Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61996CC0262(01)

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα της 17ης Δεκεμβρίου 1998.
Sema Sürül κατά Bundesanstalt für Arbeit.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Aachen - Γερμανία.
Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Απόφαση του Συμßουλίου Συνδέσεως - Κοινωνική ασφάλιση - Αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας - Άμεσο αποτέλεσμα - Τούρκος υπήκοος στον οποίο δόθηκε άδεια διαμονής σε κράτος μέλος - Δικαίωμα οικογενειακών επιδομάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους υπηκόους του κράτους αυτού.
Υπόθεση C-262/96.

Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-02685

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:610

61996C0262(01)

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα La Pergola της 17ης Δεκεμβρίου 1998. - Sema Sürül κατά Bundesanstalt für Arbeit. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Sozialgericht Aachen - Γερμανία. - Συμφωνία Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας - Απόφαση του Συμßουλίου Συνδέσεως - Κοινωνική ασφάλιση - Αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας - Άμεσο αποτέλεσμα - Τούρκος υπήκοος στον οποίο δόθηκε άδεια διαμονής σε κράτος μέλος - Δικαίωμα οικογενειακών επιδομάτων υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τους υπηκόους του κράτους αυτού. - Υπόθεση C-262/96.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-02685


Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα


Το περιεχόμενο των αρχικών μου προτάσεων και οι λόγοι επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση

1 Με διάταξη της 23ης Σεπτεμβρίου 1998 (στο εξής: «διάταξη επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας»), το Δικαστήριο διέταξε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, η οποία είχε περατωθεί στις 12 Φεβρουαρίου 1998 με την ανάπτυξη των προτάσεών μου. Στη διάταξη επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, περί της εφαρμογής των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως των κρατών μελών των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων στους Τούρκους εργαζόμενους και στα μέλη των οικογενειών τους (στο εξής: απόφαση 3/80) (1), αποτελεί απλώς την έκφραση, στον ειδικό τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας όπως αυτή εκτίθεται στο άρθρο 9 της Συμφωνίας Συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, η οποία υπογράφηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα μεταξύ, αφενός, της Τουρκικής Δημοκρατίας και, αφετέρου, των κρατών μελών της ΕΟΚ και της Κοινότητας (στο εξής: συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας) (2). Η διάταξη επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας ορίζει, επομένως: «το Δικαστήριο μπορεί να οδηγηθεί να αποφανθεί επί της ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως της συμφωνίας». Οι διάδικοι της κύριας δίκης, τα κράτη μέλη τα οποία «παρενέβησαν» στη διαδικασία και η Επιτροπή δεν έλαβαν θέση, με τις γραπτές τους παρατηρήσεις, ως προς το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας. Γι' αυτόν τον λόγο πραγματοποιήθηκε νέα προφορική διαδικασία, κατά την οποία το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να ακούσει όλους τους ενδιαφερομένους. Επομένως, το μόνο ζήτημα που συζήτησαν η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, οι παριστάμενες εθνικές κυβερνήσεις και η Επιτροπή ήταν το ζήτημα αν και σε ποιο μέτρο το προαναφερθέν άρθρο 9 «εξεταζόμενο μεμονωμένα ή σε συνδυασμό προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80» μπορεί να έχει σημασία για την απάντηση που πρέπει να δοθεί στα υποβληθέντα ήδη στο Δικαστήριο ερωτήματα. Καθόσον με αφορά, περιορίζω τις νέες αυτές προτάσεις μου στην έρευνα που αναφέρει η διάταξη επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας. Οι προηγουμένως αναπτυχθείσες προτάσεις πρέπει να θεωρούνται εν προκειμένω ότι επαναλαμβάνονται αυτούσιες (3). Τις προτάσεις αυτές συμπληρώνω, επικουρικώς, όπως διευκρινίζω ευθύς αμέσως.

Σημασία του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας για την απάντηση στα υποβληθέντα εν προκειμένω προδικαστικά ερωτήματα

2 Υπενθυμίζω, κατ' αρχάς, ότι η συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας «έχει ως αντικείμενο την προαγωγή της συνεχούς και ισορρόπου ενισχύσεως των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων μεταξύ των μερών, λαμβανομένης πλήρως υπόψη της ανάγκης εξασφαλίσεως της επιταχυνομένης αναπτύξεως της τουρκικής οικονομίας και της ανυψώσεως του επιπέδου απασχολήσεως και των όρων διαβιώσεως του τουρκικού λαού, [προκειμένου να διευκολυνθεί] μεταγενέστερα η ένταξη της Τουρκίας στην Κοινότητα» (4). Προς πραγματοποίηση των στόχων αυτών, η δημιουργηθείσα με την εν λόγω συμφωνία σύνδεση περιλαμβάνει: i) μια προπαρασκευαστική φάση, η οποία έχει ως σκοπό να επιτρέψει στην Τουρκική Δημοκρατία να ενισχύσει την οικονομία της με τη βοήθεια της Κοινότητας· ii) μια μεταβατική φάση αποβλέπουσα στη βαθμιαία σύσταση τελωνειακής ενώσεως και στην προσέγγιση των οικονομικών πολιτικών των συμβαλλομένων μερών, και iii) μια οριστική φάση που βασίζεται στην τελωνειακή ένωση και συνεπάγεται την ενίσχυση του συντονισμού αυτών των οικονομικών πολιτικών (5). Οι κανόνες εφαρμογής αυτής της οριστικής φάσεως καθορίστηκαν με την απόφαση 1/95 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΚ-Τουρκίας (6).

3 Κατά το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ της συμφωνίας αυτής (με επικεφαλίδα «Εφαρμογή της μεταβατικής φάσεως»), «τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι, στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας και υπό την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων, οι οποίες θα ηδύναντο να θεσπιστούν σύμφωνα με το άρθρο 8, κάθε διάκριση που βασίζεται στην ιθαγένεια απαγορεύεται, σύμφωνα με την αρχή η οποία εκτίθεται στο άρθρο 7 [νυν 6] της Συνθήκης». Το παρατεθέν άρθρο 8 έχει ως εξής: «Για την πραγματοποίηση των σκοπών που εκτίθενται στο άρθρο 4 [δηλαδή η βαθμιαία σύσταση τελωνειακής ενώσεως, καθώς και η προσέγγιση μεταξύ των οικονομικών πολιτικών της Τουρκίας και της Κοινότητας, ώστε να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία της συνδέσεως καθώς και η ανάπτυξη των κοινών ενεργειών που είναι αναγκαίες για τον σκοπό αυτό], το Συμβούλιο Συνδέσεως καθορίζει (...) τις προϋποθέσεις, τους τρόπους και τον ρυθμό εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν θέματα περιλαμβανόμενα στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Κοινότητας, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και ιδίως τα αναφερόμενα στον παρόντα τίτλο». Οι προϋποθέσεις, οι τρόποι και ο ρυθμός πραγματοποιήσεως της μεταβατικής φάσεως θεσπίστηκαν (αντί να οριστούν από το Συμβούλιο Συνδέσεως) με το πρόσθετο πρωτόκολλο, το οποίο υπέγραψαν τα συμβαλλόμενα μέρη στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και προσαρτήθηκε στη συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας (στο εξής: πρόσθετο πρωτόκολλο) (7). Παρατηρώ εξάλλου ότι ο τίτλος ΙΙ του πρόσθετου πρωτοκόλλου, με επικεφαλίδα «Διακίνηση προσώπων και υπηρεσιών», περιλαμβάνει ειδική διάταξη η οποία επιβεβαιώνει in subiecta materia την υποχρέωση, που στην πραγματικότητα βαρύνει μόνον τα κράτη μέλη (χωρίς τον όρο της αμοιβαιότητας), να διασφαλίσουν ίση μεταχείριση σύμφωνα με ότι προβλέπεται γενικά στο άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας. Το άρθρο 37 του πρόσθετου πρωτοκόλλου - του οποίου το κείμενο θυμίζει τη διατύπωση των άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης - επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να παραχωρεί «στους εργαζόμενους τουρκικής ιθαγένειας, που απασχολούνται στην Κοινότητα, καθεστώς που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγένειας έναντι των υπηκόων των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας, όσον αφορά τους όρους εργασίας και την αμοιβή».

4 Αρχίζω με την υπόμνηση του αιτήματος που προέβαλε η S. Sόrόl στη διαφορά της κύριας δίκης: η ενδιαφερόμενη ζητεί από το γερμανικό δικαστήριο να μην εφαρμόσει ως προς αυτήν τη διάταξη εσωτερικού δικαίου βάσει της οποίας το δικαίωμα λήψεως της επίμαχης οικογενειακής παροχής εξαρτάται από την κατοχή ενός ειδικού τίτλου παραμονής, που δεν απαιτείται από τους υπηκόους του οικείου κράτους μέλους. Μπορεί ένα τέτοιο αίτημα να έχει έρεισμα στο άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας «εξεταζόμενο μεμονωμένα ή σε συνδυασμό προς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80», σύμφωνα με τη διατύπωση της διατάξεως επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας; Το προαναφερθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, αποτελεί, προφανώς, ειδική έκφανση, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που καθιερώνει το εν λόγω άρθρο 9: αυτό διευκρίνισε το ίδιο το Δικαστήριο με την εν λόγω διάταξη. Αν το Δικαστήριο θεωρήσει ότι η ειδική διάταξη της αποφάσεως απαγορεύει τη δυσμενή διάκριση για την οποία παραπονείται η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, η διαπίστωση αυτή αρκεί προς επίλυση του ζητήματος. Πράγματι, η αναφορά και στη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως θα καθίστατο περιττή. Τούτο καθίσταται ακόμη περισσότερο προφανές αφού το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας εφαρμόζεται ρητά και υπό την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που έχουν ως αντικείμενο τις προϋποθέσεις, τους τρόπους και τον ρυθμό πραγματοποιήσεως της μεταβατικής φάσεως της συνδέσεως (βλ., πιο πάνω, σημείο 3). Μεταξύ όμως των ειδικών αυτών διατάξεων περιλαμβάνονται, κατά τη γνώμη μου, οι ειδικές εκφάνσεις της γενικής αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας που περιλαμβάνονται, αφενός, στο άρθρο 37 του πρόσθετου πρωτοκόλλου (βλ., πιο πάνω, σημείο 3) και, αφετέρου - πράγμα που έχει μεγαλύτερη σημασία εν προκειμένω -, ακριβώς το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80. Πράγματι, η απόφαση αυτή εκδόθηκε βάσει του πρόσθετου πρωτοκόλλου και ειδικότερα βάσει της διατάξεως του άρθρου 39 αυτού, κατά την οποία «το Συμβούλιο Συνδέσεως θεσπίζει διατάξεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσως για τους τουρκικής ιθαγένειας εργαζομένους που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητος και των οικογενειών τους που κατοικούν εντός της Κοινότητος». Υπενθυμίζω τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jacobs στην υπόθεση 305/87 προς επιβεβαίωση του ότι επιβάλλεται να αναγνωριστεί το ασυμβίβαστο των εσωτερικών διατάξεων προς το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας εφόσον προκύπτει αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση εις βάρος προσώπων τα οποία δεν απολαύουν της προστασίας ειδικότερης διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, αυτή όμως η αναγνώριση του ασυμβιβάστου δεν εξυπηρετεί κανέναν σκοπό όταν υφίσταται ειδικότερη νομική βάση (8).

