EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62016CC0679

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi της 31ης Ιανουαρίου 2018.
Διαδικασία που κίνησε ο/η A.
Αίτηση του Korkein hallinto-oikeus για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ιθαγένεια της Ένωσης – Άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ – Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή εντός των κρατών μελών – Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Κοινωνική πρόνοια – Παροχές ασθενείας – Υπηρεσίες στα άτομα με αναπηρία – Υποχρέωση δήμου κράτους μέλους να παρέχει σε δημότη του την προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία του προσωπική βοήθεια κατά τη διάρκεια των ανώτερων σπουδών που παρακολουθεί ο δημότης αυτός σε άλλο κράτος μέλος.
Υπόθεση C-679/16.

Court reports – general – 'Information on unpublished decisions' section

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2018:51

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PAOLO MENGOZZI

της 31ης Ιανουαρίου 2018 ( 1 )

Υπόθεση C‑679/16

Α

[αίτηση του Korkein hallinto‑oikeus (ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, Φινλανδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ – Ιθαγένεια της Ένωσης – Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Κοινωνική ασφάλιση – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Κοινωνική πρόνοια – Παροχές ασθένειας – Υπηρεσίες προς άτομα με αναπηρία – Υποχρέωση ή μη δήμου κράτους μέλους να παράσχει σε δημότη του προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία προσωπική βοήθεια κατά τη διάρκεια των σπουδών ανώτατης εκπαιδεύσεως που αυτός πραγματοποιεί σε άλλο κράτος μέλος»

I. Εισαγωγή

1.

Στην υπό κρίση υπόθεση, το Korkein hallinto‑oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, Φινλανδία) ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας ( 2 ), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 988/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 ( 3 ) (στο εξής: κανονισμός 883/2004), και τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ.

2.

Κατά βάση, πρέπει, αφενός, να διευκρινιστεί αν προσωπική βοήθεια χορηγηθείσα σε άτομο με σοβαρή αναπηρία μπορεί να χαρακτηριστεί «παροχή ασθένειας» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 ή, αντιθέτως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής αυτού. Αφετέρου, στην περίπτωση που η προσωπική βοήθεια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ η άρνηση της αρμόδιας φινλανδικής αρχής να χορηγήσει τέτοια βοήθεια σε άτομο με σοβαρή αναπηρία, κάτοικο Φινλανδίας, για την παρακολούθηση σπουδών ανώτατης εκπαιδεύσεως σε άλλο κράτος μέλος, και συγκεκριμένα στην Εσθονία.

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία

3.

Το άρθρο 19 της συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2010/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009 ( 4 ), ορίζει τα εξής:

«Τα συμβαλλόμενα κράτη της παρούσας σύμβασης […] λαμβάνουν αποτελεσματικά και κατάλληλα μέτρα για να διευκολύνουν την πλήρη απόλαυση αυτού του δικαιώματος από τα άτομα με αναπηρία και την πλήρη ένταξη και συμμετοχή τους στην κοινότητα, εξασφαλίζοντας ακόμη ότι:

[…]

β)

τα άτομα με αναπηρία έχουν πρόσβαση σε ένα φάσμα υπηρεσιών παροχής βοήθειας στο σπίτι ή σε ίδρυμα, καθώς και σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, όπως η παροχή της απαραίτητης ατομικής βοήθειας για τη διαβίωση και την ένταξη στην κοινωνία και για την πρόληψη της απομόνωσης ή της απόρριψης από την κοινότητα·

[…]».

4.

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας κύρωσε τη σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και το προαιρετικό πρωτόκολλο αυτής στις 11 Μαΐου 2016. Η εν λόγω σύμβαση και το προαιρετικό πρωτόκολλο τέθηκαν σε ισχύ στη Φινλανδία στις 10 Ιουνίου 2016.

Β.   Ο κανονισμός 883/2004

5.

Στο άρθρο 1, στοιχεία ιʹ, ιαʹ και ιβʹ, του κανονισμού 883/2004 προβλέπονται οι ακόλουθοι ορισμοί:

«ι)

“κατοικία”: ο τόπος στον οποίο διαμένει συνήθως ένα πρόσωπο·

ια)

“διαμονή”: η προσωρινή διαμονή·

ιβ)

“νομοθεσία”: για κάθε κράτος μέλος, οι νόμοι, οι κανονισμοί και άλλες κανονιστικές διατάξεις και όλα τα εκτελεστικά μέτρα, εφόσον αφορούν στους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης του άρθρου 3 παράγραφος 1.

[…]»

6.

Το άρθρο 3 του κανονισμού 883/2004, το οποίο επιγράφεται «Υλικό πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

α)

παροχές ασθένειας·

[…]

2.   Εκτός αν ορίζεται άλλως στο παράρτημα ΧΙ, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε γενικά και ειδικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, ανταποδοτικού ή μη ανταποδοτικού τύπου, καθώς και σε συστήματα που αφορούν στις υποχρεώσεις του εργοδότη ή του πλοιοκτήτη.

3.   Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες καλύπτονται από το άρθρο 70.

[…]

5.   Ο παρών κανονισμός δεν ισχύει:

α)

για την κοινωνική πρόνοια και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη·

[…]».

7.

Το άρθρο 9 του κανονισμού 883/2004, το οποίο επιγράφεται «Δηλώσεις των κρατών μελών σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού», προβλέπει ειδικότερα ότι τα κράτη μέλη κοινοποιούν, κάθε χρόνο, εγγράφως στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη νομοθεσία και τα συστήματα που μνημονεύονται στο άρθρο 3.

8.

Το άρθρο 70 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής:

«1.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στις ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα, οι οποίες προβλέπονται δυνάμει νομοθεσίας η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων ή/και των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, όσο και της κοινωνικής πρόνοιας.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως “ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα”, νοούνται εκείνες οι οποίες:

α)

προορίζονται να παρέχουν είτε:

i)

συμπληρωματική, αναπληρωματική ή επικουρική κάλυψη έναντι των κινδύνων οι οποίοι αντιστοιχούν στους αναφερόμενους στο άρθρο 3 παράγραφος 1 κλάδους κοινωνικής ασφάλειας και να εξασφαλίζουν στους ενδιαφερομένους ένα ελάχιστο εισόδημα διαβίωσης σε σχέση με το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, ή

ii)

μόνο ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον του συγκεκριμένου προσώπου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος,

και

β)

στις περιπτώσεις που η χρηματοδότηση προέρχεται αποκλειστικά από την υποχρεωτική φορολογία που προορίζεται να καλύψει τις γενικές δημόσιες δαπάνες και οι όροι για τη χορήγηση και τον υπολογισμό των παροχών δεν εξαρτώνται από τυχόν εισφορές εκ μέρους του δικαιούχου. Ωστόσο, οι παροχές που χορηγούνται για να καλύψουν συμπληρωματικά ανταποδοτικού τύπου παροχή, δεν θεωρούνται ως ανταποδοτικού τύπου παροχές για αυτόν και μόνο τον λόγο,

και

γ)

περιλαμβάνονται στο παράρτημα X.

3.   Το άρθρο 7 και τα άλλα κεφάλαια του παρόντος τίτλου δεν εφαρμόζονται στις παροχές της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 παροχές χορηγούνται αποκλειστικά στο κράτος μέλος στο οποίο κατοικούν οι ενδιαφερόμενοι και σύμφωνα με τη νομοθεσία του. Οι παροχές αυτές χορηγούνται από τον φορέα του τόπου κατοικίας και σε βάρος του.»

Γ.   Το φινλανδικό δίκαιο

1. Ο νόμος περί κοινωνικών υπηρεσιών

9.

Το άρθρο 13, σημείο 1, του sosiaalihuoltolaki [νόμου περί κοινωνικών υπηρεσιών (17.9.1982/710)] ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 13

Στο πλαίσιο των σχετιζόμενων με τις κοινωνικές υπηρεσίες καθηκόντων του, ο δήμος οφείλει, σεβόμενος το περιεχόμενο και την έκταση που προβλέπονται στη νομοθεσία, να μεριμνά για:

1.   την οργάνωση των κοινωνιών υπηρεσιών για τους δημότες·

[…]».

10.

Το άρθρο 14, πρώτο εδάφιο, του νόμου περί κοινωνικών υπηρεσιών προβλέπει τα εξής:

«Λογίζεται ως δημότης κατά την έννοια του παρόντος νόμου κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στον δήμο, κατά την έννοια του väestökirjalaki [νόμου περί ληξιαρχείων (141/69)].

[…]»

2. Ο νόμος περί των υπηρεσιών και των μέτρων υποστηρίξεως που πρέπει να οργανώνονται λόγω αναπηρίας

11.

Τα άρθρα 1 και 3, το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο, καθώς και τα άρθρα 8c και 8d του laki vammaisuuden perusteella järjestettävistä palveluista ja tukitoimista [νόμου περί των υπηρεσιών και των μέτρων υποστηρίξεως που πρέπει να οργανώνονται λόγω αναπηρίας (3.4.1987/380)] (στο εξής: νόμος περί παροχών αναπηρίας) ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 1

Σκοπός του νόμου

Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η διευκόλυνση των ατόμων με αναπηρία ώστε να μπορούν να διαβιούν με τους συμπολίτες τους και να είναι ενεργά ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας, καθώς και η αποτροπή και η εξάλειψη των δυσχερειών και των εμποδίων που προκύπτουν λόγω της αναπηρίας.

