνες μεταξύ της απολύσεώς του και της αναλήψεως της διαχειρίσεως του δημοτικού ωδείου του Valladolid από την In-pulso Musical.

    23

    Ο J. L. Colino Sigüenza άσκησε έφεση κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Tribunal Superior de Justicia de Castilla y Léon (ανώτερου δικαστηρίου της Castilla y León, Ισπανία).

    24

    Προς στήριξη του ενδίκου μέσου που άσκησε υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι η ισχύς δεδικασμένου της αποφάσεως του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου) της 17ης Νοεμβρίου 2014, με την οποία απορρίφθηκε το ένδικο μέσο που είχε ασκηθεί κατά της ομαδικής απολύσεως, δεν είναι δυνατόν να τον επηρεάζει ατομικά και, επομένως, μια τέτοια επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου προσβάλλει το δικαίωμά του σε αποτελεσματική προσφυγή, που κατοχυρώνεται από το άρθρο 47 του Χάρτη. Αφετέρου, διατείνεται ότι υπήρξε, εν προκειμένω, μεταβίβαση επιχειρήσεως προς όφελος της In-pulso Musical και, επομένως, η πράξη αυτή δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει τη λύση της συμβάσεως εργασίας του.

    25

    Συνεπώς, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αφενός, αν η προσωρινή διακοπή, από τη Músicos y Escuela, της εκ μέρους της παροχής υπηρεσιών μεταξύ της 1ης Απριλίου 2013 και των αρχών Σεπτεμβρίου 2013, ημερομηνίας κατά την οποία η διαχείριση του δημοτικού ωδείου του Valladolid αναλήφθηκε από την In-pulso Musical, εμποδίζει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για «μεταβίβαση» επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2001/23 και, αφετέρου, αν η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας σχετικά με την ισχύ δεδικασμένου, σε μια κατάσταση όπως αυτή της οποίας έχει επιληφθεί, έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή του δικαιώματος του J. L. Colino Sigüenza σε αποτελεσματική προσφυγή.

    26

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Castilla y León (ανώτερο δικαστήριο της Castilla y León) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Πρέπει να θεωρηθεί ότι υφίσταται “μεταβίβαση”, για τους σκοπούς της οδηγίας 2001/23, στην περίπτωση κατά την οποία παραχωρησιούχος, ο οποίος έχει αναλάβει την εκμετάλλευση δημοτικού ωδείου και στον οποίο έχουν παρασχεθεί όλα τα υλικά μέσα (χώροι, μουσικά όργανα, αίθουσες, είδη επιπλώσεως) από τον οικείο δήμο, έχει δε προσλάβει ο ίδιος δικό του προσωπικό και παρέχει τις υπηρεσίες του ανά σχολικό έτος, παύει τη δραστηριότητά του την 1η Απριλίου 2013, δύο μήνες πριν από τη λήξη του σχολικού έτους, επιστρέφοντας όλα τα υλικά μέσα στον δήμο, ο οποίος δεν συνεχίζει τη δραστηριότητα για την ολοκλήρωση του σχολικού έτους 2012-2013, αλλά προβαίνει εκ νέου σε ανάθεση σε νέο ανάδοχο, ο οποίος συνεχίζει τη δραστηριότητα τον Σεπτέμβριο του 2013, κατά την έναρξη του νέου σχολικού έτους 2013-2014, ο δε δήμος παραχωρεί για τον σκοπό αυτό στον νέο ανάδοχο τα απαραίτητα υλικά μέσα τα οποία είχε στη διάθεσή του προηγουμένως ο προηγούμενος ανάδοχος (χώρους, μουσικά όργανα, αίθουσες, είδη επιπλώσεως);