5 Το ζήτημα αν το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση της S. Sόrόl (ή κάθε άλλου προσώπου που τελεί σε ανάλογη κατάσταση) θα τεθεί, αντιθέτως, αν το Δικαστήριο, παραμερίζοντας τη λύση που πρότεινα με τις πρώτες μου προτάσεις, κρίνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 στερείται αμέσου αποτελέσματος ή ότι η απόφαση αυτή δεν έχει εν πάση περιπτώσει εφαρμογή ratione personae (ή ratione materiae) σε Τούρκο υπήκοο του οποίου η κατάσταση είναι ανάλογη προς εκείνη της προσφεύγουσας της κύριας δίκης. Το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας αντιστοιχεί, τόσο ως προς τη λειτουργία του όσο και ως προς την ουσία του, προς τις διατάξεις του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80. Εκκινώ απ' αυτό το δεδομένο για να επαναλάβω προς το Δικαστήριο το ουσιώδες των παρατηρήσεων που αφιέρωσα με τις προηγούμενες προτάσεις στις διατάξεις του εν λόγω άρθρου 3, παράγραφος 1. Κατά την άποψή μου, οι παρατηρήσεις αυτές ισχύουν mutatis mutandis και για την ανάλυση του εν λόγω άρθρου 9.

Η διάταξη του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας έχει απευθείας εφαρμογή;

6 Κατά την ανάλυση, τότε, της σημασίας που έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 σε σχέση με τα υποβληθέντα εν προκειμένω προδικαστικά ερωτήματα, κατέφυγα στα διδάγματα της πάγιας νομολογίας του Δικαστηρίου. Αυτή τη νομολογία θα επικαλεστώ και στην παρούσα ανάλυση. Θα αναφερθώ στις αποφάσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τη δυνατότητα επικλήσεως ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων των διατάξεων που προβλέπουν οι συναφθείσες από το Συμβούλιο συμφωνίες κατ' εφαρμογήν των άρθρων 228 ή 238 της Συνθήκης ΕΚ ή της κανονιστικής ρυθμίσεως που βασίζεται σ' αυτές τις συμφωνίες. Πρόκειται για αποφάσεις, ανέφερα τότε και επαναλαμβάνω τώρα, οι οποίες σαφώς εμπνέονται από την ανάγκη διασφαλίσεως, σύμφωνα με τις αρχές που χαρακτηρίζουν μια κοινότητα δικαίου όπως είναι η Ευρωπαϋκή Κοινότητα, της άμεσης προστασίας των δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν για τους πολίτες από διεθνείς συμφωνίες αυτής της κατηγορίας. Το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να εξακριβώνει, όπως έκρινε το Δικαστήριο, αν οι ειδικές διατάξεις οι οποίες ασκούν επιρροή στην εξεταζόμενη περίπτωση έχουν καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα ή αντιθέτως - ενόψει του γράμματός της, καθώς και του αντικειμένου και της φύσεως της συμφωνίας - συνεπάγονται σαφείς και συγκεκριμένες υποχρεώσεις, των οποίων το αποτέλεσμα είναι άμεσο διότι δεν εξαρτάται από τη θέσπιση οποιασδήποτε μεταγενέστερης πράξεως των συμβαλλομένων μερών. Στη δεύτερη περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει προστασία των δικαιωμάτων του από το εθνικό δικαστήριο (9).

7 Ας εξετάσουμε, επομένως, τη διατύπωση του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας. Η διάταξη αυτή επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη, σαφώς και ανεπιφυλάκτως, μια υποχρέωση αποτελέσματος, δηλαδή την υποχρέωση διασφαλίσεως της ίσης μεταχειρίσεως στους κοινοτικούς και Τούρκους υπηκόους στους τομείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας. Πρόκειται για την απαγόρευση των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγενείας η οποία δεν εξαρτάται, κατά την εφαρμογή της ή ως προς τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση οποιουδήποτε μεταγενέστερου μέτρου. Έτσι, πληροί τα κύρια χαρακτηριστικά ενός κανόνα κοινοτικού δικαίου του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων: όπως, άλλωστε, οι ανάλογες απαγορεύσεις που η Συνθήκη προβλέπει στο άρθρο 6 (διάταξη στην οποία το εν λόγω άρθρο 9 παραπέμπει ρητά), καθώς και σε άλλες ειδικές διατάξεις που αποτελούν εφαρμογή της γενικής αρχής (όπως τα άρθρα 48, παράγραφος 2, 52, 59 και 95). Ως γνωστό, το Δικαστήριο αναγνώρισε προ πολλού το άμεσο αποτέλεσμα (συνήθως αποκαλούμενο κάθετο αποτέλεσμα) των διατάξεων που παρατέθηκαν μόλις προηγουμένως (10).

8 Οι αρχές που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Metalsa συνηγορούν επίσης υπέρ του ότι το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας πληροί, στο πλαίσιο της συμφωνίας εντός της οποίας εντάσσεται, παρόμοια λειτουργία με εκείνη της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 6 της Συνθήκης: «Η επέκταση της ερμηνείας μιας διατάξεως της Συνθήκης σε διάταξη με αντίστοιχη, όμοια ή ακόμη πανομοιότυπη διατύπωση που περιλαμβάνεται σε συμφωνία που συνήψε η Κοινότητα με τρίτη χώρα [κατά το Δικαστήριο] εξαρτάται ιδίως από τον σκοπό που επιδιώκει η κάθε μια από τις διατάξεις αυτές στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και (...) αποκτά ιδιαίτερη σημασία η σύγκριση των στόχων και του γενικότερου πλαισίου συμφωνίας, αφενός, και της Συνθήκης, αφετέρου. Πράγματι [το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Βιένης περί του δικαίου των συνθηκών διευκρινίζει συναφώς ότι] οι συνθήκες πρέπει να ερμηνεύονται με καλή πίστη, σύμφωνα με τη συνήθη έννοια των όρων τους, λαμβανομένων υπόψη των συμφραζομένων, και υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού τους» (11). Ο κανόνας που απορρέει από την απόφαση Metalsa οδηγεί, επομένως, στο να θεωρηθεί ότι στην παρούσα περίπτωση η ερμηνεία που το Δικαστήριο έδωσε στο άρθρο 6 της Συνθήκης μπορεί να επεκταθεί στο άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας. Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Γαλλική Κυβέρνηση εξέφρασε ωστόσο αντίθετη άποψη: πρόκειται για διεθνείς συμφωνίες εντελώς διαφορετικές και δεν είναι δυνατό ένα καθεστώς συνδέσεως με «μεγάλους βρόχους» να μπορεί να εξομοιωθεί προς την ένταξη ενός κράτους στην Κοινότητα. Το επιχείρημα αυτό δεν με πείθει. Με την απόφαση Pabst και Richarz το Δικαστήριο δέχθηκε το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 53, παράγραφος 1, μιας άλλης συμφωνίας συνδέσεως που συνήψε η ΕΟΚ, ήτοι της συναφθείσας με την Ελλάδα στις 9 Ιουλίου 1961 (12). Δεν αρνούμαι βεβαίως ότι η συμφωνία αυτή βαίνει πολύ πέραν της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας (και του αντίστοιχου πρόσθετου πρωτοκόλλου) προς την κατεύθυνση της σταδιακής προσαρμογής στις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. Ωστόσο, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας Darmon στην υπόθεση Sevince, οι βασικοί προσανατολισμοί και το περιεχόμενο των δύο συμφωνιών εμφανίζουν σημαντικές αναλογίες. Εξάλλου, το προοίμιο της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας δεν επιτρέπει να παραμεριστεί a priori η σύνδεση των διατάξεων της συμφωνίας προς τον στόχο προετοιμασίας της ενδεχόμενης προσχωρήσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας στην Κοινότητα (13).

