Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61990CJ0213

Απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1991.
Association de soutien aux travailleurs immigres (ASTI) κατά Chambre des employés privés.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Cour de cassation - Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.
Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Ίση μεταχείρηση - Συμμετοχή στη διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου και άσκηση αρμοδιότητας δημοσίου δικαίου.
Υπόθεση C-213/90.

Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03507

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1991:291

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-213/90 ( *1 ),

Ι — Πραγματικά περιστατικά και έγγραφη διαδικασία

1.

Το chambre des employés privés (Επιμελητήριο των ιδιωτικών υπαλλήλων) ιδρύθηκε ταυτόχρονα με τα άλλα επαγγελματικά επιμελητήρια (Αγροτικό Επιμελητήριο, Επιμελητήριο Βιοτεχνών, Εμπορικό Επιμελητήριο και λοιπά) με τον νόμο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της 4ης Απριλίου 1924, περί ιδρύσεως επαγγελματικών επιμελητηρίων με αιρετά όργανα.

Ο νόμος αυτός ορίζει ότι η γενική αποστολή των επαγγελματικών επιμελητηρίων είναι « η διαφύλαξη και η υπεράσπιση συμφερόντων των μελών τους ».

Το άρθρο 38 του ανωτέρω νόμου προβλέπει τα εξής:

« Αποστολή του chambre des employés privés είναι να ιδρύει και να επιχορηγεί, ανάλογα με την περίπτωση, κάθε ίδρυμα, οργανισμό, οργάνωση ή υπηρεσία που έχει ως κύριο σκοπό τη βελτίωση της καταστάσεως των ιδιωτικών υπαλλήλων, να προωθεί τις δραστηριότητες τους, να συντάσσει γνωμοδοτήσεις, να απευθύνει συστάσεις και να ζητεί πληροφορίες, καθώς και την παροχή στατιστικών στοιχείων.

Το Επιμελητήριο δικαιούται να υποβάλλει προτάσεις στην κυβέρνηση, τις οποίες η τελευταία οφείλει να εξετάζει και να υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, όταν το αντικείμενο τους υπάγεται στην αρμοδιότητα του.

Πριν από την έκδοση κάθε νόμου και κάθε υπουργικής αποφάσεως ή βασιλικού διατάγματος που αφορά κατά κύριο λόγο τους ιδιωτικούς υπαλλήλους, πρέπει να ζητείται η γνώμη του chambre des employés privés.

Στην αρμοδιότητα του chambre des employés privés περιλαμβάνεται ιδίως:

α)

η διαφύλαξη και υπεράσπιση των συμφερόντων των ιδιωτικών υπαλλήλων. Το Επιμελητήριο φροντίζει ιδίως για την τήρηση της νομοθεσίας και των κανονιστικών διατάξεων που αφορούν τους εν λόγω υπαλλήλους·

β)

η επίβλεψη και ο έλεγχος της εκτελέσεως των ατομικών και συλλογικών συμβάσεων εργασίας·

γ)

η γνώμη του πρέπει να ζητείται πριν από την οριστική ψήφιση από το Κοινοβούλιο των νόμων που αφορούν τους ιδιωτικούς υπαλλήλους·

δ)

το Επιμελητήριο υποβάλλει τις παρατηρήσεις του στο Κοινοβούλιο σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πιστώσεων του κρατικού προϋπολογισμού για τα προηγούμενα οικονομικά έτη που χρησιμοποιήθηκαν προς το συμφέρον των ιδιωτικών υπαλλήλων και εκφράζει τη γνώμη του όσον αφορά την παροχή των νέων κονδυλίων που προβλέπονται για το επόμενο οικονομικό έτος·

ε)

υποβάλλει προτάσεις σχετικά με την επίβλεψη της επαγγελματικής επιμορφώσεως των ιδιωτικών υπαλλήλων.

Η ανωτέρω απαρίθμηση δεν είναι περιοριστική ».

Βάσει του άρθρου 6 του νόμου του 1924, μεταξύ των μελών των επιμελητηρίων το δικαίωμα του εκλέγειν παρέχεται μόνο στα άτομα που έχουν την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου.

Προς κάλυψη των δαπανών του, το chambre des employés privés μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου του 1924, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 3ης Ιουνίου 1926, να επιβάλει στα μέλη του την υποχρέωση καταβολής εισφορών, παρακρατούμενες από τις αποδοχές και τους μισθούς. Αυτή η παρακράτηση εξομοιώνεται προς παρακράτηση φόρου, για την οποία ισχύουν τα ίδια προνόμια όπως και για την περίπτωση μη καταβολής των αμέσων φόρων. Πριν από την τροποποίηση του νόμου, η υποχρέωση καταβολής εισφορών βάρυνε μόνο τους έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν.

2.

Με έγγραφο το οποίο απηύθυνε στις 17 Μαρτίου 1987 στο chambre des employés privés, το Association de soutien aux travailleurs immigrés ( Σωματείο αρωγής των μεταναστών εργαζομένων, στο εξής: ASTI ) πληροφόρησε το ev λόγω Επιμελητήριο ότι, από κοινού με τους τρεις αλλοδαπούς μισθωτούς που απασχολεί, οι οποίοι είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, αποφάσισε να μην καταβάλει τις σχετικές εισφορές στο ανωτέρω Επιμελητήριο, με την αιτιολογία ότι θεωρούσε παράλογο να καταβάλλονται εισφορές σε έναν οργανισμό για λογαριασμό μισθωτών οι οποίοι όμως αποκλείονται από τον εν λόγω οργανισμό.