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, υπό τις εκτεθείσες συνθήκες, όταν η εκ μέρους της αναθέτουσας επιχειρήσεως (του δήμου) αθέτηση των υποχρεώσεών της εξαναγκάζει τον πρώτο ανάδοχο να παύσει τη δραστηριότητά του και να απολύσει το σύνολο του προσωπικού του, ενώ αμέσως μετά η εν λόγω αναθέτουσα επιχείρηση παραχωρεί τα υλικά μέσα σε δεύτερο ανάδοχο, ο οποίος συνεχίζει την ίδια δραστηριότητα, πρέπει να θεωρηθεί, για τους σκοπούς του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, ότι η απόλυση των εργαζομένων του πρώτου αναδόχου οφείλεται σε “οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού” ή αντιθέτως λόγος της απολύσεως ήταν “η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης”, λόγος ο οποίος απαγορεύεται από το προμνησθέν άρθρο;

    3)

    Εάν η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι λόγος της απολύσεως είναι η μεταβίβαση, λόγος ο οποίος αντιβαίνει στην οδηγία 2001/23, έχει το άρθρο 47 του [Χάρτη] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία απαγορεύει σε δικαστή ή δικαστήριο να εξετάσει επί της ουσίας τα επιχειρήματα εργαζομένου που προσφεύγει ατομικά κατά της απολύσεώς του, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, επικαλούμενος τα δικαιώματά του τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή των οδηγιών 2001/23 και 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16), λόγω του γεγονότος ότι είχε προηγουμένως εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί των ομαδικών απολύσεων σε διαδικασία στην οποία ο εργαζόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να είναι διάδικος, καίτοι διάδικοι υπήρξαν ή μπορούσαν να είναι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν παρουσία στην επιχείρηση ή/και οι κατά νόμον εκπρόσωποι των εργαζομένων;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    27

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι δύναται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ο ανάδοχος συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου, στον οποίο ο δήμος είχε παράσχει όλα τα αναγκαία υλικά μέσα για την άσκηση της σχετικής δραστηριότητας, παύει τη δραστηριότητα αυτή δύο μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, προβαίνοντας στην απόλυση του προσωπικού και επιστρέφοντας τα εν λόγω υλικά μέσα στον δήμο, ο οποίος προβαίνει εκ νέου σε ανάθεση μόνο για το επόμενο σχολικό έτος και παρέχει στον νέο ανάδοχο τα ίδια υλικά μέσα.

    28

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 καλύπτει όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως και το οποίο, ως εκ τούτου, αναλαμβάνει συμβατικώς τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχειρήσεως, χωρίς να έχει σημασία αν μεταβιβάστηκε η κυριότητα των ενσωμάτων στοιχείων (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C-509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    29

    Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 2001/23 αποσκοπεί στη διασφάλιση της συνεχίσεως των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας ανεξαρτήτως της αλλαγής του ιδιοκτήτη. Επομένως, το αποφασιστικό κριτήριο για τη διαπίστωση της υπάρξεως μεταβιβάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, είναι το εάν η εν λόγω οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την πραγματική συνέχιση της εκμεταλλεύσεως ή από την ανάληψη της εκμεταλλεύσεως αυτής (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    30

    Για να κριθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, ο τύπος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως για την οποία πρόκειται, η μεταβίβαση ή μη των υλικών στοιχείων, όπως τα κτίρια, και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η ανάληψη ή μη του κύριου μέρους του εργατικού δυναμικού από τον νέο επιχειρηματία, η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια τυχόν αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν, πάντως, επιμέρους μόνον πτυχές της γενικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται να γίνει και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να εκτιμώνται μεμονωμένα (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    31

    Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η σημασία που πρέπει να προσδοθεί στα διάφορα κριτήρια ποικίλλει κατ’ ανάγκη ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα ή, ακόμη, με τη μέθοδο παραγωγής και εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιούνταν στην επιχείρηση, στην εγκατάσταση ή στο τμήμα της εγκαταστάσεως περί των οποίων πρόκειται (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    32

    Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι, σε έναν τομέα όπου η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, η ταυτότητα μίας οικονομικής οντότητας δεν διατηρείται αν σημαντικό τμήμα του προσωπικού της οντότητας αυτής δεν αναλαμβάνεται από τον φερόμενο ως διάδοχο (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C-509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    33

    Αντιθέτως, σε τομέα όπου η δραστηριότητα στηρίζεται ουσιαστικά στον εξοπλισμό, η μη ανάληψη, από τον νέο επιχειρηματία, του προσωπικού που ο προκάτοχός του χρησιμοποιούσε για την άσκηση της ίδιας δραστηριότητας δεν αρκεί για να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως μιας οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23 (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C‑509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 41).

