61987J0101

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΤΡΙΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 15ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1988. - P. BORK INTERNATIONAL A/S ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ FORENINGEN AF ARBEJDSLEDERE I DANMARK ΚΑΙ JUNCKERS INDUSTRIER A/S. - ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ HOEJESTERET ΤΗΣ ΔΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ. - ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ. - ΥΠΟΘΕΣΗ 101/87.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1988 σελίδα 03057


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1.Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Μεταβίβαση επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Οδηγία 77/187 - Πεδίο εφαρμογής - 'Υπαρξη συμβάσεως εργασίας κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως - Εκτίμηση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο - 'Ορια - Απόλυση που έγινε κατά παράβαση της οδηγίας

(Οδηγία του Συμβουλίου 77/187, άρθρο 4, παράγραφος 1)

2.Κοινωνική πολιτική - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Μεταβίβαση επιχειρήσεων - Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων - Οδηγία 77/187 - Πεδίο εφαρμογής - Μίσθωση-διαχείριση επιχειρήσεως - Καταγγελία - Απόλυση του προσωπικού - Πώληση κτιρίων, εγκαταστάσεων και μηχανημάτων της επιχειρήσεως - Ανάληψη της εκμεταλλεύσεως από τον αγοραστή - Πρόσληψη του ημίσεος και πλέον του απολυθέντος προσωπικού - Συμπεριλαμβάνεται - Προϋποθέσεις

(Οδηγία του Συμβουλίου 77/187, άρθρο 1, παράγραφος 1)

Περίληψη


1.Καίτοι είναι αληθές ότι, πλην ρητής διατάξεως περί του αντιθέτου, τις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 77/187 σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως μπορούν να επικαλεστούν μόνον οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας ισχύει κατά το χρόνο της μεταβίβασης και ότι η ύπαρξη ή όχι συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας κατ' αυτόν το χρόνο πρέπει να εκτιμάται βάσει του εθνικού δικαίου, πρέπει, επιπλέον, να έχουν τηρηθεί οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της οδηγίας περί προστασίας των εργαζομένων από απόλυση λόγω της μεταβιβάσεως.

Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας είχε, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τερματισθεί πριν από τη μεταβίβαση πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολουθούσαν να απασχολούνται στην επιχείρηση κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, πράγμα που έχει ως συνέπεια, ιδίως, ότι οι υποχρεώσεις του εργοδότη απέναντί τους μεταβιβάστηκαν, αυτοδικαίως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα.

Για να καθοριστεί αν η απόλυση οφειλόταν αποκλειστικά στη μεταβίβαση, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε η απόλυση και ιδίως το γεγονός ότι η απόλυση συντελέστηκε σε ημερομηνία ελάχιστα απέχουσα της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως, οι δε εν λόγω εργαζόμενοι αναπροσλήφθηκαν από τον εκδοχέα.

2.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε κατάσταση κατά την οποία, ύστερα από την καταγγελία ή τη λύση μιας συμβάσεως μισθώσεως, ο ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως την αναλαμβάνει για να την πωλήσει στη συνέχεια σε τρίτον, ο οποίος, λίγο αργότερα, συνεχίζει την εκμετάλλευσή της που είχε σταματήσει μετά τη λήξη της σύμβασης μισθώσεως με το ήμισυ και πλέον του προσωπικού που απασχολούνταν στην επιχείρηση από τον προηγούμενο μισθωτή, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση διατηρεί την ταυτότητά της.

Διάδικοι


Στην υπόθεση 101/87,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Hoejesteret της Δανίας προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

P. Bork International A/S, τελούσας υπό δικαστική εκκαθάριση,

εφεσείουσας,

υποστηριζόμενης από το Loenmodtagernes Garantifond (ταμείο εγγυήσεως των απαιτήσεων των μισθωτών),

παρεμβαίνον,

και

Foreningen af Arbejdsledere i Danmark (δανικό σωματείο στελεχών επιχειρήσεων), ως εκπροσώπου του Birger E. Petersen, εφεσίβλητου,

