EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006CJ0045

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Μαρτίου 2007.
Campina GmbH & Co. κατά Hauptzollamt Frankfurt (Oder).
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht des Landes Brandenburg - Γερμανία.
Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα - Συμπληρωματική εισφορά - Ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας κοινοποιήσεως του ετήσιου πίνακα υπολογισμών - Πρόστιμο - Κανονισμός (ΕΟΚ) 536/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 - Άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο - Κανονισμός (ΕΚ) 1392/2001- Άρθρο 5, παράγραφος 3 - Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 - Άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος - Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης χρηματικής ποινής.
Υπόθεση C-45/06.

Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-02089

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:154

Υπόθεση C-45/06

Campina GmbH & Co., πρώην TUFFI Campina emzett GmbH

κατά

Hauptzollamt Frankfurt (Oder)

(αίτηση του Finanzgericht des Landes Brandenburg

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα — Συμπληρωματική εισφορά — Ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας κοινοποιήσεως του ετήσιου πίνακα υπολογισμών — Πρόστιμο — Κανονισμός (ΕΟΚ) 536/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 — Άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο — Κανονισμός (ΕΚ) 1392/2001— Άρθρο 5, παράγραφος 3 — Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 — Άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος — Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης χρηματικής ποινής»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης χρηματικής ποινής

2.        Γεωργία – Κοινή οργάνωση των αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά επί του γάλακτος

(Κανονισμοί της Επιτροπής 536/93, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1001/98, άρθρο 3 § 2, εδ. 2, και 1392/2001, άρθρο 5 § 3)

1.        Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης ποινής πρέπει να τηρείται από τον εθνικό δικαστή όταν πρόκειται για ποινή που επιβάλλεται σε συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας.

(βλ. σκέψη 40 και διατακτ.)

2.        Όταν πρόκειται για ελάχιστη υπέρβαση, όπως αυτή της μιας εργάσιμης ημέρας, της προθεσμίας που τάσσεται στους αγοραστές για την κοινοποίηση του πίνακα υπολογισμών, το σύστημα των χρηματικών ποινών του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/2001 για λεπτομέρειες εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος, είναι επιεικέστερο του προβλεπόμενου από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 536/93, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της εν λόγω συμπληρωματικής εισφοράς, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό 1001/98.

(βλ. σκέψη 40 και διατακτ.)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 8ης Μαρτίου 2007(*)

«Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Συμπληρωματική εισφορά – Ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας κοινοποιήσεως του ετήσιου πίνακα υπολογισμών – Πρόστιμο – Κανονισμός (ΕΟΚ) 536/93, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 – Άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο – Κανονισμός (ΕΚ) 1392/2001– Άρθρο 5, παράγραφος 3 – Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος – Αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης χρηματικής ποινής»

Στην υπόθεση C-45/06,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Finanzgericht des Landes Brandenburg (Γερμανία) με απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιανουαρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης

Campina GmbH & Co., πρώην TUFFI Campina emzett GmbH,

κατά

Hauptzollamt Frankfurt (Oder),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Schintgen, πρόεδρο τμήματος, M. Ilešič (εισηγητή) και E. Levits, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Γ. Κανελλόπουλο και τη Σ. Παπαϊωάννου,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον J. Schieferer και την C. Cattabriga,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την αναλογικότητα του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 57, σ. 12), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1998 (ΕΕ L 142, σ. 22, στο εξής: κανονισμός 536/93).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Campina GmbH & Co., πρώην TUFFI Campina emzett GmbH (στο εξής: Campina), ως καθολικής διαδόχου της επιχειρήσεως επεξεργασίας και αγορών γάλακτος Meierei-Zentrale GmbH (στο εξής: MZ), και της Hauptzollamt Frankfurt (Oder), με αντικείμενο ελάχιστη καθυστέρηση στην κοινοποίηση του πίνακα υπολογισμών (στο εξής: κοινοποίηση).

Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 ορίζει τα εξής:

«Πριν τις 15 Μαΐου κάθε έτους, ο αγοραστής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους τον πίνακα των υπολογισμών που έχουν καταρτιστεί για κάθε παραγωγό ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την απόφαση του κράτους μέλους, τον συνολικό όγκο και τον όγκο που διορθώνεται σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, και τη μέση περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία του γάλακτος ή/και του ισοδυνάμου γάλακτος που έχει παραδοθεί από τους παραγωγούς, καθώς και το σύνολο των ατομικών ποσοτήτων αναφοράς και τη μέση αντιπροσωπευτική περιεκτικότητα σε λιπαρή ουσία που διαθέτουν οι παραγωγοί αυτοί.»

