This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61998CC0210
Opinion of Mr Advocate General Jacobs delivered on 30 March 2000. # Salzgitter AG, formerly Preussag Stahl AG v Commission of the European Communities and Federal Republic of Germany. # Appeal - Decision 3855/91/ECSC (Fifth Steel Aid Code) - Notification of planned aid after expiry of the prescribed period - Effects. # Case C-210/98 P.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 30ής Μαρτίου 2000.
Salzgitter AG, πρώην Preussag Stahl AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Aίτηση αναιρέσεως - Απόφαση 3855/91/ΕΚΑΧ (πέμπτος κώδικας για τις ενισχύσεις στη ßιομηχανία σιδήρου και χάλυßα) - Κοινοποίηση σχεδίου ενισχύσεων μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας - Αποτελέσματα.
Υπόθεση C-210/98 P.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 30ής Μαρτίου 2000.
Salzgitter AG, πρώην Preussag Stahl AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
Aίτηση αναιρέσεως - Απόφαση 3855/91/ΕΚΑΧ (πέμπτος κώδικας για τις ενισχύσεις στη ßιομηχανία σιδήρου και χάλυßα) - Κοινοποίηση σχεδίου ενισχύσεων μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας - Αποτελέσματα.
Υπόθεση C-210/98 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-05843
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:172
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs της 30ης Μαρτίου 2000. - Salzgitter AG, πρώην Preussag Stahl AG κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. - Aίτηση αναιρέσεως - Απόφαση 3855/91/ΕΚΑΧ (πέμπτος κώδικας για τις ενισχύσεις στη ßιομηχανία σιδήρου και χάλυßα) - Κοινοποίηση σχεδίου ενισχύσεων μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας - Αποτελέσματα. - Υπόθεση C-210/98 P.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-05843
1 Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 31 Μαρτίου 1998, στην υπόθεση T-129/96, Preussag Stahl κατά Επιτροπής (1), αφορά την ερμηνεία του πέμπτου κώδικα για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (2) (στο εξής: πέμπτου κώδικα). Επίδικες είναι ιδίως οι διατάξεις που καθιερώνουν χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία της κοινοποιήσεως, της εγκρίσεως και της πληρωμής περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων για επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα εγκατεστημένες στην πρώην Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Κατά την άποψή μου, τα δύο κύρια ζητήματα σχετικά με την εν λόγω κατηγορία ενισχύσεων είναι αν η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα είναι αποκλειστική προθεσμία αναγκαστικού δικαίου και αν το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τάσσει προθεσμία για την έγκριση των εν λόγω ενισχύσεων. νΕνα άλλο ζήτημα είναι αν το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατ' αναίρεση, ισχυρισμούς σχετικούς με ζητήματα δημοσίας τάξεως και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις.
Νομικό πλαίσιο
2 Κατά το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης ΕΚΑΞ (στο εξής: Συνθήκη), οι ενισχύσεις και οι επιδοτήσεις για προϋόντα άνθρακα και χάλυβα καλυπτόμενα από τη Συνθήκη, τις οποίες χορηγούν τα κράτη υπό οποιαδήποτε μορφή, δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα και, κατά συνέπεια, καταργούνται και απαγορεύονται εντός της Κοινότητας.
3 Επειδή η ρητή εξαίρεση που εισάγει το άρθρο 67, παράγραφος 2, της Συνθήκης στην απόλυτη αυτή απαγόρευση ισχύει για σπάνιες μόνον περιπτώσεις (παρέχει, στην ουσία, στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιτρέψει ενισχύσεις που προορίζονται να αντισταθμίσουν άλλα κρατικά μέτρα με βλαπτικό αποτέλεσμα) και υπήρχε η ανησυχία ότι η βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα θα περιερχόταν σε δυσμενή θέση σε σχέση με τις άλλες βιομηχανίες, ανέκυψε η ανάγκη θεσπίσεως περαιτέρω, περιορισμένου περιεχομένου, εξαιρέσεων από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης.
4 Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή εξέδωσε αρκετές διαδοχικές γενικές αποφάσεις (αποκαλούμενες κώδικες ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα), με τις οποίες θέσπισε κανόνες που επέτρεπαν τη χορήγηση ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα σε ορισμένες ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις.
5 Οι κανόνες που τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση περιέχονται στον πέμπτο κώδικα (3). Νομική βάση του κώδικα αυτού αποτελεί το άρθρο 95 της Συνθήκης το οποίο επιτρέπει, σε όλες τις περιπτώσεις που δεν προβλέπονται στη Συνθήκη, την έκδοση αποφάσεων αναγκαίων για την επίτευξη ενός από τους στόχους που ορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 της Συνθήκης. ςΟπως απαιτεί το άρθρο 95, η Επιτροπή εξέδωσε τον πέμπτο κώδικα κατόπιν διαβουλεύσεως με τη Συμβουλευτική Επιτροπή και με την ομόφωνη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου.
6 Σύμφωνα με το άρθρο 9 του πέμπτου κώδικα, οι κανόνες του τίθενται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1992 και ισχύουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 1996. Ο πέμπτος κώδικας αντικατέστησε τον τέταρτο κώδικα (4), ο οποίος εφαρμόστηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1991. Το σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα περιέχεται στον έκτο κώδικα (5), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1997 και θα λήξει στις 22 Ιουλίου 2002 προκειμένου να καλύψει την περίοδο που απομένει μέχρι τη λήξη ισχύος της Συνθήκης (6).
7 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα «ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα [...] μπορούν να θεωρούνται ως κοινοτικές ενισχύσεις και ως εκ τούτου συμβιβάσιμες με την εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς, μόνον εφόσον πληρούν τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 5».
8 ςΟσον αφορά τις ενισχύσεις επενδύσεων για επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην επικράτεια της πρώην Λαϋκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, το άρθρο 5 έχει ως εξής:
«Mπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994 οι περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις που προβλέπονται από τα γενικά καθεστώτα ενισχύσεων, υπό τον όρο:
- [...]
- [ότι] η ενισχυόμενη επιχείρηση είναι εγκατεστημένη στην επικράτεια της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και η ενίσχυση συνοδεύεται από μείωση του συνόλου της παραγωγικής ικανότητας αυτής της επικράτειας.»
9 Το άρθρο 6 περιέχει διαδικαστικούς κανόνες:
«1. Η Επιτροπή ενημερώνεται έγκαιρα ώστε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με τα [σχέδια] που αποβλέπουν στη χορήγηση ή την τροποποίηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 2 έως 5. [...] Οι κοινοποιήσεις των [σχεδίων] ενισχύσεων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πρέπει να της υποβληθούν το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 1994 όσον αφορά τις ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 και μέχρι τις 30 Ιουνίου 1996 όσον αφορά όλες τις άλλες ενισχύσεις.
[...]
3. Η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη των κρατών μελών για τα σχέδια [...] περιφερειακών ενισχύσεων για επενδύσεις, όταν το ποσό της σχετικής επένδυσης [...] υπερβαίνει τα 10 εκατομμύρια ECU, καθώς και για τα άλλα σημαντικά σχέδια ενισχύσεων που της κοινοποιούνται, πριν αποφανθεί σχετικά με αυτά. [...]
4. Αν η Επιτροπή, αφού τάξει προηγουμένως στους ενδιαφερόμενους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, διαπιστώσει ότι μια ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, πληροφορεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος σχετικά με την απόφασή της. Η Επιτροπή εκδίδει την απόφασή της το αργότερο τρεις μήνες μετά τη λήψη των αναγκαίων πληροφοριών που της επιτρέπουν να αξιολογήσει τη σχετική ενίσχυση. Στην περίπτωση μη συμμορφώσεως κράτους μέλους με την εκάστοτε απόφαση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 88 της Συνθήκης. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να θέσει σε εφαρμογή τα σχεδιαζόμενα μέτρα που εμπίπτουν στις παραγράφους 1 και 2 παρά μόνο μετά την έγκριση της Επιτροπής και συμμορφούμενο με τους όρους που καθορίζονται από αυτή.
5. Αν, από την ημερομηνία λήψης της κοινοποίησης του εν λόγω [σχεδίου], παρήλθε προθεσμία δύο μηνών χωρίς η Επιτροπή να έχει κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 4 ή χωρίς να έχει γνωστοποιήσει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τη θέση της, τα σχεδιαζόμενα μέτρα μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή, υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος θα έχει προηγουμένως ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με την πρόθεσή του. Σε περίπτωση διαβούλευσης με τα κράτη μέλη κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3, η προθεσμία αυτή αυξάνεται σε τρεις μήνες.
6. Όλες οι συγκεκριμένες περιπώσεις εφαρμογής των ενισχύσεων που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 κοινοποιούνται στην Επιτροπή με τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 1 [...]».
10 Τέλος, το άρθρο 1, παράγραφος 3, του πέμπτου κώδικα έχει ως εξής:
«Οι ενισχύσεις που προβλέπονται από την παρούσα απόφαση δεν χορηγούνται παρά μόνο βάσει των διαδικασιών του άρθρου 6 και δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο καμίας πληρωμής μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1996.
Η προθεσμία για την καταβολή ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 5 λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1994, με εξαίρεση των ειδικών φορολογικών παραχωρήσεων (Investitionszulage) στα πέντε νέα [ομόσπονδα κράτη] (Lδnder) όπως αυτές προβλέπονται στον νόμο τροποποίησης των φόρων του 1991 στη Γερμανία, οι οποίες μπορούν να καταβληθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995.»
Πραγματικά περιστατικά
11 Η Walzwerk Ilsenburg GmbH (στο εξής: Ilsenburg) ήταν στο παρελθόν κρατική μονάδα ελάσεως εγκατεστημένη στο Ομόσπονδο κράτος Saxony-Anhalt της πρώην Λαϋκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
12 Το 1992 αγοράσθηκε από την Preussag Stahl AG (στο εξής: Preussag Stahl) ως ανεξάρτητη νομικά θυγατρική εταιρία.
13 Το 1995, η Ilsenburg συγχωνεύθηκε επισήμως με την Preussag Stahl, η οποία διαδέχθηκε έκτοτε την Ilsenburg στα δικαιώματά της.
14 Προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της Ilsenburg στις νέες συνθήκες της αγοράς, η Preussag Stahl αποφάσισε να λάβει σημαντικά ορθολογιστικά μέτρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η μεταφορά, στη μονάδα του Ilsenburg, της παραγωγής χονδρών λαμαρινών από το εργοστάσιό της στο Salzgitter, στην πρώην Δυτική Γερμανία.
15 Για τη χρηματοδότηση της αναγκαίας για τη μεταφορά επενδύσεως, η οποία ανερχόταν σε 29 500 000 γερμανικά μάρκα (DEM), συμφωνήθηκε ότι το ομόσπονδο κράτος Sachser-Anhalt θα χορηγούσε ενίσχυση περιλαμβάνουσα επιδότηση επενδύσεων της τάξεως των 5 850 000 DEM και ειδική φορολογική παραχώρηση (Ιnvestitionszulage) της τάξεως των 950 500 DEM.
16 Η ενίσχυση αυτή εντασσόταν σε δύο γενικά συστήματα περιφερειακών ενισχύσεων, τα οποία είχε εγκρίνει η Επιτροπή σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του Συνθηκών ΕΚ και ΕΚΑΞ, ήτοι, αντιστοίχως, στο Rahmenplan der Gemeinschaftsaufgabe Fφrderung der regionalen Wirtschaftsstruktur (πρόγραμμα-πλαίσιο της κοινοτικής δράσεως για τη βελτίωση των περιφερειακών οικονομικών δομών) και στον Investitionszulagengesetz (νόμο περί ειδικών φορολογικών παραχωρήσεων σχετικά με επενδύσεις).
17 Με τηλεομοιοτυπία της 24ης Νοεμβρίου 1994, η Γερμανική Κυβέρνηση κοινοποίησε το σχέδιο ενισχύσεως στην Επιτροπή· το εν λόγω σχέδιο πρωτοκολλήθηκε την επομένη στην Επιτροπή ως σχέδιο ενισχύσεως αριθ. 777/94 (στο εξής: σχέδιο 777/94).
18 Η τηλεομοιοτυπία παρέπεμπε ρητώς στην από 10 Μαου 1994 κοινοποίηση ενός άλλου σχεδίου ενισχύσεως για επένδυση ύψους 11 800 000 DEM στη μονάδα ελάσεως του Ilsenburg, που προοριζόταν για τη μετατροπή των πηγών ενέργειας και τη βελτίωση της προστασίας του περιβάλλοντος (στο εξής: σχέδιο 308/94).
19 Με έγγραφο της 1ης Δεκεμβρίου 1994, η Επιτροπή κάλεσε τη Γερμανική Κυβέρνηση να αποσύρει την κοινοποίηση του σχεδίου 777/94, προκειμένου να αποφύγει την κίνηση διαδικασίας για τον μοναδικό λόγο της μη τηρήσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως, η οποία είχε λήξει από τα τέλη Ιουνίου 1994. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η υπέρβαση της προθεσμίας αυτής δεν συνιστούσε εμπόδιο στην εξέταση των σχεδίων ενισχύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι το κοινοτικό όργανο θα ήταν ακόμα σε θέση να εκδώσει απόφαση πριν από το τέλος του 1994. Ωστόσο, δεδομένου ότι το σχέδιο 777/94 κοινοποιήθηκε μόλις στις 25 Νοεμβρίου 1994, ήτοι 17 μόνον εργάσιμες ημέρες πριν από την τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής εντός του 1994, η Επιτροπή έκρινε ότι, ακόμα και αν επιτάχυνε όσο ήταν δυνατόν τη διαδικασία, της ήταν αδύνατο να εκδώσει απόφαση πριν από το τέλος του έτους, καθόσον ήταν απαραίτητο να ζητήσει τη γνώμη των κρατών μελών λόγω του ύψους των προβλεπομένων επενδύσεων.
20 Με έγγραφο της 13ης Δεκεμβρίου 1994, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ενημέρωσε την Επιτροπή ότι δεν θα απέσυρε την κοινοποίηση του σχεδίου 777/94.
21 Εν τω μεταξύ, η Preussag Stahl απηύθυνε, στις 7 Δεκεμβρίου 1994, επιστολή στα μέλη της Επιτροπής K. Van Miert και M. Bangemann, με την οποία εξηγούσε ότι η καθυστέρηση της κοινοποιήσεως οφειλόταν στις παρατεταμένες και μακρές συζητήσεις τις οποίες προκάλεσαν οι επιπτώσεις του σχεδίου 777/94 στην απασχόληση εντός της οικείας περιοχής, λόγω της μεταφοράς της παραγωγής στη μονάδα του Salzgitter στη Δυτική Γερμανία. Για τον λόγο αυτόν, η Preussag Stahl ζήτησε από τα δύο μέλη της Επιτροπής να μεριμνήσουν ώστε οι υπηρεσίες της Επιτροπής να προβούν στην εξέταση του σχεδίου βάσει των διατάξεων του πέμπτου κώδικα.