    34

    Το υποβληθέν ερώτημα πρέπει να εξεταστεί ακριβώς υπό το πρίσμα, ιδίως, των προαναφερθεισών νομολογιακών επισημάνσεων, λαμβανομένων υπόψη των κύριων πραγματικών στοιχείων τα οποία παρέθεσε το εθνικό δικαστήριο στην απόφαση περί παραπομπής.

    35

    Πρέπει να υπογραμμιστεί, κατ’ αρχάς, ότι, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, τα υλικά μέσα, όπως τα μουσικά όργανα, οι εγκαταστάσεις και οι χώροι αποτελούν προφανώς απαραίτητα στοιχεία για την άσκηση της επίμαχης οικονομικής δραστηριότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι η οικονομική αυτή δραστηριότητα έχει σχέση με τη διαχείριση ενός ωδείου. Πλην όμως, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο Δήμος του Valladolid έθεσε στη διάθεση του νέου αναδόχου το σύνολο των υλικών μέσων που είχε παράσχει στον προηγούμενο ανάδοχο.

    36

    Επιπλέον, εφόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη οικονομική δραστηριότητα όπως φαίνεται δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δραστηριότητα στηριζόμενη κυρίως στο εργατικό δυναμικό, καθόσον απαιτεί σημαντικό εξοπλισμό, το γεγονός και μόνον ότι η In-pulso Musical δεν προσέλαβε τους εργαζομένους της Músicos y Escuela δεν παρέχει τη δυνατότητα να αποκλειστεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, υπό την έννοια της οδηγίας 2001/23.

    37

    Εν συνεχεία, όσον αφορά το γεγονός ότι τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δραστηριότητας ανήκαν ανέκαθεν στον Δήμο του Valladolid, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα αν μεταβιβάστηκε η κυριότητα των ενσωμάτων στοιχείων δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2001/23.

    38

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει, ειδικότερα, ότι το γεγονός ότι τα ενσώματα στοιχεία που ανέλαβε ο νέος επιχειρηματίας δεν ανήκαν στον προκάτοχό του, αλλά είχαν απλώς τεθεί στη διάθεσή του από εκείνον που του είχε αναθέσει τη σύμβαση, δεν αποκλείει την ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας (απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C-509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    39

    Επομένως, μια ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 που θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση στην οποία τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της επίμαχης δραστηριότητας δεν έπαυσαν ποτέ να ανήκουν στον μεταβιβάζοντα (Δήμο του Valladolid) θα καθιστούσε την εν λόγω οδηγία μερικώς άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Aira Pascual και Algeposa Terminales Ferroviarios, C-509/14, EU:C:2015:781, σκέψη 40).

    40

    Τέλος, και άλλα στοιχεία τα οποία υποβλήθηκαν στην κρίση του Δικαστηρίου ενισχύουν, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, την ύπαρξη, στην υπόθεση της κύριας δίκης, «μεταβιβάσεως επιχειρήσεως», υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23. Συγκεκριμένα, τούτο ισχύει όσον αφορά το γεγονός ότι οι μαθητές της Músicos y Escuela συνέχισαν να φοιτούν στην In-pulso Musical, καθώς και όσον αφορά την ανάληψη από την τελευταία, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2013, των υπηρεσιών που παρείχε η Músicos y Escuela έως την 1η Απριλίου 2013.

    41

    Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσωρινή αναστολή, επί ορισμένους μόνον μήνες, των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως δεν είναι ικανή να αποκλείσει τη δυνατότητα να διατηρεί η επίμαχη στην κύρια δίκη οικονομική οντότητα την ταυτότητά της και, επομένως, να αποκλείσει το ενδεχόμενο της υπάρξεως μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, υπό την έννοια της ίδιας οδηγίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C-160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 31).