και μεταξύ

Jens E. Olsen,

εφεσείοντος,

υποστηριζόμενου από το Loenmodtagernes Garantifond,

παρεμβαίνον,

και

Junckers Industrier A/S, εφεσίβλητης,

και μεταξύ

Karl Hansen και λοιπών,

εφεσειόντων,

υποστηριζόμενων από το Loenmodtagernes Garantifond,

παρεμβαίνον,

και

Junckers Industrier A/S, εφεσίβλητης,

και μεταξύ

Handels -og Kontorfunktionaerernes Forbund i Danmark (δανικό σωματείο εμποροϋπαλλήλων), ως εκπροσώπου των Anna Birthe Trabjerg και Mona Bring Mortensen,

εφεσείοντος,

υποστηριζόμενου από το Loenmodtagernes Garantifond, παρεμβαίνον,

και

Junckers Industrier A/S, εφεσίβλητης,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida, πρόεδρο τμήματος, U. Everling και Y. Galmot, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Darmon

γραμματέας: H. A. Ruehl, υπάλληλος διοικήσεως

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

- το Loenmodtagernes Garantifond, εκπροσωπούμενο από τον Ulf Andersen, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

- η Junckers Industrier A/S, εκπροσωπούμενη από τον Troels Helmer Nielsen, δικηγόρο Κοπεγχάγης,

- η Επιτροπή των Ευρωπαΐκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο Δημήτριο Γκουλούση και από την Ida Langermann, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 9ης Μαρτίου 1988,

αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Μαΐου 1988,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με αίτηση της 4ης Δεκεμβρίου 1985, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Απριλίου 1987, το Hoejesteret της Δανίας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171).

2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ, αφενός, του Foreningen af Arbejdsledere i Danmark (δανικού επαγγελματικού σωματείου στελεχών επιχειρήσεων) και της P. Bork International A/S (εφεξής: ΡΒΙ), τελούσας υπό δικαστική εκκαθάριση, και, αφετέρου, διαφόρων εργαζομένων καθώς και του Handels -og Kontorfunktionaerernes Forbund i Danmark (επαγγελματικού σωματείου εμποροϋπαλλήλων), ως εκπροσώπου των εργαζομένων, και της Junckers Industrier A/S (εφεξής: JΙ).

3 Τον Απρίλιο του 1980, η ΡΒΙ μίσθωσε μια επιχείρηση κατασκευής επενδύσεων από ξύλο οξιάς ανήκουσα στην Orehoved Trae- og Finerindustri A/S (εφεξής: ΟΤF) αναπροσλαμβάνοντας, ταυτόχρονα, το προσωπικό της εταιρίας αυτής. Το φθινόπωρο του 1981, η ΡΒΙ κατήγγειλε, με ισχύ από τις 22 Δεκεμβρίου 1981, τη σύμβαση μισθώσεως και απέλυσε, κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου, όλους τους εργαζομένους που απασχολούνταν στην επιχείρηση, αφού προηγουμένως είχε προβεί στην επιβαλλόμενη προειδοποίηση.

4 Στις 30 Δεκεμβρίου 1981, η JΙ αγόρασε από την ΟΤF την εν λόγω επιχείρηση, της οποίας πράγματι κατέστη νομέας στις 4 Ιανουαρίου 1982. Η επιχείρηση, η οποία είχε σταματήσει τις δραστηριότητές της από τις 22 Δεκεμβρίου 1981, μετά τη λήξη της μισθώσεως, τέθηκε πάλι σε λειτουργία στις 4 Ιανουαρίου 1982 από το νέο ιδιοκτήτη της, ο οποίος προέβη στην πρόσληψη του ημίσεως και πλέον του προηγουμένως απασχολούμενου από την ΡΒΙ προσωπικού, όχι όμως και νέων υπαλλήλων.

5 Οι τέσσερις διαφορές της κύριας δίκης αφορούν κατ' ουσίαν το πρόβλημα αν οι υποχρεώσεις της ΡΒΙ έναντι των απασχολουμένων στην επιχείρηση εργαζομένων, ιδίως όσον αφορά τους μισθούς και τα επιδόματα αδείας, μεταβιβάστηκαν ή όχι στην JΙ ως νέας εργοδότριας.

