Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CC0232

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 2ας Σεπτεμβρίου 2010.
    Dita Danosa κατά LKB Līzings SIA.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Augstākās Tiesas Senāts - Λετονία.
    Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 92/85/ΕΟΚ - Μέτρα που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων - Άρθρα 2, στοιχείο α΄, και 10 - Έννοια του όρου "έγκυος εργαζόμενη" - Απαγόρευση απόλυσης εγκύου εργαζομένης από την έναρξη της εγκυμοσύνης της μέχρι το πέρας της άδειας μητρότητας - Οδηγία 76/207/ΕΟΚ - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικών εταιριών - Εθνική ρύθμιση επιτρέπουσα την απόλυση των μελών αυτών χωρίς κανέναν περιορισμό.
    Υπόθεση C-232/09.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-11405

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:486

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    YVES BOT

    της 2ας Σεπτεμβρίου 2010 1(1)

    Υπόθεση C‑232/09

    Dita Danosa

    κατά

    LKB Līzings SIA

    [αίτηση του Augstākās Tiesas Senāts (Λεττονία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Οδηγία 92/85/ΕΟΚ – Πεδίο εφαρμογής – Mέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας – Εργαζόμενος – Ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως – Νομοθεσία επιτρέπουσα την απόλυση μέλους του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εγκυμοσύνη – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών»





    1.        Η οδηγία 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου (2) προβλέπει ειδικά μέτρα προστασίας υπέρ των εγκύων εργαζομένων. Επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να απαγορεύουν την απόλυσή τους κατά τη διάρκεια της περιόδου από την αρχή της εγκυμοσύνης μέχρι το τέλος της άδειας μητρότητας, εκτός αν η απόλυση οφείλεται σε λόγους που δεν συνδέονται με την κατάσταση της εγκυμοσύνης και γίνονται δεκτοί στο εθνικό δίκαιο.

    2.        Στην παρούσα αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 92/85 έχει εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία γυναίκα είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας. Ανακύπτει, επομένως, το ζήτημα αν η γυναίκα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζομένη υπό την έννοια της οδηγίας 92/85.

    3.        Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί του περιεχομένου της έννοιας αυτής. Σύμφωνα με τη νομολογία, η έννοια της εργαζομένης κατά την οδηγία 92/85 έχει ως κύριο χαρακτηριστικό, όπως στο πλαίσιο του άρθρου 39 ΕΚ, ότι ένα πρόσωπο παρέχει, προς ένα άλλο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (3).

    4.        Η παρούσα υπόθεση αφορά ακριβέστερα το τελευταίο κριτήριο του ορισμού αυτού. Το Augstākās Tiesas Senāts (Λεττονία) ερωτά το Δικαστήριο αν και κατά πόσον, στο πλαίσιο της οδηγίας 92/85, το μέλος οργάνου διοικήσεως εταιρίας μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί τα καθήκοντά του στην εταιρία αυτή δυνάμει σχέσεως εξαρτήσεως και όχι ως ελεύθερος επαγγελματίας.

    5.        Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί αν το λεττονικό δίκαιο, καθόσον επιτρέπει την παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου των κεφαλαιουχικών εταιριών χωρίς κανέναν περιορισμό, ακόμη και σε περίπτωση εγκυμοσύνης, συνάδει προς την οδηγία 92/85.

    6.        Με τις προτάσεις αυτές θα προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι γυναίκα μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας ασκούσα διευθυντικά καθήκοντα στην εταιρία αυτή έναντι αμοιβής πρέπει να θεωρείται ως εργαζομένη υπό την έννοια της οδηγίας 92/85, εφόσον, δυνάμει του διορισμού της, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εταιρίας αυτής, ασκεί τα καθήκοντά της υπό τον έλεγχο οργάνων της εταιρίας τα οποία δεν ελέγχει η ίδια, όπως η συνέλευση των μετόχων και η επιτροπή ελέγχου, και μπορεί να παυθεί από αυτά σε περίπτωση απώλειας της εμπιστοσύνης.

    7.        Αναφέρω ότι η εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών εμπίπτει στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή.

    8.        Όσον αφορά το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, θα προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει προς την οδηγία 92/85 η νομοθεσία κράτους μέλους κατά την οποία εργαζομένη που είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας μπορεί να παυθεί χωρίς κανέναν περιορισμό, καθόσον η διάταξη αυτή επιτρέπει την παύση για λόγους που συνδέονται με την κατάσταση της εγκυμοσύνης.

    9.        Επιπλέον, προκειμένου η απάντηση να είναι επωφελής για το αιτούν δικαστήριο, θα εξετάσω τα ενδεχόμενα να κρίνει το δικαστήριο αυτό ότι η περίπτωση της ενάγουσας δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/85 είτε διότι αυτή δεν πληροφόρησε τον εργοδότη της για την εγκυμοσύνη της κατά τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας είτε διότι δεν τελούσε σε σχέση εξαρτήσεως έναντι της καθής εταιρίας και πρέπει να θεωρηθεί ως ελεύθερη επαγγελματίας.

    10.      Θα προσθέσω, επομένως, ότι η λύση, με πρωτοβουλία της εταιρίας, της εργασιακής σχέσεως με την ενάγουσα λόγω της εγκυμοσύνης της θα συνιστούσε, εν πάση περιπτώσει, δυσμενή διάκριση αντίθετη προς τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου (4) και ισχύει για τους ελεύθερους επαγγελματίες δυνάμει της οδηγίας αυτής σε συνδυασμό με την οδηγία 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5).

    I –    Το νομικό πλαίσιο

     Α –          Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    1.      Η οδηγία 92/85

    11.      Από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 προκύπτει ότι η προστασία των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων δεν πρέπει να καθιστά μειονεκτική τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και δεν πρέπει να θίγει τις οδηγίες περί ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών.

    12.      Kατά τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, ο κίνδυνος απολύσεως για λόγους που σχετίζονται με την κατάστασή τους μπορεί να έχει ζημιογόνες επιπτώσεις στην ψυχική και φυσική κατάσταση των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων και πρέπει να προβλεφθεί απαγόρευση απολύσεως.

    13.      Το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής ορίζει ως έγκυο εργαζομένη «κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική».

    14.      Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ορίζει τα εξής:

    «Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες [εγκύους, λεχώνες ή γαλουχούσες], κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι:

    1)      τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών [εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών] επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή∙

    2)      σε περίπτωση που απολυθεί εργαζόμενη γυναίκα, κατά την έννοια του άρθρου 2, κατά το διάστημα που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς·

    3)      τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθούν οι εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, από τις επιπτώσεις απόλυσης, η οποία είναι παράνομη δυνάμει του σημείου 1.»

    2.      Η οδηγία 76/207

    15.      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει ότι «[η] αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση».

    16.      Το άρθρο 2, παράγραφος 7, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι η οδηγία «δεν θίγει τις διατάξεις περί προστασίας των γυναικών ιδίως για την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα». Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 7, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τυχόν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή αδείας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85 συνιστά διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας 76/207.

    17.      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 76/207 ορίζει τα εξής:

    «Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά:

    […]

    γ)      τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας, περιλαμβανομένων των απολύσεων […]».

    18.      Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

    «Προς το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

    α)      οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, οι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, καταργούνται·

    β)      διατάξεις αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες περιέχονται σε συμβάσεις ή συλλογικές συμφωνίες, εσωτερικούς κανονισμούς επιχειρήσεων ή κανόνες που διέπουν τα ανεξάρτητα επαγγέλματα ή/και εργασίες και τις οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών, είναι άκυρες, ακυρώσιμες ή τροποποιούνται […]».

    3.      Η οδηγία 86/613

    19.      Το άρθρο 1 της οδηγίας 86/613 ορίζει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να εξασφαλίσει, σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις, την από μέρους των κρατών μελών εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα ή συμβάλλουν στην άσκηση τέτοιας δραστηριότητας, στα θέματα που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες 76/207/ΕΟΚ και 79/7/ΕΟΚ (6).»

    20.      Ο ανεξάρτητος επαγγελματίας ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/613 ως κάθε πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα για δικό του λογαριασμό, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.

    21.      Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με τον γάμο ή την οικογενειακή κατάσταση.

    22.      Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, όσον αφορά τους ανεξάρτητους επαγγελματίες, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταργηθούν όλες οι διατάξεις που αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως αυτή ορίζεται στην οδηγία 76/207.

    23.      Το άρθρο 8 της οδηγίας 86/613 ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξετάσουν αν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι γυναίκες ανεξάρτητοι επαγγελματίες καθώς και οι σύζυγοι των ανεξαρτήτων επαγγελματιών μπορούν, κατά τη διάρκεια απουσίας τους από τη δραστηριότητα λόγω εγκυμοσύνης ή λόγω μητρότητας:

    –        να έχουν το δικαίωμα αναπλήρωσης ή τη δυνατότητα πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στο έδαφος τους,

    –        να δικαιούνται χρηματικής αποζημίωσης στα πλαίσια ενός καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης ή ενός οποιουδήποτε άλλου συστήματος δημόσιας κοινωνικής κάλυψης.»