Το chambre des employés privés άσκησε αγωγή ενώπιον του tribunal de paix ( Ειρηνοδικείο) της πόλεως του Λουξεμβούργου. Προς αντίκρουση της αγωγής, το ASTI ισχυρίστηκε ότι η άρνηση αναγνωρίσεως στους αλλοδαπούς, υπηκόους άλλων κρατών μελών, του δικαιώματος συμμετοχής στις εκλογές του chambre des employés privés είναι αντίθετη προς τα άρθρα 7, 48, 117, 118, 118 Α και 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και 7 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33 ). Με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1989 το tribunal de paix απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς και υποχρέωσε το ASTI να καταβάλει τις μη καταβληθείσες εισφορές με την αιτιολογία ότι:

1)

δεν εναπόκειται στον εργοδότη να αποφασίζει να μην προβαίνει στην παρακράτηση στην οποία υποχρεούται εκ του νόμου·

2)

δεν εναπόκειται στον εργοδότη να ενεργεί για λογαριασμό του εργαζομένου ( έλλειψη νομιμοποιήσεως)·

3)

το ζήτημα σχετικά με τη μη αναγνώριση του δικαιώματος του εκλέγειν πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της δημοσίας τάξεως διαδικασίας που θεσπίζεται με τον νόμο του 1924 και ότι το tribunal de paix είναι αναρμόδιο να κρίνει παρεμπιπτόντως επί του προβλήματος αυτού.

Το ASTI άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour de cassation, το οποίο έκρινε ότι, εν προκειμένω, δεν υπήρχε λόγος εφαρμογής του σχετικού με την έλλειψη νομιμοποιήσεως κανόνα και ότι, επομένως, ως προς το σημείο αυτό, η αγωγή ήταν βάσιμη. Κατά τα λοιπά, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει προδικαστική απόφαση επί του ακολούθου ερωτήματος:

« Πρέπει να ερμηνευθούν τα άρθρα 7, 48, 117, 118, 118 Α και 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, ή ορισμένα από τα άρθρα αυτά, υπό την έννοια ότι απαγορεύουν στα κράτη μέλη της Κοινότητας να επιβάλλουν με τη νομοθεσία τους στους αλλοδαπούς εργαζομένους, υπηκόους των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι είναι υποχρεωτικώς μέλη των επαγγελματικών επιμελητηρίων, την υποχρέωση καταβολής εισφορών, εφόσον δεν τους παρέχουν παράλληλα το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκλογή των οργάνων του Επιμελητηρίου και επιφυλάσσουν το δικαίωμα αυτό μόνο στους ημεδαπούς; »

3.

Η απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17 Ιουλίου 1990.

4.

Σύμφωνα με το άρθρο 20 του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν:

το ASTI, αναιρεσείον, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο G. Thomas, στις 10 Οκτωβρίου 1990,

το αναιρεσίβλητο της κύριας δίκης, εκπροσωπούμενο από τον δικηγόρο Α. T. Ries, στις 3 Οκτωβρίου 1990,

η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενη από τον J. Zahlen, κυβερνητικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εργασίας, στις 9 Οκτωβρίου 1990,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Γκουλούση, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας.

5.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου

6.

Το ASTI προτείνει να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα του Cour de cassation:

« 1)

Νομοθετική ρύθμιση ενός κράτους μέλους, όπως η προβλεπόμενη από τον νόμο του κράτους του Λουξεμβούργου της 4ης Απριλίου 1924, όπως έχει τροποποιηθεί, περί ιδρύσεως επαγγελματικών επιμελητηρίων με αιρετά μέλη για διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες (γεωργία, βιοτεχνία, εμπόριο και βιομηχανία, υπάλληλοι, εργάτες ),

μέλη των οποίων είναι όλα τα άτομα τα οποία ασκούν στην εθνική επικράτεια ένα από τα προβλεπόμενα επαγγέλματα και

αποστολή των οποίων είναι, ιδίως,

να υπερασπίζουν τα συμφέροντα των αντιστοίχων επαγγελμάτων·

να επιβλέπουν την ορθή εφαρμογή των σχετικών με τους επαγγελματικούς κλάδους νομοθετικών ρυθμίσεων και την προσήκουσα εκτέλεση των ατομικών και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας·

να συστήνουν κάθε οργανισμό, οργάνωση και υπηρεσία που αποσκοπεί στη βελτίωση της καταστάσεως των μελών των οικείων επιμελητηρίων, ιδίως όσον αφορά την επαγγελματική επιμόρφωση ·

να διαφωτίζουν τις νομοθετικές και εκτελεστικές αρχές με τις γνωμοδοτήσεις και προτάσεις τους στην κυβέρνηση τις οποίες η τελευταία υποχρεούται να διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο εφόσον τούτο ενδείκνυται·

τα οποία έχονν το οικαίωμα να ζητούν από όλα τα μέλη τους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, την καταβολή εισφορών, που έχουν ως σκοπό την εξασφάλιση της λειτουργίας τους, καθορίζοντας τα ίδια τη βάση επιβολής των εισφορών αυτών,

είναι αουμβίβαοτη προς το άρθρο 7 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας “ εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας Συνθήκης ”,

καθόσον η εν λόγω νομοθεσία αποκλείει από το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι όλα τα αλλοδαπά μέλη των επιμελητηρίων και, μεταξύ αυτών, τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών της Κοινότητας, στερώντας από τα άτομα αυτά κάθε δικαίωμα συμμετοχής στη διοίκηση των εν λόγω επαγγελματικών οργανώσεων, για τη λειτουργία των οποίων όμως είναι υποχρεωμένα να καταβάλλουν εισφορές.