22 Στις 21 Δεκεμβρίου 1994, η Preussag Stahl έλαβε την ακόλουθη τηλεομοιοτυπία, η οποία επιβεβαιώθηκε με έγγραφο της ιδίας ημέρας:
«Martin Bangemann
Μέλος της Ευρωπαϋκής Επιτροπής
Σας ευχαριστώ για την από 7 Δεκεμβρίου 1994 επιστολή σας.
Ο συνάδελφός μου Karel van Miert και εγώ συμμεριζόμαστε την άποψή σας ότι επείγει η έκδοση αποφάσεως σχετικά με τις ενισχύσεις στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στα νέα γερμανικά ομόσπονδα κράτη, ούτως ώστε να μην παρεμποδιστεί η οικονομική τους ανάπτυξη εξ αιτίας υπερβολικά χρονοβόρων διοικητικών διαδικασιών.
Γι' αυτό, με χαρά σας ανακοινώνω ότι η Ευρωπαϋκή Επιτροπή ενέκρινε σήμερα την ενίσχυση στη μονάδα ελάσεως του Ilsenburg, σύμφωνα με την αίτησή σας. Εύχομαι κάθε επιτυχία στην επιχείρησή σας.
Με τιμή
Υπογραφή: Martin Bangemann».
23 Με τηλετύπημα της ίδιας ημέρας (21 Δεκεμβρίου 1994), η Επιτροπή ανακοίνωσε στις γερμανικές αρχές αρκετά σχέδια ενισχύσεων για τα οποία δεν είχε αντιρρήσεις, περιλαμβανομένου του σχεδίου 308/94.
24 Στις 23 Δεκεμβρίου 1994, πιστώθηκε στον λογαριασμό της Preussag Stahl το ποσό της επιδοτήσεως επενδύσεως (5 850 000 DEM) την οποία της χορήγησε το Landesfφrderinstitut Sachsen-Anhalt, με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1994, υπό την αίρεση της κοινοποιήσεώς της στην Επιτροπή.
25 Με έγγραφο της 1ης Φεβρουαρίου 1995 προς την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι ορισμένα σχέδια περιφερειακών ενισχύσεων, περιλαμβανομένου του σχεδίου 308/94, ήταν συμβατά με το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα.
26 Στις 15 Φεβρουαρίου 1995, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, του πέμπτου κώδικα για το σχέδιο 777/94. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις γερμανικές αρχές με έγγραφο της 10ης Μαρτίου 1995, αργότερα δε περιελήφθη σε ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (7).
27 Στο έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε ότι, λόγω της μεγάλης καθυστερήσεως κοινοποιήσεως του σχεδίου αυτού, δεν μπόρεσε να αποφανθεί επί του συμβατού του σχεδίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994 και ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, δεν είχε πλέον αρμοδιότητα να αποφανθεί, σύμφωνα με το ίδιο το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα. Επιπλέον, η Επιτροπή κάλεσε τα λοιπά κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους για το σχέδιο 777/94 εντός μηνός από της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της ανακοινώσεως.
28 Εν τω μεταξύ, με έγγραφο της 23ης Φεβρουαρίου 1995, ο M. Bangemann πληροφόρησε την Preussag Stahl ότι η έγκριση που περιείχε το από 21 Δεκεμβρίου 1994 έγγραφό του αφορούσε το σχέδιο 308/94 και όχι το σχέδιο 777/94.
29 Με δύο αποφάσεις του Finanzamt Wolfenbόttel, της 26ης Οκτωβρίου 1995 και της 9ης Ιανουαρίου 1996, χορηγήθηκε, για το σχέδιο 777/94, ειδική φορολογική παραχώρηση ύψους, αντιστοίχως, 428 975,70 DΕM και 190 052 DΕM και η αναιρεσείουσα πιστώθηκε με τα ποσά αυτά κατά τις ίδιες ημερομηνίες.
30 Με την απόφαση 96/544/EKAX, της 29ης Μαου 1996, σχετικά με κρατική ενίσχυση υπέρ της Walzwerk Ilsenburg GmbH (8) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επιδότηση επενδύσεως και η ειδική φορολογική παραχώρηση συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα, και απαγορευόμενες από το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης. Περαιτέρω, η Επιτροπή διέταξε την επιστροφή των ενισχύσεων.
31 Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε κυρίως ότι, λόγω της μεγάλης καθυστερήσεως κοινοποιήσεως, δεν μπορούσε να διαμορφώσει άποψη σχετικά με την κοινοποιηθείσα ενίσχυση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Επιπλέον, κατά το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994 η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του συμβατού περιφερειακών ενισχύσεων επενδύσεων με την κοινή αγορά, ανεξαρτήτως εγκρίσεως της ενισχύσεως αν αυτή είχε κοινοποιηθεί εγκαίρως. Τέλος, το από 21 Δεκεμβρίου 1994 έγγραφο δεν μπορεί να είχε προκαλέσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των γερμανικών αρχών. Ως εκ τούτου, οι γερμανικές αρχές, προβαίνοντας στην πληρωμή της ενισχύσεως στις 31 Δεκεμβρίου 1994, δεν ενήργησαν καλόπιστα.
32 Στις 26 Ιουνίου 1996, η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, η οποία τη διαβίβασε στην Preussag Stahl στις 9 Ιουλίου 1996.
Η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
33 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Αυγούστου 1996, η Preussag Stahl άσκησε προσφυγή για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρενέβη υπέρ αυτής.
34 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (9) το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, μη δεχθέν τους επτά λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα. Η αιτιολογία του μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.
35 ςΟσον αφορά τη συμπεριφορά της Επιτροπής κατά το διάστημα μεταξύ της κοινοποιήσεως της ενισχύσεως και της 31ης Δεκεμβρίου 1994, η αναιρεσείουσα υποστήριξε, με τον δεύτερο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ότι η ενίσχυση εμφανώς πληρούσε τα ουσιαστικά κριτήρια του πέμπτου κώδικα. Επομένως, έξι εβδομάδες αρκούσαν για να λάβει η Επιτροπή θετική απόφαση. Η αναιρεσείουσα υποστήριξε επίσης ότι υπήρξε θύμα δυσμενούς διακρίσεως, καθόσον η Επιτροπή ενέκρινε ανάλογες ενισχύσεις που επίσης κοινοποιήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση.
36 Με τις σκέψεις 52 έως 60 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, εφόσον το σχέδιο ενισχύσεως κοινοποιήθηκε μετά τις 30 Ιουνίου 1994, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει απόφαση πριν τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Σκοπός των διαδικαστικών διατάξεων του πέμπτου κώδικα ήταν να παρέχεται στην Επιτροπή προθεσμία έξι μηνών προκειμένου να αποφαίνεται επί του συμβατού της ενισχύσεως. Εν πάση περιπτώσει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 5, του πέμπτου κώδικα, η Επιτροπή διέθετε περίοδο τριών μηνών για να διαμορφώσει προκαταρκτική άποψη. Επιπλέον, δεν υπήρχε απόδειξη πρόδηλης αμέλειας της Επιτροπής. Στη σκέψη 67, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα λοιπά σχέδια ενισχύσεων στα οποία αναφέρθηκε η αναιρεσείουσα είτε είχαν κοινοποιηθεί νωρίτερα από το οικείο σχέδιο είτε δεν απαιτούσαν διαβούλευση με τα κράτη μέλη.
37 Με τον πρώτο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι τίποτε δεν εμπόδιζε την Επιτροπή να αποφασίσει, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994, ότι οι περιφερειακές ενισχύσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα ήταν συμβατές με την κοινή αγορά, εφόσον πληρούνταν οι τυπικές προϋποθέσεις για την έγκρισή τους.
38 Με τις σκέψεις 38 έως 47 και τη σκέψη 63, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, στο πλαίσιο του συστήματος του πέμπτου κώδικα, οι ενισχύσεις μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή μόνο με την έγκριση της Επιτροπής. Επομένως, η λήξη στις 31 Δεκεμβρίου 1994 της προθεσμίας που τάχθηκε για την πληρωμή των περιφερειακών ενισχύσεων επενδύσεων συνιστούσε επίσης, αναγκαστικά, το χρονικό όριο που έτασσε το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα στην Επιτροπή για να αποφανθεί επί του συμβατού αυτής της κατηγορίας ενισχύσεων. Μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει απόφαση επί του συμβατού της εν λόγω ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα και, επομένως, απαγορευόταν δυνάμει του άρθρου 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης.
39 Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η πληρωμή της εν λόγω ενισχύσεως αποτελούσε εξ ολοκλήρου συνέπεια του διοικητικού σφάλματος στο οποίο υπέπεσε η Επιτροπή με το από 21 Δεκεμβρίου 1994 έγγραφο του Επιτρόπου Bangemann. Η ενίσχυση δεν μπορούσε να επιστραφεί, καθότι η αναιρεσείουσα προστατευόταν από τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που της δημιούργησε το έγγραφο αυτό.
40 Με τις σκέψεις 77 έως 86, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, λόγω των υπό κρίση περιστάσεων, το έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου δεν μπορούσε να δημιουργήσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Preussag Stahl.
41 Το Πρωτοδικείο απέρριψε επίσης τον έκτο και τον έβδομο λόγο ακυρώσεως της αναιρεσείουσας, που αφορούσαν παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 5, του πέμπτου κώδικα και παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως αντιστοίχως.
Η αίτηση αναιρέσεως
42 Στις 23 Απριλίου 1998, η Preussag Stahl μετονομάσθηκε σε Salzgitter AG (στο εξής: Salzgitter).
43 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 1998, η Salzgitter άσκησε την παρούσα αναίρεση.
44 Η Salzgitter ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την απόφαση της 31ης Μαρτίου 1998, T-129/96, Preussag Stahl κατά Επιτροπής, και να ακυρώσει την απόφαση 96/544/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 29ης Μαου 1996.
45 Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Salzgitter προβάλλει έξι λόγους. Ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο
1) υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αποφασίζοντας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994, να λάβει απόφαση επί του συμβατού της εν λόγω κατηγορίας ενισχύσεων·
2) υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αποφασίζοντας ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να αποφανθεί επί του συμβατού του σχεδίου 777/94 πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994·
3) παρέβη το άρθρο 6, παράγραφος 4, του πέμπτου κώδικα και παραβίασε τις γενικές αρχές του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα με τα οποία η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι η επίδικη ενίσχυση πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις του πέμπτου κώδικα και ότι το άρθρο 6, παράγραφος 4, του πέμπτου κώδικα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να κηρύξει ενισχύσεις ασύμβατες και να διατάξει την επιστροφή τους μόνο σε περίπτωση τυπικής ασυμβατότητας της ενισχύσεως·
4) παραβίασε την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, αποφασίζοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να αποφασίσει διαφορετικά, αφενός, για το σχέδιο 777/94 και, αφετέρου, για άλλα σχέδια ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν επίσης μετά τις 30 Ιουνίου 1994·
5) παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, αποφασίζοντας ότι το έγγραφο του Επιτρόπου Bangemann δεν μπορούσε να δημιουργήσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Preussag Stahl ως προς την έγκριση της ενισχύσεως, και
6) παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, αποφασίζοντας ότι η αιτιολογία που προέβαλε η Επιτροπή ήταν επαρκής.
Επί του παραδεκτού
46 Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη στο σύνολό της ή τουλάχιστον μερικώς. Κατά την άποψή της, κατ' αρχάς, οι έξι λόγοι αναιρέσεως που προβάλλει η Salzgitter αποτελούν απλώς επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί ή επιχειρήματα, ακόμη και αν αλλάζει η διατύπωση, ο τίτλος ή η σειρά με την οποία προβάλλονται, δεν περιέχουν νέα νομικά επιχειρήματα στρεφόμενα ειδικά κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, όπως απαιτεί η νομολογία. Δεύτερον, ο δεύτερος, ο τέταρτος, ο πέμπτος και ο έκτος λόγος αναιρέσεως στρέφονται στην πραγματικότητα κατά της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Πρωτοδικείου, η οποία δεν εμπίπτει στον έλεγχο του Δικαστηρίου.
47 Δεδομένου ότι η πρώτη ένσταση της Επιτροπής αφορά και τους έξι προβαλλόμενους λόγους, πρέπει να εξεταστεί σ' αυτό το στάδιο της αναλύσεως.
48 Η Επιτροπή επικαλείται αποφάσεις με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι μια αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη όταν «[...] περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό· πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου [...]» (10).
49 Θεωρώ ότι η προσέγγιση αυτή πρέπει να εφαρμόζεται με σύνεση. Από τη νομολογία προκύπτει ότι ο σκοπός της έγκειται μόνο στο να διασφαλίζει ότι η αίτηση αναιρέσεως διατυπώνεται ορθά (11) και ότι με αυτήν δεν επιδιώκεται στην πραγματικότητα η αναδίκαση της υποθέσεως (12). Η επανάληψη αρκετών επιχειρημάτων από τα ήδη προβληθέντα πρωτοδίκως δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην ότι η αίτηση αναιρέσεως δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, όπου το Πρωτοδικείο επικυρώνει αποφάσεις κοινοτικού θεσμικού οργάνου με βάση την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου που χρησιμοποίησε το καθού θεσμικό όργανο. Αν, σε μια τέτοια περίπτωση, ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηριχθεί, κατ' αναίρεση, σε επιχειρήματα που είχε ήδη χρησιμοποιήσει κατά της αρχικής αποφάσεως, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο κενή περιεχομένου. υΕτσι, με τις αποφάσεις Glencore Grain (13), το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός και μόνον ότι ορισμένα επιχειρήματα προβλήθηκαν και πρωτοδίκως δεν τα καθιστά απαράδεκτα. Μοναδική προϋπόθεση είναι η αίτηση αναιρέσεως να αναφέρει σαφώς τα αμφισβητούμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως καθώς και τα νομικά επιχειρήματα στα οποία ειδικά στηρίζεται.
50 Εφόσον η παρούσα αίτηση αναιρέσεως πληροί τις προϋποθέσεις αυτές και δεν υφίστανται άλλοι λόγοι απαραδέκτου, είναι παραδεκτή στο σύνολό της.
Επί της ουσίας
51 Οι δύο πρώτοι λόγοι αναιρέσεως της Salzgitter αφορούν κυρίως τη σχέση μεταξύ, αφενός, των προθεσμιών κοινοποιήσεως, εγκρίσεως και πληρωμής των ενισχύσεων για επενδύσεις σε επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα εγκατεστημένες στην πρώην Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας και, αφετέρου, των συνεπειών της μη τηρήσεώς τους.
52 Για την εν λόγω κατηγορία ενισχύσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία τρεις ημερομηνίες που περιέχει ο πέμπτος κώδικας.