    4.      Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

    24.      Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως απαγορεύει κάθε διάκριση λόγω φύλου.

    25.      Το άρθρο 23 του Χάρτη αυτού ορίζει ότι «[η] ισότητα ανδρών και γυναικών πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους τους τομείς, μεταξύ άλλων στην απασχόληση, στην εργασία και τις αποδοχές».

     Β –          Το εθνικό δίκαιο

    1.      Ο εργατικός κώδικας

    26.      Το άρθρο 3 του εργατικού κώδικα (darba likums) (7) ορίζει τον εργαζόμενο ως το φυσικό πρόσωπο που εκτελεί ορισμένη εργασία δυνάμει συμβάσεως εργασίας και υπό τη διεύθυνση του εργοδότη, από τον οποίο λαμβάνει συμφωνηθείσα αμοιβή.

    27.      Το άρθρο 4 του εργατικού κώδικα ορίζει τον εργοδότη ως φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων με νομική προσωπικότητα, που απασχολεί τουλάχιστον έναν εργαζόμενο δυνάμει συμβάσεως εργασίας.

    28.      Το άρθρο 44, παράγραφος 3, του εργατικού κώδικα προβλέπει τα εξής:

    «Σύμβαση εργασίας με τα μέλη των οργάνων διοικήσεως των κεφαλαιουχικών εταιριών συνάπτεται μόνο σε περίπτωση που δεν έχουν προσληφθεί δυνάμει άλλης συμβάσεως αστικού δικαίου. Σε περίπτωση προσλήψεως των μελών του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας με σύμβαση εργασίας, αυτή συνάπτεται για ορισμένο χρόνο.»

    29.      Το άρθρο 109 του εργατικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Απαγορεύσεις και περιορισμοί κατά την απόλυση», ορίζει τα εξής:

    «1)      Απαγορεύεται η λύση από τον εργοδότη της συμβάσεως εργασίας με εργαζομένη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά το πρώτο έτος μετά τον τοκετό ή, σε περίπτωση γαλουχίας, καθ’ όλη τη σχετική περίοδο, εκτός εάν η εργαζομένη εμπίπτει στις περιπτώσεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, σημεία 1, 2, 3, 4, 5 και 10.

    […]»

    2.      Ο εμπορικός κώδικας

    30.      Το άρθρο 221 του εμπορικού κώδικα (komerclikums) (8) ορίζει τα εξής:

    «1)      Το διοικητικό συμβούλιο είναι το εκτελεστικό όργανο της εταιρίας, το οποίο διευθύνει και εκπροσωπεί την εταιρία.

    […]

    5)      Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στη συνέλευση των μετόχων επί των νομικών πράξεων που συνομολογούνται μεταξύ της εταιρίας και ενός μετόχου, ενός μέλους της επιτροπής ελέγχου ή ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου.

    6)      Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να υποβάλλει στην επιτροπή ελέγχου, τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, έκθεση επί της δραστηριότητας και της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως της εταιρίας, και να ενημερώνει αμελλητί την επιτροπή ελέγχου για τη χειροτέρευση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως της εταιρίας ή για άλλες ουσιαστικές περιστάσεις σχετικές με την εμπορική δραστηριότητα της εταιρίας.

    […]

    8)      Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν δικαίωμα αμοιβής η οποία αντιστοιχεί στις ευθύνες τους και στην χρηματοπιστωτική κατάσταση της εταιρίας. Το ποσόν της αμοιβής καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής ελέγχου ή, εάν δεν υφίσταται επιτροπή ελέγχου, με απόφαση της συνελεύσεως των μετόχων.»

    31.      Το άρθρο 224 του εμπορικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Διορισμός και παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου», ορίζει τα εξής:

    «1)      Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται και παύονται με τη σύμφωνη γνώμη της συνελεύσεως των μετόχων. Κατά την κατάθεση στο εμπορικό μητρώο αιτήσεως για διακοπή της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τροποποίηση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ή εκλογή νέων μελών του διοικητικού συμβουλίου, επισυνάπτεται επικυρωμένο αντίγραφο του πρακτικού της συνελεύσεως των μετόχων με τη σχετική σύμφωνη γνώμη.

    […]

    3)      Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται για περίοδο τριών ετών, εκτός εάν το καταστατικό προβλέπει συντομότερη θητεία.

    4)      Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να παυθούν με τη σύμφωνη γνώμη των μετόχων. Αν η εταιρία διαθέτει επιτροπή ελέγχου, αυτή μπορεί να αναστείλει τη θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου μέχρι τη συνέλευση των μετόχων, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

    […]

    6)      Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να παύονται εάν συντρέχει σοβαρός λόγος. Στους λόγους αυτούς θεωρείται ότι περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση η κατάχρηση εξουσίας, η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, η ανικανότητα διευθύνσεως της εταιρίας, η βλάβη των συμφερόντων της και η απώλεια της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο μέλους.»

    II – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    32.      Η Latvijas Krājbanka AS, ανώνυμη εταιρία, διόρισε, με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006, περί συστάσεως της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης LKB Līzings SIA (9), την Dita Danosa (10) μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής.

    33.      Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, η επιτροπή ελέγχου της εναγομένης εταιρίας καθόρισε τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής καθώς και τους λοιπούς συμπληρωματικούς όρους απασχολήσεως και ανέθεσε στον πρόεδρο της επιτροπής ελέγχου τη μέριμνα συνάψεως των αναγκαίων συμφωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί η εκτέλεση των ρυθμίσεων αυτών.

    34.      Κατά την απόφαση περί παραπομπής, δεν συνήφθη σύμβαση αστικού δικαίου για τη ρύθμιση της εκτελέσεως των καθηκόντων της διευθύνουσας συμβούλου. Η εναγομένη εταιρία αμφισβητεί την ορθότητα της διαπιστώσεως αυτής και υποστηρίζει ότι είχε συναφθεί σύμβαση εντολής με την ενάγουσα. Η ενάγουσα επιθυμούσε τη σύναψη συμβάσεως εργασίας, αλλά η εναγομένη εταιρία προτίμησε να της αναθέσει τα καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου επί τη βάσει συμβάσεως εντολής.

    35.      Η συνέλευση των μετόχων της εναγομένης εταιρίας αποφάσισε, στις 23 Ιουλίου 2007, να παύσει την ενάγουσα από τη θέση της διευθύνουσας συμβούλου. Στις 24 Ιουλίου 2007 της εστάλη επικυρωμένο απόσπασμα του πρακτικού της συνελεύσεως των μετόχων.

    36.      Εκτιμώντας ότι επαύθη παρανόμως από τη θέση της διευθύνουσας συμβούλου, η ενάγουσα άσκησε, στις 31 Αυγούστου 2007, αγωγή ενώπιον του Rīgas pilsētas Centra rajona tiesa (πρωτοδικείου της κεντρικής περιφέρειας της Riga) κατά της εναγομένης εταιρίας.

    37.      Η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι, αφότου διορίστηκε, εκπλήρωνε καλόπιστα τις εργασιακές της υποχρεώσεις, όπως περιλαμβάνονται στο καταστατικό της εταιρίας και στον κανονισμό των οργάνων διοικήσεως. Υποστήριξε, επίσης ότι, εφόσον έλαβε μισθό για την εργασία της και της χορηγήθηκε άδεια διακοπών, έπρεπε να αναγνωριστεί η ύπαρξη σχέσεως εργασίας, αφού και τα δύο μέρη εκτελούσαν μια σύμβαση εργασίας, η οποία, όμως, δεν είχε καταρτισθεί εγγράφως. Ισχυρίσθηκε ότι παύθηκε κατά παράβαση του άρθρου 109 του εργατικού κώδικα σχετικά με την απαγόρευση απολύσεως των εγκύων εργαζομένων, εφόσον, κατά τον χρόνο της απολύσεως, διένυε την 11η εβδομάδα της κυήσεως.

    38.      Κατά την ενάγουσα, υφίσταται σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα, το οποίο παρέχει στη συνέλευση των μετόχων τη δυνατότητα να παύουν οποτεδήποτε τα μέλη των εκτελεστικών οργάνων εταιρίας, και του άρθρου 109, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα, το οποίο καθιερώνει κοινωνικές εγγυήσεις για τις εγκύους. Στην επίμαχη σύγκρουση, θα πρέπει να υπερισχύει το άρθρο 109 του εργατικού κώδικα, το οποίο απαγορεύει την καταγγελία συμβάσεως εργασίας των εγκύων.