2)

Η συμμετοχή στην εκλογή των οργάνων των επιμελητηρίων και στη διοίκηση τους αποτελεί μέρος, όσον αφορά τους μισθωτούς, των “ κοινωνικών προνομίων ” που αναφέρονται στο άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας, και της ασκήσεως των αναφερομένων στο άρθρο 8 του ιδίου κανονισμού “ συνδικαλιστικών δικαιωμάτων ”.

3) α)

Το άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68, κατά το οποίο είναι δυνατόν να αποκλειστεί η συμμετοχή εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους από τη “διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου” και από την “ άσκηση λειτουργήματος δημοσίου δικαίου ” είναι ασυμβίβαστο προς το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ.

3)

β) Στην περίπτωση που η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 8 κριθεί σύμφωνη προς το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης ΕΟΚ, τα επαγγελματικά επιμελητήρια, όπως εκείνα τα οποία θεσπίζονται με τον προαναφερθέντα νόμο του κράτους του Λουξεμβούργου — τα οποία δεν έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τις αποφάσεις τους, εκτός όσον αφορά την είσπραξη των εισφορών — δεν μπορούν να θεωρηθούν ως “ οργανισμοί δημοσίου δικαίου ” υπό την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως. Τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι δεν μπορούν να θεωρηθούν ως “ συμμετοχή στη διοίκηση ” ενός τέτοιου οργανισμού. Η συμμετοχή στην αιρετή διοίκηση ενός τέτοιου οργανισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “άσκηση λειτουργήματος δημοσίου δικαίου ” υπό την έννοια της ιδίας διατάξεως. »

Το ASTI ισχυρίζεται καταρχάς ότι μία από τις θεσμικές βάσεις των επαγγελματικών επιμελητηρίων είναι το γεγονός ότι αποτελούν καθαρά επαγγελματικά όργανα, τα οποία είναι ανεξάρτητα πολιτικών επιρροών. Για τον λόγο αυτό θεωρεί ότι η αποστολή τους είναι σε μεγάλο βαθμό παρόμοια προς εκείνη των παραδοσιακών συνδικάτων, πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται από το σύνολο των σκοπών που επιδιώκει το chambre des employés privés, όπως ορίζεται στο άρθρο 38 του νόμου του 1924.

Το ASTI απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι τα επιμελητήρια συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας λόγω των συμβουλευτικών τους αρμοδιοτήτων, διότι η εν λόγω αρμοδιότητα είναι μία μόνον από εκείνες που ανατίθενται σ' αυτά τα επιμελητήρια και, εν πάση περιπτώσει, οι γνώμες τους έχουν καθαρά συμβουλευτικό χαρακτήρα, που δεν προϋποθέτει την άσκηση « δημοσίου λειτουργήματος», υπό την έννοια άμεσης συμμετοχής στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας.

Επιπλέον, οι μετανάστες εργαζόμενοι έχουν νόμιμο συμφέρον να συμμετέχουν σ' αυτή τη συμβουλευτική αρμοδιότητα· όμως, με τον αποκλεισμό του δικαιώματος του εκλέγειν στερούνται από αυτή τη δυνατότητα και υφίστανται με τον τρόπο αυτό δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους.

Η εν λόγω διάκριση, που καθίσταται πλέον κατάφωρη από το γεγονός ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι καταβάλλουν εισφορές, απαγορεύεται από το άρθρο 7 της Συνθήκης και τον κανονισμό 1612/68.

Το ASTI υπογραμμίζει ότι η συμμετοχή στη διοίκηση των επιμελητηρίων και στην εκλογή των μελών τους είναι ένα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68 « κοινωνικά πλεονεκτήματα », διότι η συμμετοχή αυτή συμβάλλει στην ενσωμάτωση του αλλοδαπού στη χώρα υποδοχής, πράγμα το οποίο, όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, αποτελεί χαρακτηριστικό των ανωτέρω πλεονεκτημάτων (απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, 137/84, Mutsch, Συλλογή 1985, σ. 2681 ).

Τέλος, τα μέλη των επαγγελματικών επιμελητηρίων εκλέγονται από καταλόγους οι οποίοι συντάσσονται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενεργούν δε στο πλαίσιο εντολής των εν λόγω οργανώσεων. Το γεγονός ότι οι μετανάστες εργαζόμενοι δεν μπορούν να εκλεγούν βάσει των καταλόγων αυτών ως συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι αποτελεί δυσμενή διάκριση σε σχέση με την κατάσταση των συνδικαλιστικών εκπροσώπων που έχουν την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου και, επομένως, συνιστά παράβαση του άρθρου 8 του κανονισμού 1612/68.

Όσον αφορά τη διάταξη το άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68, κατά το οποίο είναι δυνατόν να αποκλειστεί η συμμετοχή του εργαζομένου υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους στη « διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου » και από την άσκηση « λειτουργήματος δημοσίου δικαίου », το ASTI υποστηρίζει:

α)

κυρίως, ότι είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, διότι οι μισθωτοί εργαζόμενοι, που εμπίπτουν λόγω της ιδιότητας τους αυτής στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1612/68, περιέρχονται σε δυσμενέστερη θέση όσον αφορά τον ανωτέρω τομέα σε σχέση με άλλες ομάδες ατόμων των οποίων η κατάσταση διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 7 της Συνθήκης·

β)

επικουρικώς, ότι οι έννοιες « διοίκηση οργανισμού δημοσίου δικαίου » και « άσκηση λειτουργήματος δημοσίου δικαίου » του άρθρου 8 του κανονισμού 1612/68 δεν έχουν εφαρμογή στο δικαίωμα ψήφου των εργαζομένων στο πλαίσιο ενός οργανισμού κοινωνικής εκπροσωπήσεως, καθόσον το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης επιτρέπει να επιφυλάσσονται στους ημεδαπούς μόνον οι θέσεις εργασίας που ενέχουν συμμετοχή στην άσκηση της δημοσίας εξουσίας και στις λειτουργίες που έχουν ως αντικείμενο τη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων του κράτους ή άλλων δημοσίων οργανισμών (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980, 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου, Rec. 1980, σ. 3881 ).