53 Η τρίτη περίοδος του άρθρου 6, παράγραφος 1, τάσσει προθεσμία κοινοποιήσεως. Οι κοινοποιήσεις των σχεδίων ενισχύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 «πρέπει να υποβληθούν [στην Επιτροπή] το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου 1994».
54 Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 3, τάσσει προθεσμία για την πληρωμή των ενισχύσεων. Οι ενισχύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 5 πρέπει να καταβληθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994, εξαιρουμένων των ειδικών φορολογικών παραχωρήσεων (Inviestitionszulagen), οι οποίες μπορούν να καταβληθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995.
55 Τέλος, το άρθρο 5 ορίζει ότι οι ενισχύσεις στις οποίες εφαρμόζεται «μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994».
56 Τα επιχειρήματα των διαδίκων ενώπιον του Πρωτοδικείου και κατ' αναίρεση επικεντρώθηκαν κυρίως στη φύση της τρίτης ημερομηνίας που προβλέπει το άρθρο 5 και, ιδιαίτερα, στο ζήτημα αν η Επιτροπή εξακολουθούσε να είναι αρμόδια, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994, να αποφανθεί ως προς το συμβατό των ενισχύσεων επενδύσεων σε επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα εγκατεστημένες στην πρώην Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας.
57 Αντιθέτως, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι η προθεσμία πληρωμής που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 3, είναι αυστηρή.
58 ήΟσον αφορά τη φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, κανένας από τους διαδίκους δεν φαίνεται να αποδίδει μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κοινοποίησε το σχέδιο ενισχύσεων μόλις στις 25 Νοεμβρίου 1994, ήτοι περίπου πέντε μήνες μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.
59 Συναφώς, η αναιρεσείουσα και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκαν επίμονα ότι οι προθεσμίες κοινοποιήσεως του πέμπτου κώδικα δεν ήταν αποκλειστικές και ότι η Επιτροπή μπορούσε, κατ' αρχήν, να εγκρίνει ενίσχυση κοινοποιηθείσα μετά τις 30 Ιουνίου 1994. Κατά την άποψή τους, αυτό επιβεβαιώθηκε από την πρακτική της Επιτροπής. Δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή ενέκρινε αρκετά άλλα σχέδια ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.
60 Η Επιτροπή υιοθέτησε ρητά την ίδια θέση με το από 1 Δεκεμβρίου 1994 έγγραφό της (14), όπου ανέφερε ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα δεν ήταν αποκλειστική, αλλ' απλώς διοικητικής φύσεως. Η μοναδική λειτουργία της ήταν να παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εξετάζει τα κοινοποιηθέντα σχέδια ενισχύσεων εγκαίρως, πριν από το τέλος του έτους. Επομένως, η κοινοποίηση μετά τη λήξη της προθεσμίας δεν αποτελούσε τόσο σημαντικό εμπόδιο για την έγκριση του σχεδίου, εφόσον η Επιτροπή διέθετε αρκετό χρόνο για να το εξετάσει και να λάβει απόφαση επ' αυτού πριν από το τέλος του έτους.
61 Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η θέση της Επιτροπής ως προς την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα ήταν πιο συνετή. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνοψίζει τη θέση αυτή ως εξής:
«[...] ακόμα και αν η προθεσμία κοινοποιήσεως των ενισχύσεων, η οποία έληγε στις 30 Ιουνίου 1994, δεν ήταν αποκλειστική προθεσμία, η μεγάλη υπέρβασή της εκ μέρους της Γερμανικής Κυβερνήσεως δεν της επέτρεπε πλέον να αποφανθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994» (15).
62 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξετάζεται ρητώς η φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως. Εντούτοις, η συλλογιστική του Πρωτοδικείου ως προς τη φύση των υποχρεώσεων της Επιτροπής όσον αφορά τις ενισχύσεις που κοινοποιούνται με καθυστέρηση προϋποθέτει ότι η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να επιτρέψει μια τέτοιου είδους ενίσχυση και ότι η μη τήρηση εκ μέρους της Γερμανίας της προθεσμίας κοινοποιήσεως δεν την εμπόδιζε από το να το πράξει (16).
63 Η έλλειψη κάθε συζητήσεως περί της φύσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως προκαλεί κάποια έκπληξη, καθότι το Δικαστήριο, με την απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής (17), έκρινε ότι οι αντίστοιχες προθεσμίες κοινοποιήσεως που προβλέπονταν στον δεύτερο κώδικα ενισχύσεων για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (18) ήταν αναγκαστικού δικαίου. Το ότι οι διάδικοι αναφέρθηκαν στην εν λόγω νομολογία προκύπτει επίσης από τα δικόγραφα που κατέθεσαν στο Πρωτοδικείο.
64 Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο, κατά την οργάνωση της προφορικής διαδικασίας επί της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κάλεσε τους διαδίκους να εξετάσουν το ζήτημα που τέθηκε με το οικείο χωρίο της αποφάσεως Γερμανία κατά Επιτροπής.
65 Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Salzgitter και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίστηκαν κυρίως (19) ότι η απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής αφορούσε τον δεύτερο κώδικα ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα και, ως εκ τούτου, δεν ασκούσε επιρροή για την ερμηνεία του πέμπτου κώδικα ενισχύσεων.
66 Κατ' αρχάς, η Επιτροπή επανέλαβε τη συγκρατημένη της άποψη ως προς τη φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως. Ακολούθως, επισήμανε ότι δεν ήταν τόσο η λήξη της προθεσμίας κοινοποιήσεως όσο η λήξη της προθεσμίας για την έκδοση αποφάσεως εκ μέρους της Επιτροπής, την οποία κατέστησε αδύνατη η έγκριση της ενισχύσεως. Συνεπώς, η φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως δεν ασκούσε επιρροή για την επίλυση της διαφοράς.
67 Δεν συμφωνώ με την Επιτροπή. Κατά την άποψή μου, η φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως είναι καθοριστική για την ορθή επίλυση της διαφοράς. Θεωρώ ότι, αν η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα ήταν πράγματι αποκλειστική προθεσμία αναγκαστικού δικαίου, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής ήταν παράνομη.
68 Αν η προθεσμία κοινοποιήσεως είναι αναγκαστικού δικαίου, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιτρέψει ενίσχυση που κοινοποιήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας (με πιθανή εξαίρεση στις περιπτώσεις ανωτέρας βίας). Ωστόσο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι είχε το δικαίωμα να επιτρέψει την ενίσχυση αυτή και ότι η προθεσμία ήταν απλώς διοικητικής φύσεως. Αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι η Επιτροπή ισχυρίζεται, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν μπορούσε να λάβει απόφαση περί εγκρίσεως της ενισχύσεως πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994 από πρακτικής (και όχι από νομικής) απόψεως. Η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:
«Με την προθεσμία αυτή η Επιτροπή θα είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή της για να εγκρίνει τα προγραμματισμένα μέτρα ενίσχυσης πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994.
Είναι γεγονός ότι η Επιτροπή εξέδωσε αποφάσεις για προγράμματα ενισχύσεων που είχαν κοινοποιηθεί μετά τις 30 Ιουνίου 1994, οι αποφάσεις αυτές, όμως, [ελήφθησαν] πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994 [...].
[Στην υπό κρίση υπόθεση], το χρονικό διάστημα μεταξύ της 25ης Νοεμβρίου 1994 (ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης) και της 21ης Δεκεμβρίου 1994 (τελευταία συνεδρίαση της Επιτροπής πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994) [...] δεν επαρκούσε [...] για την έκδοση οριστικής απόφασης.» (20)
69 Η άποψη της Επιτροπής ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως δεν ήταν αναγκαστικού δικαίου επηρέασε επίσης την προσβαλλόμενη απόφαση.
70 Το αντίθετο επιχείρημα της Επιτροπής μπορεί να διατυπωθεί ως εξής. ςΟταν υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους μια διοικητική αρχή μπορεί να λάβει αρνητική απόφαση, έχει το δικαίωμα να επιλέξει τον λόγο που θεωρεί κατάλληλο. Επομένως, η Επιτροπή ήταν ελεύθερη να στηριχθεί στη λήξη της προθεσμίας εγκρίσεως αντί στη λήξη της προθεσμίας κοινοποιήσεως. Σε τελική ανάλυση, η Επιτροπή έκρινε το σχέδιο ενισχύσεως παράνομο, έστω και αν στηρίχθηκε σε διαφορετικούς λόγους. Συνεπώς, η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν επηρεάστηκε από την άποψη της Επιτροπής ως προς τη φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως.
71 Είναι γεγονός ότι, όταν μια ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά για διάφορους ανεξάρτητους μεταξύ τους λόγους, η Επιτροπή μπορεί να επιλέξει ελεύθερα σε ποιο λόγο θα στηριχθεί. Για παράδειγμα, η Επιτροπή μπορεί να στηρίξει αρνητική απόφασή της στην ασυμβατότητα μιας ενισχύσεως προς τις ουσιαστικές απαιτήσεις του πέμπτου κώδικα, αντί να τη στηρίξει στην καθυστέρηση της κοινοποιήσεως.
72 Πάντως, στην υπό κρίση υπόθεση, οι λόγοι δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους.
73 Η Επιτροπή, αντί να στηρίξει την προσβαλλόμενη απόφαση στην καθυστέρηση κοινοποιήσεως, στηρίχθηκε σε δύο άλλα στοιχεία. Η Επιτροπή καταλήγει, πρώτον, ότι, λόγω ελλείψεως χρόνου, δεν ήταν υποχρεωμένη να εγκρίνει την ενίσχυση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Δεύτερον, θεωρεί ότι μετά την ημερομηνία αυτή δεν είχε πλέον αρμοδιότητα να εγκρίνει την ενίσχυση (21).
74 Μολονότι το δεύτερο στοιχείο δεν έχει άμεση σχέση με την προθεσμία κοινοποιήσεως, το πρώτο στοιχείο προϋποθέτει ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα να εγκρίνει την ενίσχυση που κοινοποιήθηκε μετά τις 30 Ιουνίου 1994 και ότι, ως εκ τούτου, η προθεσμία δεν ήταν αποκλειστική. Συνεπώς, η απόφαση στηρίζεται σε συλλογιστική ασυμβίβαστη προς την ύπαρξη αποκλειστικής προθεσμίας κοινοποιήσεως.
75 Επομένως, αν η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν εσφαλμένη, η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν παράνομη.
76 ηΕνας επιπλέον λόγος προς εξέταση της φύσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως είναι για να καθοριστεί η ορθή βάση της αποφάσεως (ενόψει ενδεχόμενων περαιτέρω διαδικασιών). Αν η απόφαση της Επιτροπής ακυρωθεί λόγω του ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως ήταν αναγκαστικού δικαίου, η Επιτροπή ουδεμία βάση διαθέτει για να εγκρίνει την ενίσχυση. Εντούτοις, αν η απόφαση ακυρωθεί για άλλο λόγο, είναι δυνατόν να λάβει η Επιτροπή νέα απόφαση προς έγκριση της ενισχύσεως.
77 Συνεπώς, προτού εξετάσω τους έξι λόγους που προέβαλε η αναιρεσείουσα, θα εξετάσω προκαταρκτικά το ζήτημα της προθεσμίας κοινοποιήσεως.
78 Ανακύπτουν δύο ερωτήματα:
1) Μπορεί το Δικαστήριο, εφόσον κανένας από τους διαδίκους δεν ζήτησε να εξεταστεί το ζήτημα της φύσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατ' αναίρεση το ζήτημα αυτό και, αν ναι, υπό ποιες προϋποθέσεις;
2) Είναι η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα αποκλειστική ή απλώς διοικητικής φύσεως;
79 Λογικά, το ερώτημα (1) προηγείται. Ωστόσο, επειδή η απάντηση στο ερώτημα (1) εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της προθεσμίας κοινοποιήσεως, θα εξετάσω πρώτα το ερώτημα (2).
Η φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως της τρίτης περιόδου του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα
80 Η Salzgitter και η Γερμανική Κυβέρνηση, όταν κλήθηκαν, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, να εκθέσουν την άποψή τους σχετικά με την επιρροή της αποφάσεως Γερμανία κατά Επιτροπής, προέβαλαν τρία επιχειρήματα για να στηρίξουν την άποψή τους ότι η προθεσμία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα δεν είναι αναγκαστικού δικαίου. Πρώτον, ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, οι προθεσμίες κοινοποιήσεως είναι αναγκαστικού δικαίου μόνον αν αυτό προβλέπεται σαφώς, πράγμα που δεν ισχύει για το άρθρο 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα. Δεύτερον, η απόφαση του Δικαστηρίου Γερμανία κατά Επιτροπής δεν ασκεί επιρροή για την ερμηνεία του πέμπτου κώδικα, ιδίως, λόγω των σημαντικών διαφορών μεταξύ του δευτέρου και του πέμπτου κώδικα. Τρίτον, η Επιτροπή δεσμεύεται από την πρακτική της να θεωρεί την προθεσμία κοινοποιήσεως ως αμιγώς ενδεικτική. Θα εξετάσω διαδοχικά τα τρία αυτά επιχειρήματα.
Η φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως υπό το φως των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου
81 Είναι γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε κάποτε ότι «η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί, προκειμένου για διάταξη που τάσσει αποκλειστική προθεσμία, [...], να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ακριβή ώστε τα κράτη μέλη να δύνανται να εκτιμήσουν με πλήρη επίγνωση τη σημασία που έχει γι' αυτά η τήρηση της προθεσμίας» (22). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εν λόγω προθεσμία δεν ήταν αποκλειστική.
82 Πάντως, η προαναφερθείσα συλλογιστική πρέπει, πρώτον, να εκτιμηθεί υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως. Η αποκλειστική προθεσμία θα είχε «ως συνέπεια να στερήσει ένα κράτος μέλος από την καταβολή μιας οικονομικής ενισχύσεως, της οποίας η αίτηση είχε εγκριθεί και βάσει της οποίας το κράτος μέλος [είχε] ήδη προβεί σε σημαντικές δαπάνες [...]» (23).
83 Δεύτερον, σε μια πρόσφατη απόφαση που εκδόθηκε επί παρόμοιας υποθέσεως, το Δικαστήριο στηρίχθηκε στην ίδια συλλογιστική για να καταλήξει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, ήτοι στο ότι η εν λόγω προθεσμία υποβολής αιτήσεων ήταν αναγκαστικού δικαίου. Η υπόθεση αφορούσε τους κανόνες που διέπουν το Ευρωπαϋκό Ταμείο Περιφερειακής Αναπτύξεως. Σύμφωνα με τους κανόνες αυτούς, τα κράτη μέλη έπρεπε να υποβάλουν την αίτηση για την οριστική πληρωμή των ποσών για τα οποία είχε αναληφθεί σχετική δέσμευση μέχρι τις 31 Μαρτίου 1995, για σχέδια που είχε εγκρίνει η Επιτροπή πριν από το 1989, προκειμένου η Επιτροπή να προβεί στην εκκαθάριση των σχεδίων μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1995. Το Δικαστήριο έκρινε τα εξής:
«[...], αν η Επιτροπή είχε διακριτική ευχέρεια, [...], που να της παρείχε τη δυνατότητα αλλαγής της ημερομηνίας της 31ης Μαρτίου 1995 ανάλογα με τον φόρτο εργασίας της και με την ικανότητά της να προβεί σε οριστική εκκαθάριση των σχεδίων μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1995, τα κράτη μέλη δεν θα μπορούσαν να προσδιορίσουν με ακρίβεια την ημερομηνία μέχρι την οποία θα μπορούσαν να υποβάλουν τις αιτήσεις τους περί οριστικής πληρωμής χωρίς να υπάρχει κίνδυνος εκπνοής της σχετικής αποκλειστικής προθεσμίας» (24).