    39.      Η αγωγή της ενάγουσας απορρίφθηκε τόσο από το πρωτοδικείο όσο και από το εφετείο. Κατά συνέπεια, η ενάγουσα άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

    40.      Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η ενάγουσα υποστήριξε ότι πρέπει να θεωρηθεί ως εργαζομένη υπό την έννοια του δικαίου της Ενώσεως, ανεξαρτήτως του αν θα θεωρηθεί ως εργαζομένη δυνάμει του λεττονικού δικαίου. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη της απαγορεύσεως απολύσεως του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85 και του υψίστης σημασίας συμφέροντος που η διάταξη αυτή σκοπεί να προστατεύσει σε όλες τις έννομες σχέσεις στις οποίες μπορούν να διαπιστωθούν στοιχεία εργασιακής σχέσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, και ιδίως διά της δικαστικής εξουσίας, ότι οι εγκυμονούσες εργαζόμενες μπορούν να απολαύσουν των προβλεπομένων νομικών και κοινωνικών εγγυήσεων.

    41.      Η εναγομένη εταιρία ισχυρίσθηκε, αντιθέτως, ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν παρέχουν υπηρεσίες υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να θεωρηθούν ως «εργαζόμενοι» υπό την έννοια του δικαίου της Ενώσεως. Θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να προβλεφθεί διαφορετικό επίπεδο προστασίας για τους εργαζομένους και για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, λαμβανομένης υπόψη της εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τη θέση μέλους του συμβουλίου αυτού. Το δίκαιο της Ενώσεως προέβη σε ρητή διάκριση μεταξύ των προσώπων που εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους υπό τη διεύθυνση του εργοδότη και αυτών που ασκούν διευθυντική εξουσία, τα οποία είναι πρωτίστως εκπρόσωποι της εταιρίας και όχι υφιστάμενοι.

    42.      Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του εργαζομένου καθώς και από τον σκοπό της οδηγίας 92/85 όσον αφορά την προστασία της εγκύου από την απόλυση μπορεί να συναχθεί ότι, αν ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της έννοιας του «εργαζομένου», τότε εφαρμόζεται σε αυτό το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό στην παύση των προσώπων που κατέχουν θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν έχει συναφθεί σύμβαση εργασίας με το εν λόγω μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

    43.      Κατά το δικαστήριο αυτό, τόσον η οδηγία 76/207 όσο και η οδηγία 92/85 απαγορεύουν τη λύση της εργασιακής σχέσεως εγκύου εργαζομένης.

    44.      Το Augstākās Tiesas Senāts, εκτιμώντας ότι η ενώπιόν του διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ενώσεως, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Εμπίπτουν τα μέλη των οργάνων διοικήσεως των κεφαλαιουχικών εταιριών στην έννοια του εργαζομένου κατά το δίκαιο της Ενώσεως;

    2)      Αντιβαίνει προς το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85[…] και προς τη νομολογία του Δικαστηρίου […] το άρθρο 224, παράγραφος 4, του Komerclikums (εμπορικού κώδικα της Λεττονίας), το οποίο επιτρέπει την παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου των κεφαλαιουχικών εταιριών χωρίς κανέναν περιορισμό, ακόμη και σε περίπτωση εγκυμοσύνης;»

    III – Ανάλυση

    45.      Με τα προδικαστικά ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, αν η ενάγουσα μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζομένη υπό την έννοια της οδηγίας 92/85 και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιο είναι το περιεχόμενο της προστασίας που της παρέχει κατά της απολύσεως το άρθρο 10 της ως άνω οδηγίας.

    46.      Εκ προοιμίου, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η προστασία που παρέχει η οδηγία 92/85, ειδικότερα η προστασία από την απόλυση του άρθρου 10, εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 2 της οδηγίας αυτής, στις εγκύους εργαζόμενες οι οποίες έχουν πληροφορήσει τον εργοδότη τους για την κατάστασή τους σύμφωνα με τη νομοθεσία ή πρακτική εντός του κράτους μέλους.

    47.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει ενδείξεις ως προς το αν το εσωτερικό δίκαιο εξαρτά, και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως σε ποιο βαθμό, την απόλαυση της προστασίας αυτής από την προϋπόθεση ότι η ενδιαφερόμενη έχει πληροφορήσει προηγουμένως τον εργοδότη της για την κατάστασή της. Η εναγομένη εταιρία υποστηρίζει ότι η ενάγουσα την πληροφόρησε για την κατάστασή της μετά την πάροδο πολλών ημερών αφής η επιτροπή ελέγχου την έπαυσε από τα καθήκοντά της διευθύνουσας συμβούλου.

    48.      Το ζήτημα αν το γεγονός αυτό μπορεί να στερήσει την ενάγουσα από την ειδική προστασία που παρέχεται δυνάμει της οδηγίας 92/85 εξαρτάται από την ερμηνεία του εθνικού δικαίου και την ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, όπως του προδήλου χαρακτήρα της εγκυμοσύνης, τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου.

    49.      Εν πάση περιπτώσει, η αβεβαιότητα που υπάρχει ως προς το σημείο αυτό δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το τεκμήριο του λυσιτελούς χαρακτήρα των προδικαστικών ερωτημάτων για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, το οποίο απορρέει από τη νομολογία (11) και δεν αμφισβητείται στην παρούσα υπόθεση.

    50.      Θα εξετάσω, επομένως, τα υποβληθέντα ερωτήματα εκκινώντας από την παραδοχή ότι πληρούται η προϋπόθεση που αφορά την πληροφόρηση του εργοδότη κατά τους κανόνες που ισχύουν στο εσωτερικό δίκαιο.

     Α –         Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    51.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν μέλος του διοικητικού συμβουλίου όπως η ενάγουσα, η οποία ήταν έγκυος όταν η συνέλευση των μετόχων της εναγομένης εταιρίας αποφάσισε την παύση της, μπορεί να τύχει της προστασίας κατά της απολύσεως του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85.

    52.      Πρόκειται, επομένως, για τη διευκρίνιση του ζητήματος αν και κατά πόσο μέλος διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζόμενος υπό την έννοια της οδηγίας 92/85.

    53.      Όπως ορθώς υπενθύμισε το αιτούν δικαστήριο, η έννοια του «εργαζομένου» κατά την οδηγία 92/85 ορίστηκε με την προπαρατεθείσα απόφαση Kiiski, με την οποία μεταφέρθηκε στην οδηγία αυτή ο ορισμός που συνήγαγε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 39 ΕΚ. Κατά τον ορισμό αυτόν, η έννοια του «εργαζομένου», κατά την οδηγία 92/85, πρέπει, επομένως, να έχει ενιαίο περιεχόμενο εντός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, το δε ουσιώδες χαρακτηριστικό της συνίσταται στη συνδρομή τριών προϋποθέσεων, δηλαδή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής σε άλλο πρόσωπο και υπό τη διεύθυνσή του (12).

    54.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι μόνον η τελευταία εκ των τριών προϋποθέσεων αποτελεί αντικείμενο αμφισβητήσεως μεταξύ των μερών. Πράγματι, κατά τις ενδείξεις που παρέσχε το δικαστήριο αυτό, η ενάγουσα υποστηρίζει, χωρίς ο ισχυρισμός της να αντικρούεται, ότι εκπλήρωσε τα καθήκοντα διευθύνουσας συμβούλου που της είχαν ανατεθεί από το καταστατικό της εταιρίας και τον κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου, πράγμα που μπορεί κάλλιστα να αντιστοιχεί στην άσκηση δραστηριότητας που έχει ορισμένη οικονομική αξία, μη στερούμενη πραγματικού και ουσιαστικού χαρακτήρα κατά τη νομολογία (13).

    55.      Επιπλέον, είναι σαφές ότι η ενάγουσα έλαβε αμοιβή, ενώ ο χαρακτηρισμός της αμοιβής από τα μέρη της εργασιακής σχέσεως, όπως και οι πρακτικές λεπτομέρειες της καταβολής της, δεν ασκούν επιρροή στον χαρακτηρισμό του προσώπου ως εργαζομένου (14).

    56.      Το ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί αφορά, επομένως, το κατά πόσον οι εν λόγω αμειβόμενες υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στην εναγόμενη εταιρία τελούσαν υπό τη διεύθυνση της εταιρίας. Για τον λόγο αυτόν προτείνω να ερμηνευθεί το πρώτο προδικαστικό ερώτημα υπό την έννοια ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν και κατά πόσο γυναίκα η οποία είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας και ασκεί καθήκοντα διευθύνσεως της εταιρίας αυτής έναντι αμοιβής παρέχει τις υπηρεσίες της στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτήσεως και, κατά συνέπεια, μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζομένη κατά την έννοια της οδηγίας 92/85.