7.

Το chambre des employés privés ισχυρίζεται καταρχάς ότι είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου, ο οποίος έχει συσταθεί από τον νόμο.

Στη συνέχεια υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο, με την προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980, Επιτροπή κατά Βελγίου, ερμηνεύοντας το άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68, δέχθηκε ότι είναι δυνατό, βάσει του άρθρου αυτού, να αποκλείονται οι υπήκοοι των άλλων κρατών μελών από τη συμμετοχή στη διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου, εφόσον οι δραστηριότητες των εν λόγω οργανισμών προϋποθέτουν συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση του chambre des employés privés, το οποίο παρεμβαίνει βάσει του νόμου στην άσκηση της νομοθετικής και της κανονιστικής εξουσίας μέσω των συμβουλευτικών του γνωμών, τις οποίες εκφέρει υποχρεωτικώς.

8.

Η Κυβέρνηοη τον Λουξεμβούργου παρατηρεί καταρχάς ότι, όσον αφορά το γενικότερο ζήτημα του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι των ατόμων που δεν έχουν την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου στις εκλογές των επαγγελματικών επιμελητηρίων, η Επιτροπή, με έγγραφο της 27ης Νοεμβρίου 1989, κίνησε τη διοικητική προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία περί αναγνωρίσεως παραβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 169 της Συνθήκης. Για τον λόγο αυτό και λαμβανομένου υπόψη ότι, αφενός, το προδικαστικό ερώτημα αφορά μόνο μία από τις πτυχές του γενικού προβλήματος και ότι, αφετέρου, αναμένει ακόμη τη σχετική γνωμοδότηση του Conseil d' Etat για να απαντήσει στην Επιτροπή, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ζητεί από το Δικαστήριο να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου η ίδια διατυπώσει την απάντηση της ή, ενδεχομένως, μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει την απόφαση του στο πλαίσιο της διαδικασίας περί αναγνωρίσεως παραβάσεως.

Επικουρικά, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υποστηρίζει ότι το προδικαστικό ερώτημα είναι απαράδεκτο, διότι δεν αναφέρεται ειδικά σε ζήτημα του κοινοτικού δικαίου, καθόσον οι κοινοτικοί υπήκοοι βρίσκονται στην ίδια θέση όπως και οι υπήκοοι του Λουξεμβούργου που δεν έχουν εκλογικό δικαίωμα και διότι η σχετική ρύθμιση έχει γενική ισχύ, αφορώσα όλα τα μέλη ενός επαγγελματικού επιμελητηρίου, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια τους.

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο απαντήσει στο υποβληθέν ερώτημα, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση :

«Τα άρθρα 7, 48, 117, 118 Α και 188 της Συνθήκης ΕΟΚ και τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 δεν έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους να επιβάλλει την καταβολή εισφορών στους αλλοδαπούς εργαζομένους, υπηκόους κράτους μέλους, οι οποίοι είναι υποχρεωτικά μέλη ενός επαγγελματικού επιμελητηρίου, στερώντας τους παράλληλα το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές προς ανάδειξη των οργάνων του επιμελητηρίου, επιφυλάσσοντας το δικαίωμα του εκλέγειν μόνο στους ημεδαπούς. »

Όσον αφορά τη φύση και την αποστολή των επαγγελματικών επιμελητηρίων, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί ότι τα επιμελητήρια συστάθηκαν για να συμπληρώσουν την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα νομοθετική λειτουργία, μέσω της θεσπίσεως από τον νόμο του 1924 της συμβουλευτικής τους αρμοδιότητας και του δικαιώματος τους να τροποποιούν ή να προτείνουν νόμους και διατάγματα που συνάπτονται προς τον σκοπό τους ή που αφορούν τα μέλη τους.

Επομένως, οι αρμοδιότητες αυτές, βάσει των οποίων τα επιμελητήρια συνδράμουν τις δημόσιες αρχές, συμμετέχοντας, δυνάμει θεσμικών διατάξεων, στην άσκηση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, είναι οι σημαντικότερες.

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ επιμελητηρίων και συνδικάτων, τα οποία είναι ενώσεις ιδιωτικού δικαίου, η συμμετοχή στις οποίες είναι ελεύθερη, ενώ τα μέλη ενός επαγγελματικού κλάδου υπάγονται υποχρεωτικά στα επαγγελματικά επιμελητήρια, τα οποία εκπροσωπούν τα μέλη αυτά και εκφράζουν τις απόψεις τους.

Η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου θεωρεί ότι το υποβληθέν ερώτημα αφορά το αν το δικαίωμα του εκλέγειν αποτελεί άμεση και απαραίτητη αντιπαροχή για την καταβαλλόμενη εισφορά.