    42

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει, μεταξύ άλλων, κρίνει ότι το γεγονός ότι η επιχείρηση ήταν προσωρινώς κλειστή, κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, και συνεπώς δεν είχε εργαζομένους στην υπηρεσία της συνιστά ασφαλώς ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί αν μεταβιβάστηκε μια οικονομική οντότητα που εξακολουθεί να υφίσταται. Ωστόσο, το προσωρινό κλείσιμο της επιχειρήσεως και η συνακόλουθη έλλειψη προσωπικού κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως δεν αρκούν, αφεαυτών, για να αποκλείσουν την ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, υπό την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International κ.λπ., 101/87, EU:C:1988:308, σκέψη 16 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ιδίως σε κατάσταση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, όπου, καίτοι η διακοπή της δραστηριότητας της επιχειρήσεως αφορούσε περίοδο πέντε μηνών, η εν λόγω περίοδος περιελάμβανε τρεις μήνες σχολικών διακοπών.

    44

    Κατά συνέπεια, η προσωρινή αναστολή των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως καθώς και η μη πρόσληψη των εργαζομένων της Músicos y Escuela από την In‑pulso Musical δεν είναι ικανές να αποκλείσουν τη δυνατότητα να διατηρεί η επίμαχη στην κύρια δίκη οικονομική οντότητα την ταυτότητά της και, επομένως, να αποκλείσουν το ενδεχόμενο της υπάρξεως μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, υπό την έννοια της ίδιας οδηγίας.

    45

    Σε τελική ανάλυση, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει, με γνώμονα τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, αν υπάρχει ή όχι μεταβίβαση επιχειρήσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης.

    46

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι δύναται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ο ανάδοχος συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου, στον οποίο ο δήμος είχε παράσχει όλα τα αναγκαία υλικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, παύει τη δραστηριότητα αυτή δύο μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, προβαίνοντας στην απόλυση του προσωπικού και επιστρέφοντας τα εν λόγω υλικά μέσα στον δήμο, ο οποίος προκηρύσσει εκ νέου διαγωνισμό μόνο για το επόμενο σχολικό έτος και παρέχει στον νέο ανάδοχο τα ίδια υλικά μέσα.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    47

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο των οποίων ο ανάδοχος μιας συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου παύει τη δραστηριότητα αυτή δύο μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, προβαίνοντας στην απόλυση του προσωπικού, ενώ ο νέος ανάδοχος αναλαμβάνει τη δραστηριότητα κατά την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους, πρέπει να θεωρηθεί ότι η απόλυση των μισθωτών πραγματοποιήθηκε «για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού» ή ότι λόγος της απολύσεως αυτής ήταν «η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης».

    48

    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως έχει κρίνει επανειλημμένως το Δικαστήριο, επιδίωξη της οδηγίας 2001/23 είναι η διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επικεφαλής της επιχειρήσεως, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου εργοδότη υπό τους αυτούς όρους που είχαν συμφωνηθεί με τον μεταβιβάζοντα (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2008, Juuri, C-396/07, EU:C:2008:656, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σκοπός της οδηγίας είναι να διασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, τη χωρίς τροποποίηση συνέχιση των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας με τον διάδοχο, κατά τρόπον ώστε οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι να μην περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση απλώς και μόνο λόγω της μεταβιβάσεως (αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1987, Ny Mølle Kro, 287/86, EU:C:1987:573, σκέψη 25, και της 26ης Μαΐου 2005, Celtec, C-478/03, EU:C:2005:321, σκέψη 26).

    49

    Τούτου δοθέντος, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23, η προστασία την οποία η οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει αφορά μόνον τους εργαζομένους των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως.

    50

    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πλην ρητής διατάξεως περί του αντιθέτου, τις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 2001/23 μπορούν να επικαλεστούν μόνον οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας ισχύει κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως. Η ύπαρξη ή όχι συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας κατά τον χρόνο αυτό πρέπει να εκτιμάται βάσει του εθνικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως της τηρήσεως των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της ως άνω οδηγίας περί προστασίας των εργαζομένων από απόλυση λόγω της μεταβιβάσεως (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International κ.λπ., 101/87, EU:C:1988:308, σκέψη 17).