[…]

Άρθρο 3

Ευθύνη για την οργάνωση των υπηρεσιών και των μέτρων υποστηρίξεως

Κάθε δήμος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες και τα μέτρα υποστηρίξεως για άτομα με αναπηρία να παρέχονται ανάλογα με τη φύση και την έκταση των υφιστάμενων στον δήμο αναγκών.

Κατά την παροχή των υπηρεσιών και των μέτρων υποστηρίξεως στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προσωπικής βοήθειας του ενδιαφερομένου (19.12.2008/981).

Άρθρο 8

Υπηρεσίες προς άτομα με αναπηρία

[…]

Απόκειται στον δήμο να παρέχει στα άτομα με σοβαρή αναπηρία εύλογες υπηρεσίες μεταφοράς, με υπηρεσία συνοδείας, ημερήσιες δραστηριότητες, προσωπική βοήθεια και στέγη με βοήθεια, εάν το άτομο έχει, λόγω της αναπηρίας ή της ασθένειάς του, επιτακτική ανάγκη υπηρεσιών για την άσκηση των συνήθων δραστηριοτήτων της ζωής. Εντούτοις, ο δήμος δεν έχει ειδική υποχρέωση παροχής στέγης με βοήθεια ή προσωπικής βοήθειας, εάν η αναγκαία για το άτομο με σοβαρή αναπηρία φροντίδα δεν μπορεί να παρασχεθεί σε επίπεδο τοπικής κοινότητας (19.2.2010/134).

Άρθρο 8c (19.12.2008/981)

Προσωπική βοήθεια

Ως “προσωπική βοήθεια” δυνάμει του παρόντος νόμου νοείται η απολύτως αναγκαία βοήθεια που χρειάζονται τα άτομα με σοβαρή αναπηρία στην οικία τους και εκτός αυτής:

1)

στις καθημερινές δραστηριότητες·

2)

στην εργασία τους και στις σπουδές τους·

3)

για την αναψυχή τους·

4)

στην κοινωνική ζωή· ή

5)

για τη διατήρηση των κοινωνικών επαφών.

Σκοπός της προσωπικής βοήθειας είναι η παροχή βοήθειας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία ώστε να πραγματοποιούν τις δικές τους επιλογές κατά την άσκηση των απαριθμούμενων στο πρώτο εδάφιο δραστηριοτήτων. Η οργάνωση της προσωπικής βοήθειας προϋποθέτει ότι το άτομο με σοβαρή αναπηρία διαθέτει πόρους για να καθορίσει το περιεχόμενο και τον τρόπο εφαρμογής της βοήθειας.

Για τους σκοπούς της παροχής προσωπικής βοήθειας, πρέπει να θεωρείται πάσχων από σοβαρή αναπηρία κάθε πρόσωπο το οποίο χρειάζεται απαραιτήτως και κατ’ επανάληψη, λόγω αναπηρίας ή μακροχρόνιας ή επιδεινούμενης ασθένειας, τη βοήθεια άλλου προσώπου για την άσκηση των απαριθμούμενων στο πρώτο εδάφιο δραστηριοτήτων, όταν η ανάγκη αυτή δεν οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ασθένειες και στις μειωμένες δυνατότητες που συνδέονται με την ηλικία.

Η προσωπική βοήθεια πρέπει να παρέχεται για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής, της εργασίας και των σπουδών στο μέτρο που ο πάσχων από σοβαρή αναπηρία την χρειάζεται απαραιτήτως.

Για τις προβλεπόμενες στο προπαρατεθέν πρώτο εδάφιο, σημεία 3 έως 5, δραστηριότητες, η προσωπική βοήθεια πρέπει να παρέχεται επί τουλάχιστον 30 ώρες μηνιαίως, εφόσον μικρότερος αριθμός ωρών δεν αρκεί για τη διασφάλιση της απαραίτητης βοήθειας προς τον πάσχοντα από σοβαρή αναπηρία.

Άρθρο 8d (19.12.2008/981)

Τρόπος παροχής της προσωπικής βοήθειας

Για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τον τρόπο παροχής της προσωπικής βοήθειας και την οργάνωση αυτής, κάθε δήμος λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του ατόμου με σοβαρή αναπηρία και τις προτιμήσεις του, καθώς και την ατομική του ανάγκη για βοήθεια, καθοριζόμενη βάσει συνολικού σχεδίου υπηρεσιών και συνθηκών διαβιώσεως.

Κάθε δήμος μπορεί να παρέχει προσωπική βοήθεια:

1)

καλύπτοντας τις δαπάνες των πασχόντων από σοβαρή αναπηρία οι οποίες απορρέουν από την απασχόληση ατόμου παρέχοντος βοήθεια, περιλαμβανομένων των εισφορών και λοιπών εξόδων που κατά νόμο βαρύνουν τον εργοδότη, καθώς και των λοιπών δαπανών που προκύπτουν από τις αναγκαίες εύλογες ενέργειες του παρέχοντος τη βοήθεια·

2)

χορηγώντας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία κουπόνια εύλογης αξίας για την παροχή υπηρεσιών βοήθειας, σύμφωνα με τον laki sosiaali- ja terveydenhuollon palvelusetelistä [(νόμο για τα κουπόνια παροχής υπηρεσιών κοινωνικής ασφαλίσεως και υγειονομικής περιθάλψεως) (569/2009)]· ή (30.12.2014/1309)

3)

παρέχοντας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία υπηρεσίες βοήθειας μέσω δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων παροχής τέτοιων υπηρεσιών ή φροντίζοντας για την παροχή τους στο πλαίσιο του αρμόδιου δήμου ή σε συνεργασία με άλλον ή άλλους δήμους.

Στην προβλεπόμενη στο δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, ανωτέρω περίπτωση, το άτομο με σοβαρή αναπηρία πρέπει, ενδεχομένως, να καθοδηγείται και να βοηθείται στα ζητήματα που σχετίζονται με την πρόσληψη του παρέχοντος βοήθεια.

Ο παρέχων βοήθεια που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, ανωτέρω δεν μπορεί να είναι γονέας ή άλλο συγγενικό πρόσωπο του ατόμου με σοβαρή αναπηρία, εκτός εάν υφίσταται ειδικός σημαντικός λόγος ώστε να θεωρείται ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του ατόμου με αναπηρία.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

12.

Ο A, προσφεύγων της κύριας δίκης, γεννήθηκε το 1992 και κατοικεί στον Δήμο του Espoo, στη Φινλανδία. Ο A πάσχει από σοβαρή αναπηρία, υπό τη μορφή εγκεφαλικής παραλύσεως, σοβαρών δυσκολιών μετακινήσεως και συμπτωμάτων ανεξέλεγκτων κινήσεων. Είναι πρόδηλο ότι ο Α έχει σημαντική ανάγκη βοήθειας, ακόμη και για την άσκηση των καθημερινών δραστηριοτήτων του. Ως εκ τούτου, ο Δήμος του Espoo έθεσε στη διάθεσή του προσωπικό βοηθό στο πλαίσιο της φοιτήσεώς του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Φινλανδία.

13.

Τον Αύγουστο του 2013, ο A ζήτησε από τον Δήμο του Espoo, βάσει του νόμου περί παροχών αναπηρίας, προσωπική βοήθεια διάρκειας περίπου πέντε ωρών εβδομαδιαίως για την εκτέλεση οικιακών καθηκόντων (ψώνια, νοικοκυριό, πλύσιμο ρούχων). Από τη δικογραφία της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι, κατά την ημερομηνία της αιτήσεως, ο A επρόκειτο να μεταβεί στο Ταλίν, στην Εσθονία, για να παρακολουθήσει εκεί τριετές πρόγραμμα σπουδών νομικής, με καθεστώς πλήρους φοιτήσεως, και τούτο σήμαινε ότι θα διέμενε τρεις ή τέσσερις ημέρες στην εσθονική πρωτεύουσα, έχοντας την πρόθεση να επιστρέφει τα σαββατοκύριακα στο Espoo.

14.

Με απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2013, επικυρωθείσα κατόπιν ασκήσεως κοινής προσφυγής εναντίον της με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2014, η αίτηση προσωπικής βοήθειας του A απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι η διαμονή του στο εξωτερικό δεν μπορούσε να θεωρηθεί περιστασιακή, καίτοι δεν άλλαζε ο δήμος κατοικίας του. Ο Δήμος του Espoo υποστήριξε ότι δεν υποχρεούται να παρέχει υπηρεσίες και μέτρα υποστηρίξεως στο εξωτερικό, καθόσον η φύση της διαμονής στο εξωτερικό ήταν παραπλήσια της έννοιας της «συνήθους διαμονής». Διαπιστώθηκε επιπλέον ότι η προσωπική βοήθεια μπορεί να παρέχεται στο εξωτερικό μόνο κατά τη διάρκεια διακοπών ή επαγγελματικών μετακινήσεων. Αντιθέτως, σχετικές παροχές δεν καλύπτονται όταν μεταβάλλεται ο δήμος κατοικίας λόγω διαμονής στο εξωτερικό ή όταν για άλλον λόγο ο ενδιαφερόμενος διαμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή μονίμως στο εξωτερικό.

15.