9 Αυτό που προέχει περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη το αντικείμενο και η φύση της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας (βλ., πιο πάνω, σημείο 2), είναι το ότι δεν είναι δυνατόν, κατ' εμέ, να μην αναγνωριστεί ότι το εν λόγω άρθρο 9 μπορεί να διέπει απευθείας την κατάσταση των Τούρκων υπηκόων. Είναι αληθές ότι με την προαναφερθείσα απόφαση Demirel (14) το Δικαστήριο παρατήρησε, όσον αφορά τη διάρθρωση και το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, «ότι, γενικώς, θέτει τους στόχους της συνδέσεως και καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές για την πραγματοποίηση αυτών των στόχων, χωρίς να θεσπίζει η ίδια λεπτομερείς κανόνες ως προς την πραγματοποίηση αυτών των στόχων». Όσον αφορά ειδικότερα τις ασκούσες επιρροή διατάξεις προς επίλυση της προκειμένης περιπτώσεως, το Δικαστήριο αναγνώρισε ουσιαστικά προγραμματικό περιεχόμενο τόσο στο άρθρο 12 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, κατά το οποίο, στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν να εμπνέονται από τα άρθρα 48, 49 και 50 της Συνθήκης, όσο και στο άρθρο 36 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, κατά το οποίο η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων θα πραγματοποιηθεί σταδιακά, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στο άρθρο 12 και σύμφωνα με τις αναγκαίες προς τούτο διαδικασίες που θεσπίζει το Συμβούλιο Συνδέσεως (15). Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται ωστόσο η υπόμνηση ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε στην απουσία απευθείας εφαρμογής όλων αδιακρίτως των διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας, αλλά υιοθέτησε σαφώς διαφορετική λύση θεωρώντας ότι το πρόβλημα του αμέσου αποτελέσματος πρέπει να επιλύεται εξετάζοντας τις ειδικές διατάξεις κατά περίπτωση. Έθεσε έτσι εμμέσως πλην σαφώς το κριτήριο που οδηγεί στον καθορισμό των αποτελεσμάτων που αναπτύσσουν οι διατάξεις οι οποίες αποτελούν τη συμφωνία. Πρόκειται λοιπόν για εφαρμογή του κριτηρίου. Όμως, ούτε το γεγονός ότι η συμφωνία, από γενική άποψη, δεν προβλέπει συγκεκριμένες διατάξεις προς πραγματοποίηση των σκοπών της συνδέσεως ούτε, ειδικότερα, ο σταδιακός χαρακτήρας που τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν να προσδώσουν στην πραγματοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών και της Τουρκίας επιτρέπουν να αποκλειστεί το αποτέλεσμα το οποίο έχει σημασία εν προκειμένω, ότι δηλαδή οι ειδικές διατάξεις της συμφωνίας, οι οποίες αποβλέπουν στο να προσαρμόσουν τη σχέση συνδέσεως προς τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου, μπορούν να θεωρηθούν, ενόψει του περιεχομένου τους, ως απευθείας εφαρμοστέες (16). Αυτό ισχύει, κατά την άποψή μου, στην περίπτωση του άρθρου 9, το οποίο καθιερώνει την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας· και μου φαίνεται σημαντικό ότι οι «παρεμβαίνουσες» στη διαδικασία εθνικές κυβερνήσεις, μολονότι προέβαλαν ότι το άρθρο 9 έχει καθαρά προγραμματικό χαρακτήρα, δεν ήσαν σε θέση να αναφέρουν ποια πρόσθετα μέτρα έχουν συγκεκριμένα ληφθεί ή πρέπει να ληφθούν προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι, αντιθέτως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η διάταξη αυτή είναι ακριβής και ανεπιφύλακτη.

10 Αντιθέτως, δεν θεωρώ αποφασιστικό το επιχείρημα ότι η συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας αποβλέπει ουσιαστικά στο να ευνοήσει τη γρήγορη ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας και την ανύψωση του επιπέδου απασχολήσεως και των όρων διαβιώσεως του τουρκικού λαού προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταγενέστερη προσχώρηση της Τουρκικής Δημοκρατίας στην Κοινότητα: προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σχέση χαρακτηρίζεται από αισθητή ανισορροπία στο επίπεδο των υποχρεώσεων που ανέλαβαν τα συμβαλλόμενα μέρη (17). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι, πάντοτε κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η συμφωνία συνδέσεως δεν μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις από τις οποίες απορρέουν για τους πολίτες δικαιώματα των οποίων μπορεί να γίνει απευθείας επίκληση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ακόμη και ενόψει αντίθετων εθνικών διατάξεων (18).

11 Τέλος, προς στήριξη της θέσεως που υποστηρίζω εν προκειμένω σημειώνω ότι το άμεσο αποτέλεσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβεβαιώθηκε ήδη από το Δικαστήριο στην περίπτωση των αντίστοιχων διατάξεων στις συμφωνίες συνεργασίας που συνήψε η Ευρωπαϋκή Οικονομική Κοινότητα με το Βασίλειο του Μαρόκου (19) και με την Αλγερία (20). Πράγματι, όπως ανέφερε σχετικά με τη νομολογία αυτή ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven στις προτάσεις του στην υπόθεση Kziber, «μια συμφωνία δεν πρέπει απαραίτητα να είναι "ευρείας εκτάσεως" (ή, αλλιώς, να αποσκοπεί στην ενσωμάτωση στην Κοινότητα) για να είναι δυνατόν οι διατάξεις της να εφαρμόζονται απευθείας». Αρκεί, προς τούτο, ότι η διεθνής συμφωνία για την οποία πρόκειται περιλαμβάνει «κάτι περισσότερο από την απλή επιβολή αμοιβαίων υποχρεώσεων στα συμβαλλόμενα κράτη, με άλλα λόγια αν η συμφωνία είναι τέτοιας φύσεως ή έχει τέτοιο αντικείμενο, ώστε να διέπει τη νομική κατάσταση των ιδιωτών» (21). Υπό τις συνθήκες αυτές, το άμεσο αποτέλεσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει a fortiori να γίνεται δεκτό όταν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη που θέτει την αρχή αυτή περιλαμβάνεται σε συμφωνία συνδέσεως. Πράγματι, συμφωνίες αυτής της φύσεως θεσπίζουν, μεταξύ της Κοινότητας και του ενδιαφερόμενου τρίτου κράτους, σχέσεις περισσότερο στενές από τις προκύπτουσες από μια συμφωνία συνεργασίας (22). Η συμφωνία συνδέσεως «δημιουργεί ιδιαίτερους και προνομιακούς δεσμούς με τρίτο κράτος που, τουλάχιστον εν μέρει, μετέχει του κοινοτικού συστήματος» (23). Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση και την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αντιθέτως, το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας αποτελεί, όσον αφορά την ενδεχόμενη αναγνώριση του αμέσου αποτελέσματος, ένα quid minus σε σχέση με τη συμφωνία συνεργασίας ΕΟΚ-Μαρόκου (βλ. άρθρο 41, παράγραφος 1) και ΕΟΚ-Αλγερίας (βλ. άρθρο 39, παράγραφος 1), τούτο δε στο μέτρο που οι απαγορεύσεις αυτές, βάσει ρητής διατάξεως, έχουν εφαρμογή στον ειδικό τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, ενώ το άρθρο 9 περιορίζεται στη δημιουργία μιας σχέσεως προς τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως η οποία περιλαμβάνεται στη Συνθήκη. Δεν συμμερίζομαι αυτήν την άποψη. Το άρθρο 9 δεν συνιστά κανόνα άμεσης εφαρμογής διότι υποτίθεται ότι ο τομέας της κοινωνικής ασφαλίσεως στον οποίο αναφέρεται το υποβληθέν εν προκειμένω ερώτημα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9. Μ' αυτή τη συλλογιστική, ωστόσο, δημιουργείται σύγχυση μεταξύ δύο πτυχών του προβλήματος που πρέπει, αντιθέτως, να διαχωριστούν. Ένα ζήτημα είναι να τεθεί το ερώτημα αν το άρθρο 9 πληροί - όπως νομίζω - τα κριτήρια της έχουσας απευθείας εφαρμογή διατάξεως και άλλο να εξεταστεί αν υπάρχει λόγος να αποκλειστεί το ότι η προκειμένη περίπτωση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής, ανεξαρτήτως του αν θεωρείται ή όχι ως κανόνας που αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα. Αυτή τη δεύτερη πτυχή του ζητήματος θα εξετάσω εν συνεχεία.

12 Η γραμματική ανάλυση του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, καθώς και το αντικείμενο και η φύση της συμφωνίας στην οποία εντάσσεται η διάταξη αυτή με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κανόνα που έχει άμεσο αποτέλεσμα. Εν πάσει περιπτώσει, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα υποκείμενα δικαίου για τα οποία έχει εφαρμογή δικαιούνται να επικαλούνται τη διάταξη αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Τουρκίδα υπήκοος η οποία τελεί σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη της S. Sόrόl εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας;

13 Επιβάλλεται, συναφώς, να εξακριβωθεί αν η επίμαχη διάταξη, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη και στην Τουρκική Δημοκρατία να μη θεσπίζουν ή διατηρούν σε ισχύ διατάξεις εισάγουσες διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, έχει εφαρμογή στην κατάσταση Τουρκίδας υπηκόου η οποία, όπως η προσφεύγουσα της κύριας δίκης: i) είχε άδεια - ως σύζυγος Τούρκου υπηκόου διαμένοντος στο έδαφος κράτους μέλους, ο οποίος, παράλληλα με τις πανεπιστημιακές του σπουδές, ασκούσε εκεί μισθωτή εργασία εντός του ανωτάτου ορίου των δεκαέξι ωρών εβδομαδιαίως βάσει αδείας εργασίας ως έκτακτος υπάλληλος και καλυπτόμενος από την εκ του νόμου ασφάλιση κατά των εργατικών ατυχημάτων - να διαμένει με τον σύζυγό της στα πλαίσια της συνενώσεως των οικογενειών, ii) διαμένει νομίμως με αυτόν στο κράτος μέλος υποδοχής, και iii) ζητεί να της χορηγηθεί οικογενειακή παροχή, δηλαδή τα οικογενειακά επιδόματα. Η νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής ορίζει, όσον αφορά την παροχή αυτή, ότι οι εκ του νόμου εισφορές στην υποχρεωτική ασφάλιση αναπηρίας και γήρατος θεωρούνται ότι καταβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο γονέα για όλη την περίοδο που είναι αναγκαία για την ανατροφή του τέκνου του.