84 Ως εκ τούτου, προτείνω να εφαρμοστεί η συνήθης προσέγγιση του Δικαστηρίου, όταν καλείται να αποφανθεί επί της φύσεως μιας προθεσμίας, ήτοι η απόφανσή του ανάλογα με την περίπτωση (25). Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν στηρίζεται σε γενικές αρχές, αλλά λαμβάνει υπόψη του ορισμένα κριτήρια, όπως τη διατύπωση της διατάξεως, τη θέση της στο σύστημα, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής στον υπό κρίση τομέα, τον σκοπό της προθεσμίας υπό το φως των στόχων της νομοθεσίας και τις συνέπειες των δύο δυνατών ερμηνειών για την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
85 Στην παρούσα υπόθεση, το κείμενο της τρίτης περιόδου του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα δεν έχει καθοριστική σημασία, διότι προβλέπει απλώς ότι τα σχέδια ενισχύσεων πρέπει να κοινοποιηθούν στην Επιτροπή το αργότερο στις 30 Ιουνίου 1994. Ούτε ο πέμπτος κώδικας προβλέπει ειδικές κυρώσεις για τη μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας. Επομένως, πρέπει να εξεταστούν οι σκοποί της προθεσμίας στο πλαίσιο του συστήματος του πέμπτου κώδικα.
86 Ο πέμπτος κώδικας προβλέπει εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα του άρθρου 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης. Αποβλέπει στη συνέχιση της αυστηρής πειθαρχίας που επιτεύχθηκε ήδη με τον τρίτο και τέταρτο κώδικα και στην εισαγωγή απλών τεχνικών προσαρμογών (26). Επομένως, οι εξαιρέσεις που προβλέπει ο πέμπτος κώδικας πρέπει να ερμηνευθούν περιοριστικά.
87 Από το προοίμιο προκύπτει ότι αυτή η περιοριστική προσέγγιση επιβάλλεται ιδιαιτέρως για τις περιφερειακές ενισχύσεις επενδύσεων, οι οποίες, λόγω της φύσεώς τους, εγκρίνονται όλως κατ' εξαίρεση (27).
88 Τρεις σημαντικοί σκοποί του πέμπτου κώδικα όσον αφορά τις περιφερειακές ενισχύσεις επενδύσεων (28) είναι η σύντομη κατάργησή τους εντός τριών ετών (29), η διενέργεια αποτελεσματικού ελέγχου από την Επιτροπή (30) και η προκαταρκτική διαβούλευση με άλλα κράτη μέλη για σημαντικά σχέδια επενδυτικών ενισχύσεων (31).
89 Κατά την άποψή μου, η επίτευξη των τριών αυτών σκοπών τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο, αν η προθεσμία κοινοποιήσεως θεωρηθεί απλώς ενδεικτική. Οι έξι μήνες μεταξύ της προθεσμίας κοινοποιήσεως της 30ής Ιουνίου 1994 και της προθεσμίας πληρωμής της 31ης Δεκεμβρίου 1994 αποτελούν σχετικά σύντομη περίοδο για την περίπλοκη διαδικασία εγκρίσεως που προβλέπει το άρθρο 6 του πέμπτου κώδικα. Κατά τη διάρκεια των έξι αυτών μηνών, και ανάλογα με τις περιστάσεις, η Επιτροπή ενδέχεται
- να ζητήσει από το κοινοποιούν κράτος μέλος περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την κοινοποιηθείσα ενίσχυση,
- να ζητήσει τη γνώμη των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, (πράγμα για το οποίο απαιτούνται μεταφράσεις),
- να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 6, παράγραφος 4, τάσσοντας στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (ενδέχεται να χρειασθεί δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα και περαιτέρω μεταφράσεις) και
- να εκδώσει, αφού λάβει τις παρατηρήσεις αυτές και αξιολογήσει την υπόθεση, ως συλλογικό σώμα, τελική απόφαση η οποία, αν είναι θετική, πρέπει να παρέχει στο οικείο κράτος μέλος τη δυνατότητα να χορηγήσει την ενίσχυση πριν από τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής.
90 Θεωρώ ότι οι τρεις προαναφερθέντες σκοποί είναι υλοποιήσιμοι στην πράξη, μόνον αν η Επιτροπή διαθέτει σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον έξι μήνες μεταξύ της κοινοποιήσεως και της 31ης Δεκεμβρίου 1994.
91 Στην άποψη αυτή μπορεί να αντιταχθεί ότι η καθοριστική προθεσμία για την προστασία του ανταγωνισμού δεν είναι η προθεσμία κοινοποιήσεως, αλλά η προθεσμία πληρωμής της 31ης Δεκεμβρίου 1994. Εντούτοις, μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει κατ' ανάγκη ότι γίνεται δεκτή η πληρωμή ενισχύσεων για τις οποίες δόθηκε βιαστικά έγκριση ή δεν είχε ακόμη δοθεί. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις θα υπήρχε κίνδυνος μη επίτευξης του προαναφερθέντος δεύτερου σκοπού, ήτοι του αποτελεσματικού εκ των προτέρων ελέγχου.
92 Στην άποψή μου θα μπορούσε επίσης να αντιταχθεί ότι, στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία αν η ενίσχυση κοινοποιείται στις 30 Ιουνίου ή μερικές μέρες αργότερα.
93 Στο σημείο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ένας άλλος σκοπός της προθεσμίας. Οι διαδικαστικές προθεσμίες κοινοποιήσεως, εγκρίσεως και πληρωμής των ενισχύσεων θεσπίστηκαν για πρώτη φορά με τον δεύτερο κώδικα (32), έχοντας ως ρητά προβλεπόμενο σκοπό να εξασφαλίζουν την ενιαία αντιμετώπιση όλων των ενισχύσεων που μπορούν να χορηγηθούν στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα στο πλαίσιο ενιαίας διαδικασίας (33). Ωστόσο, η ενιαία αντιμετώπιση όμως τίθεται επίσης σε κίνδυνο, αν η προθεσμία κοινοποιήσεως θεωρηθεί απλώς ενδεικτική. Η παρούσα υπόθεση αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των ζητημάτων που κατ' ανάγκη ανακύπτουν, αν υιοθετηθεί μια χαλαρή προσέγγιση για τις προθεσμίες κοινοποιήσεως. Ποια είναι τα όρια της χαλαρότητας αυτής; Ποιος καθορίζει τα όρια αυτά και σύμφωνα με ποια κριτήρια; αΕνα άλλο πρόβλημα σχετικά με το ζήτημα αυτό είναι η δυσχέρεια διασφαλίσεως ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η ασφάλεια δικαίου και η ίση μεταχείριση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη νομολογία του Δικαστηρίου, όσον αφορά τη φύση ορισμένων διαδικαστικών προθεσμιών (34).
94 Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, μολονότι ευνοούν την ασφάλεια δικαίου, οι αποκλειστικές προθεσμίες κοινοποιήσεως δεν λειτουργούν κατ' ανάγκη εις βάρος των κρατών μελών. Αυτό απεικονίζει έντονα η θέση της Γερμανικής Κυβερνήσεως στην υπόθεση Γερμανία κατά Επιτροπής (35). Στην υπόθεση αυτή, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε, όσον αφορά τις ενισχύσεις που χορήγησαν άλλα κράτη μέλη στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα ήταν προθεσμία αναγκαστικού δικαίου.
95 υΕτσι, θα εξετάσω τη δεύτερη ομάδα των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα, ήτοι αυτών που σχετίζονται με την επιρροή που ασκεί η νομολογία του Δικαστηρίου στην προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα.
Η επιρροή της αποφάσεως Γερμανία κατά Επιτροπής
96 Στην απόφαση αυτή (36), η Γερμανία ζήτησε την ακύρωση αρκετών αποφάσεων της Επιτροπής για την έγκριση ενισχύσεων που χορήγησαν άλλα κράτη μέλη σε επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα.
97 Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του τότε εφαρμοστέου δεύτερου κώδικα (37) προέβλεπε, με διατύπωση παρεμφερή με αυτήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα, ότι «η Επιτροπή, για να παρουσιάζει τις παρατηρήσεις της, τηρείται εγκαίρως ενήμερη των προγραμμάτων που αποβλέπουν στην εγκαθίδρυση ή τροποποίηση των ενισχύσεων που αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 7. Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου κοινοποιήσεις πρέπει να τους αποστέλλονται το αργότερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1982 [...]».
98 Η πέμπτη περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα έτασσε τις δύο άλλες σχετικές προθεσμίες. Οι ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές με την κοινή αγορά υπό την προϋπόθεση ότι εγκρίνονταν το αργότερο την 1η Ιουλίου 1983 και δεν συνεπάγονταν καμία μεταγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 1985 πληρωμή.
99 Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα είχε ως εξής:
«Εφόσον, έχοντας υπόψη την εξέλιξη της αγοράς και το ύψος των τιμών των προϋόντων σιδήρου και χάλυβος, κρίνει η Επιτροπή ότι καθίσταται αναγκαίο να τροποποιηθούν οι προθεσμίες που προβλέπονται από τα άρθρα 2, 5, 6 και 8 παράγραφος 1, τότε ζητεί τη σύμφωνη ομόφωνη γνώμη του Συμβουλίου.
Αν το Συμβούλιο δεν αποφανθεί ομόφωνα εντός προθεσμίας δύο μηνών από της αιτήσεως της Επιτροπής, η σύμφωνη γνώμη δίδεται με [...] ειδική πλειοψηφία [...]».
100 Η Γερμανία ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρξε οπωσδήποτε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα, εφόσον το συνολικό ποσόν των ενισχύσεων που εγκρίθηκαν με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν ανώτερο από το ποσό των ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1982.
101 Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα αποτελούσε αμιγώς διαδικαστική προθεσμία, με αποκλειστικό σκοπό να προωθήσει την αποτελεσματικότητα της δράσεως της Επιτροπής και, ιδιαιτέρως, να διασφαλίσει ότι η Επιτροπή θα διαθέτει αρκετό χρονικό διάστημα για να εξετάσει αν τα σχέδια ενισχύσεων ήταν συμβατά με την κοινή αγορά. Η νομική φύση της προθεσμίας κοινοποιήσεως έπρεπε να καθοριστεί υπό το φως του σκοπού του άρθρου 8, παράγραφος 1, και λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της ημερομηνίας αυτής σε σχέση με τις άλλες ημερομηνίες που προβλέπει ο κώδικας. Η καθοριστική προθεσμία, κατά την άποψη της Επιτροπής, ήταν η 1η Ιουλίου 1983, μετά την οποία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα, ουδεμία ενίσχυση μπορούσε να εγκριθεί.
102 Στις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας VerLoren van Themaat υποστήριξε ότι, «ακόμα και αν υποτεθεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως [...] δεν είναι αποκλειστική προθεσμία, υπό την έννοια ότι κάθε υπέρβασή της, όσο μικρή και αν είναι, καθιστά αδύνατη την έγκριση των σχεδίων ενισχύσεων που κοινοποιήθηκαν εκπροθέσμως, πρέπει εντούτοις να θεωρηθεί περισσότερο αυστηρή απ' όσο την εννοεί η Επιτροπή». Το γεγονός ότι η Επιτροπή ενέκρινε με δική της πρωτοβουλία «σημαντικές υπερβάσεις» της προθεσμίας κοινοποιήσεως έπρεπε να θεωρηθεί ως «σημαντική τυπική παράλειψη» ικανή να οδηγήσει στην ακύρωση των εν λόγω αποφάσεων (38).
103 ιΟσον αφορά τη φύση της προθεσμίας, το Δικαστήριο προχώρησε πέραν των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα:
«Επί του σημείου αυτού δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αντίθετη άποψη που υποστήριξε η Επιτροπή. Το άρθρο 12 του δεύτερου κώδικα ενισχύσεων προβλέπει, πράγματι, ρητώς ότι οι προθεσμίες [του άρθρου] 8, παράγραφος 1, του κώδικα, καθώς και οι προθεσμίες των άρθρων 2, [...] δεν μπορούν να τροποποιηθούν από την Επιτροπή παρά μόνο αν η τροποποίηση επιβάλλεται από την εξέλιξη της αγοράς και του επιπέδου των τιμών των προϋόντων σιδήρου και χάλυβα και εφόσον υπάρξει σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου.
Συνεπώς η Επιτροπή δεν μπορούσε να εγκρίνει ενισχύσεις αν τα προγράμματα για τη χορήγηση ή την τροποποίηση των ενισχύσεων αυτών δεν της είχαν κοινοποιηθεί το βραδύτερο μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1982» (39).
104 Παρ' όλ' αυτά, το Δικαστήριο δεν ακύρωσε τις αποφάσεις της Επιτροπής. Θεώρησε ότι τα οικεία κράτη μέλη είχαν κοινοποιήσει εγκαίρως, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1982, επαρκώς λεπτομερή σχέδια. Η αύξηση των ποσών των ενισχύσεων μετά τη λήξη της προθεσμίας κοινοποιήσεως δεν συνιστούσε παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, παρά μόνο στην περίπτωση που είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει η φύση της κοινοποιηθείσας ενισχύσεως.
105 Δύο έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως Γερμανία κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με την απόφαση Falck (40) τον χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου της προθεσμίας κοινοποιήσεως του άρθρου 8, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα.
106 Προς στήριξη της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, η Salzgitter και η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, στηρίχθηκε αποκλειστικά στο άρθρο 12 του δεύτερου κώδικα. Εφόσον ο κανόνας αυτός δεν διατηρήθηκε στους επόμενους κώδικες, η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία τους. Επιπλέον, ο κοινοτικός νομοθέτης, επηρεαζόμενος από την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, δεν διατήρησε στους επόμενους κώδικες κανόνα όμοιο με αυτόν του άρθρου 12, ώστε να έχει η Επιτροπή τη δυνατότητα ευελιξίας σε περιπτώσεις εκπρόθεσμων κοινοποιήσεων.
