This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010TN0418
Case T-418/10: Action brought on 15 September 2010 — voestalpine and voestalpine Austria Draht v Commission
Υπόθεση T-418/10: Προσφυγή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010 — voestalpine und voestalpine Austria Draht κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-418/10: Προσφυγή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010 — voestalpine und voestalpine Austria Draht κατά Επιτροπής
ΕΕ C 301 της 6.11.2010, p. 59–60
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
6.11.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 301/59 |
Προσφυγή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010 — voestalpine und voestalpine Austria Draht κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-418/10)
()
2010/C 301/95
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσες: voestalpine AG (Linz, Αυστρία), voestalpine Austria Draht GmbH (Bruck an der Mur, Αυστρία) (εκπρόσωποι: A. Ablasser-Neuhuber και G. Fussenegger, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα των προσφεύγουσών
Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ στην υπόθεση COMP/38.344 — Χάλυβας προέντασης, καθόσον αφορά τις προσφεύγουσες· |
— |
επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες με το άρθρο 2 της αποφάσεως· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της αποφάσεως C(2010) 4387 τελικό της Επιτροπής, της 30ής Ιουνίου 2010, στην υπόθεση COMP/38.344 — Χάλυβας προέντασης. Με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκαν στις προσφεύγουσες και σε άλλες επιχειρήσεις πρόστιμα λόγω παραβάσεως του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ. Κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες συμμετείχαν σε διαρκή συμφωνία και/ή σε εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα του χάλυβα προέντασης στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.
Προς στήριξη της προσφυγής τους οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως.
Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι δεν παρέβησαν το άρθρο 101 ΣΛΕΕ. Συναφώς, ισχυρίζονται ότι εσφαλμένως τους καταλογίζεται συμμετοχή αποκλειστικώς βάσει της μεσολαβήσεως ενός εμπορικού αντιπροσώπου στην Ιταλία, δεδομένου ότι ο εν λόγω εμπορικός αντιπρόσωπος ουδόλως εκπροσώπησε τις προσφεύγουσες σε συναντήσεις του «Ομίλου Ιταλίας», ότι η συμπεριφορά ενός μη αποκλειστικού εμπορικού αντιπροσώπου δεν μπορεί να καταλογιστεί στις προσφεύγουσες, εφόσον δεν υπάρχει οικονομική ενότητα, ότι ο εκ μέρους της καθής αυτόματος καταλογισμός των ενεργειών ενός μη αποκλειστικού εμπορικού αντιπροσώπου αντιβαίνει στη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν καμία γνώση των ενεργειών του ως άνω εμπορικού αντιπροσώπου. Επικουρικώς προβάλλεται ότι η διάρκεια της παραβάσεως καθορίστηκε εσφαλμένα ως προς τις προσφεύγουσες.
Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη συμμετοχή τους σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση. Συναφώς, προβάλλουν, μεταξύ άλλων, ότι η παράβαση με τον «Όμίλο Ιταλίας» πρέπει να διακρίνεται από άλλες παραβάσεις στις οποίες αναφέρεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι δεν συμμετείχαν σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση διότι δεν είχαν γνώση του συνολικού σχεδίου και επιπλέον δεν μπορούσαν ευλόγως να προβλέψουν το εν λόγω σχέδιο, ούτε θα ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν τον κίνδυνο που αυτό θα συνεπαγόταν.
Τέλος, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως προβάλλονται σφάλματα κατά την επιμέτρηση του προστίμου. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον επιβλήθηκε δυσανάλογα υψηλό πρόστιμο ενώ είχαν ανακύψει νέα (απρόβλεπτα) νομικά ζητήματα και το ίδιο πρόστιμο επιβλήθηκε εξαιτίας της γνώσεως και μόνο παραβάσεων άλλων επιχειρήσεων. Περαιτέρω προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, των κατευθυντηρίων γραμμών για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων (1), των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
(1) Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 σημείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2).