    51

    Επ’ αυτού, πρέπει να επισημανθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, η μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως, ή τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον μεταβιβάζοντα ή τον διάδοχο.

    52

    Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας είχε λήξει πριν από τη μεταβίβαση κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολουθούσαν να απασχολούνται στην επιχείρηση κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, πράγμα που έχει ως συνέπεια, ιδίως, ότι οι υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι αυτών μεταβιβάστηκαν αυτοδικαίως από τον μεταβιβάζοντα στον διάδοχο (απόφαση της 12ης Μαρτίου 1998, Dethier Équipement, C-319/94, EU:C:1998:99, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    53

    Για να καθοριστεί αν η απόλυση οφειλόταν αποκλειστικά στη μεταβίβαση, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε η απόλυση (απόφαση της 15ης Ιουνίου 1988, Bork International κ.λπ., 101/87, EU:C:1988:308, σκέψη 18).

    54

    Συναφώς, στην απόφαση περί παραπομπής διευκρινίζεται ότι η απόλυση του J. L. Colino Sigüenza έλαβε χώρα σε ημερομηνία πολύ προγενέστερη από εκείνη της μεταβιβάσεως της δραστηριότητας στην In-pulso Musical και ότι η εν λόγω διακοπή της σχέσεως εργασίας οφειλόταν στην αδυναμία της Músicos y Escuela να καταβάλει αμοιβές στο προσωπικό της, κατάσταση προκύπτουσα από παράβαση, εκ μέρους του Δήμου του Valladolid, των διατάξεων της συμβάσεως που αυτός που είχε συνάψει με τη Músicos y Escuela. Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι περιστάσεις αυτές φαίνεται να συνηγορούν υπέρ του χαρακτηρισμού της απολύσεως του προσωπικού της Músicos y Escuela ως επελθούσας για «οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23, εφόσον, πάντως, οι περιστάσεις που οδήγησαν στην απόλυση του συνόλου του προσωπικού καθώς και ο καθυστερημένος ορισμός νέου παρέχοντος τις υπηρεσίες δεν συνιστούν μέτρο που να έχει ληφθεί σκοπίμως προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι μισθωτοί να στερηθούν των δικαιωμάτων που τους παρέχει η οδηγία 2001/23, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    55

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο των οποίων ο ανάδοχος συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου παύει τη δραστηριότητα αυτή δύο μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, προβαίνοντας στην απόλυση του προσωπικού, ενώ ο νέος ανάδοχος αναλαμβάνει τη δραστηριότητα κατά την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους, προκύπτει ότι η απόλυση των μισθωτών πραγματοποιήθηκε για «οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον οι περιστάσεις που οδήγησαν στην απόλυση του συνόλου των εργαζομένων καθώς και ο καθυστερημένος ορισμός νέου παρέχοντος τις υπηρεσίες δεν εντάσσονται στο πλαίσιο μέτρου που να έχει ληφθεί σκοπίμως προκειμένου οι εργαζόμενοι αυτοί να στερηθούν των δικαιωμάτων που τους παρέχει η οδηγία 2001/23, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    56

    Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2001/23 καθώς και το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση σχετική με την ισχύ δεδικασμένου, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία απαγορεύει στα εθνικά δικαστήρια να αποφαίνονται επί της αμφισβητήσεως, στηριζομένης στην οδηγία 2001/23, της ατομικής απολύσεως εργαζομένου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο ομαδικής απολύσεως, όταν έχει ήδη εκδοθεί δικαστική απόφαση σε διαδικασία σχετική με την εν λόγω ομαδική απόλυση, στο πλαίσιο της οποίας μόνον οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να είναι διάδικοι.

    57

    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία που καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο παρέχει στα δικαστήρια αυτά τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 1992, Meilicke, C-83/91, EU:C:1992:332, σκέψη 22, και της 24ης Μαρτίου 2009, Danske Slagterier, C-445/06, EU:C:2009:178, σκέψη 65).