Αυτές είναι οι σημαντικότερες πτυχές της προκειμένης περιπτώσεως. Θα τις εξετάσω προσεκτικά, σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 9. Κατ' αρχάς, επιβάλλεται να εξακριβωθεί αν ένα πρόσωπο, το οποίο τελεί σε κατάσταση όπως αυτή της S. Sόrόl, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εργαζόμενος» ή «μέλος της οικογενείας εργαζομένου». Πράγματι, το άρθρο 9, όπως είναι διατυπωμένο, οριοθετεί σαφώς το προσωπικό και το καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως των διακρίσεων που διαλαμβάνει: υπ' αυτήν την έννοια αντιλαμβάνομαι την παρενθετική πρόταση «στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας [ΕΟΚ-Τουρκίας]». Όπως υπέμνησα ήδη (βλ. παραγράφους 3 και 9 πιο πάνω), μεταξύ των τομέων που καλύπτει η εν λόγω συμφωνία περιλαμβάνεται ακριβώς η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων μεταξύ των κρατών μελών και της Τουρκίας: αυτός ο τομέας προέχει για τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας πρέπει, επομένως, να προσδιοριστεί εξετάζοντας τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου αυτού και του άρθρου 37 του προαναφερθέντος πρόσθετου πρωτοκόλλου (βλ., πιο πάνω, σημείο 3). Η τελευταία αυτή διάταξη πρέπει επίσης, κατ' εμέ, να θεωρηθεί ως έχουσα άμεσο αποτέλεσμα κατ' ανάλογο τρόπο προς το άρθρο 9 για τους εκτεθέντες πιο πάνω λόγους (βλ. πιο πάνω σημεία 6 έως 9) όσον αφορά το τελευταίο αυτό άρθρο.

14 Οι σκέψεις που ανέπτυξα στις πρώτες μου προτάσεις (βλ. παραγράφους 46 και 50 έως 66) επιτρέπουν, κατ' εμέ, να απαντηθεί ευχερώς το εν προκειμένω ερώτημα. Όπως υπέμνησα ήδη (βλ. σημείο 4), η απόφαση 3/80 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου· εξάλλου, τέθηκε σε ισχύ στις 19 Σεπτεμβρίου 1980 και, από τότε, δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη (24). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, έστω κι αν ακόμη το Δικαστήριο κρίνει ότι καμία από τις διατάξεις της αποφάσεως 3/80 (και, επομένως, ακόμη και του άρθρου 3, παράγραφος 1) δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, τίποτε δεν εμποδίζει, κατ' εμέ, να χρησιμοποιηθούν οι διατάξεις της αποφάσεως προκειμένου να προσδιοριστεί το προσωπικό και καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος συνδέσεως που θεσπίζει η συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας και, επομένως - όσον αφορά την προκειμένη περίπτωση - του ίδιου του άρθρου 9. Τουρκίδα υπήκοος τελούσα στην κατάσταση της S. Sόrόl θα απέλαυε, κατά συνέπεια - για τη χορήγηση της επίδικης «οικογενειακής παροχής» - του δικαιώματος της ίσης μεταχειρίσεως ως «μέλος της οικογενείας εργαζομένου»· στο μέτρο δε που η ίδια είναι «εργαζόμενη», εντός των ορίων της περιόδου κατά την οποία, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, οι εκ του νόμου εισφορές για την υποχρεωτική ασφάλιση αναπηρίας και γήρατος θεωρούνται ως καταβληθείσες υπέρ αυτής, κατά τη διάρκεια ανατροφής του τέκνου της.

15 Εξάλλου, θεωρώ πρόσφορο να εξετάσω εν προκειμένω αν το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, όπως συμπληρώθηκε από τις ασκούσες επιρροή διατάξεις του πρόσθετου πρωτοκόλλου, έχει εφαρμογή στην κατάσταση της προσφεύγουσας της κύριας δίκης και βάσει άλλου λόγου, διαφορετικού από την απλή αναφορά στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80. Συναφώς, παρατηρώ ότι μεταξύ του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας και του άρθρου 37 του πρόσθετου πρωτοκόλλου υπάρχει, mutatis mutandis, ανάλογη σχέση προς εκείνη που υπάρχει μεταξύ των άρθρων 6 και 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Metalsa (βλ. παράγραφο 8), επιβάλλεται να επεκταθεί στο εν λόγω άρθρο 37 η εκ μέρους του Δικαστηρίου δοθείσα στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης ερμηνεία. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια του εργαζομένου, όπως νοείται στο άρθρο 48 της Συνθήκης, έχει κοινοτικό περιεχόμενο και δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς ένα άλλο πρόσωπο ή υπό τη διεύθυνση αυτού του τελευταίου, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή. Καίτοι η εργασία με μειωμένο ωράριο απασχολήσεως εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 48 επ., αποκλείονται από αυτό το πεδίο εφαρμογής ενδεχόμενες δραστηριότητες που είναι τόσο περιορισμένες ώστε να εμφανίζονται ως περιθωριακές και παρεπόμενες· πράγματι, οι εν λόγω διατάξεις καλύπτουν μόνο την άσκηση πραγματικών και γνησίων δραστηριοτήτων (25). Ο γενικός εισαγγελέας Darmon παρατήρησε με τις προτάσεις του που ανέπτυξε στην υπόθεση Eroglu ότι δεν είναι δυνατό, «να υποστηριχθεί a priori, δι' απλής αναλογίας, ότι εργαζόμενος κατά την έννοια της συμφωνίας συνδέσεως είναι εκείνος που ανταποκρίνεται στον κοινοτικό ορισμό της εννοίας αυτής». Υποστήριζε ότι οι Τούρκοι εργαζόμενοι, μολονότι δεν είναι πλέον στην ίδια κατάσταση με αυτή των υπηκόων των άλλων τρίτων κρατών, ωστόσο, δεν εξομοιώνονται προς τους κοινοτικούς εργαζομένους, ειδικότερα, όσον αφορά την είσοδο στο έδαφος κράτους μέλους (26), το δικαίωμα παραμονής στο κράτος αυτό και το δικαίωμα ανανεώσεως της άδειας εργασίας και της ελεύθερης προσβάσεως σε οποιαδήποτε μισθωτή δραστηριότητα (27). Πάντως, ο γενικός εισαγγελέας Darmon αναγνώρισε ότι η κατάσταση του εργαζομένου κατά την έννοια της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας τείνει να προσεγγίσει την αντίστοιχη κοινοτική έννοια, αυτό δε στο μέτρο που η συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας, εμπνεόμενη από το άρθρο 48 της Συνθήκης, «επεκτείνει προοδευτικώς επί των Τούρκων υπηκόων το πεδίο εφαρμογής μιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της Κοινότητας, ήτοι την πρόσβαση στην αγορά εργασίας [και] έχει επομένως τον ίδιο σκοπό με εκείνον που επιδιώκει η Συνθήκη ΕΟΚ για τους κοινοτικούς υπηκόους». Βάσει των σκέψεων αυτών, ο γενικός εισαγγελέας Darmon κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ελλείψει οποιασδήποτε ενδείξεως υπέρ μιας περιοριστικής ερμηνείας, η έννοια του εργαζομένου όπως προκύπτει από την εν λόγω συμφωνία δεν μπορεί να ερμηνευθεί «πολύ διαφορετικά από την κοινοτική έννοια του εργαζομένου, την οποία υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση» Le Manoir (βλ. πιο πάνω, υποσημείωση 25 και αντίστοιχη παραπομπή στο κείμενο) (28).

16 Τις αρχές αυτές φαίνεται να δέχεται εφεξής το Δικαστήριο. Με αρκετές πρόσφατες αποφάσεις σχετικά με την ερμηνεία των εννοιών της «νόμιμης εντάξεως στην αγορά εργασίας κράτους μέλους» και της «νόμιμης απασχολήσεως» (στο πλαίσιο του άρθρου 6 της αποφάσεως 1/80), το Δικαστήριο χρησιμοποίησε έναν ορισμό του «εργαζομένου» σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνον της προαναφερθείσας αποφάσεως Le Manoir (29). Αναφέρομαι στις «δίδυμες» αποφάσεις Gόnaydin και Ertanir, κατά τις οποίες - δεδομένου ότι οι διατάξεις περί της συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας δεν υπεισέρχονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τόσο την είσοδο στην επικράτειά τους των Τούρκων υπηκόων όσο και τις προϋποθέσεις της πρώτης τους απασχολήσεως (30) - είναι δυνατό να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας περί δημιουργίας της συνδέσεως αυτής και η περίπτωση που πρέπει να υπομνησθεί εν προκειμένω: η περίπτωση Τούρκου διακινούμενου εργαζομένου ο οποίος έγινε δεκτός να εισέλθει στο έδαφος κράτους μέλους και να ασκήσει εκεί νομίμως, διαθέτοντας τις απαιτούμενες εθνικές άδειες και χωρίς διακοπή για μια προσήκουσα περίοδο, μισθωτή δραστηριότητα η οποία συνεπάγεται την άσκηση πραγματικής και ουσιαστικής οικονομικής δραστηριότητας προς όφελος άλλου ατόμου και υπό την καθοδήγησή του (31). Η ερμηνεία αυτή, προσέθεσε το Δικαστήριο, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο εν λόγω εργαζόμενος έλαβε εντός του κράτους μέλους υποδοχής «μόνον άδειες παραμονής ή/και εργασίας περιοριζόμενες στην προσωρινή άσκηση μισθωτής δραστηριότητας σε συγκεκριμένο εργοδότη» (32). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις που εξέδωσε το Δικαστήριο προς ερμηνεία του άρθρου 7, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 1/80, επιβάλλεται να λαμβάνεται υπόψη ο στόχος που συνίσταται στο να ευνοείται η απασχόληση και η διαμονή του Τούρκου εργαζομένου ο οποίος ανήκει στη νόμιμη αγορά εργασίας του κράτους μέλους και να εξασφαλίζεται η διατήρηση των οικογενειακών δεσμών. Υπό την οπτική αυτή, εμπίπτει επίσης στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας ο Τούρκος υπήκοος στον οποίο, ως μέλος της οικογενείας διακινουμένου Τούρκου εργαζομένου, επετράπη, στο πλαίσιο συγκεντρώσεως της οικογένειας, να ζήσει με τον εργαζόμενο αυτό στο εν λόγω κράτος μέλος (33). Μολονότι είναι αληθές ότι το προαναφερθέν άρθρο 7, πρώτο εδάφιο, δεν ορίζει την έννοια του «μέλους της οικογενείας», είναι θεμιτό να γίνει η σκέψη ότι στην έννοια αυτή πρέπει να δοθεί το ίδιο περιεχόμενο προς αυτήν του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (34): κατά τον ίδιο τρόπο που, κατά το Δικαστήριο, η έννοια της «κοινωνικής ασφαλίσεως» στο πλαίσιο των συμφωνιών συνεργασίας με το Magreb πρέπει να ερμηνευθεί με παραπομπή στον κανονισμό 1408/71 (35).