Επ' αυτού, η ανωτέρω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τον νόμο, η καταβολή εισφοράς είναι η άμεση αντιπαροχή για κάποια συγκεκριμένη δαπάνη, δηλαδή την παροχή των υπηρεσιών εκ μέρους του Επιμελητηρίου, που δεν έχει καμία σχέση με τη συμβουλευτική της λειτουργία.

Συνεπώς, η καταβολή εισφοράς μπορεί να συγκριθεί προς τον φόρο, ο οποίος, όπως ακριβώς και οι δημοτικοί ή εθνικοί φόροι σε σχέση με τις δημοτικές ή βουλευτικές εκλογές, δεν παρέχει το δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογή των οργάνων των επαγγελματικών επιμελητηρίων. Εξάλλου, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου σημειώνει ότι, πέραν του δικαιώματος του εκλέγειν, τα δικαιώματα των αλλοδαπών εργαζομένων λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της υπερασπίσεως του υπέρτερου συμφέροντος του επαγγελματικού κλάδου στο σύνολο του, χωρίς να υπάρχει λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ των διαφόρων μελών του επαγγελματικού επιμελητηρίου.

Όσον αφορά τις διάφορες διατάξεις που αναφέρονται στο υποβληθέν ερώτημα, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υποστηρίζει ότι:

α)

κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου ( αποφάσεις της 9ης Ιουνίου 1977, 90/76, Van' Ameyde, Rec. 1977, σ. 1091 της 14ης Ιουλίου 1977, 8/77, Sagulo,-Rec. 1977, σ. 1495, και της 28ης Μαρτίου 1979, 175/78, Saunders, Rec. 1979, σ. 1129 ), το άρθρο 7 της Συνθήκης εφαρμόζεται επιφυλασσομένων των ειδικών διατάξεων που αναφέρονται στη Συνθήκη, όταν δε μία κανονιστική ρύθμιση είναι σύμφωνη προς αυτές τις ειδικές διατάξεις, είναι επίσης σύμφωνη και προς το άρθρο 7 της Συνθήκης·

β)

το πρόβλημα του δικαιώματος του εκλέγειν δεν μπορεί να εκτιμηθεί με βάση την έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος, που περιλαμβάνει μόνο τα πλεονεκτήματα τα οποία αναγνωρίζονται στους ημεδαπούς εργαζομένους βάσει της αντικειμενικής ιδιότητας του εργαζομένου ή του απλού γεγονότος της κατοικίας τους και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους άλλων κρατών μελών μπορεί να διευκολύνει την κινητικότητα τους στο εσωτερικό της Κοινότητας.

Από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου που βασίζονται στο άρθρο 7 νου κανονισμού 1612/68 αποδεικνύεται ότι η διάταξη αυτή αφορά την κατάργηση συγκεκριμένων εμποδίων στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων. Πρόκείται για πλεονεκτήματα από τα οποία ωφελούνται άμεσα και ατομικά οι εργαζόμενοι, αλλά μόνον οι εργαζόμενοι και όχι οι αναζητούντες εργασία (αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1975, 32/75, Cristini, Rec. 1975, σ. 1085 της 14ης Ιανουαρίου 1982, 65/81, Reina, Συλλογή 1982, σ. 33· της 12ης Ιουλίου 1984, 261/83, Castelli, Συλλογή 1984, σ. 3199, και της 27ης Μαρτίου 1985, 249/83, Hoeckx, Συλλογή 1985, σ. 973 ).

Αντίθετα, το δικαίωμα του εκλέγειν είναι θεσμικό δικαίωμα, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τη γενική έννοια του αμέσου πλεονεκτήματος και ακόμη μικρότερη με την ειδικότερη έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος, ούτε μπορεί δε να αποτελέσει εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.

Τέλος, το εν λόγω δικαίωμα του εκλέγειν προκύπτει από τη συμμετοχή του ατόμου σε μία επαγγελματική κατηγορία και όχι από την ιδιότητα του ως « εργαζομένου ».

γ)

Όσον αφορά το άρθρο 48 της Συνθήκης και κυρίως το άρθρο 8 trov κανονισμού 1612/68, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου υπενθυμίζει ότι τα επιμελητήρια συνιστούν θεσμικό όργανο αντιπροσωπεύσεως εργοδοτών και εργαζομένων, συσταθέν με νόμο, διαφορετικό από τις ελεύθερες συνδικαλιστικές οργανώσεις, που δεν έχει καμία σχέση με τη συνδικαλιστική ελευθερία. Εξάλλου, βάσει της συμβουλευτικής τους αρμοδιότητας, τα επιμελητήρια είναι άμεσοι συμμέτοχοι στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και, εξ αυτού, έχουν ειδική ευθύνη όσον αφορά τη διαφύλαξη των γενικών συμφερόντων.

Το γεγονός ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συντάσσουν καταλόγους για την εκλογή των οργάνων των επιμελητηρίων είναι μία απλή πρακτική η οποία δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συμμετοχή των εργαζομένων τους οποίους αφορά η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας στη διοίκηση των επιμελητηρίων, όπως ακριβώς η ενδεχόμενη μαζική παρουσία συνδικαλιστών στο Κοινοβούλιο δεν δικαιολογεί τη δυνατότητα εκλογής των αλλοδαπών ως βουλευτών.

Τέλος, ο συσχετισμός του εν λόγω ζητήματος με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα δεν δικαιολογείται, διότι το άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68 προβλέπει σχετικά διπλή εξαίρεση, καθόσον τα επιμελητήρια συμμετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και είναι όργανα εκπροσωπήσεως δημοσίου δικαίου, ο σκοπός των οποίων είναι η συμμετοχή των επαγγελματικών κλάδων στη διαχείριση των κοινων.