Με απόφαση της 27ης Ιουνίου 2014, το Helsingin hallinto‑oikeus (διοικητικό δικαστήριο του Ελσίνκι, Φινλανδία) επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, τη συλλογιστική αυτή στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε ο A.

16.

Εντούτοις, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής, το Korkein hallinto‑oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) εκτιμά ότι για την έκδοση αποφάσεως επί της υποθέσεως είναι αναγκαία η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Δικαστήριο.

17.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δυνάμει του νόμου περί παροχών αναπηρίας, η προσωπική βοήθεια είναι υπηρεσία που εμπίπτει στην ειδική υποχρέωση του δήμου και σε σχέση με την οποία ο πάσχων από σοβαρή αναπηρία διαθέτει υποκειμενικό δικαίωμα. Η προσωπική βοήθεια πρέπει να παρέχεται στα άτομα με σοβαρή αναπηρία τα οποία πληρούν τους προβλεπόμενους από τον εν λόγω νόμο όρους, εφόσον είναι απολύτως απαραίτητη λαμβανομένων υπόψη των ατομικών αναγκών του ενδιαφερομένου. Εντούτοις, καίτοι δεν αμφισβητείται ότι, κατά το εθνικό δίκαιο, ο Espoo παραμένει ο δήμος κατοικίας του A, παρότι αυτός σπουδάζει στην εσθονική πρωτεύουσα, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ούτε το γράμμα του νόμου περί παροχών αναπηρίας ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες αυτού μπορούν να υποστηρίξουν την άποψη ότι ο δήμος υποχρεούται να παράσχει τη ζητηθείσα βοήθεια στο πλαίσιο διαμονής στο εξωτερικό.

18.

Επομένως, το Korkein hallinto‑oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) εκτιμά ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να γίνει δεκτή μόνο βάσει της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, καταρχάς, να διευκρινιστεί αν, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της, η προσωπική βοήθεια που θεσπίζει ο νόμος περί παροχών αναπηρίας πρέπει να χαρακτηριστεί παροχή ασθένειας, οπότε θα εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, ή αν πρόκειται για παροχή σχετική με την κοινωνική πρόνοια, οπότε δεν θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού. Κλίνοντας περισσότερο προς το δεύτερο ενδεχόμενο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, εν συνεχεία, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ για την ιθαγένεια της Ένωσης η άρνηση χορηγήσεως της ζητηθείσας προσωπικής βοήθειας στην υπόθεση της κύριας δίκης.

19.

Επομένως, το Korkein hallinto‑oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει παροχή όπως η προβλεπόμενη από τον νόμο περί παροχών αναπηρίας προσωπική βοήθεια να λογίζεται ως παροχή ασθενείας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004;

2)

Αν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δοθεί αρνητική απάντηση:

Υφίσταται περιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, όπως αυτά προβλέπονται στα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ, όταν η χορήγηση παροχής στο εξωτερικό όπως η προσωπική βοήθεια κατά την έννοια του νόμου περί παροχών αναπηρίας δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης ρυθμίσεως και οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της παροχής ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι η προσωπική βοήθεια δεν παρέχεται εντός άλλου κράτους μέλους στο οποίο ο ενδιαφερόμενος παρακολουθεί τριετείς σπουδές ανωτάτης εκπαιδεύσεως με σκοπό την απόκτηση σχετικού πτυχίου;

Ασκεί επιρροή για τη σχετική εκτίμηση το ότι παροχή όπως η προσωπική βοήθεια μπορεί να χορηγείται εντός της Φινλανδίας εντός δήμου διαφορετικού από τον δήμο κατοικίας του ενδιαφερομένου, για παράδειγμα όταν ο ενδιαφερόμενος σπουδάζει σε άλλο δήμο από αυτόν στον οποίο κατοικεί;

Ασκούν επιρροή συναφώς τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 19 της συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία στο πλαίσιο της εξετάσεως της υποθέσεως έναντι του δικαίου της Ένωσης;

3)

Αν το Δικαστήριο κρίνει, με την απάντηση που θα δώσει στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ότι η εθνική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας, μπορεί παρά ταύτα να δικαιολογηθεί ένας τέτοιος περιορισμός βάσει επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος που απορρέουν από την υποχρέωση του δήμου να εποπτεύει την παροχή της προσωπικής βοήθειας, από τη δυνατότητα του δήμου να καθορίζει τον πρόσφορο τρόπο παροχής της βοήθειας, καθώς και από την προστασία της ενότητας και της αποτελεσματικότητας του συστήματος προσωπικής βοήθειας το οποίο προβλέπεται από τον νόμο περί παροχών αναπηρίας;»

20.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν επί των ως άνω ερωτημάτων η Φινλανδική, η Τσεχική και η Σουηδική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Λαμβανομένων υπόψη των κατατεθεισών παρατηρήσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς και αποφάσισε να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

IV. Ανάλυση

21.

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν προσωπική βοήθεια όπως η προβλεπόμενη στον νόμο περί παροχών αναπηρίας πρέπει να χαρακτηριστεί παροχή ασθένειας, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, οπότε θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, ή αν, αντιθέτως, πρόκειται για παροχή «κοινωνικής πρόνοιας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, η οποία αποκλείεται ρητώς, ως εκ τούτου, από το πεδίο εφαρμογής του συστήματος συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως που προβλέπεται από την εν λόγω πράξη.

22.

Στη δεύτερη αυτή περίπτωση ‐την οποία προκρίνει το αιτούν δικαστήριο‐, ζητείται, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αντιβαίνει στα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ, στα οποία κατοχυρώνεται η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης και το δικαίωμα αυτού να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, η άρνηση δήμου κράτους μέλους να χορηγήσει την προσωπική βοήθεια που ζητεί δημότης του οικείου δήμου, πάσχων από σοβαρή αναπηρία, με την αιτιολογία ότι ο εν λόγω δημότης θα έχει προσωρινά τη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να παρακολουθήσει εκεί σπουδές ανώτατης εκπαιδεύσεως.

23.

Θα εξετάσω διαδοχικά τα ερωτήματα αυτά, αλλά επισημαίνω ήδη ότι, για τους λόγους που θα εκθέσω στη συνέχεια, εκτιμώ ότι η επίμαχη προσωπική βοήθεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, όπως εκτιμά και το αιτούν δικαστήριο, «παροχή ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 και ότι η άρνηση του φινλανδικού δήμου να τη χορηγήσει σε δημότη πάσχοντα από σοβαρή αναπηρία, όπως ο A, αντιβαίνει στα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ.

Α.   Επί του χαρακτηρισμού της προσωπικής βοήθειας βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 883/2004

24.

Το σύστημα που καθιερώνει ο κανονισμός 883/2004 (όπως και οι προγενέστερες αυτού πράξεις) ( 5 ) στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ, αφενός, των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως, οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, αυτού, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού, και, αφετέρου, των παροχών «κοινωνικής πρόνοιας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού.

25.

Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής πρόνοιας δεν είναι ευδιάκριτη. Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 883/2004 δεν περιέχει κανέναν γενικό ορισμό των τομέων αυτών και ούτε παραπέμπει, για τον σκοπό αυτό, στις νομοθεσίες των κρατών μελών. Εξάλλου, το γεγονός ότι κράτος μέλος παρέλειψε να δηλώσει, βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 883/2004, ότι συγκεκριμένο εθνικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού δεν έχει ως συνέπεια να αποκλείεται ipso facto το εν λόγω σύστημα από το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού ( 6 ).

26.

Κληθέν να αντιμετωπίσει από νωρίς το πρόβλημα αυτό, το Δικαστήριο διατύπωσε δύο προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν εφικτή, κατά κανόνα, τη διάκριση μεταξύ παροχών που εμπίπτουν στην κοινωνική ασφάλιση και παροχών που εμπίπτουν στο πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας. Επομένως, κατά πάγια νομολογία, παροχή μπορεί να θεωρείται παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως εφόσον:

χορηγείται στους δικαιούχους άνευ οιασδήποτε προηγούμενης εξατομικευμένης και κατά διακριτική ευχέρεια σταθμίσεως των προσωπικών αναγκών, επί τη βάσει εκ του νόμου οριζόμενης καταστάσεως, και

συνδέεται με κάποιον εκ των ρητώς απαριθμούμενων στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 κινδύνων ( 7 ).

27.

Δεδομένου ότι οι δύο ως άνω προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, η μη εκπλήρωση οιασδήποτε εξ αυτών έχει ως αποτέλεσμα να μην εμπίπτει η επίμαχη παροχή στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004.

28.

Ενίοτε το ίδιο σύστημα παροχών μπορεί να έχει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στην κοινωνική ασφάλιση ενώ, ως προς ορισμένες πτυχές του, προσεγγίζει την κοινωνική πρόνοια, και τούτο μπορεί να δυσχεραίνει την ανάλυση των δύο προϋποθέσεων που παρατίθενται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

29.

Όσον αφορά τον μικτό χαρακτήρα ορισμένων εθνικών νομοθεσιών, το Δικαστήριο τόνισε επανειλημμένως ότι, αν και μπορεί να φαίνεται επιθυμητή, από την άποψη της εφαρμογής του κανονισμού, η καθιέρωση σαφούς διακρίσεως μεταξύ των νομοθετικών συστημάτων περί κοινωνικής ασφαλίσεως και αρωγής, δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα ορισμένες νομοθεσίες, λόγω του κύκλου προσώπων στα οποία εφαρμόζονται, του σκοπού τους και των επί μέρους κανόνων για την εφαρμογή τους, να παρουσιάζουν συγγένεια και προς τις δύο συγχρόνως προαναφερθείσες κατηγορίες, διαφεύγοντας έτσι κάθε δυνατότητα γενικής κατατάξεως ( 8 ).