6 Στη μία από τις υποθέσεις αυτές, το Foreningen af Arbejdsledere i Danmark, ενεργώντας ως εκπρόσωπος ενός από τους εργαζομένους που απολύθηκαν από την ΡΒΙ και αναπροσλήφθηκαν από την JΙ, αξιώνει από την ΡΒΙ, που τελεί εν τω μεταξύ υπό δικαστική εκκαθάριση, την καταβολή των καθυστερούμενων μισθών και επιδομάτων αδείας. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό, σε πρώτο βαθμό, από το Soe- og Handelsrettens Skifteret (πτωχευτικό δικαστήριο δικάζον στο πλαίσιο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επιλύσεως ναυτικών και εμπορικών διαφορών) της Κοπεγχάγης με την αιτιολογία ότι η εκ μέρους της JΙ απόκτηση της επιχειρήσεως δεν αποτελούσε μεταβίβαση επιχειρήσεως, εμπίπτουσα στο δανικό νόμο που εκδόθηκε για την εφαρμογή της προαναφερθείσας οδηγίας 77/187, και ότι, κατά συνέπεια, οι εν λόγω αξιώσεις έπρεπε να ικανοποιηθούν από την περιουσία της ΡΒΙ.

7 Αντιθέτως, στις τρεις άλλες υποθέσεις, εργαζόμενοι που απολύθηκαν από την ΡΒΙ και αναπροσλήφθηκαν από την JΙ αξιώνουν από την JΙ την καταβολή των καθυστερούμενων μισθών και επιδομάτων αδείας. Τα αιτήματά τους απορρίφθηκαν πρωτοδίκως από το Soe- og Handelsret (πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιλύσεως ναυτικών και εμπορικών διαφορών) της Κοπεγχάγης με την αιτιολογία ότι, ελλείψει μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια της δανικής νομοθεσίας, η JΙ δεν δεσμευόταν από τις συμβατικές υποχρεώσεις της ΡΒΙ.

8 Κρίνοντας ότι η επίλυση των διαφορών εξηρτάτο από την ερμηνεία της προαναφερθείσας οδηγίας 77/187, το Hoejesteret, ενώπιον του οποίου εκδικάζονται κατ' έφεση οι διαφορές, ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:

"Εφαρμόζεται η οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, στην περίπτωση όπου ο εκμισθωτής χώρων, εγκαταστάσεων και μηχανημάτων προοριζόμενων για την εκμετάλλευση επιχειρήσεως αναλαμβάνει, ύστερα από την καταγγελία ή τη λύση της σύμβασης μισθώσεως και τη διακοπή των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, τα στοιχεία του κεφαλαίου, τα οποία στη συνέχεια μεταβιβάζει σε τρίτο, ο οποίος λίγο αργότερα αναλαμβάνει τη διοίκηση της επιχείρησης χωρίς να προσλάβει νέο προσωπικό, δεδομένου ότι ο εκδοχέας - χωρίς να έχει προβεί σε σχετική συμφωνία ούτε με τον προηγούμενο μισθωτή ούτε με τον εκχωρητή και χωρίς, εξάλλου, συμφωνία μεταξύ των δύο τελευταίων - αναπροσλαμβάνει το ήμισυ και πλέον των μισθωτών που απασχολούνταν στην επιχείρηση από τον προηγούμενο μισθωτή;"

9 Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, οι σχετικές κοινοτικές διατάξεις καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

10 Με το προδικαστικό ερώτημα τίθεται κατ' ουσίαν το πρόβλημα αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε κατάσταση κατά την οποία, ύστερα από την καταγγελία ή τη λύση συμβάσεως μισθώσεως, ο ιδιοκτήτης μιας επιχειρήσεως την αναλαμβάνει για να την πωλήσει στη συνέχεια σε τρίτον ο οποίος, λίγο αργότερα, συνεχίζει την εκμετάλλευσή της, η οποία είχε διακοπεί μετά τη λήξη της συμβάσεως μισθώσεως, με το ήμισυ και πλέον του προσωπικού που χρησιμοποιούνταν στην επιχείρηση από τον προηγούμενο μισθωτή.