107 Κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να δοθεί υπερβολικά μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι το Δικαστήριο στηρίχθηκε σε ένα και μοναδικό επιχείρημα για να χαρακτηρίσει την προθεσμία που προβλέπει ο δεύτερος κώδικας ως αναγκαστικού δικαίου. Το μοναδικό νόμιμο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι ότι, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το επιχείρημα αυτό αρκούσε προς αντίκρουση όλων των αντιρρήσεων της Επιτροπής. Αντιθέτως, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Δικαστήριο, πράττοντας κατ' αυτόν τον τρόπο, απέρριψε σιωπηρά όλα τα άλλα επιχειρήματα που θα οδηγούσαν στο ίδιο αποτέλεσμα.
108 Σημαντικότερο είναι το ζήτημα αν μεταξύ του δεύτερου και του πέμπτου κώδικα υπάρχουν διαφορές ικανές να αποκλείσουν τις αναλογίες.
109 Συναφώς, οι δύο κώδικες είναι παρεμφερείς σε πολλά σημεία. Αποτελούν εξαιρέσεις στη γενική απαγόρευση των ενισχύσεων την οποία προβλέπει η Συνθήκη, έχουν την ίδια νομική βάση, ήτοι το άρθρο 95 της Συνθήκης, χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο στο άρθρο τους 1, δηλαδή τη δημιουργία ενός συστήματος κοινοτικών ενισχύσεων, διαρθρώνονται με παρεμφερή τρόπο και, σε αντίθεση με τον πρώτο κώδικα (41), περιέχουν κανόνες διαδικασίας με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
110 Το κείμενο και ο σκοπός των προθεσμιών του άρθρου 8, παράγραφος 1, του δεύτερου κώδικα και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα, κατά το μέτρο που αφορούν ενισχύσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 5, προσομοιάζουν επίσης. Αμφότερες οι διατάξεις επιβάλλουν αναγκαστικές προθεσμίες κοινοποιήσεως για ορισμένες μορφές ενισχύσεων, λόγω του ότι πρόκειται να καταργηθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (42). Επομένως, δεν έχουν μόνο διαδικαστική αλλά και ουσιαστική σημασία. Για τον λόγο αυτό πρέπει να διακρίνονται από τις λοιπές προθεσμίες κοινοποιήσεως, όπως αυτή του άρθρου 6, παράγραφος 6, του τέταρτου κώδικα (43), οι οποίες απαιτούν η κοινοποίηση να γίνεται ορισμένο χρονικό διάστημα πριν από τη λήξη ισχύος του εφαρμοστέου κώδικα. Η τελευταία κατηγορία προθεσμιών μπορεί ευκολότερα να ερμηνευθεί ως διαπνεόμενη κυρίως από πρακτικούς λόγους.
111 Η μοναδική σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο κωδίκων είναι η ύπαρξη του άρθρου 12 στον δεύτερο κώδικα, αντίστοιχο του οποίου δεν υπάρχει στους επόμενους κώδικες. ςΟπως προαναφέρθηκε, η Salzgitter και η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι ο κοινοτικός νομοθέτης δεν διατήρησε κανόνα αντίστοιχο του άρθρου 12 στους επόμενους κώδικες, υπό το φως της συλλογιστικής του Δικαστηρίου στην απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής.
112 Θεωρώ ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική. Το άρθρο 12 του δεύτερου κώδικα παρείχε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να τροποποιήσει τις προθεσμίες των άρθρων 2 και 8, παράγραφος 1, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο λόγω των εξελίξεων της αγοράς και εφόσον υπήρχε η σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, εδάφιο 2, η Επιτροπή μπορούσε να τροποποιήσει τις προθεσμίες - σε περίπτωση ανάγκης - με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου αποφαινομένου με ειδική πλειοψηφία. Επομένως, οι νομοθετικές τροποποιήσεις των προθεσμιών μπορούσαν να γίνουν ευκολότερα απ' ό,τι οι τροποποιήσεις του υπόλοιπου κώδικα, για τις οποίες, σύμφωνα με τον γενικό κανόνα του άρθρου 11, παράγραφος 2, απαιτούνταν ομόφωνη γνώμη. Σύμφωνα με το προοίμιο του δεύτερου κώδικα, σκοπός του άρθρου 12 ήταν να εισαγάγει ορισμένο βαθμό ευελιξίας σε θέματα προθεσμιών (44).
113 Εφόσον δεν υπάρχει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 12 στους επόμενους κώδικες, όλες οι τροποποιήσεις των κωδίκων, περιλαμβανομένων των τροποποιήσεων των προθεσμιών, πρέπει να πραγματοποιούνται βάσει του αυστηρού συστήματος του άρθρου 95 της Συνθήκης, ήτοι από την Επιτροπή με τη σύμφωνη ομόφωνη γνώμη του Συμβουλίου.
114 Από την απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής συνάγω ότι η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει την προθεσμία κοινοποιήσεως χωρίς τη σύμφωνη (είτε ομόφωνη είτε με ειδική πλειοψηφία) γνώμη του Συμβουλίου. Κατά την άποψή μου, το ίδιο πρέπει να ισχύσει a fortiori στο πλαίσιο του πέμπτου κώδικα, όπου η Επιτροπή χρειάζεται πάντοτε την ομόφωνη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου για οποιαδήποτε τροποποίηση προθεσμιών.
115 Υπάρχουν και άλλοι λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σκοπός του πέμπτου κώδικα είναι να καθιερώσει ένα σύστημα τουλάχιστον εξ ίσου αυστηρό με αυτό του δεύτερου κώδικα.
116 Πρώτον, τα προοίμια του τρίτου (45), του τέταρτου και του πέμπτου κώδικα δεν προβλέπουν ευελιξία ως προς τις προθεσμίες. Δεύτερον, δεν επιτρέπουν για παράδειγμα τη χορήγηση ενισχύσεων λειτουργίας (46). Τρίτον, ο τρίτος κώδικας θεσπίστηκε περίπου δύο μήνες μετά την έκδοση της αποφάσεως Γερμανία κατά Επιτροπής, με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως του δεύτερου κώδικα ήταν επιτακτική. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι συντάκτες του τρίτου κώδικα όφειλαν να επισημάνουν με ιδιαίτερη σαφήνεια ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως είχε απλώς ενδεικτικό χαρακτήρα.
117 Τέλος, την άποψή μου στηρίζουν δύο επιχειρήματα που αντλούνται από τις διαφορές μεταξύ των χρονοδιαγραμμάτων του δεύτερου και του πέμπτου κώδικα αντιστοίχως.
118 Αφενός, βάσει του δεύτερου κώδικα, τα κράτη μέλη είχαν στη διάθεσή τους έναν περίπου χρόνο μεταξύ της θέσεως σε ισχύ του κώδικα, τον Αύγουστο του 1981, και της λήξεως της προθεσμίας που προβλεπόταν για την κοινοποίηση των σχεδίων ενισχύσεων, τον Σεπτέμβριο του 1982. Βάσει του πέμπτου κώδικα, η Γερμανία είχε στη διάθεσή της περίπου δυόμισυ χρόνια μεταξύ της θέσεώς του σε ισχύ, τον Ιανουάριο του 1992, και της λήξεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως, στις 30 Ιουνίου 1994. Ως εκ τούτου, οι καθυστερήσεις κοινοποιήσεως είναι λιγότερο δικαιολογημένες στο πλαίσιο του πέμπτου κώδικα.
119 Αφετέρου, βάσει του δεύτερου κώδικα, η Επιτροπή διέθετε έναν περίπου χρόνο μεταξύ της κοινοποιήσεως και της εγκρίσεως και τα κράτη μέλη διέθεταν ακόμη δυόμισυ χρόνια για την πληρωμή. Εντούτοις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως ήταν επιτακτική. Βάσει του πέμπτου κώδικα, η Επιτροπή διαθέτει κατ' αρχήν μόνον έξι μήνες για την αξιολόγηση της ενισχύσεως, εντός των οποίων πρέπει να πραγματοποιηθεί και η πληρωμή. Εφόσον το χρονοδιάγραμμα είναι πολύ αυστηρότερο, η έγκαιρη κοινοποίηση είναι σημαντικότερη.
120 ηΕτσι, σε δύο σημαντικές υποθέσεις όπου ίσχυε το χαλαρότερο σύστημα του δεύτερου κώδικα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η κοινοποίηση έπρεπε να γίνει πριν από τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1. Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για τον οποίο θα έπρεπε, στην υπό κρίση υπόθεση, να ερμηνευθεί διαφορετικά η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα.
Η πρακτική της Επιτροπής και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης
121 Είναι γεγονός ότι η Επιτροπή ακολούθησε στην πράξη μια χαλαρή τακτική και θεώρησε την προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα απλώς ενδεικτική. Η Salzgitter και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεσμεύεται από την πρακτική της αυτή, η οποία, κατά την άποψή τους, δημιούργησε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.
122 Εντούτοις, έχει αποδειχθεί ότι η πεποίθηση που δημιουργείται από παράνομη συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων δεν είναι, κατ' αρχήν, θεμιτή και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να οδηγήσει στη γένεση δικαιωμάτων contra legem. Με την απόφαση Lucchini, το Δικαστήριο έκρινε, κατά τη διατύπωση του γενικού εισαγγελέα Capotorti, ότι «συμπεριφορά της Διοικήσεως που βαίνει πέραν της συνήθους εφαρμογής του δικαίου στο οποίο υπόκειται, ουδόλως μπορεί να στηρίξει τη δικαιολογημένη πεποίθηση του διοικουμένου» (47). Η ιδέα στην οποία στηρίζεται η άποψη αυτή είναι ότι δεν υφίσταται δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως με άτομο το οποίο ευνοήθηκε από παράνομη συμπεριφορά. Μια παρανομία δεν μπορεί να δικαιολογήσει περαιτέρω παρανομία.
123 Το επιχείρημα που αντλείται από τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη δεν έχει μεγαλύτερο βάρος, όταν το όργανο που εξέδωσε ατομική πράξη εξέδωσε επίσης την πράξη γενικής ισχύος στην οποία στηρίζεται η ατομική. Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατή η σιωπηρή τροποποίηση των πράξεων γενικής ισχύος, όπως ο πέμπτος κώδικας, από μεταγενέστερες ατομικές αποφάσεις στηριζόμενες στην ίδια πράξη γενικής ισχύος αποτελεί συνέπεια της ιεραρχίσεως της τυπικής ισχύος των νομικών πράξεων της Κοινότητας (48). Επιπλέον, αν γινόταν δεκτό το αντίθετο επιχείρημα, η Επιτροπή θα είχε τη δυνατότητα να καταστρατηγήσει τις επιταγές του άρθρου 95 της Συνθήκης, ήτοι την ομόφωνη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου, προκειμένου να προβεί σε τροποποιήσεις του πέμπτου κώδικα.
124 Κατόπιν τούτων, καταλήγω ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα, για τις ενισχύσεις σε βιομηχανίες παραγωγής σιδήρου και χάλυβα εγκατεστημένες στην πρώην Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας, είναι αναγκαστικού δικαίου και αποκλειστική.
Πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν η προθεσμία κοινοποιήσεως είναι αναγκαστικού δικαίου;
125 Το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε το ζήτημα της φύσεως της προθεσμίας κοινοποιήσεως. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι διάδικοι υποστήριξαν ότι η προθεσμία δεν είναι αποκλειστική ή, εν πάση περιπτώσει, ότι το ζήτημα αυτό δεν ασκεί επιρροή για την επίλυση της διαφοράς. Επιπλέον, εξέφρασαν την άποψή τους επί του θέματος μόνον αφού κλήθηκαν ρητώς προς τούτο.
126 Πάντως, ουδέν από τα νομικά ζητήματα που έθιξε η αναιρεσείουσα με τους ισχυρισμούς της δεν θα είχε ανακύψει, αν η Επιτροπή είχε σεβαστεί τον αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα της προθεσμίας κοινοποιήσεως. Επισήμανα, επίσης, ανωτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην υπόθεση ότι η προθεσμία κοινοποιήσεως ήταν απλώς διοικητικής φύσεως (49). Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα.
127 Ενόψει αυτής της συγκρούσεως μεταξύ, αφενός, της απροθυμίας των διαδίκων (και του Πρωτοδικείου) να εξετάσουν το ζήτημα και, αφετέρου, του ρόλου του Δικαστηρίου ως φύλακα των κανόνων δικαίου, γεννάται το ερώτημα αν το Δικαστήριο μπορεί ή πρέπει να εξετάσει το ζήτημα αυτεπαγγέλτως.
128 Το ερώτημα αυτό ανακύπτει κατ' αναίρεση. Απ' όσα γνωρίζω, το Δικαστήριο δεν έχει ακόμα καθορίσει, για τέτοιου είδους διαδικασίες, τα όρια για την αυτεπάγγελτη εξέταση νέων ζητημάτων. Στις εθνικές έννομες τάξεις, η δυνατότητα αυτή είναι μερικές φορές πιο περιορισμένη στο στάδιο της αναιρέσεως απ' ό,τι ενώπιον δικαστηρίων κατώτερου βαθμού (50).
129 Δεν αμφισβητείται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί, κατ' αρχήν, να λάβει υπόψη του λόγους αναιρέσεως που δεν προέβαλαν οι διάδικοι (51). Ωστόσο, θεωρώ ότι πρέπει να εξαιρούνται οι νομικοί ισχυρισμοί που αφορούν ζητήματα δημοσίας τάξεως (moyens d'ordre public).
130 Αυτό διότι, πρώτον, το Δικαστήριο έχει, βάσει του άρθρου 31 της Συνθήκης, την αποστολή να διασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων. Η κατ' αναίρεση διαδικασία αποτελεί για το Δικαστήριο ένα σημαντικό μέσο για την άσκηση της λειτουργίας του αυτής. Στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών, κατά πάγια νομολογία, τα δύο κοινοτικά δικαστικά όργανα όχι μόνον μπορούν, αλλά και οφείλουν, να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ζητήματα δημοσίας τάξεως (52). Ουδείς λόγος υφίσταται για να αποκλειστεί πλήρως η δυνατότητα αυτή.
131 Δεύτερον, αρκετά στοιχεία της νομολογίας του Δικαστηρίου οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Το Δικαστήριο έκρινε πρόσφατα ότι ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ζητήματα δημοσίας τάξεως (53). Ειδικότερα, όσον αφορά τις διαδικασίες αναιρέσεως, το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει αυτεπαγγέλτως ένσταση απαραδέκτου (54). Επιπλέον, σε ορισμένες υποθέσεις επί αιτήσεων αναιρέσεως, κρίθηκε ότι η φύση της διαδικασίας αναιρέσεως ουδόλως εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζητήματα δημοσίας τάξεως (55).
132 Τέλος, το Δικαστήριο σαφώς θεωρεί σημαντική τη δυνατότητα των εθνικών ανώτερων δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ορισμένα ζητήματα κοινοτικού δικαίου (56). Θα ήταν ασυνεπές αν το Δικαστήριο απέκλειε εντελώς τη δυνατότητα αυτή στο πλαίσιο των ενώπιόν του διαδικασιών αναιρέσεως.