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, στην αρχική του μορφή, όριζε τα εξής:

«Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας, ο αγοραστής οφείλει πρόστιμο ίσο προς το ποσό της οφειλόμενης λόγω υπέρβασης 0,1 % εισφοράς για το σύνολο των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί σ’ αυτούς από τους παραγωγούς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 20 000 ECU.»

5        Η τελευταία αυτή διάταξη κρίθηκε αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας με την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιουλίου 2000, C-356/97, Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen (Συλλογή 2000, σ. I-5461).

6        Στο μεσοδιάστημα, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε τον κανονισμό 1001/98. Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού προβλέπει τα εξής:

«Το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

“Σε περίπτωση αθετήσεως της προθεσμίας, ο αγοραστής οφείλει πρόστιμο το οποίο υπολογίζεται ως εξής:

–        εάν η ανακοίνωση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο γίνεται πριν από την 1η Ιουνίου, το πρόστιμο ισούται με το ποσό της οφειλόμενης εισφοράς για υπέρβαση που αντιστοιχεί σε 0,1 % των ποσοτήτων του γάλακτος και του ισοδυνάμου γάλακτος τα οποία έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. Το πρόστιμο αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 500 ECU ούτε μεγαλύτερο από 20 000 ECU,

[…]”».

7        Το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) 1392/2001 της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ L 187, σ. 19), ορίζει τα εξής:

«[…]

3. […] [Ε]κτός από περίπτωση ανωτέρας βίας, δεόντως διαπιστωθείσας από την αρμόδια αρχή, εάν ο αγοραστής αθετήσει την προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οφείλει να καταβάλει ποσό ίσο προς το ποσό της οφειλόμενης λόγω υπέρβασης εισφοράς που αντιστοιχεί σε 0,01 % ανά ημερολογιακή ημέρα καθυστέρησης, των ποσοτήτων γάλακτος και ισοδυνάμου γάλακτος που του έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. […] Το ποσό αυτό δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 100 ευρώ ούτε ανώτερο από 100 000 ευρώ.

[…]»

8        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), προβλέπει τα εξής:

«Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης των διατάξεων περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων που περιέχονται σε κοινοτικούς κανόνες, ισχύουν αναδρομικώς οι λιγότερο αυστηρές διατάξεις.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9        Με έντυπο που υπογράφηκε στις 17 Μαΐου 1999 και περιήλθε την ίδια ημέρα στο Hauptzollamt Cottbus (στο εξής: HZA), η MZ υπέβαλε τον πίνακα με τις ποσότητες γάλακτος που της παραδόθηκαν από τους παραγωγούς κατά τη χρήση 1998-1999.

10      Στην οπίσθια πλευρά του εντύπου αναφέρεται ότι η δήλωση πρέπει να περιέλθει στο Hauptzollamt το αργότερο έως τις 14 Μαΐου. Έχοντας παραλάβει τη δήλωση με καθυστέρηση τριών ημερών, το HZA αποφάσισε, επικαλούμενο το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93 της Επιτροπής, ότι πρέπει να επιβληθεί πρόστιμο, λόγω της μη τηρήσεως της τασσομένης προθεσμίας, το ύψος του οποίου ισούται με το ποσό της εισφοράς που οφείλεται λόγω υπερβάσεως, το οποίο αντιστοιχεί στο 0,1 % των ποσοτήτων του γάλακτος ή του ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς. Βάσει των στοιχείων της MZ σχετικά με την παραδοθείσα ποσότητα γάλακτος και λαμβανομένου υπόψη του ανώτατου ορίου των 20 000 ECU, το επιβληθέν πρόστιμο ανήλθε στο ποσό των 39 116,60 γερμανικών μάρκων (DEM).

11      Η MZ άσκησε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής και υπέβαλε αίτηση αναστολής της εκτελέσεώς της. Η ΜΖ υποστήριξε ότι, στις 14 Μαΐου 1999, ο συνεργάτης στον οποίον είχε αναθέσει την κατάρτιση και την αποστολή των δηλώσεων είχε υπερβολικό φόρτο εργασίας, διότι ήταν υποχρεωμένος να τηρήσει και άλλες σημαντικές προθεσμίες. Δεδομένου ότι η 14η Μαΐου 1999 ήταν ημέρα Παρασκευή, η δήλωση διαβιβάστηκε στο HZA την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δηλαδή τη Δευτέρα 17 Μαΐου 1999.