30.

Αναμφίβολα, το άρθρο 4, παράγραφος 2α, και το άρθρο 10α του κανονισμού 1408/71 ‐τα οποία παρεμβλήθησαν στο κείμενο αυτού με τον κανονισμό 1247/92 του Συμβουλίου, της 30ής Απριλίου 1992 ( 9 ) ‐, και, πλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 3, και το άρθρο 70 του κανονισμού 883/2004 έλαβαν, εν μέρει, υπόψη το ενδεχόμενο αυτό. Ειδικότερα, όσον αφορά τον κανονισμό 883/2004, το άρθρο 70 αυτού θεσπίζει τις γενικές διατάξεις σχετικά με τις «ειδικές μη ανταποδοτικού τύπου παροχές σε χρήμα», οι οποίες εφαρμόζονται στη νομοθεσία, η οποία, λόγω του προσωπικού πεδίου εφαρμογής της, των στόχων και/ή των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος, έχει χαρακτηριστικά τόσο της νομοθεσίας κοινωνικής ασφάλειας όσο και της κοινωνικής πρόνοιας. Στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως εμπίπτουν, ιδίως, οι παροχές που προορίζονται να παρέχουν «μόνο ειδική προστασία στα άτομα με αναπηρίες, οι οποίες συνδέονται στενά με το κοινωνικό περιβάλλον του συγκεκριμένου προσώπου στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος», και τούτο δικαιολογεί να χορηγούνται, δυνάμει του άρθρου 70, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2004, αποκλειστικά στο κράτος μέλος κατοικίας του δικαιούχου και σύμφωνα με τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

31.

Ακόμη και αν η έννοια της «παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και η έννοια της «ειδικής μη ανταποδοτικού τύπου παροχής», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, και το άρθρο 70 του κανονισμού αυτού αλληλοαποκλείονται ( 10 ), η εφαρμογή των τελευταίων αυτών άρθρων προϋποθέτει ότι οι επίμαχες παροχές εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή ότι χαρακτηρίζονται ειδικές παροχές, σε χρήμα και μη ανταποδοτικού τύπου, ενώ περιλαμβάνονται, καταρχήν, στον προβλεπόμενο στο παράρτημα Χ του ίδιου κανονισμού κατάλογο των νομοθεσιών οι οποίες απαριθμούνται για κάθε κράτος μέλος. Εντούτοις, όσον αφορά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, ο νόμος περί παροχών αναπηρίας δεν μνημονεύεται στον κατάλογο του παραρτήματος X του κανονισμού 883/2004. Επομένως, η καθ’ όλες τις ενδείξεις σκόπιμη παράλειψη του αιτούντος δικαστηρίου να ζητήσει από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 3, παράγραφος 3, και το άρθρο 70 του εν λόγω κανονισμού και η απουσία παρατηρήσεων από τους ενδιαφερομένους επί του σημείου αυτού φαίνεται ότι μπορούν να αποδοθούν στην περίσταση αυτή ( 11 ).

32.

Τούτου λεχθέντος, πέραν του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, και του άρθρου 70 του κανονισμού 883/2004 και, επομένως, όσον αφορά την οριοθέτηση των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού, η προϋπόθεση που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα στον έλεγχο που διενεργεί το Δικαστήριο είναι αυτή η οποία αφορά τους κινδύνους που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η εθνική νομοθεσία εντάσσει τους δικαιούχους σε κατηγορία που καθορίζεται από τον νόμο και παρέχει δικαίωμα παροχής, άνευ οιασδήποτε προηγούμενης εξατομικευμένης και κατά διακριτική ευχέρεια σταθμίσεως των αναγκών του ενδιαφερομένου, δεδομένου ότι η απαρίθμηση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 είναι διεξοδική, παροχή η οποία δεν αφορά την κάλυψη ενός εκ των κινδύνων που μνημονεύονται στο εν λόγω άρθρο δεν εμπίπτει, σε καμία περίπτωση, στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004 ( 12 ).

33.

Εντούτοις, παρά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά τον προσδιορισμό των δύο προϋποθέσεων που παρατίθενται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων, η εφαρμογή των εν λόγω προϋποθέσεων στις περιπτώσεις των οποίων επιλήφθηκε το Δικαστήριο έχει αποδειχθεί λιγότερο σαφής.

34.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση που διατύπωσε το Δικαστήριο, ο αυστηρός χαρακτήρας της επέτρεπε δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι η αναγνώριση στην αρμόδια εθνική διοικητική αρχή δυνατότητας έστω και ελάχιστης εξατομικευμένης και κατά διακριτική ευχέρεια σταθμίσεως των αναγκών του ενδιαφερομένου θα οδηγούσε στην αδυναμία χαρακτηρισμού της παροχής ως παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως. Εντούτοις, κατά τρόπο αρκετά αντιφατικό, κατά την άποψή μου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προϋπόθεση αυτή πληρούνταν, παρά το γεγονός ότι το επίδομα χορηγούνταν μόνο λαμβανομένων υπόψη της περιουσίας του αιτούντος, του εισοδήματός του, του αριθμού των συντηρούμενων από αυτόν τέκνων και της ηλικίας αυτών, εφόσον τα εν λόγω κριτήρια ήταν αντικειμενικά και υπό του νόμου καθοριζόμενα, χωρίς η αρμόδια αρχή να μπορεί να «λάβει υπόψη άλλες προσωπικές συνθήκες» ( 13 ). Αντιθέτως, πιο πρόσφατα, σε σχέση με επιδόματα για την αντιστάθμιση των κοινωνικών συνεπειών της βαριάς αναπηρίας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, στο πλαίσιο προσφυγής επί παραλείψει που άσκησε η Επιτροπή κατά της Σλοβακικής Δημοκρατίας, ότι, καίτοι τόσο η ιατρική και η κοινωνική πραγματογνωμοσύνη όσο και η συνολική πραγματογνωμοσύνη, στο πλαίσιο της οποίας διατυπώνεται η πρόταση για το είδος επιδόματος που πρέπει να χορηγηθεί για την αντιστάθμιση, διενεργούνταν επί τη βάσει αντικειμενικών και καθορισμένων από τον νόμο κριτηρίων, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα κριτήρια αυτά παρείχαν δικαίωμα στα επίμαχα επιδόματα χωρίς η αρμόδια αρχή να έχει περιθώριο εκτιμήσεως για τη χορήγησή τους ( 14 ).

35.

Όσον αφορά την εφαρμογή της δεύτερης προϋποθέσεως, παρά την υπόμνηση του διεξοδικού χαρακτήρα των κινδύνων ή των παροχών που απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, το Δικαστήριο δέχθηκε, ανεξάρτητα από τη μη μνεία του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως στον εν λόγω κανονισμό ( 15 ), ότι επιδόματα που αφορούν τον συγκεκριμένο κίνδυνο μπορούν να εξομοιωθούν με «παροχές ασθένειας», κατά το ως άνω άρθρο, και, επομένως, μπορούν να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης σχετικά με τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως ( 16 ). Εντούτοις, μια τέτοια εξομοίωση του κινδύνου αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως με τον κίνδυνο ασθένειας τελεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε να μη διευρύνεται υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004, λαμβανομένης υπόψη της απουσίας διατάξεως στον κανονισμό αυτό η οποία να αφορά ειδικώς τον εν λόγω κίνδυνο. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παροχές οι οποίες προορίζονται να καλύψουν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως πρέπει όχι μόνο να πληρούν την πρώτη προϋπόθεση που μνημονεύεται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων, αλλά κυρίως να έχουν ως στόχο να «βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας και η ζωή των μη αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων» και να «αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφαλίσεως ασθενείας» ( 17 ). Επομένως, οι παροχές που αφορούν τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως, οι οποίες, όπως αυτή η τελευταία, εκτείνονται γενικά σε μεγάλο χρονικό διάστημα, έχουν, το πολύ, συμπληρωματικό χαρακτήρα έναντι των «κλασικών» παροχών ασθένειας, οι οποίες χορηγούνται καταρχήν για σύντομο χρονικό διάστημα, εμπίπτουν δε, stricto sensu, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 ( 18 ).

36.

Η εκπλήρωση, στην υπόθεση της κύριας δίκης, των δύο προϋποθέσεων που παρατίθενται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένων υπόψη των ως άνω παρατηρήσεων, δεδομένου ότι, όπως ορθώς επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, βάσει της νομολογίας, το γεγονός ότι η Δημοκρατία της Φινλανδίας δεν δήλωσε τον νόμο περί παροχών αναπηρίας ως υπαγόμενο στο άρθρο 3 του κανονισμού 883/2004 δεν σημαίνει ότι ο εν λόγω νόμος δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω πράξεως της Ένωσης.

1. Επί της προϋποθέσεως που αφορά τη χορήγηση παροχής βάσει καταστάσεως καθοριζόμενης από τον νόμο, χωρίς καμία εξατομικευμένη και κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των ατομικών αναγκών

37.

Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να αμφιβάλλει για το κατά πόσον πληρούται η πρώτη αυτή προϋπόθεση. Συγκεκριμένα, παρότι επισημαίνεται ότι οι ατομικές ανάγκες των ατόμων με σοβαρή αναπηρία λαμβάνονται υπόψη κατά τη χορήγηση της προβλεπόμενης από τον νόμο περί παροχών αναπηρίας προσωπικής βοήθειας, στοιχείο που συνδέει την εν λόγω παροχή μάλλον με την κοινωνική πρόνοια, ο νόμος αυτός αναγνωρίζει στους οριζόμενους από αυτόν δικαιούχους «υποκειμενικό δικαίωμα» στην προσωπική βοήθεια βάσει καθοριζόμενων από τον νόμο προϋποθέσεων, ανεξαρτήτως του ύψους των εισοδημάτων του δικαιούχου.

38.

Η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση εκτιμούν ότι, δεδομένου ότι λαμβάνονται υπόψη οι ατομικές ανάγκες του δικαιούχου και λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει ο δήμος όσον αφορά τον τρόπο παροχής της προσωπικής βοήθειας και το ύψος αυτής, η υπό κρίση κατάσταση μπορεί να εξομοιωθεί με την περίπτωση του επίμαχου επιδόματος στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑433/13, EU:C:2015:602). Αντιθέτως, η Επιτροπή και, σε μικρότερο βαθμό, η Τσεχική Κυβέρνηση εκτιμούν ότι η πρώτη προϋπόθεση πληρούται.

39.

Λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων που παρείχε το αιτούν δικαστήριο, συντάσσομαι μάλλον με την άποψη της Επιτροπής και της Τσεχικής Δημοκρατίας.

40.

Αναμφίβολα, η συνεκτίμηση της ατομικής ανάγκης του ενδιαφερομένου μνημονεύεται κατ’ επανάληψη στον νόμο περί παροχών αναπηρίας, ιδίως στα άρθρα 8c και 8d αυτού.

41.

Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι ο δήμος πρέπει να παρέχει την προσωπική βοήθεια, εφόσον το πρόσωπο κατοικεί σε αυτόν και πληροί την προϋπόθεση του ατόμου με σοβαρή αναπηρία, ανεξαρτήτως των εισοδημάτων του.

42.

Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η Τσεχική Κυβέρνηση, το περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζει το άρθρο 8d του νόμου περί παροχών αναπηρίας στον δήμο κατοικίας του δικαιούχου δεν αφορά τη θεμελίωση του δικαιώματος προσωπικής βοήθειας, αλλά τον τρόπο παροχής της εν λόγω βοήθειας και το ύψος αυτής. Αυτή είναι ειδικότερα η πτυχή κατά την οποία η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την κατάσταση στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑433/13, EU:C:2015:602, σκέψεις 79 και 80). Ειδικότερα, στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αφενός, ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι τα κριτήρια του σλοβακικού νόμου σχετικά με τις διάφορες ιατρικές και κοινωνικές πραγματογνωμοσύνες που πρέπει να διενεργηθούν «παρ[είχαν] δικαίωμα στις επίμαχες παροχές χωρίς η αρμόδια αρχή να έχει περιθώριο εκτιμήσεως για τη χορήγησή τους» και, αφετέρου, ότι ο νόμος αυτός πρόβλεπε ότι «το δικαίωμα σε αντισταθμιστικό επίδομα και στην καταβολή του γεννάται από έγκυρη απόφαση της αρμόδιας αρχής περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος αυτού», υποστηρίζοντας την άποψη της Σλοβακικής Κυβερνήσεως ότι «η διοίκηση διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τη χορήγηση των επίμαχων παροχών» ( 19 ). Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των επιφυλάξεων του αιτούντος δικαστηρίου, θα ήταν σκόπιμο να υπομνησθεί από το Δικαστήριο ότι, προκειμένου να μην πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που παρατίθεται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων, η κατά διακριτική ευχέρεια στάθμιση των ατομικών αναγκών του δικαιούχου πρέπει, πρωτίστως, να αφορά τη θεμελίωση του δικαιώματος στο επίμαχο επίδομα ( 20 ).

43.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που παρατίθεται στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.

2. Επί της προϋποθέσεως που αφορά τη χορήγηση παροχής σχετιζόμενης με έναν από τους κινδύνους που απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004

44.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να καθοριστεί αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προσωπική βοήθεια συνιστά ή πρέπει να εξομοιωθεί με«παροχή ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

45.

Όπως ήδη επισημάνθηκε, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επανειλημμένως, ότι οι παροχές που στοχεύουν στη βελτίωση της καταστάσεως της υγείας καθώς και της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων αποσκοπούν κυρίως στη συμπλήρωση των παροχών της ασφαλίσεως ασθένειας και πρέπει, ως εκ τούτου, να εξομοιώνονται με «παροχές ασθένειας» κατά το ως άνω άρθρο ( 21 ).

46.

Όπως επισήμαναν επίσης η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις τους, η προβλεπόμενη στον νόμο περί παροχών αναπηρίας προσωπική βοήθεια δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να θεωρηθεί ότι στοχεύει στη βελτίωση ούτε της καταστάσεως που συνδέεται με την αναπηρία ούτε της υγείας του δικαιούχου. Συγκεκριμένα, καταρχάς, στο άρθρο 1 του νόμου περί παροχών αναπηρίας προβλέπεται ότι σκοπός του εν λόγω νόμου είναι «η διευκόλυνση των ατόμων με αναπηρία ώστε να μπορούν να διαβιούν με τους συμπολίτες τους και να είναι ενεργά ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας, καθώς και η αποτροπή και η εξάλειψη των δυσχερειών και των εμποδίων που προκύπτουν λόγω της αναπηρίας». Εν συνεχεία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8c του νόμου περί παροχών αναπηρίας, σκοπός της προσωπικής βοήθειας είναι η παροχή βοήθειας στα άτομα με σοβαρή αναπηρία ώστε να πραγματοποιούν τις δικές τους επιλογές κατά την άσκηση των απαριθμούμενων στο εν λόγω άρθρο δραστηριοτήτων, ήτοι των καθημερινών δραστηριοτήτων, της εργασίας και των σπουδών, της αναψυχής, της κοινωνικής ζωής ή της διατηρήσεως κοινωνικών επαφών. Τέλος, όπως επισήμανε η Φινλανδική Κυβέρνηση, οι προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου περί παροχών αναπηρίας επιβεβαιώνουν ότι οι ανάγκες βοήθειας που αφορούν φροντίδα, περίθαλψη ή επιτήρηση εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της προσωπικής βοήθειας.

47.

Επομένως, ο σκοπός της προσωπικής βοήθειας δεν είναι ιατρικής φύσεως, εν αντιθέσει προς εκείνον του φινλανδικού επιδόματος παροχής φροντίδων σε (ανάπηρα) τέκνα (lapsen hoitotuki), το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑299/05, EU:C:2007:608, σκέψεις 57 έως 59), και το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε παροχή ασθένειας, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 (μετέπειτα άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004). Συγκεκριμένα, σκοπός του εν λόγω επιδόματος ήταν να παρέχει στους γονείς παιδιών με αναπηρία τη δυνατότητα να τα φροντίζουν, να τα επιτηρούν και, ενδεχομένως, να παρέχουν επανορθωτική αγωγή.

48.

Επομένως, στο παρόν στάδιο, πρέπει να εξετασθεί αν προσωπική βοήθεια που στοχεύει στη βελτίωση όχι της καταστάσεως της υγείας των ατόμων με σοβαρή αναπηρία αλλά, ομολογουμένως, μόνο «της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων ατόμων», κατά την παρατεθείσα στο σημείο 45 των παρουσών προτάσεων νομολογία, μπορεί να εξομοιωθεί με «παροχή ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

49.

Όπως ήδη επισημάνθηκε, ο κίνδυνος αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως δεν προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004.

50.

Στη νομολογία του, το Δικαστήριο εξομοίωσε με παροχές υγείας παροχές χορηγηθείσες στο πλαίσιο συστήματος ασφαλίσεως κατά του κινδύνου της αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως στο μέτρο που οι εν λόγω παροχές στόχευαν στη βελτίωση της καταστάσεως της υγείας και της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων προσώπων. Οι εν λόγω υποθέσεις αφορούσαν, ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδοτήσεως των συστημάτων, την ανάληψη των εξόδων που συνεπάγεται η αδυναμία αυτοεξυπηρετήσεως του προσώπου, τα οποία σχετίζονται, τουλάχιστον ταυτοχρόνως, με την περίθαλψη που παρέχεται στο πρόσωπο και με τη βελτίωση της καθημερινής ζωής του συγκεκριμένου προσώπου, διασφαλίζοντας, για παράδειγμα, την κάλυψη εξοπλισμού ή τη βοήθεια από τρίτους ( 22 ). Ο προσανατολισμός αυτός δεν αναιρείται από την απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Tolley (C‑430/15, EU:C:2017:74), την οποία επικαλείται η Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 53 της εν λόγω αποφάσεως, μόνο τον συνιστάμενο στη βελτίωση της ζωής των μη αυτοεξυπηρετούμενων προσώπων σκοπό του σχετικού με τη φροντίδα τμήματος του επίμαχου στην εν λόγω υπόθεση επιδόματος διαβιώσεως αναπήρων. Συγκεκριμένα, αφενός, το σχετικό με τη φροντίδα τμήμα του εν λόγω επιδόματος είχε ως αντικείμενο την κάλυψη των πρόσθετων δαπανών τις οποίες συνεπάγονται ορισμένα είδη περιθάλψεως ή η ανικανότητα ή οιονεί ανικανότητα των δικαιούχων να βαδίζουν ( 23 ), και τούτο εξηγεί, κατά την άποψή μου, τη σύνδεσή του με τις «παροχές ασθένειας». Αφετέρου, με τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο ζητούσε πρωτίστως να διευκρινιστεί αν το σχετικό με τη φροντίδα τμήμα του εν λόγω επιδόματος έπρεπε να χαρακτηριστεί μάλλον «παροχή ασθένειας» παρά παροχή προοριζόμενη για την κάλυψη των κινδύνων αναπηρίας ή γήρατος, οι οποίοι καλύπτονται από τον κανονισμό 883/2004.