    57.      Πρόκειται, δηλαδή, για την αξιολόγηση του αν η ενάγουσα πρέπει να θεωρηθεί, υπό το πρίσμα της οδηγίας αυτής, ως μισθωτή εργαζομένη, απολαύουσα της προστασίας που προβλέπει η οδηγία αυτή, ή ως ανεξάρτητος επαγγελματίας που εμπίπτει, ενδεχομένως, στην οδηγία 86/613. Το κοινωνικό δίκαιο της Ενώσεως, πράγματι, δεν προβλέπει, μέχρι τώρα, ειδικό καθεστώς για τους διευθύνοντες συμβούλους εταιριών όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών ή, ειδικότερα, την προστασία της εγκυμοσύνης. Η περίπτωση της ενάγουσας πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί στο πλαίσιο των εναλλακτικών αυτών δυνατοτήτων και να ενταχθεί στη μια ή την άλλη από τις δύο αυτές κατηγορίες.

    58.      Η εναγομένη εταιρία καθώς και η Ελληνική και η Λεττονική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν πρέπει να θεωρηθούν ως εργαζόμενοι υπό την έννοια του δικαίου της Ενώσεως και ότι δεν μπορούν, επομένως, να υπαχθούν στις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας 92/85.

    59.      Η εναγομένη εταιρία ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συνήφθη σύμβαση εργασίας μεταξύ αυτής και της ενάγουσας και ότι δεν υφίστατο, από νομικής απόψεως, εργασιακή σχέση μεταξύ τους. Η ενάγουσα εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της ως διευθύνουσα σύμβουλος επί τη βάσει συμβάσεως εντολής, με αυτονομία, και δεν έλαβε εντολές από κανέναν, σε αντιδιαστολή προς τους επικεφαλής τομέων και τμημάτων που υπόκεινται στην εξουσία προϊσταμένου ή διοικητικού συμβουλίου του οποίου τις κατευθύνσεις και οδηγίες οφείλουν να ακολουθούν. Επιπλέον, η ενάγουσα είχε συντάξει η ίδια τον κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

    60.      Στο ίδιο πνεύμα, η Ελληνική Κυβέρνηση εκθέτει ότι ένα μέλος διοικητικού συμβουλίου όπως η ενάγουσα, η οποία ήταν άλλωστε το μοναδικό μέλος, δεν παρείχε τις υπηρεσίες του υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου, αλλά, αντιθέτως, ήταν το πρόσωπο υπό τη διεύθυνση του οποίου οι εργαζόμενοι της εταιρίας εκτελούσαν τα καθήκοντά τους.

    61.      Όσον αφορά τη Λεττονική Κυβέρνηση, ισχυρίζεται επίσης ότι, ακόμη και αν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ασκούν τα καθήκοντά τους για ορισμένη διάρκεια και ενεργούν προς το συμφέρον της εταιρίας, η δραστηριότητά τους δεν είναι εξηρτημένη εργασία, αλλά σαφώς ανεξάρτητη. Το διοικητικό όργανο είναι το εκτελεστικό όργανο της εταιρίας, το οποίο τη διευθύνει και την εκπροσωπεί. Δεν παρέχει υπηρεσίες υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου και δεν οφείλει να ακολουθήσει τις οδηγίες που έδωσε άλλο πρόσωπο. Η δραστηριότητα του διοικητικού συμβουλίου θα πρέπει να θεωρηθεί ως η απόδειξη της εμπιστοσύνης που έχουν στα μέλη του οι εταίροι της κεφαλαιουχικής εταιρίας.

    62.      Ομοίως, η σύσταση επιτροπής ελέγχου δεν είναι υποχρεωτική για την κεφαλαιουχική εταιρία. Επιπλέον, μια τέτοια επιτροπή δεν διαθέτει εξουσία από την οποία θα μπορούσε να συναχθεί υποχρέωση υπακοής του διοικητικού συμβουλίου. Δεν διαθέτει τα νομικά μέσα που θα της επέτρεπαν να ασκεί πραγματική επιρροή στις τρέχουσες δραστηριότητες του εν λόγω συμβουλίου.

    63.      Τέλος, η Λεττονική Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η σχέση μεταξύ των εταίρων ή μετόχων κεφαλαιουχικής εταιρίας και των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, οπότε η εργασιακή σχέση των μελών αυτών πρέπει να μπορεί να λυθεί σε περίπτωση απώλειας της εμπιστοσύνης.

    64.      Δεν συμφωνώ με τις αναλύσεις των ως άνω μερών στην παρούσα διαδικασία. Όπως η ενάγουσα και η Ουγγρική Κυβέρνηση, φρονώ ότι μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας το οποίο τελεί στην κατάσταση της ενάγουσας μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί τα καθήκοντά του στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτήσεως και, συνεπώς, έχει την ιδιότητα εργαζομένου κατά την έννοια της οδηγίας 92/85. Θεμελιώνω την άποψή μου στους κάτωθι λόγους, οι οποίοι ανάγονται, αφενός, στα χαρακτηριστικά της εργασιακής σχέσεως μεταξύ των μερών και, αφετέρου, στον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85.

    1.      Τα χαρακτηριστικά της εργασιακής σχέσεως μεταξύ των μερών

    65.      Κατά τη νομολογία, η έννοια του «εργαζομένου» κατά το δίκαιο της Ενώσεως και, ειδικότερα, κατά την οδηγία 92/85 πρέπει να οριστεί σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση ανάλογα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων (15).

    66.      Η αναγνώριση της ιδιότητας του εργαζομένου δεν μπορεί, επομένως, να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της εργασιακής σχέσεως από τα ενδιαφερόμενα μέρη ούτε από τη σύναψη συμβάσεως εργασίας. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Kiiski, η sui generis νομική φύση της εργασιακής σχέσεως από πλευράς εθνικού δικαίου δεν ασκεί επιρροή επί της ιδιότητας του εργαζομένου υπό την έννοια του κοινοτικού δικαίου (16). Έκρινε, ομοίως, ότι ο τυπικός χαρακτηρισμός ως μη μισθωτού εργαζομένου υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου δεν αποκλείει να μπορεί ένα πρόσωπο να χαρακτηρισθεί ως εργαζόμενος υπό την έννοια του δικαίου της Ενώσεως, εφόσον η ανεξαρτησία του είναι πλασματική (17).

    67.      Στην παρούσα υπόθεση, το γεγονός ότι τα μέρη δεν συνήψαν σύμβαση εργασίας αλλά σύμβαση εντολής δεν μπορεί, επομένως, να επηρεάζει τον χαρακτηρισμό της εργασιακής τους σχέσεως, ως εξηρτημένης ή ανεξάρτητης, υπό το πρίσμα της οδηγίας 92/85.

    68.      Σύμφωνα με τη νομολογία, ο χαρακτηρισμός αυτός εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση μεταξύ των μερών (18). Είναι επίσης σαφές ότι η έννοια του εργαζομένου στο δίκαιο της Ενώσεως δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (19). Επιπλέον, γίνεται δεκτό ότι η έννοια αυτή δεν είναι μονοσήμαντη και ότι, ενδεχομένως, μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον εκάστοτε τομέα εφαρμογής (20).

    69.      Όσον αφορά, ειδικότερα, την ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως, το Δικαστήριο, εξ όσων γνωρίζω, δεν είχε ακόμη την ευκαιρία να διευκρινίσει τη φύση και τη σημασία του ελέγχου που αρκούσε για τον χαρακτηρισμό μιας τέτοιας σχέσεως.

    70.      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της περιπτώσεως των διευθυντών εταιρίας με την απόφαση Asscher (21), όπου έκρινε ότι ο διευθυντής μιας εταιρίας της οποίας κατέχει όλα τα εταιρικά μερίδια δεν ασκεί τη δραστηριότητά του στο πλαίσιο σχέσεως εξαρτήσεως, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «εργαζόμενος» υπό την έννοια του άρθρου 39 ΕΚ (22). Ο γενικός εισαγγελέας P. Léger, στις προτάσεις που ανέπτυξε επί της υποθέσεως που κατέληξε στην απόφαση εκείνη, δικαιολόγησε την άποψη αυτή υποστηρίζοντας ότι ο διευθύνων νομικό πρόσωπο δεν εργάζεται υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου ούτε άλλου οργάνου το οποίο δεν ελέγχει ο ίδιος (23).

    71.      Το Δικαστήριο διευκρίνισε, στη συνέχεια, ότι η λύση αυτή δεν μπορούσε να μεταφερθεί αυτομάτως στον σύζυγο του διευθυντή, επειδή οι απορρέουσες από τον γάμο προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των συζύγων δεν αποκλείουν την ύπαρξη, στο πλαίσιο της οργανώσεως της επιχειρήσεως, του στοιχείου της εξαρτήσεως, το οποίο είναι χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας (24).

    72.      Έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι λιμενεργατικών συντεχνιών επιφορτισμένων με την εκφόρτωση εμπορευμάτων είναι μέλη των συντεχνιών αυτών ως εταίροι δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να τελούν σε σχέση εξαρτήσεως έναντι της επιχειρήσεως (25).

    73.      Από το σύνολο των στοιχείων αυτών μπορώ να συναγάγω τις ακόλουθες σκέψεις.