12      Ως εκ τούτου, κατά τη MZ, καίτοι η δήλωση δεν περιήλθε στο HZA την προβλεπομένη ημερομηνία, η καθυστέρηση ήταν ελάχιστη και δεν θα είχε καμιά συνέπεια, καθόσον η επεξεργασία των δηλώσεων από το ΗΖΑ θα γινόταν το νωρίτερο στις 17 Μαΐου 1999. Η ΜΖ κατέληξε ότι το πρόστιμο που της είχε επιβληθεί ήταν προδήλως δυσανάλογο της διαπιστωθείσας υπερβάσεως.

13      Αφού απέρριψε την αίτηση αναστολής της αποφάσεώς του, το ΗΖΑ ανέστειλε τη διαδικασία επί της διοικητικής ενστάσεως έως ότου το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποφανθεί επί της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen.

14      Στη συνέχεια, με απόφασή του της 4ης Ιουλίου 2001, το ΗΖΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση της ΜΖ ως αβάσιμη. Στηριζόμενο στο άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, το HZA επισήμανε, αφενός, ότι, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν μετά τις 14 Μαΐου 1999, αλλά πριν από την 1η Ιουνίου του ίδιου έτους, το πρόστιμο ισούται με το 0,1 % των ποσοτήτων γάλακτος και του ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί από τους παραγωγούς, χωρίς πάντως το πρόστιμο αυτό να μπορεί να είναι μικρότερο από 500 ECU ή μεγαλύτερο από 20 000 ECU, και, αφετέρου, ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του κανονισμού αυτού, τυχόν υπαιτιότητα της MZ δεν ασκεί επιρροή στην υπόθεση.

15      Η Campina άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή ακυρώσεως.

16      Όσον αφορά την επιχειρηματολογία του HZA, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, η Campina ισχυρίστηκε ότι ο κανονισμός αυτός είναι ανίσχυρος και, επομένως, δεν παράγει αποτελέσματα, καθόσον δεν προέβλεψε κάποιον μηχανισμό προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η διάρκεια της υπερβάσεως και η υπαιτιότητα της οικείας επιχειρήσεως σε περίπτωση επιβολής προστίμου κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Ισχυρίζεται ότι αυτό ακριβώς επέκρινε το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφασή του Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen στο αρχικό κείμενο της διατάξεως αυτής.

17      Το Hauptzollamt Frankfurt (Oder) αποφάσισε να απορρίψει την προσφυγή αυτή, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 λαμβάνει αρκούντως υπόψη της διάρκεια της υπερβάσεως, καθόσον προβλέπει κλιμάκωση των προστίμων αναλόγως της διάρκειας της υπερβάσεως. Διευκρίνισε ότι το κείμενο του κανονισμού αυτού δεν προβλέπει κριτήρια υπαιτιότητας ή αντικειμενικής ζημίας.

18      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το σύστημα των χρηματικών ποινών που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 αντιβαίνει προς την αρχή της αναλογικότητας, καθόσον, σε περίπτωση ελάχιστης καθυστερήσεως, δεν επιφέρει καμιά βελτίωση στην κατάσταση του αγοραστή γάλακτος σε σχέση με το σύστημα που προέβλεπε στην αρχική του εκδοχή το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, το οποίο κρίθηκε ανίσχυρο από το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen.

19      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, τουλάχιστον, το χρονικό διάστημα από 15 Μαΐου μέχρι 1ης Ιουνίου που προβλέφθηκε για περιπτώσεις ελάχιστης υπερβάσεως της προθεσμίας είναι υπερβολικά μεγάλο και παράγει δυσανάλογα αποτελέσματα, καθόσον καταλήγει στην επιβολή πλήρους προστίμου ακόμη και για υπερβάσεις που δεν υπερβαίνουν τη μία εργάσιμη ημέρα, όπως στην κρινομένη υπόθεση, και που δεν ασκούν καμιά εμφανή επίδραση στην καταβολή της εισφοράς που ο αγοραστής οφείλει να πραγματοποιήσει πριν από την 1η Σεπτεμβρίου δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 536/93. Επίσης, προσθέτει ότι η εν λόγω γαλακτοκομική επιχείρηση δεν υποχρεούται να καταβάλει συμπληρωματική εισφορά.

20      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν συνεκτιμάται κατά τον υπολογισμό του προστίμου αν η εκπρόθεσμη υποβολή της δηλώσεως είχε επιπτώσεις επί της διοικητικής διαδικασίας και ειδικότερα επί της καταβολής της εισφοράς την 1η Σεπτεμβρίου. Διευκρινίζει συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας της 15ης Μαΐου δεν θα έθετε σε κίνδυνο την καταβολή της συμπληρωματικής εισφοράς πριν από την 1η Σεπτεμβρίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Molkereigenossenschaft Wiedergeltingen, σκέψη 41).