11 Η JΙ προτείνει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό με το σκεπτικό ότι, αφενός, η δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας προϋποθέτει τη σύναψη συμφωνίας εκχωρήσεως μεταξύ του παλαιού και του νέου εργοδότη και, αφετέρου, δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για μια υφισταμένη εισέτι οικονομική μονάδα όταν οι δραστηριότητες της επιχείρησης έχουν σταματήσει πριν από τη μεταβίβαση.

12 Αντιθέτως, το Loenmodtagernes Garantifond (ταμείο εγγυήσεως των απαιτήσεων των μισθωτών), παρεμβαίνον στις υποθέσεις της κύριας δίκης, και η Επιτροπή φρονούν ότι συναλλαγές όπως αυτές που έγιναν για την ανάληψη της επιχειρήσεως περί της οποίας πρόκειται αποτελούν σαφώς μεταβίβαση εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ασχέτως του γεγονότος ότι η σχετική πράξη διενεργήθηκε σε δύο στάδια. Εξάλλου, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση που η οδηγία έχει εφαρμογή, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της τελευταίας επιβάλλει να θεωρηθεί ότι οι κατά παράβαση της διατάξεως αυτής απολυθέντες εργαζόμενοι εξακολουθούν να υπηρετούν στην επιχείρηση. Αυτό συμβαίνει ιδίως όσον αφορά τους εργαζομένους που αναπροσλήφθηκαν από το νέο εργοδότη ενώ είχαν απολυθεί λίγο πριν από τη μεταβίβαση. Το γεγονός μάλιστα ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι αναπροσλήφθηκαν από τον εκδοχέα αποκλείει, κατά γενικό κανόνα, το ότι η απόλυσή τους μπορεί να έγινε για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που προϋποθέτουν μεταβολές στο επίπεδο απασχολήσεως.

13 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου η οποία έχει πρόσφατα επιβεβαιωθεί με την απόφαση της 5ης Μαΐου 1988 (Berg και Busschers, 144 και 145/87, Συλλογή σ. 2559), η οδηγία 77/187 αποβλέπει στη διασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επικεφαλής της επιχειρήσεως, επιτρέποντάς τους να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου εργοδότη υπό τις αυτές προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί με τον εκχωρητή. Επομένως, η οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις αλλαγής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του υπεύθυνου για την εκμετάλλευση της επιχείρησης φυσικού ή νομικού προσώπου που έχει αναλάβει τις συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των απασχολουμένων στην επιχείρηση.

14 Από τις προηγούμενες σκέψεις έπεται ότι, όταν ο μισθωτής ο οποίος έχει την ιδιότητα του επικεφαλής της επιχείρησης χάνει μετά τη λήξη της συμβάσεως μισθώσεως αυτή την ιδιότητα, την οποία αποκτά αργότερα ένας τρίτος δυνάμει νέας συμβάσεως πωλήσεως συναφθείσας με τον ιδιοκτήτη, η σχετική πράξη μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας. Το γεγονός ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μεταβίβαση πραγματοποιείται σε δύο φάσεις υπό την έννοια ότι η επιχείρηση αναμεταβιβάζεται, σε πρώτο στάδιο, από τον μισθωτή στον ιδιοκτήτη ο οποίος, στη συνέχεια, τη μεταβιβάζει στο νέο ιδιοκτήτη, δεν αποκλείει τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που συμβαίνει όταν πρόκειται για οικονομική μονάδα που εξακολουθεί να υφίσταται και της οποίας η εκμετάλλευση όντως συνεχίζεται ή αναλαμβάνεται, από το νέο επιχειρηματία, με τις ίδιες ή ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες.

15 Προκειμένου να εκτιμηθεί αν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την εν λόγω πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, η ανάληψη ή όχι των ενσώματων και ασώματων στοιχείων καθώς και του βασικού προσωπικού της επιχειρήσεως, ο βαθμός ομοιότητας των νέων δραστηριοτήτων προς τις ασκούμενες πριν από τη μεταβίβαση δραστηριότητες καθώς και η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.