17 Ένα άλλο ζήτημα είναι εκείνο της εφαρμογής ratione materiae της επίμαχης διατάξεως στις οικογενειακές παροχές όπως το επίδομα και το πρόσθετο επίδομα τέκνου, που η S. Sόrόl διεκδικεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Και στην περίπτωση αυτή, η παρούσα ανάλυση αναπτύσσεται εκκινώντας από την ιδέα ότι η εν λόγω εφαρμογή δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ερμηνεύοντας τη συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας υπό το φως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηη, της αποφάσεως 3/80 (βλ., πιο πάνω, παράγραφο 15). Η Επιτροπή θεωρεί ότι το υπό εξέταση ερώτημα συνεπάγεται καταφατική απάντηση. Κατά τη γνώμη της, οι «όροι εργασίας» εμπίπτουν στη σφαίρα της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, βάσει της ρητής αναφοράς στο άρθρο 37 του πρόσθετου πρωτοκόλλου (βλ., πιο πάνω, παράγραφο 3). Η έννοια «όροι εργασίας», κατά την Επιτροπή νοείται ευρέως στο πλαίσιο των κανόνων που θέτει η Συνθήκη στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων· καλύπτει ό,τι αφορά την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος ο οποίος αποδέχεται τη θέση εργασίας, περιλαμβανομένων και των καταστάσεων που διέπονται από τις διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως και - ως προς την εν προκειμένω περίπτωση - το δικαίωμα παροχών, όπως είναι τα επιδόματα για συντηρούμενο τέκνο. Δεν έχω την ίδια άποψη. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για «όρους εργασίας» παρά μόνον αν η παροχή για την οποία γίνεται λόγος μολονότι, τυπικά, περιλαμβάνεται στο εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, είναι συναφής προς την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας (36). Στον τομέα των οικογενειακών παροχών, η γερμανική νομοθεσία έχει αντιθέτως θεσπίσει σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως το οποίο έχει εφαρμογή σε όλους τους κατοίκους ανεξαρτήτως της επαγγελματικής τους καταστάσεως (και με την επιφύλαξη των παρεκκλίσεων που απορρέουν από την κανονιστική ρύθμιση περί της διαμονής των αλλοδαπών).

18 Τούτου δοθέντος, πρέπει αμέσως να διευκρινίσω ότι, κατά τη γνώμη μου επίσης οι οικογενειακές παροχές που αποβλέπουν στην ελάφρυνση των οικονομικών βαρών που συνδέονται με την ανατροφή ενός τέκνου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, αλλά για λόγους διαφορετικούς από τους προβληθέντες από την Επιτροπή. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 12 της εν λόγω συμφωνίας δεν αναφέρει κατά λέξη το άρθρο 51 της Συνθήκης (βλ., πιο πάνω, παράγραφο 9), το άρθρο 59, παράγραφος 1, του πρόσθετου πρωτοκόλλου - το οποίο περιλαμβάνεται, όπως και το άρθρο 37, στον τίτλο ΙΙ («διακίνηση προσώπων και υπηρεσιών») αυτής της διεθνούς συμφωνίας - παρέχει στο Συμβούλιο Συνδέσεως την αρμοδιότητα να θεσπίζει διατάξεις στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως για τους τουρκικής ιθαγενείας εργαζομένους που διακινούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας και των οικογενειών τους, που κατοικούν εντός της Κοινότητας. Το άρθρο 39 προβλέπει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 3, ότι οι διατάξεις αυτές «πρέπει να εξασφαλίζουν την καταβολή των οικογενειακών επιδομάτων όταν η οικογένεια του εργαζομένου κατοικεί στο εσωτερικό της Κοινότητας» (η υπογράμμιση δική μου). Άλλωστε, αν εφαρμοστούν κατ' αναλογία οι διατάξεις που καθιέρωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Kziber (37), η έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να νοείται ως ανάλογη προς εκείνη του κανονισμού 1408/71, στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτει ο κλάδος κοινωνικής ασφαλίσεως που αφορά τις οικογενειακές παροχές [βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο ηη].

19 Θεωρώ, κατά συνέπεια, ότι Τουρκίδα υπήκοος τελούσα σε κατάσταση ανάλογη προς εκείνη της S. Sόrόl εμπίπτει - τουλάχιστον ως μέλος της οικογενείας εργαζομένου (38) - στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 37 και 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου. Επαναλαμβάνω ό,τι παρατήρησα με τις πρώτες προτάσεις μου: η αποδοχή μιας περιοριστικής έννοιας του «εργαζομένου» θα ισοδυναμούσε, υπό τις εν προκειμένω περιστάσεις, με αδικαιολόγητο περιορισμό της ευχέρειας των Τούρκων υπηκόων να διακινούνται, ενδεχομένως με την οικογένειά τους, εντός της Κοινότητας προς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας και, επομένως, με άρνηση της πρόσφορης προστασίας στους Τούρκους εργαζομένους οι οποίοι υπόκεινται στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, αντίθετα προς τον σκοπό και το πνεύμα της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας. Εξάλλου, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ως προς το γεγονός ότι η επίδικη στην κύρια δίκη παροχή εμπίπτει στο καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, αν τούτο ερμηνευθεί υπό το φως του άρθρου 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου.

Το επικαλούμενο από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης δικαίωμα εμπίπτει στο περιεχόμενο της απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας;

20 Εφόσον δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα ως προς τη δυνατότητα επικλήσεως, ενώπιον του Sozialgericht, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει το άρθρο 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 37 και 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω, όσον αφορά το περιεχόμενο της εν λόγω αρχής, ό,τι υποστήριξα με τις πρώτες μου προτάσεις σχετικά με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80. Η περίπτωση της S. Sόrόl αφορά κατάσταση η οποία μπορεί απευθείας να εκτιμηθεί ενόψει της περιγραφείσας υποχρεώσεως ίσης μεταχειρίσεως· πράγματι, το δικαίωμα που επικαλείται η προσφεύγουσα, δηλαδή, να λάβει για την εξεταζόμενη περίοδο τις επίδικες οικογενειακές παροχές απορρέει, κατ' εμέ, από την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε συνδυασμό με τη γερμανική νομοθεσία περί οικογενειακών παροχών. Επομένως, φαίνεται επαρκές να αναγνωριστεί ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις της συμφωνίας έχουν άμεσο αποτέλεσμα ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην S. Sόrόl να επιτύχει αποτελεσματική δικαστική προστασία, υπό την επιφύλαξη φυσικά ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις δυσμενούς διακρίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης (βλ., πιο πάνω, παράγραφος 15), κατά την οποία, και στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως των διακινουμένων εργαζομένων, «ο κανόνας της ίσης μεταχείρισης δεν απαγορεύει μόνον τις εμφανείς δυσμενείς διακρίσεις που στηρίζονται στην ιθαγένεια, αλλά και όλες τις συγκεκαλυμμένες μορφές δυσμενούς διακρίσεως, οι οποίες, με την εφαρμογή άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα» (39). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εκφεύγουν της υποχρεώσεως να διασφαλίζουν την ίση μεταχείριση έστω και λαμβάνοντας μέτρα βασιζόμενα σ' ένα μικτό κριτήριο, το οποίο συνδυάζει το κριτήριο της ιθαγένειας του δικαιούχου μιας παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως και το κριτήριο του χαρακτήρα (προσωρινού ή μόνιμου) της κατοικίας του δικαιούχου στο εθνικό έδαφος. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της εθνικής νομοθεσίας που περιγράφει το αρμόδιο δικαστήριο: πράγματι, ο ομοσπονδιακός νόμος περί των οικογενειακών παροχών διαφοροποιεί έμμεσα τη μεταχείριση των Γερμανών ή κοινοτικών υπηκόων και εκείνη των άλλων προσώπων, αναλόγως του είδους του τίτλου παραμονής που κατέχει ο ενδιαφερόμενος. Κατ' αντίθεση προς τους αλλοδαπούς μη κοινοτικούς υπηκόους που τελούν στην ίδια κατάσταση όπως η προσφεύγουσα, οι Γερμανοί υπήκοοι οι οποίοι διαμένουν προσωρινά στη Γερμανία δικαιούνται ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, οικογενειακών παροχών: πληρούν, εξ ορισμού, την προϋπόθεση που επιβάλλει προς τούτο η γερμανική νομοθεσία, δηλαδή την προϋπόθεση άδειας μόνιμης και διαρκούς παραμονής στο εθνικό έδαφος. Όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση Martνnez Sala, το γεγονός ότι κράτος μέλος απαιτεί από υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος επιδιώκει να λάβει οικογενειακή παροχή μη στηριζόμενη σε εισφορά (επίδομα ανατροφής) ανάλογη προς την επίδικη στην παρούσα υπόθεση, να προσκομίζει έγγραφο το οποίο έχει συστατικό χαρακτήρα, εκδιδόμενο από τη διοίκηση της χώρας του, ενώ παρόμοιο έγγραφο δεν απαιτείται από τον ημεδαπό, έχει ως αποτέλεσμα την άνιση μεταχείριση (40). Η αρχή αυτή πρέπει, κατ' εμέ, να εφαρμοστεί κατ' αναλογία στην παρούσα περίπτωση.