133 Επομένως, το ζήτημα δεν ήταν τόσο να διαπιστωθεί αν το Δικαστήριο είχε την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως ζητήματα δημοσίας τάξεως, αλλά να καθοριστεί αν, εν προκειμένω, η μη τήρηση της προθεσμίας κοινοποιήσεως εκ μέρους της Επιτροπής αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως.
134 Είναι δύσκολο να οριστούν τα «ζητήματα δημοσίας τάξεως». Τα ζητήματα που ένα δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως εξαρτώνται, σε τελική ανάλυση, από τις θεμελιώδεις αρχές της οικείας έννομης τάξεως, από τον ρόλο των διαδίκων και του δικαστηρίου, αντιστοίχως, στο πλαίσιο των εφαρμοστέων δικονομικών κανόνων, το είδος του δικαιοδοτικού οργάνου που καλείται να εφαρμόσει την έννοια και το επίπεδο στο οποίο διεξάγεται η διαδικασία.
135 αΟσον αφορά την κοινοτική έννομη τάξη, υποστηρίχθηκε ότι επιβαλλόταν διάκριση μεταξύ των διαφόρων λόγων ακυρώσεως (57). Βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 1, της Συνθήκης, μπορούν να ακυρωθούν αποφάσεις της Επιτροπής λόγω αναρμοδιότητας, παραβάσεως ουσιώδους τύπου, παραβιάσεως της Συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της ή λόγω καταχρήσεως εξουσίας. Σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία, οι ισχυρισμοί που αντλούνται από τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την από τυπική άποψη νομιμότητα μιας πράξεως (lιgalitι externe), μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ενώ οι ισχυρισμοί που αντλούνται από τους λοιπούς δύο λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την από ουσιαστική άποψη νομιμότητα της πράξεως (lιgalitι interne), δεν μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως (58).
136 Μια προσφάτως εκδοθείσα απόφαση φαίνεται ότι επιβεβαιώνει τη διάκριση αυτή. Αποφαινόμενο στο πλαίσιο του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 230 ΕΚ), το Δικαστήριο έκρινε, αναφορικά με ισχυρισμούς αντλούμενους από παράβαση του άρθρου 190 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 253 ΕΚ) και από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως αντιστοίχως, ότι:
«Υπενθυμίζεται όμως ότι πρόκειται για δύο αυτοτελείς λόγους ακυρώσεως των οποίων μπορεί να γίνει επίκληση στο πλαίσιο της προσφυγής του άρθρου 173 της Συνθήκης. Ο πρώτος, ο οποίος αφορά την έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογίας, εμπίπτει στην παράβαση ουσιώδους τύπου, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, και αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως [...]. Αντιθέτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά το νόμω βάσιμο της επίδικης αποφάσεως, εμπίπτει στην παράβαση κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή της Συνθήκης, υπό την έννοια του άρθρου 173, και ο κοινοτικός δικαστής μπορεί να τον εξετάσει μόνον εφόσον προβλήθηκε από τον προσφεύγοντα.» (59)
137 Κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία στη διάκριση αυτή (στην οποία, εν πάση περιπτώσει, προέβη το Δικαστήριο σε περίπτωση για την οποία δεν ασκούσε επιρροή στην έκβαση της υποθέσεως). Πρώτον, η διάκριση μεταξύ των διαφόρων λόγων ακυρώσεως είναι τυπολατρική και αβέβαιη. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως περιέχει τους δύο πρώτους, καθόσον η αναρμοδιότητα και η παράβαση ουσιώδους τύπου συνιστούν πάντοτε παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου. Δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του Δικαστηρίου ως φύλακα των κανόνων δικαίου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο στερείται εξουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως πρόδηλη και σοβαρή ουσιώδη παρανομία, για παράδειγμα προσβολή θεμελιώδους δικαιώματος ή παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ), αφ' ής στιγμής έχει την εξουσία να εξετάζει αυτεπαγγέλτως παραβάσεις ορισμένων δικονομικών κανόνων.
138 Επομένως, προτιμώ να ακολουθήσω την προσέγγιση που υιοθέτησε το Δικαστήριο σε άλλες υποθέσεις, στις οποίες εξέτασε αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως, χωρίς να εξετάσει τον από θεωρητικής απόψεως χαρακτηρισμό του (60). Κατά τη διατύπωση του Δικαστηρίου, το ζήτημα είναι αν θεωρείται ότι δεν πρέπει να πλανώνται αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα μιας πράξεως (61).
139 Αποτελεί το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τον χαρακτήρα αναγκαστικού δικαίου της προθεσμίας κοινοποιήσεως επαρκώς σημαντική παράβαση ώστε το Δικαστήριο να την εξετάσει αυτεπαγγέλτως; Ποια κριτήρια παρέχουν τη δυνατότητα καθορισμού του αν το Δικαστήριο πρέπει ή δεν πρέπει «να αφήσει να πλανώνται αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα μιας πράξεως»; Αποτελεί ο χαρακτήρας αναγκαστικού δικαίου της προθεσμίας κοινοποιήσεως, στην υπό κρίση υπόθεση, ζήτημα «δημοσίας τάξεως»;
140 Τρία γενικά κριτήρια χρησιμεύουν για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά.
141 Πρώτον, πρέπει να καθοριστεί αν ο παραβιαζόμενος κανόνας έχει θεσπιστεί για να εξυπηρετεί θεμελιώδη σκοπό της κοινοτικής έννομης τάξεως και αν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
142 Δεύτερον, πρέπει να αποδειχθεί αν ο παραβιαζόμενος κανόνας θεσπίστηκε προς το συμφέρον τρίτων ή προς το γενικό συμφέρον και όχι απλώς προς το συμφέρον των ατόμων που αφορούσε άμεσα.
143 Τρίτον, η παράβαση πρέπει να είναι πρόδηλη, ώστε τόσο το Δικαστήριο όσο και οι τρίτοι να μπορούν εύκολα να την εντοπίσουν και να την αναγνωρίσουν. Το κύρος του κανόνα δικαίου θίγεται εντονότερα, όταν η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου είναι πρόδηλη. Παράλληλα, το Δικαστήριο μπορεί να έχει μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι θα καταλήξει σε ορθά αποτελέσματα.
144 Θεωρώ ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πληρούνται.
145 Πρώτον, υποστήριξα ανωτέρω ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα αποτελεί τμήμα ενός συστήματος που συμβάλλει στην επίτευξη τεσσάρων σκοπών σχετικών με περιφερειακές ενισχύσεις επενδύσεων προς επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα εγκατεστημένες στην πρώην Λαϋκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Οι σκοποί αυτοί έγκεινται στη συμβολή στη σύντομη κατάργηση της ενισχύσεως αυτής εντός τριών ετών, στη δυνατότητα αποτελεσματικού ελέγχου εκ μέρους της Επιτροπής, στην ανάμειξη άλλων κρατών μελών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων μέσω προκαταρκτικών διαβουλεύσεων επί σημαντικών επενδυτικών σχεδίων ενισχύσεων και στην εξασφάλιση ενιαίας αντιμετωπίσεως και ασφάλειας δικαίου (62). Σε τελική ανάλυση, το σύστημα σχεδιάστηκε για να προστατεύσει τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα που ήταν εγκατεστημένες στη Γερμανία και σε άλλα κράτη μέλη από τον αθέμιτο ανταγωνισμό που απέρρεε από τις αδικαιολόγητες επιδοτήσεις επενδύσεων στην Ανατολική Γερμανία και, ως εκ τούτου, εξυπηρετούσε την επίτευξη θεμελιώδους στόχου της Συνθήκης (63). Εξήγησα επίσης του λόγους για τους οποίους η προθεσμία κοινοποιήσεως είναι τόσο σημαντική στο πλαίσιο του συστήματος αυτού (64).
146 Δεύτερον, σε αντίθεση προς ό,τι φαίνεται να δέχεται η Επιτροπή (ρητώς στην υπόθεση Γερμανία κατά Επιτροπής και σιωπηρώς στην υπό κρίση υπόθεση), η προθεσμία κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεν θεσπίστηκε με μοναδικό σκοπό να προωθήσει την αποτελεσματική δράση των υπηρεσιών της και, ως εκ τούτου, προς όφελος ενός μόνον από τους διαδίκους· από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντα των άλλων κρατών μελών, των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων παραγωγής άνθρακα και χάλυβα και, σε τελική ανάλυση, του καταναλωτή και του φορολογούμενου στην Κοινότητα.
147 Τέλος, και τούτο συνιστά ίσως το σημαντικότερο στοιχείο στην παρούσα υπόθεση, η παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από την Επιτροπή ήταν πρόδηλη. Η παραβίαση ήταν πρόδηλη, αφενός, διότι η τήρηση μιας προθεσμίας επαληθεύεται εύκολα από κάθε ενδιαφερόμενο. Τα σχετικά μέτρα λαμβάνονται είτε πριν είτε μετά την παραβίαση. Δεν μπορούν να υπάρξουν ενδιάμεσες καταστάσεις. (Τα στοιχεία αυτά μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη στην περίπτωση που το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως τις προθεσμίες σχετικά με την άσκηση προσφυγής ενώπιόν του) (65). Αφετέρου, μετά την έκδοση των αποφάσεων Γερμανία κατά Επιτροπής και Falck, κατέστη προφανές ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον βασίμως να ισχυρίζεται ότι οι προθεσμίες κοινοποιήσεως που έτασσαν οι μεταγενέστεροι κώδικες ενισχύσεων στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα ήταν απλώς ενδεικτικές. ςΟταν ένα θεσμικό όργανο εξακολουθεί να επιτρέπει ενισχύσεις που κοινοποιήθηκαν μετά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας, παρά την έκδοση δύο αντιθέτων αποφάσεων του Δικαστηρίου, υποσκάπτει τον σεβασμό του κανόνα δικαίου στην κοινοτική έννομη τάξη.
148 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το ζήτημα αυτό ως δημοσίας τάξεως. Προκύπτει επίσης ότι το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αυτό κατ' αναίρεση, έστω και αν το Πρωτοδικείο δεν το έπραξε. Μία από τις ουσιώδεις λειτουργίες της διαδικασίας αναιρέσεως, η οποία περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα, είναι ακριβώς να εξασφαλίζει την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Εφόσον το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι διάδικοι πρωτοδίκως και το Πρωτοδικείο δεν έθεσαν κρίσιμο ζήτημα δημοσίας τάξεως, δεν μπορεί η βούληση των ίδιων αυτών διαδίκων να καθορίσει αν το ζήτημα αυτό θα τεθεί κατ' αναίρεση. Εάν το Πρωτοδικείο «δεν έπρεπε να αφήσει να πλανώνται αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα μιας πράξεως», τότε θα πρέπει το Δικαστήριο, το οποίο είναι ο έσχατος φύλακας του δικαίου στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως, να εξετάσει το ζήτημα αυτό.
149 Ακόμη και αν υιοθετηθεί μια αυστηρή άποψη ως προς τα ζητήματα που το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, το ζήτημα της προθεσμίας είναι, κατά την άποψή μου, ένα από αυτά που μπορούν και πρέπει να εξετάζονται.
150 Πρώτον, το πρόβλημα περιορίζεται σε νομικό μόνο ζήτημα. αΟλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την καθυστερημένη κοινοποίηση της ενισχύσεως έχουν αποδειχθεί και είναι γνωστά στο Δικαστήριο. Δεύτερον, η εξέταση του νέου αυτού ζητήματος δεν οδηγεί σε κρίση ultra petita (66) ή σε απαγορευόμενη μεταβολή του αντικειμένου της διαφοράς (67). Σε τελική ανάλυση, ο αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρας της προθεσμίας δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής και, κατ' αυτόν τον τρόπο, ικανοποιείται το σχετικό αίτημα. Επομένως, η εξέταση του ζητήματος αυτού πρέπει να διακρίνεται από την υποβολή νέου αιτήματος μεταβάλλοντος τα όρια της διαφοράς, όπως αυτά ορίζονται από τα υποβληθέντα αιτήματα. Τέλος, η απαγόρευση στους διαδίκους να προβάλουν νέους νομικούς ισχυρισμούς κατ' αναίρεση, την οποία έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (68), δεν έχει εφαρμογή σε ζητήματα δημοσίας τάξεως τα οποία, εξ ορισμού, πρέπει να εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.
Συνέπειες για την έκβαση της υποθέσεως
151 Η άποψη στην οποία κατέληξα έως τώρα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής.
152 Η προθεσμία κοινοποιήσεως της 30ής Ιουνίου 1994, την οποία τάσσει το άρθρο 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα, είναι αποκλειστική. Εφόσον η προσβαλλομένη απόφαση της Επιτροπής στηρίζεται μερικώς στην υπόθεση ότι η προθεσμία είναι απλώς διοικητικής φύσεως, η απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα. Η αποκλειστική φύση της προθεσμίας αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να το εξετάσει αυτεπαγγέλτως, ακόμη και αν δεν το έθεσαν ούτε το Πρωτοδικείο ούτε οι διάδικοι.
153 Συνεπώς, πρώτον, η απόφαση του Πρωτοδικείου πρέπει να αναιρεθεί, διότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως τον αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα της προθεσμίας κοινοποιήσεως.
154 Δεύτερον, εφόσον όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα έχουν αποδειχθεί, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση. Η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί, διότι στηρίζεται σε συλλογιστική που δεν συνάδει προς τον αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα. Κατά το άρθρο 34 της Συνθήκης, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον της Επιτροπής, η οποία πρέπει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να συμμορφωθεί προς την απόφαση του Δικαστηρίου.
155 υΟσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι δεν δέχθηκαν τη λύση που πρότεινα. Επομένως, οι συνθήκες είναι εξαιρετικές υπό την έννοια του άρθρου 69, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά την άποψή μου, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.
Επικουρικώς: η αρμοδιότητα ratione temporis της Επιτροπής για την έγκριση ενισχύσεων
156 Θα εξετάσω, ωστόσο, επικουρικώς τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας (69).
157 Με τον πρώτο της ισχυρισμό, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, θεωρώντας ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε πλέον να εκδώσει αποφάσεις επί του συμβατού των επενδυτικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο γενικών περιφερειακών συστημάτων ενισχύσεων προς επιχειρήσεις παραγωγής άνθρακα και χάλυβα εγκατεστημένες στο έδαφος της πρώην Λαϋκής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
158 Αξίζει ίσως να υπομνησθούν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Η Γερμανική Κυβέρνηση κοινοποίησε την ενίσχυση στις 25 Νοεμβρίου 1994. Η Γερμανία πίστωσε τον τραπεζικό λογαριασμό της αναιρεσείουσας με το ποσό της επιδοτήσεως επενδύσεως στις 23 Δεκεμβρίου 1994. Στις 15 Φεβρουαρίου 1995, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 4, του πέμπτου κώδικα. Η ειδική φορολογική παραχώρηση (Investitionszulage) χορηγήθηκε με δύο αποφάσεις, της 26ης Οκτωβρίου 1995 και της 9ης Ιανουαρίου 1996, των γερμανικών φορολογικών αρχών.
