This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010CN0556
Case C-556/10: Action brought on 26 November 2010 — European Commission v Federal Republic of Germany
Υπόθεση C-556/10: Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
Υπόθεση C-556/10: Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
ΕΕ C 38 της 5.2.2011, p. 5–6
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
5.2.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 38/5 |
Προσφυγή της 26ης Νοεμβρίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας
(Υπόθεση C-556/10)
2011/C 38/07
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: G. Braun και H. Støvlbæk)
Καθής: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
1) |
να αναγνωρίσει ότι, κατά τη μεταφορά της πρώτης δέσμης μέτρων για τους σιδηροδρόμους, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από
|
2) |
να καταδικάσει την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στα δικαστικά έξοδα. |
Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα
Οι οδηγίες 91/440/ΕΟΚ και 2001/14/ΕΚ σκοπούσαν στην ίση και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις σιδηροδρομικές υποδομές για όλες τις επιχειρήσεις και στην προώθηση μίας ανταγωνιστικής, δυναμικής και διαφανούς αγοράς των σιδηροδρόμων στην Ευρώπη. Το άρθρο 6 § 3 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ προβλέπει ότι η άσκηση «ουσιαστικών καθηκόντων» ενός διαχειριστή υποδομών ανατίθεται σε φορείς ή επιχειρήσεις «που δεν παρέχουν οι ίδιες καμία υπηρεσία σιδηροδρομικών μεταφορών».
Κατά την άποψη της Επιτροπής, στη Γερμανία δεν εξασφαλίζεται η θεσπιζόμενη στην οδηγία ανεξαρτησία του διαχειριστή υποδομών κατά την άσκηση των ουσιαστικών καθηκόντων, καθότι πολλά από τα εν λόγω «ουσιαστικά καθήκοντα» ανατέθηκαν σε εταιρεία που, καίτοι είναι νομικώς ανεξάρτητη, αποτελεί εντούτοις τμήμα μίας εταιρείας συμμετοχών, στην οποία ανήκαν μεταξύ άλλων και άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών.
Η θεσπιζόμενη στην οδηγία 200l/14/ΕΚ ανεξαρτησία δεν πρέπει να περιορίζεται απλώς στο νομικό επίπεδο, αλλά θα πρέπει επίσης να αντανακλάται στην οργάνωση και τη λήψη αποφάσεων. Τούτο συνεπάγεται ότι η εταιρεία, στην οποία ανατίθενται τα ουσιαστικά καθήκοντα, επιτρέπεται να είναι οργανωμένη στην ίδια εταιρεία συμμετοχών με τις παρέχουσες υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών επιχειρήσεις, εφόσον όχι μόνον διαχωρίζεται από αυτές νομικώς, αλλά δεν συνιστά επίσης αποδεδειγμένα οικονομική ενότητα με αυτές, είναι δηλαδή και οικονομικώς ανεξάρτητη έναντι αυτών. Εάν επομένως, στο πλαίσιο μίας εταιρείας συμμετοχών, τα «ουσιαστικά καθήκοντα» ασκούνται εκ μέρους μίας θυγατρικής εταιρείας, θα πρέπει να υφίστανται ασφαλιστικές δικλείδες που να διασφαλίζουν ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρεία δεν μπορούν να δρουν ως οικονομική ενότητα και, συνεπώς, ως μία επιχείρηση. Στη Γερμανία δεν δημιουργήθηκαν όμως οι κατάλληλες και επαρκείς αυτές ασφαλιστικές δικλείδες, οι οποίες να μπορούν να διασφαλίζουν την οικονομική επίσης ανεξαρτησία του διαχειριστή υποδομών έναντι των σιδηροδρομικών εταιρειών. Οι ασφαλιστικές δικλείδες που επικαλείται η Γερμανία δεν επαρκούν ούτως ώστε να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των ουσιαστικών καθηκόντων, να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων και να αφαιρείται από την εταιρεία συμμετοχών ο έλεγχος επί του φορέα στον οποίο ανατέθηκαν τα ουσιαστικά καθήκοντα.