21 Όσον αφορά την πιθανή αντικειμενική δικαιολόγηση αυτής της διαφορετικής μεταχειρίσεως των μη κοινοτικών αλλοδαπών, η οποία (εμμέσως) βασίζεται στην ιθαγένεια μέσω του κριτηρίου της άδειας παρομονής, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να στηρίζεται στην προϋπόθεση ότι τα έξοδα ανατροφής των τέκνων στα οποία υποβάλλονται οι οικογένειες που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στη Γερμανία και, επομένως, η ανάγκη προσφυγής στην οικονομική υποστήριξη του κράτους πρέπει να διαφέρουν ανάλογα με την ιθαγένεια του γονέα ο οποίος έχει την ευθύνη ανατροφής και, όταν αυτός είναι αλλοδαπός, σε συνάρτηση με τον τίτλο παραμονής που έχει και που μπορεί να είναι μόνιμος ή όχι. Πάντως, ένα τέτοιο κριτήριο διακρίσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται: πράγματι, όλες οι οικογένειες οι οποίες διαμένουν στο γερμανικό έδαφος χρειάζονται τα οικογενειακά επιδόματα κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Γερμανία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αυτόματος μηχανισμός κοινωνικής προστασίας (καταβολή των εισφορών επί τρία έτη από το σύστημα υποχρεωτικής ασφαλίσεως αναπηρίας και γήρατος), προβλεπόμενος από τον γερμανικό κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως υπέρ του γονέα ο οποίος έχει την ευθύνη για την ανατροφή των τέκνων, συνδέεται προς την απαίτηση συνήθους κατοικίας στο γερμανικό έδαφος και όχι προς την ιθαγένεια ή το είδος του τίτλου παραμονής που επιτρέπει τη διαμονή αυτή. Η διαφορά μεταξύ των γονέων γερμανικής ιθαγένειας, στους οποίους χορηγείται η επίδικη παροχή έστω και αν διαμένουν στο γερμανικό έδαφος ευκαιριακά και προσωρινά, και των γονέων οι οποίοι διαμένουν νομίμως για περιορισμένη διάρκεια και μη δυνάμενη να παραταθεί, οι οποίοι είναι κατ' ανάγκη μη κοινοτικοί αλλοδαποί, στερείται επομένως, κατ' εμέ, λογικής και πειστικής αιτιολογίας.

Διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως στην παρούσα υπόθεση

22 Μια τελευταία παρατήρηση επιβάλλεται, κατ' εμέ, ως προς τη σκοπιμότητα για το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν της γενικής αρχής ασφαλείας δικαίου που είναι συναφής προς την κοινοτική έννομη τάξη, να περιορίσει τα διαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεώς του περί ερμηνείας στην παρούσα υπόθεση (στο μέτρο που, ασφαλώς, θα δεχθεί την προτεινόμενη λύση). Με τις πρώτες μου προτάσεις είχα προτείνει να περιοριστούν διαχρονικά τα αποτελέσματα της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των μέτρων που επιβάλλει η επιταγή πλήρους και αποτελεσματικής προστασίας εκείνων οι οποίοι, πριν τη δημοσίευση της αποφάσεως, είχαν ασκήσει προσφυγή ή υποβάλει αντίστοιχη διοικητική ένσταση. Προς στήριξη της θέσεως αυτής, είχα επικαλεστεί, αφενός, την αντικειμενική και σημαντική αβεβαιότητα που υπήρχε, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου Taflan-Met κ.λπ., ως προς το ζήτημα αν η απόφαση 3/80 είχε ή όχι τεθεί σε ισχύ, και αφετέρου, τα στοιχεία αβεβαιότητας, όχι λιγότερο σοβαρά και αντικειμενικά, τα οποία προέκυψαν από την απόφαση αυτή ως προς τη δυνατότητα επικλήσεως ενώπιον της δικαιοσύνης της εν λόγω αποφάσεως και, κατά συνέπεια, της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της ίδιας αυτής αποφάσεως, ελλείψει μέτρων εφαρμογής που να έχει θεσπίσει το Συμβούλιο.

Η μόλις προηγουμένως υπομνησθείσα θέση δεν μπορεί, κατ' εμέ, να διατηρηθεί στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα αποφάσιζε να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα βάσει της ερμηενείας του άρθρου 9 της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας και των άρθρων 37 και 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου. Πράγματι, έστω και αν οι σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις που επικαλούνται οι «παρεμβαίνουσες» στη διαδικασία εθνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένες βάσει συγκεκριμένων στοιχείων (41), παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι, υπό το φως της παγίας νομολογίας του Δικαστηρίου, η ερμηνεία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, όπως προβλέπεται στις προαναφερθείσες διατάξεις του καθεστώτος συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας δεν μπορούσε λογικά να δημιουργήσει «αντικειμενικές και σημαντικές» αβεβαιότητες ούτε ως προς το περιεχόμενό της ούτε ως προς τη δυνατότητα απευθείας επικλήσεώς της (42). Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, δεν υπάρχει καμία εξαιρετική περίσταση, κατ' εμέ, ικανή να δικαιολογήσει την παρέκκλιση που ζητούν εν προκειμένω οι «παρεμβαίνουσες» στη διαδικασία εθνικές κυβερνήσεις, από την αρχή της αναδρομικότητας των αποφάσεων περί ερμηνείας (43).

Πρόταση

Ενόψει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο, στην περίπτωση που δεν θα ακολουθούσε τις προτάσεις μου που ανέπτυξα στις 12 Φεβρουαρίου 1998 στην παρούσα υπόθεση, να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sozialgericht Aachen:

«Το άρθρο 9 της συμφωνίας συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και της Τουρκίας, που υπεγράφη στις 12 Σεπτεμβρίου 1963 στην Άγκυρα, από την Τουρκική Δημοκρατία, αφενός, και από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και από την Κοινότητα, αφετέρου, σε συνδυασμό με τα άρθρα 37 και 39 του πρόσθετου πρωτοκόλλου, που υπεγράφη από τα συμβαλλόμενα μέρη στις 23 Νοεμβρίου 1970 στις Βρυξέλλες και αποτελεί παράρτημα της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας, έχει την έννοια ότι απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν σε Τούρκο υπήκοο: α) στον οποίο επετράπη, στο πλαίσιο συνενώσεως των οικογενειών, να διαμένει με τον έτερο σύζυγο, Τούρκο υπήκοο ο οποίος διαμένει στο έδαφος κράτους μέλους και ασκεί εκεί, παράλληλα με τις πανεπιστημιακές του σπουδές, πραγματική μισθωτή δραστηριότητα η οποία δεν υπερβαίνει ορισμένο αριθμό ωρών κατ' ανώτατο όριο εβδομαδιαίως, βάσει άδειας εργασίας για έκτακτο υπάλληλο, και β) ο οποίος διαμένει νόμιμα με τον έτερο σύζυγο στο κράτος μέλος υποδοχής, την υποχρέωση κατοχής ειδικής άδειας παραμονής, η οποία παρέχει στον κάτοχό της τη δυνατότητα σταθερής διαμονής στο εθνικό έδαφος, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση οικογενειακής παροχής όπως το επίδομα και το πρόσθετο επίδομα συντηρουμένου τέκνου το οποίο προβλέπει η γερμανική νομοθεσία, ενώ τέτοιο έγγραφο δεν απαιτείται από τους ημεδαπούς που κατοικούν στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους.»

(1) - ΕΕ C 110, σ. 60. Το προαναφερθέν άρθρο 3, παράγραφος 1, προβλέπει ότι «τα πρόσωπα που κατοικούν στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη και για τα οποία ισχύουν οι διατάξεις της παρούσας αποφάσεως υπόκεινται στις υποχρεώσεις και απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους του, υπό την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων της παρούσας αποφάσεως». Υπενθυμίζω ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως που καθιερώνει το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 3/80 επαναλαμβάνει, με πανομοιότυπη σχεδόν διατύπωση, εκείνη που προέβλεπε τότε το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας (στο εξής: κανονισμός 1408/71, ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 73), όπως τροποποιήθηκε και προσαρμόστηκε μεταγενέστερα.

(2) - Η συμφωνία ΕΟΚ-Τουρκίας συνάφθηκε, εγκρίθηκε και κυρώθηκε, εξ ονόματος της Κοινότητας, με την απόφαση 64/732/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Δεκεμβρίου 1963 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/001, σ. 48). Το άρθρο 22, παράγραφος 1, της συμφωνίας αυτής προβλέπει ότι το Συμβούλιο Συνδέσεως - το οποίο δημιουργήθηκε με το άρθρο 6 της ίδιας συμφωνίας και αποτελείται, αφενός, από μέλη των κυβερνήσεων των κρατών μελών, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και, αφετέρου, από μέλη της Τουρκικής Κυβερνήσεως - έχει εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις «για την πραγματοποίηση των στόχων οι οποίοι καθορίζονται στη συμφωνία και στις περιπτώσεις που προβλέπονται από αυτή (...). Καθένα από τα συμβαλλόμενα δύο μέρη έχει την υποχρέωση να λαμβάνει μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση των αποφάσεων».

(3) - Παραπέμπω επίσης στις πρώτες μου προτάσεις για την περιγραφή του νομικού και πραγματικού πλαισίου των εν προκειμένω προδικαστικών ερωτημάτων (βλ. σημεία 1 έως 14).

(4) - Βλ. προοίμιο και άρθρο 2, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΚ-Τουρκίας (προπαρατεθείσα, υποσημείωση 2).

(5) - Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 1987, 12/86, Demirel (Συλλογή 1987, σ. 3719, σκέψη 15).

(6) - Βλ. απόφαση του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΚ-Τουρκίας της 22ας Δεκεμβρίου 1995 περί θέσεως σε εφαρμογή της οριστικής φάσεως της τελωνειακής ενώσεως (ΕΕ 1996, L 35, σ. 1).

(7) - ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 151. Το πρόσθετο πρωτόκολλο εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2760/72 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1972 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/002, σ. 149)· σύμφωνα με το άρθρο του 63, παράγραφος 2, το πρωτόκολλο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1973.