159 Με την από 29 Μαου 1996 προσβαλλόμενη απόφασή της, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επιδότηση επενδύσεως και η ειδική φορολογική παραχώρηση συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορευόμενες από τις διατάξεις της Συνθήκης και από τον πέμπτο κώδικα, και διέταξε την επιστροφή τους.
160 Η Επιτροπή επισήμανε, πρώτον, ότι λόγω της φύσεως των προϋόντων και του τόπου εγκαταστάσεως της οικείας επιχειρήσεως, το άρθρο 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης και το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα τυγχάνουν, κατ' αρχήν, εφαρμογής. Ακολούθως, η Επιτροπή έκρινε τα εξής:
«Το άρθρο 5 του κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία, όμως, ορίζει σαφώς ότι η Επιτροπή δύναται να κρίνει περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά χάλυβα, μόνο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994, και, επομένως, ότι μετά την ημερομηνία αυτή δεν θα έχει πλέον τέτοια αρμοδιότητα.
Από 1ης Ιανουαρίου 1995, δεν υφίσταται πλέον σύμφωνα με τον κώδικα, η δυνατότητα να κηρυχθούν περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις υπέρ των γερμανικών χαλυβουργικών επιχειρήσεων ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά χάλυβα δεδομένου ότι το άρθρο 1 παράγραφος 1, και το άρθρο 5 του κώδικα δεν προβλέπουν πλέον το συμβιβάσιμος με την 31η Δεκεμβρίου 1994, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν οι ενισχύσεις θα μπορούσαν να εγκριθούν εάν κοινοποιούνταν εγκαίρως.
[...]
Δεδομένου ότι βάσει του άρθρου 5 του κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία η Επιτροπή μπορούσε να κηρύξει περιφερειακές επενδυτικές ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά μόνο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994, πριν δε από το χρονικό αυτό σημείο η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί ως προς την κοινοποιηθείσα κρατική ενίσχυση, η εν λόγω ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με κοινή αγορά βάσει του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κώδικα ενισχύσεων στη χαλυβουργία και απαγορεύεται βάσει του άρθρου 4 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚΑΞ [...]».
161 Το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή και έκρινε, στο τέλος της σκέψεως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 5 του κώδικα τάσσει στην Επιτροπή προθεσμία για να αποφανθεί επί του συμβιβαστού της εν λόγω κατηγορίας ενισχύσεων.
162 Δεν είναι εύκολο να ερμηνευθεί το ακριβές περιεχόμενο της σημαντικής αυτής διαπιστώσεως. Από τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η διαπίστωση αυτή αφορά ειδικότερα την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάζει την ουσιαστική συμβατότητα μιας ενισχύσεως. Αυτό σημαίνει ότι καμία ενίσχυση δεν μπορεί να εγκριθεί μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994, εφόσον η εξέταση της ουσιαστικής συμβατότητας μιας ενισχύσεως συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της εγκρίσεώς της. Σε τελική ανάλυση, θεωρώ ότι τόσο η απόφαση της Επιτροπής όσο και η απόφαση του Πρωτοδικείου μπορούν να συνοψιστούν στο εξής: το άρθρο 5 έχει την έννοια ότι η έγκριση μιας ενισχύσεως πρέπει να γίνει πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994 και ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει μια ενίσχυση προς βιομηχανίες παραγωγής σιδήρου και χάλυβα στα πέντε νέα ομόσπονδα κράτη συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά άνθρακα και χάλυβα.
163 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 5 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τάσσει προθεσμία εγκρίσεως.
Διατύπωση
164 Κατά το άρθρο 5, η εν λόγω ενίσχυση «μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά» έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994 [...]. Δεν αναφέρεται στον πέμπτο κώδικα η έκφραση «κηρυχθεί συμβιβάσιμη», η οποία θα άφηνε ίσως να εννοηθεί ότι υφίσταται προθεσμία για την έγκριση της ενισχύσεως (70). Ο πέμπτος κώδικας προβλέπει μάλιστα ακόμη λιγότερα: «Η Επιτροπή μπορεί, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994, να κηρύξει την ενίσχυση συμβατή», πράγμα που αφορά σαφώς τη διαδικασία παρά την ουσία. Μπορεί να γίνει αντιπαραβολή με τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 87 και 88 ΕΚ), τα οποία αποτέλεσαν πρότυπα για τις διατάξεις του κώδικα. Το άρθρο 92, το οποίο καθορίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις των ενισχύσεων, προβλέπει στην παράγραφό του 3: «Δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά [...]» (η υπογράμμιση δική μου). Το άρθρο 93, το οποίο αφορά τη διαδικασία, προβλέπει στην παράγραφο 3: «αν [η Επιτροπή] κρίνει ότι σχέδιο ενισχύσεως δεν συμβιβάζεται [...]». Ομοίως, στο άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα, η έκφραση «μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες» αφορά μάλλον προθεσμία για τη συμβατότητα της ενισχύσεως παρά διαδικαστική επιταγή. Στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 1: «ςΟλες οι ενισχύσεις [...] μπορούν να θεωρούνται κοινοτικές ενισχύσεις και, ως εκ τούτου, συμβιβάσιμες με την εύρυθμη λειτουργία της Κοινής Αγοράς [...]». ςΕτσι, το άρθρο 5 υποχρεώνει το κράτος μέλος που επιδιώκει την έγκριση της ενισχύσεως να πληροί, στις 31 Δεκεμβρίου 1994, όλες τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις ως προς τη συμβατότητα της ενισχύσεως, προκειμένου να επιτύχει την έγκρισή της. Δεν τάσσει στην Επιτροπή προθεσμία για την έγκριση της ενισχύσεως. Το γερμανικό κείμενο του άρθρου 5 είναι ακόμη σαφέστερο ως προς το σημείο αυτό (71).
Ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου
165 Το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 5 ενισχύει την εντύπωση ότι το άρθρο αυτό δεν τάσσει προθεσμία εγκρίσεως.
166 Το άρθρο 2 του δεύτερου κώδικα προέβλεπε, σε ανάλογο πλαίσιο, ότι «οι ενισχύσεις [...] μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται [...] εφόσον [...] εγκρίνονται το αργότερο την 1η Ιουλίου 1983». Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει σαφώς προθεσμία εγκρίσεως. Αυτό επιβεβαιώθηκε με το προοίμιο της αποφάσεως 1018/85/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1985, που τροποποιεί τον δεύτερο κώδικα (72), όπου προβλεπόταν ότι «τα άρθρα 2, 5 και 8 [του δεύτερου κώδικα] έχουν προβλέψει προθεσμίες για την κοινοποίηση, έγκριση και χορήγηση των ενισχύσεων».
167 Εντούτοις, στους επόμενους κώδικες, ο κοινοτικός νομοθέτης αντικατέστησε τη διατύπωση του δεύτερου κώδικα με την έκφραση «μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες [...] έως τις [...]». Το άρθρο 5 του πέμπτου και του έκτου κώδικα αποτελούν χαρακτηριστικά σχετικά παραδείγματα. Αν ο κοινοτικός νομοθέτης είχε θελήσει, με το άρθρο 5 του πέμπτου κώδικα, να τάξει προθεσμία για την έγκριση της ενισχύσεως, έπρεπε να διατηρήσει τη σαφή διατύπωση του δεύτερου κώδικα.
Ερμηνεία υπό το φως του συστήματος το πέμπτου κώδικα
168 Το Πρωτοδικείο, στην καθοριστική σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στηρίχθηκε αποκλειστικά σε συστηματική ερμηνεία του πέμπτου κώδικα και, ειδικότερα, στη σχέση μεταξύ των άρθρων 5, 1 και 6. Αφού παρέθεσε εκτενώς τα εν λόγω άρθρα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι:
«[...] ενισχύσεις τις οποίες αφορά ο κώδικας μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή μόνον αν είχαν προηγουμένως εγκριθεί από την Επιτροπή. Στο μέτρο αυτό, όπως προκύπτει από την παραπομπή την οποία το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, κάνει στο άρθρο 5 του κώδικα, η λήξη της προθεσμίας στις 31 Δεκεμβρίου 1994 που ορίστηκε για την καταβολή των περιφερειακών επενδυτικών ενισχύσεων συνιστούσε αναγκαστικά το χρονικό όριο που έτασσε το άρθρο 5 στην Επιτροπή για να αποφανθεί επί του συμβιβαστού αυτής της κατηγορίας ενισχύσεων.»
169 Θεωρώ ότι η συλλογιστική αυτή δεν είναι πειστική.
170 Κατ' αρχάς, δεν είναι σαφές γιατί το Πρωτοδικείο στηρίζεται στο γεγονός ότι το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 3, που προβλέπει ότι «η προθεσμία για την καταβολή ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 5 λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 1994 [...]» παραπέμπει στο άρθρο 5. Κατά την άποψή μου, το άρθρο 1, παράγραφος 3 παραπέμπει στο άρθρο 5 απλώς και μόνο για να καθορίσει την έκταση εφαρμογής της εν λόγω ειδικής προθεσμίας πληρωμής. Δεν κατανοώ τον λόγο για τον οποίο η παραπομπή στο άρθρο 5 για την εφαρμογή άλλου άρθρου του κώδικα πρέπει να επηρεάζει την ερμηνεία του ίδιου του άρθρου 5.
171 υΟσον αφορά τα δύο άλλα στοιχεία της συλλογιστικής στο παρατεθέν χωρίο, φαίνεται να υπάρχει λογικό σφάλμα.
172 Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 3, προβλέπει ότι οι ενισχύσεις χορηγούνται μόνον κατόπιν των διαδικασιών του άρθρου 6. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, ορίζει ότι η Επιτροπή ενημερώνεται έγκαιρα σχετικά με τα προγράμματα που προβλέπουν τη χορήγηση ενισχύσεων και, κατά την τελευταία περίοδο του άρθρου 6, παράγραφος 4, τα σχεδιαζόμενα μέτρα τίθενται σε εφαρμογή μόνο μετά την έγκριση της Επιτροπής σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται από αυτή. Οι τρεις αυτοί κανόνες θέτουν μια πρώτη απαγόρευση - εδώ συμμερίζομαι την άποψη του Πρωτοδικείου -, ήτοι ότι, κατ' αρχήν, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να θέσει σε εφαρμογή ενίσχυση χωρίς προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής.
173 Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 3, περιέχει δεύτερη απαγόρευση, ήτοι ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται δυνάμει του άρθρου 5 καταβάλλονται, κατ' αρχήν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994 (με εξαίρεση τις ειδικές φορολογικές παραχωρήσεις).
174 Αν δεν απατώμαι, η συνδυασμένη απόδοση των δύο αυτών απαγορεύσεων από το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής. Αν η έγκριση πρέπει να προηγείται της πληρωμής και η πληρωμή να εκτελεστεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1994, δεν μπορεί να υπάρξει έγκριση μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994.
175 Ο φαινομενικά ελκυστικός αυτός συλλογισμός στηρίζεται, ωστόσο, σε εσφαλμένες βάσεις.
176 Στο πλαίσιο του συστήματος του πέμπτου κώδικα, δεν είναι η Επιτροπή που έχει υποχρέωση να εγκρίνει την ενίσχυση πριν από συγκεκριμένη ημερομηνία πληρωμής, αλλά το κράτος μέλος που οφείλει να περιμένει την έγκριση της Επιτροπής προτού να χορηγήσει την ενίσχυση.
177 Συνεπώς, το σύστημα του πέμπτου κώδικα ενδέχεται να έχει ανεπιθύμητα αποτελέσματα, ακόμη και σε περιπτώσεις που ένα κράτος μέλος πληροί όλες τις προϋποθέσεις του πέμπτου κώδικα.
178 Ας υποτεθεί, για παράδειγμα, ότι ένα σχεδιαζόμενο μέτρο ενισχύσεως κοινοποιήθηκε εγκαίρως και πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του πέμπτου κώδικα. Αν, σε μια τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δεν εγκρίνει την κοινοποιηθείσα ενίσχυση πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994, η χορήγηση της ενισχύσεως συνιστά παράβαση τουλάχιστον μιας από τις απαγορεύσεις του πέμπτου κώδικα. Είτε το κράτος μέλος παραβαίνει, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, την πρώτη απαγόρευση, θέτοντας σε εφαρμογή την ενίσχυση πριν από την έγκρισή της, είτε περιμένει την έγκριση και, ως εκ τούτου, κινδυνεύει να παραβεί τη δεύτερη απαγόρευση, αφού θα πρέπει να καταβάλει την ενίσχυση μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1, παράγραφος 3.
179 Το καθοριστικό στοιχείο, ήτοι το αν η Επιτροπή εγκρίνει την ενίσχυση πριν ή μετά τη λήξη της προθεσμίας πληρωμής, εξαρτάται πλήρως από τις διοικητικές της ικανότητες και/ή από τη βούλησή της να αποφανθεί πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι, με την αδράνειά της, η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώσει ένα κράτος μέλος να παραβεί τον πέμπτο κώδικα, ακόμη και αν το κράτος αυτό συμμορφώθηκε προς όλες του τις επιταγές.
180 Στην προαναφερθείσα περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει την ενίσχυση, εφόσον η μοναδική παρανομία συνιστά αποτέλεσμα της δικής της καθυστερήσεως. Αυτό συνεπάγεται ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η Επιτροπή οφείλει να λάβει αποφάσεις περί εγκρίσεως μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Ανέφερα ανωτέρω πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για την Επιτροπή να αποφανθεί εντός έξι μηνών επί κοινοποιηθέντων σχεδίων ενισχύσεως (73). Οι δυσχέρειες αυτές είναι, ενδεχομένως, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι σύγχρονοι κώδικες ενισχύσεων δεν περιέχουν πλέον προθεσμίες εγκρίσεως.
181 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ερμηνεία του άρθρου 5 ως προθεσμίας εγκρίσεως έχει παράλογες συνέπειες. Η Επιτροπή θα μπορούσε να καθορίσει τη ratione temporis αρμοδιότητά της, επιλέγοντας απλώς να αποφανθεί επί της οικείας ενισχύσεως πριν ή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994. Σε τελική ανάλυση, το δικαίωμα του κράτους μέλους να χορηγήσει ενίσχυση θα αποτελούσε συνάρτηση των πόρων που διαθέτει η διοίκηση για να αποφανθεί ή - ακόμη χειρότερα - της καλής της θελήσεως. Αν το άρθρο 5 ερμηνευόταν όπως προτείνει η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο, θα καθιερωνόταν προθεσμία η λήξη της οποίας θα είχε σοβαρές συνέπειες για ενδιαφερομένους που δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν την τήρηση της προθεσμίας αυτής. Αυτό αποτελεί ίσως έναν περαιτέρω λόγο για τον οποίον ο δεύτερος κώδικας ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος κώδικας που περιείχε πραγματική προθεσμία εγκρίσεως.