51.

Σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να εξομοιώσει με παροχές ασθένειας επιδόματα, όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση προσωπική βοήθεια, τα οποία στοχεύουν αποκλειστικά στη βελτίωση της καθημερινής ζωής των ατόμων με σοβαρή αναπηρία, χωρίς να περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, την ανάληψη της φροντίδας ή του εξοπλισμού που στοχεύουν στη βελτίωση της καταστάσεως της υγείας των εν λόγω ατόμων. Διαφορετικά, το Δικαστήριο θα οδηγούνταν να περιλάβει, αφ’ εαυτού, τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως στον εξαντλητικό κατάλογο του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004 και, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής αυτού, κάτι το οποίο δεν θέλησε να πράξει ο νομοθέτης της Ένωσης, παρά τις πολλαπλές τροποποιήσεις στις οποίες υποβλήθηκε, με την πάροδο του χρόνου, η νομοθεσία της Ένωσης σε θέματα συντονισμού των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ακολουθήσει έναν τέτοιο προσανατολισμό, ο οποίος ενέχει τον κίνδυνο αλλοιώσεως της ίδιας της έννοιας των «παροχών ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

52.

Επομένως, εκτιμώ ότι προσωπική βοήθεια, συνιστάμενη στην ανάληψη των εξόδων που συνεπάγονται καθημερινές δραστηριότητες, όπως τα ψώνια, το νοικοκυριό και το πλύσιμο των ρούχων ατόμου πάσχοντος από σοβαρή αναπηρία, με σκοπό να παρασχεθεί η δυνατότητα στο εν λόγω πρόσωπο, το οποίο είναι οικονομικά ανενεργό, να παρακολουθήσει σπουδές ανώτατης εκπαιδεύσεως, δεν πρέπει να εξομοιωθεί με «παροχή ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

53.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, εν αντιθέσει προς τα όσα προβάλλουν η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, δεν συντρέχει λόγος διευκρινίσεως του κατά πόσον η προβλεπόμενη από τον νόμο περί παροχών αναπηρίας προσωπική βοήθεια πρέπει να χαρακτηριστεί «παροχή ασθένειας»«σε χρήμα» ή «σε είδος», κατά τον κανονισμό 883/2004, δεδομένου ότι η εν λόγω βοήθεια δεν εμπίπτει, κατά την άποψή μου, στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

54.

Επομένως, στο παρόν στάδιο, πρέπει να εξεταστούν το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, ακριβώς για την περίπτωση που η προσωπική βοήθεια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 883/2004.

Β.   Επί του περιορισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης

55.

Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης στο έδαφος άλλων κρατών μελών, η άρνηση χορηγήσεως σε κάτοικο της Φινλανδίας, όπως ο προσφεύγων της κύριας δίκης, από τον δήμο κατοικίας του, προσωπικής βοήθειας όπως η προβλεπόμενη στον νόμο περί παροχών αναπηρίας, με την αιτιολογία ότι αυτός διαμένει σε άλλο κράτος μέλος για να παρακολουθήσει εκεί σπουδές ανώτατης εκπαιδεύσεως.

56.

Τα ερωτήματα αυτά στηρίζονται σε διττή παραδοχή.

57.

Αφενός, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης διατηρεί την κατοικία του στη Φινλανδία, κατά τον kotikuntalaki (11.3.1994/201) (νόμο περί του δήμου κατοικίας, της 11ης Μαρτίου 1994, στο εξής: νόμος περί του δήμου κατοικίας), και ότι η εβδομαδιαία διαμονή του στην Εσθονία για λόγους σπουδών είναι προσωρινή, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης επιστρέφει στον δήμο κατοικίας του στο τέλος κάθε εβδομάδας.

58.

Αφετέρου, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο λόγος της παρακολουθήσεως σπουδών, εν αντιθέσει προς εκείνους που σχετίζονται με επαγγελματικά ταξίδια και διακοπές, δεν περιλαμβάνεται στους λόγους που γίνονται δεκτοί ως επιτρέποντες στον ενδιαφερόμενο να λαμβάνει την προσωπική βοήθεια στο εξωτερικό. Αναμφίβολα, όπως και ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Φινλανδική Κυβέρνηση αμφισβήτησε στις γραπτές της παρατηρήσεις τη συγκεκριμένη ερμηνεία του εθνικού δικαίου, υποστηρίζοντας ότι ο νόμος περί παροχών αναπηρίας δεν απαγορεύει στον δήμο να κάνει χρήση της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει χορηγώντας την προσωπική βοήθεια σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης. Εντούτοις, ανεξάρτητα από το βάσιμο της παρατηρήσεως αυτής, βάσει της κατανομής των αρμοδιοτήτων που απορρέει από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να παρεμβαίνει στην ερμηνεία του εθνικού δικαίου από το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία απόκειται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου ( 24 ).

59.

Κατόπιν των διευκρινίσεων αυτών, πρέπει να υπομνησθεί ότι, ως Φινλανδός υπήκοος, ο προσφεύγων της κύριας δίκης έχει την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης, κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και μπορεί επομένως να επικαλείται, ακόμη και έναντι του κράτους μέλους καταγωγής του, τα απορρέοντα από την ιδιότητα αυτή δικαιώματα ( 25 ).

60.

Η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης τείνει να αποτελεί τη θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών μελών όταν τελούν σε κατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής ratione materiae της Συνθήκης ΛΕΕ ( 26 ).

61.

Μεταξύ των καταστάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνονται, αναμφίβολα, αυτές που άπτονται της ασκήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών που εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ και της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 21 ΣΛΕΕ ( 27 ).

62.

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι εθνική ρύθμιση η οποία περιάγει σε δυσμενή θέση ορισμένους ημεδαπούς για τον λόγο και μόνον ότι άσκησαν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος συνιστά περιορισμό των ελευθεριών που διασφαλίζει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ( 28 ).

63.

Αρκετές υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο υπενθύμισε την προπαρατεθείσα νομολογία αφορούσαν επιδόματα καταρτίσεως ή σπουδών, των οποίων η χορήγηση εξαρτήθηκε από την εκπλήρωση ελάχιστου κριτηρίου διαμονής στο έδαφος του κράτους μέλους που τα χορηγεί, κριτήριο το οποίο δεν πληρούσαν οι ενδιαφερόμενοι σπουδαστές ( 29 ).

64.

Σε σχέση με το νομολογιακό αυτό ρεύμα, η υπό κρίση υπόθεση εμφανίζει δύο ιδιαιτερότητες. Αφενός, η προσωπική βοήθεια δεν χορηγείται αποκλειστικά για την παρακολούθηση σπουδών, αλλά για την κοινωνική και οικονομική ένταξη ατόμων με σοβαρή αναπηρία προκειμένου να μπορούν να πραγματοποιούν τις «δικές τους επιλογές», περιλαμβανομένης της παρακολουθήσεως σπουδών ( 30 ). Αφετέρου, ο Δήμος του Espoo αρνήθηκε να χορηγήσει την προσωπική βοήθεια στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης, με την αιτιολογία ότι η παρακολούθηση ανώτατων σπουδών στο Ταλίν είχε ως αποτέλεσμα να έχει αυτός τη συνήθη διαμονή του στην Εσθονία. Εντούτοις, όπως προεκτέθηκε, το αιτούν δικαστήριο αμφισβήτησε την προσέγγιση αυτή, διαπιστώνοντας ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης διατηρεί την κατοικία του στον Δήμο του Espoo, κατά τον νόμο περί του δήμου κατοικίας, κάτι το οποίο αναγνώρισε επιπλέον η Φινλανδική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της.

65.

Επομένως, φαίνεται ότι ο Δήμος του Espoo αρνήθηκε να χορηγήσει την προσωπική βοήθεια αποκλειστικά και μόνο επειδή ο προσφεύγων της κύριας δίκης ‐ο οποίος πληροί, κατά τα άλλα, το σύνολο των λοιπών προϋποθέσεων χορηγήσεως της εν λόγω βοήθειας‐ επρόκειτο να παρακολουθήσει ανώτατες σπουδές σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη Δημοκρατία της Φινλανδίας.

66.