(8) - Βλ. προτάσεις που ανέπτυξε στις 13 Απριλίου 1989 ο γενικός εισαγγελέας Jacobs στην υπόθεση 305/87, Επιτροπή κατά Ελλάδος (Συλλογή 1989, σ. Ι-1468, σημείο 14), όσον αφορά το ασυμβίβαστο προς τα άρθρα 7 (νυν 6), 48, 52 και 59 της Συνθήκης μιας εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως σχετικά με την κτήση και την εκμετάλλευση ακινήτων. Βλ. επίσης τις προτάσεις που ανέπτυξε στις 15 Ιανουαρίου 1991 ο γενικός εισαγγελέας Darmon στην υπόθεση C-10/90, Masgio (Συλλογή 1991, σ. Ι-1130, σημείο 10). Άλλωστε, η νομολογία του Δικαστηρίου καθιέρωσε τις αρχές κατά τις οποίες, αφενός, όταν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους είναι ασυμβίβαστη προς μια από τις ειδικές διατάξεις που θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 6 της Συνθήκης σε συγκεκριμένο τομέα, η κανονιστική αυτή ρύθμιση είναι επίσης ασυμβίβαστη προς τη γενική αρχή που επιβάλλει η ίση μεταχείριση (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 1996, C-334/94, Eπιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1996, σ. Ι-1307, σκέψη 13), και, αφετέρου, το προαναφερθέν άρθρο 6 έχει αυτοτελή εφαρμογή μόνον σε καταστάσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Μαου 1989, Επιτροπή κατά Ελλάδας, προπαρατεθείσα, σκέψεις 13 και 28, και της 7ης Μαου 1998, C-390/96, Lease Plan, Συλλογή 1998, σ. Ι-2553, σκέψη 40· πρόσφατα παραδείγματα μιας τέτοιας αυτοτελούς εφαρμογής της γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως παρέχονται με τις αποφάσεις της 20ής Οκτωβρίου 1993, C-92/92 και C-326/92, Phil Collins κ.λπ., Συλλογή 1993, σ. Ι-5145· της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C-43/95, Data Delecta και Forsberg, Συλλογή 1996, σ. Ι-4661, και της 12ης Μαου 1998, C-85/96, Martνnez Sala, Συλλογή 1998, σ. Ι-2691, σκέψη 63). Είναι αληθές ότι, με ορισμένες αποφάσεις, το Δικαστήριο ερμήνευσε σωρευτικά τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων και τις ειδικές εκφάνσεις αυτής που αφορούσαν τη συγκεκριμένη περίπτωση και περιλαμβάνονταν σε άλλες διατάξεις της Συνθήκης ή σε πράξεις των κοινοτικών οργάνων. Ωστόσο, θεωρώ ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, το Δικαστήριο απλώς ακολούθησε την αρχική διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το παραπέμπον δικαστήριο. Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Μαρτίου 1991, Masgio (προπαρατεθείσα, σκέψεις 11 έως 17 και 25), που αφορούσε την ερμηνεία των άρθρων 7 (νυν 6) και 48 έως 51 της Συνθήκης, καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71 (βλ., πιο πάνω, υποσημείωση 1), καθώς και την πρόσφατη απόφαση της 5ης Μαρτίου 1998, C-160/96, Molenaar (Συλλογή 1998, σ. Ι-843).

(9) - Βλ. απόφαση Demirel (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 5), σκέψη 14.

(10) - Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1969, 14/68, Wilhelm κ.λπ. (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1), που αφορούσε το άρθρο 7 (νυν άρθρο 6)· της 4ης Απριλίου 1974, 167/73, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Συλλογή τόμος 1974, σ. 179, σκέψη 41), που αφορούσε το άρθρο 48· της 21ης Ιουνίου 1974, 2/74, Reyners (Συλλογή τόμος 1974, σ. 317), που αφορούσε το άρθρο 52· της 3ης Δεκεμβρίου 1974, 33/74, Van Binsbergen (Συλλογή τόμος 1974, σ. 513), που αφορούσε το άρθρο 59, και της 16ης Ιουνίου 1966, 57/65, Lόtticke (Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 293, συνοπτική μετάφραση στα ελληνικά), που αφορούσε το άρθρο 95.

(11) - Βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 1993, C-312/91, Metalsa (Συλλογή 1993, σ. Ι-3751, σκέψεις 11 και 12).

(12) - Βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 1982, 17/81, Pabst & Richarz (Συλλογή 1982, σ. 1331, σκέψεις 25 έως 27). Το Δικαστήριο συνήγαγε από τη διατύπωση του άρθρου 53, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΚ-Ελλάδος, που έχει παρόμοια διατύπωση προς το άρθρο 95 της Συνθήκης, καθώς και από το αντικείμενο και τη φύση της εν λόγω συμφωνίας, ότι, στο πλαίσιο της συνδέσεως αυτής, η εν λόγω διατάξη επιτελούσε την ίδια λειτουργία (απαγόρευση των εσωτερικών φορολογικών επιβαρύνσεων που εισάγουν διακρίσεις) προς εκείνη του άρθρου 95.

(13) - Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Darmon που αναπτύχθηκαν στις 15 Μαου 1990 στην υπόθεση C-192/89, Sevince (Συλλογή 1990, σ. Ι-3473, σημεία 22 έως 29). Κατά τον γενικό εισαγγελέα «οι ουσιαστικές διαφορές μεταξύ των δύο συμφωνιών, όσον αφορά τις αντίστοιχες αρχές τους, συνίστανται, κυρίως, στους ρυθμούς πραγματοποιήσεως των "στόχων" ή "σκοπών"» (βλ., όπως παραπάνω, παράγραφο 24).

(14) - Βλ. την παρατεθείσα στην υποσημείωση 5 απόφαση, σκέψη 16.

(15) - Όπ.π., σκέψεις 18 έως 23.

(16) - Βλ. τις προτάσεις που ανέπτυξε στις 15 Μαου 1990 ο γενικός εισαγγελέας Darmon (παρατεθείσες πιο πάνω, υποσημείωση 13), σημεία 27 έως 29.

(17) - Βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 37 του πρόσθετου πρωτοκόλλου (που παρατέθηκε πιο πάνω, σημείο 3).

(18) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1995, C-469/93, Chiquita Italia (Συλλογή 1995, σ. Ι-4533, σκέψη 34), που αφορούσε την τέταρτη σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ, χαρακτηριζόμενη (όπως και οι προηγούμενες συμβάσεις ΑΚΕ-ΕΟΚ και οι συμβάσεις συνδέσεως μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και των κρατών της Αφρικής και της Μαγαδασκάρης) από έλλειψη ισορροπίας ιδιαίτερα αισθητής στο επίπεδο των δεσμεύσεων που αναλαμβάνουν τα συμβαλλόμενα μέρη· αυτή η έλλειψη ισορροπίας, κατά το Δικαστήριο, εντάσσεται στην ίδια τη λογική του ειδικού χαρακτήρα της εν λόγω συμβάσεως.

(19) - Βλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 1991, C-18/90, Kziber (Συλλογή 1991, σ. Ι-199, σκέψεις 15 έως 23)· της 20ής Απριλίου 1994, C-58/93, Yousfi (Συλλογή 1994, σ. Ι-1353, σκέψεις 16 έως 19), και της 3ης Οκτωβρίου 1996, C-126/95, Hallouzi-Choho (Συλλογή 1996, σ. Ι-4807, σκέψεις 17 έως 20). Οι ασκούσες επιρροή διατάξεις της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και του Βασιλείου του Μαρόκου, υπογραφείσας στο Rabat στις 26 Απριλίου 1976 και εγκριθείσας εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2211/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 130), είναι το άρθρο 41, παράγραφος 1, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙΙ της συμφωνίας (περί συνεργασίας στον τομέα του εργατικού δυναμικού). Το άρθρο 41, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου ορίζει ότι «με την επιφύλαξη των διατάξεων των ακολούθων παραγράφων [που αφορούν τον συνυπολογισμό των περιόδων ασφαλίσεως, απασχολήσεως ή διαμονής που συμπληρώνονται στα διάφορα κράτη μέλη, τις οικογενειακές παροχές για τα μέλη της οικογενείας που κατοικούν εντός της Κοινότητας και τη μεταφορά των συντάξεων στο Μαρόκο], οι εργαζόμενοι μαροκινής υπηκοότητας και τα μέλη της οικογενείας τους, που διαμένου με αυτούς, απολαύουν στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως καθεστώτος που χαρακτηρίζεται από την απουσία κάθε διακρίσεως βασιζομένης στην ιθαγένεια, σε σχέση με τους υπηκόους των κρατών μελών, στα οποία απασχολούνται». Παρατηρείται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην άμεση εφαρμογή του άρθρου 41, παράγραφος 1, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 42, παράγραφος 1, παρέχει στο αρμόδιο Συμβούλιο Συνεργασίας την εξουσία να θεσπίζει τα μέτρα εφαρμογής του άρθρου 41, προς διευκόλυνση τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως προς ορισμένες ειδικές πτυχές. Το Δικαστήριο παρατήρησε, επί του σημείου αυτού, ότι ο ρόλος που το άρθρο 42, παράγραφος 1, αναθέτει στο Συμβούλιο Συνεργασίας συνίσταται στο να «διευκολύνεται η τήρηση της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ενδεχομένως, να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή της θεσπιζόμενης στην παράγραφο 2 του άρθρου 41 αρχής του συνυπολογισμού, πλην όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαρτά από πρόσθετους όρους την έχουσα απευθείας εφαρμογή αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων» (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Kziber, σκέψη 19). Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο στόχος της συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου, δηλαδή η προαγωγή της συνεργασίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, κυρίως στον τομέα του εργατικού δυναμικού, επιβεβαιώνει ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 41, παράγραφος 1, είναι ικανή να διέπει απευθείας τη νομική κατάσταση των ιδιωτών (όπως παραπάνω, σκέψεις 20 έως 22).

(20) - Βλ. αποφάσεις της 5ης Απριλίου 1995, C-103/94, Krid (Συλλογή 1995, σ. Ι-719, σκέψεις 21 έως 24), και της 15ης Ιανουαρίου 1998, C-113/97, Babahenini (Συλλογή 1998, σ. Ι-183, σκέψεις 17 και 18), που αφορούσαν το άρθρο 39, παράγραφος 1, της συμφωνίας συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϋκής Οικονομικής Κοινότητας και της Λαϋκής Δημοκρατίας της Αλγερίας, υπογραφείσας στο Αλγέρι στις 26 Απριλίου 1976 και εγκριθείσας εξ ονόματος της Κοινότητας με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2210/78 του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1978 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/010, σ. 3). Η διάταξη για την οποία πρόκειται έχει την ίδια διατύπωση με αυτήν του άρθρου 41, παράγραφος 1, της συμφωνίας συνεργασίας ΕΟΚ-Μαρόκου και οι δύο συμφωνίες έχουν ανάλογους στόχους (βλ., πιο πάνω, υποσημείωση 19).

(21) - Βλ. τις προτάσεις που ανέπτυξε ο γενικός εισαγγελέας Van Gerven στις 6 Δεκεμβρίου 1990 στην υπόθεση Kziber (βλ., πιο πάνω, υποσημείωση 19), Συλλογή 1991, σ. Ι-208, σημείο 8.