182 Μπορεί να υποστηριχθεί ότι το άρθρο 5 πρέπει να ερμηνευθεί ως προθεσμία εγκρίσεως τουλάχιστον σε περιπτώσεις στις οποίες η ενίσχυση κοινοποιήθηκε μετά τις 30 Ιουνίου 1994, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας κοινοποιήσεως.
183 Ωστόσο, από τον πέμπτο κώδικα ουδόλως προκύπτει ότι το άρθρο 5 μπορεί να ερμηνευθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με το αν η ενίσχυση κοινοποιήθηκε πριν ή μετά ορισμένη ημερομηνία. Πράγματι, θα ήταν ακόμη λιγότερο δικαιολογημένο να θεωρηθεί ότι το άρθρο 5 τάσσει προθεσμία εγκρίσεως, όταν το χρονοδιάγραμμα μειώνεται λόγω καθυστερήσεως κοινοποιήσεως της ενισχύσεως. Κατά την άποψή μου, η θέση της Επιτροπής ότι υφίσταται προθεσμία εγκρίσεως δεν αποτελεί, στην πραγματικότητα, την κατάλληλη λύση για το εντελώς διαφορετικό πρόβλημα της καθυστερημένης κοινοποιήσεως.
Τελολογικά επιχειρήματα
184 Σύμφωνα με το προοίμιο του πέμπτου κώδικα, οι περιφερειακές ενισχύσεις επενδύσεων έχουν χαρακτήρα παρεκκλίσεως και «δεν δικαιολογείται να διατηρηθούν πέραν από την περίοδο που κρίνεται σκόπιμη για τον εκσυγχρονισμό των εν λόγω βιομηχανιών, [...] η οποία εκτιμάται σε τρία έτη» (74). Επομένως, σκοπός του κώδικα, όσον αφορά τις ενισχύσεις επενδύσεων, είναι η πραγματοποίηση των επιδοτούμενων επενδύσεων για τον εκσυγχρονισμό των βιομηχανιών παραγωγής άνθρακα και χάλυβα πριν από τα τέλη του 1994. Αυτό επιβεβαιώνεται από τους κανόνες που εφαρμόζονται στις ειδικές φορολογικές παραχωρήσεις (Investitionszulage), οι οποίες χορηγούνται βάσει του γερμανικού φορολογικού δικαίου μετά την πραγματοποίηση της επενδύσεως. Η πληρωμή αυτού του είδους ενισχύσεως είναι δυνατή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1995 (άρθρο 1, παράγραφος 3).
185 Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν τις απορρέουσες από τον πέμπτο κώδικα υποχρεώσεις τους. Πρέπει να κοινοποιούν την ενίσχυση εγκαίρως και, κατ' αρχήν, δεν πρέπει να χορηγούν ενισχύσεις μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1994.
186 Πάντως, για την επίτευξη του σκοπού αυτού δεν παίζει ρόλο αν η Επιτροπή, λόγω διοικητικών δυσχερειών, εγκρίνει για παράδειγμα την ενίσχυση την 1η Ιανουαρίου 1995 αντί στις 31 Δεκεμβρίου 1994. υΟσον αφορά τα αποτελέσματα της ενισχύσεως επί του ανταγωνισμού ουσιώδης είναι μόνον ο χρόνος κατά τον οποίον πραγματοποιούνται οι επενδύσεις και όχι το χρονικό σημείο της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής περί της συμβατότητας της ενισχύσεως.
187 Συνεπώς, θεωρώ ότι, αν το Δικαστήριο δεν δεχθεί τη λύση που πρότεινα ανωτέρω, θα πρέπει να δεχθεί τον πρώτο λόγο που προέβαλε η αναιρεσείουσα, ήτοι να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου και να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης, και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.
188 Δεδομένου ότι καταλήγω ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι δεν πρέπει να εξεταστούν παρά μόνον ακόμη επικουρικότερα.
Πρόταση
189 Υποστήριξα κυρίως ότι το Δικαστήριο πρέπει να στηριχθεί στη μη τήρηση εκ μέρους της Επιτροπής της αποκλειστικής προθεσμίας κοινοποιήσεως του άρθρου 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα. Η επίλυση της διαφοράς βάσει της πρώτης αυτής συλλογιστικής διαφέρει από την προτεινόμενη βάσει της επικουρικής επιχειρηματολογίας μόνον όσον αφορά την απόφαση επί των δικαστικών εξόδων. Πάντως, όπως πρότεινα, τα μέτρα που πρέπει να λάβει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης και, ως εκ τούτου, η τελική έκβαση της υποθέσεως εξαρτώνται, σε τελική ανάλυση, από τη συλλογιστική που θα υιοθετηθεί.
190 Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο:
- να αναιρέσει την απόφαση T-129/96, Preussag Stahl κατά Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 1998·
- να ακυρώσει την απόφαση 96/544/ΕΚΑΞ της Επιτροπής της 29ης Μαου 1996·
- να αποφασίσει ότι η αναιρεσείουσα και η Επιτροπή θα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα και
- να αποφασίσει ότι η Γερμανική Κυβέρνηση θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.
(1) - Συλλογή 1998, σ. II-609.
(2) - Απόφαση 3855/91/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1991, που θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες για τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 362, σ. 57).
(3) - Βλ. υποσημείωση 3.
(4) - Απόφαση 322/89/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 1ης Φεβρουαρίου 1989, που θεσπίζει κοινοτικούς κανόνες για τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 38, σ. 8).
(5) - Απόφαση 2496/96/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις προς τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 338, σ. 42).
(6) - Βλ. άρθρο 97 της Συνθήκης.
(7) - ΕΕ 1995, C 289, σ. 11.
(8) - ΕΕ L 233, σ. 24.
(9) - Βλ. ανωτέρω υποσημείωση 2.
(10) - Διατάξεις της 24ης Απριλίου 1996, C-87/95 P, CNPAAP κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1996, σ. I-2003, σκέψη 30), και της 7ης Μαρτίου 1994, C-338/93 P, De Hoe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-819, σκέψη 19).
(11) - Βλ. άρθρο 51 του Οργανισμού ΕΚΑΞ, άρθρο 112, παράγραφος 1, στοιχείο γγ, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθώς και τις διατάξεις της 26ης Απριλίου 1993, C-244/92 P, Kupka-Φλωρίδη κατά ΟΚΕ (Συλλογή 1993, σ. I-2041, σκέψη 9), και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-49/96 P, Προγούλης κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-6803, σκέψη 24).
(12) - Βλ. άρθρα 49, πρώτο εδάφιο, και 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚΑΞ.
(13) - Αποφάσεις της 5ης Μαου 1998, C-386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2309, σκέψη 38), C-391/96 P, Compagnie Continentale (Γαλλία) κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2377, σκέψη 36), C-403/96 P, Glencore Grain κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2405, σκέψη 38), και C-404/96 P, Glencore Grain κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2435, σκέψη 36). Βλ., επίσης, τις προτάσεις που ανέπτυξα στις 24 Φεβρουαρίου 2000, στην υπόθεση Πολίτη (C-154/99 P) (σημεία 29 έως 31).
(14) - Βλ. ανωτέρω, σημείο 19.
(15) - Βλ. σκέψη 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
(16) - Βλ., ιδίως, σκέψεις 52 έως 60 της αποφάσεως.
(17) - Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 1985, 214/83 (Συλλογή 1985, σ. 3053, σκέψεις 45 έως 47).
(18) - Απόφαση 2320/81/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 7ης Αυγούστου 1981, περί θεσπίσεως κοινοτικών κανόνων για τις ενισχύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 228, σ. 14).
(19) - Για αναλυτικότερη έκθεση, βλ., κατωτέρω, σκέψεις 80 επ.
(20) - Βλ. τμήμα III της προπαρατεθείσας στην υποσημείωση 8 προσβαλλομένης αποφάσεως.
(21) - Βλ. τμήματα II και III, καθώς και το συμπέρασμα στο τμήμα IV, της προσβαλλομένης αποφάσεως.
(22) - Απόφαση της 26ης Μαου 1982, 44/81, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1982, σ. 1855, σκέψη 16).
(23) - Οπ.π.
(24) - Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1999, C-84/96, Κάτω Ξώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I-6547, σκέψεις 26 και 27).
(25) - Βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 1972, 32/72, Wasaknδcke κατά Knδckebrotfabrik (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 275)· της 2ας Μαου 1990, C-357/88, Hopermann (Συλλογή 1990, σ. I-1669), και την προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 24, Κάτω Ξώρες κατά Επιτροπής.
(26) - Βλ. προοίμιο του πέμπτου κώδικα, πέμπτη αιτιολογική σκέψη.
(27) - Βλ. προοίμιο του πέμπτου κώδικα, ενδέκατη αιτιολογική σκέψη.
(28) - Οπ.π.
(29) - Βλ., επίσης, τη σχέση μεταξύ των άρθρων 1, παράγραφος 3, 5 και 6, παράγραφος 1, του πέμπτου κώδικα.
(30) - Βλ., επίσης, για παράδειγμα, άρθρο 6, παράγραφος 6, και άρθρο 7.
(31) - Βλ., επίσης, άρθρο 6, παράγραφος 3.
(32) - Προπαρατεθέντα στην υποσημείωση 18.
(33) - Βλ. προοίμιο του δεύτερου κώδικα, τρίτη αιτιολογική σκέψη.
(34) - Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 1985, 42/85, Cockerill-Sambre κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3749, σκέψη 10), και διάταξη της 7ης Μαου 1998, C-239/97, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-2655, σκέψη 7).
(35) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 17.
(36) - Προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 18.
(37) - Προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 19.
(38) - Βλ., σ. 3075 και 3076.
(39) - Βλ. σκέψεις 46 και 47 της αποφάσεως.
(40) - Απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, 304/85 (Συλλογή 1987, σ. 871, σκέψεις 16 και 18).
(41) - Απόφαση 257/80/ΕΚΑΞ της Επιτροπής, της 1ης Φεβρουαρίου 1980, περί δημιουργίας κοινοτικών κανόνων για τις ειδικές βοήθειες στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα (ΕΕ L 29, σ. 5).
(42) - Βλ. προοίμιο του δεύτερου κώδικα, προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 19, πέμπτη αιτιολογική σκέψη, και προοίμιο του πέμπτου κώδικα, προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 3, ενδέκατη αιτιολογική σκέψη.
(43) - Προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 5.
(44) - Βλ. προοίμιο του δεύτερου κώδικα, προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 19, πέμπτη αιτιολογική σκέψη.
(45) - Απόφαση 3484/85/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1985 (EE L 340, σ. 1).
(46) - Προοίμιο του τρίτου κώδικα, προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 46, υπό II, και προοίμιο του τέταρτου κώδικα, προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 5, υπό I, παράγραφοι 1 και 2.
(47) - Απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1980, 1252/79 (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 467).
(48) - Απόφαση της 19ης Μαου 1994, T-2/93, Air France κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II-323, σκέψη 102).
(49) - Βλ. σημείο 68.
(50) - Βλ., παραγράφου 39 έως 41 των προτάσεών μου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-430/93 και C-431/93, Van Schijndel και Van Veen κατά SPF (Απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Συλλογή 1995, σ. I-4705).
(51) - Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1994, C-136/92 P, Επιτροπή κατά Brazzelli Lualdi κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I-1981, σκέψη 52).
(52) - Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix (Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψη 24).
(53) - Απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France (Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 67).
(54) - Απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 1995, C-19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-3319, σκέψη 13).
(55) - Σημεία 27 έως 29 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Fennelly στην υπόθεση ENU κατά Επιτροπής (Απόφαση της 11ης Μαρτίου 1997, C-357/95 P, Συλλογή 1997, σ. I-1329)· σημείο 23 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Tesauro στην υπόθεση TWD κατά Επιτροπής (απόφαση της 15ης Μαου 1997, C-355/95 P, Συλλογή 1997, σ. I-2549), και σημεία 44 και 45 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Elmer στην υπόθεση Συμβούλιο κατά De Nil και Impens (απόφαση της 14ης Μαου 1998, C-259/96 P, Συλλογή 1998, σ. I-2915).
(56) - Αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. I-4599), Van Schijndel και Van Veen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 51), και της 1ης Ιουνίου 1999, C-126/97, Eco Swiss (Συλλογή 1999, σ. I-3055).
(57) - Βλ., για παράδειγμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Lagrange στην υπόθεση 66/63, Κάτω Ξώρες κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1169).
(58) - Βλ., για παράδειγμα, Procedural Law of the European Union, K. Lenaerts, D. Arts, Λονδίνο, 1999, σ. 185.
(59) - Απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 67).
(60) - Βλ., για παράδειγμα, τις αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 1954, 2/54, Ιταλία κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 5, σκέψη 7), της 17ης Δεκεμβρίου 1959, 14/59, Sociιtι des fonderies de Pont-ΰ-Mousson κατά Ανωτάτης Αρχής (Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 351, ειδικότερα σ. 474 του γαλλικού κειμένου), και της 7ης Μαου 1991, C-304/89, Oliveira κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. I-2283, σκέψεις 18 έως 21).
(61) - Απόφαση Sociιtι des fonderies de Pont-ΰ-Mousson κατά Ανωτάτης Αρχής (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 61, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 351).
(62) - Βλ. σημεία 88 και 93.
(63) - Βλ. άρθρα 3, στοιχείο ζζ και 4, στοιχείο γγ, της Συνθήκης.
(64) - Βλ. σημεία 89 επ.
(65) - Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1987, 152/85, Misset κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 223, σκέψη 11)· βλ. επίσης απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1997, T-121/96 και T-151/96, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. II-1355, σκέψη 38).
(66) - Αρθρα 113, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, και 116, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, του Κανονισμού Διαδικασίας.
(67) - Αρθρα 113, παράγραφος 2, και 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.
(68) - Απόφαση προπαρατεθείσα στο σημείο 52 (σκέψεις 57 έως 59).
(69) - Βλ. ανωτέρω σημείο 45.
(70) - Εσφαλμένα η Επιτροπή αναφέρει στο σημείο IV της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «βάσει του άρθρου 5 [...] η Επιτροπή μπορούσε να κηρύξει [...] ενισχύσεις ως συμβιβάσιμες [...] μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου [...]» (η υπογράμμιση δική μου).
(71) - Οι εν λόγω ενισχύσεις «[...] kφnnen bis zum 31. Dezember 1994 als mit dem Gemeinsamen Markt vereinbar gelten [...]».
(72) - ΕΕ L 110, σ. 5.
(73) - Βλ. σημείο 89.
(74) - Βλ. προοίμιο του πέμπτου κώδικα, προπαρατεθέντος στην υποσημείωση 3, ενδέκατη αιτιολογική σκέψη.