9.

Η Επιτροπή προτείνει να δοθεί η εξής απάντηση στο ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο:

«Το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και το άρθρο 8 του κανονισμού 1612/68 έχουν την έννοια ότι εμποδίζουν τα κράτη μέλη να στερούν με τη νομοθεσία τους από αλλοδαπούς εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, οι οποίοι υπάγονται υποχρεωτικά σε ένα επαγγελματικό επιμελητήριο και υποχρεούνται εκ του νόμου να καταβάλλουν εισφορές σ' αυτό, το δικαίωμα της συμμετοχής στις εκλογές προς ανάδειξη των οργάνων του εν λόγω επιμελητηρίου. »

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου επιβάλλει δυσμενείς διακρίσεις, λόγω του ότι στερεί από τους υπηκόους των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι είναι υποχρεωτικά μέλη ενός επιμελητηρίου, τη δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές προς ανάδειξη των οργάνων του εν λόγω επιμελητηρίου, όσον αφορά τόσον το δικαίωμα του εκλέγειν, όσον και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Η διάκριση αυτή θα υφίστατο ακόμη και αν οι κοινοτικοί εργαζόμενοι απαλλάσσονταν από την υποχρέωση καταβολής εισφορών.

Η εν λόγω διάκριση είναι αντίθετη προς το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, το οποίο επιτάσσει την ίση μεταχείριση στον τομέα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, καθόσον σ' αυτά περιλαμβάνεται επίσης και το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στο πλαίσιο οργανισμών που έχουν ως κύρια αποστολή την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων με κάθε νόμιμο μέσο. Εν προκειμένω, σκοπός όλων των αρμοδιοτήτων τις οποίες έχει το chambre des employés privés είναι η διασφάλιση των συμφερόντων των εν λόγω υπαλλήλων, δεν έχει δε σημασία το ζήτημα αν πρόκειται για οργανισμό ανάλογο προς τις συνδικαλιστικές ενώσεις κλασσικού τόπου, οι οποίες επίσης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου.

Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης και 8, παράγραφος 1, περίπτωση β, του κανονισμού 1612/68, η Επιτροπή αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι τα επιμελητήρια συμμετέχουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας λόγω της συμβουλευτικής τους αρμοδιότητας, διότι η εν λόγω αρμοδιότητα εντάσσεται στο πλαίσιο της διασφαλίσεως των συμφερόντων των μελών των επιμελητηρίων, οι δε γνώμες τους δεν δεσμεύουν το Κοινοβούλιο και, επομένως, δεν συνιστούν συμμετοχή στη νομοθετική διαδικασία.

Ακόμη και αν αυτή η αρμοδιότητα θεωρηθεί ως δημόσιο λειτούργημα, θα έπρεπε να εφαρμοστεί η νομολογία που προκύπτει από την προαναφερθείσα απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980, Επιτροπή κατά Βελγίου, και, επομένως, να αναγνωριστεί το δικαίωμα του εκλέγειν στους κοινοτικούς εργαζομένους, με παράλληλο αποκλεισμό τους από τη συγκεκριμένη λειτουργία, που προϋποθέτει συμμετοχή στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

G. C. Rodríguez Iglesias

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 4ης Ιουλίου 1991 ( *1 )

Στην υπόθεση C-213/90,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Λουξεμβούργου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Association de soutien aux travailleurs immigrés ( ASTI )

και

Chambre des employés privés,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7, 48, 117, 118, 118 Α και 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και 7 και 8 του κανονισμού ( ΕΟΚ) 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. F. Mancini, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, T. F. O'Higgins και G. C Rodríguez Iglesias, προέδρους τμήματος, Sir Gordon Slynn, R. Joliét, F. A. Schockweiler και F. Grévisse, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η ASTI, εκπροσωπούμενη από τον G. Thomas, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

το chambre des employés privés, εκπροσωπούμενο από τον Α. T. Ries, δικηγόρο Λουξεμβούργου,

η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενη από τον J. Zahlen, σύμβουλο της κυβερνήσεως στο Υπουργείο Εργασίας,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Γκου-λούση, νομικό σύμβουλο,

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Κυβερνήσεως του Λουξεμβούργου, εκπροσωπηθέντος από τον L. Schütz, δικηγόρο Λουξεμβούργου, του ASTI, του chambre des employés privés και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 1991,

καθώς και τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 1991,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιουλίου 1990, το Cour de cassation του Λουξεμβούργου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 7, 48, 117, 118, 118 Α και 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και 7 και 8 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 1612/68, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητος ( ΕΕ ειδ. έκδ., 05/001, σ. 33 ) που τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 312/76 του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 68 ).

2

Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Association de soutien aux travailleurs immigrés (Σωματείου Αρωγής των Μεταναστών Εργαζομένων, στο εξής: ASTI ) και του chambre des employés privés ( Επιμελητηρίου των ιδιωτικών υπαλλήλων ).

3

Το chambre des employés privés συνεστήθη με τον νόμο του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της 4ης Απριλίου 1924, περί ιδρύσεως επαγγελματικών επιμελητηρίων με αιρετά όργανα. Ο νόμος αυτός προέβλεψε επίσης τη σύσταση γεωργικού, βιοτεχνικού, εμπορικού και εργατικού επιμελητηρίου. Με νόμο της 12ης Φεβρουαρίου 1964 συνεστήθη το Επιμελητήριο των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα την κάλυψη του συνόλου των επαγγελματικών κλάδων εκτός των ελευθερίων επαγγελμάτων. Βάσει του νόμου, γενική αποστολή των επαγγελματικών επιμελητηρίων είναι η διασφάλιση και η υπεράσπιση των συμφερόντων των μελών τους.