21      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht des Landes Brandenburg αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας και την υποβολή στο Δικαστήριο του ακόλουθου προδικαστικού ερωτήματος:

«Είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας το σύστημα των προστίμων του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού [536/93], στις περιπτώσεις στις οποίες υφίσταται ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας, η οποία επιπλέον δεν είχε καμία αισθητή επίπτωση;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

22      Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η τήρηση της προθεσμίας της 15ης Μαΐου στην κρινομένη υπόθεση είναι αναγκαία για την ορθή λειτουργία του συστήματος της συμπληρωματικής εισφοράς και της κοινής οργάνωσης αγοράς του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, διότι η εκπρόθεσμη κοινοποίηση των στοιχείων του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 έχει ως συνέπεια την καθυστέρηση του υπολογισμού της εισφοράς αυτής.

23      Η ίδια κυβέρνηση υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι το ύψος των προστίμων του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 ποικίλλει ανάλογα με τη διάρκεια της καθυστερήσεως και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, γεγονός που, αφενός, ωθεί τους αγοραστές γάλακτος να τηρούν την προθεσμία της 15ης Μαΐου και, αφετέρου, υποχρεώνει τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις που δεν οφείλουν συμπληρωματική εισφορά να τηρούν, πάντως, την προθεσμία αυτή. Τέλος, η εν λόγω κυβέρνηση θεωρεί ότι η δεκαπενθήμερη περίπου προθεσμία του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να θεωρηθεί ως μέτρο προδήλως ακατάλληλο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

24      Κατά την Επιτροπή, θα πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της επιεικέστερης χρηματικής ποινής για την επίδικη στην κύρια δίκη παράβαση, να εφαρμοστεί ο κανονισμός 1392/2001.

25      Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο κανονισμός αυτός, αφενός, καθόρισε το ποσοστό στο 0,01 % για κάθε ημερολογιακή ημέρα καθυστερήσεως έναντι 0,1 % που προβλέπει ο κανονισμός 536/93 και, αφετέρου, μείωσε το ελάχιστο πρόστιμο στα 100 ευρώ. Κατά την άποψή της, η δυνατότητα εφαρμογής του κανονισμού 1392/2001 δεν θα μπορούσε να επηρεαστεί από το γεγονός ότι η κατά τον κανονισμό 536/93 χρηματική ποινή είχε ήδη επιβληθεί στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, καθόσον η απόφαση της κύριας δίκης περί επιβολής της ποινής αυτής έχει προσβληθεί. Ως εκ τούτου, η ποινή αυτή δεν αποτελεί δεδικασμένο.

26      Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93, η Επιτροπή υπενθυμίζει την ευρεία διακριτική ευχέρεια που διαθέτει σε θέματα γεωργικής πολιτικής.

27      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, δυνάμει της ευχέρειας αυτής, δεν είναι υποχρεωμένη να προβλέπει κλιμάκωση του προστίμου για κάθε ημέρα καθυστερήσεως και ότι, συνεπώς, είχε τη δυνατότητα να θεσπίσει το επίδικο στην κύρια δίκη σύστημα, το οποίο θα ωθούσε τους αγοραστές που είχαν υπερβεί την προθεσμία της 15ης Μαΐου να προβούν στην κοινοποίηση πριν από την έναρξη της επομένης περιόδου, προκειμένου να αποφύγουν υψηλότερο πρόστιμο. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιλογή της να διατηρήσει τη δεκαπενθήμερη περίπου προθεσμία για κάθε στάδιο υπερβάσεως της προθεσμίας για την κοινοποίηση αυτή δεν αποτελεί πρόδηλη υπέρβαση των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

28      Επιπλέον, η επιβολή χρηματικής ποινής βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93 δεν υπερβαίνει το αναγκαίο και κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της παροτρύνσεως των αγοραστών να υποβάλλουν εγκαίρως τη δήλωση.

29      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι κάθε υπέρβαση της προθεσμίας από τους αγοραστές συνεπάγεται μείωση του χρόνου που διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές για τον υπολογισμό του ποσού της συμπληρωματικής εισφοράς και, επομένως, συνιστά κίνδυνο για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος αυτού. Ως εκ τούτου, η υποχρέωση αποδείξεως του αν η υπέρβαση της προθεσμίας είχε επιπτώσεις στη διοικητική διαδικασία θα έθετε σε κίνδυνο τον αποτρεπτικό χαρακτήρα και την αποτελεσματικότητα των χρηματικών ποινών.