(22) - Παρά την ίδια νομική βάση (άρθρο 238 της Συνθήκης), ο σκοπός των συμφωνιών συνεργασίας είναι διαφορετικός, και περισσότερο περιορισμένος, απ' ό,τι αυτός των συμφωνιών οι οποίες προβλέπουν σύνδεση ή μεταγενέστερη προσχώρηση στην Κοινότητα του ενδιαφερόμενου τρίτου κράτους. Για παράδειγμα, οι μνημονευθείσες συμφωνίες ΕΟΚ-Αλγερίας και ΕΟΚ-Μαρόκου (βλ., πιο πάνω, υποσημειώσεις 19 και 20) έχουν απλώς ως στόχο «να προαγάγουν τη συνεργασία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σε όλους τους τομείς, για να συμβάλουν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη [του τρίτου κράτους] και να ευνοήσουν την ενίσχυση των σχέσεων των δύο μερών» (βλ. άρθρο 1 της συμφωνίας ΕΟΚ-Αλγερίας και της συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου) και, προς τούτο, προβλέπουν τη θέσπιση διατάξεων και την ανάληψη δραστηριοτήτων στον οικονομικό, τεχνικό, χρηματοδοτικό τομέα, καθώς και στον τομέα των εμπορικών συναλλαγών και του εργατικού δυναμικού.

(23) - Βλ. απόφαση Demirel (προπαρατεθείσα, υποσημείωση 5), σκέψη 9.

(24) - Βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1996, C-277/94, Taflan-Met κ.λπ. (Συλλογή 1996, σ. Ι-4085, σκέψη 21).

(25) - Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-27/91, Le Manoir (Συλλογή 1991, σ. Ι-5531, σκέψη 7), και της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C-357/89, Raulin (Συλλογή 1992, σ. Ι-1027, σκέψεις 10 έως 13).

(26) - Βλ., παρακάτω, υποσημείωση 30 και τη σχετική παραπομπή.

(27) - Βλ. τις προτάσεις που ανέπτυξε στις 12 Ιουλίου 1994 στην υπόθεση C-355/93, Eroglu (Συλλογή 1994, σ. Ι-5113, ειδικότερα, σ. Ι-5116, σημεία 23 έως 25).

(28) - Όπ.π., σημεία 26 έως 30. Όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, ο γενικός εισαγγελέας δέχθηκε, επομένως, ότι η ελεύθερη πρόσβαση των Τούρκων εργαζομένων στην αγορά εργασίας - μολονότι υπόκειται σε προϋποθέσεις (διάρκεια της πρώτης απασχολήσεως, διάρκεια κατοικίας ή προτεραιότητα προσλήψεως για τους κοινοτικούς εργαζομένους) που καθορίζει η απόφαση 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, της 19ης Σεπτεμβρίου 1980, για την ανάπτυξη της συνδέσεως (στο εξής: απόφαση 1/80) - δεν περιορίζεται στον συσταλτικό ορισμό της έννοιας του εργαζομένου που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τον εργαζόμενο στο πλαίσιο επαγγελματικής καταρτίσεως ή τον ασκούμενο.

(29) - Βλ. O'Leary, S.: «Employment and Residence for Turkish Workers and Their Families: Analogies with the Case-Law of the Court of Justice on Article 48 EC», στο Scritti in onore di Giuseppe Federico Mancini, Mιλάνο, 1998, Τόμος II, σ. 731, ειδικότερα σ. 760· και Peers, S.: «Towards Equality: Actual and Potential Rights of Third-Country Nationals in the European Union», στο Comm. Mkt. L. Rev., 1996, σ. 7, ειδικότερα σ. 21.

(30) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1992, C-237/91, Kus (Συλλογή 1992, σ. Ι-6781, σκέψη 25).

(31) - Βλ. αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1997, C-36/96, Gόnaydin (Συλλογή 1997, σ. I-5143, σκέψεις 23, 28 και 31), και C-98/96, Ertanir (Συλλογή 1997, σ. I-5179, σκέψεις 23, 38 και 43).

(32) - Βλ. αποφάσεις (προπαρατεθείσες, υποσημείωση 31) Gόnaydin (σκέψη 35), και Ertanir (σκέψη 45).

(33) - Βλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 1997, C-351/95, Kadiman (Συλλογή 1997, σ. Ι-2133).

(34) - ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33. Βάσει του εν λόγω άρθρου 10 είναι τα μέλη της οικογενείας του εργαζομένου: ο σύζυγος και οι κατιόντες κάτω των 21 ετών ή που συντηρούνται απ' αυτόν, οι ανιόντες του εργαζομένου (και του συζύγου) που αυτός συντηρεί, καθώς και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενείας που συντηρείται ή ζει στη χώρα προελεύσεως υπό την αυτή στέγη με τον εργαζόμενο.

(35) - Βλ., πιο κάτω, υποσημείωση 37 και την αντίστοιχη παραπομπή. Βλ. Peers (όπως παραπάνω, υποσημείωση 29), σ. 25.

(36) - Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1995, C-116/94, Meyers (Συλλογή 1995, σ. Ι-2131, σκέψη 24), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι παροχή η οποία συνδέεται κατ' ανάγκη με μια σχέση εργασίας και χορηγείται προς συμπλήρωση των εσόδων των χαμηλόμισθων εργαζομένων οι οποίοι συντηρούν τέκνο, όπως το family credit (οικογενειακό επίδομα) που προβλέπει το αγγλικό δίκαιο, συγκαταλέγεται στις συνθήκες εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70). Βλ., επίσης, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 1974, 152/73, Sotgiu (Συλλογή τόμος 1974, σ. 87), με την οποία ερμηνεύθηκε το άρθρο 7 του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/68 υπό την έννοια ότι η αποζημίωση χωρισμού, που αποτελεί μια κατ' αποκοπήν πρόσθετη αμοιβή που αποβλέπει στον συμψηφισμό των εξόδων οποιασδήποτε φύσεως τα οποία συνεπάγεται η ύπαρξη διπλής κατοικίας, οικογενειακής και επαγγελματικής, εμπίπτει στην έννοια των «όρων εργασίας».

(37) - Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση (υποσημείωση 19), σκέψη 25. Βλ. επίσης τις αποφάσεις Yusfi (προπαρατεθείσα, υποσημείωση 19), σκέψη 24, και Krid (προπαρατεθείσα, υποσημείωση 20), σκέψη 32.

(38) - Για λόγους απλουστεύσεως, δεν εξετάζω το ζήτημα αν πρόσωπο που βρίσκεται στην κατάσταση της S. Sόrόl (ή του συζύγου) μπορεί να εμπίπτει στην έννοια του εργαζομένου που γίνεται δεκτή στον τομέα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία, ανεξάρτητα από την ύπαρξη σχέσεως εργασίας, επιβάλλει την ασφάλιση του ενδιαφερομένου, έστω και έναντι ενός μόνον κινδύνου, βάσει της υποχρεωτικής ή της επικουρικής ασφαλίσεως στο γενικό ή ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που αναφέρει το άρθρο 1, στοιχείο αα, του κανονισμού 1408/71 (βλ., ως τελευταίως εκδοθείσα, την απόφαση Martinez Sala, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8, σκέψεις 31 και 36).

(39) - Βλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna (Συλλογή 1986, σ. 1, σκέψη 23). Βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 1974 (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 36), της 16ης Φεβρουαρίου 1978, 61/77, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Συλλογή τόμος 1978, σ. 167)· της 14ης Φεβρουαρίου 1995, C-279/92, Schumacker (Συλλογή 1995, σ. Ι-225)· της 23ης Μαου 1996, C-237/94, O'Flynn (Συλλογή 1996, σ. Ι-2617), και της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, C-35/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας (μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 37).

(40) - Βλ. απόφαση Martνnez Sala (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 8).

(41) - Εξάλλου, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι δυσμενείς δημοσιονομικές συνέπειες που το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούσε ενδεχομένως να έχει επειδή παρέβη τη διάταξη του κοινοτικού δικαίου που είναι αντικείμενο της αποφάσεως περί ερμηνείας του Δικαστηρίου ουδέποτε δικαιολόγησαν, από μόνες τους, τον περιορισμό των αποτελεσμάτων αποφάσεως του Δικαστηρίου. Πράγματι, ο περιορισμός των αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως βάσει αυτής της συλλογιστικής και μόνο θα κατέληγε σε ουσιαστική μείωση της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που έλκουν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο [βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, Eπιτροπή κατά Γαλλίας, προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 39, σκέψη 52. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1992, C-200/90, Dansk Denkavit και Poulsen Τrading (Συλλογή 1992, σ. Ι-2217, σκέψεις 20 έως 23)· της 11ης Αυγούστου 1995, C-367/93 έως C-377/93, Roders κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. Ι-2229, σκέψη 48), και της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C-197/94 C-252/94, Bautiaa και Sociιtι franηaise maritime (Συλλογή 1996, σ. Ι-505, σκέψη 55)].

(42) - Βλ., mutatis mutandis, απόφαση Hallouzi-Choho (προπαρετεθείσα στην υποσημείωση 19), σκέψεις 41 έως 45, που αφορούσε το άρθρο 41, παράγραφος 1, της συμφωνίας ΕΟΚ-Μαρόκου. Βλ., επίσης, όσον αφορά τον μη περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων αποφάσεως περί ερμηνείας του άρθρου 7 (νυν 6) της Συνθήκης, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1985, 293/83, Gravier (Συλλογή 1985, σ. 593), και της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 309/85, Barra (Συλλογή 1988, σ. 355, σκέψεις 9 έως 15), καθώς και, όσον αφορά τον μη περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως ερμηνείας της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων του άρθρου 48 της Συνθήκης και του άρθρου 7 του προαναφερθέντος κανονισμού 1612/98, απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 39), σκέψη 51.

(43) - Το Δικαστήριο ανέφερε, με την υπομνησθείσα στο κείμενο διατύπωση, τις προϋποθέσεις για τον περιορισμό των διαχρονικών αποτελεσμάτων των προδικαστικών αποφάσεών του περί ερμηνείας, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Roders κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 41, σκέψεις 42 και 43).

Top