    58

    Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, απόκειται αποκλειστικώς στο επιληφθέν της διαφοράς εθνικό δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση των πραγματικών περιστατικών και φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης αποφάσεως, να εκτιμήσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως προκειμένου να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο οφείλει, καταρχήν, να αποφανθεί (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της13ης Μαρτίου 2001, PreussenElektra, C-379/98, EU:C:2001:160, σκέψη 38· της 6ης Δεκεμβρίου 2001, Clean Car Autoservice, C-472/99, EU:C:2001:663, σκέψη 13, και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Schneider, C-380/01, EU:C:2004:73, σκέψη 21).

    59

    Ωστόσο, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί να καθορίζει το εθνικό δικαστήριο το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγεί τις πραγματικές καταστάσεις επί των οποίων στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1993, Telemarsicabruzzo κ.λπ., C-320/90 έως C-322/90, EU:C:1993:26, σκέψη 6, καθώς και διάταξη της 13ης Ιουλίου 2006, Eurodomus, C-166/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:485, σκέψη 9).

    60

    Πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες όσον αφορά το εφαρμοστέο εθνικό νομικό πλαίσιο. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει καμία πληροφορία ως προς την εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου, κατά την έννοια του άρθρου 124, παράγραφος 13, στοιχείο b, του νόμου 36/2011 περί εργατοδικείων.

    61

    Επιπλέον, το άρθρο 160, παράγραφος 5, του ως άνω νόμου, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 124, παράγραφος 13, στοιχείο b, του νόμου αυτού, ορίζει ότι η ισχύς δεδικασμένου περιορίζεται στο αντικείμενο της δίκης. Πλην όμως, αφενός, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει καμία πληροφορία όσον αφορά το άρθρο 160, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου και, αφετέρου, όπως επισήμανε η Ισπανική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκειμένου να εξετασθεί αν το αντικείμενο της δίκης είναι, εν προκειμένω, το ίδιο, με δεδομένο ότι υπάρχει συλλογικός χαρακτήρας τόσο της απολύσεως όσο και της μεταβιβάσεως που αφορά όλο το προσωπικό, θα πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη και άλλες διατάξεις του ισπανικού δικονομικού δικαίου.

    62

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στο τρίτο ερώτημα, το τελευταίο αυτό ερώτημα πρέπει να κριθεί απαράδεκτο.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    63

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, έχει την έννοια ότι δύναται να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο της οποίας ο ανάδοχος συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου, στον οποίο ο δήμος είχε παράσχει όλα τα αναγκαία υλικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, παύει τη δραστηριότητα αυτή δύο μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, προβαίνοντας στην απόλυση του προσωπικού και επιστρέφοντας τα εν λόγω υλικά μέσα στον δήμο, ο οποίος προκηρύσσει εκ νέου διαγωνισμό μόνο για το επόμενο σχολικό έτος και παρέχει στον νέο ανάδοχο τα ίδια υλικά μέσα.

     

    2)

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στο πλαίσιο των οποίων ο ανάδοχος συμβάσεως παροχής υπηρεσιών σχετικά με τη διαχείριση δημοτικού ωδείου παύει τη δραστηριότητα αυτή δύο μήνες πριν από τη λήξη του εν εξελίξει σχολικού έτους, προβαίνοντας στην απόλυση του προσωπικού, ενώ ο νέος ανάδοχος αναλαμβάνει τη δραστηριότητα κατά την έναρξη του επόμενου σχολικού έτους, προκύπτει ότι η απόλυση των μισθωτών πραγματοποιήθηκε για «οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον οι περιστάσεις που οδήγησαν στην απόλυση του συνόλου των εργαζομένων καθώς και ο καθυστερημένος ορισμός νέου παρέχοντος τις υπηρεσίες δεν εντάσσονται στο πλαίσιο μέτρου που να έχει ληφθεί σκοπίμως προκειμένου οι εργαζόμενοι αυτοί να στερηθούν των δικαιωμάτων που τους παρέχει η οδηγία αυτή, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

    Top