Αφενός, η τήρηση των απαιτήσεων ανεξαρτησίας δεν επιτηρείται από κάποια ανεξάρτητη αρχή, σε περίπτωση δε παραβάσεως της υποχρεώσεως ανεξαρτησίας οι ανταγωνιστές δεν έχουν δικαίωμα προσφυγής. Αφετέρου, η έναντι της εταιρείας συμμετοχών ανεξαρτησία των συνεργατών, ήτοι των διοικητικών οργάνων και των διευθυντικών στελεχών του φορέα στον οποίο ανατέθηκαν τα ουσιαστικά καθήκοντα δεν διασφαλίζεται για τους ακόλουθους λόγους:
— |
τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας συμμετοχών ή των λοιπών εταιρειών που ανήκουν στην εταιρεία συμμετοχών δύνανται να κατέχουν επίσης έδρα στο διοικητικό συμβούλιο του φορέα στον οποίο ανατέθηκαν τα ουσιαστικά καθήκοντα. |
— |
δεν υπάρχει πρόβλεψη ώστε τα μέλη του διοικητικού οργάνου του φορέα στον οποίο ανατέθηκαν τα ουσιαστικά καθήκοντα, όπως επίσης τα διευθυντικά του στελέχη και το προσωπικό του εκείνο, στο οποίο ανατέθηκαν ουσιαστικά καθήκοντα, να μην μπορούν, μετά τη λήξη της δραστηριότητας τους στη σχετική σχέση και για εύλογο διάστημα ετών να αναλαμβάνουν διευθυντική θέση στην εταιρεία συμμετοχών ή σε άλλους, υποκείμενους στον έλεγχο αυτής, οργανισμούς. |
— |
το διοικητικό όργανο του φορέα στον οποίο ανατέθηκαν τα ουσιαστικά καθήκοντα δεν διορίζεται υπό σαφώς καθορισμένους όρους ούτε υπέχει τις αντίστοιχες νομικές υποχρεώσεις, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης ανεξαρτησία κατά τη λήψη αποφάσεων. |
— |
οι φορείς στους οποίους ανατέθηκαν τα ουσιαστικά καθήκοντα δεν διαθέτουν ίδιο προσωπικό, σε χωριστούς χώρους ή σε χώρους φυλασσόμενης προσβάσεως, του οποίου οι επαφές με την εταιρεία συμμετοχών και τις άλλες, εξ αυτής ελεγχόμενες επιχειρήσεις, να περιορίζεται στις επίσημες ανακοινώσεις που συνδέονται με την άσκηση των ουσιαστικών καθηκόντων. |
— |
Η πρόσβαση στα συστήματα πληροφοριών δεν είναι ασφαλής, ως εκ τούτου δεν αποκλείεται να βρεθούν στην κατοχή της εταιρείας συμμετοχών πληροφορίες, οι οποίες σχετίζονται με την άσκηση των ουσιαστικών καθηκόντων. |
Πέραν της ως άνω παραβάσεως της απαιτήσεως ανεξαρτησίας του διαχειριστή υποδομών κατά την άσκηση των ουσιαστικών καθηκόντων, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη επίσης τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες 91/440 και 2001/14, καθότι
— |
δεν μετέφερε με επαρκώς σαφή τρόπο τις διατάξεις της οδηγίας 2001/14/ΕΚ για τις χρεώσεις υπoδoμής και παρέλειψε να θέσει τις προυποθέσεις λανθασμένης εφαρμογής της αρχής του πλήρους κόστους, |
— |
δεν έλαβε τα αναγκαία μέσα προκειμένου να υποχρεώσει τους διαχειριστές υποδομών να μειώσουν τα έξοδα υποδομών και τις χρεώσεις υπoδoμής για την πρόσβαση στο σιδηροδρομικό δίκτυο, |
— |
παρέλειψε να εξουσιοδοτήσει τις ρυθμιστικές αρχές να απαιτούν από τον διαχειριστή υποδομών την παροχή πληροφοριών, μέσω επίσης της δυνατότητας επιβολής αντιστοίχων κυρώσεων. |
(1) Οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων (ΕΕ L 237, σ. 25)
(2) Οδηγία 2001/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2001, σχετικά με την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας (ΕΕ L 75, σ. 29)