Όπως αναγνώρισαν η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, μια τέτοια άρνηση συνιστά περιορισμό της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος, η οποία αναγνωρίζεται από το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σε κάθε πολίτη της Ένωσης. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη αποφανθεί το Δικαστήριο, οι διευκολύνσεις που παρέχει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης δεν θα μπορούσαν να αναπτύξουν πλήρως τα αποτελέσματά τους αν υπήρχε ενδεχόμενο να αποτραπεί ο υπήκοος κράτους μέλους από τη χρήση τους εξαιτίας των κωλυμάτων που τίθενται στη διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος λόγω κανονιστικής ρυθμίσεως του κράτους καταγωγής του, που τον αντιμετωπίζει δυσμενώς επειδή ακριβώς επωφελήθηκε των διευκολύνσεων αυτών ( 31 ).

67.

Ένας τέτοιος περιορισμός μιας εκ των θεμελιωδών ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη μπορεί να δικαιολογηθεί, από απόψεως του δικαίου της Ένωσης, μόνο βάσει αντικειμενικών λόγων γενικού συμφέροντος, ανεξάρτητων από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων, και εφόσον έχει αναλογικό χαρακτήρα προς τον σκοπό που θεμιτώς επιδιώκει το εθνικό δίκαιο ( 32 ).

68.

Συναφώς, παραπέμποντας στις σκέψεις 89 και 90 της αποφάσεως της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500), το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δύο ενδεχόμενους δικαιολογητικούς λόγους. Πρώτον, ο περιορισμός θα μπορούσε να γίνει δεκτός λόγω της υποχρεώσεως που έχει ανατεθεί στον δήμο να εποπτεύει την οργάνωση της προσωπικής βοήθειας. Δεύτερον, ο περιορισμός της παροχής της προσωπικής βοήθειας στο φινλανδικό έδαφος θα μπορούσε να διαφυλάσσει τη συνεκτικότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος προσωπικής βοήθειας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη δυνατότητα του δήμου να επιλέγει τον κατάλληλο τρόπο οργανώσεως και παροχής της εν λόγω βοήθειας.

69.

Ενώ ούτε η Τσεχική Κυβέρνηση ούτε η Επιτροπή διατύπωσαν τη θέση τους επί του ζητήματος αυτού και η Φινλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι κανένας λόγος γενικού συμφέροντος δεν είναι ικανός να δικαιολογήσει τον επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης περιορισμό, η Σουηδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι οι υποχρεώσεις εποπτείας που έχουν ανατεθεί στον δήμο και η οικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως δικαιολογούν τον περιορισμό της χορηγήσεως της προσωπικής βοήθειας στο έδαφος της Φινλανδίας.

70.

Κατά την άποψή μου, παρατηρείται καταρχάς κάποια σύγχυση όσον αφορά τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που εκθέτει το αιτούν δικαστήριο. Συγκεκριμένα, παραπέμποντας στις σκέψεις 89 και 90 της αποφάσεως της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500), το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι οι σκοποί αυτοί αφορούν τη διασφάλιση της υπάρξεως πραγματικής σχέσεως μεταξύ του αιτούντος τη βοήθεια και του αρμόδιου κράτους μέλους και την εξασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ μνημονεύει ρητώς τη συνεκτικότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος προσωπικής βοήθειας, δικαιολογητικός λόγος ο οποίος συνδέεται με εκείνον που επικαλούνται συχνά τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της εφαρμογής των φορολογικών συστημάτων τους, αλλά ο οποίος ουδόλως προκύπτει από τη παρατιθέμενη απόφαση.

71.

Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο αναγνώρισε ειδικότερα στις σκέψεις 89 και 90 της αποφάσεως της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500), ότι οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει εθνική κανονιστική ρύθμιση και οι οποίοι αφορούν την εξακρίβωση της υπάρξεως πραγματικής σχέσεως μεταξύ του αιτούντος τη βραχυχρόνια παροχή λόγω ανικανότητας προς εργασία νεαρών ατόμων με ειδικές ανάγκες και του αρμόδιου κράτους μέλους, καθώς και τη διατήρηση της οικονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως συνιστούν, καταρχήν, θεμιτούς σκοπούς δυνάμενους να δικαιολογήσουν περιορισμούς στα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής που προβλέπει το άρθρο 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

72.

Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προϋποθέσεις παρουσίας του αιτούντος στο εθνικό έδαφος (στο Ηνωμένο Βασίλειο), τόσο πριν από την αίτησή του όσο και κατά τον χρόνο υποβολής αυτής, δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τους δύο προμνησθέντες σκοπούς ( 33 ). Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι, καίτοι ο αιτών την παροχή αναπηρίας κατοικούσε σε κράτος μέλος διαφορετικό από το Ηνωμένο Βασίλειο (στην Ισπανία), η ύπαρξη «επαρκούς και πραγματικού δεσμού» με το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου μπορούσε να αποδειχθεί από άλλους παράγοντες, εκτός της παρουσίας του αιτούντος στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους πριν από την υποβολή της αιτήσεως, όπως οι σχέσεις του αιτούντος με το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους μέλους και η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος ( 34 ). Εξάλλου, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εκτίμηση αυτή ίσχυε όσον αφορά τη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως, καθόσον ο επαρκής και πραγματικός δεσμός μεταξύ του αιτούντος και του αρμόδιου κράτους μέλους εξασφαλίζει ότι το οικονομικό βάρος που συνδέεται με την καταβολή της επίμαχης παροχής δεν καθίσταται υπερβολικό ( 35 ).

73.

Κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση ισχύει, a fortiori, στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συγκεκριμένα, επαναλαμβάνω ότι δεν αμφισβητείται ότι ο A διατηρεί τη μόνιμη κατοικία του στον δήμο στον οποίο υπέβαλε την αίτηση προσωπικής βοήθειας και ότι επιστρέφει σε αυτόν κάθε εβδομάδα κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Εσθονία. Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι δεν μπορεί να προβληθεί βασίμως το επιχείρημα ότι ο εν λόγω δήμος μπορεί να αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες στην εποπτεία της τηρήσεως των προϋποθέσεων και των όρων οργανώσεως της χορηγήσεως της εν λόγω βοήθειας. Κατά τα λοιπά, το αιτούν δικαστήριο δεν παρείχε καμία πληροφορία όσον αφορά τη φύση των εμποδίων που θα δυσχεράνουν περισσότερο τον έλεγχο του σεβασμού των όρων χρήσεως της προσωπικής βοήθειας από τον δήμο σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σε σχέση με κατάσταση, αποδεκτή από τη φινλανδική νομοθεσία, στην οποία η ίδια προσωπική βοήθεια χρησιμοποιείται στο εξωτερικό από κάτοικο Φινλανδίας, ο οποίος βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι ή σε διακοπές ( 36 ).

74.

Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι η Φινλανδική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι κανένα στοιχείο δεν υποδεικνύει επί του παρόντος ότι η χορήγηση προσωπικής βοήθειας, υπό τις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης περιστάσεις, μπορεί να θίγει την ισορροπία του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Κατά την άποψή μου, απουσία πρόσθετης συγκεκριμένης μνείας από το αιτούν δικαστήριο σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη τέτοιας απειλής, η διαπίστωση της Φινλανδικής Κυβερνήσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη.

75.

Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης, κανένας από τους προβαλλόμενους από το αιτούν δικαστήριο σκοπούς δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό της ελευθερίας κυκλοφορίας και διαμονής πολίτη της Ένωσης όπως ο A.

76.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν συντρέχει λόγος ερμηνείας του άρθρου 19 της συμβάσεως για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, όπως επίσης ζήτησε το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι μια τέτοια ερμηνεία δεν θα μεταβάλει την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

V. Πρόταση

77.

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Korkein hallinto‑oikeus (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, Φινλανδία) ως εξής:

1)

Παροχή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης προσωπική βοήθεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «παροχή ασθένειας», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

2)

Τα άρθρα 20 και 21 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά η άρνηση δήμου κράτους μέλους να χορηγήσει προσωπική βοήθεια όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με την αιτιολογία ότι ο αιτών, ο οποίος πάσχει από σοβαρή αναπηρία και κατοικεί στο έδαφος του οικείου δήμου, παρακολουθεί ή επιθυμεί να παρακολουθήσει ανώτατες σπουδές, με σκοπό την απόκτηση σχετικού πτυχίου, σε άλλο κράτος μέλος.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) ΕΕ 2004, L 166, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ 2009, L 284, σ. 43.

( 4 ) Απόφαση του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με τη σύναψη, από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία (ΕΕ 2010, L 23, σ. 35).

( 5 ) Συγκεκριμένα, ο κανονισμός 3 του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1958, concernant la sécurité sociale des travailleurs migrants [σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζόμενων] (JO 1958, σ. 561), και ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και ενημερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 118/97, της 2ας Δεκεμβρίου 1996 (ΕΕ 1997, L 28, σ. 1).

( 6 ) Βλ., ιδίως, κατ’ αναλογία με το άρθρο 5 του κανονισμού 1408/71, απόφαση της 11ης Ιουλίου 1996, Otte (C‑25/95, EU:C:1996:295, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 7 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985, Hoeckx (249/83, EU:C:1985:139, σκέψεις 12 έως 14)· της 16ης Ιουλίου 1992, Hughes (C‑78/91, EU:C:1992:331, σκέψη 15)· της 7ης Νοεμβρίου 2002, Maaheimo (C‑333/00, EU:C:2002:641, σκέψεις 22 και 24)· της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψη 38)· της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑433/13, EU:C:2015:602, σκέψη 71), καθώς και της 21ης Ιουνίου 2017, Martinez Silva (C‑449/16, EU:C:2017:485, σκέψη 20).

