Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62013TN0403

    Υπόθεση T-403/13: Προσφυγή-αγωγή της 2ας Αυγούστου 2013 — APRAM κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    ΕΕ C 367 της 14.12.2013, p. 28–30 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    14.12.2013   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 367/28


    Προσφυγή-αγωγή της 2ας Αυγούστου 2013 — APRAM κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    (Υπόθεση T-403/13)

    2013/C 367/52

    Γλώσσα διαδικασίας: η πορτογαλική

    Διάδικοι

    Προσφεύγουσα/ενάγουσα: APRAM — Administração dos Portos da Região Autónoma da Madeira, SA (Funchal, Πορτογαλία) (εκπρόσωπος M. Gorjão-Henriques, δικηγόρος)

    Καθής/εναγομένη: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 της απόφασης C(2013) 1870 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2013, για τη μείωση της χρηματοδοτικής συνδρομής του Ταμείου συνοχής στο έργο «Ανάπτυξη λιμενικών υποδομών στην αυτόνομη περιφέρεια της Μαδέρας — λιμένας Caniçal», Μαδέρα, Πορτογαλία·

    να αναγνωρίσει ότι δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω ο κανονισμός (ΕΚ) 16/2003 (1), και πιο συγκεκριμένα το άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου, παράβασης των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 (2) και, εν πάση περιπτώσει, παραβίασης των γενικών αρχών που ισχύουν στην έννομη τάξη της ΕΕ·

    να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο·

    επικουρικώς:

    α)

    να αναγνωρίσει ότι έχουν παραγραφεί τόσο το δικαίωμα ανάκτησης των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί όσο και το δικαίωμα παρακράτησης των μη καταβληθέντων ποσών·

    β)

    να αναγνωρίσει την υποχρέωση μείωσης του ποσού της διόρθωσης στην οποία προέβη η Επιτροπή λόγω παρατυπιών που δικαιολογούν ενδεχομένως τη μη εξόφληση του υπολοίπου και την ανάκτηση του συνόλου των δαπανών που καταβλήθηκαν μεν μετά τις 3 Ιουνίου 2003, πλην όμως στηρίζονταν σε τιμολόγια εκδοθέντα κατά το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 2002 και Φεβρουαρίου 2003·

    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι ακύρωσης και κύρια επιχειρήματα

    Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει έξι λόγους.

    1)   Πρώτος λόγος: παράβαση των κανόνων που διέπουν την επιλεξιμότητα των δαπανών

    Η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει σε διατάξεις οι οποίες έχουν θεσπιστεί προς εφαρμογή της Συνθήκης, ιδίως σε εκείνες που αφορούν την επιλεξιμότητα δαπανών για χρηματοδότηση από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία, και πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 και στο άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) 16/2003. Επ’ αυτού, οι διάδικοι διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν οι δαπάνες που καταβλήθηκαν μετά την έναρξη και κατά τη διάρκεια της περιόδου επιλεξιμότητας είναι πράγματι επιλέξιμες για ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, έστω και αν τα σχετικά τιμολόγια είχαν εκδοθεί νωρίτερα.

    2)   Δεύτερος λόγος: έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 16/2003 λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου και κανόνα υπέρτερης ισχύος

    Η απόφαση πάσχει επίσης επειδή στηρίζεται στον κανονισμό 16/2003, του οποίου η νομιμότητα ελέγχεται, αφενός, καθόσον δεν εκδόθηκε από το Σώμα των Επιτροπών βάσει της διαδικασίας εξουσιοδότησης, ούτε της έγγραφης διαδικασίας ούτε οποιασδήποτε άλλης απλουστευμένης διαδικασίας σύμφωνης με τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής (3), δεδομένου ότι δεν τηρήθηκε το άρθρο 18 του εσωτερικού αυτού κανονισμού και, αφετέρου, στο μέτρο που η Επιτροπή ερμηνεύει το άρθρο 7 του κανονισμού 16/2003 κατά τρόπο αντίθετο προς τον κανονισμό 1164/94.

    3)   Τρίτος λόγος: παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας

    Η αρχή της επικουρικότητας συνεπάγεται ότι θεσπίζονται σε εθνικό επίπεδο κανόνες για την επιλεξιμότητα των δαπανών, εφόσον στον τομέα της εδαφικής, κοινωνικής και οικονομικής συνοχής η Ένωση και τα κράτη μέλη της έχουν συντρέχουσες αρμοδιότητες, οπότε επιβάλλεται, στο πλαίσιο αυτό, η τήρηση της ως άνω αρχής. Όμως, ο κανονισμός 16/2003 την παραβιάζει στο μέτρο που όχι μόνο δεν αναφέρεται σε αυτήν, αλλά επ’ ουδενί δικαιολογεί, υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης αρχής, την αναγκαιότητα του συστήματος το οποίο θεσπίζει.

    4)   Τέταρτος λόγος: παραβίαση των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, καθώς και παράβαση της υποχρέωσης της διοίκησης να σέβεται τις πράξεις τις οποίες έχει η ίδια εκδώσει

    Η Επιτροπή ερμήνευε, κατά πάγια διοικητική πρακτική, την επίμαχη ρύθμιση κατά τον τρόπο που προτείνει εν προκειμένω η APRAM.