4

Τα επαγγελματικά επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν προτάσεις στην Κυβέρνηση, τις οποίες αυτή υποχρεούται να εξετάζει και να καταθέτει στο Κοινοβούλιο. Ο νομοθέτης υποχρεούται να ζητεί τη γνώμη των επαγγελματικών επιμελητηρίων για κάθε νόμο, διάταγμα ή ρύθμιση που τα αφορά.

5

Δυνάμει του άρθρου 6 του νόμου του 1924 το δικαίωμα του εκλέγειν για την ανάδειξη των οργάνων των επιμελητηρίων παρέχεται μόνο στα άτομα που έχουν την ιθαγένεια του Λουξεμβούργου. Προς κάλυψη των εξόδων τους, τα επιμελητήρια μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 3, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 3ης Ιουνίου 1926, να επιβάλλουν στα μέλη τους την υποχρέωση καταβολής εισφοράς, εισπραττόμενη μέσω παρακρατήσεως του σχετικού ποσού εκ μέρους του εργοδότη από τις αποδοχές τους. Πριν από την τροποποίηση αυτή η υποχρέωση καταβολής εισφοράς βάρυνε μόνο τους εκλογείς.

6

Το ASTI πληροφόρησε το chambre des employés privés, με έγγραφο που του απηύθυνε στις 17 Μαρτίου 1987, ότι, υπό την ιδιότητα του ως εργοδότη και με σύμφωνη γνώμη των τριών αλλοδαπών μισθωτών που απασχολεί, υπηκόων άλλων κρατών μελών, αποφάσισε να μην καταβάλλει εισφορές στο ανωτέρω επιμελητήριο, με την αιτιολογία ότι θεωρούσε παράλογο να καταβάλλει εισφορές σε έναν οργανισμό για λογαριασμό μισθωτών οι οποίοι αποκλείονται από αυτόν.

7

Το chambre des employés privés άσκησε αγωγή ενώπιον του tribunal de paix ( ειρηνοδικείου) της πολέως του Λουξεμβούργου, με απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 1989 του οποίου το ASTI υποχρεώθηκε να καταβάλει τις μη καταβληθείσες εισφορές. Το ASTI άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Cour de cassation του Λουξεμβούργου, το οποίο, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση επί του ακολούθου προδικαστικού ερωτήματος:

« Πρέπει να ερμηνευθούν τα άρθρα 7, 48, 117, 118, 118 Α και 189, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ και τα άρθρα 7 και 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, ή ορισμένα από τα άρθρα αυτά, υπό την έννοια ότι απαγορεύουν στα κράτη μέλη της Κοινότητας να επιβάλλουν με τη νομοθεσία τους στους αλλοδαπούς εργαζομένους, υπηκόους των άλλων κρατών μελών, οι οποίοι είναι υποχρεωτικώς μέλη των επαγγελματικών επιμελητηρίων, την υποχρέωση καταβολής εισφορών, εφόσον δεν τους παρέχουν παράλληλα το δικαίωμα να συμμετέχουν στην εκλογή των οργάνων του Επιμελητηρίου και επιφυλάσσουν το δικαίωμα αυτό μόνο στους ημεδαπούς; »

8

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτούνται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

9

Λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων της αποφάσεως του αιτούντος δικαστηρίου και των παρατηρήσεων που αναπτύχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, με το προδικαστικό ερώτημα το εθνικό δικαστήριο ζητεί να πληροφορηθεί αν, βάσει του κοινοτικού δικαίου, απαγορεύεται σε μία εθνική νομοθεσία να στερεί από τους αλλοδαπούς εργαζομένους το δικαίωμα ψήφου για την ανάδειξη των οργάνων ενός επαγγελματικού επιμελητηρίου, στο οποίο υπάγονται υποχρεωτικά και για το οποίο υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές, αποστολή του οποίου είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων των υπαγομένων σ' αυτό εργαζομένων και το οποίο ασκεί συμβουλευτική αρμοδιότητα στον νομοθετικό τομέα.

10

Από τη δικογραφία προκύπτει ότι τα υπαγόμενα στο chambre des employés privés άτομα έχουν την ιδιότητα του εργαζομένου. Συνεπώς, η συμφωνία προς το κοινοτικό δίκαιο της προεκτιθεμένης διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τις διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και όχι με το άρθρο 7 της Συνθήκης, διότι το άρθρο αυτό ισχύει αυτοτελώς μόνο στις περιπτώσεις που διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο, για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδικούς κανόνες περί απαγορεύσεως των διακρίσεων ( βλ. ως πλέον πρόσφατη την απόφαση της 7ης Μαρτίου 1991, C-10/90, Masgio, Συλλογή 1991, σ. I-1119).

11

Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η θεμελιώδης αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων διακηρύσσεται στο άρθρο 48, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Η αρχή αυτή υπενθυμίζεται στην πέμπτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1612/68 και σε πολλές κατ' ιδίαν διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, ιδίως στα άρθρα 7 και 8, στα οποία αναφέρεται το εθνικό δικαστήριο.

12

Πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία είναι η πλέον ειδική.

13

Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο,

« ο εργαζόμενος υπήκοος κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους απολαύει ίσης μεταχειρίσεως ως προς την συμμετοχή του σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και την άσκηση των συνδικαλιστικών του δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος ψήφου και της καταλήψεως θέσεων διοικήσεως ή διευθύνσεως μιας συνδικαλιστικής οργανώσεως· είναι δυνατόν να αποκλεισθεί η συμμετοχή του από τη διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου και από την άσκηση λειτουργήματος δημοσίου δικαίου. Απολαύει εξ άλλου του δικαιώματος εκλογιμότητας στα όργανα εκπροσωπήσεως των εργαζομένων στην επιχείρηση ».