 Απάντηση του Δικαστηρίου

30      Στο πλαίσιο της προβλεπόμενης με το άρθρο 234 ΕΚ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, στο τελευταίο εναπόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελή απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 4ης Μαΐου 2006, C-286/05, Haug, Συλλογή 2006, σ. I-4121, σκέψη 17 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι αποστολή του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν αναφέρονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1997, C-42/96, Immobiliare SIF, Συλλογή 1999, σ. I-7089, σκέψη 28 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης ποινής απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και ότι, επομένως, πρέπει να θεωρείται γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο και την οποία ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να σέβεται (βλ. συναφώς απόφαση της 3ης Μαΐου 2005, C-387/02, C-391/02 και C-403/02, Berlusconi κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I-3565, σκέψεις 67 έως 69).

33      Η αρχή αυτή βρίσκει ειδικότερα την έκφρασή της στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95, κατά το οποίο στις αρμόδιες αρχές απόκειται να εφαρμόζουν αναδρομικώς, ως επιεικέστερες, τις κυρώσεις που προβλέπει νομοθεσία ρυθμίζουσα συγκεκριμένο τομέα (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2004, C‑295/02, Gerken, Συλλογή 2004, σ. I‑6369, σκέψη 61).

34      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρόκειται για ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας της 15ης Μαΐου, καθόσον η δήλωση περιήλθε στην αρμόδια εθνική αρχή την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήξη της προθεσμίας.

35      Ως εκ τούτου, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν, όταν πρόκειται για ειδική περίπτωση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία χαρακτηρίζεται από ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας της 15ης Μαΐου, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 1392/2001 προβλέπει επιεικέστερο σύστημα προστίμων από εκείνο του κανονισμού 536/93.

36      Κατά τη διατύπωση του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/2001, το πρόστιμο λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας της 15ης Μαΐου, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφενός, καθορίζεται σε ποσό ίσο προς την οφειλόμενη λόγω υπερβάσεως εισφορά, η οποία αντιστοιχεί σε 0,01 %, ανά ημερολογιακή ημέρα καθυστερήσεως, της ποσότητας αναφοράς «απευθείας πωλήσεις» που έχει στη διάθεσή του ο αγοραστής και, αφετέρου, δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 100 ευρώ ούτε ανώτερο των 100 000 ευρώ.

37      Αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 536/93, το πρόστιμο λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας της 15ης Μαΐου, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφενός, αντιστοιχεί σε 0,1 % των ποσοτήτων γάλακτος ή ισοδυνάμου γάλακτος που έχουν παραδοθεί στον αγοραστή από τους παραγωγούς και, αφετέρου, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 20 000 ECU.

38      Ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο Δικαστήριο, όταν πρόκειται για ελάχιστη υπέρβαση της προθεσμίας της 15ης Μαΐου, όπως εν προκειμένω, το σύστημα των προστίμων βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/2001 είναι επιεικέστερο από εκείνο του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 536/93.

39      Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω ερμηνείας, παρέλκει η κρίση επί της αναλογικότητας του συστήματος προστίμων του άρθρου 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 536/93.

40      Κατόπιν των ανωτέρω, στο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκε πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:

–        η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης ποινής πρέπει να τηρείται από τον εθνικό δικαστή όταν πρόκειται για ποινή που επιβάλλεται σε συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας·

–        όταν πρόκειται για ελάχιστη υπέρβαση της τασσομένης προθεσμίας, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, το σύστημα των χρηματικών ποινών του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού 1392/2001 είναι επιεικέστερο του προβλεπόμενου από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 536/93.

 Επί των δικαστικών εξόδων

41      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης ποινής πρέπει να τηρείται από τον εθνικό δικαστή όταν πρόκειται για ποινή που επιβάλλεται σε συμπεριφορά αντίθετη προς τις επιταγές της κοινοτικής νομοθεσίας.

Όταν πρόκειται για ελάχιστη υπέρβαση της τασσομένης προθεσμίας, όπως αυτή στην υπόθεση της κύριας δίκης, το σύστημα των χρηματικών ποινών του άρθρου 5, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1392/2001, της Επιτροπής, της 9ης Ιουλίου 2001, για λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 3950/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, είναι επιεικέστερο του προβλεπόμενου από το άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΟΚ) 536/93, της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 1993, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της συμπληρωματικής εισφοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1001/98 της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 1998.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top