    74.      Πρώτον, η άσκηση των καθηκόντων διευθύνοντος συμβούλου εταιρίας δεν αποκλείει, αφεαυτής, την ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως. Στην προπαρατεθείσα απόφαση Asscher, όπως την αντιλαμβάνομαι, η ύπαρξη τέτοιας σχέσεως όσον αφορά τον οικείο διευθυντή της εταιρίας, αποκλείσθηκε όχι λόγω της φύσεως των καθηκόντων του, αλλά λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος ήταν ο μοναδικός μέτοχος της εταιρίας, οπότε, με την ιδιότητα του διευθυντή, λογοδοτούσε για τη διαχείρισή του μόνο στον εαυτό του. Η ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου, αφεαυτής, δεν μπορεί, επομένως, να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπόκειται ο ενδιαφερόμενος, λαμβανομένης υπόψη της οργανώσεως της επιχειρήσεως, στην εξουσία της επιχειρήσεως.

    75.      Δεύτερον, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως όσον αφορά τον εν λόγω διευθύνοντα σύμβουλο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη σχέση του με την επιχείρηση και να συνυπολογισθεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτή, η φύση των καθηκόντων του. Επομένως, πρέπει να ληφθεί υπόψη, συναφώς, το γεγονός ότι τα καθήκοντά του, εκ φύσεως, υποδηλώνουν την άσκηση λίαν ευρειών εξουσιών και ότι κανένα μέλος του προσωπικού δεν είναι προϊστάμενός του.

    76.      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής, νομίζω, επομένως, ότι πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σημασία στους όρους προσλήψεως του εν λόγω διευθύνοντος συμβούλου, στον έλεγχο στον οποίο υπέκειτο και στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούσε να παυθεί.

    77.      Κατά την εξέταση των κριτηρίων αυτών στην παρούσα υπόθεση, επισημαίνω ότι, όσον αφορά τους όρους προσλήψεως της ενάγουσας, αυτή διορίσθηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης εταιρίας για ορισμένη διάρκεια τριών ετών και ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση των αγαθών της εταιρίας αυτής, με τη διεύθυνση και την εκπροσώπηση της εταιρίας στο σύνολο των σχέσεών της με τους τρίτους. Από τα στοιχεία που παρέσχον το αιτούν δικαστήριο και η Λεττονική Κυβέρνηση προκύπτει επίσης ότι αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της εναγομένης εταιρίας.

    78.      Επομένως, η περίπτωση της ενάγουσας διαφέρει σαφώς, κατά τούτο, από την περίπτωση εντολοδόχου όπως ένας δικηγόρος ή ένας ορκωτός λογιστής, ο οποίος δέχεται από εταιρία την εντολή να εκπληρώσει συγκεκριμένα καθήκοντα, αλλά παραμένει τρίτος έναντι αυτής.

    79.      Προκειμένου, στη συνέχεια, για τον έλεγχο στον οποίο υπέκειτο η ενάγουσα, από την απόφαση περί παραπομπής και τις παρατηρήσεις των μερών προκύπτει ότι αυτή έπρεπε να λογοδοτεί για τη διαχείρισή της στην επιτροπή ελέγχου και να συνεργάζεται μαζί της. Είναι επίσης σαφές ότι η ενάγουσα, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, συνέταξε επανειλημμένως εκθέσεις και ενημερωτικά σημειώματα για την επιτροπή ελέγχου.

    80.      Όσον αφορά, τέλος, την εξουσία παύσεως, από τον φάκελο προκύπτει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούσαν να παυθούν με απόφαση των εταίρων, αφού, ενδεχομένως, η επιτροπή ελέγχου αναστείλει τη θητεία τους. Προκύπτει επίσης ότι η παύση αυτή μπορούσε να στηριχθεί απλώς στην έλλειψη εμπιστοσύνης.

    81.      Βεβαίως, όπως υπογραμμίζει η Λεττονική Κυβέρνηση, από τα στοιχεία αυτά δεν συνάγεται ότι η επιτροπή ελέγχου ή οι εταίροι ήσαν σε θέση να δώσουν οδηγίες στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου σχετικά με την τρέχουσα δραστηριότητά τους.

    82.      Πάντως, νομίζω ότι δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που διορίζονταν υπό τους όρους αυτούς, ασκούσαν τα καθήκοντά τους με πλήρη ανεξαρτησία. Πράγματι, εφόσον έπρεπε να λογοδοτήσουν για τις ενέργειές τους σε οργανισμό τον οποίο δεν ήλεγχαν τα ίδια, ή μπορούσαν να παυθούν για απλή απώλεια της εμπιστοσύνης και η απώλεια αυτή μπορούσε να προκληθεί από την απλή διαφωνία των εταίρων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο διηύθυναν την εταιρία, ήσαν, στην πραγματικότητα, υποχρεωμένα να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους σχετικά με τη διαχείριση της εταιρίας ανάλογα με τις προσδοκίες των μελών της επιτροπής ελέγχου και των εταίρων.

    83.      Από νομικής και πραγματικής απόψεως, η κατάσταση των μελών του διοικητικού συμβουλίου ήταν, επομένως, παρεμφερής προς την κατάσταση του μισθωτού μάλλον, παρά του ανεξάρτητου επαγγελματία, εφόσον η εργασιακή σχέση τους με την εταιρία μπορούσε να λήξει εάν η εταιρία, μέσω των εταίρων της, διαφωνούσε με τις αποφάσεις που ελάμβαναν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

    84.      Η εξέταση των στοιχείων αυτών που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση μέλους του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας όπως τη σχέση της ενάγουσας με την εναγόμενη εταιρία, υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεώς τους από τον εθνικό δικαστή, οδηγεί, κατ’ εμέ, στον χαρακτηρισμό της ενάγουσας ως εργαζομένης (26).

    85.      Η ανάλυση αυτή συνάδει προς τον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85.

    2.      Ο σκοπός που επιδιώκεται με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85

    86.      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκεται με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, η διάταξη αυτή κατ’ ανάγκην εφαρμόζεται στο πλαίσιο της επίμαχης εργασιακής σχέσεως. Επιπλέον, αντίθετα προς ό,τι υπονοούν η Λεττονική Κυβέρνηση και η εναγομένη εταιρία με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, η εφαρμογή της οδηγίας 92/85 σε μια τέτοια εργασιακή σχέση δεν θα είχε ως υποχρεωτική συνέπεια την απώλεια του δικαιώματος των εταίρων ή μετόχων εταιρίας να καταγγείλουν τη σύμβαση των μελών του διοικητικού συμβουλίου συμβούλων της εταιρίας σε περίπτωση ελλείψεως εμπιστοσύνης.

    87.      Ως προς το πρώτο σημείο, από την όγδοη και τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 καθώς και από τη νομολογία συνάγεται ότι οι εγκυμονούσες εργαζόμενες πρέπει να προστατεύονται από τον κίνδυνο της απολύσεως λόγω της καταστάσεώς τους, επειδή η απόλυση ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τη σωματική και ψυχική κατάστασή τους και ότι είναι σημαντικό να αποτραπεί το ενδεχόμενο να παρακινηθεί η εγκυμονούσα εργαζόμενη να διακόψει εκουσίως την κύησή της προκειμένου να μην απολέσει την εργασία της (27).

    88.      Κατά την εξέταση της περιπτώσεως διευθύνουσας συμβούλου εταιρίας όπως η ενάγουσα, καθοριστική σημασία, κατά τη γνώμη μου, έχει το γεγονός ότι η εργασιακή σχέση της, δυνάμει της οποίας αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω εταιρίας, μπορεί να λυθεί, κατόπιν αποφάσεως που λαμβάνεται από όργανο το οποίο, εκ φύσεως, αυτή δεν ελέγχει και του οποίου η βούληση περί λύσεως της σχέσεως εργασίας είναι, κατά συνέπεια, υποχρεωτική για την ενάγουσα.

    89.      Η περίπτωση αυτή αντιστοιχεί απολύτως, κατ’ εμέ, στο πλαίσιο στο οποίο τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, εφόσον σαφώς υφίσταται, εν προκειμένω, κίνδυνος για τη γυναίκα να λήξει, λόγω της εγκυμοσύνης της, η εργασιακή σχέση της με την εταιρία της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Η διευθύνουσα σύμβουλος εταιρίας, η εντολή της οποίας μπορεί να λήξει ανά πάσα στιγμή χωρίς τη βούλησή της, θα μπορούσε επίσης να παρακινηθεί να διακόψει εκουσίως την κύηση όπως οποιαδήποτε άλλη μισθωτή τοποθετημένη σε θέση εργασίας χαμηλότερης βαθμίδας, εάν αυτή θεωρήσει ότι η εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει απώλεια της θέσεως εργασίας.

    90.      Επιπλέον, το Δικαστήριο, όπως ερμηνεύω τη νομολογία του, επιχείρησε να εξασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85. Πράγματι, έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει μόνον την κοινοποίηση της αποφάσεως περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης καθόλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της άδειας μητρότητας. Απαγορεύει και τη λήψη προπαρασκευαστικών της απολύσεως μέτρων λόγω της εγκυμοσύνης και/ή της γεννήσεως τέκνου (28).