14

Σε αντίθεση προς την Επιτροπή και το ASTI, ή Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου αμφισβητεί τη δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως αυτής σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, με την αιτιολογία ότι το εν λόγω επαγγελματικό επιμελητήριο αποτελεί θεσμικό όργανο εκπροσωπήσεως, η λειτουργία του οποίου προβλέπεται από τον νόμο, ότι η υπαγωγή σ' αυτό είναι υποχρεωτική και ότι, ως εκ τούτου, διαφέρει από τις ελεύθερες συνδικαλιστικές οργανώσεις.

15

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ισχύς του προαναφερθέντος άρθρου 8, παράγραφος 1, η οποία συνιστά ειδική έκφραση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων στον ειδικό τομέα της συμμετοχής των εργαζομένων στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις συνδικαλιστικές δραστηριότητες, δεν μπορεί να περιορίζεται με βάση θεωρήσεις που ανάγονται στη νομική μορφή του οικείου οργανισμού.

16

Αντίθετα, η άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή υπερβαίνει το πλαίσιο των συνδικαλιστικών οργανώσεων αυτών καθαυτών και περιλαμβάνει, ιδίως, τη συμμετοχή των εργαζομένων σε οργανισμούς που, έστω και αν δεν έχουν τη νομική μορφή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ασκούν ανάλογες λειτουργίες υπερασπίσεως των συμφερόντων των εργαζομένων και εκπροσωπήσεως τους.

17

Επομένως, το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές ενός οργανισμού όπως το chambre des employés privés, του οποίου η γενική αποστολή συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των μελών του και οι περισσότερες από τις λειτουργίες του είναι χαρακτηριστικές μιας συνδικαλιστικής οργανώσεως, πρέπει να θεωρηθεί ως συνδικαλιστικό δικαίωμα υπό την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, χωρίς να είναι μάλιστα αναγκαίο να εξεταστεί το ζήτημα αν ένα τέτοιο επαγγελματικό επιμελητήριο πρέπει να χαρακτηριστεί ή όχι ως συνδικαλιστική οργάνωση.

18

Επικουρικά, η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου ισχυρίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτό το επαγγελματικό επιμελητήριο υπάγεται στην εξαίρεση που προβλέπεται στο προαναφερθέν άρθρο 8, παράγραφος 1, λόγω της φύσεως του ως οργανισμού δημοσίου δικαίου και της συμμετοχής του στην άσκηση δημοσίας εξουσίας μέσω της συμβουλευτικής του αρμοδιότητας.

19

Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει ήδη από την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1980, 149/79, Επιτροπή κατά Βελγίου (Rec. 1980, σ. 3881, σκέψη 15), ο αποκλεισμός « της συμμετοχής στη διοίκηση οργανισμών δημοσίου δικαίου και της ασκήσεως λειτουργήματος δημοσίου δικαίου », ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68, είναι αντίστοιχος της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 48, παράγραφος 4, της Συνθήκης, βάσει δε αυτού επιτρέπεται ενδεχομένως ο αποκλεισμός των εργαζομένων των άλλων κρατών μελών από ορισμένες μόνο δραστηριότητες, οι οποίες προϋποθέτουν τη συμμετοχή στην άσκηση δημοσίας εξουσίας.

20

Συνεπώς, ο αποκλεισμός των εργαζομένων των άλλων κρατών μελών από το δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές των επαγγελματικών επιμελητηρίων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, από τη νομική φύση του εν λόγω επιμελητηρίου κατά το εθνικό δίκαιο, ούτε από το γεγονός ότι ορισμένες από τις λειτουργίες του μπορούν να περιλαμβάνουν τη συμμετοχή στην άσκηση δημοσίας εξουσίας.

21

Επομένως, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτό απαγορεύει στις εθνικές νομοθεσίες να στερούν τους αλλοδαπούς εργαζομένους από το δικαίωμα ψήφου για την ανάδειξη των οργάνων ενός επαγγελματικού επιμελητηρίου, στο οποίο υπάγονται υποχρεωτικά και για το οποίο υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές, αποστολή του οποίου είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων των υπαγομένων σ' αυτό εργαζομένων και το οποίο ασκεί συμβουλευτική αρμοδιότητα στον νομοθετικό τομέα.

Επί των δικαστικών εξόδων

22

Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Λουξεμβούργου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Cour de cassation του Λουξεμβούργου, με απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτό απαγορεύει στις εθνικές νομοθεσίες να στερούν τους αλλοδαπούς εργαζομένους από το δικαίωμα ψήφου για την ανάδειξη των οργάνων ενός επαγγελματικού επιμελητηρίου, στο οποίο υπάγονται υποχρεωτικά και για το οποίο υποχρεούνται να καταβάλλουν εισφορές, αποστολή του οποίου είναι η υπεράσπιση των συμφερόντων των υπαγομένων σ' αυτό εργαζομένων και το οποίο ασκεί συμβουλευτική αρμοδιότητα στον νομοθετικό τομέα.

 

Mancini

O'Higgins

Rodríguez Iglesias

Slynn

Joliét

Schockweiler

Grévisse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Ιουλίου 1991.

Ο Γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο προεδρεύων

F. Mancini

Πρόεδρος τμήματος


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Top