    Η ερμηνεία αυτή υποστηριζόταν από εξουσιοδοτημένες πηγές της Επιτροπής και είχε γνωστοποιηθεί στην Πορτογαλική Δημοκρατία, όπως και σε άλλα κράτη μέλη· βάσει αυτής, το πορτογαλικό Δημόσιο ευλόγως θεωρούσε ως δεδομένο ότι ήσαν επιλέξιμες και οι δαπάνες που προέκυπταν από τιμολόγια τα οποία κοινοποιήθηκαν πριν και εξοφλήθηκαν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας υποβολής του σχετικού αιτήματος στην Επιτροπή. Οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμμερίζονταν άλλωστε την άποψη αυτή. Έτσι δημιουργήθηκε στην APRAM η δικαιολογημένη προσδοκία ότι οι οικείες δαπάνες θα χρηματοδοτούνταν, αφού ήσαν πράγματι επιλέξιμες.

    Υποστηρίζοντας πλέον μια νέα ερμηνεία, η Επιτροπή παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον τούτο συνεπάγεται για την APRAM μια σημαντική χρηματοοικονομική επιβάρυνση η οποία ούτε δίκαιη είναι ούτε μπορούσε να προβλεφθεί.

    5)   Πέμπτος λόγος: παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    Μολονότι, ομολογουμένως, το άρθρο Η του παραρτήματος ΙΙ του κανονισμού 1164/94 ορίζει ότι η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει στις δημοσιονομικές διορθώσεις τις οποίες κρίνει απαραίτητες, όπερ ενδέχεται να σημαίνει πλήρη ή μερική κατάργηση της χορηγηθείσας συνδρομής, η Επιτροπή οφείλει πάντως να τηρεί και την αρχή της αναλογικότητας, συνεκτιμώντας τις περιστάσεις τις συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως το είδος της παρατυπίας και τον οικονομικό αντίκτυπο που μπορούν να έχουν τυχόν πλημμέλειες του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου, ώστε να μη λάβει κάποιο δυσανάλογο μέτρο. Είναι συνεπώς αδιανόητη η πλήρης κατάργηση της χορηγηθείσας συνδρομής, δεδομένου ότι ακύρωση [ήτοι διόρθωση κατά 100 %] χωρεί μόνο σε περιπτώσεις όπου οι πλημμέλειες του συστήματος διαχείρισης και ελέγχου ή η σοβαρότητα της διαπιστωθείσας παρατυπίας ισοδυναμούν με πλήρη καταστρατήγηση των κοινοτικών κανόνων, με συνέπεια να θίγονται από την παρατυπία όλες οι σχετικές πληρωμές. Όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι αρχές προτείνουν περιορισμένες διορθώσεις, παραδείγματος χάρη κατά 5 % ή 2 %, αν όχι μηδενικές.

    Οι δυσχέρειες στην ερμηνεία της επίμαχης ρύθμισης αποτελούν ελαφρυντική περίσταση αποφασιστικής σημασίας, η οποία πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχουν λιγότερο περιοριστικά μέτρα — διόρθωση με μειωμένο ή μηδενικό συντελεστή — προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επομένως, ακόμη και αν η Επιτροπή αποφασίσει να εφαρμόσει — επιλογή την οποία η προσφεύγουσα απορρίπτει — διόρθωση επί της συνδρομής που χορηγήθηκε εν προκειμένω, η διόρθωση αυτή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 5 %, πολλώ δε μάλλον αφού κατά την προσφεύγουσα ενδείκνυται η εφαρμογή μηδενικού, ή και αρνητικού, συντελεστή.

    6)   Έκτος λόγος: παραγραφή

    Εν πάση περιπτώσει, δεν υφίσταται πλέον, λόγω παραγραφής, δυνατότητα ανάκτησης των προγενέστερων της 3ης Ιουνίου 2003 δαπανών, αφού το τελευταίο από τα σχετικά τιμολόγια χρονολογείται από τις 28 Φεβρουαρίου 2003, ήτοι τρεις μήνες και δύο ημέρες πριν από την κρίσιμη ημερομηνία. Βάσει όμως του κανονισμού 2988/95 (4), η παραγραφή επέρχεται μετά από τέσσερα έτη, σε περιπτώσεις τέτοιων παρατυπιών.


    (1)  Κανονισμός (ΕΚ) 16/2003 της Επιτροπής, της 6ης Ιανουαρίου 2003, για τη θέσπιση ειδικών λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1164/94 του Συμβουλίου όσον αφορά την επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο ενεργειών που συγχρηματοδοτούνται από το Ταμείο συνοχής (ΕΕ L 2, σ. 7).

    (2)  Κανονισμός (ΕΚ) 1164/94 του Συμβουλίου, της 16ης Μαΐου 1994, για την ίδρυση του Ταμείου συνοχής (ΕΕ L 130, σ. 1).

    (3)  ΕΕ L 308 της 8ης Δεκεμβρίου 2000, σ. 26.

    (4)  Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).


    Top