    91.      Κατά το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν το περιεχόμενο της έννοιας της «απολύσεως» καθιστώντας ανενεργή την ευρεία προστασία που παρέχει η διάταξη αυτή και διακυβεύοντας την πρακτική της αποτελεσματικότητα (29).

    92.      Στο ίδιο πνεύμα, με την προπαρατεθείσα απόφαση Kiiski, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εργαζομένη η οποία βρίσκεται σε γονική άδεια εξακολουθεί να είναι, κατά τον χρόνο αυτόν, εργαζομένη υπό την έννοα του δικαίου της Ενώσεως, οπότε μπορεί να διακόψει την άδεια αυτή προκειμένου να λάβει άδεια μητρότητας κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της οδηγίας 92/85. Το Δικαστήριο έκρινε, πράγματι, ότι η εργασιακή σχέση μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη εξακολουθεί να υφίσταται κατά τη διάρκεια άδειας ανατροφής τέκνου, έστω και αν ο εργαζόμενος αυτός δεν ασκεί πλέον τις επαγγελματικές του δραστηριότητες και η σχέση εξαρτήσεως έχει, κατά συνέπεια, χαλαρώσει (30).

    93.      Η εφαρμογή της οδηγίας 92/85 στην επίμαχη στη διαφορά της κύριας δίκης εργασιακή σχέση συνάδει, κατά τη γνώμη μου, προς τη νομολογία.

    94.      Τέλος, το δεύτερο σημείο της επιχειρηματολογίας μου ανάγεται στο ότι η εν λόγω ερμηνεία του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 92/85 δεν υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταργήσουν το δικαίωμα των εταίρων ή των μετόχων να καταγγέλλουν ανά πάσα στιγμή την εντολή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας τους εφόσον δεν τους έχουν πλέον εμπιστοσύνη.

    95.      Όπως θα διαπιστωθεί εκ νέου στο πλαίσιο του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να απαγορεύουν απολύτως την απόλυση εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας. Τους επιβάλλει την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε η απόλυση να μη στηρίζεται στην κατάσταση της εγκυμοσύνης ή στη γέννηση τέκνου και να μην μπορεί να επέλθει παρά μόνο στις περιπτώσεις που γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

    96.      Κατά συνέπεια, με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν επιδιώκεται να τεθεί εν αμφιβόλω η ορθότητα των διατάξεων των κρατών μελών της Ενώσεως που διέπουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών διοικητικού συμβουλίου εταιρίασ καθώς και τις προϋποθέσεις της παύσεώς τους (31). Το άρθρο αυτό σκοπεί την επιβολή στα κράτη μέλη της υποχρεώσεως να προβλέψουν μέτρα για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της θεμελιώδους αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, δυνάμει της οποίας η απόλυση εργαζομένης λόγω της εγκυμοσύνης της συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου (32).

    97.      Επομένως, ένα κράτος μέλος μπορεί, επί τη βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85, να προβλέψει ότι οι εταίροι εταιρίας που θεωρούν ότι πρέπει να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από το πρόσωπο της διευθύνουσας συμβούλου έχουν τη δυνατότητα να καταγγείλουν την εργασιακή σχέση ακόμη και αν αυτή είναι έγκυος. Το εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να προβλέψει, πάντως, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, ότι οι εταίροι πρέπει να εκθέσουν γραπτώς τον λόγο της απολύσεως. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, πρέπει επίσης να λάβει μέτρα που να παρέχουν στη διευθύνουσα σύμβουλο που παύθηκε τη δυνατότητα ελέγχου, ενδεχομένως εκ μέρους δικαστηρίου, του κατά πόσον ο λόγος παύσεως όντως δεν ανάγεται στην εγκυμοσύνη της. Δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου (33), τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά δικονομικά τους συστήματα, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (34).

    98.      Η ένσταση που προέβαλαν η εναγομένη εταιρία και η Λεττονική Κυβέρνηση, ότι η εφαρμογή του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85 στα μέλη διοικητικού συμβουλίου θα συνιστούσε αδικαιολόγητη επέμβαση στα δικαιώματα των εταίρων, δεν είναι, κατ’ εμέ, βάσιμη.

    99.      Συνοπτικώς, γυναίκα μέλος διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, όπως η ενάγουσα, πρέπει να θεωρηθεί ως εργαζομένη, εφόσον συντρέχουν οι τρεις ακόλουθες προϋποθέσεις, δηλαδή, πρώτον, αποτελούσε, βάσει των όρων προσλήψεώς της, αναπόσπαστο μέρος της εταιρίας, δεύτερον, ασκούσε τα καθήκοντά της υπό τον έλεγχο οργάνων όπως η συνέλευση των μετόχων ή η επιτροπή ελέγχου τα οποία δεν ήλεγχε ή επί των οποίων δεν ήταν σε θέση να ασκήσει καθοριστική επιρροή και, τρίτον, μπορούσε να παυθεί από εκάτερο των οργάνων αυτών για τον λόγο και μόνον ότι τα όργανα αυτά απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από το πρόσωπό της.

    100. Σύμφωνα με τη νομολογία, στον εθνικό δικαστή απόκειται να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές (35).

    101. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, προτείνω, επομένως, να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι μια γυναίκα μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, η οποία ασκεί τα αναγόμενα στη διαχείριση της εταιρίας αυτής καθήκοντά της έναντι αμοιβής, μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζομένη υπό την έννοια της οδηγίας 92/85 και, επομένως, να τύχει της προστασίας του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής κατά της απολύσεως, εφόσον, βάσει του διορισμού της, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω εταιρίας, ασκεί τα καθήκοντά της υπό τον έλεγχο οργάνων της εταιρίας αυτής τα οποία δεν ελέγχει η ίδια, όπως η συνέλευση των μετόχων και η επιτροπή ελέγχου, και μπορεί να παυθεί από τα όργανα αυτά για τον λόγο και μόνον ότι αυτά απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από το πρόσωπό της.

     Β –         Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

    102. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική νομοθεσία κατά την οποία μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας μπορεί να παυθεί χωρίς κανέναν περιορισμό, ιδίως όσον αφορά την κατάσταση εγκυμοσύνης.

    103. Στο ερώτημα αυτό έχω ήδη απαντήσει εν μέρει.

    104. Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 επιβάλλει, όπως ανέφερα, στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν τις αναγκαίες διατάξεις για να απαγορεύσουν την απόλυση εργαζομένης για λόγους που συνδέονται με την εγκυμοσύνη της. Δεν απαγορεύει, πάντως, τη λύση της εργασιακής σχέσεως κατά τη διάρκεια της περιόδου προστασίας της εργαζομένης που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 10, εφόσον η λύση αυτή στηρίζεται σε άλλους λόγους, που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ή πρακτική.

    105. Νομίζω, όπως οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν στην παρούσα διαδικασία, ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίσουν διαφορετικό καθεστώς μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των λοιπών εργαζομένων που δεν έχουν τις ίδιες εξουσίες ούτε τις ίδιες ευθύνες και οι οποίοι, κατά συνέπεια, δεν βρίσκονται σε παρεμφερή θέση. Πάντως, στο εν λόγω κράτος μέλος εναπόκειται να διασφαλίσει σε όλες τις περιπτώσεις την απαγόρευση της απολύσεως για λόγους που συνδέονται με την εγκυμοσύνη.

    106. Ενόψει των σκέψεων αυτών, διάταξη εθνικής νομοθεσίας όπως το άρθρο 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα, που δεν προβλέπει περιορισμό στο δικαίωμα των εταίρων να παύουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι αντίθετη στο δίκαιο της Ενώσεως, μόνον καθόσον επιτρέπει την παύση αυτή για λόγους που συνδέονται με την εγκυμοσύνη.

    107. Το γεγονός και μόνον ότι η διάταξη αυτή είναι λιγότερο προστατευτική απ’ ό,τι οι εθνικοί κανόνες που έχουν εφαρμογή στους άλλους εργαζομένους δεν είναι, αφεαυτού, αντίθετο στο άρθρο 10 της οδηγίας 92/85. Η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση, εφόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, εφαρμόζεται σε εργαζόμενες που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις (36), μπορεί να είναι σύμφωνη προς την εξουσία εκτιμήσεως που το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής αναγνωρίζει ρητώς στα κράτη μέλη.

    108. Επομένως, προτείνω να δοθεί στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι αντιβαίνει στο άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας μπορεί να παυθεί χωρίς περιορισμό, στο μέτρο που η νομοθεσία αυτή επιτρέπει την εν λόγω παύση για λόγο που συνδέεται με την εγκυμοσύνη.

    109. Ειδικότερα, στον εθνικό δικαστή απόκειται να εξακριβώσει αν ο ή οι λόγοι παύσεως της ενάγουσας δεν συνδέονται με την εγκυμοσύνη της. Εάν, πάντως, έκρινε ότι αυτό συμβαίνει, η απόλυση αυτή δεν θα μπορούσε να στηριχθεί νομίμως στο άρθρο 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα.

