This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010TN0148
Case T-148/10: Action brought on 25 March 2010 — Hynix Semiconductor v Commission
Υπόθεση T-148/10: Προσφυγή της 25ης Μαρτίου 2010 — Hynix Semiconductor κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-148/10: Προσφυγή της 25ης Μαρτίου 2010 — Hynix Semiconductor κατά Επιτροπής
ΕΕ C 148 της 5.6.2010, p. 41–42
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
5.6.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 148/41 |
Προσφυγή της 25ης Μαρτίου 2010 — Hynix Semiconductor κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-148/10)
2010/C 148/69
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Hynix Semiconductor, Inc. (Icheon-si, Κορέα) (εκπρόσωποι: A. Woodgate και O. Heinisch, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2009, στην υπόθεση COMP/38.636 — Rambus· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και |
— |
να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει πρόσφορο. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή στην υπόθεση COMP/38.636 — Rambus, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, όσον αφορά την αξίωση καταβολής ενδεχομένως καταχρηστικών τελών ως δικαιωμάτων για τη χρησιμοποίηση ορισμένων ευρεσιτεχνιών στον τομέα της «δυναμικής μνήμης τυχαίας προσπέλασης» (Dynamic Random Access Memory — DRAM). Με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις της Rambus, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 (1), και κατέληξε ότι δεν συνέτρεχε πλέον λόγος να αναλάβει δράση. Η προσφεύγουσα είναι ανταγωνιστική επιχείρηση η οποία υπέβαλε καταγγελία προκειμένου να κινηθεί διαδικασία κατά της Rambus.
Η προσφεύγουσα προβάλλει, προς στήριξη των αιτημάτων της, τρεις λόγους ακυρώσεως.
Πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, επιλέγοντας να εφαρμόσει τη διαδικασία που προβλέπει η διάταξη αυτή, ενώ οι αντιρρήσεις της αφορούσαν σοβαρή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, σε βαθμό μάλιστα που είχε την πρόθεση να επιβάλει και πρόστιμο. Επιπλέον, διατείνεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 9 δεν υπαγορευόταν από λόγους οικονομίας της διαδικασίας. Κατά την άποψή της, οι δεσμεύσεις τις οποίες η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτικές ήσαν προδήλως απρόσφορες λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, οπότε η Επιτροπή, δεχόμενη τις δεσμεύσεις που πρότεινε η Rambus, όχι μόνον παρέβη το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 και το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, αλλά παραβίασε και την αρχή της χρηστής (αμερόληπτης) διοικήσεως. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται επίσης ότι η Επιτροπή κακώς κατέληξε ότι δεν συνέτρεχε λόγος να αναλάβει δράση, καθόσον χρησιμοποίησε εσφαλμένο κριτήριο για τον έλεγχο της αναλογικότητας χωρίς να εφαρμόσει τις προϋποθέσεις του ίδιου του άρθρου 9 και διατύπωσε με ανακρίβειες ορισμένες από τις αντιρρήσεις της, αντλώντας έτσι λανθασμένα συμπεράσματα ως προς το ζήτημα αν οι δεσμεύσεις αυτές μπορούσαν να τις άρουν. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ακόμη ότι η Επιτροπή παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί οι δεσμεύσεις ήσαν πρόσφορες και κατάλληλες, υποπίπτοντας έτσι σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως.
Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής συνιστά κατάχρηση της εξουσίας που της απονέμει το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003.
Τρίτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διέπραξε διαδικαστικά σφάλματα κατά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, καθόσον δεν έκανε χρήση εξουσιών που της παρέχει ο κανονισμός 1/2003 ούτε διερεύνησε επαρκώς το ζήτημα της επιβολής μέτρων για την εξεύρεση ικανοποιητικής λύσης.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).