( 8 ) Βλ, υπ’ αυτή την έννοια, στο πλαίσιο του κανονισμού 3, απόφαση της 22ας Ιουνίου 1972, Frilli (1/72, EU:C:1972:56, σκέψη 13), καθώς και, στο πλαίσιο του κανονισμού 1408/71, αποφάσεις της 28ης Μαΐου 1974, Callemeyn (187/73, EU:C:1974:57, σκέψη 6)· της 27ης Μαρτίου 1985, Hoeckx (249/83, EU:C:1985:139, σκέψη 12) και της 27ης Μαρτίου 1985, Scrivner και Cole (122/84, EU:C:1985:145, σκέψη 19).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΟΚ) 1247/92 του Συμβουλίου, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (ΕΕ 1992, L 136, σ. 1).

( 10 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Hosse (C‑286/03, EU:C:2006:125, σκέψη 36), και της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑433/13, EU:C:2015:602, σκέψη 45).

( 11 ) Γενικά, το Δικαστήριο αρνείται να μεταβάλει ή να επεκτείνει το αντικείμενο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως όταν το αιτούν δικαστήριο, σκοπίμως, δεν του υποβάλλει ερωτήματα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης: βλ., συναφώς, προτάσεις μου στην υπόθεση Fonnship και Svenska Transportarbetareförbundet (C‑83/13, EU:C:2014:201, σημεία 19 έως 24).

( 12 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 1985, Hoeckx (249/83, EU:C:1985:139, σκέψη 12)· της 27ης Μαρτίου 1985, Scrivner και Cole (122/84, EU:C:1985:145, σκέψη 19)· της 11ης Ιουλίου 1996, Otte (C‑25/95, EU:C:1996:295, σκέψη 22)· της 5ης Μαρτίου 1998, Molenaar (C‑160/96, EU:C:1998:84, σκέψη 20), καθώς και της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψη 41).

( 13 ) Βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 1992, Hughes (C‑78/91, EU:C:1992:331, σκέψη 17) (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, Acciardi (C‑66/92, EU:C:1993:341, σκέψη 15).

( 14 ) Βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας (C‑433/13, EU:C:2015:602, σκέψεις 78 και 79).

( 15 ) Το Δικαστήριο ορίζει τον κίνδυνο αδυναμίας αυτοεξυπηρετήσεως, κατά βάση, ως την κατάσταση στην οποία το άτομο, λόγω περιορισμένης αυτονομίας, τελεί σε εξάρτηση από τρίτους για την κάλυψη βασικών αναγκών της καθημερινής ζωής: βλ. αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψεις 39 και 40), και της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑562/10, EU:C:2012:442, σκέψη 44).

( 16 ) Βλ., στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, Molenaar (C‑160/96, EU:C:1998:84, σκέψεις 23 έως 25)· της 8ης Μαρτίου 2001, Jauch (C‑215/99, EU:C:2001:139, σκέψη 28)· της 8ης Ιουλίου 2004, Gaumain-Cerri και Barth (C‑502/01 και C‑31/02, EU:C:2004:413, σκέψη 19)· της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Hosse (C‑286/03, EU:C:2006:125, σκέψεις 38 έως 44)· της 18ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑299/05, EU:C:2007:608, σκέψεις 10, 61 και 70)· της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψεις 40 έως 45)· της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑562/10, EU:C:2012:442, σκέψη 45), καθώς και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Tolley (C‑430/15, EU:C:2017:74, σκέψη 46).

( 17 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, Molenaar (C‑160/96, EU:C:1998:84, σκέψη 24)· της 18ης Οκτωβρίου 2007, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑299/05, EU:C:2007:608, σκέψη 61)· της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψη 45), καθώς και της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Tolley (C‑430/15, EU:C:2017:74, σκέψη 46).

( 18 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψεις 47 και 48).

( 19 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 20 ) Επομένως, δεν είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του συμπληρωματικού, αντληθέντος από την απόφαση της 5ης Μαΐου 1983, Piscitello (139/82, EU:C:1983:126), επιχειρήματος που πρόβαλε η Επιτροπή, κατά το οποίο το γεγονός ότι ο προσφεύγων της κύριας δίκης είχε δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής στην υπό κρίση υπόθεση είναι ένδειξη ότι η προσωπική βοήθεια δεν συνιστά παροχή κοινωνικής πρόνοιας, αλλά παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως η οποία τον εντάσσει σε κατηγορία που καθορίζεται από τον νόμο. Καίτοι αληθεύει ότι, στις προτάσεις του στην εν λόγω υπόθεση (139/82, μη δημοσιευθείσες, EU:C:1983:67, σημείο 5), ο γενικός εισαγγελέας G. F. Mancini είχε στηριχθεί, συμπληρωματικά, σε μια τέτοια περίσταση, το Δικαστήριο ουδόλως τη μνημόνευσε στην απόφασή του. Εξάλλου, η άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά τη χορήγηση παροχής κοινωνικής πρόνοιας δεν σημαίνει ότι η Διοίκηση δεν υπάγεται στον δικαστικό έλεγχο, a fortiori στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της δυσδιάκριτης διαφοράς μεταξύ κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικής πρόνοιας, η δεύτερη καθίσταται ολοένα και περισσότερο δικαίωμα στα κράτη μέλη, όπως στο Βασίλειο του Βελγίου, όπου πλέον κατοχυρώνεται το «δικαίωμα» στην κοινωνική ένταξη: βλ., συναφώς, Paolillo, M., «Entre assurance et assistance: “‘L’articulation entre la sécurité sociale et l’aide sociale au sens large’”», Annales de Droit de Louvain, 2012, αριθ. 4, σ. 438.

( 21 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, Molenaar (C‑160/96, EU:C:1998:84, σκέψη 24), και της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins (C‑388/09, EU:C:2011:439, σκέψη 45).

( 22 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 1998, Molenaar (C‑160/96, EU:C:1998:84, σκέψη 23)· της 8ης Ιουλίου 2004, Gaumain-Cerri και Barth (C‑502/01 και C‑31/02, EU:C:2004:413, σκέψεις 3, 21 και 26), καθώς και της 12ης Ιουλίου 2012, Επιτροπή κατά Γερμανίας (C‑562/10, EU:C:2012:442, σκέψεις 40 και 46).

( 23 ) Βλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2017, Tolley (C‑430/15, EU:C:2017:74, σκέψη 15).

( 24 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, Online Games κ.λπ. (C‑685/15, EU:C:2017:452, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 25 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 26 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 27 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 28 ) Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 29 ) Βλ., ιδίως, τα πραγματικά περιστατικά στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 18ης Ιουλίου 2013, Prinz και Seeberger (C‑523/11 και C‑585/11, EU:C:2013:524), της 24ης Οκτωβρίου 2013, Elrick (C‑275/12, EU:C:2013:684), καθώς και της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118).

( 30 ) Συναφώς, δεν αποκλείεται ο προσφεύγων της κύριας δίκης, ο οποίος σπουδάζει νομικά, να μην έχει τελικώς άλλη εναλλακτική δυνατότητα εκτός της παρακολουθήσεως σπουδών εκτός Φινλανδίας. Συγκεκριμένα, επί του παρόντος, υπάρχουν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος μόνο τρεις σχολές νομικής (στις πόλεις Ελσίνκι, Turku και Rovaniemi), στις οποίες η πρόσβαση εξαρτάται από την επιτυχία σε ιδιαίτερα δύσκολο εισακτήριο διαγωνισμό. Επιπλέον, με εξαίρεση το Ελσίνκι, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από τον Δήμο του Espoo, οι πόλεις Turku και Rovaniemi βρίσκονται σε απόσταση 150 χλμ. και 830 χλμ. αντίστοιχα από το Espoo, ήτοι απόσταση σημαντικά μεγαλύτερη από εκείνη που χωρίζει το Espoo από το Ταλίν, το οποίο εξυπηρετείται με πολλά καθημερινά θαλάσσια δρομολόγια ιδίως από το Ελσίνκι.

( 31 ) Βλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 32 ) Βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2015, Martens (C‑359/13, EU:C:2015:118, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 33 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500, σκέψεις 104 και 109).

( 34 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500, σκέψεις 97 έως 102).

( 35 ) Βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart (C‑503/09, EU:C:2011:500, σκέψη 103).

( 36 ) Διερωτώμαι μάλιστα αν, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος που επισήμανε το αιτούν δικαστήριο ότι η προσωπική βοήθεια μπορεί να συνεχίσει να παρέχεται εάν ο ενδιαφερόμενος παρακολουθεί ανώτατες σπουδές σε φινλανδικούς δήμους διαφορετικούς από τον δήμο κατοικίας του, οι δυνατότητες ελέγχου από αυτόν της χρήσεως της βοήθειας δεν είναι πιο απλές όταν ο προσφεύγων της κύριας δίκης σπουδάζει στο Ταλίν και επιστρέφει στο τέλος κάθε εβδομάδας στο Espoo, παρά εάν είχε γίνει δεκτός στη νομική σχολή του Rovaniemi, η οποία απέχει σχεδόν 900 χλμ. από τον δήμο κατοικίας του.

Top