    110. Βεβαίως, όπως υπογράμμισε η εναγομένη εταιρία, το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα σε διαφορά μεταξύ ιδιωτών ενώ θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο πλαίσιο διαφοράς με εργοδότη που ασκεί δημόσια εξουσία (37). Πάντως, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να ερμηνεύει το εσωτερικό δίκαιο, κατά το μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο προς το δίκαιο της Ενώσεως, προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που το δίκαιο αυτό προβλέπει και, εάν η ερμηνεία αυτή δεν είναι δυνατή, να μην εφαρμόζει τη διάταξη του εσωτερικού δικαίου που είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ενώσεως, εφόσον διαθέτει την εξουσία αυτή κατά τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες (38).

    111. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, σύμφωνα με την απόφαση Kücükdeveci (39), στο μέτρο που το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 απλώς εξειδικεύει τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών απαγορεύοντας την απόλυση εγκύου για λόγους που συνδέονται με την εγκυμοσύνη της, ο εθνικός δικαστής ο οποίος δεν βρίσκει στο εσωτερικό δικονομικό δίκαιο επαρκή μέσα για να θέσει εκποδών τη διάταξη του εθνικού δικαίου που δικαιολογεί την απόλυση αυτή αντλεί την εξουσία αυτή από την υπεροχή της θεμελιώδους αρχής (40).

     Γ –         Πρόσθετες παρατηρήσεις

    112. Στο μέτρο που η εφαρμογή της οδηγίας 92/85 στην υπόθεση της κύριας δίκης εξαρτάται από την έλεγχο, εκ μέρους του εθνικού δικαστή, των κριτηρίων που το Δικαστήριο θα διευκρινίσει με την απόφαση που θα εκδώσει και, κατά συνέπεια, η εφαρμογή αυτή έχει, στο παρόν στάδιο, υποθετικό χαρακτήρα, μπορεί να είναι αναγκαίο, προκειμένου να παρασχεθούν ενδεχομένως χρήσιμες ενδείξεις στο αιτούν δικαστήριο, να λάβω θέση επί των πιθανών συνεπειών των οδηγιών 76/207 και 86/613 για τη λύση της διαφοράς (41).

    113. Υπενθυμίζω ότι η οδηγία 76/207 διαλαμβάνει, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

    114. Όπως προανέφερα, κατά παγία νομολογία, η απόλυση εργαζομένης γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης συνιστά άμεση διάκριση βασιζόμενη στο φύλο, η οποία αντίκειται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 (42).

    115. Εάν το αιτούν δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι η ενάγουσα, μολονότι έχει την ιδιότητα εργαζομένης υπό την έννοια της οδηγίας 92/85, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής διότι δεν είχε πληροφορήσει την εναγομένη εταιρία για την κατάστασή της υπό τους όρους που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, πάντως, η περίπτωσή της θα καλυπτόταν από την οδηγία 76/207 και η καταγγελία της συμβάσεώς της, εάν στηριζόταν στην εγκυμοσύνη της, θα έπρεπε να θεωρηθεί παράνομη και να επιβληθούν συναφώς κυρώσεις.

    116. Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι τα κράτη μέλη, δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207 και σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να εισαγάγουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσουν για κάθε πρόσωπο που υπήρξε θύμα δυσμενούς διακρίσεως, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη (43).

    117. Εάν, αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι η ενάγουσα ασκούσε τις δραστηριότητές της ως ανεξάρτητη επαγγελματίας, η περίπτωσή της θα καλυπτόταν από την οδηγία 86/613, η οποία, κατά το άρθρο 2 αυτής, εφαρμόζεται σε κάθε πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα για δικό του λογαριασμό, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.

    118. Το άρθρο 4 της οδηγίας 86/613 παραπέμπει ρητώς στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως ορίζεται στην οδηγία 76/207, η οποία– υπενθυμίζω– απαγορεύει, στο άρθρο 3 αυτής, κάθε διάκριση που βασίζεται στο φύλο. Επιπλέον, η οδηγία 76/207 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ακυρωθούν ή να δύνανται να κηρυχθούν άκυρες οι αντίθετες προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διατάξεις, που περιλαμβάνονται στα καταστατικά των ελευθέρων επαγγελμάτων. Ο καθορισμός της εκτάσεως της προστασίας που παρέχει το δίκαιο της Ενώσεως σε ανεξάρτητη επαγγελματία εξασφαλίζεται, κατά συνέπεια, από την ερμηνεία της οδηγίας 76/207 σε συνδυασμό με την οδηγία 86/613 (44).

    119. Οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο και ο νομοθέτης της Ενώσεως δέχθηκαν ότι η απόλυση εργαζομένης λόγω της εγκυμοσύνης της συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου προς αντιμετώπιση της οποίας δικαιολογείται η πρόβλεψη μέτρων ειδικής προστασίας μπορούν να μεταφερθούν στη λύση της συμβάσεως εντολής ανεξάρτητης επαγγελματία που οφείλεται στον ίδιο λόγο.

    120. Πράγματι, η μονομερής, από τον εντολέα, λύση της εντολής πριν από την ημερομηνία που είχε αρχικά προβλεφθεί από τα μέρη λόγω της εγκυμοσύνης του εντολοδόχου μπορεί να αφορά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, επομένως, διάκριση λόγω φύλου. Επιπλέον, ο κίνδυνος που μπορεί να προκαλέσει για τη φυσική και ψυχική κατάσταση της εγκύου η λύση αυτή δεν είναι μικρότερος από αυτόν που προκαλεί η λύση σχέσεως εξηρτημένης εργασίας. Πρόκειται σαφώς, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, για τον κίνδυνο που προκαλεί ο φόβος της απώλειας των μέσων διαβιώσεως.

    121. Τέλος, τα μειονεκτήματα που μπορούν να προκύψουν, για τον εντολέα, από την οφειλόμενη στην εγκυμοσύνη και, εν συνεχεία, στη γέννηση του τέκνου ανικανότητα του εντολοδόχου προς εργασία δεν διαφέρουν πολύ από αυτά τα οποία επικαλούνται οι εργοδότες για να δικαιολογήσουν την καταγγελία συμβάσεως εργασίας και απορρίπτει συστηματικά το Δικαστήριο, λόγω της σημασίας των αρχών που διασφαλίζει η οδηγία 76/207.

    122. Με τη σκέψη 26 της αποφάσεως Webb (45), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η διαθεσιμότητα του εργαζομένου αποτελεί μεν για τον εργοδότη οπωσδήποτε ουσιώδη προϋπόθεση για την κανονική εκτέλεση της συμβάσεως εργασίας, η προστασία, ωστόσο, την οποία εξασφαλίζει το κοινοτικό δίκαιο στη γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν η παρουσία της ενδιαφερομένης, στη διάρκεια της περιόδου που αντιστοιχεί στην άδεια μητρότητάς της, είναι απαραίτητη για την κανονική λειτουργία της επιχειρήσεως στην οποία εργάζεται. Κατά το Δικαστήριο, η αντίθετη ερμηνεία θα στερούσε τις διατάξεις της οδηγίας 76/207 από την πρακτική αποτελεσματικότητά τους.

    123. Με την προπαρατεθείσα απόφαση Tele Danmark, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η ανάλυση αυτή μπορεί να ισχύσει και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου (46).

    124. Βεβαίως, η οδηγία 86/613 δεν περιέχει το σύνολο των δικαιωμάτων που διασφαλίζει η οδηγία 92/85, όπως το δικαίωμα στην οργάνωση της εργασίας, σε άδεια μητρότητας και τη διατήρηση των δικαιωμάτων που συνδέονται με τη σύμβαση εργασίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της άδειας αυτής. Πάντως, η πρακτική αποτελεσματικότητα της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω φύλου θα διακυβευόταν εάν ο εντολέας μπορούσε να καταγγείλει μονομερώς μια εντολή πριν από τον συμφωνηθέντα χρόνο λήξεώς της για λόγο που ανάγεται στην εγκυμοσύνη.

    125. Σε περίπτωση οφειλόμενης στην εγκυμοσύνη ανικανότητας της εντολοδόχου και κατά τη διάρκεια της ανικανότητας αυτής, η σύμβαση εντολής που εκτελείται θα μπορούσε να ανασταλεί όχι όμως και να καταγγελθεί.

    126. Η ερμηνεία αυτή συνάδει προς τη βούληση του νομοθέτη της Ενώσεως να εξομοιώσει, κατά το μέτρο του δυνατού, την κατάσταση των γυναικών που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα με αυτή των γυναικών που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα. Πράγματι, η οδηγία 86/613, σε ένα πρώτο στάδιο, καλεί τα κράτη μέλη να εξετάσουν αν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι γυναίκες ανεξάρτητοι επαγγελματίες μπορούν, κατά τη διάρκεια απουσίας τους από τη δραστηριότητα λόγω εγκυμοσύνης ή λόγω μητρότητας να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες αναπληρώσεως που τους παρέχουν τη δυνατότητα διακοπής των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους ή τη δυνατότητα προσβάσεως σε κοινωνικές υπηρεσίες.