16 'Οσον αφορά, ειδικότερα, το τελευταίο αυτό κριτήριο, πρέπει να διευκρινιστεί, όπως έχει επίσης κρίνει το Δικαστήριο, με την απόφασή του της 17ης Δεκεμβρίου 1987 (Ny Moelle Kro, 287/86, Συλλογή σ. 5465), ότι το γεγονός ότι η υπό κρίση επιχείρηση ήταν, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, προσωρινώς κλειστή και συνεπώς δεν διέθετε εργαζομένους στην υπηρεσία της συνιστά ασφαλώς ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί αν μεταβιβάστηκε μια οικονομική μονάδα που εξακολουθεί να υφίσταται. Ωστόσο, το προσωρινό κλείσιμο της επιχείρησης και η συνακόλουθη έλλειψη προσωπικού κατά το χρόνο της μεταβίβασης δεν αρκούν, αφεαυτών, για να αποκλείσουν την ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ιδίως σε κατάσταση όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο των διαφορών της κύριας δίκης, κατά την οποία η διακοπή των δραστηριοτήτων της επιχείρησης ήταν απλώς βραχείας διαρκείας και συνέπιπτε, επιπλέον, με την περίοδο των εορτών του τέλους του έτους.

17 Εξάλλου, στην αλληλουχία αυτή, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλέπε την προαναφερθείσα απόφαση Ny Moelle Kro), πλην ρητής διατάξεως περί του αντιθέτου, τις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 77/187 μπορούν να επικαλεστούν μόνον οι εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση ή η σχέση εργασίας ισχύει κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Η ύπαρξη ή όχι συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας κατ' αυτό το χρόνο πρέπει να εκτιμάται βάσει του εθνικού δικαίου, υπό την επιφύλαξη πάντως της τηρήσεως των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων της οδηγίας περί προστασίας των εργαζομένων από απόλυση λόγω της μεταβιβάσεως.

18 Κατά συνέπεια, οι απασχολούμενοι στην επιχείρηση εργαζόμενοι των οποίων η σύμβαση εργασίας είχε, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, τερματισθεί πριν από τη μεταβίβαση, πρέπει να θεωρηθούν ότι εξακολουθούσαν να απασχολούνται στην επιχείρηση κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, πράγμα που έχει ως συνέπεια, ιδίως, ότι οι υποχρεώσεις του εργοδότη απέναντί τους μεταβιβάστηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας, αυτοδικαίως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα. Για να καθοριστεί αν, αντίθετα προς τις διατάξεις του προαναφερθέντος άρθρου 4, παράγραφος 1, η απόλυση οφειλόταν αποκλειστικά στη μεταβίβαση, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη οι αντικειμενικές περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε η απόλυση και ιδίως, σε περίπτωση όπως η προκείμενη, το γεγονός ότι η απόλυση συντελέστηκε σε ημερομηνία ελάχιστα απέχουσα της ημερομηνίας της μεταβιβάσεως, οι δε εν λόγω εργαζόμενοι αναπροσλήφθηκαν από τον εκδοχέα.

19 Οι σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις που είναι αναγκαίες για τη διαπίστωση δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων ερμηνείας που αντλούνται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

20 Για τους λόγους αυτούς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε κατάσταση κατά την οποία, ύστερα από την καταγγελία ή τη λύση μιας συμβάσεως μισθώσεως, ο ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως την αναλαμβάνει για να την πωλήσει στη συνέχεια σε τρίτον, ο οποίος, λίγο αργότερα, συνεχίζει την εκμετάλλευσή της με το ήμισυ και πλέον του προσωπικού που απασχολούνταν στην επιχείρηση από τον προηγούμενο μισθωτή, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση διατηρεί την ταυτότητά της.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

21 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσε παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφασίσει επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα ),

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Hoejesteret της Δανίας, με αίτηση της 4ης Δεκεμβρίου 1985, αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/187 του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε κατάσταση κατά την οποία, ύστερα από την καταγγελία ή τη λύση μιας συμβάσεως μισθώσεως, ο ιδιοκτήτης της επιχειρήσεως την αναλαμβάνει για να την πωλήσει στη συνέχεια σε τρίτον, ο οποίος, λίγο αργότερα, συνεχίζει την εκμετάλλευσή της με το ήμισυ και πλέον του προσωπικού που απασχολούνταν στην επιχείρηση από τον προηγούμενο μισθωτή, εφόσον η εν λόγω επιχείρηση διατηρεί την ταυτότητά της.