    127. Το σχέδιο οδηγίας που πρόκειται να αντικαταστήσει την οδηγία 86/613 προβλέπει ότι οι αυτοαπασχολούμενες γυναίκες πρέπει να δικαιούνται άδειας μητρότητας και να λαμβάνουν επίδομα υπό όρους που τους παρέχουν προστασία παρεμφερή προς αυτή των μισθωτών (47).

    128. Λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων αυτών, φρονώ ότι η λύση, από την εναγομένη εταιρία, της εργασιακής σχέσεως που τη συνέδεε με την ενάγουσα για λόγο αναγόμενο στην εγκυμοσύνη της συνιστά, εν πάση περιπτώσει, διάκριση αντίθετη προς τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχειρίσεως την οποία θέτει σε εφαρμογή η οδηγία 76/207 και, όσον αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες, η οδηγία αυτή σε συνδυασμό με την οδηγία 86/613.

     Δ –         Επί του περιορισμού των διαχρονικών αποτελεσμάτων της εκδοθησομένης αποφάσεως

    129. Η Λεττονική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να περιορίσει τα αποτελέσματα της εκδοθησομένης αποφάσεως εάν κρίνει ότι το άρθρο 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα είναι αντίθετο προς το δίκαιο της Ενώσεως. Η κυβέρνηση αυτή στηρίζει το αίτημά της στο γεγονός ότι, δυνάμει του ως άνω κειμένου, οι κεφαλαιουχικές εταιρίες του λεττονικού δικαίου έχουν παύσει μέλη των διευθυντικών οργάνων τους σε περίπτωση απώλειας της εμπιστοσύνης στα πρόσωπα αυτά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την εγκυμοσύνη τους.

    130. Στο μέτρο που φρονώ ότι οι παύσεις αυτές, εφόσον δεν συνδέονται με την εγκυμοσύνη, δεν είναι αντίθετες προς το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, το επίμαχο αίτημα θα πρέπει, εφόσον το Δικαστήριο ακολουθήσει τη γνώμη μου, να θεωρηθεί άνευ αντικειμένου.

    IV – Πρόταση

    131. Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα ως εξής:

    1)         «Γυναίκα μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, η οποία ασκεί τα αναγόμενα στη διαχείριση της εταιρίας αυτής καθήκοντά της έναντι αμοιβής, μπορεί να θεωρηθεί ως εργαζομένη υπό την έννοια της οδηγίας 92/85 του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων και, επομένως, να τύχει της προστασίας του άρθρου 10 της οδηγίας αυτής κατά της απολύσεως, εφόσον, βάσει του διορισμού της, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω εταιρίας, ασκεί τα καθήκοντά της υπό τον έλεγχο οργάνων της εταιρίας αυτής τα οποία δεν ελέγχει η ίδια, όπως η συνέλευση των μετόχων και η επιτροπή ελέγχου, και μπορεί να παυθεί από τα όργανα αυτά για τον λόγο και μόνον ότι απέσυραν την εμπιστοσύνη τους από το πρόσωπό της.

    2)         Δεν αντιβαίνει στο άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας μπορεί να παυθεί χωρίς περιορισμό, στο μέτρο που η νομοθεσία αυτή επιτρέπει την εν λόγω παύση για λόγο που συνδέεται με την εγκυμοσύνη.»


    1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


    2 – Οδηγία, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (ΕΕ L 348, σ. 1).


    3 – Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑116/06, Kiiski (Συλλογή 2007, σ. I‑7643, σκέψη 25).


    4 – Οδηγία, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 269, σ. 15, στο εξής: οδηγία 76/207).


    5 – Οδηγία, της 11ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της γεωργικής, καθώς και για την προστασία της μητρότητας (ΕΕ L 359, σ. 56).


    6 –      Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160).


    7 – Latvijas Vēstnesis, 2001, αριθ. 105 (στο εξής: εργατικός κώδικας).


    8 – Latvijas Vēstnesis, 2000, αριθ. 158/160 (στο εξής: εμπορικός κώδικας).


    9 – Στο εξής: εναγομένη εταιρία.


    10 – Στο εξής: ενάγουσα.


    11 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C‑438/99, Jiménez Melgar (Συλλογή 2001, σ. I‑6915, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    12 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kiiski (σκέψη 25).


    13 – Aπόφαση της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum (Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 20 και 21).


    14 – Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1989, C‑3/87, Agegate (Συλλογή 1989, σ. 4459, σκέψη 36).


    15 – Προπαρατεθείσες αποφάσεις Lawrie-Blum (σκέψη 17) και Kiiski (σκέψη 25). Βλ. και απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, C‑94/07, Raccanelli (Συλλογή 2008, σ. I‑5939, σκέψη 36).


    16 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kiiski (σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    17 – Απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C‑256/01, Allonby (Συλλογή 2004, σ. I‑873, σκέψη 79).


    18 – Αποφάσεις Agegate, προπαρατεθείσα (σκέψη 36), και της 4ης Φεβρουαρίου 2010, C‑14/09, Genc (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 26 και 27).


    19 – Προπαρατεθείσα απόφαση Genc (σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    20 – Απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, C‑85/96, Martínez Sala (Συλλογή 1998, σ. I‑2691, σκέψη 31).


    21 – Απόφαση της 27ης Ιουνίου 1996, C-107/94 (Συλλογή 1996, σ. Ι-3089).


    22 – Σκέψη 26.


    23 – Σημείο 29 των προτάσεων.


    24 – Απόφαση της 8ης Ιουνίου 1999, C‑337/97, Meeusen (Συλλογή 1999, σ. I‑3289, σκέψη 15).


    25 – Απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1991, C‑179/90, Merci convenzionali porto di Genova (Συλλογή 1991, σ. I‑5889, σκέψη 13).


    26 – Βλ., υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 7ης Μαΐου 1998, C‑350/96, Clean Car Autoservice (Συλλογή 1998, σ. I‑2521, σκέψη 30).


    27 – Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑460/06, Paquay (Συλλογή 2007, σ. I‑8511, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    28 – Όπ.π. (σκέψη 33).


    29 – Όπ.π. (σκέψη 32).


    30 – Προπαρατεθείσα απόφαση Kiiski (σκέψεις 31 και 32).


    31 – Βλ., όσον αφορά τα μέλη του διευθυντικού οργάνου της ευρωπαϊκής εταιρίας, κανονισμό (ΕΚ) 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) (ΕΕ L 294, σ. 1).


    32 – Προπαρατεθείσα απόφαση Paquay (σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    33 – Οδηγία, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ 1998, L 14, σ. 6).


    34 – Αυτό θα μπορούσε να συμβεί εάν, για παράδειγμα, η διευθύνουσα σύμβουλος εταιρίας στο πρόσωπο της οποίας οι εταίροι είχαν ανανεώσει την εμπιστοσύνη τους, επαύετο από τα καθήκοντά της μετά την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της.


    35 – Προπαρατεθείσα απόφαση Raccanelli (σκέψη 37).


    36 – Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα κράτη μέλη, όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ενώσεως, πρέπει να σέβονται τις θεμελιώδεις αρχές, μεταξύ των οποίων την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων (αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 5/88, Wachauf, Συλλογή 1989, σ. 2609, σκέψη 19, και της 3ης Μαΐου 2007, C‑303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I‑3633, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    37 – Το Δικαστήριο δέχθηκε, με την προπαρατεθείσα απόφαση Jiménez Melgar, ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 έχει άμεσο αποτέλεσμα (σκέψη 34).


    38 – Απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2004, C‑397/01 έως C‑403/01, Pfeiffer κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I‑8835, σκέψη 116).


    39 – Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2010, C‑555/07 (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή).


    40 – Σκέψη 56.


    41 – Τα μέρη που συμμετείχαν στην προφορική διαδικασία εκλήθησαν από το Δικαστήριο να λάβουν θέση επί της επιρροής των οδηγιών αυτών στην παρούσα υπόθεση.


    42 – Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C‑109/00, Tele Danmark (Συλλογή 2001, σ. I‑6993, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


    43 – Προπαρατεθείσα απόφαση Paquay (σκέψεις 43 έως 46).


    44 – Απόφαση της 6ης Απριλίου 2000, C‑226/98, Jørgensen (Συλλογή 2000, σ. I‑2447, σκέψη 26).


    45 – Απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C‑32/93 (Συλλογή 1994, σ. I‑3567).


    46 – Προπαρατεθείσα απόφαση Tele Danmark (σκέψη 30).


    47 – Βλ. πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτοτελή επαγγελματική δραστηριότητα και την κατάργηση της οδηγίας 86/613/EΟΚ [COM(2008) 636 τελικό].

    Top